Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Οι ήχοι της γλώσσας

Η παραγωγή των γλωσσικών ήχων, των φθόγγων

Από τα όργανα που δουλεύουν για την παραγωγή της ομιλίας, αυτό που βλέπουμε είναι τα χείλη, τα δόντια και ένα μέρος της γλώσσας. Αλλά ο αέρας που παράγει το ηχητικό κύμα ξεκινάει από τους πνεύμονες, περνάει από την τραχεία και τον λάρυγγα, όπου βρίσκονται οι φωνητικές χορδές, και βγαίνει από τη στοματική ή τη ρινική κοιλότητα.

Οι φωνητικές χορδές είναι δύο μικρές μυϊκές μάζες στον λάρυγγά μας. Οι δύο αυτές μάζες μπορούν να ανοιγοκλείνουν, να πλησιάζουν ή να απομακρύνονται η μία από την άλλη. Ανάμεσά τους περνάει ο αέρας που βγαίνει από τους πνεύμονες.

Ο ρόλος των φωνητικών χορδών στην ανθρώπινη γλώσσα

Πριν μιλήσουμε για τον ρόλο των φωνητικών χορδών στην παραγωγή της ομιλίας, θα πρέπει να προλάβουμε μια απορία. Λέγαμε νωρίτερα ότι τα όργανα που συμμετέχουν στην παραγωγή της ομιλίας δεν είναι φτιαγμένα ειδικά για τη γλώσσα. Μήπως όμως αυτό δεν ισχύει για τις φωνητικές χορδές; Η απάντηση είναι όχι. Φωνητικές χορδές διαθέτουν και τα ζώα (ή, τουλάχιστον, ορισμένα από αυτά) και τις χρησιμοποιούν για να βγάζουν τις κραυγές που τα χαρακτηρίζουν. Το μόνο θηλαστικό που δεν βγάζει κραυγές είναι η καμηλοπάρδαλη. Οι φωνητικές χορδές μαζί με τους αναπνευστικούς μύες (που ρυθμίζουν πόσος αέρας θα βγει από τα πνευμόνια) κανονίζουν, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, το ύψος και την ένταση της φωνής. Αλλά εδώ τελειώνει η ομοιότητα, γιατί τα ζώα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, διαθέτουν μόνο φωνή (αδύνατη ή δυνατή, ψηλή ή χαμηλή) και όχι γλώσσα. Το ύψος και η ένταση στην ανθρώπινη γλώσσα υπηρετεί αυτό που είναι το μεγάλο μυστικό της: το ότι αποτελείται από ξεχωριστούς φθόγγους, οι οποίοι σε διαφορετικούς συνδυασμούς δημιουργούν την τεράστια ποικιλία των λέξεων.

Οι φωνητικές χορδές «φτιάχνουν» άηχους και ηχηρούς φθόγγους

Ας δούμε ένα παράδειγμα: Πάρτε τις δύο λέξεις πήρα και μπίρα. Θα συμφωνήσετε ότι, αν εξαιρέσει κανείς τους δύο πρώτους φθόγγους, οι λέξεις αυτές προφέρονται με τον ίδιο τρόπο: [píra]/[bíra]. Οι πρώτοι φθόγγοι αυτών των λέξεων (π [p] και μπ [b]) μοιάζουν στο ότι και οι δύο αρθρώνονται με τη συνάντηση των χειλιών - είναι, όπως λέμε, διχειλικοί. Διαφέρουν όμως στο ότι το μπ της λέξης μπίρα είναι πιο «δυνατό». Τί σημαίνει όμως πιο «δυνατό»; Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε αν κάνετε ένα μικρό πείραμα. Βάλτε τα χέρια σας στον λαιμό σας, αριστερά και δεξιά από το «μήλο του Αδάμ», και προφέρετε τον φθόγγο μπ, επαναλαμβάνοντάς τον. Θα αισθανθείτε μέσα στον λαιμό σας έναν κραδασμό. Είναι οι φωνητικές σας χορδές που πάλλονται. Δοκιμάστε το ίδιο με τον φθόγγο ζ. Θα αισθανθείτε το ίδιο. Η παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών γεννιέται από το πλησίασμά τους και την επίδραση που ασκεί πάνω τους το ρεύμα του αέρα που βγαίνει από τα πνευμόνια και κινείται προς την έξοδο. Τη διαφορά ανάμεσα στους φθόγγους π [p] και μπ [b] την περιγράφουμε λέγοντας ότι και οι δύο είναι διχειλικοί, αλλά ο πρώτος είναι άηχος (οι φωνητικές χορδές παραμένουν ανοιχτές και δεν πάλλονται κατά την παραγωγή του) και ο δεύτερος ηχηρός.

Αυτό που έχει σημασία να καταλάβουμε είναι ότι αυτή η διαδικασία (που υπάρχει και στα ζώα), δηλαδή η παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών, στην ανθρώπινη γλώσσα μπαίνει σε μια νέα λειτουργία: διαχωρίζει φθόγγους, οι οποίοι συνδυαζόμενοι δημιουργούν διαφορετικές λέξεις: πήρα/μπίρα, προς/μπρος. Άλλοι ηχηροί φθόγγοι στα νέα ελληνικά είναι το ζ [z] (ζηλεύω) σε αντίθεση με το σ [s] (σέρνω) αλλά και τα φωνήεντα. Και αυτά παράγονται με παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών.

Το ύψος και η ένταση ξεχωρίζουν τις λέξεις και τις προτάσεις

Ας μείνουμε για λίγο ακόμα στο ύψος και την ένταση. Τα χαρακτηριστικά αυτά τα βρίσκουμε και σε ήχους που δεν είναι γλώσσα, λειτουργούν όμως στη γλώσσα, όπως ήδη είδαμε, με τέτοιον τρόπο που υπηρετούν το μεγάλο μυστικό της. Όλοι ξέρουμε από τη σχέση μας με τα ζώα ότι το ύψος και η ένταση των κραυγών τους εκφράζει τα συναισθήματά τους: φόβο, θυμό, χαρά, επιθετικότητα, απαίτηση (για τροφή, προσοχή) κλπ. Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Το ύψος και η ένταση «χρωματίζουν» τη γλώσσα με ανάλογο τρόπο, ώστε να εκφραστούν ανάλογα συναισθήματα. Όταν θυμώνουμε ή χαιρόμαστε, φωνάζουμε· όταν φοβόμαστε, χαμηλώνει η φωνή μας, ψιθυρίζουμε ή και, κάποτε, μας κόβεται η φωνή. Αλλά εδώ τελειώνει, και πάλι, η ομοιότητα με τις συμπεριφορές των ζώων. Στην ανθρώπινη γλώσσα το ύψος και η ένταση της φωνής (που καθορίζονται από τη δραστηριότητα των φωνητικών χορδών) εκφράζουν διακρίσεις που δεν υπάρχουν στα ζώα, γιατί τα ζώα δεν διαθέτουν γλώσσα.

Παρατηρήστε τις παρακάτω φράσεις:

Βρέχει.
Βρέχει;

Τα σημεία της στίξης (τελεία, ερωτηματικό) αποτυπώνουν στο χαρτί διαφορές ύψους της φωνής που αλλάζουν τη σημασία των φράσεων. Στη φράση Βρέχει η καθοδική κίνηση (το κατέβασμα) της φωνής δηλώνει ότι η φράση αυτή εκφράζει ένα γεγονός - είναι καταφατική. Στη φράση Βρέχει; η ανοδική κίνηση (το ανέβασμα) της φωνής δηλώνει ότι η φράση αυτή εκφράζει μια απορία - είναι ερωτηματική. Αυτό το ανεβοκατέβασμα της φωνής (τη διαφορά ως προς το ύψος), που αλλάζει τη σημασία των φράσεων και των προτάσεων, το ονομάζουμε επιτονισμό , δηλαδή τονισμό «πάνω» σε μια φράση ή πρόταση.

Ο επιτονισμός, λοιπόν, αφορά τον «χρωματισμό» μιας ολόκληρης φράσης ή πρότασης ως προς το ύψος κυρίως, αλλά και την ένταση, και χρησιμοποιείται για να ξεχωρίσει φράσεις και προτάσεις με διαφορετικές σημασίες. Ο τόνος , όμως, τα μικρά αυτά σημάδια που βάζουμε πάνω στις λέξεις όταν τις γράφουμε στο χαρτί, αφορά τις λέξεις.

Ο τόνος είναι το αποτέλεσμα της προφοράς ενός κομματιού μιας λέξης με μεγαλύτερη ένταση, με μεγαλύτερη δηλαδή μυϊκή ενέργεια, καθώς σπρώχνεται περισσότερος αέρας έξω από τους πνεύμονες. Και αυτή η μεγαλύτερη ένταση συνοδεύεται συνήθως από μεγαλύτερο ύψος. Αυτές οι φυσιολογικές διαδικασίες μπαίνουν, όπως είδαμε νωρίτερα και για άλλα φαινόμενα, στην υπηρεσία της οργάνωσης της γλώσσας. Έτσι, αν συγκρίνετε τις λέξεις καλός και κάλος, θα παρατηρήσετε ότι, αν και οι δύο αυτές λέξεις αποτελούνται από τους ίδιους φθόγγους, έχουν διαφορετική σημασία. Και αυτό οφείλεται στη διαφορετική θέση του τόνου , δηλαδή στο διαφορετικό σημείο της λέξης όπου εμφανίζεται ένταση της φωνής.

Τα είδη των τόνων

Υπάρχουν γλώσσες όπου ο τόνος λειτουργεί ως διαφορά στο ύψος της προφοράς (στη νότα, ας πούμε) και λιγότερο ως διαφορά στην ένταση. Έτσι, στα κινέζικα η λέξη ma προφέρεται σε τέσσερις διαφορετικές νότες και η κάθε μία αντιστοιχεί σε μία διαφορετική σημασία.

Θα εκπλαγείτε αν ακούσετε ότι κάπως έτσι λειτουργούσε ο τόνος και στα αρχαία ελληνικά - ήταν μουσικός τόνος. Τα αρχαία ελληνικά είχαν μια κατηγορία φωνηέντων που δεν υπάρχει πια στα νέα ελληνικά: τα μακρά φωνήεντα, φωνήεντα δηλαδή που διαρκούν περισσότερο στην προφορά απ' ό,τι τα φωνήεντα που δεν είναι μακρά, που είναι «σύντομα» ή βραχέα, όπως τα ονόμαζαν οι αρχαίοι.

Όσοι ξέρετε αγγλικά, μπορείτε να θυμηθείτε τις δύο λέξεις ship, που σημαίνει 'πλοίο', και sheep, που σημαίνει 'πρόβατο'. Η πρώτη λέξη περιέχει ένα «σύντομο», βραχύ [i] και η δεύτερη ένα μακρό [i] (αυτό που γράφεται ως ee). Τα αγγλικά λοιπόν έχουν μακρά και βραχέα . Η διαφορά της σημασίας των δύο λέξεων ship και sheep οφείλεται στη διαφορά μακρού και βραχέος φωνήεντος.

Έτσι, και τα αρχαία ελληνικά είχαν μακρά και βραχέα φωνήεντα. Το γράμμα ωμέγα, δηλαδή 'μεγάλο ο', ήταν διαφορετικό στην προφορά από το όμικρον, δηλαδή 'μικρό ο'. Το μεγάλο ο (το ω) είχε διάρκεια στην προφορά όσο δύο «μικρά», δηλαδή βραχέα ο: ω = οο. Επίσης το γράμμα ήτα (το η) στα αρχαία ελληνικά προφερόταν ως ένα μακρό ε: η = εε (και με λατινικούς χαρακτήρες [ee]).

Πώς τα ξέρουμε όλα αυτά; Αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Για την ώρα μάς ενδιαφέρει ο μουσικός τονισμός των αρχαίων ελληνικών, όπως γίνεται και στα κινέζικα. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν δύο λέξεις που αποτελούνται από τους ίδιους φθόγγους αλλά έχουν διαφορετική σημασία, ανάλογα με τη «νότα», το ύψος της προφοράς. Η λέξη φως = [foos] (θυμηθείτε ότι το ω ισοδυναμεί, ως προς τη διάρκειά του, με δύο ο), αν προφερθεί με τη φωνή να ανεβαίνει στο πρώτο ο και να κατεβαίνει στο δεύτερο, δηλαδή [fóòs], σημαίνει, όπως και σήμερα, το 'φως'. Στην παλιότερη ορθογραφία αυτό το ανεβοκατέβασμα της φωνής δηλωνόταν με ένα σημάδι (μια καμπύλη) που λεγόταν περισπωμένη: φῶς , Αν πάλι προφερθεί χωρίς αυτή τη μελωδική καμπύλη αλλά με τη φωνή να ανεβαίνει στο δεύτερο ο, δηλαδή [foós] = φώς, τότε στα αρχαία ελληνικά σημαίνει 'άνθρωπος'. Βλέπετε λοιπόν πώς η διαφορά στη μελωδία, στο ύψος της προφοράς, ξεχωρίζει λέξεις και σημασίες στα αρχαία ελληνικά. Στα νέα ελληνικά αυτός ο διαχωρισμός γίνεται με βάση την ένταση της προφοράς και όχι το ύψος (τη μελωδία). Γι' αυτό λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά είχαν μουσικό τονισμό της λέξης, ενώ τα νεότερα ελληνικά έχουν δυναμικό τονισμό της λέξης. Στα νέα ελληνικά το ύψος διαχωρίζει σημασίες ολόκληρων φράσεων και προτάσεων (και αυτό είναι ο επιτονισμός, όπως είδαμε πιο πάνω) αλλά όχι λέξεων.

Η ποικιλία των ήχων της γλώσσας

Στις γλώσσες που μιλιούνται στον κόσμο εμφανίζεται μια τεράστια ποικιλία ήχων (φθόγγων). Κανένα ζώο δεν μπορεί να παραγάγει την ποικιλία των ήχων που βρίσκουμε στις ανθρώπινες γλώσσες. Βρίσκουμε περίπου διακόσια είδη φωνηέντων και εξακόσια είδη συμφώνων! Ήχοι που σε μια γλώσσα δεν λειτουργούν ως φθόγγοι (ως υλικό για την κατασκευή λέξεων) μπορεί να λειτουργούν με αυτό τον τρόπο σε μια άλλη γλώσσα. Έτσι, στα ελληνικά ο ήχος που κάνουμε όταν καθαρίζουμε τον λαιμό μας δεν λειτουργεί ως φθόγγος, δεν φτιάχνουμε λέξεις με αυτού του είδους τον ήχο. Στα αραβικά τέτοιοι ήχοι (τους λέμε φαρυγγικούς γιατί ο φάρυγγας παίζει ρόλο στη δημιουργία τους) είναι φθόγγοι με τους οποίους δημιουργούνται λέξεις. Επίσης, στα ελληνικά ο ήχος που παράγουμε για να δηλώσουμε άρνηση (tsk, το τσού που κάνουμε) δεν εμφανίζεται ως φθόγγος της γλώσσας μας. Αν προσέξτε πώς σχηματίζεται αυτός ο ήχος, θα δείτε ότι δημιουργείται με το «ρούφηγμα» του αέρα και όχι με την εξώθησή του, το βγάλσιμό του έξω από τη στοματική κοιλότητα. Τέτοιου είδους ήχοι είναι σπάνιοι, ως φθόγγοι, στις γλώσσες του κόσμου. Ωστόσο, σε κάποιες γλώσσες της Αφρικής υπάρχουν και λειτουργούν ως φθόγγοι. Για να δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα, στα νέα ελληνικά που μιλάμε όλοι μας, στην κοινή νέα ελληνική, το παχύ σ που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να επιβάλουμε τη σιωπή (σσσσ!) δεν εμφανίζεται ως φθόγγος της γλώσσας. Σε πολλές όμως διαλέκτους της νέας ελληνικής βρίσκουμε αυτό το παχύ σ να συμμετέχει στον σχηματισμό λέξεων.

Κάποιοι φθόγγοι χάνονται καθώς οι γλώσσες αλλάζουν

Όπως λέγαμε στο Τμήμα 6 του πρώτου κεφαλαίου, οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στον χρόνο. Κάποιοι φθόγγοι χάνονται και δημιουργούνται νέοι. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν, όπως είδαμε λίγο πιο πριν, μακρά φωνήεντα. Αυτά χάθηκαν και έτσι στα νέα ελληνικά δεν έχουμε μακρά φωνήεντα. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε επίσης ένα σύμφωνο που έμοιαζε με το αγγλικό σύμφωνο [h], όπως στις λέξεις have'έχω', house'σπίτι', ή με αυτό που γράφουμε ως χ στο επιφώνημα ούχουου. Το σύμφωνο αυτό χάθηκε από τη γλώσσα αρκετά νωρίς, γύρω στον 2ο αιώνα μ.Χ. Εξακολούθησε όμως να συμβολίζεται στη γραφή με ένα σημάδι που λεγόταν δασεία. Έτσι, η λέξη απλός, που στα αρχαία ελληνικά προφερόταν [haplόs], γραφόταν μέχρι πολύ πρόσφατα, μέχρι την κατάργηση των πνευμάτων , ως ἁπλός. Το σημάδι ῾ δηλώνει το σύμφωνο [h] με το οποίο άρχιζε κάποτε αυτή η λέξη.

Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε ακόμη ένα σύμφωνο που ονομαζόταν δίγαμμα, γιατί το γράμμα με το οποίο δηλωνόταν είχε τη μορφή Ƒ (έμοιαζε με διπλό κεφαλαίο γάμα). Με το σύμφωνο αυτό άρχιζε π.χ. η λέξη εργάζομαι: Ƒ εργάζομαι και η προφορά του Ƒ πλησίαζε την προφορά του w της αγγλικής (π.χ. was 'ήταν') ή στην προφορά του όχι σε ορισμένες διαλέκτους της νέας ελληνικής: ουόχι. Και αυτό το σύμφωνο χάθηκε και δεν υπάρχει πια στα ελληνικά που μιλάμε σήμερα. Έτσι, λοιπόν, η σημερινή λέξη εργάζομαι προφερόταν στα πολύ παλιά αρχαία ελληνικά ουεργάζομαι. Διαφορετικά, όμως, από τα νέα ελληνικά προφερόταν, όπως θα δούμε αργότερα, και το γ, το ζ και το αι.

Κάποιοι φθόγγοι αλλάζουν μέσα στον χρόνο

Δύο ακόμη παραδείγματα που δείχνουν την αλλαγή των φθόγγων μέσα στον χρόνο. Στα αρχαία ελληνικά κείμενα, όταν γίνεται λόγος για το βέλασμα των προβάτων, αυτό περιγράφεται ως βῆ βῆ (θυμηθείτε τί είπαμε για το σημάδι πάνω από το η, που ονομάζεται περισπωμένη). Όλοι ξέρουμε ότι ο ήχος που κάνουν τα πρόβατα όταν βελάζουν είναι μπέε μπέε. Τί συμβαίνει λοιπόν; Είτε τα πρόβατα στην αρχαιότητα βέλαζαν [vi vi], δηλαδή διαφορετικά απ' ό,τι σήμερα, είτε απλά μέσα στον χρόνο άλλαξε η προφορά του β και του η. Αυτό βέβαια είναι και το πιθανότερο.

Για την προφορά του η στα αρχαία ελληνικά έχουμε ήδη μιλήσει. Είχαμε πει ότι εκείνη την εποχή προφερόταν ως ένα μακρό [e] (= [ee]) και όχι με τον ίδιο τρόπο όπως το σημερινό ι. Πώς το ξέρουμε; Το παράδειγμα του βῆ βῆ μιλάει μόνο του. Αν δεν κάνουμε την τρελή υπόθεση ότι τα πρόβατα βέλαζαν διαφορετικά στα αρχαία χρόνια, θα πρέπει να δεχθούμε ότι το η προφερόταν εκείνη την εποχή ως ένα μακρό [e] = [ee] και όχι όπως προφέρεται σήμερα. Γι' αυτό άλλωστε υπήρχε ένα ξεχωριστό γράμμα, το η, που το ξεχώριζε από το ι.

Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αν τα πρόβατα κάνουν μπέε, αυτό σημαίνει ότι και το β του βῆ βῆ δεν προφερόταν όπως σήμερα, με τη συνάντηση χειλιών και δοντιών (χειλοδοντικό), αλλά με τη συνάντηση των χειλιών: μπ, ή [b] αν το γράψουμε με το λατινικό γράμμα. Ήταν ηχηρό διχειλικό. Οι φθόγγοι λοιπόν που γράφονται σήμερα με τα γράμματα β και η προφέρονταν διαφορετικά στην αρχαιότητα. Η προφορά άλλαξε, αλλά δεν άλλαξε η γραφή. Γι' αυτό ονομάζουμε την ορθογραφία της νέας ελληνικής ιστορική. Επειδή τα νέα ελληνικά γράφονται με τον τρόπο που γράφονταν τα αρχαία ελληνικά.

Το τελευταίο μας παράδειγμα έχει πάλι να κάνει με τα ζώα. Το ρήμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για το μουγκανητό των αγελάδων ήταν η λέξη μυκώμαι (θυμηθείτε πάλι τί είχαμε πει για την περισπωμένη). Η λέξη αυτή δείχνει ότι το υ στην αρχαιότητα προφερόταν διαφορετικά απ' ό,τι σήμερα, που προφέρεται ως [ι]. Θα πρέπει να δεχτούμε ότι προφερόταν ως [u], αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε πάλι σε τρελή υπόθεση, ότι στην αρχαιότητα οι αγελάδες μουγκάνιζαν διαφορετικά. Η προφορά λοιπόν του υ στην αρχαιότητα ήταν [u]. Η προφορά άλλαξε, το υ (= [u]) έγινε [i], αλλά εξακολουθούμε να κρατάμε την παλιά γραφή, παρόλο που σήμερα δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα η, ι, υ.

Το ίδιο ισχύει και για τα ο και ω. Στην αρχαιότητα αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικούς φθόγγους, το βραχύ και το μακρό [ο]. Σήμερα, αν και αντιπροσωπεύουν τον ίδιο ήχο [ο], αφού χάθηκε η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στη γραφή, διατηρώντας σε αυτή (και μόνο σε αυτή) την καταγραφή μιας παλιάς προφοράς , που έχει χαθεί.

Η ορχήστρα της γλώσσας

Συλλαβή

Αν παρατηρήσετε τα μωρά στους πρώτους μήνες της ζωής τους, θα δείτε ότι «παίζουν» με τους ήχους και ότι το πιο αγαπημένο τους παιχνίδι είναι η παραγωγή ήχων που αποτελούνται από τον συνδυασμό συμφώνου και φωνήεντος: bababa, mamama, papapa. Αυτός ο συνδυασμός είναι βασικός για την κατασκευή της λέξης και λέγεται συλλαβή. Συλλαβή σημαίνει το «πιάσιμο μαζί» φωνηέντων και συμφώνων (σύν 'μαζί' + λαμβάνω· θυμηθείτε το ρήμα συλλαμβάνω και το ουσιαστικό σύλληψη). Τα μωρά λοιπόν σαν να αρχίζουν να καταλαβαίνουν στην αρχή αρχή της ζωής τους ότι η γλώσσα που ακούν γύρω τους (αν και δεν την καταλαβαίνουν και δεν την έχουν αποκτήσει ακόμα) αποτελείται από ακολουθίες ή μονάδες ήχων που φτιάχνονται από τον συνδυασμό φωνήεντος και ενός ή περισσότερων συμφώνων - από συλλαβές. Αργότερα, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο έτος της ζωής τους, τα παιδιά αρχίζουν να παράγουν τις πρώτες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι έχουν μπει πια στον κόσμο της γλώσσας - έχουν κατακτήσει το μεγάλο μυστικό της γλώσσας: ότι οι ακολουθίες ήχων που ακούν γύρω τους έχουν σημασία, και ότι οι σημασίες αυτές φτιάχνονται από τον συνδυασμό μικρών κομματιών ήχου - των φθόγγων. Το παιχνίδι με τις συλλαβές, με το οποίο αρχίζουν την πορεία τους προς την απόκτηση της γλώσσας, το διαδέχεται η «ανακάλυψη» ότι οι συλλαβές αποτελούνται από μικρότερα κομμάτια ήχου (τους φθόγγους), τα οποία σε διάφορους συνδυασμούς δημιουργούν τις λέξεις.

Αλλά και οι άνθρωποι στην πορεία της ιστορίας τους ανακάλυψαν πρώτα, όπως τα μικρά παιδιά, τη συλλαβή ως μονάδα από την οποία κατασκευάζεται η λέξη και, αργότερα, τον φθόγγο, το πιο μικρό κομμάτι ήχου που κλείνει μέσα του το μυστικό της αρχιτεκτονικής της γλώσσας. Πώς το ξέρουμε αυτό; Θυμηθείτε τί λέγαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο για το αλφάβητο, την αλφαβητική γραφή . Λέγαμε λοιπόν ότι τα γράμματα του αλφαβήτου είναι εικόνες των ήχων της γλώσσας (των φθόγγων). Ο διαφορετικός συνδυασμός των γραμμάτων (των εικόνων των φθόγγων) δίνει όλο το λεξιλόγιο μιας γλώσσας. Η δημιουργία του αλφαβήτου, μια πολύ παλιά ιστορία που θα τη διηγηθούμε αργότερα, σημαίνει ότι οι άνθρωποι κατάφεραν να ανακαλύψουν το μυστικό της γλώσσας: ότι η γλώσσα κατασκευάζεται από έναν περιορισμένο αριθμό φθόγγων, οι οποίοι σε διάφορους συνδυασμούς δημιουργούν την τεράστια ποικιλία των λέξεων.

Πριν όμως από την ανακάλυψη αυτή, όπως τη βλέπουμε στην αλφαβητική γραφή, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν συστήματα γραφής που βασίζονταν στη συλλαβή. Με άλλα λόγια, η εικόνα (το σημάδι) που χρησιμοποιούνταν δεν αντιστοιχούσε σε φθόγγους (όπως τα γράμματα του αλφαβήτου) αλλά σε συλλαβές. Με έναν τέτοιο τρόπο ήταν γραμμένα τα πρώτα κείμενα της ελληνικής γλώσσας που έφτασαν ως εμάς: τα κείμενα από τα μυκηναϊκά κέντρα (Μυκήνες, Κνωσός, Θήβα, Πύλος). Το συλλαβικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε ονομάστηκε από τους επιστήμονες γραμμική Β . Θα μιλήσουμε περισσότερο γι' αυτό σε ένα επόμενο κεφάλαιο.

Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι, όπως και τα μικρά παιδιά, πρώτα ανακάλυψαν ότι η γλώσσα αποτελείται από συλλαβές και μετά βρήκαν το μεγάλο μυστικό της: τα μικρότερα κομμάτια ήχου (τους φθόγγους) που «χτίζουν» τον πλούτο του λεξιλογίου.

Φωνήεντα, σύμφωνα, ημίφωνα, δίφθογγοι

Ο όρος φωνήεν κατασκευάστηκε από τους αρχαίους Έλληνες για να περιγράψουν φθόγγους που έχουν «φωνή», που παράγονται δηλαδή από την ανεμπόδιστη κίνηση του αέρα μέσα στο φωνητικό «κανάλι» - το κανάλι που ορίζεται από τη διαδρομή που ξεκινάει από τους πνεύμονες και οδηγεί προς την έξοδο, τη στοματική και τη ρινική κοιλότητα. Αυτό δεν ισχύει για τα σύμφωνα, που επιπλέον πάντα προφέρονται πλάι σε κάποιο φωνήεν: είναι κινήσεις της γλώσσας και των χειλιών στην αρχή ή στο τέλος φωνήεντος. Ο όρος σύμφωνο ('μαζί με φωνή') περιγράφει αυτή τη σχέση τους με τα φωνήεντα.

Πόσα φωνήεντα βρίσκουμε στις γλώσσες του κόσμου; Το λιγότερο τρία και το περισσότερο είκοσι τέσσερα. Το πιο συχνό είναι να έχει μια γλώσσα γύρω στα πέντε φωνήεντα και το πιο κοινό φωνήεν είναι το [a]. Τα σύμφωνα όμως (οι φθόγγοι που παράγονται από τη συνάντηση του αέρα που ξεκινάει από τα πνευμόνια με διάφορα «εμπόδια» στο φωνητικό κανάλι) είναι περισσότερα. Όπως λέγαμε νωρίτερα, στις γλώσσες του κόσμου , βρίσκουμε περίπου εξακόσια είδη συμφώνων. Στις δέκα πιο ομιλούμενες (με τους περισσότερους ομιλητές, δηλαδή) γλώσσες του κόσμου βρίσκουμε περίπου εκατό είδη συμφώνων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η καθεμιά τους έχει εκατό σύμφωνα. Το πιο συνηθισμένο είναι να έχει γύρω στις δύο δεκάδες. Και τα πιο συχνά σύμφωνα είναι το [p], το [t] και το [k]. Αυτό δεν είναι παράξενο. Το [p] σχηματίζεται από την κίνηση των χειλιών - είναι διχειλικό, όπως λέγαμε· το [t] από την επαφή της άκρης της γλώσσας με τα δόντια - είναι οδοντικό· το [k] από την κίνηση του πίσω μέρους της γλώσσας προς το μαλακό τμήμα του ουρανίσκου, την υπερώα - είναι υπερωικό. Αυτές οι κινήσεις είναι οι πιο εύκολες για την άρθρωση συμφωνικών φθόγγων. Γι' αυτό και τα σύμφωνα αυτά είναι τα πιο συχνά στις γλώσσες του κόσμου. Θυμηθείτε τί λέγαμε για τον ήχο tsk, το τσού που κάνουμε όταν θέλουμε να εκφράσουμε το «όχι». Λέγαμε ότι ο ήχος αυτός σχηματίζεται με το «ρούφηγμα» και όχι με το βγάλσιμο του αέρα και είναι σπάνιος ως φθόγγος στις γλώσσες του κόσμου. Και είναι σπάνιος γιατί ο τρόπος με τον οποίο σχηματίζεται (το «ρούφηγμα» του αέρα) είναι δύσκολος.

Γιατί άραγε όλες οι γλώσσες έχουν τουλάχιστον τρία φωνήεντα και πάνω από δέκα σύμφωνα; Σκεφτείτε τί θα γινόταν αν μια γλώσσα είχε μόνο δύο φωνήεντα και μόνο δύο σύμφωνα. Με αυτό τον αριθμό θα μπορούσε να φτιάξει, συνδυάζοντας φωνήεντα και σύμφωνα, έξι συλλαβές και έναν τεράστιο αριθμό λέξεων με τον συνδυασμό αυτών των συλλαβών σε διαφορετικές σειρές. Αλλά πολλές από αυτές τις λέξεις θα ήταν πολύ μεγάλες, σαν «σιδηρόδρομοι», και έτσι θα δυσκολευόμασταν να τις μάθουμε και να τις θυμόμαστε. Η μνήμη μας δεν έχει απεριόριστες δυνατότητες και αυτό καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τη μορφή που έχει η γλώσσα. Γι' αυτό τον λόγο χρειάζονται περισσότερα από δύο φωνήεντα και δύο σύμφωνα για να φτιαχτούν οι λέξεις. Μόνο έτσι θα είναι μικρές, ευδιάκριτες και εύκολες στην εκμάθηση και την απομνημόνευση.

Οι τρόποι με τους οποίους αρθρώνονται τα φωνήεντα

Ας δούμε τώρα τους πιο συχνούς τρόπους με τους οποίους σχηματίζονται τα φωνήεντα. Όπως έχουμε ήδη πει, τα φωνήεντα παράγονται από την ανεμπόδιστη ροή του αέρα μέσα στο φωνητικό κανάλι και με την παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών - είναι ηχηρά, όπως λέγαμε. Αυτή είναι η πιο συχνή μορφή φωνηέντων στις γλώσσες του κόσμου. Η περιγραφή αυτή όμως δεν φτάνει για να περιγράψουμε ένα μέρος τουλάχιστον της ποικιλίας των φωνηέντων που βρίσκουμε στις γλώσσες.

Αν προσέξουμε πώς προφέρεται το πρώτο φωνήεν της λέξης ίδιος, θα παρατηρήσουμε ότι η γλώσσα ανασηκώνεται μπροστά, περίπου κάτω από τον ουρανίσκο. Το στόμα δεν είναι πολύ ανοιχτό. Tα πλάγια της γλώσσας ακουμπούν λίγο πάνω στα δόντια. Το ίδιο ισχύει και για τα πρώτα φωνήεντα λέξεων όπως ήλιος, λείπω, τοίχος, φιλάω, φυλάω. Όλα προφέρονται σαν το ι της λέξης ίδιος. Γιατί όμως γράφονται με διαφορετικά γράμματα; Επειδή, το έχουμε ήδη πει, κρατάμε την παλιά, αρχαία, γραφή που αντιστοιχούσε σε διαφορετική προφορά. Η προφορά άλλαξε, γιατί η γλώσσα αλλάζει μέσα στον χρόνο, αλλά δεν άλλαξε η γραφή - δεν την αλλάξαμε. Όπως έχουμε ήδη πει, το η των αρχαίων ελληνικών δήλωνε ένα μακρό [e], δηλαδή [ee]. Το υ (και αυτό το είδαμε) δήλωνε τον φθόγγο [u] . Για το οι της λέξης τοίχος και το ει της λέξης λείπω θα μιλήσουμε αργότερα. Αλλά μπορείτε από τώρα να καταλάβετε ότι, αν οι αρχαίοι έγραφαν τη λέξη τοίχος με οι, είναι γιατί την πρόφεραν με δύο φθόγγους, το [ο] και το [ί]. Το ίδιο ισχύει και για το ει της λέξης λείπω.

Επειδή το ι που συζητήσαμε σχηματίζεται με τη γλώσσα μπροστά, περίπου κάτω από τον ουρανίσκο, το ονομάζουμε μπροστινό φωνήεν. Με τη γλώσσα να κινείται προς το μπροστινό μέρος της στοματικής κοιλότητας σχηματίζεται και το πρώτο φωνήεν των λέξεων εγώ και αίμα - είναι και αυτό μπροστινό φωνήεν. Το στόμα είναι πιο ανοιχτό απ' ό,τι για τον φθόγγο [ί], ενώ τα χείλια δεν έχουν κάποια χαρακτηριστική θέση. Και εδώ θα παρατηρήσετε ότι, ενώ οι δύο λέξεις εγώ και αίμα προφέρονται ως προς το πρώτο φωνήεν με τον ίδιο τρόπο, γράφονται διαφορετικά (με ε και αι). Και αυτό γιατί κρατάμε, και πάλι, έναν τρόπο γραφής που αντιστοιχεί σε μια προφορά που χάθηκε. Όπως μπορείτε εύκολα να υποθέσετε, η λέξη αίμα προφερόταν στα αρχαία ελληνικά όπως ακριβώς γράφεται και όχι όπως στα νέα ελληνικά. Αλλά θα ξαναγυρίσουμε σε αυτό.

Από την άλλη, το [u] όπως στη λέξη που, το [ο] όπως στη λέξη πόνος και στη λέξη τώρα (θυμηθείτε τί είχαμε πει για τα γράμματα ο και ω) και το [a] όπως στη λέξη κάνω είναι πισινά φωνήεντα, σχηματίζονται δηλαδή με τη γλώσσα να ανασηκώνεται, να υψώνεται στο πίσω μέρος της. To [u] και το [ο] σχηματίζονται με τα χείλια περισσότερο ή λιγότερο στρογγυλά , ενώ στον φθόγγο [a] δεν υπάρχει στρογγύλεμα των χειλιών. To [u] και το [ο] μοιάζουν κατά το ότι και τα δύο σχηματίζονται με τη γλώσσα υψωμένη στο πίσω μέρος της αλλά στην περίπτωση του [ο] βρίσκεται λίγο πιο χαμηλά. Στην περίπτωση του [a] το στόμα ανοίγει περισσότερο και η γλώσσα είναι ακόμη πιο χαμηλά (βλ. εικ. 5). Τα φωνήεντα που είδαμε (για τα νέα ελληνικά) ονομάζονται μπροστινά και πισινά ανάλογα με την ανύψωση της γλώσσας στο μπροστινό και πίσω μέρος της. Όταν ανυψώνεται το μέσο της γλώσσας (στο κέντρο του στόματος), παράγονται κεντρικά φωνήεντα . Τέτοια δεν υπάρχουν στην κοινή νέα ελληνική, υπάρχουν όμως σε άλλες γλώσσες, π.χ. στα αγγλικά και στα γερμανικά, ή και σε διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας.

Όσο πιο ψηλά βρίσκεται η γλώσσα, τόσο πιο κλειστό είναι το στόμα. Γι' αυτό ένα μπροστινό φωνήεν όπως το [i] το ονομάζουμε ψηλό και κλειστό: ψηλό επειδή βρίσκεται ψηλά η γλώσσα, και κλειστό γιατί το στόμα είναι σχετικά κλειστό. Το άλλο μπροστινό φωνήεν (το [e]) το ονομάζουμε μεσαίο επειδή η γλώσσα είναι σε χαμηλότερη θέση, και μισόκλειστο επειδή το στόμα είναι πιο ανοιχτό. Το πισινό φωνήεν [u] είναι και αυτό ψηλό γιατί σχηματίζεται με τη γλώσσα υπερυψωμένη, και στρογγυλό γιατί στρογγυλεύουν τα χείλη στον σχηματισμό του. Το [ο] είναι μεσαίο γιατί η γλώσσα βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση, και στρογγυλό, όπως το [u], γιατί στρογγυλεύουν τα χείλη. Το πισινό φωνήεν [a] είναι χαμηλό γιατί η γλώσσα βρίσκεται χαμηλά, και ανοιχτό γιατί το στόμα είναι ανοιχτό.

Για τα μακρά φωνήεντα έχουμε ήδη μιλήσει και έτσι δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Τέτοια φωνήεντα υπήρχαν, όπως είδαμε, στα αρχαία ελληνικά αλλά δεν υπάρχουν στα νέα ελληνικά . Σε ορισμένες γλώσσες, όπως στα γαλλικά, υπάρχουν έρρινα φωνήεντα φωνήεντα δηλαδή στα οποία ένα μέρος του αέρα που ξεκινάει από τα πνευμόνια βγαίνει από τη ρινική κοιλότητα (την κοιλότητα της μύτης).

Οι τρόποι με τους οποίους αρθρώνονται τα σύμφωνα

Λίγα λόγια τώρα για τα σύμφωνα, τον σιαμαίο σύντροφο των φωνηέντων στον σχηματισμό των συλλαβών. Είπαμε ότι τα φωνήεντα δημιουργούνται με την ανεμπόδιστη διαδρομή του αέρα προς την έξοδο από το φωνητικό κανάλι, ενώ η παραγωγή των συμφώνων οφείλεται στα εμπόδια που παρεμβάλλονται σε αυτή τη διαδρομή. Έτσι π.χ. για το σύμφωνο της λέξης εδώ η άκρη της γλώσσας ακουμπά πάνω στα δόντια.

Τα σύμφωνα (και αυτό το έχουμε ήδη δει) μπορεί να είναι ηχηρά ή άηχα , να παράγονται δηλαδή με ή χωρίς παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών. Θυμηθείτε τις δύο λέξεις πήρα και μπίρα. Η διαφορά της σημασίας γεννιέται από τη διαφορά των αρχικών συμφώνων ως προς αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό: το πρώτο σύμφωνο του πήρα [pira] είναι άηχο· το πρώτο σύμφωνο του μπίρα [bira] είναι ηχηρό. Κατά τα άλλα είναι ίδια, είναι διχειλικά, σχηματίζονται με τη συνάντηση των χειλιών.

Επίσης τα σύμφωνα μπορεί να είναι κλειστά ή εξακολουθητικά. Κλειστά λέμε τα σύμφωνα που σχηματίζονται με τη δημιουργία απόλυτου κλεισίματος σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας. Διακόπτεται δηλαδή το ρεύμα του αέρα που έρχεται από τους πνεύμονες και δημιουργείται πίεση. Με το άνοιγμα του στόματος παράγεται μια απότομη έξοδος του αέρα. Στα παραπάνω παραδείγματα (πήρα και μπίρα) τα πρώτα σύμφωνα των δύο λέξεων, π [p] και μπ [b], είναι κλειστά. Εξακολουθητικά είναι τα σύμφωνα που δεν σχηματίζονται με απόλυτο κλείσιμο, αλλά όταν αφήνεται ένα μικρό άνοιγμα από όπου διαφεύγει ο αέρας που έρχεται από τους πνεύμονες (βλ. εικ. 6). Τέτοια σύμφωνα είναι το φ [f] όπως στη λέξη φόνος, το δ [δ] όπως στη λέξη δένω, το σ [s] όπως στη λέξη σωρός.

Ξεχωρίζουμε, τέλος, τα σύμφωνα με βάση τη θέση της άρθρωσής τους, με βάση δηλαδή τα όργανα ή τα ανατομικά στοιχεία που συμμετέχουν στην παραγωγή τους. Έχουμε ήδη μιλήσει για τα διχειλικά , όπως στα παραδείγματα πες/μπες, πήρα/μπίρα. Τα χειλοδοντικά δημιουργούνται φέρνοντας το κάτω χείλος προς τα πάνω δόντια: φως/βαρύ. Και τα δύο είναι εξακολουθητικά, γιατί τα δόντια δεν δημιουργούν ερμητικό κλείσιμο - ο αέρας διαφεύγει. Μεσοδοντικά σύμφωνα παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια, αγγίζει τα πάνω δόντια και προεξέχει: θεός, δέμα. Με την άκρη της γλώσσας στο πίσω μέρος των πάνω δοντιών παράγονται τα οδοντικά σύμφωνα, όπως στις λέξεις τότε, νταντά (το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό).

Τα φατνιακά σύμφωνα (φατνία είναι τα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια, με τις ρίζες τους) παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας πλησιάζει στα πάνω φατνία, χωρίς όμως να δημιουργείται απόλυτο κλείσιμο: [s]/[z] όπως στις λέξεις σώο/ζώο. Με τη ράχη της γλώσσας στο σκληρό μέρος του ουρανίσκου παράγονται τα ουρανικά σύμφωνα: κιλό/γκίνια (και τα δύο κλειστά, το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό), χυμός/γίνεται (και τα δύο εξακολουθητικά, το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό). Υπερωικά λέγονται τα σύμφωνα που παράγονται με το πίσω μέρος της γλώσσας στο μαλακό τμήμα του ουρανίσκου, την υπερώα: κρεμάω/γκρεμός, χώμα/γόμα.

Τα ρινικά σύμφωνα έχουν το χαρακτηριστικό ότι ο αέρας περνά μερικά ή ολικά από τη ρινική κοιλότητα. Ρινικό (διχειλικό στην άρθρωσή του) σύμφωνο είναι αυτό που αποδίδεται με το γράμμα μ . Τα υγρά αποδίδονται με τα γράμματα λ και ρ. Αν η άκρη της γλώσσας πάει στα πάνω φατνία και δημιουργήσει κλείσιμο στο κέντρο, ενώ ο αέρας μπορεί να διαφύγει από το πλάι ή από τα δύο πλάγια, έχουμε το πλευρικό υγρό σύμφωνο της λέξης λέω. Αν η άκρη της γλώσσας αγγίζει χαλαρά τα πάνω φατνία ώστε να πάλλεται από το ρεύμα του αέρα, έχουμε το παλλόμενο σύμφωνο της λέξης ώρα.

Ημίφωνα ονομάζονται οι φθόγγοι που είναι κάτι ανάμεσα στα σύμφωνα και τα φωνήεντα, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι λ.χ. στις λέξεις καράβια, βοριάς ο ήχος που δηλώνεται με το γράμμα ι τείνει να γίνει, ιδίως σε γρήγορη προφορά, κάτι ανάμεσα σε σύμφωνο και σε φωνήεν: [karávya], [voryás] (το [y] όπως στο αγγλικό you 'εσύ'). Το ίδιο ισχύει και στη λέξη παιδιά [peδyá].

Και για να κλείσουμε αυτή τη διαδρομή στον κόσμο των ήχων της γλώσσας, δίφθογγοι είναι οι συνδυασμοί φθόγγων όπου πλάι σε ένα φωνήεν υπάρχει ένα ημίφωνο. Έτσι στις λέξεις χάιδεψε, γάιδαρος πλάι στο «καθαρό» φωνήεν [a] των συλλαβών χάι, γάι υπάρχει ένας φθόγγος που δεν είναι ένα «καθαρό» [ί] αλλά έχει «μικρύνει» σε ημίφωνο. Όταν λοιπόν δύο φωνήεντα ανήκουν μαζί σε μια συλλαβή, μπορεί το ένα να «μικρύνει» - να γίνει ημίφωνο. Έτσι δημιουργούνται οι δίφθογγοι .

Το φώνημα: ο μαέστρος της γλωσσικής ορχήστρας

Ήρθε η ώρα να ξαναγυρίσουμε στο μεγάλο μυστικό της γλώσσας, στο ότι κατασκευάζεται από ξεχωριστά κομμάτια ήχου (τους φθόγγους), τα οποία σε διάφορους συνδυασμούς δημιουργούν τις λέξεις. Στο κεφάλαιο αυτό μιλήσαμε για τη φύση αυτών των φθόγγων: την άρθρωση και την παραγωγή τους (σύμφωνα, φωνήεντα, ημίφωνα), την οργάνωσή τους (συλλαβή, δίφθογγοι), τον τονισμό (όταν πρόκειται για λέξεις) και τον επιτονισμό (όταν πρόκειται για φράσεις ή προτάσεις). Αλλά, όπως λέγαμε, αυτό που ξεχωρίζει τη γλώσσα από ήχους που δεν είναι γλώσσα είναι ότι αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά των γλωσσικών ήχων (πολλά από αυτά, άλλωστε, τα βρίσκουμε και στις κραυγές και στους ήχους των ζώων) μπαίνουν στην υπηρεσία του μεγάλου μυστικού της γλώσσας: τη δημιουργία, με βάση τους ξεχωριστούς φθόγγους, διαφορετικών λέξεων με διαφορετικές σημασίες.

Θυμηθείτε ξανά τις δύο λέξεις που έχουμε ήδη συζητήσει: πήρα [píra] και μπίρα [bíra]. Οι δύο αυτές λέξεις διαφέρουν μόνο ως προς τα αρχικά τους σύμφωνα. Το πρώτο σύμφωνο της πρώτης λέξης είναι, όπως λέγαμε, άηχο διχειλικό, ενώ το πρώτο σύμφωνο της δεύτερης λέξης είναι ηχηρό διχειλικό. Αλλά αυτή η φυσική διαφορά τους, ως προς την άρθρωση (χείλη) και ως προς την ένταση (παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών), χρησιμοποιείται από τη γλώσσα για να δημιουργηθούν δύο λέξεις με ξεχωριστή σημασία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ζευγάρια τόνος/πόνος , θόλος/πόλοςκαι πολλά άλλα. Οι φθόγγοι που λειτουργούν με αυτό τον τρόπο ονομάζονται φωνήματα . Η έννοια φθόγγος , λοιπόν, αφορά τη φύση των γλωσσικών ήχων, ενώ η έννοια φώνημα αφορά τη λειτουργία τους μέσα στη γλώσσα: δηλαδή, τη δημιουργία ξεχωριστών λέξεων με ξεχωριστές σημασίες.

Φώνημα λοιπόν είναι μια ομάδα από συγγενικούς φθόγγους που διαφέρουν από άλλους φθόγγους γιατί ξεχωρίζουν σημασίες. Πάρτε λ.χ. τις λέξεις αμβροσία και μοίρα: και οι δύο γράφονται με μ αλλά, αν προσέξετε πώς τις αρθρώνετε, θα δείτε ότι το μ της λέξης αμβροσία προφέρεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως το μ της λέξης μοίρα. Στην πρώτη λέξη η γλώσσα (η άκρη της) ανασηκώνεται, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με το μ της λέξης μοίρα. Για να το πούμε αλλιώς: το μ [m] (διχειλικό, όπως το λέμε, γιατί σχηματίζεται από τα δύο χείλη) στην περίπτωση της λέξης αμβροσία «αλληθωρίζει» προς την προφορά του χειλοδοντικού β [ν], και αυτό γιατί έχει χειλοδοντική παρέα (το [ν] που ακολουθεί), ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στη λέξη μοίρα. Αυτή η διαφορά οφείλεται στην «παρέα» του [m], στον φθόγγο που ακολουθεί. Αλλά δεν παύει να είναι [m]· γι' αυτό γράφουμε και στις δύο περιπτώσεις (αμβροσία, μοίρα) το ίδιο γράμμα, το μ. Αυτή η διαφορετική προφορά δεν παράγει στα ελληνικά διαφορετικές σημασίες, όπως παράγει διαφορετικές σημασίες η διαφορά του μ [m] από το π [p]: μόνος/πόνος.

Λέμε λοιπόν ότι το [m] είναι ένα φώνημα της νέας ελληνικής, γιατί αν «αντιπαρατεθεί» με το [p] (μόνος/πόνος) ή το [t] (μόνος/τόνος) δημιουργεί διαφορετικές σημασίες. Από την άλλη, οι διαφορετικές προφορές με τις οποίες εμφανίζεται ανάλογα με την «παρέα» που έχει (όπως στην περίπτωση αμβροσία, μοίρα) είναι τα αλλόφωνά του, δηλαδή οι διαφορετικές προφορές του ή πραγματώσεις του. (Αν σας φαίνεται αυτό δύσκολο, σκεφτείτε τον εαυτό σας όταν πηγαίνετε με τους γονείς σας σε έναν γάμο και όταν πηγαίνετε με τους φίλους σας βόλτα. Η διαφορετική σας εμφάνιση οφείλεται στα διαφορετικά περιβάλλοντα (γάμος, βόλτα). Αλλά δεν παύετε να είστε το ίδιο άτομο.)

Σε όλες τις γλώσσες του κόσμου οι φθόγγοι υπηρετούν τη δημιουργία ξεχωριστών λέξεων και λειτουργούν με «μαέστρο» τα φωνήματα. Και όπως είδαμε, υπάρχει ποικιλία στις γλώσσες του κόσμου. Ήχοι που δεν είναι φθόγγοι σε μια γλώσσα (όπως το tsk, το τσού της άρνησης στα νέα ελληνικά) μπορούν να υπηρετούν τη δημιουργία ξεχωριστών λέξεων, να λειτουργούν δηλαδή ως φωνήματα σε μια άλλη γλώσσα.

Πόσα φωνήματα έχουν οι γλώσσες; Ο αριθμός ποικίλλει από γλώσσα σε γλώσσα. Έτσι λ.χ. στη γλώσσα της Χαβάης υπάρχουν 8 σύμφωνα που λειτουργούν ως φωνήματα, στην αγγλική 24, στην αρχαία ινδική 32, σε μία από τις γλώσσες του Καυκάσου 55, και σε μια άλλη γλώσσα της ίδιας οικογένειας 80.

Τα μυστικά των ήχων της γλώσσας, λοιπόν...

Πρώτο μυστικό: Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο φτιαγμένο από παλιά ανταλλακτικά: πνευμόνια, μύτη, χείλη, δόντια… Όλα αυτά τα όργανα δεν φτιάχτηκαν ειδικά για τη γλώσσα.

Δεύτερο μυστικό: Η παραγωγή των ήχων της γλώσσας: συλλαβή, σύμφωνα, φωνήεντα, ημίφωνα, τονισμός, επιτονισμός.

Τρίτο μυστικό: Η «ορχήστρα» της γλώσσας με μαέστρο το φώνημα: οι φθόγγοι «ηχούν» για να διακρίνουν ξεχωριστές λέξεις και σημασίες - λειτουργούν ως φωνήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου