Ο Μπάλντρ ή Μπάλντερ είναι θεός βορείων λαών. Μέσα σ’ένα σύμπαν βίας, πολέμου, γιγάντων και τεράτων, η δική του μορφή αναδύεται σαν ένα γλυκό και εράσμιο φως, σαν ένα μήνυμα δικαιοσύνης και γενναιοδωρίας απέναντι στην αρπακτικότητα και τη βαναυσότητα των άλλων θεών. Είναι γιός του Οντίν και της Φρίγκα, της μεγάλης σκανδιναβικής θεάς.
Στο έργο του «Έδα» ο Σνόρι Στέρλεσον τον περιγράφει σαν ένα θεό, το κάλλος του οποίου και η αταραξία του επιβάλλονται σε όλους τους άλλους.
Η ζωή του Μπάλντρ κυλούσε ήσυχα και χαρούμενα, μέσα στην αγνότητα και την ειρήνη, ώσπου μια νύχτα είδε έναν εφιάλτη που τον γέμισε δέος. Σηκώθηκε και πήγε να βρει την μητέρα του, τη Φρίγκα, για να μοιραστεί μαζί της την αγωνία που τον είχε κυριεύσει. Εκείνη πήρε την απόφαση να τον κάνει άτρωτο.
Για να το πετύχει έβαλε όλους τους θεούς, όλα τα έμβια όντα κι όλα τα πράγματα να ορκιστούν ότι δεν θα βλάψουν ποτέ τον γιό της, τον Μπάλντρ. Έτσι και έγινε.
Όμως, ένας θεός δεν χάρηκε καθόλου με το πλεονέκτημα που απέκτησε ο Μπάλντρ. Ήταν ο μοχθηρός και πανούργος Λόκι. Όπως ο Σετ ζήλεψε τον Όσιρι για τα προνόμιά του, έτσι και ο Λόκι έγινε έξαλος με την προσοχή και τη συμπάθεια όλων των θεών στο πρόσωπο του Μπάλντρ.
Πήρε την απόφαση να διεξάγει μια έρευνα μεταξύ όλων των εμβίων και όλων των πραγμάτων, ρωτώντας τεχνηέντως και τη Φρίγκα. Εκείνη, χωρίς να υποψιαστεί τις προθέσεις του, ομολόγησε ότι μόνο ένα φυτό δεν είχε δώσει τον περίφημο όρκο.
Ήταν ένα νεαρό βλαστάρι του δάσους που μεγάλωνε στα ανατολικά της Βαλχάλα και το όνομά του ήταν Μίστιλτέϊν- ένα βλαστάρι γκί. Η Φρίγκα είπε στον Λόκι ότι της φάνηκε τόσο μικρό που δεν τού ζήτησε να ορκιστεί...
Ο Λόκι αντελήφθηκε αμέσως ότι αυτό το μικρό φυτό θα ήταν το αδύνατο σημείο του Μπάλντρ.
Πήγε, το βρήκε, έκοψε ένα κλαδάκι και το έδωσε στον Χόντ, τον τυφλό γιο του Οντίν, ο οποίος, ανυποψίαστος όπως ήταν χτύπησε μ’ αυτό τον Μπάλντρ. Και ο Μπάλντρ έπεσε μονομιάς νεκρός από αυτό το μικρό χτύπημα.
Οι θεοί ήταν απαρηγόρητοι. Ο καλύτερος όλων τους κειτόταν νεκρός. Χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, αποφάσισαν να τον ενταφιάσουν. Τον μετέφεραν στην ακροθαλασσιά, τον έβαλαν πάνω σ’ ένα πλοιάριο, πάνω στο οποίο θα γινόταν η νεκρική πυρά, αλλά όλη η φύση ήταν τόσο λυπημένη που αρνιόταν να θάψει τον αγαπημένο θεό της. Ακόμη και το πλοιάριο αρνήθηκε να ανοιχτεί στη θάλασσα.
Οι θεοί έκαναν έκκληση σε μια Γίγαντα που κατέφτασε «καβάλα σ’ έναν λύκο με οχιές για χαλινάρια». Φυσικά, η Φρίγκα ήταν απαρηγότητη, αδυνατώντας να αποδεχτεί την απώλεια του καλύτερου γιού της. Στην απελπισία της υποσχέθηκε την εύνοιά της σε όποιον τολμούσε να επισκεφθεί τη θεά Χελ, τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, και να την ικετέψει να επαναφέρει τον Μπάντρ στο φως, στη ζωή.
Ο θεός Χέρμοντ, ένας από τους γιούς του Οντίν, προσφέρθηκε να το επιχειρήσει και έφυγε αμέσως.
«Κάλπασε εννιά μέρες κι εννιά νύχτες στις βαθιές και σκοτεινές κοιλάδες. Φως δεν αντίκρυσε παρά μόνο αφού έφτασε στον ποταμό Γκγιούλλ και πέρασε τη γέφυρα που ήταν καμωμένη από αστραφτερό χρυσάφι. Μια Βαλκυρία που τη φρουρούσε τού είπε: Κάνεις τόση φασαρία, όση πέντε παρέες νεκρών που πέρασαν από εδώ χθες. Δεν έχεις χρώμα νεκρού. Ποιός είσαι;»
Ο Χέρμοντ εξήγησε την αποστολή του και η Βαλκυρία τού έδειξε το δρόμο. Έφτασε μπροστά σ’ έναν πανύψηλο φράχτη που κύκλωνε ολόγυρα το ανάκτορο της Χελ. Μ’ ένα υπερφυσικό άλμα, το άλογο πέρασε το φράχτη και ο Χέρμοντ μπήκε στο παλάτι της ισχυρής θεάς. Είδε τον Μπάλντρ να κάθεται σε μια τιμητική θέση και, χωρίς να χάσει καιρό, εξέθεσε στην Χελ την αποστολή του.
Η Χελ συμφώνησε να αφήσει τον Μπάλντρ να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, αν «όλοι οι ζωντανοί τον έκλαιγαν απ’ την καρδιά τους, αν όλοι οι ζωντανοί, μηδενός εξαιρουμένου, τον ζητούσαν».
Έτσι, ο Χέρμοντ γύρισε πίσω και ανακοίνωσε στους θεούς τους όρους της Χελ.
Όλοι οι ζωντανοί έψαλλαν θρήνους κι έκλαψαν για τον θάνατο του Μπάλντρ. Παντού «οι άνθρωποι, τα ζώα, η γη, οι πέτρες, τα δέντρα έκλαψαν για τον Μπάλντρ.Τα μέταλλα έκαναν το ίδιο και εξακολουθούν να το κάνουν κάθε φορά που περνούν από το κρύο στο ζεστό».
Ωστόσο, υπήρξε πάλι ένα και μόνο πλάσμα που αρνήθηκε να θρηνήσει. Ήταν μια γριά μάγισσα που την έλεγαν Τόκ, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ο Λόκι μεταμορφωμένος.
Εξ αιτίας αυτού τού πλάσματος, ο Μπάλντρ θα έμενε για πάντα στον Κάτω Κόσμο. Εν πάσει περιπτώσει, μέχρι να έρθει κάποια μέρα που θα καταφέρει να ανέβει στον Επάνω Κόσμο μετά το Λυκόφως των θεών, όταν η αναγεννημένη γη θα αναδυθεί και πάλι, νέα και γόνιμη, από τον ωκεανό στα βάθη του οποίου όλα γίνονται και ξεγίνονται εσαεί.
Στο έργο του «Έδα» ο Σνόρι Στέρλεσον τον περιγράφει σαν ένα θεό, το κάλλος του οποίου και η αταραξία του επιβάλλονται σε όλους τους άλλους.
Η ζωή του Μπάλντρ κυλούσε ήσυχα και χαρούμενα, μέσα στην αγνότητα και την ειρήνη, ώσπου μια νύχτα είδε έναν εφιάλτη που τον γέμισε δέος. Σηκώθηκε και πήγε να βρει την μητέρα του, τη Φρίγκα, για να μοιραστεί μαζί της την αγωνία που τον είχε κυριεύσει. Εκείνη πήρε την απόφαση να τον κάνει άτρωτο.
Για να το πετύχει έβαλε όλους τους θεούς, όλα τα έμβια όντα κι όλα τα πράγματα να ορκιστούν ότι δεν θα βλάψουν ποτέ τον γιό της, τον Μπάλντρ. Έτσι και έγινε.
Όμως, ένας θεός δεν χάρηκε καθόλου με το πλεονέκτημα που απέκτησε ο Μπάλντρ. Ήταν ο μοχθηρός και πανούργος Λόκι. Όπως ο Σετ ζήλεψε τον Όσιρι για τα προνόμιά του, έτσι και ο Λόκι έγινε έξαλος με την προσοχή και τη συμπάθεια όλων των θεών στο πρόσωπο του Μπάλντρ.
Πήρε την απόφαση να διεξάγει μια έρευνα μεταξύ όλων των εμβίων και όλων των πραγμάτων, ρωτώντας τεχνηέντως και τη Φρίγκα. Εκείνη, χωρίς να υποψιαστεί τις προθέσεις του, ομολόγησε ότι μόνο ένα φυτό δεν είχε δώσει τον περίφημο όρκο.
Ήταν ένα νεαρό βλαστάρι του δάσους που μεγάλωνε στα ανατολικά της Βαλχάλα και το όνομά του ήταν Μίστιλτέϊν- ένα βλαστάρι γκί. Η Φρίγκα είπε στον Λόκι ότι της φάνηκε τόσο μικρό που δεν τού ζήτησε να ορκιστεί...
Ο Λόκι αντελήφθηκε αμέσως ότι αυτό το μικρό φυτό θα ήταν το αδύνατο σημείο του Μπάλντρ.
Πήγε, το βρήκε, έκοψε ένα κλαδάκι και το έδωσε στον Χόντ, τον τυφλό γιο του Οντίν, ο οποίος, ανυποψίαστος όπως ήταν χτύπησε μ’ αυτό τον Μπάλντρ. Και ο Μπάλντρ έπεσε μονομιάς νεκρός από αυτό το μικρό χτύπημα.
Οι θεοί ήταν απαρηγόρητοι. Ο καλύτερος όλων τους κειτόταν νεκρός. Χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι, αποφάσισαν να τον ενταφιάσουν. Τον μετέφεραν στην ακροθαλασσιά, τον έβαλαν πάνω σ’ ένα πλοιάριο, πάνω στο οποίο θα γινόταν η νεκρική πυρά, αλλά όλη η φύση ήταν τόσο λυπημένη που αρνιόταν να θάψει τον αγαπημένο θεό της. Ακόμη και το πλοιάριο αρνήθηκε να ανοιχτεί στη θάλασσα.
Οι θεοί έκαναν έκκληση σε μια Γίγαντα που κατέφτασε «καβάλα σ’ έναν λύκο με οχιές για χαλινάρια». Φυσικά, η Φρίγκα ήταν απαρηγότητη, αδυνατώντας να αποδεχτεί την απώλεια του καλύτερου γιού της. Στην απελπισία της υποσχέθηκε την εύνοιά της σε όποιον τολμούσε να επισκεφθεί τη θεά Χελ, τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, και να την ικετέψει να επαναφέρει τον Μπάντρ στο φως, στη ζωή.
Ο θεός Χέρμοντ, ένας από τους γιούς του Οντίν, προσφέρθηκε να το επιχειρήσει και έφυγε αμέσως.
«Κάλπασε εννιά μέρες κι εννιά νύχτες στις βαθιές και σκοτεινές κοιλάδες. Φως δεν αντίκρυσε παρά μόνο αφού έφτασε στον ποταμό Γκγιούλλ και πέρασε τη γέφυρα που ήταν καμωμένη από αστραφτερό χρυσάφι. Μια Βαλκυρία που τη φρουρούσε τού είπε: Κάνεις τόση φασαρία, όση πέντε παρέες νεκρών που πέρασαν από εδώ χθες. Δεν έχεις χρώμα νεκρού. Ποιός είσαι;»
Ο Χέρμοντ εξήγησε την αποστολή του και η Βαλκυρία τού έδειξε το δρόμο. Έφτασε μπροστά σ’ έναν πανύψηλο φράχτη που κύκλωνε ολόγυρα το ανάκτορο της Χελ. Μ’ ένα υπερφυσικό άλμα, το άλογο πέρασε το φράχτη και ο Χέρμοντ μπήκε στο παλάτι της ισχυρής θεάς. Είδε τον Μπάλντρ να κάθεται σε μια τιμητική θέση και, χωρίς να χάσει καιρό, εξέθεσε στην Χελ την αποστολή του.
Η Χελ συμφώνησε να αφήσει τον Μπάλντρ να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, αν «όλοι οι ζωντανοί τον έκλαιγαν απ’ την καρδιά τους, αν όλοι οι ζωντανοί, μηδενός εξαιρουμένου, τον ζητούσαν».
Έτσι, ο Χέρμοντ γύρισε πίσω και ανακοίνωσε στους θεούς τους όρους της Χελ.
Όλοι οι ζωντανοί έψαλλαν θρήνους κι έκλαψαν για τον θάνατο του Μπάλντρ. Παντού «οι άνθρωποι, τα ζώα, η γη, οι πέτρες, τα δέντρα έκλαψαν για τον Μπάλντρ.Τα μέταλλα έκαναν το ίδιο και εξακολουθούν να το κάνουν κάθε φορά που περνούν από το κρύο στο ζεστό».
Ωστόσο, υπήρξε πάλι ένα και μόνο πλάσμα που αρνήθηκε να θρηνήσει. Ήταν μια γριά μάγισσα που την έλεγαν Τόκ, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ο Λόκι μεταμορφωμένος.
Εξ αιτίας αυτού τού πλάσματος, ο Μπάλντρ θα έμενε για πάντα στον Κάτω Κόσμο. Εν πάσει περιπτώσει, μέχρι να έρθει κάποια μέρα που θα καταφέρει να ανέβει στον Επάνω Κόσμο μετά το Λυκόφως των θεών, όταν η αναγεννημένη γη θα αναδυθεί και πάλι, νέα και γόνιμη, από τον ωκεανό στα βάθη του οποίου όλα γίνονται και ξεγίνονται εσαεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου