«Μόνο εκείνος που δέχτηκε τη διαδικασία του μυστικού θανάτου, που ταξίδεψε την ψυχή του στην άλλη πλευρά και άντεξε το αρμένισμα στη νυχτερινή θάλασσα μπορεί να σταθεί μπροστά στους συνανθρώπους του με αυτήν την εμπειρία, ως αλλαγμένος, ακόμα και σαν «καινούργιος άνθρωπος» και να τους φέρει τη γνώση της νέας ζωής.» – C.G. Jung.
Στη μυθολογία των λαών, ο όρος κατάβαση σημαίνει την κάθοδο του ήρωα στον Άδη, με σκοπό να επιτύχει κάποιον στόχο, να βρει κάποιον ή κάτι και να επιστρέψει πίσω στον κόσμο των ζωντανών έχοντας αποκτήσει αυτό που έψαχνε. Η κάθοδος μπορεί να λήξει σε στασιμότητα όπου ο ήρωας παραμένει εγκλωβισμένος στον Άδη, εκεί από όπου «δεν επιστρέφει κανείς» ή να κάνει την υπέρβαση και να πραγματοποιήσει την ανάβαση στον κόσμο των ζωντανών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι μύθοι σχετικά με την κάθοδο κάποιου ήρωα ή θεού στον κόσμο των νεκρών, απαντώνται στις παραδόσεις όλων σχεδόν των λαών. Μερικά παραδείγματα είναι οι μύθοι του Ορφέα και του Θησέα από την αρχαία Ελλάδα, του Οσίρι από την αρχαία Αίγυπτο, του Ιησού από τον χριστιανισμό, του Γκιλγκαμές και της Ινάννα από τη σουμεριακή παράδοση.
Πώς μπορούν, όμως, να μας αφορούν στο σήμερα, μύθοι οι οποίοι δημιουργήθηκαν χιλιάδες χρόνια πριν; Τι έχουν να προσφέρουν στην ανθρώπινη εμπειρία και πώς μπορεί ο αναγνώστης να τα συσχετίσει με τον δικό του ψυχισμό;
Αρχικά, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι αρκετοί ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και οι κορυφαίοι, όπως ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ χρησιμοποιούσαν τη μυθολογία για να εκφράσουν διάφορες ψυχολογικές διαδικασίες (για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα) και θεωρούσαν πως οι μύθοι ήταν σημαντικά εργαλεία για την κατανόηση του ασυνειδήτου. Ο Τζόζεφ Κάμπελ, έχοντας αφιερώσει όλη του τη ζωή στη μελέτη της μυθολογίας, είχε πει πως οι μύθοι είναι εκφράσεις του συλλογικού ασυνειδήτου. Όσον αφορά την κατάβαση, είχε αναγνωρίσει πως τα ταξίδια στον κόσμο των νεκρών είναι η εξερεύνηση του ατομικού ή συλλογικού ασυνείδητου όπου μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με καταπιεσμένες επιθυμίες, ένστικτα, συναισθήματα και ανάγκες. Ο κόσμος των νεκρών είναι χαοτικός, παράλογος και πηγή δημιουργικότητας και ζωτικής δύναμης. Ο Γιουνγκ θεωρούσε πως ο κάτω κόσμος ήταν το σπίτι της Σκιάς, της πλευράς του εαυτού η οποία είναι καταπιεσμένη και περιέχει όλα τα στοιχεία που το άτομο δεν μπορεί να αναγνωρίσει στον εαυτό του και τα θεωρεί ανεπιθύμητα, όπως η ζήλια, η οργή και η σεξουαλικότητα. Σκοπός του ταξιδιού αυτού, επομένως, δεν είναι η εξόντωση της Σκιάς, αλλά η αναγνώριση και η αφομοίωσή της, ώστε να καταφέρει το άτομο να βρει την προσωπική του λύτρωση.
Στο παρών άρθρο, θα επιχειρηθεί να γίνει ανάλυση του μύθου της κατάβασης της θεάς Ινάννα στον κάτω κόσμο και να συσχετισθεί με τις εσωτερικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα όταν κάποιος βιώνει μια μεταμορφωτική αλλαγή, είτε αυτή γίνεται στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας, είτε όχι.
Ο μύθος αυτός είναι αρχαίος σουμεριακός και εξιστορεί την κάθοδο της θεάς Ινάννα στον κάτω κόσμο με σκοπό να επισκεφθεί την αδερφή της Ερεσκιγκάλα, η οποία έχει μόλις χηρέψει. Η Ινάννα ήταν η θεά του έρωτα, της γονιμότητας και του πολέμου. Θεωρείται από τις πιο σημαντικές σουμεριακές θεότητες, το όνομά της, μάλιστα, σημαίνει «Η Κυρά του Ουρανού». Από τους διάφορους μύθους που διασώζονται, η Ινάννα περιγράφεται ως αρκετά ματαιόδοξη, φερόταν πολύ άσχημα στους εραστές της και αρεσκόταν στο να προκαλεί έριδες και σύγχυση στο πεδίο της μάχης. Ανέβηκε στην εξουσία έχοντας κλέψει από τον θεό Ένκι τα «ΜΕ», δώρα του πολιτισμού, όπως η γεωργία, η γραφή και η μουσική, τα οποία μεταμόρφωσε σε κοσμήματα και ιμάτια για τον εαυτό της.
Η αφήγηση του μύθου ξεκινά με τη φράση «Από τον Ουρανό, η Ινάννα έστρεψε το αυτί της προς τον Κάτω Κόσμο». Στα σουμεριακά, η λέξη «αυτί» είναι ταυτόσημη με τη λέξη «σοφία» δείχνοντας την πρόθεση της Ινάννα να αποκτήσει σοφία μέσω του ασυνειδήτου της. Προτού κατέβει στον Άδη, κάνει κάποιες προετοιμασίες. Σύμφωνα με τον Κάμπελ, η προετοιμασία του ήρωα πριν από την κατάβαση, είναι ένα απαραίτητο βήμα. Περιλαμβάνει την εγκατάλειψη των επίγειων αγαθών και των ανθρώπων και τη δημιουργία ενός σχεδίου διάσωσης αν κάτι πάει στραβά. Έτσι και η Ινάννα, εγκαταλείπει τους ναούς της, ντύνεται με τα επτά «ΜΕ» και δίνει οδηγίες στη Νινκούμπουρ, την πιστή της ακόλουθο. Της εξηγεί τι πρόκειται να κάνει και της ζητά να την θρηνήσει και να ζητήσει βοήθεια από τους θεούς αν δεν επιστρέψει σε τρεις μέρες. Η Νινκούμπουρ, αναφέρεται πως δεν την έχει αγγίξει το νερό και πως είναι η πιστή ακόλουθος της Ινάννα που πάντα τη συμβουλεύει σωστά και εκτελεί τις διαταγές της.
Ο ρόλος της Νινκουμπούρα μπορεί να παρομοιαστεί με εκείνο το κομμάτι μέσα μας που συνεχίζει να λειτουργεί, σχεδόν μηχανικά και βοηθά στην αυτοσυντήρηση του οργανισμού όταν εκείνος βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση χρησιμοποιώντας καθαρή λογική.Πόσες φορές, άραγε, όταν βιώνουμε ένα πένθος ή μια πολύ δύσκολη κατάσταση, δεν αισθανόμαστε ότι δουλεύουμε στον «αυτόματο πιλότο»; Τα επτά «ΜΕ», είναι δώρα του πολιτισμού, αποτελούν τα «όπλα» της Ινάννα, τα οποία της έχουν φανεί χρήσιμα στα επίγεια και τα υπέργεια, και ελπίζει ότι θα την προστατεύσουν όταν έρθει σε επαφή με τον κάτω κόσμο. Αποτελούν απόδειξη των όσων έχει καταφέρει επί Ουρανού και Γης, είναι σύμβολα της θεϊκής της φύσης και της δύναμης της. Τα «ΜΕ» μπορούν κάλλιστα να παρομοιαστούν με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας οι οποίοι μπορεί ενίοτε να είναι χρήσιμοι στην καθημερινότητά μας, αλλά στην επαφή μας με το ασυνείδητο πρέπει να αποδομηθούν. Επιπλέον, μπορούν να παρομοιαστούν με την «περσόνα» που φτιάχνουμε, τη «μάσκα» μας, την οποία χρησιμοποιούμε για να καλύψουμε την πραγματική μας φύση και τις ανασφάλειές μας.
Στη συνέχεια του μύθου, η Ινάννα κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί, συναντά τον κλειδοκράτορα των Πύλεων του Άδη και του λέει ότι είναι η Ινάννα και απαιτεί να μπει, καθώς έχει έρθει για να παραστεί στην κηδεία του Γκουγκαλάνα, του εκλιπόντος συζύγου της Ερεσκιγκάλα. Εκείνος, της λέει πως «όποιος μπαίνει στον Κάτω Κόσμο, δε φεύγει ξανά.» Η Ινάννα επιμένει να μπει και ο Κλειδοκράτορας πηγαίνει να ζητήσει τη συμβουλή της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, της Ερεσκιγκάλα. Όταν η Ερεσκιγκάλα μαθαίνει πως έχει έρθει η αδερφή της και πως είναι ντυμένη με τα επτά «ΜΕ», οργίζεται και ζητά από τον Κλειδοκράτορα να κλειδώσει τις επτά Πύλες του Κάτω Κόσμου και να ξεκλειδώνει κάθε πύλη, μόνο αφότου η Ινάννα έχει αφαιρέσει ένα από τα «ΜΕ».
Η Ερεσκιγκάλα παρουσιάζεται ως πικρόχολη, παραμελημένη και να θρηνεί. Είναι μια εξαιρετική εικόνα της παραμελημένης, σκιώδους πλευράς της Ινάννα, η οποία αντιδρά με επιθετικότητα στην επίσκεψη της αδερφής της. Η καταπιεσμένη μας πλευρά είναι πάντα παραμελημένη, περιορισμένη και κρύβει μέσα της αρκετό πόνο, οργή και θρήνο.
Όταν επέστρεψε ο Κλειδοκράτορας, κλείδωσε και τις επτά πύλες. Όταν η Ινάννα προσπάθησε να περάσει ακολούθησε η εξής στιχομυθία για κάθε μία από τις Πύλες.
Ινάννα: «Γιατί το κάνεις αυτό;»
Κλειδοκράτορας: «Σιωπή, Ινάννα. Οι τρόποι του Κάτω Κόσμου είναι τέλειοι. Μη τους αμφισβητείς.»
Αυτό έγινε και με τις επτά πύλες, όπου σε κάθε μια, η Ινάννα αφαιρούσε και ένα από τα ΜΕ, ώσπου στο τέλος μπήκε στον Κάτω Κόσμο γυμνή. Από τη στιχομυθία διαφαίνεται μια νομοτέλεια στη διαδικασία. Για να έρθει κάποιος σε επαφή με το ασυνείδητο του, πρέπει να αποδομήσει τις άμυνες του και να φτάσει στα άδυτα της ψυχής του απογυμνωμένος. Η «μάσκα» πρέπει να πέσει, το άτομο πρέπει να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό του, το πραγματικό του είδωλο.
Όταν πλέον είχε μπει στον Άδη, η Ινάννα είδε την Ερεσκιγκάλα να κάθεται στον θρόνο της και κίνησε όχι προς εκείνη, αλλά προς τον θρόνο. Η ματαιοδοξία της Ινάννα, η οποία πίστευε ότι θα μπορούσε να εκθρονίσει την αδερφή της χωρίς συνέπειες, είναι η ματαιοδοξία του Εγώ που πιστεύει ότι μπορεί να υποτάξει τη Σκιά χωρίς να περάσει τη μεταμορφωτική διαδικασία. Είναι η αυταπάτη ότι μια δύσκολη κατάσταση μπορεί να ξεπεραστεί με «εύκολες λύσεις», με μαγικό τρόπο, ότι μπορεί κάποιος να ξεφύγει αλώβητος.
Πριν φτάσει στον θρόνο, εμφανίστηκαν οι Αννούνα, οι Κριτές του Κάτω Κόσμου, οι οποίοι δεν τρέφονται, δεν κοιμούνται, δε δέχονται λιτανείες και δεν εξαγοράζονται. Η Ερεσκιγκάλα σηκώθηκε από τον θρόνο της. Κατέκρινε την Ινάννα. Μίλησε με τη φωνή της οργής, φώναξε με την κραυγή της ενοχής, την κοίταξε με το βλέμμα του θανάτου. Την χτύπησε. Η Ινάννα έπεσε κάτω νεκρή και κρέμασαν το πτώμα της από έναν γάντζο για να σαπίσει. Η Ινάννα βίωσε σχεδόν αφιλτράριστα την επαφή της με τη Σκιά της. Τα αρνητικά συναισθήματα που απωθούσε στο ασυνείδητό της, βγήκαν σαν χείμαρρος όταν ήρθε σε επαφή μαζί του. Οι Κριτές δεν μπορούν να εξαγοραστούν ή να ξεγελαστούν. Αποζητούν, όχι εκδίκηση, αλλά δικαιοσύνη. Την εσωτερική δικαιοσύνη που αποζητά ο άνθρωπος για να βρει την ισορροπία, να ανακτήσει το πραγματικό του δυναμικό, όντας πλέον αυθεντικός. Αυτή είναι και η πιο δραματική στιγμή, όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με την επίκριση από τον ίδιο μας τον εαυτό. Μια τέτοια εμπειρία μπορεί να εκμηδενίσει το άτομο και να το «σκοτώσει».
Αφού πέρασαν τρεις μέρες και η Ινάννα δεν είχε επιστρέψει, η ακόλουθός της, Νινκουμπούρα, άρχισε να την θρηνεί. Έσκισε τη σάρκα της, κούρεψε τα μαλλιά της, ντύθηκε με κουρέλια και άρχισε να χτυπάει τα τύμπανα γύρω από τους ναούς της Ινάννα. Ζήτησε πρώτα βοήθεια από τον θεό Ενλίλ. Εκείνος αρνήθηκε να βοηθήσει, λέγοντας πως η Ινάννα πήρε αυτό που της άξιζε. Έπειτα, η Νινκουμπούρα πήγε στον θεό Νάννα, όπου έλαβε την ίδια απάντηση. Τελικά, όταν πήγε στον ναό του θεού της Σοφίας, Ένκι, εκείνος προβληματίστηκε και λυπήθηκε για την Ινάννα. Πήρε χώμα από τα νύχια του και έπλασε δύο όντα χωρίς φύλο, το Κουρτζάρα και το Γκαλατούρ. Τους έδωσε οδηγίες να πάνε στον Κάτω Κόσμο σαν μύγες και να βρουν την Ερεσκιγκάλα, η οποία βογκάει σαν να είναι έτοιμη να γεννήσει. Τους είπε να της συμπαρασταθούν και όταν εκείνη, από ευγνωμοσύνη, τους προσφέρει κάποιο δώρο, εκείνα να ζητήσουν το σώμα της Ινάννα και να ρίξουν πάνω του το χώμα και το νερό της ζωής. Όταν πήγαν στον Κάτω Κόσμο, το Κουρτζάρα και το Γκαλατούρ, βρήκαν την Ερεσκιγκάλα γυμνή, καθισμένη και να βογκάει σαν να είναι έτοιμη να γεννήσει. Η στιχομυθία που έλαβε χώρα είναι η εξής:
Ερεσκιγκάλα: «Ωχ, τα πλευρά μου!»
Κουρτζάρα & Γκαλατούρ: «Ωχ, τα πλευρά σου!»
Ερεσκιγκάλα: «Ωχ, τα σωθικά μου!»
Κουρτζάρα & Γκαλατούρ: «Ωχ, τα σωθικά σου!»
Ερεσκιγκάλα: «Ωχ, η καρδιά μου!»
Κουρτζάρα & Γκαλατούρ: «Ωχ, η καρδιά σου!»
Τότε, η Ερεσκιγκάλα σταμάτησε, τα κοίταξε και τα ρώτησε ποιοι είναι που πονούν μαζί της. Τα ευλόγησε και τους πρόσφερε το νερό που δε στερεύει ποτέ, το στάρι που δεν ξεμένει ποτέ. Εκείνα αρνήθηκαν και ζήτησαν το σώμα της Ινάννα. Η Ερεσκιγκάλα ικανοποίησε την επιθυμία τους και εκείνα, έριξαν πάνω του το νερό και το χώμα της ζωής. Η Ινάννα αναστήθηκε.
Εδώ, παρατηρούμε πως η Νινκουμπούρα, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της Ινάννα, άρχισε να την θρηνεί και να αναζητά βοήθεια.Αυτός ο θρήνος και η ταλαιπωρία, τα οποία εκδηλώνονται προς τα έξω, μπορεί να παρομοιαστεί με την εκδήλωση συμπτωματολογίας στο άτομο. Αλλάζει η συμπεριφορά του, αφήνει τον εαυτό του ατημέλητο, πονάει και υποφέρει και δεν το κρύβει πια. Αναζητά βοήθεια για να μπορέσει να πραγματοποιήσει την ανάβαση. Ο μόνος που ανταποκρίθηκε, ήταν ο θεός της Σοφίας, ο οποίος έπλασε δύο πλάσματα, τα οποία μπόρεσαν να παρηγορήσουν τη Σκιά της Ινάννα. Κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί της, όχι με τη λογική ή με κριτική διάθεση, αλλά με ενσυναίσθηση και αντανάκλαση συναισθήματος. Επίσης, παρατηρούμε πως μετά την επαφή της Ινάννα με την Ερεσκιγκάλα, η τελευταία απέκτησε γονιμότητα. Η επαφή με τη Σκιά μπορεί όντως να αποβεί μια γόνιμη, παρότι επώδυνη, εμπειρία και να αποκαλύψει «θησαυρούς» δημιουργικότητας.
Στη συνέχεια του μύθου, η Ινάννα ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει την ανάβασή της. Τότε, εμφανίζονται οι Αννούνα, οι Κριτές του Κάτω Κόσμου και της εξηγούν πως δεν μπορεί να φύγει από τον Κάτω Κόσμο αλώβητη. Η εμπειρία της την έχει σημαδέψει. Πρέπει να δώσει κάποιον στη θέση της αν θέλει να επιστρέψει. Έτσι, οι Αννούνα γαντζώνονται πάνω της και η Ινάννα επιστρέφει στον κόσμο των ζωντανών. Στην πορεία της, η Ινάννα συναντά διάφορα δικά της πρόσωπα και βλέπει πως θρήνησαν τον χαμό της. Οι Αννούνα ήθελαν να πάρουν μαζί τους κάποιο από αυτά τα άτομα, αλλά η Ινάννα δεν ήθελε, καθώς την είχαν θρηνήσει. Όταν όμως έφτασαν στο βασίλειό της και είδε τον σύζυγό της, Ντουμούζι να συνεχίζει τη ζωή του σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, ντυμένος με τη βασιλική του ενδυμασία, να πίνει και να τραγουδά, η Ινάννα οργίστηκε. Του μίλησε με τη φωνή της οργής. Του φώναξε με την κραυγή της ενοχής. Τον κοίταξε με το βλέμμα του θανάτου. Και ζήτησε από τους Κριτές να πάρουν τον Ντουμούζι στη θέση της.
Γίνεται εύκολα κατανοητό πως η εμπειρία της κατάβασης δεν αφήνει κανέναν αλώβητο. Η επαφή με τη Σκιά μας, με το ασυνείδητό μας, επιφυλάσσει πόνο, θλίψη και έναν «θάνατο». Θάνατο του παλιού τρόπου ζωής, κάποιας κατάστασης ή συμπεριφοράς.Κανείς δεν επιστρέφει από μια τέτοια εμπειρία μένοντας ίδιος. Δεν είναι αυτός ο σκοπός, εξάλλου. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Ινάννα δεν παρέδωσε στους Κριτές κάποιο από τα άτομα που την θρήνησαν, που ανταποκρίθηκαν δηλαδή όπως άρμοζε στην κατάσταση που βίωνε, αλλά τον Ντουμούζι, ο οποίος συνέχιζε τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έτσι και στην πραγματικότητα, τείνουμε να αλλάζουμε αυτά τα οποία βλέπουμε ότι δε συνάδουν με τον δικό μας ψυχισμό και τις δικές μας επιθυμίες. Απομακρύνουμε αυτό το οποίο μας βλάπτει ή δεν μας ταιριάζει πλέον.
Ο μύθος κλείνει με μια δοξασία προς την Ερεσκιγκάλα, και όχι προς την Ινάννα. Έτσι λοιπόν, αυτό που χρειάζεται να τιμήσουμε μέσα μας είναι η πλευρά που έχουμε παραμελήσει και απωθήσει. Όσο τρομακτική και αν φαίνεται η Σκιά, αν την ακούσουμε και έρθουμε σε επαφή μαζί της, θα βγούμε από την εμπειρία κερδισμένοι, αλλαγμένοι, πιο σοφοί και πιο κοντά προς τα πραγματικά μας αιτήματα ως αυθεντικοί άνθρωποι.
--------------
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
http://etcsl.orinst.ox.ac.uk/section1/tr141.htm
Jung, C.G. (1938). Psychology and Religion.
Jung, C. G. (1993) The Practice of Psychotherapy
Jung, C.G. (1944) Psychology of the Unconscious
Perera, S.B. (1981) Descent to the Goddess; A Way of Initiation for Women.
George, D. (1992) Mysteries of the Dark Moon; The Healing Power of the Dark Goddess.
Campbell, J. (1949) The Hero with a Thousand Faces.
Στη μυθολογία των λαών, ο όρος κατάβαση σημαίνει την κάθοδο του ήρωα στον Άδη, με σκοπό να επιτύχει κάποιον στόχο, να βρει κάποιον ή κάτι και να επιστρέψει πίσω στον κόσμο των ζωντανών έχοντας αποκτήσει αυτό που έψαχνε. Η κάθοδος μπορεί να λήξει σε στασιμότητα όπου ο ήρωας παραμένει εγκλωβισμένος στον Άδη, εκεί από όπου «δεν επιστρέφει κανείς» ή να κάνει την υπέρβαση και να πραγματοποιήσει την ανάβαση στον κόσμο των ζωντανών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι μύθοι σχετικά με την κάθοδο κάποιου ήρωα ή θεού στον κόσμο των νεκρών, απαντώνται στις παραδόσεις όλων σχεδόν των λαών. Μερικά παραδείγματα είναι οι μύθοι του Ορφέα και του Θησέα από την αρχαία Ελλάδα, του Οσίρι από την αρχαία Αίγυπτο, του Ιησού από τον χριστιανισμό, του Γκιλγκαμές και της Ινάννα από τη σουμεριακή παράδοση.
Πώς μπορούν, όμως, να μας αφορούν στο σήμερα, μύθοι οι οποίοι δημιουργήθηκαν χιλιάδες χρόνια πριν; Τι έχουν να προσφέρουν στην ανθρώπινη εμπειρία και πώς μπορεί ο αναγνώστης να τα συσχετίσει με τον δικό του ψυχισμό;
Αρχικά, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι αρκετοί ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και οι κορυφαίοι, όπως ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ χρησιμοποιούσαν τη μυθολογία για να εκφράσουν διάφορες ψυχολογικές διαδικασίες (για παράδειγμα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα) και θεωρούσαν πως οι μύθοι ήταν σημαντικά εργαλεία για την κατανόηση του ασυνειδήτου. Ο Τζόζεφ Κάμπελ, έχοντας αφιερώσει όλη του τη ζωή στη μελέτη της μυθολογίας, είχε πει πως οι μύθοι είναι εκφράσεις του συλλογικού ασυνειδήτου. Όσον αφορά την κατάβαση, είχε αναγνωρίσει πως τα ταξίδια στον κόσμο των νεκρών είναι η εξερεύνηση του ατομικού ή συλλογικού ασυνείδητου όπου μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με καταπιεσμένες επιθυμίες, ένστικτα, συναισθήματα και ανάγκες. Ο κόσμος των νεκρών είναι χαοτικός, παράλογος και πηγή δημιουργικότητας και ζωτικής δύναμης. Ο Γιουνγκ θεωρούσε πως ο κάτω κόσμος ήταν το σπίτι της Σκιάς, της πλευράς του εαυτού η οποία είναι καταπιεσμένη και περιέχει όλα τα στοιχεία που το άτομο δεν μπορεί να αναγνωρίσει στον εαυτό του και τα θεωρεί ανεπιθύμητα, όπως η ζήλια, η οργή και η σεξουαλικότητα. Σκοπός του ταξιδιού αυτού, επομένως, δεν είναι η εξόντωση της Σκιάς, αλλά η αναγνώριση και η αφομοίωσή της, ώστε να καταφέρει το άτομο να βρει την προσωπική του λύτρωση.
Στο παρών άρθρο, θα επιχειρηθεί να γίνει ανάλυση του μύθου της κατάβασης της θεάς Ινάννα στον κάτω κόσμο και να συσχετισθεί με τις εσωτερικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα όταν κάποιος βιώνει μια μεταμορφωτική αλλαγή, είτε αυτή γίνεται στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας, είτε όχι.
Ο μύθος αυτός είναι αρχαίος σουμεριακός και εξιστορεί την κάθοδο της θεάς Ινάννα στον κάτω κόσμο με σκοπό να επισκεφθεί την αδερφή της Ερεσκιγκάλα, η οποία έχει μόλις χηρέψει. Η Ινάννα ήταν η θεά του έρωτα, της γονιμότητας και του πολέμου. Θεωρείται από τις πιο σημαντικές σουμεριακές θεότητες, το όνομά της, μάλιστα, σημαίνει «Η Κυρά του Ουρανού». Από τους διάφορους μύθους που διασώζονται, η Ινάννα περιγράφεται ως αρκετά ματαιόδοξη, φερόταν πολύ άσχημα στους εραστές της και αρεσκόταν στο να προκαλεί έριδες και σύγχυση στο πεδίο της μάχης. Ανέβηκε στην εξουσία έχοντας κλέψει από τον θεό Ένκι τα «ΜΕ», δώρα του πολιτισμού, όπως η γεωργία, η γραφή και η μουσική, τα οποία μεταμόρφωσε σε κοσμήματα και ιμάτια για τον εαυτό της.
Η αφήγηση του μύθου ξεκινά με τη φράση «Από τον Ουρανό, η Ινάννα έστρεψε το αυτί της προς τον Κάτω Κόσμο». Στα σουμεριακά, η λέξη «αυτί» είναι ταυτόσημη με τη λέξη «σοφία» δείχνοντας την πρόθεση της Ινάννα να αποκτήσει σοφία μέσω του ασυνειδήτου της. Προτού κατέβει στον Άδη, κάνει κάποιες προετοιμασίες. Σύμφωνα με τον Κάμπελ, η προετοιμασία του ήρωα πριν από την κατάβαση, είναι ένα απαραίτητο βήμα. Περιλαμβάνει την εγκατάλειψη των επίγειων αγαθών και των ανθρώπων και τη δημιουργία ενός σχεδίου διάσωσης αν κάτι πάει στραβά. Έτσι και η Ινάννα, εγκαταλείπει τους ναούς της, ντύνεται με τα επτά «ΜΕ» και δίνει οδηγίες στη Νινκούμπουρ, την πιστή της ακόλουθο. Της εξηγεί τι πρόκειται να κάνει και της ζητά να την θρηνήσει και να ζητήσει βοήθεια από τους θεούς αν δεν επιστρέψει σε τρεις μέρες. Η Νινκούμπουρ, αναφέρεται πως δεν την έχει αγγίξει το νερό και πως είναι η πιστή ακόλουθος της Ινάννα που πάντα τη συμβουλεύει σωστά και εκτελεί τις διαταγές της.
Ο ρόλος της Νινκουμπούρα μπορεί να παρομοιαστεί με εκείνο το κομμάτι μέσα μας που συνεχίζει να λειτουργεί, σχεδόν μηχανικά και βοηθά στην αυτοσυντήρηση του οργανισμού όταν εκείνος βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση χρησιμοποιώντας καθαρή λογική.Πόσες φορές, άραγε, όταν βιώνουμε ένα πένθος ή μια πολύ δύσκολη κατάσταση, δεν αισθανόμαστε ότι δουλεύουμε στον «αυτόματο πιλότο»; Τα επτά «ΜΕ», είναι δώρα του πολιτισμού, αποτελούν τα «όπλα» της Ινάννα, τα οποία της έχουν φανεί χρήσιμα στα επίγεια και τα υπέργεια, και ελπίζει ότι θα την προστατεύσουν όταν έρθει σε επαφή με τον κάτω κόσμο. Αποτελούν απόδειξη των όσων έχει καταφέρει επί Ουρανού και Γης, είναι σύμβολα της θεϊκής της φύσης και της δύναμης της. Τα «ΜΕ» μπορούν κάλλιστα να παρομοιαστούν με τους ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας οι οποίοι μπορεί ενίοτε να είναι χρήσιμοι στην καθημερινότητά μας, αλλά στην επαφή μας με το ασυνείδητο πρέπει να αποδομηθούν. Επιπλέον, μπορούν να παρομοιαστούν με την «περσόνα» που φτιάχνουμε, τη «μάσκα» μας, την οποία χρησιμοποιούμε για να καλύψουμε την πραγματική μας φύση και τις ανασφάλειές μας.
Στη συνέχεια του μύθου, η Ινάννα κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί, συναντά τον κλειδοκράτορα των Πύλεων του Άδη και του λέει ότι είναι η Ινάννα και απαιτεί να μπει, καθώς έχει έρθει για να παραστεί στην κηδεία του Γκουγκαλάνα, του εκλιπόντος συζύγου της Ερεσκιγκάλα. Εκείνος, της λέει πως «όποιος μπαίνει στον Κάτω Κόσμο, δε φεύγει ξανά.» Η Ινάννα επιμένει να μπει και ο Κλειδοκράτορας πηγαίνει να ζητήσει τη συμβουλή της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, της Ερεσκιγκάλα. Όταν η Ερεσκιγκάλα μαθαίνει πως έχει έρθει η αδερφή της και πως είναι ντυμένη με τα επτά «ΜΕ», οργίζεται και ζητά από τον Κλειδοκράτορα να κλειδώσει τις επτά Πύλες του Κάτω Κόσμου και να ξεκλειδώνει κάθε πύλη, μόνο αφότου η Ινάννα έχει αφαιρέσει ένα από τα «ΜΕ».
Η Ερεσκιγκάλα παρουσιάζεται ως πικρόχολη, παραμελημένη και να θρηνεί. Είναι μια εξαιρετική εικόνα της παραμελημένης, σκιώδους πλευράς της Ινάννα, η οποία αντιδρά με επιθετικότητα στην επίσκεψη της αδερφής της. Η καταπιεσμένη μας πλευρά είναι πάντα παραμελημένη, περιορισμένη και κρύβει μέσα της αρκετό πόνο, οργή και θρήνο.
Όταν επέστρεψε ο Κλειδοκράτορας, κλείδωσε και τις επτά πύλες. Όταν η Ινάννα προσπάθησε να περάσει ακολούθησε η εξής στιχομυθία για κάθε μία από τις Πύλες.
Ινάννα: «Γιατί το κάνεις αυτό;»
Κλειδοκράτορας: «Σιωπή, Ινάννα. Οι τρόποι του Κάτω Κόσμου είναι τέλειοι. Μη τους αμφισβητείς.»
Αυτό έγινε και με τις επτά πύλες, όπου σε κάθε μια, η Ινάννα αφαιρούσε και ένα από τα ΜΕ, ώσπου στο τέλος μπήκε στον Κάτω Κόσμο γυμνή. Από τη στιχομυθία διαφαίνεται μια νομοτέλεια στη διαδικασία. Για να έρθει κάποιος σε επαφή με το ασυνείδητο του, πρέπει να αποδομήσει τις άμυνες του και να φτάσει στα άδυτα της ψυχής του απογυμνωμένος. Η «μάσκα» πρέπει να πέσει, το άτομο πρέπει να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό του, το πραγματικό του είδωλο.
Όταν πλέον είχε μπει στον Άδη, η Ινάννα είδε την Ερεσκιγκάλα να κάθεται στον θρόνο της και κίνησε όχι προς εκείνη, αλλά προς τον θρόνο. Η ματαιοδοξία της Ινάννα, η οποία πίστευε ότι θα μπορούσε να εκθρονίσει την αδερφή της χωρίς συνέπειες, είναι η ματαιοδοξία του Εγώ που πιστεύει ότι μπορεί να υποτάξει τη Σκιά χωρίς να περάσει τη μεταμορφωτική διαδικασία. Είναι η αυταπάτη ότι μια δύσκολη κατάσταση μπορεί να ξεπεραστεί με «εύκολες λύσεις», με μαγικό τρόπο, ότι μπορεί κάποιος να ξεφύγει αλώβητος.
Πριν φτάσει στον θρόνο, εμφανίστηκαν οι Αννούνα, οι Κριτές του Κάτω Κόσμου, οι οποίοι δεν τρέφονται, δεν κοιμούνται, δε δέχονται λιτανείες και δεν εξαγοράζονται. Η Ερεσκιγκάλα σηκώθηκε από τον θρόνο της. Κατέκρινε την Ινάννα. Μίλησε με τη φωνή της οργής, φώναξε με την κραυγή της ενοχής, την κοίταξε με το βλέμμα του θανάτου. Την χτύπησε. Η Ινάννα έπεσε κάτω νεκρή και κρέμασαν το πτώμα της από έναν γάντζο για να σαπίσει. Η Ινάννα βίωσε σχεδόν αφιλτράριστα την επαφή της με τη Σκιά της. Τα αρνητικά συναισθήματα που απωθούσε στο ασυνείδητό της, βγήκαν σαν χείμαρρος όταν ήρθε σε επαφή μαζί του. Οι Κριτές δεν μπορούν να εξαγοραστούν ή να ξεγελαστούν. Αποζητούν, όχι εκδίκηση, αλλά δικαιοσύνη. Την εσωτερική δικαιοσύνη που αποζητά ο άνθρωπος για να βρει την ισορροπία, να ανακτήσει το πραγματικό του δυναμικό, όντας πλέον αυθεντικός. Αυτή είναι και η πιο δραματική στιγμή, όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με την επίκριση από τον ίδιο μας τον εαυτό. Μια τέτοια εμπειρία μπορεί να εκμηδενίσει το άτομο και να το «σκοτώσει».
Αφού πέρασαν τρεις μέρες και η Ινάννα δεν είχε επιστρέψει, η ακόλουθός της, Νινκουμπούρα, άρχισε να την θρηνεί. Έσκισε τη σάρκα της, κούρεψε τα μαλλιά της, ντύθηκε με κουρέλια και άρχισε να χτυπάει τα τύμπανα γύρω από τους ναούς της Ινάννα. Ζήτησε πρώτα βοήθεια από τον θεό Ενλίλ. Εκείνος αρνήθηκε να βοηθήσει, λέγοντας πως η Ινάννα πήρε αυτό που της άξιζε. Έπειτα, η Νινκουμπούρα πήγε στον θεό Νάννα, όπου έλαβε την ίδια απάντηση. Τελικά, όταν πήγε στον ναό του θεού της Σοφίας, Ένκι, εκείνος προβληματίστηκε και λυπήθηκε για την Ινάννα. Πήρε χώμα από τα νύχια του και έπλασε δύο όντα χωρίς φύλο, το Κουρτζάρα και το Γκαλατούρ. Τους έδωσε οδηγίες να πάνε στον Κάτω Κόσμο σαν μύγες και να βρουν την Ερεσκιγκάλα, η οποία βογκάει σαν να είναι έτοιμη να γεννήσει. Τους είπε να της συμπαρασταθούν και όταν εκείνη, από ευγνωμοσύνη, τους προσφέρει κάποιο δώρο, εκείνα να ζητήσουν το σώμα της Ινάννα και να ρίξουν πάνω του το χώμα και το νερό της ζωής. Όταν πήγαν στον Κάτω Κόσμο, το Κουρτζάρα και το Γκαλατούρ, βρήκαν την Ερεσκιγκάλα γυμνή, καθισμένη και να βογκάει σαν να είναι έτοιμη να γεννήσει. Η στιχομυθία που έλαβε χώρα είναι η εξής:
Ερεσκιγκάλα: «Ωχ, τα πλευρά μου!»
Κουρτζάρα & Γκαλατούρ: «Ωχ, τα πλευρά σου!»
Ερεσκιγκάλα: «Ωχ, τα σωθικά μου!»
Κουρτζάρα & Γκαλατούρ: «Ωχ, τα σωθικά σου!»
Ερεσκιγκάλα: «Ωχ, η καρδιά μου!»
Κουρτζάρα & Γκαλατούρ: «Ωχ, η καρδιά σου!»
Τότε, η Ερεσκιγκάλα σταμάτησε, τα κοίταξε και τα ρώτησε ποιοι είναι που πονούν μαζί της. Τα ευλόγησε και τους πρόσφερε το νερό που δε στερεύει ποτέ, το στάρι που δεν ξεμένει ποτέ. Εκείνα αρνήθηκαν και ζήτησαν το σώμα της Ινάννα. Η Ερεσκιγκάλα ικανοποίησε την επιθυμία τους και εκείνα, έριξαν πάνω του το νερό και το χώμα της ζωής. Η Ινάννα αναστήθηκε.
Εδώ, παρατηρούμε πως η Νινκουμπούρα, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της Ινάννα, άρχισε να την θρηνεί και να αναζητά βοήθεια.Αυτός ο θρήνος και η ταλαιπωρία, τα οποία εκδηλώνονται προς τα έξω, μπορεί να παρομοιαστεί με την εκδήλωση συμπτωματολογίας στο άτομο. Αλλάζει η συμπεριφορά του, αφήνει τον εαυτό του ατημέλητο, πονάει και υποφέρει και δεν το κρύβει πια. Αναζητά βοήθεια για να μπορέσει να πραγματοποιήσει την ανάβαση. Ο μόνος που ανταποκρίθηκε, ήταν ο θεός της Σοφίας, ο οποίος έπλασε δύο πλάσματα, τα οποία μπόρεσαν να παρηγορήσουν τη Σκιά της Ινάννα. Κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί της, όχι με τη λογική ή με κριτική διάθεση, αλλά με ενσυναίσθηση και αντανάκλαση συναισθήματος. Επίσης, παρατηρούμε πως μετά την επαφή της Ινάννα με την Ερεσκιγκάλα, η τελευταία απέκτησε γονιμότητα. Η επαφή με τη Σκιά μπορεί όντως να αποβεί μια γόνιμη, παρότι επώδυνη, εμπειρία και να αποκαλύψει «θησαυρούς» δημιουργικότητας.
Στη συνέχεια του μύθου, η Ινάννα ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει την ανάβασή της. Τότε, εμφανίζονται οι Αννούνα, οι Κριτές του Κάτω Κόσμου και της εξηγούν πως δεν μπορεί να φύγει από τον Κάτω Κόσμο αλώβητη. Η εμπειρία της την έχει σημαδέψει. Πρέπει να δώσει κάποιον στη θέση της αν θέλει να επιστρέψει. Έτσι, οι Αννούνα γαντζώνονται πάνω της και η Ινάννα επιστρέφει στον κόσμο των ζωντανών. Στην πορεία της, η Ινάννα συναντά διάφορα δικά της πρόσωπα και βλέπει πως θρήνησαν τον χαμό της. Οι Αννούνα ήθελαν να πάρουν μαζί τους κάποιο από αυτά τα άτομα, αλλά η Ινάννα δεν ήθελε, καθώς την είχαν θρηνήσει. Όταν όμως έφτασαν στο βασίλειό της και είδε τον σύζυγό της, Ντουμούζι να συνεχίζει τη ζωή του σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, ντυμένος με τη βασιλική του ενδυμασία, να πίνει και να τραγουδά, η Ινάννα οργίστηκε. Του μίλησε με τη φωνή της οργής. Του φώναξε με την κραυγή της ενοχής. Τον κοίταξε με το βλέμμα του θανάτου. Και ζήτησε από τους Κριτές να πάρουν τον Ντουμούζι στη θέση της.
Γίνεται εύκολα κατανοητό πως η εμπειρία της κατάβασης δεν αφήνει κανέναν αλώβητο. Η επαφή με τη Σκιά μας, με το ασυνείδητό μας, επιφυλάσσει πόνο, θλίψη και έναν «θάνατο». Θάνατο του παλιού τρόπου ζωής, κάποιας κατάστασης ή συμπεριφοράς.Κανείς δεν επιστρέφει από μια τέτοια εμπειρία μένοντας ίδιος. Δεν είναι αυτός ο σκοπός, εξάλλου. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η Ινάννα δεν παρέδωσε στους Κριτές κάποιο από τα άτομα που την θρήνησαν, που ανταποκρίθηκαν δηλαδή όπως άρμοζε στην κατάσταση που βίωνε, αλλά τον Ντουμούζι, ο οποίος συνέχιζε τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Έτσι και στην πραγματικότητα, τείνουμε να αλλάζουμε αυτά τα οποία βλέπουμε ότι δε συνάδουν με τον δικό μας ψυχισμό και τις δικές μας επιθυμίες. Απομακρύνουμε αυτό το οποίο μας βλάπτει ή δεν μας ταιριάζει πλέον.
Ο μύθος κλείνει με μια δοξασία προς την Ερεσκιγκάλα, και όχι προς την Ινάννα. Έτσι λοιπόν, αυτό που χρειάζεται να τιμήσουμε μέσα μας είναι η πλευρά που έχουμε παραμελήσει και απωθήσει. Όσο τρομακτική και αν φαίνεται η Σκιά, αν την ακούσουμε και έρθουμε σε επαφή μαζί της, θα βγούμε από την εμπειρία κερδισμένοι, αλλαγμένοι, πιο σοφοί και πιο κοντά προς τα πραγματικά μας αιτήματα ως αυθεντικοί άνθρωποι.
--------------
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
http://etcsl.orinst.ox.ac.uk/section1/tr141.htm
Jung, C.G. (1938). Psychology and Religion.
Jung, C. G. (1993) The Practice of Psychotherapy
Jung, C.G. (1944) Psychology of the Unconscious
Perera, S.B. (1981) Descent to the Goddess; A Way of Initiation for Women.
George, D. (1992) Mysteries of the Dark Moon; The Healing Power of the Dark Goddess.
Campbell, J. (1949) The Hero with a Thousand Faces.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου