Αποκλειστική συνέντευξη από έναν από τους πιο πολυ-συζητημένους και συχνά αναφερόμενους επιστήμονες στον κόσμο!
O Επιδημιολόγος δρ. Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης είναι σήμερα καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Πρόληψης Ασθενειών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς μετα-ερευνητές της εποχής μας.
“Μετα-ερευνητής” σημαίνει ότι “ερευνάς τις έρευνες που δημοσιεύονται από άλλους επιστήμονες προκειμένου να εξάγεις πιο γενικά (και ενδεχομένως πιο “τεκμηριωμένα” συμπεράσματα”. Ομως ο Ελληνας επιστήμονας το έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο…
Εχει θέσει ως βασική προτεραιότητά του τον έλεγχο της ορθότητας των επιστημονικών ερευνών που δημοσιεύονται στις πλέον έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις. Με λίγα λόγια, λειτουργεί ως “Ιερά Εξέταση” των απανταχού ερευνητών, ή, επί το θετικότερον, είναι η “ασπίδα της ανθρωπότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση των επιστημονικο-φανών ερευνών που βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη”.
Εγινε παγκοσμίως γνωστός το 2005, όταν ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δημοσίευσε στην έγκριτη επιστημονική οn-line επιθεώρηση PLoS Medicine τη μετα-έρευνα «Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή». Ή, όπως η δημοσιογράφος Julia Belluz, αναφέρει: «διατύπωσε την πιο αναθεωρητική ιδέα στη σύγχρονη επιστήμη».
Μελετώντας τις 45 από τις θεωρούμενες ως πιο σημαντικές έρευνες στον τομέα της Ιατρικής που δημοσιεύτηκαν στις 5 έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις στο διάστημα 1992-2005, απέδειξε ότι οι 31 είχαν αποτελέσματα τα οποία μπορούσαν πράγματι να επαληθευτούν, ή έστω να μην διαψευστούν, όμως οι 14 σημαντικές έρευνες (το 32%) για διάφορους λόγους «είχαν λάθος συμπεράσματα ή έστω πολύ αισιόδοξα». Και αυτό, μόλις στον 1ο χρόνο “κυκλοφορίας” τους. Διότι με την πάροδο του χρόνου το ποσοστό των ερευνών που τελικά δεν επαληθεύεται, αυξάνεται! «Αυτό είναι λογικό, καθώς οι μεταγενέστερες έρευνες οι οποίες βασίζονται στις “σημαντικές”, αλλά διαθέτουν μεγαλύτερο στατιστικό δείγμα, είναι μάλλον απίθανο το να εξάγουν αξιόπιστα αποτελέσματα, αν τελικά οι θεωρούμενες “σημαντικές” έρευνες περιείχαν κάποιο λάθος».
Υπενθύμιση: αναφερόμαστε μόνο σε βιοϊατρικές έρευνες που δημοσιεύονται σε έγκριτες επιθεωρήσεις. Αν κάποιος λάβει υπ’ όψιν του και τις διάφορες έρευνες που εμφανίζονται σε λιγότερο αξιόπιστα Μέσα (που καλύπτουν εκλαϊκευμένη επιστήμη ή κοινωνικά ζητήματα, συμβουλές για το χρηματιστήριο, τις σχέσεις, την ψυχολογία, τις συμπεριφορές, ακόμα και τη διαπαιδαγώγηση των μωρών), τότε το ποσοστό λαθεμένων στοιχείων, αυξάνεται ακόμα περισσότερο!
Σε μια εποχή που η παγκόσμια δαπάνη για τις ανθρωπιστικές επιστήμες ξεπερνάει τα 240 δισ. δολάρια το χρόνο, ο ρόλος επιστημόνων όπως ο Ελληνας μετα-αναλυτής αποκτά εξαιρετική σημασία. Οπως διεθνούς κύρους έντυπα έχουν χαρακτηριστικά γράψει «Καθώς η επιστήμη αδυνατεί να βρει αποτελεσματικούς μηχανισμούς αυτοελέγχου, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ερευνητών ικανών να κρατήσουν τις απαραίτητες αποστάσεις ώστε να μπορέσουν να εντοπίσουν τα λάθη και τις παραλείψεις στην ακολουθούμενη μεθοδολογία μας -και ο δρ. Ιωαννίδης είναι ό,τι πλησιέστερο σε μηχανισμό-αυτοελέγχου διαθέτουμε»!
Το 2000, σε συνεργασία με τον Παθολόγο στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δρ. Ιωάννη Α. Γιαννακάκη, δημοσίευσε μελέτη με τίτλο«Αραβικές Νύχτες: Χίλιες και μία ιστορίες για το πως οι φαρμακοβιομηχανίες «φροντίζουν» για τις υλικές ανάγκες των γιατρών» Ούτε λίγο, ούτε πολύ, καταλήγει στο ότι πολλά από τα συνέδρια στα οποία συρρέουν κατά εκατοντάδες ή και χιλιάδες οι ερευνητές, είναι απλά “τσίρκο”.
Το 2012, σε συνεργασία με τον ογκολόγο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Jonathan D. Schoenfeld, παρουσίασε την έρευνα «Is everything we eat associated with cancer? A systematic cookbook review 1,2,3» (American Journal of Clinical Nutrition), στην οποία καταδεικνύει ότι “Τα 3/4 των μελετών που συνδέουν τη διατροφή με διάφορες μορφές καρκίνου είναι επιστημονικά «αδύναμες»”. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Αν κατορθώναμε να πείσουμε το σύνολο του πληθυσμού μια χώρας να “κόψουν” το κόκκινο κρέας, από 100 καρκίνους θα γλιτώναμε 1 ή 2. Και αν μπορούσαμε να τους πείσουμε να τρώνε περισσότερα φρούτα και λαχανικά, πάλι από τις 100 καρκινογενέσεις θα γλιτώναμε έναν ή δύο».
Την ίδια χρονιά δημοσίευσε την έρευνα «Are Medical Conferences Useful? And for Whom?» (Journal of the American Medical Association), στην οποία “ακυρώνει” την αποτελεσματικότητα των μεγάλων επιστημονικών συνεδρίων στα οποία συμμετέχουν εκατοντάδες ερευνητές από όλο τον κόσμο («μπορεί να είναι χρήσιμα ως προς τη δικτύωση που προσφέρουν, όμως από επιστημονικής πλευράς, ακόμα και όταν διαθέτουν (και) κάποιο επιστημονικό πρόγραμμα, είναι συνήθως σπατάλη χρόνου και χρήματος»).
To 2013 κέντρισε και πάλι τα φώτα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας όταν, σε συνεργασία με τον βιολόγο του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου dr. Daniele Fanelli, παρουσίασε την έρευνα «US studies may overestimate effect sizes in softer research»(PNAS.org).
Το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ολοκλήρωσε, μαζί με τον ερευνητή του LSE Health Huseyin Naci, τη μελέτη «Comparative effectiveness of exercise and drug interventions on mortality outcomes: metaepidemiological study (BMJ), στην οποία δείχνει με στοιχεία ότι σε ορισμένες μορφές καρδιοπάθειας η άσκηση είναι αποτελεσματικότερη της φαρμακευτικής αγωγής.
Φυσικά, στην πορεία του χρόνου οι αναθεωρητικές απόψεις του συνάντησαν σθεναρή αντίδραση από επιστημονικούς κύκλους. Οπως συνέβη το 2013, όταν ο Leah R. Jager από το US Naval Academys “Department of Mathematics” σε συνεργασία με τον Jeffrey T. Leek από το John Hopkins “Bloomberg School of Public Healths Department of Biostatistics” παρουσίασαν έρευνα στην οποία υποστηρίζουν ότι τα λάθη στις δημοσιευμένες έρευνες δεν ξεπερνά το 14% Ομως τα “καλά νέα” δεν κράτησαν πολύ…
Η Julia Belluz από την έγκριτη καναδική επιθεώρηση McLeans συνέλεξε μερικές από τις πιο σαφείς απαντήσεις:
1ον, οι Jager και Leek δεν ακολουθούν τη μέθοδο του δρ. Ιωαννίδη (επανέλεγχος των στοιχείων), αλλά βασίστηκαν σε στατιστική σύγκριση με ειδικό αλγόριθμο. Δεν είναι βέβαιο ότι ο συγκεκριμένος αλγόριθμος επαρκεί.
2ον, η ίδια η στατιστική μέθοδος που ακολούθησαν (“Make a random estimate, then use it to select articles to check, and according to whats found, change the algorithm and try again”), δεν κρίνεται ως αρκούντως αξιόπιστη.
3ον, το 2011 η γερμανική Bayer υποστήριξε στο περιοδικό Nature ότι από το σύνολο των δημοσιευμένων ερευνών που συστήνουν νέα φάρμακα, τα 2/3 δεν μπόρεσαν να αποδειχθούν(«Believe it or not: how much can we rely on published data on potential drug targets?»)!
4ον, πριν 11 μήνες ο C. Glenn Begley, πρώην διευθυντής ερευνών κατά του καρκίνου στην αμερικανική πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία Amgen και ο Lee M. Ellis, ογκολόγος στο MD Anderson Cancer Center του Houston δημοσίευσαν στο Nature την έρευνα «Drug development: Raise standards for preclinical cancer research» στην οποία δείχνουν ότι από τις 53 “πολλά υποσχόμενες” έρευνες στον τομέα της ογκολογίας και της αιματολογίας, οι 47 δεν στάθηκε δυνατό να επαναληφθούν με τα ίδια αποτελέσματα.
Εστω κι αν μερικά από τα αποτελέσματα του Ελληνα επιστήμονα αμφισβητήθηκαν, έστω κι αν οι απόψεις του δρ. Ιωαννίδη τον φέρνουν συχνά “απέναντι” στα ειωθότα της επιστημονικής κοινότητας, α) ακόμη δεν έχει καταστεί δυνατό να διαψευστούν τα συμπεράσματά του και β, τόσο η μεθοδολογία του όσο και ο προσηνής χαρακτήρας του τον έχουν κάνει από τους πλέον δημοφιλής (και σίγουρα πιο πολυδιαβασμένους) μετα-αναλυτές που υπάρχουν.
Που οφείλεται η αστοχία πολλών ερευνών; Ο δρ. Ιωαννίδης έχει κληθεί πολλές φορές να απαντήσει. Μια απάντηση, δεν υπάρχει. «Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει λάθος στη μεθοδολογία. Ή στο υπό έλεγχο δείγμα. Ή, στο αρχικό ερώτημα. Συχνά, το λάθος οφείλεται στο ότι τα αποτελέσματα βγήκαν με “εξαντλητικό βασανισμό” των δεδομένων. Είτε από το ζήλο του ερευνητή για διάκριση, είτε εξαιτίας πολιτικών ή οικονομικών πιέσεων από τον φορέα, το Μέσο ή τη βιομηχανία φαρμάκων. Δεν είναι τυχαίο ότι μελέτες που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία είναι πολύ πιο πιθανό να δώσουν θετικά αποτελέσματα. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο PNAS δείξαμε ότι αυτό ισχύει στις αμερικανικές μελέτες στις επιστήμες ψυχολογίας και συμπεριφοράς. Είδαμε ότι πιθανότατα επειδή οι Αμερικανοί επιστήμονες είναι κάτω από μεγάλη πίεση να βγάλουν σημαντικά αποτελέσματα ώστε να χρηματοδοτηθούν, είναι πιο πιθανό να δημοσιεύσουν αποτελέσματα που είναι ακραία».
Οφείλουμε στο εξής να αγνοούμε τις επιστημονικές έρευνες;
Βεβαίως και όχι, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε επιφυλακτικοί, υπομονετικοί. Και οπωσδήποτε, να ελέγχουμε τα στοιχεία της (που δημοσιεύτηκε, από ποιους κτλ). Αλλά υπάρχουν και έρευνες τις οποίες δε μπορούμε να αγνοήσουμε. Οπως για παράδειγμα, όσες σχετίζουν τον καρκίνο με το κάπνισμα. Στο πεδίο αυτό έχει πράγματι αποδειχθεί: αν κατορθώναμε να εξαλείψουμε το κάπνισμα, θα μπορούσαμε να αποσοβήσουμε 90 από τους 100 καρκίνους του πνεύμονα και πολλούς ακόμα. Στην Ελλάδα, κατ’ αντιστοιχία, μιλάμε για περίπου 10.000 θανάτους τον χρόνο και περίπου 5 δισεκατομμύρια ευρώ κόστος για την κοινωνία μας!
Ποια ήταν η σημαντικότερη φάση της καριέρας σας μέχρι σήμερα;
Είναι δύσκολο να απομονώσω μια συγκεκριμένη φάση. Το όμορφο στη ζωή γενικότερα, και ακόμα περισσότερο στο χώρο της επιστήμης, είναι η συνέχεια, η εξέλιξη και οι διαρκείς αιφνιδιασμοί και προκλήσεις που παρουσιάζονται συνεχώς μπροστά σου και που πρέπει να απαντήσεις. Συχνά διαπιστώνω ότι σε βάθος χρόνου έχω κερδίσει περισσότερο από εμπειρίες όπου συνάντησα δυσκολίες, όπου οι προσπάθειές μου φαίνονταν ατελέσφορες, όπου κατάλαβα ότι τελικά μάλλον δεν ξέρω τίποτα – τίποτε δεν πάει χαμένο τελικά.
Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τη συνέχεια;
Να συνεχίσω να αιφνιδιάζομαι από νέα ερεθίσματα και νέες δυνατότητες, να μπορώ να συνεχίσω να αμφισβητώ τις ίδιες μου τις θεωρίες και το ίδιο μου το έργο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποιος να επαναπαυθεί στις δάφνες του και να συνεχίσει να κάνει το ίδιο πράγμα, έστω με κάποιες μικρομεσαίες παραλλαγές. Ειδικά όταν φτάνει στο σημείο να έχει ευρεία διεθνή αναγνώριση και αποδοχή και υποστήριξη το έργου του, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μετατραπεί σε απολίθωμα της επιτυχίας του. Είναι ζωτική ανάγκη να μπορείς να δημιουργείς καινούργια πράγματα συνέχεια. Έχω συνεργαστεί μέχρι τώρα στην καριέρα μου με πάνω από 2,000 επιστήμονες (οι 250 περίπου είναι Έλληνες) με τους οποίους έχουμε γράψει μαζί επιστημονικές εργασίες, κυρίως νέους ανθρώπους. Ελπίζω να συνεχίσουν να βρίσκονται νέοι άνθρωποι να με αμφισβητούν και να μου δίνουν εναύσματα για νέες περιπέτειες.
Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου ένας επιστήμονας να φθάσει στο σημείο να θεωρείται influential;
Χρειάζεται εμμονή, σκληρή δουλειά, και να χαίρεσαι σε μέγιστο βαθμό αυτό που κάνεις. Σκληρή δουλειά χωρίς ενθουσιασμό θυμίζει κάτεργο. Με ενθουσιασμό μόνο χωρίς σκληρή δουλειά δεν πας μακριά. Χρειάζονται και τα δύο. Όταν είσαι πραγματικά ενθουσιασμένος με κάτι, μπορεί να σε απορροφήσει 24 ώρες την ημέρα, ακόμα και όταν κοιμάσαι, η σκέψη σου συνεχίζει να δουλεύει.
Που οφείλεται το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι στην εποχή μας δεν έχουν ως πρότυπο σημαντικούς επιστήμονες και ερευνητές;
Πιθανότατα δε βλέπουν πολλά γνήσια παραδείγματα για να καταλάβουν τι σημαίνει επιστήμονας και ερευνητής. Η σοβαρή επιστήμη δεν έχει το μερίδιο που θα έπρεπε στο δημόσιο διάλογο. Οι περισσότεροι που κυκλοφορούν εμφανώς στο δημόσιο χώρο με κάποια πανεπιστημιακή/ακαδημαϊκή ετικέτα προέρχονται κυρίως από άλλα (φτηνά) ανέκδοτα – πολιτικά, κομματικά, παραθρησκευτικά, δημοσιογραφικά, διαπλεκόμενα, κ.ο.κ. Επίσης πολλοί σοβαροί επιστήμονες είναι τόσο ερωτευμένοι με αυτό που κάνουν που δεν έχουν χρόνο για δημόσιες σχέσεις, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου οι δημόσιες σχέσεις απαιτούν λαϊκισμό (δεξιό, κεντρώο, ή αριστερό, το ίδιο κάνει), ταπεινούς συμβιβασμούς, και υποβάθμιση της ποιότητας. Είναι χρήσιμο όμως να μπορέσει κάποιος να δώσει σε νέους ανθρώπους θετικά παραδείγματα για να τα διερευνήσουν σαν τρόπο ζωής.
Τι χάνει κάποιος ο οποίος θεωρεί την καριέρα των ερευνητών μια « βαρετή, αποστειρωμένη ζωή »;
Χάνει μοναδικές εμπειρίες. Η έρευνα είναι μια περιπέτεια, ένα υπέροχο, συναρπαστικό παιχνίδι, που το μόνο που δε θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω είναι βαρετό και αποστειρωμένο. Η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σοβαρά για κάποιον που του αρέσει η ρουτίνα, η μετριότητα, η καθίζηση στην καθημερινότητα. Η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σε όποιον δεν θέλει να γνωρίζει συνέχεια νέους, έξυπνους, δημιουργικούς, ενδιαφέροντες ανθρώπους, και να ταξιδεύει, είτε με το νου είτε και φυσικά – π.χ. παίρνω περίπου 1,000 προσκλήσεις να δώσω ομιλίες σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο, και μπορώ να ανταποκριθώ σε πολύ λίγες από αυτές. Τέλος η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σε όσους δεν θέλουν να προσφέρουν κάτι που μπορεί τελικά να φανεί πολύ χρήσιμο και σημαντικό για το κοινωνικό σύνολο.
Τι, κατά τη γνώμη σας, είναι αυτό που σας κάνει ‘Ελληνα;
Νομίζω ότι είναι ένα κράμα από ριζωμένες συγγένειες, εικόνες, τοπία, και μνήμες με γεωγραφικό εντοπισμό ή ψυχολογική αναφορά στον ελλαδικό χώρο, αλλά κυρίως είναι η ελληνική γλώσσα. Αν και όλο μου σχεδόν το επιστημονικό έργο είναι στα αγγλικά (όπως λίγο-πολύ της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας των επιστημόνων σήμερα, από όπου και αν προέρχονται), η γλώσσα που σκέφτομαι και που με αντιπροσωπεύει εκφραστικά κατά βάθος είναι κυρίαρχα η ελληνική. Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό, μπορεί να το δει κάποιος στα ελληνικά βιβλία μου, για παράδειγμα στην «Τοκάτα για την Κόρη με το Καμένο Πρόσωπο» που δημοσιεύτηκε στις εκδόσεις Κέδρος το 2012 και στις «Παραλλαγές Πάνω στην Τέχνη της Φυγής και Ένα Απονενοημένο Ριτσερκάρ» που θα δημοσιευτεί μέσα στο 2014 επίσης από τις εκδόσεις Κέδρος.
Οπως παρακολουθείτε τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα από το εξωτερικό, ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτήν;
Η έλλειψη αξιοκρατίας και ο συμβιβασμός με την απολυταρχική βασιλεία της μετριότητας. Όταν δεν υπάρχει αξιοκρατία, ο ενθουσιασμός σε μια ομάδα και η διάθεση για σοβαρή προσπάθεια καταστρέφονται. Οι ικανοί αποσύρονται στη σιωπή τους ή φεύγουν τελείως όσο γίνεται πιο μακριά, στην επιφάνεια επιπλέουν οι χειρότεροι, και οι χειρότεροι διαλέγουν και προκρίνουν τους ακόμα χειρότερους. Οι υπόλοιποι που μαρτυρούν αυτή την τραγική έκπτωση με την αδόκητη επικράτηση σοβαροφανών γελωτοποιών, προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν, το συνολικό όραμα και οι προσδοκίες μειώνονται και τελικά εξαφανίζονται.
Με στενοχωρεί ότι στο δημόσιο διάλογο η συνταγή που διακινείται έχει τη μορφή «είμαστε κακοί, μέτριοι, απατεώνες, οι χειρότεροι, και πρέπει να προσπαθήσουμε να διορθωθούμε κουτσά στραβά, ώστε να γίνουμε οι δεύτεροι από το τέλος». Ποιος σοβαρός, άξιος, ικανός άνθρωπος μπορεί να έχει ως στόχο μέγιστης επιτυχίας τη δεύτερη θέση από τον πάτο σαν άτομο, σαν ομάδα, σαν κοινωνία, σαν έθνος, σαν κράτος; Αδικούμε τους εαυτούς μας, όταν δεν τους αφήνουμε το περιθώριο να οραματιστούμε και να πολεμήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να γίνουμε οι καλύτεροι των καλύτερων σε δημιουργικότητα, καινοτομία, ανθρωπιά, και κοινωνική προσφορά. Δεν είδα ποτέ κανέναν να εμπνέεται από τη μεμψίμοιρη μιζέρια ή τον μισαλλόδοξο κυνισμό – έμπνευση δίνει μόνο η αριστεία.
O Επιδημιολόγος δρ. Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης είναι σήμερα καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Πρόληψης Ασθενειών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς μετα-ερευνητές της εποχής μας.
“Μετα-ερευνητής” σημαίνει ότι “ερευνάς τις έρευνες που δημοσιεύονται από άλλους επιστήμονες προκειμένου να εξάγεις πιο γενικά (και ενδεχομένως πιο “τεκμηριωμένα” συμπεράσματα”. Ομως ο Ελληνας επιστήμονας το έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο…
Εχει θέσει ως βασική προτεραιότητά του τον έλεγχο της ορθότητας των επιστημονικών ερευνών που δημοσιεύονται στις πλέον έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις. Με λίγα λόγια, λειτουργεί ως “Ιερά Εξέταση” των απανταχού ερευνητών, ή, επί το θετικότερον, είναι η “ασπίδα της ανθρωπότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση των επιστημονικο-φανών ερευνών που βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη”.
Εγινε παγκοσμίως γνωστός το 2005, όταν ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δημοσίευσε στην έγκριτη επιστημονική οn-line επιθεώρηση PLoS Medicine τη μετα-έρευνα «Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή». Ή, όπως η δημοσιογράφος Julia Belluz, αναφέρει: «διατύπωσε την πιο αναθεωρητική ιδέα στη σύγχρονη επιστήμη».
Μελετώντας τις 45 από τις θεωρούμενες ως πιο σημαντικές έρευνες στον τομέα της Ιατρικής που δημοσιεύτηκαν στις 5 έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις στο διάστημα 1992-2005, απέδειξε ότι οι 31 είχαν αποτελέσματα τα οποία μπορούσαν πράγματι να επαληθευτούν, ή έστω να μην διαψευστούν, όμως οι 14 σημαντικές έρευνες (το 32%) για διάφορους λόγους «είχαν λάθος συμπεράσματα ή έστω πολύ αισιόδοξα». Και αυτό, μόλις στον 1ο χρόνο “κυκλοφορίας” τους. Διότι με την πάροδο του χρόνου το ποσοστό των ερευνών που τελικά δεν επαληθεύεται, αυξάνεται! «Αυτό είναι λογικό, καθώς οι μεταγενέστερες έρευνες οι οποίες βασίζονται στις “σημαντικές”, αλλά διαθέτουν μεγαλύτερο στατιστικό δείγμα, είναι μάλλον απίθανο το να εξάγουν αξιόπιστα αποτελέσματα, αν τελικά οι θεωρούμενες “σημαντικές” έρευνες περιείχαν κάποιο λάθος».
Υπενθύμιση: αναφερόμαστε μόνο σε βιοϊατρικές έρευνες που δημοσιεύονται σε έγκριτες επιθεωρήσεις. Αν κάποιος λάβει υπ’ όψιν του και τις διάφορες έρευνες που εμφανίζονται σε λιγότερο αξιόπιστα Μέσα (που καλύπτουν εκλαϊκευμένη επιστήμη ή κοινωνικά ζητήματα, συμβουλές για το χρηματιστήριο, τις σχέσεις, την ψυχολογία, τις συμπεριφορές, ακόμα και τη διαπαιδαγώγηση των μωρών), τότε το ποσοστό λαθεμένων στοιχείων, αυξάνεται ακόμα περισσότερο!
Σε μια εποχή που η παγκόσμια δαπάνη για τις ανθρωπιστικές επιστήμες ξεπερνάει τα 240 δισ. δολάρια το χρόνο, ο ρόλος επιστημόνων όπως ο Ελληνας μετα-αναλυτής αποκτά εξαιρετική σημασία. Οπως διεθνούς κύρους έντυπα έχουν χαρακτηριστικά γράψει «Καθώς η επιστήμη αδυνατεί να βρει αποτελεσματικούς μηχανισμούς αυτοελέγχου, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ερευνητών ικανών να κρατήσουν τις απαραίτητες αποστάσεις ώστε να μπορέσουν να εντοπίσουν τα λάθη και τις παραλείψεις στην ακολουθούμενη μεθοδολογία μας -και ο δρ. Ιωαννίδης είναι ό,τι πλησιέστερο σε μηχανισμό-αυτοελέγχου διαθέτουμε»!
Το 2000, σε συνεργασία με τον Παθολόγο στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δρ. Ιωάννη Α. Γιαννακάκη, δημοσίευσε μελέτη με τίτλο«Αραβικές Νύχτες: Χίλιες και μία ιστορίες για το πως οι φαρμακοβιομηχανίες «φροντίζουν» για τις υλικές ανάγκες των γιατρών» Ούτε λίγο, ούτε πολύ, καταλήγει στο ότι πολλά από τα συνέδρια στα οποία συρρέουν κατά εκατοντάδες ή και χιλιάδες οι ερευνητές, είναι απλά “τσίρκο”.
Το 2012, σε συνεργασία με τον ογκολόγο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Jonathan D. Schoenfeld, παρουσίασε την έρευνα «Is everything we eat associated with cancer? A systematic cookbook review 1,2,3» (American Journal of Clinical Nutrition), στην οποία καταδεικνύει ότι “Τα 3/4 των μελετών που συνδέουν τη διατροφή με διάφορες μορφές καρκίνου είναι επιστημονικά «αδύναμες»”. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Αν κατορθώναμε να πείσουμε το σύνολο του πληθυσμού μια χώρας να “κόψουν” το κόκκινο κρέας, από 100 καρκίνους θα γλιτώναμε 1 ή 2. Και αν μπορούσαμε να τους πείσουμε να τρώνε περισσότερα φρούτα και λαχανικά, πάλι από τις 100 καρκινογενέσεις θα γλιτώναμε έναν ή δύο».
Την ίδια χρονιά δημοσίευσε την έρευνα «Are Medical Conferences Useful? And for Whom?» (Journal of the American Medical Association), στην οποία “ακυρώνει” την αποτελεσματικότητα των μεγάλων επιστημονικών συνεδρίων στα οποία συμμετέχουν εκατοντάδες ερευνητές από όλο τον κόσμο («μπορεί να είναι χρήσιμα ως προς τη δικτύωση που προσφέρουν, όμως από επιστημονικής πλευράς, ακόμα και όταν διαθέτουν (και) κάποιο επιστημονικό πρόγραμμα, είναι συνήθως σπατάλη χρόνου και χρήματος»).
To 2013 κέντρισε και πάλι τα φώτα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας όταν, σε συνεργασία με τον βιολόγο του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου dr. Daniele Fanelli, παρουσίασε την έρευνα «US studies may overestimate effect sizes in softer research»(PNAS.org).
Το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ολοκλήρωσε, μαζί με τον ερευνητή του LSE Health Huseyin Naci, τη μελέτη «Comparative effectiveness of exercise and drug interventions on mortality outcomes: metaepidemiological study (BMJ), στην οποία δείχνει με στοιχεία ότι σε ορισμένες μορφές καρδιοπάθειας η άσκηση είναι αποτελεσματικότερη της φαρμακευτικής αγωγής.
Φυσικά, στην πορεία του χρόνου οι αναθεωρητικές απόψεις του συνάντησαν σθεναρή αντίδραση από επιστημονικούς κύκλους. Οπως συνέβη το 2013, όταν ο Leah R. Jager από το US Naval Academys “Department of Mathematics” σε συνεργασία με τον Jeffrey T. Leek από το John Hopkins “Bloomberg School of Public Healths Department of Biostatistics” παρουσίασαν έρευνα στην οποία υποστηρίζουν ότι τα λάθη στις δημοσιευμένες έρευνες δεν ξεπερνά το 14% Ομως τα “καλά νέα” δεν κράτησαν πολύ…
Η Julia Belluz από την έγκριτη καναδική επιθεώρηση McLeans συνέλεξε μερικές από τις πιο σαφείς απαντήσεις:
1ον, οι Jager και Leek δεν ακολουθούν τη μέθοδο του δρ. Ιωαννίδη (επανέλεγχος των στοιχείων), αλλά βασίστηκαν σε στατιστική σύγκριση με ειδικό αλγόριθμο. Δεν είναι βέβαιο ότι ο συγκεκριμένος αλγόριθμος επαρκεί.
2ον, η ίδια η στατιστική μέθοδος που ακολούθησαν (“Make a random estimate, then use it to select articles to check, and according to whats found, change the algorithm and try again”), δεν κρίνεται ως αρκούντως αξιόπιστη.
3ον, το 2011 η γερμανική Bayer υποστήριξε στο περιοδικό Nature ότι από το σύνολο των δημοσιευμένων ερευνών που συστήνουν νέα φάρμακα, τα 2/3 δεν μπόρεσαν να αποδειχθούν(«Believe it or not: how much can we rely on published data on potential drug targets?»)!
4ον, πριν 11 μήνες ο C. Glenn Begley, πρώην διευθυντής ερευνών κατά του καρκίνου στην αμερικανική πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία Amgen και ο Lee M. Ellis, ογκολόγος στο MD Anderson Cancer Center του Houston δημοσίευσαν στο Nature την έρευνα «Drug development: Raise standards for preclinical cancer research» στην οποία δείχνουν ότι από τις 53 “πολλά υποσχόμενες” έρευνες στον τομέα της ογκολογίας και της αιματολογίας, οι 47 δεν στάθηκε δυνατό να επαναληφθούν με τα ίδια αποτελέσματα.
Εστω κι αν μερικά από τα αποτελέσματα του Ελληνα επιστήμονα αμφισβητήθηκαν, έστω κι αν οι απόψεις του δρ. Ιωαννίδη τον φέρνουν συχνά “απέναντι” στα ειωθότα της επιστημονικής κοινότητας, α) ακόμη δεν έχει καταστεί δυνατό να διαψευστούν τα συμπεράσματά του και β, τόσο η μεθοδολογία του όσο και ο προσηνής χαρακτήρας του τον έχουν κάνει από τους πλέον δημοφιλής (και σίγουρα πιο πολυδιαβασμένους) μετα-αναλυτές που υπάρχουν.
Που οφείλεται η αστοχία πολλών ερευνών; Ο δρ. Ιωαννίδης έχει κληθεί πολλές φορές να απαντήσει. Μια απάντηση, δεν υπάρχει. «Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει λάθος στη μεθοδολογία. Ή στο υπό έλεγχο δείγμα. Ή, στο αρχικό ερώτημα. Συχνά, το λάθος οφείλεται στο ότι τα αποτελέσματα βγήκαν με “εξαντλητικό βασανισμό” των δεδομένων. Είτε από το ζήλο του ερευνητή για διάκριση, είτε εξαιτίας πολιτικών ή οικονομικών πιέσεων από τον φορέα, το Μέσο ή τη βιομηχανία φαρμάκων. Δεν είναι τυχαίο ότι μελέτες που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία είναι πολύ πιο πιθανό να δώσουν θετικά αποτελέσματα. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο PNAS δείξαμε ότι αυτό ισχύει στις αμερικανικές μελέτες στις επιστήμες ψυχολογίας και συμπεριφοράς. Είδαμε ότι πιθανότατα επειδή οι Αμερικανοί επιστήμονες είναι κάτω από μεγάλη πίεση να βγάλουν σημαντικά αποτελέσματα ώστε να χρηματοδοτηθούν, είναι πιο πιθανό να δημοσιεύσουν αποτελέσματα που είναι ακραία».
Οφείλουμε στο εξής να αγνοούμε τις επιστημονικές έρευνες;
Βεβαίως και όχι, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε επιφυλακτικοί, υπομονετικοί. Και οπωσδήποτε, να ελέγχουμε τα στοιχεία της (που δημοσιεύτηκε, από ποιους κτλ). Αλλά υπάρχουν και έρευνες τις οποίες δε μπορούμε να αγνοήσουμε. Οπως για παράδειγμα, όσες σχετίζουν τον καρκίνο με το κάπνισμα. Στο πεδίο αυτό έχει πράγματι αποδειχθεί: αν κατορθώναμε να εξαλείψουμε το κάπνισμα, θα μπορούσαμε να αποσοβήσουμε 90 από τους 100 καρκίνους του πνεύμονα και πολλούς ακόμα. Στην Ελλάδα, κατ’ αντιστοιχία, μιλάμε για περίπου 10.000 θανάτους τον χρόνο και περίπου 5 δισεκατομμύρια ευρώ κόστος για την κοινωνία μας!
Ποια ήταν η σημαντικότερη φάση της καριέρας σας μέχρι σήμερα;
Είναι δύσκολο να απομονώσω μια συγκεκριμένη φάση. Το όμορφο στη ζωή γενικότερα, και ακόμα περισσότερο στο χώρο της επιστήμης, είναι η συνέχεια, η εξέλιξη και οι διαρκείς αιφνιδιασμοί και προκλήσεις που παρουσιάζονται συνεχώς μπροστά σου και που πρέπει να απαντήσεις. Συχνά διαπιστώνω ότι σε βάθος χρόνου έχω κερδίσει περισσότερο από εμπειρίες όπου συνάντησα δυσκολίες, όπου οι προσπάθειές μου φαίνονταν ατελέσφορες, όπου κατάλαβα ότι τελικά μάλλον δεν ξέρω τίποτα – τίποτε δεν πάει χαμένο τελικά.
Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για τη συνέχεια;
Να συνεχίσω να αιφνιδιάζομαι από νέα ερεθίσματα και νέες δυνατότητες, να μπορώ να συνεχίσω να αμφισβητώ τις ίδιες μου τις θεωρίες και το ίδιο μου το έργο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποιος να επαναπαυθεί στις δάφνες του και να συνεχίσει να κάνει το ίδιο πράγμα, έστω με κάποιες μικρομεσαίες παραλλαγές. Ειδικά όταν φτάνει στο σημείο να έχει ευρεία διεθνή αναγνώριση και αποδοχή και υποστήριξη το έργου του, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μετατραπεί σε απολίθωμα της επιτυχίας του. Είναι ζωτική ανάγκη να μπορείς να δημιουργείς καινούργια πράγματα συνέχεια. Έχω συνεργαστεί μέχρι τώρα στην καριέρα μου με πάνω από 2,000 επιστήμονες (οι 250 περίπου είναι Έλληνες) με τους οποίους έχουμε γράψει μαζί επιστημονικές εργασίες, κυρίως νέους ανθρώπους. Ελπίζω να συνεχίσουν να βρίσκονται νέοι άνθρωποι να με αμφισβητούν και να μου δίνουν εναύσματα για νέες περιπέτειες.
Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου ένας επιστήμονας να φθάσει στο σημείο να θεωρείται influential;
Χρειάζεται εμμονή, σκληρή δουλειά, και να χαίρεσαι σε μέγιστο βαθμό αυτό που κάνεις. Σκληρή δουλειά χωρίς ενθουσιασμό θυμίζει κάτεργο. Με ενθουσιασμό μόνο χωρίς σκληρή δουλειά δεν πας μακριά. Χρειάζονται και τα δύο. Όταν είσαι πραγματικά ενθουσιασμένος με κάτι, μπορεί να σε απορροφήσει 24 ώρες την ημέρα, ακόμα και όταν κοιμάσαι, η σκέψη σου συνεχίζει να δουλεύει.
Που οφείλεται το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι στην εποχή μας δεν έχουν ως πρότυπο σημαντικούς επιστήμονες και ερευνητές;
Πιθανότατα δε βλέπουν πολλά γνήσια παραδείγματα για να καταλάβουν τι σημαίνει επιστήμονας και ερευνητής. Η σοβαρή επιστήμη δεν έχει το μερίδιο που θα έπρεπε στο δημόσιο διάλογο. Οι περισσότεροι που κυκλοφορούν εμφανώς στο δημόσιο χώρο με κάποια πανεπιστημιακή/ακαδημαϊκή ετικέτα προέρχονται κυρίως από άλλα (φτηνά) ανέκδοτα – πολιτικά, κομματικά, παραθρησκευτικά, δημοσιογραφικά, διαπλεκόμενα, κ.ο.κ. Επίσης πολλοί σοβαροί επιστήμονες είναι τόσο ερωτευμένοι με αυτό που κάνουν που δεν έχουν χρόνο για δημόσιες σχέσεις, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου οι δημόσιες σχέσεις απαιτούν λαϊκισμό (δεξιό, κεντρώο, ή αριστερό, το ίδιο κάνει), ταπεινούς συμβιβασμούς, και υποβάθμιση της ποιότητας. Είναι χρήσιμο όμως να μπορέσει κάποιος να δώσει σε νέους ανθρώπους θετικά παραδείγματα για να τα διερευνήσουν σαν τρόπο ζωής.
Τι χάνει κάποιος ο οποίος θεωρεί την καριέρα των ερευνητών μια « βαρετή, αποστειρωμένη ζωή »;
Χάνει μοναδικές εμπειρίες. Η έρευνα είναι μια περιπέτεια, ένα υπέροχο, συναρπαστικό παιχνίδι, που το μόνο που δε θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω είναι βαρετό και αποστειρωμένο. Η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σοβαρά για κάποιον που του αρέσει η ρουτίνα, η μετριότητα, η καθίζηση στην καθημερινότητα. Η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σε όποιον δεν θέλει να γνωρίζει συνέχεια νέους, έξυπνους, δημιουργικούς, ενδιαφέροντες ανθρώπους, και να ταξιδεύει, είτε με το νου είτε και φυσικά – π.χ. παίρνω περίπου 1,000 προσκλήσεις να δώσω ομιλίες σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο, και μπορώ να ανταποκριθώ σε πολύ λίγες από αυτές. Τέλος η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σε όσους δεν θέλουν να προσφέρουν κάτι που μπορεί τελικά να φανεί πολύ χρήσιμο και σημαντικό για το κοινωνικό σύνολο.
Τι, κατά τη γνώμη σας, είναι αυτό που σας κάνει ‘Ελληνα;
Νομίζω ότι είναι ένα κράμα από ριζωμένες συγγένειες, εικόνες, τοπία, και μνήμες με γεωγραφικό εντοπισμό ή ψυχολογική αναφορά στον ελλαδικό χώρο, αλλά κυρίως είναι η ελληνική γλώσσα. Αν και όλο μου σχεδόν το επιστημονικό έργο είναι στα αγγλικά (όπως λίγο-πολύ της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας των επιστημόνων σήμερα, από όπου και αν προέρχονται), η γλώσσα που σκέφτομαι και που με αντιπροσωπεύει εκφραστικά κατά βάθος είναι κυρίαρχα η ελληνική. Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό, μπορεί να το δει κάποιος στα ελληνικά βιβλία μου, για παράδειγμα στην «Τοκάτα για την Κόρη με το Καμένο Πρόσωπο» που δημοσιεύτηκε στις εκδόσεις Κέδρος το 2012 και στις «Παραλλαγές Πάνω στην Τέχνη της Φυγής και Ένα Απονενοημένο Ριτσερκάρ» που θα δημοσιευτεί μέσα στο 2014 επίσης από τις εκδόσεις Κέδρος.
Οπως παρακολουθείτε τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα από το εξωτερικό, ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτήν;
Η έλλειψη αξιοκρατίας και ο συμβιβασμός με την απολυταρχική βασιλεία της μετριότητας. Όταν δεν υπάρχει αξιοκρατία, ο ενθουσιασμός σε μια ομάδα και η διάθεση για σοβαρή προσπάθεια καταστρέφονται. Οι ικανοί αποσύρονται στη σιωπή τους ή φεύγουν τελείως όσο γίνεται πιο μακριά, στην επιφάνεια επιπλέουν οι χειρότεροι, και οι χειρότεροι διαλέγουν και προκρίνουν τους ακόμα χειρότερους. Οι υπόλοιποι που μαρτυρούν αυτή την τραγική έκπτωση με την αδόκητη επικράτηση σοβαροφανών γελωτοποιών, προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν, το συνολικό όραμα και οι προσδοκίες μειώνονται και τελικά εξαφανίζονται.
Με στενοχωρεί ότι στο δημόσιο διάλογο η συνταγή που διακινείται έχει τη μορφή «είμαστε κακοί, μέτριοι, απατεώνες, οι χειρότεροι, και πρέπει να προσπαθήσουμε να διορθωθούμε κουτσά στραβά, ώστε να γίνουμε οι δεύτεροι από το τέλος». Ποιος σοβαρός, άξιος, ικανός άνθρωπος μπορεί να έχει ως στόχο μέγιστης επιτυχίας τη δεύτερη θέση από τον πάτο σαν άτομο, σαν ομάδα, σαν κοινωνία, σαν έθνος, σαν κράτος; Αδικούμε τους εαυτούς μας, όταν δεν τους αφήνουμε το περιθώριο να οραματιστούμε και να πολεμήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να γίνουμε οι καλύτεροι των καλύτερων σε δημιουργικότητα, καινοτομία, ανθρωπιά, και κοινωνική προσφορά. Δεν είδα ποτέ κανέναν να εμπνέεται από τη μεμψίμοιρη μιζέρια ή τον μισαλλόδοξο κυνισμό – έμπνευση δίνει μόνο η αριστεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου