Αν, ο φιλόσοφος ερωτηθεί από τον αφελή ποια είναι η χρησιμότητα της
φιλοσοφίας, σίγουρα θα απαντήσει πως, εκ πρώτης όψεως, η φιλοσοφία φαίνεται να
μη χρησιμεύει σε τίποτε, αλλά πως η ενήμερη συνείδηση δεν είναι σε θέση να
λειτουργήσει δίχως αυτήν. Ο “ανεξέταστος βίος δεν είναι βιωτός”, Ο βίος δηλαδή
που δεν αποτελεί αντικείμενο συνεχούς προβληματισμού. Αυτόν τον αφορισμό έθετε,
στην αρχή της συγγραφικής του ζωής ο Πλάτων, στο στόμα του απολογούμενου προς
τους δικαστές του διδασκάλου του Σωκράτη. Περιέργως, προς το τέλος της ζωής του,
ο Πλάτων χρησιμοποίησε την ίδια ακριβώς έκφραση (ου βιωτός) προκειμένου περί της
Τέχνης.
Η Τέχνη, γράφει, αλλοιώνει την πραγματικότητα κι ο καλλιτέχνης μετέρχεται μέσα αλλοιώσεως της αλήθειας, ανάλογα προς τα μέσα που έχει στη διάθεση του ο σοφιστής. Ωστόσο, βίος δίχως Τέχνη είναι “ου βιωτός” και πάλι. Με τον τρόπο αυτόν ο Πλάτων θέτει τα καλλιτεχνικά βιώματα στην ίδια ή έστω σε ανάλογη μοίρα προς τα αυθεντικά φιλοσοφικά βιώματα. Η οιωνεί ταύτιση αυτή βάρυνε, από την εποχή του μέχρι σήμερα, επάνω στην οντολογική και αξιολογική διανόηση. Κι όλα δείχνουν πως, παρά τις αντιρρήσεις που κατά καιρούς έχουν εκφέρει, επί του ζητήματος, στοχαστές με κύρος, η θέση αυτή παραμένει στην ουσία ακλόνητη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Βέλγου μεταφυσικού και μαθηματικού Ζαν Λαντριέρ για την αλληλεπίδραση φύσεως και καλλιέργειας που, όπως κάθε αλληλεπίδραση, στηρίζεται επάνω στην αμοιβαία μέθεξη. Εξάλλου, ο σημαντικότερος και συστηματικότερος φιλόσοφος των αξιών κατά το μεσοπόλεμο, ο Λουι Λαβέλ, δείχνει να μην προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των εκφράσεων “μετέχειν τινός” και “μετέχειν σε κάτι”, ενώ καταφανώς η πρώτη αφορά σε μέθεξη τάξεως οντολογικής και η δεύτερη, σε μέθεξη τάξεως πραγματικής, που προϋποθέτει συναγερμό συνειδήσεων.
Μετέχουμε της ουσίας της φύσεως, ενώ μετέχουμε στη λειτουργία και στην ολοκλήρωση της, έστω και καθ’ ο μέτρο την υπερβαίνουμε δια της καλλιέργειας μέσω της “ποιήσεως”, με τη σημασία της δημιουργίας. Ο Λαντριερ προχώρησε σε μια υποδειγματική ανάλυση της έννοιας του καλλιεργητικού χώρου, στης οποίας το πλαίσιο διακρίβωσε τη διαφορά μεταξύ της πρακτικής τελικότητας του τεχνουργήματος και της κατά τον Κάντ άσκοπης τελικότητας του καλλιτεχνήματος.
Η δημιουργία αποσκοπεί στην όρθωση ενός αντικειμένου, που να μην είναι απλώς σκεύος, αλλά ον, που δονείται από εσωτερική αρμονία, και που δονεί τη συνείδηση του θεωρού, επειδή οι δομές του ανταποκρίνονται προς τις σπλαχνικές δομές εκείνου, όσο και του δημιουργού. Οι σχέσεις έργου Τέχνης και συνείδησης προσδιορίζονται στο πλαίσιο ενός πεδίου παρουσιακού, το οποίο δεν είναι πεδίο χωρικό, αλλά πεδίο συνειδησιακό μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται αμοιβαίως συστήματα δυνάμεων…
Η αυστηρή υπαρξιακή ανάλυση του αισθητικού αντικειμένου και των σχέσεων του προς την αισθητική συνείδηση, αφήνει ακριβώς να διαφανεί η ελεύθερη και σχεσιακή παιδιακή δραστηριότητα της συνείδησης αυτής. Οι κανόνες της παιδιάς, που είναι συγχρόνως και κανόνες ενός μύθου, συγκεκρινοποιούμενοι κατά την πρόοδο της ορθώσεως του έργου, συγκεκρινοποιούν οι ιδιοι και τη δυνατότητα της συνείδησης να χωρίσει σε υπέρβαση εαυτής δια μέσου του “άλλου”.
Έτσι, περισσότερο από φιλοσοφία βιταλιστική ή περσοναλιστική, η φιλοσοφία της Τέχνης αποβαίνει φιλοσοφία της συναντήσεως. Η ίδια η Τέχνη εμφανίζεται εφεξής ως μια πράξη έρωτος, ως ολοκλήρωση κι ως ένταξη του Εγώ στο Σύν και, αντιστρόφως, σε μια δημιουργική σχέση. Ωστόσο, συνδέοντας υπερβολικώς έντονα το έργο τέχνης προς την ίδια την παρουσία, δεν κινδυνεύει άραγε κανείς οριακά, να υποπέσει σε κάποιον υπαρξιακό φετιχισμό;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δυνατόν να θεωρηθεί καθησυχαστική, όσο στο επίπεδο της δημιουργίας υπάρχει περιθώριο για την αντίληψη δια της οποίας γίνεται αποδεκτό το καταστατικό του έργου Τέχνης. Ως όντος διατελούντος εν γενέσει και διαμορφώσει , χάρη στη συνεχιζόμενη αυτοσχεδιαστική δραστηριότητα της “ποιητικής” συνείδησης.
Η μεγάλη Τέχνη, όπως κι η Φιλοσοφία, παρέχει την ικανοποίηση της εκτιμήσεως του δημιουργικού δυναμικού της ανθρώπινης παρουσίας. Πόσο προετοιμασμένοι είναι οι πολλοί για να τη χαρούν; Δεν είναι και η καλλιτεχνική χαρά προνόμιο όλων, όπως η συμμετοχή στα κοινά; Πότε η Πολιτεία θα θελήσει να εννοήσει πόσο ορθός είναι ο άλλος εκείνος αφορισμός του Πλάτωνα: “Πάντες μετεχόντων”;
Η Τέχνη, γράφει, αλλοιώνει την πραγματικότητα κι ο καλλιτέχνης μετέρχεται μέσα αλλοιώσεως της αλήθειας, ανάλογα προς τα μέσα που έχει στη διάθεση του ο σοφιστής. Ωστόσο, βίος δίχως Τέχνη είναι “ου βιωτός” και πάλι. Με τον τρόπο αυτόν ο Πλάτων θέτει τα καλλιτεχνικά βιώματα στην ίδια ή έστω σε ανάλογη μοίρα προς τα αυθεντικά φιλοσοφικά βιώματα. Η οιωνεί ταύτιση αυτή βάρυνε, από την εποχή του μέχρι σήμερα, επάνω στην οντολογική και αξιολογική διανόηση. Κι όλα δείχνουν πως, παρά τις αντιρρήσεις που κατά καιρούς έχουν εκφέρει, επί του ζητήματος, στοχαστές με κύρος, η θέση αυτή παραμένει στην ουσία ακλόνητη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη του Βέλγου μεταφυσικού και μαθηματικού Ζαν Λαντριέρ για την αλληλεπίδραση φύσεως και καλλιέργειας που, όπως κάθε αλληλεπίδραση, στηρίζεται επάνω στην αμοιβαία μέθεξη. Εξάλλου, ο σημαντικότερος και συστηματικότερος φιλόσοφος των αξιών κατά το μεσοπόλεμο, ο Λουι Λαβέλ, δείχνει να μην προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των εκφράσεων “μετέχειν τινός” και “μετέχειν σε κάτι”, ενώ καταφανώς η πρώτη αφορά σε μέθεξη τάξεως οντολογικής και η δεύτερη, σε μέθεξη τάξεως πραγματικής, που προϋποθέτει συναγερμό συνειδήσεων.
Μετέχουμε της ουσίας της φύσεως, ενώ μετέχουμε στη λειτουργία και στην ολοκλήρωση της, έστω και καθ’ ο μέτρο την υπερβαίνουμε δια της καλλιέργειας μέσω της “ποιήσεως”, με τη σημασία της δημιουργίας. Ο Λαντριερ προχώρησε σε μια υποδειγματική ανάλυση της έννοιας του καλλιεργητικού χώρου, στης οποίας το πλαίσιο διακρίβωσε τη διαφορά μεταξύ της πρακτικής τελικότητας του τεχνουργήματος και της κατά τον Κάντ άσκοπης τελικότητας του καλλιτεχνήματος.
Η δημιουργία αποσκοπεί στην όρθωση ενός αντικειμένου, που να μην είναι απλώς σκεύος, αλλά ον, που δονείται από εσωτερική αρμονία, και που δονεί τη συνείδηση του θεωρού, επειδή οι δομές του ανταποκρίνονται προς τις σπλαχνικές δομές εκείνου, όσο και του δημιουργού. Οι σχέσεις έργου Τέχνης και συνείδησης προσδιορίζονται στο πλαίσιο ενός πεδίου παρουσιακού, το οποίο δεν είναι πεδίο χωρικό, αλλά πεδίο συνειδησιακό μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται αμοιβαίως συστήματα δυνάμεων…
Η αυστηρή υπαρξιακή ανάλυση του αισθητικού αντικειμένου και των σχέσεων του προς την αισθητική συνείδηση, αφήνει ακριβώς να διαφανεί η ελεύθερη και σχεσιακή παιδιακή δραστηριότητα της συνείδησης αυτής. Οι κανόνες της παιδιάς, που είναι συγχρόνως και κανόνες ενός μύθου, συγκεκρινοποιούμενοι κατά την πρόοδο της ορθώσεως του έργου, συγκεκρινοποιούν οι ιδιοι και τη δυνατότητα της συνείδησης να χωρίσει σε υπέρβαση εαυτής δια μέσου του “άλλου”.
Έτσι, περισσότερο από φιλοσοφία βιταλιστική ή περσοναλιστική, η φιλοσοφία της Τέχνης αποβαίνει φιλοσοφία της συναντήσεως. Η ίδια η Τέχνη εμφανίζεται εφεξής ως μια πράξη έρωτος, ως ολοκλήρωση κι ως ένταξη του Εγώ στο Σύν και, αντιστρόφως, σε μια δημιουργική σχέση. Ωστόσο, συνδέοντας υπερβολικώς έντονα το έργο τέχνης προς την ίδια την παρουσία, δεν κινδυνεύει άραγε κανείς οριακά, να υποπέσει σε κάποιον υπαρξιακό φετιχισμό;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δυνατόν να θεωρηθεί καθησυχαστική, όσο στο επίπεδο της δημιουργίας υπάρχει περιθώριο για την αντίληψη δια της οποίας γίνεται αποδεκτό το καταστατικό του έργου Τέχνης. Ως όντος διατελούντος εν γενέσει και διαμορφώσει , χάρη στη συνεχιζόμενη αυτοσχεδιαστική δραστηριότητα της “ποιητικής” συνείδησης.
Η μεγάλη Τέχνη, όπως κι η Φιλοσοφία, παρέχει την ικανοποίηση της εκτιμήσεως του δημιουργικού δυναμικού της ανθρώπινης παρουσίας. Πόσο προετοιμασμένοι είναι οι πολλοί για να τη χαρούν; Δεν είναι και η καλλιτεχνική χαρά προνόμιο όλων, όπως η συμμετοχή στα κοινά; Πότε η Πολιτεία θα θελήσει να εννοήσει πόσο ορθός είναι ο άλλος εκείνος αφορισμός του Πλάτωνα: “Πάντες μετεχόντων”;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου