«Μονάχα στον βαθμό που η ιστορία υπηρετεί τη ζωή προτιθέμεθα να υπηρετήσουμε και εμείς την ιστορία«.
Προσπάθησα να περιγράψω ένα αίσθημα που συχνά-πυκνά με έχει βασανίσει. Το εκδικούμαι παραδίνοντάς το στη δημοσιότητα. Ίσως να νου πει κάποιος, απ’ αφορμή μια τέτοια περιγραφή, ότι το αίσθημα αυτό το έχει βέβαια δοκιμάσει κι εκείνος αλλά ότι εγώ δεν το έχω νιώσει αρκετά καθαρά και πηγαία ούτε το έχω εκφράσει – κάθε άλλο μάλιστα – με τη σιγουριά και την ωριμότητα που θα ταίριαζε σε μια τέτοια εμπειρία. έτσι ίσως θα πει ο ένας ή ο άλλος.
Οι περισσότεροι ωστόσο θα μου πουν ότι πρόκειται για εντελώς διεστραμμένο, αφύσικο και πέρα για πέρα ανεπίτρεπτο αίσθημα, και μάλιστα ότι με το αίσθημά μου τούτο αποδείχτηκα ανάξιος αυτής της τόσο ισχυρής ροπής της εποχής μας προς την ιστορία, ροπής ως γνωστόν έκδηλης εδώ και δυο γενιές ιδίως ανάμεσα στους Γερμανούς.
Εν πάση περιπτώσει, με το να τολμήσω να παρουσιάσω στο κοινό τη φυσική περιγραφή του αισθήματός μου η γενική ευπρέπεια περισσότερο προάγεται παρά βλάπτεται, δεδομένου ότι δίνω έτσι σε πολλούς την ευκαιρία να πουν φιλοφρονητικά λόγια για μια ροπή της εποχής όπως αυτή που μόλις ανάφερα. Για τον εαυτό μου όμως αποκομίζω ένα κέρδος που κατά τη γνώμη μου αξίζει πολύ περισσότερο από την ευπρέπεια – να διδαχθώ για την εποχή μας και να νουθετηθώ δημόσια.
1. Αναφορά στην παροιμιώδη φράση «εκτός τούτου φρονώ ότι η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί», με την οποία συνήθιζε ο Κάτων να κλείνει τους πολιτικούς λόγους του.
2. Στίχοι του Goethe από τον Faust.
3. Μεταφορικά, με την έννοια του ‘συντριπτικού επιχειρήματος’.
Από το βιβλίο του Νίτσε «ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ»
Ένα εξαιρετικό βιβλίο το οποίο διαχειρίζεται ένα σπουδαίο αλλά παραμελημένο θέμα.
«Κατά τα άλλα μου είναι μισητό οτιδήποτε απλώς με διδάσκει χωρίς να αυξάνει τη δραστηριότητά μου ή να την ζωογονεί άμεσα».
Αυτά είναι λόγια του Goethe με τα οποία, σαν μ’ ένα ceterum censeo1 βγαλμένο από τα βάθη της καρδιάς, θα ξεκινήσει η πραγματεία μας για την αξία ή την απαξία της ιστορίας.
Σ’ αυτήν δηλαδή την πραγματεία πρόκειται να εκτεθεί γιατί μια διδαχή που δεν ενεργοποιεί τις δυνάμεις μας, γιατί μια γνώση που ναρκώνει τη δραστηριότητα, γιατί μια ιστορική μόρφωση εννοούμενη ως πολύτιμη περίσσεια γνώσης και ως πολυτέλεια πρέπει στα σοβαρά, σύμφωνα με το λόγο του Goethe, να μας είναι μισητή: επειδή ακόμη μας λείπει ό,τι είναι πιο αναγκαίο κι επειδή το περίσσιο είναι ο εχθρός του αναγκαίου.
Ασφαλώς χρειαζόμαστε την ιστορική γνώση, την χρειαζόμαστε όμως αλλιώτικα απ’ ότι την χρειάζεται ο καλομαθημένος αργόσχολος μέσα στον κήπο της γνώσης, όσο κι αν αυτός βλέπει αφ’ υψηλού τις δικές μας τραχειές και άχαρες ανάγκες και δυσκολίες.Αυτό σημαίνει ότι εμείς την χρειαζόμαστε για τη ζωή και για την πράξη κι όχι για το βολικό αποτράβηγμα από τη ζωή και την πράξη ή, ακόμη χειρότερα, για τον εξωραϊσμό της φίλαυτης ζωής και της δειλής και φαύλης πράξης.
Μονάχα στον βαθμό που η ιστορία υπηρετεί τη ζωή προτιθέμεθα να υπηρετήσουμε και εμείς την ιστορία. Υπάρχει ωστόσο ένας βαθμός ενασχόλησης με την ιστορία και εκτίμησης προς αυτήν, πέρα από τον οποίο η ζωή μαραίνεται και εκφυλίζεται: φαινόμενο που είναι εξίσου αναγκαίο όσο και, ενδεχομένως, οδυνηρό να το συνειδητοποιεί κανείς παρατηρώντας ορισμένα αξιοσημείωτα συμπτώματα της εποχής μας.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο το οποίο διαχειρίζεται ένα σπουδαίο αλλά παραμελημένο θέμα.
«Κατά τα άλλα μου είναι μισητό οτιδήποτε απλώς με διδάσκει χωρίς να αυξάνει τη δραστηριότητά μου ή να την ζωογονεί άμεσα».
Αυτά είναι λόγια του Goethe με τα οποία, σαν μ’ ένα ceterum censeo1 βγαλμένο από τα βάθη της καρδιάς, θα ξεκινήσει η πραγματεία μας για την αξία ή την απαξία της ιστορίας.
Σ’ αυτήν δηλαδή την πραγματεία πρόκειται να εκτεθεί γιατί μια διδαχή που δεν ενεργοποιεί τις δυνάμεις μας, γιατί μια γνώση που ναρκώνει τη δραστηριότητα, γιατί μια ιστορική μόρφωση εννοούμενη ως πολύτιμη περίσσεια γνώσης και ως πολυτέλεια πρέπει στα σοβαρά, σύμφωνα με το λόγο του Goethe, να μας είναι μισητή: επειδή ακόμη μας λείπει ό,τι είναι πιο αναγκαίο κι επειδή το περίσσιο είναι ο εχθρός του αναγκαίου.
Ασφαλώς χρειαζόμαστε την ιστορική γνώση, την χρειαζόμαστε όμως αλλιώτικα απ’ ότι την χρειάζεται ο καλομαθημένος αργόσχολος μέσα στον κήπο της γνώσης, όσο κι αν αυτός βλέπει αφ’ υψηλού τις δικές μας τραχειές και άχαρες ανάγκες και δυσκολίες.Αυτό σημαίνει ότι εμείς την χρειαζόμαστε για τη ζωή και για την πράξη κι όχι για το βολικό αποτράβηγμα από τη ζωή και την πράξη ή, ακόμη χειρότερα, για τον εξωραϊσμό της φίλαυτης ζωής και της δειλής και φαύλης πράξης.
Μονάχα στον βαθμό που η ιστορία υπηρετεί τη ζωή προτιθέμεθα να υπηρετήσουμε και εμείς την ιστορία. Υπάρχει ωστόσο ένας βαθμός ενασχόλησης με την ιστορία και εκτίμησης προς αυτήν, πέρα από τον οποίο η ζωή μαραίνεται και εκφυλίζεται: φαινόμενο που είναι εξίσου αναγκαίο όσο και, ενδεχομένως, οδυνηρό να το συνειδητοποιεί κανείς παρατηρώντας ορισμένα αξιοσημείωτα συμπτώματα της εποχής μας.
Προσπάθησα να περιγράψω ένα αίσθημα που συχνά-πυκνά με έχει βασανίσει. Το εκδικούμαι παραδίνοντάς το στη δημοσιότητα. Ίσως να νου πει κάποιος, απ’ αφορμή μια τέτοια περιγραφή, ότι το αίσθημα αυτό το έχει βέβαια δοκιμάσει κι εκείνος αλλά ότι εγώ δεν το έχω νιώσει αρκετά καθαρά και πηγαία ούτε το έχω εκφράσει – κάθε άλλο μάλιστα – με τη σιγουριά και την ωριμότητα που θα ταίριαζε σε μια τέτοια εμπειρία. έτσι ίσως θα πει ο ένας ή ο άλλος.
Οι περισσότεροι ωστόσο θα μου πουν ότι πρόκειται για εντελώς διεστραμμένο, αφύσικο και πέρα για πέρα ανεπίτρεπτο αίσθημα, και μάλιστα ότι με το αίσθημά μου τούτο αποδείχτηκα ανάξιος αυτής της τόσο ισχυρής ροπής της εποχής μας προς την ιστορία, ροπής ως γνωστόν έκδηλης εδώ και δυο γενιές ιδίως ανάμεσα στους Γερμανούς.
Εν πάση περιπτώσει, με το να τολμήσω να παρουσιάσω στο κοινό τη φυσική περιγραφή του αισθήματός μου η γενική ευπρέπεια περισσότερο προάγεται παρά βλάπτεται, δεδομένου ότι δίνω έτσι σε πολλούς την ευκαιρία να πουν φιλοφρονητικά λόγια για μια ροπή της εποχής όπως αυτή που μόλις ανάφερα. Για τον εαυτό μου όμως αποκομίζω ένα κέρδος που κατά τη γνώμη μου αξίζει πολύ περισσότερο από την ευπρέπεια – να διδαχθώ για την εποχή μας και να νουθετηθώ δημόσια.
Παράκαιρη είναι και αυτή η θεώρηση γιατί επιχειρώ εδώ να συλλάβω ως μειονέκτημα, ανημποριά και ατέλεια τη σύγχρονης εποχής κάτι για το οποίο η ίδια δίκαια περηφανεύεται: την ιστορική της παιδεία. Και μάλιστα γιατί πιστεύω ότι όλοι μας πάσχουμε από έναν ιστορικό πυρετό που μας κατατρώει κι ότι θα έπρεπε τουλάχιστον να αντιληφθούμε ότι πάσχουμε από τούτη την αιτία.
Αν όμως ο Goethe έχει πει, και σωστά, πως με τις αρετές μας καλλιεργούμε συνάμα τις ατέλειές μας, και αν, όπως καθένας γνωρίζει, μια υπερτροφική αρετή – όπως κατά τη γνώμη μου είναι η ιστορική αίσθηση της εποχής μας – μπορεί να αποβεί εξίσου ολέθρια για έναν λαό όσο και ένα υπερτροφικό ελάττωμα, ας με αφήσουν κι εμένα μια φορά να κάνω αυτό που θέλω…
… Όποιος δεν μπορεί να καθίσει στο κατώφλι τη στιγμής, ξεχνώντας όλα τα περασμένα, όποιος δεν μπορεί να σταθεί επάνω σε ένα σημείο, σαν μια θέα της νίκης, δίχως να νιώθει ίλιγγο και φόβο, αυτός δεν θα μάθει ποτέ τι είναι ευτυχία, και κάτι ακόμη χειρότερο: δεν θα πράξει ποτέ τίποτα που να κάνει άλλους ευτυχισμένους….
… ή για να εκφραστώ πιο απλά στο θέμα μου: υπάρχει ένας βαθμός αγρύπνιας, μηρυκασμού, ιστορικής αίσθησης, κατά τον οποίο το ζωντανό ον υφίσταται βλάβη και τελικά καταστρέφεται είτε για άνθρωπο πρόκειται είτε για λαό, είτε για πολιτισμό.
Για να προσδιορίσει κανείς αυτόν τον βαθμό και δια μέσου αυτού, έπειτα, το όριο όπου το παρελθόν πρέπει να λησμονείται, ώστε να μην αποβαίνει ο νεκροθάφτης του παρόντος, θα έπρεπε να γνωρίζει κανείς επακριβώς πόσο μεγάλη είναι η πλαστική δύναμη ενός ανθρώπου, ενός λαού, ενός πολιτισμού – εννοώ τη δύναμη να αναπτύσσεται κανείς αυτοτελώς σύμφωνα με τη δική του φύση, να μεταπλάθει τα περασμένα και τα ξένα στοιχεία και να τα ενσωματώνει, να γιατρεύει τραύματα, να αντικαθιστά ό,τι χάθηκε, να μεταπλάθει από μόνος του θρυμματισμένες μορφές….
… Όταν το αισθητήριο ενός λαού αμβλύνεται κατ’ αυτό τον τρόπο, όταν η ιστορία υπηρετεί τη ζωή του παρελθόντος, έτσι ώστε να υπονομεύει τη συνέχιση της ζωής, και ιδικά της ανώτερης ζωής, όταν η ιστορική αίσθηση δεν συντηρεί πια τη ζωή αλλά την βαλσαμώνει, τότε το δέντρο πεθαίνει, με τρόπον αφύσικο, αρχίζοντας από πάνω και κατεβαίνοντας σιγά-σιγά προς τις ρίζες, ώσπου τελικά καταστρέφονται συνήθως και οι ρίζες.
Η αρχαιολατρική ιστορία εκφυλίζεται από τη στιγμή κιόλας που δεν την εμψυχώνει πια και δεν την εμπνέει η χλωρή ζωή του παρόντος. Τώρα ο σεβασμός μαραίνεται, η συνήθεια της λόγιας πολυμάθειας εξακολουθεί να υπάρχει χωρίς αυτόν, διαγράφοντας εγωιστικά και αυτάρεσκα κύκλους γύρω από τον εαυτό της.
Και αντικρίζει τότε κανείς το αποκρουστικό θέαμα μιας τυφλής συλλεκτικής μανίας, μιας ακάματης περισυλλογής του οποιουδήποτε πράγματος, αρκεί απλώς να υπήρξε κάποτε.
Ο άνθρωπος τυλίγεται σε μια μυρουδιά σαπίλας. Με την αρχαιολατρία του καταφέρνει να υποβιβάσει ακόμη κι ένα κάπως αξιολογότερο τάλαντο, μια κάπως ευγενικότερη ανάγκη, σε αχόρταγη περιέργεια, σε πραγματική απληστία για οτιδήποτε παλαιϊκό. Πολλές φορές βουλιάζει τόσο βαθιά, ώστε ικανοποιείται με οποιαδήποτε τροφή και καταπίνει με ευχαρίστηση ακόμη και τη σκόνη παλιών ασήμαντων βιβλίων.
Αλλά ακόμη κι όταν δεν παρουσιάζεται αυτός ο εκφυλισμός, ακόμη κι όταν η αρχαιολατρική ενασχόληση με την ιστορία δεν χάνει το θεμέλιο, στο οποίο και μόνο μπορεί να στεριώσει προκειμένου να επιδράσει ευεργετικά στη ζωή, εξακολουθούν πάντοτε να υφίστανται αρκετοί κίνδυνοι, αν δυναμώσει υπερβολικά και συνθλίψει τα άλλα είδη θεώρησης του παρελθόντος.
Το μόνο που ξέρει αυτή είναι να συντηρεί, όχι να παράγει ζωή, κι έτσι πάντοτε υποτιμά ό,τι τώρα πλάθεται γιατί δεν διαθέτει το ένστικτο, με το οποίο το μαντεύει κανείς, όπως για παράδειγμα το διαθέτει η μνημειακή ιστορία. Εμποδίζει έτσι η αρχαιολατρική ιστορία εκείνη τη δυναμική απόφαση για το Νέο. Προκαλεί παράλυση σ’ αυτόν που πράττει και που ως πράττων πάντοτε θα αναγκάζεται να θίξει ορισμένα πράγματα θεωρούμενα σεβάσμια.
Το γεγονός, ότι κάποιο πράγμα έχει παλαιωθεί, γεννά την απαίτηση ότι πρέπει να είναι και αθάνατο. Γιατί αν κανείς καθίσει και λογαριάσει τι και τι επιδαψιλεύθηκε σε τέτοια παλαιϊκά πράγματα – μια παλιά προγονική συνήθεια, μια θρησκευτική πίστη, ένα κληρονομικό προνόμιο – στη διάρκεια της ύπαρξής τους, πόσο σεβασμό και πόση τιμή τους έχουν αποτίσει τα άτομα και οι γενεές, τότε φαίνεται υπεροπτικό ή και αδιάντροπο να αντικαθιστά κανείς ένα τέτοιο παλαιϊκό πράγμα με ένα καινούργιο και να αντιπαραθέτει σ’ ένα τέτοιο συσσωρευμένο πλήθος από σεβάσματα και τιμές τη μια και μοναδική ενός συγκαιρινού πράγματος, που ακόμη βρίσκεται στη διαδικασία του σχηματισμού του.
Εδώ γίνεται σαφές πόσο αναγκαίο είναι συχνά για τον άνθρωπο, πέρα από το μνημειακό και το αρχαιολατρικό είδος θεώρησης του παρελθόντος, ένα τρίτο είδος, το κριτικό, πάλι κι αυτό στην υπηρεσία της ζωής. Για να μπορεί ο άνθρωπος να ζει πρέπει να έχει – και από καιρό σε καιρό να χρησιμοποιεί – τη δύναμη να θρυμματίζει και να διαλύει ένα παρελθόν, και αυτό το κατορθώνει σύροντάς το στο δικαστήριο, υποβάλλοντάς το σε βασανιστική ανάκριση και τελικά καταδικάζοντάς το. ωστόσο κάθε παρελθόν είναι άξιο καταδίκης – γιατί έτσι συμβαίνει με τα ανθρώπινα πράγματα, πάντα η βία και η αδυναμία του ανθρώπου ήταν σε αυτά μεγάλη.
Δεν είναι η δικαιοσύνη αυτή που δικάζει ούτε, ακόμη λιγότερο, είναι η χάρη αυτή που εκδίδει την απόφαση, αλλά μόνο η ζωή, εκείνη η σκοτεινή κινητήρια δύναμη που λαχταράει άπληστα τον εαυτό της. Η κρίση της είναι πάντα ανεπιεικής, πάντα άδικη, γιατί ποτέ δεν ρέει από κάποιον καθαρό κρουνό γνώσης, ωστόσο τις περισσότερες φορές η απόφασή της είναι όμοια με αυτή που θα έβγαζε η ίδια η δικαιοσύνη. «Γιατί ό,τι γεννιέται, να χαθεί του αξίζει. κάλλιο λοιπόν τίποτε να μη γεννιόταν»2.
Θέλει πολλή δύναμη το να μπορείς να ζεις και να ξεχνάς ως ποιόν βαθμό ταυτίζονται το να ζει κανείς και το να αδικεί. Ο ίδιος ο Λούθηρος είπε κάποτε ότι μόνο από μια λησμονησιά του Θεού πλάστηκε ο κόσμος. Ότι δηλαδή, αν ο Θεός είχε αναλογιστεί το «βαρύ κανόνι»3, δεν θα δημιουργούσε ποτέ τον κόσμο.
Πότε-πότε όμως αυτή η ίδια η ζωή, η οποία χρειάζεται τη λησμοσύνη, απαιτεί την πρόσκαιρη διακοπή αυτής της λησμοσύνης κι ακριβώς τότε γίνεται ολοφάνερο πόσο άδικη είναι η ύπαρξη κάποιου πράγματος, ενός προνομίου, για παράδειγμα, μιας κάστας, μιας δυναστείας, πόσο πολύ θα ταίριαζε σ’ αυτό το πράγμα να αφανιστεί. Τότε το παρελθόν του κοιτάζεται κριτικά, το μαχαίρι μπαίνει στις ρίζες του, ποδοπατείται φρικωδώς ό,τι λογιζόταν αξιοσέβαστο.
Πρόκειται πάντοτε για διαδικασία επικίνδυνη, δηλαδή επικίνδυνη για την ίδια τη ζωή, και οι άνθρωποι ή οι καιροί που υπηρετούν με αυτό τον τρόπο τη ζωή, δηλαδή δικάζοντας και εξοντώνοντας ένα παρελθόν, είναι πάντοτε άνθρωποι και καιροί επικίνδυνοι και συνάμα εκτεθειμένοι σε κινδύνους. Γιατί καθώς είμαστε το αποτέλεσμα περασμένων γενεών, είμαστε το αποτέλεσμα και των παραστρατημάτων, των παθών, των λαθών τους, ακόμα και των εγκλημάτων τους. είναι αδύνατο να τινάξει κανείς εντελώς από πάνω του αυτές τις αλυσίδες.
Αν καταδικάσουμε εκείνα τα παραστρατήματα και θεωρήσουμε τον εαυτό μας απαλλαγμένο από αυτά, πάλι δεν αίρεται το γεγονός ότι από τούτα προερχόμαστε. Στην καλύτερη περίπτωση φθάνουμε σε μια σύγκρουση της κληρονομημένης, της εγγενούς φύσης μας με τη γνώση μας, ίσως ακόμη σε μια πάλη ανάμεσα σε μια νέα, αυστηρή αγωγή και σ’ ό,τι από παλιά μας έδιναν η ανατροφή κι οι καταβολές μας, εμφυτεύουμε μια νέα έξη, ένα νέο ένστικτο, μια δεύτερη φύση, έτσι που η πρώτη μας φύση μαραίνεται.
Είναι μια απόπειρα να δημιουργήσει κανείς κατά κάποιον τρόπο a posteriori για τον εαυτό του ένα παρελθόν, από το οποίο θα ήθελε να καταγόταν, σε αντίθεση με αυτό, από το οποίο τω όντι κατάγεται – μια απόπειρα πάντοτε επικίνδυνη, γιατί είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ένα όριο στην άρνηση του παρελθόντος, και γιατί ως επί το πλείστον οι δεύτερες φύσεις είναι πιο αδύναμες από τις πρώτες.
Πολύ συχνά σταματάει κανείς στη γνώση του αγαθού χωρίς να το πράττει, γιατί γνωρίζουμε ποιο είναι το καλύτερο χωρίς να μπορούμε και να το πράξουμε. Καμιά φορά όμως η νίκη κατακτάται στ’ αλήθεια, κι υπάρχει μάλιστα για όσους δίνουν τη μάχη, για όσους θέτουν την κριτική ιστορία στην υπηρεσία της ζωής, μια παράξενη παρηγοριά: να γνωρίζουν δηλαδή ότι εκείνη η πρώτη φύση ήταν κάποτε δεύτερη φύση, και ότι κάθε δεύτερη φύση, όταν νικήσει, γίνεται πρώτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣΑν όμως ο Goethe έχει πει, και σωστά, πως με τις αρετές μας καλλιεργούμε συνάμα τις ατέλειές μας, και αν, όπως καθένας γνωρίζει, μια υπερτροφική αρετή – όπως κατά τη γνώμη μου είναι η ιστορική αίσθηση της εποχής μας – μπορεί να αποβεί εξίσου ολέθρια για έναν λαό όσο και ένα υπερτροφικό ελάττωμα, ας με αφήσουν κι εμένα μια φορά να κάνω αυτό που θέλω…
… Όποιος δεν μπορεί να καθίσει στο κατώφλι τη στιγμής, ξεχνώντας όλα τα περασμένα, όποιος δεν μπορεί να σταθεί επάνω σε ένα σημείο, σαν μια θέα της νίκης, δίχως να νιώθει ίλιγγο και φόβο, αυτός δεν θα μάθει ποτέ τι είναι ευτυχία, και κάτι ακόμη χειρότερο: δεν θα πράξει ποτέ τίποτα που να κάνει άλλους ευτυχισμένους….
… ή για να εκφραστώ πιο απλά στο θέμα μου: υπάρχει ένας βαθμός αγρύπνιας, μηρυκασμού, ιστορικής αίσθησης, κατά τον οποίο το ζωντανό ον υφίσταται βλάβη και τελικά καταστρέφεται είτε για άνθρωπο πρόκειται είτε για λαό, είτε για πολιτισμό.
Για να προσδιορίσει κανείς αυτόν τον βαθμό και δια μέσου αυτού, έπειτα, το όριο όπου το παρελθόν πρέπει να λησμονείται, ώστε να μην αποβαίνει ο νεκροθάφτης του παρόντος, θα έπρεπε να γνωρίζει κανείς επακριβώς πόσο μεγάλη είναι η πλαστική δύναμη ενός ανθρώπου, ενός λαού, ενός πολιτισμού – εννοώ τη δύναμη να αναπτύσσεται κανείς αυτοτελώς σύμφωνα με τη δική του φύση, να μεταπλάθει τα περασμένα και τα ξένα στοιχεία και να τα ενσωματώνει, να γιατρεύει τραύματα, να αντικαθιστά ό,τι χάθηκε, να μεταπλάθει από μόνος του θρυμματισμένες μορφές….
… Όταν το αισθητήριο ενός λαού αμβλύνεται κατ’ αυτό τον τρόπο, όταν η ιστορία υπηρετεί τη ζωή του παρελθόντος, έτσι ώστε να υπονομεύει τη συνέχιση της ζωής, και ιδικά της ανώτερης ζωής, όταν η ιστορική αίσθηση δεν συντηρεί πια τη ζωή αλλά την βαλσαμώνει, τότε το δέντρο πεθαίνει, με τρόπον αφύσικο, αρχίζοντας από πάνω και κατεβαίνοντας σιγά-σιγά προς τις ρίζες, ώσπου τελικά καταστρέφονται συνήθως και οι ρίζες.
Η αρχαιολατρική ιστορία εκφυλίζεται από τη στιγμή κιόλας που δεν την εμψυχώνει πια και δεν την εμπνέει η χλωρή ζωή του παρόντος. Τώρα ο σεβασμός μαραίνεται, η συνήθεια της λόγιας πολυμάθειας εξακολουθεί να υπάρχει χωρίς αυτόν, διαγράφοντας εγωιστικά και αυτάρεσκα κύκλους γύρω από τον εαυτό της.
Και αντικρίζει τότε κανείς το αποκρουστικό θέαμα μιας τυφλής συλλεκτικής μανίας, μιας ακάματης περισυλλογής του οποιουδήποτε πράγματος, αρκεί απλώς να υπήρξε κάποτε.
Ο άνθρωπος τυλίγεται σε μια μυρουδιά σαπίλας. Με την αρχαιολατρία του καταφέρνει να υποβιβάσει ακόμη κι ένα κάπως αξιολογότερο τάλαντο, μια κάπως ευγενικότερη ανάγκη, σε αχόρταγη περιέργεια, σε πραγματική απληστία για οτιδήποτε παλαιϊκό. Πολλές φορές βουλιάζει τόσο βαθιά, ώστε ικανοποιείται με οποιαδήποτε τροφή και καταπίνει με ευχαρίστηση ακόμη και τη σκόνη παλιών ασήμαντων βιβλίων.
Αλλά ακόμη κι όταν δεν παρουσιάζεται αυτός ο εκφυλισμός, ακόμη κι όταν η αρχαιολατρική ενασχόληση με την ιστορία δεν χάνει το θεμέλιο, στο οποίο και μόνο μπορεί να στεριώσει προκειμένου να επιδράσει ευεργετικά στη ζωή, εξακολουθούν πάντοτε να υφίστανται αρκετοί κίνδυνοι, αν δυναμώσει υπερβολικά και συνθλίψει τα άλλα είδη θεώρησης του παρελθόντος.
Το μόνο που ξέρει αυτή είναι να συντηρεί, όχι να παράγει ζωή, κι έτσι πάντοτε υποτιμά ό,τι τώρα πλάθεται γιατί δεν διαθέτει το ένστικτο, με το οποίο το μαντεύει κανείς, όπως για παράδειγμα το διαθέτει η μνημειακή ιστορία. Εμποδίζει έτσι η αρχαιολατρική ιστορία εκείνη τη δυναμική απόφαση για το Νέο. Προκαλεί παράλυση σ’ αυτόν που πράττει και που ως πράττων πάντοτε θα αναγκάζεται να θίξει ορισμένα πράγματα θεωρούμενα σεβάσμια.
Το γεγονός, ότι κάποιο πράγμα έχει παλαιωθεί, γεννά την απαίτηση ότι πρέπει να είναι και αθάνατο. Γιατί αν κανείς καθίσει και λογαριάσει τι και τι επιδαψιλεύθηκε σε τέτοια παλαιϊκά πράγματα – μια παλιά προγονική συνήθεια, μια θρησκευτική πίστη, ένα κληρονομικό προνόμιο – στη διάρκεια της ύπαρξής τους, πόσο σεβασμό και πόση τιμή τους έχουν αποτίσει τα άτομα και οι γενεές, τότε φαίνεται υπεροπτικό ή και αδιάντροπο να αντικαθιστά κανείς ένα τέτοιο παλαιϊκό πράγμα με ένα καινούργιο και να αντιπαραθέτει σ’ ένα τέτοιο συσσωρευμένο πλήθος από σεβάσματα και τιμές τη μια και μοναδική ενός συγκαιρινού πράγματος, που ακόμη βρίσκεται στη διαδικασία του σχηματισμού του.
Εδώ γίνεται σαφές πόσο αναγκαίο είναι συχνά για τον άνθρωπο, πέρα από το μνημειακό και το αρχαιολατρικό είδος θεώρησης του παρελθόντος, ένα τρίτο είδος, το κριτικό, πάλι κι αυτό στην υπηρεσία της ζωής. Για να μπορεί ο άνθρωπος να ζει πρέπει να έχει – και από καιρό σε καιρό να χρησιμοποιεί – τη δύναμη να θρυμματίζει και να διαλύει ένα παρελθόν, και αυτό το κατορθώνει σύροντάς το στο δικαστήριο, υποβάλλοντάς το σε βασανιστική ανάκριση και τελικά καταδικάζοντάς το. ωστόσο κάθε παρελθόν είναι άξιο καταδίκης – γιατί έτσι συμβαίνει με τα ανθρώπινα πράγματα, πάντα η βία και η αδυναμία του ανθρώπου ήταν σε αυτά μεγάλη.
Δεν είναι η δικαιοσύνη αυτή που δικάζει ούτε, ακόμη λιγότερο, είναι η χάρη αυτή που εκδίδει την απόφαση, αλλά μόνο η ζωή, εκείνη η σκοτεινή κινητήρια δύναμη που λαχταράει άπληστα τον εαυτό της. Η κρίση της είναι πάντα ανεπιεικής, πάντα άδικη, γιατί ποτέ δεν ρέει από κάποιον καθαρό κρουνό γνώσης, ωστόσο τις περισσότερες φορές η απόφασή της είναι όμοια με αυτή που θα έβγαζε η ίδια η δικαιοσύνη. «Γιατί ό,τι γεννιέται, να χαθεί του αξίζει. κάλλιο λοιπόν τίποτε να μη γεννιόταν»2.
Θέλει πολλή δύναμη το να μπορείς να ζεις και να ξεχνάς ως ποιόν βαθμό ταυτίζονται το να ζει κανείς και το να αδικεί. Ο ίδιος ο Λούθηρος είπε κάποτε ότι μόνο από μια λησμονησιά του Θεού πλάστηκε ο κόσμος. Ότι δηλαδή, αν ο Θεός είχε αναλογιστεί το «βαρύ κανόνι»3, δεν θα δημιουργούσε ποτέ τον κόσμο.
Πότε-πότε όμως αυτή η ίδια η ζωή, η οποία χρειάζεται τη λησμοσύνη, απαιτεί την πρόσκαιρη διακοπή αυτής της λησμοσύνης κι ακριβώς τότε γίνεται ολοφάνερο πόσο άδικη είναι η ύπαρξη κάποιου πράγματος, ενός προνομίου, για παράδειγμα, μιας κάστας, μιας δυναστείας, πόσο πολύ θα ταίριαζε σ’ αυτό το πράγμα να αφανιστεί. Τότε το παρελθόν του κοιτάζεται κριτικά, το μαχαίρι μπαίνει στις ρίζες του, ποδοπατείται φρικωδώς ό,τι λογιζόταν αξιοσέβαστο.
Πρόκειται πάντοτε για διαδικασία επικίνδυνη, δηλαδή επικίνδυνη για την ίδια τη ζωή, και οι άνθρωποι ή οι καιροί που υπηρετούν με αυτό τον τρόπο τη ζωή, δηλαδή δικάζοντας και εξοντώνοντας ένα παρελθόν, είναι πάντοτε άνθρωποι και καιροί επικίνδυνοι και συνάμα εκτεθειμένοι σε κινδύνους. Γιατί καθώς είμαστε το αποτέλεσμα περασμένων γενεών, είμαστε το αποτέλεσμα και των παραστρατημάτων, των παθών, των λαθών τους, ακόμα και των εγκλημάτων τους. είναι αδύνατο να τινάξει κανείς εντελώς από πάνω του αυτές τις αλυσίδες.
Αν καταδικάσουμε εκείνα τα παραστρατήματα και θεωρήσουμε τον εαυτό μας απαλλαγμένο από αυτά, πάλι δεν αίρεται το γεγονός ότι από τούτα προερχόμαστε. Στην καλύτερη περίπτωση φθάνουμε σε μια σύγκρουση της κληρονομημένης, της εγγενούς φύσης μας με τη γνώση μας, ίσως ακόμη σε μια πάλη ανάμεσα σε μια νέα, αυστηρή αγωγή και σ’ ό,τι από παλιά μας έδιναν η ανατροφή κι οι καταβολές μας, εμφυτεύουμε μια νέα έξη, ένα νέο ένστικτο, μια δεύτερη φύση, έτσι που η πρώτη μας φύση μαραίνεται.
Είναι μια απόπειρα να δημιουργήσει κανείς κατά κάποιον τρόπο a posteriori για τον εαυτό του ένα παρελθόν, από το οποίο θα ήθελε να καταγόταν, σε αντίθεση με αυτό, από το οποίο τω όντι κατάγεται – μια απόπειρα πάντοτε επικίνδυνη, γιατί είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς ένα όριο στην άρνηση του παρελθόντος, και γιατί ως επί το πλείστον οι δεύτερες φύσεις είναι πιο αδύναμες από τις πρώτες.
Πολύ συχνά σταματάει κανείς στη γνώση του αγαθού χωρίς να το πράττει, γιατί γνωρίζουμε ποιο είναι το καλύτερο χωρίς να μπορούμε και να το πράξουμε. Καμιά φορά όμως η νίκη κατακτάται στ’ αλήθεια, κι υπάρχει μάλιστα για όσους δίνουν τη μάχη, για όσους θέτουν την κριτική ιστορία στην υπηρεσία της ζωής, μια παράξενη παρηγοριά: να γνωρίζουν δηλαδή ότι εκείνη η πρώτη φύση ήταν κάποτε δεύτερη φύση, και ότι κάθε δεύτερη φύση, όταν νικήσει, γίνεται πρώτη.
1. Αναφορά στην παροιμιώδη φράση «εκτός τούτου φρονώ ότι η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί», με την οποία συνήθιζε ο Κάτων να κλείνει τους πολιτικούς λόγους του.
2. Στίχοι του Goethe από τον Faust.
3. Μεταφορικά, με την έννοια του ‘συντριπτικού επιχειρήματος’.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου