Τα βαθύτερα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου: Ο Θουκυδίδης
θεωρούσε ότι οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην ύπαιθρο της Αθήνας την άνοιξη του 431
επειδή η «μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε
τους Λακεδαιμόνιους». Η αποτίμηση αυτή, που είναι ελάχιστα ορθή υπό την
αυστηρή έννοια των λέξεων, καθώς οι Αθηναίοι δεν έλεγχαν στην πραγματικότητα
«όλη την Ελλάδα», αποτελεί εντούτοις ένα από τα βασικά θέματα της Ιστορίας του.
Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ξεκίνησαν τον πόλεμο με ένα προληπτικό χτύπημα στην
Αττική. Αυτοί, και όχι οι Αθηναίοι, ήταν δυσαρεστημένοι με το status quo του 5ου
αιώνα. Σε ένα άλλο χωρίο ο Θουκυδίδης παραδέχεται ότι ο φόβος τους πως, αν
συνεχιζόταν η ειρήνη, θα έχαναν τη δύναμή τους, τους «ανάγκασε να
πολεμήσουν».
«Τους ανάγκασε;» Ασφαλώς, φαινομενικά πάντα υφίστανται και
άλλα πιο άμεσα προσχήματα για έναν πόλεμο, που ενδεχομένως καθιστούν αναπόφευκτη
μια σύρραξη. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως σε τελική ανάλυση, ο Θουκυδίδης πιστεύει
εκ των υστέρων ότι, παρόλο που ίσως δεν αντιλαμβάνονταν οι σύγχρονοί του
Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο δυνάμεις ήταν τόσο
μεγάλες και βαθιές, ώστε τελικά οι πιο άμεσες (και ασήμαντες) διαφωνίες θα
οδηγούσαν υποχρεωτικά σε μια καταστροφική αναμέτρηση.
Παρόλο που τα δύο μέρη διατείνονταν ότι εξαναγκάστηκαν να
προσφύγουν στον πόλεμο, η αιτιοκρατική συλλογιστική του οδηγεί τον Θουκυδίδη στο
συμπέρασμα ότι, ακόμα και αν η Σπάρτη δεν κήρυττε τον πόλεμο επικαλούμενη
προσχηματικές αιτιάσεις των Κορινθίων και των Μεγαρέων εναντίων των Αθηναίων, ο
δυναμισμός της ηγεμονικής κουλτούρας της Αθήνας του Περικλή – τα μεγαλοπρεπή
οικοδομήματα, το αττικό δράμα, το ριζοσπαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, η αύξηση
του πληθυσμού και η ενδυνάμωση της υπερπόντιας ηγεμονίας – θα είχε ως συνέπεια
την επέκτασή της και στη νότια Ελλάδα, που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της
Σπάρτης.
Οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν
ενδεχομένως να συμβιώσουν με τον αθηναϊκό επεκτατισμό. Το είχαν άλλωστε
κάνει στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού του 5ου αιώνα. Όταν όμως η Αθήνα
άρχιζε να συνδυάζει τη δίψα της για ισχύ με μια ριζοσπαστική ιδεολογία για την
επέκταση της δημοκρατίας, τότε η Σπάρτη ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η
απειλή υπερέβαινε μια απλή αντιπαράθεση και ότι θα μόλυνε την καρδιά και το
πνεύμα των Ελλήνων. Οι ανησυχίες της ήταν βάσιμες.
Πράγματι, η αθηναϊκή δημοκρατία δεν ήταν μόνο επεκτατική και
προσηλυτιστική, αλλά και αξιοθαύμαστα συνεκτική και σταθερή. Οι ολιγαρχικές
επαναστάσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά το τέλος του, το 411 και το
403, δε διήρκεσαν πολύ, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχε ένας σημαντικός βαθμός
υποστήριξης προς το δημοκρατικό πολίτευμα, ο οποίος εκτεινόταν σε ένα ευρύ φάσμα
Αθηναίων και δεν περιοριζόταν μόνο στους ακτήμονες φτωχούς.
Οι Σπαρτιάτες είχαν, επίσης, δει την αθηναϊκής έμπνευσης
δημοκρατία να διαδίδεται σε όλο το Αιγαίο και στη Μικρά Ασία στη δεκαετία του
450. Δυσανασχετούσαν για την αθηναϊκή επιρροή στην υποτιθέμενη πανελλήνια
αποικία των Θουρίων στη νότια Ιταλία. Οι ηγέτες του ήταν επίσης εξοργισμένοι από
το γεγονός ότι το 440 είχαν συντριβεί οι φιλο-Λάκωνες ολιγαρχικοί στη Σάμο. Η
ελίτ της Σπάρτης είχε συνταραχτεί από το γεγονός ότι οι πόλεις-κράτη που ήταν
υποτελείς στην Αθήνα και απειθαρχούσαν, όπως η Ποτίδαια, δεν πολιορκούνταν μόνο,
αλλά τους επιβαλλόταν ένα μόνιμο ριζοσπαστικό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο
διασφάλιζαν οι αθηναϊκές τριήρεις.
Στην πραγματικότητα, δεν είχε μεγάλη σημασία το πόσο
απειλητικές ήταν πράγματι, αυτές οι συνειδητές επιδείξεις της αθηναϊκής ισχύος·
αρκούσε το γεγονός πως η Σπάρτη είχε πειστεί ότι αντιπροσώπευαν μια συστηματική
και επικίνδυνη επίθεση. Οι εγγενείς φυλετικές και γλωσσικές διαφορές ανάμεσα
στους Ίωνες Αθηναίους και στους Δωριείς Σπαρτιάτες είχαν ίσως αμβλυνθεί, όμως ο
εν εξελίξει δημοκρατικός επεκτατισμός συνιστούσε μια ολοκληρωτική πρόκληση.
Αυτό το νέο αθηναϊκό «παγκόσμιο χωριό» μπορούσε να προσφέρει
στους φίλους της Σπάρτης κίνητρα που μια πόλη οπλιτών με έντονο τοπικιστικό
πνεύμα δεν μπορούσε καν να ελπίζει ότι θα ήταν δυνατό να συναγωνιστεί. Παρόμοια,
οι φανατικοί πλούσιοι υποστηρικτές της Σπάρτης σε όλο το Αιγαίο θα πρέπει να
αισθάνθηκαν ότι έχαναν την επιρροή τους στις κοινωνίες τους προς όφελος των
ανερχόμενων φτωχών. Οι τελευταίοι, που δεν είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία, δεν
ίππευαν άλογα και δε σύχναζαν στα γυμναστήρια, ήταν ικανοποιημένοι από την
ασφάλεια που τους παρείχε ο αθηναϊκός στόλος και αδιαφορούσαν για την υποχρέωση
να καταβάλλονται φόροι υποτέλειας, με τους οποίους επιβαρύνονταν κυρίως οι
πλούσιοι και οι αριστοκράτες μεγαλοκτηματίες.
Ωστόσο, πίσω από όλους αυτούς τους ρεαλιστικούς υπολογισμούς
υπήρχε το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αθήνα συνέχιζε να αναπτύσσεται – ο
βασιλιάς Αρχίδαμος πίστευε, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ότι ήταν η μεγαλύτερη πόλη
στον ελληνικό κόσμο - ενώ η Σπάρτη συρρικνωνόταν.
Ο «αθηναϊσμός» υπήρξε το
πρώτο παράδειγμα της παγκοσμιοποίησης στο δυτικό κόσμο. Υπήρχε
συγκεκριμένη λέξη στην ελληνική γλώσσα για τον αθηναϊκό επεκτατισμό, το ρήμα
αττικίζω, που σημαίνει μιμούμαι τη γλώσσα και το ύφος των Αθηναίων. Οι σύγχρονοι
αποδέχονταν το γεγονός ότι η Αθήνα επεδίωκε να προωθεί τα συμφέροντα του απλού
λαού έξω από τα σύνορά της, όπου μπορούσε να το κάνει. Αντίθετα, όταν η Αθήνα
υιοθετούσε μια Realpolitik – όπως όταν επιτέθηκε εναντίων των Συρακουσών, που
είχαν ένα παρόμοιο συναινετικό πολίτευμα – χωρίς να υπάρχει ο αναγκαίος
επαναστατικός ζήλος για τη δημοκρατία, πολύ συχνά αποτύγχανε.
Οι Σπαρτιάτες ήταν οι
κατεξοχήν ολιγαρχικοί φονταμενταλιστές, μισούσαν τη λέξη «λαϊκή
εξουσία» και τους κινδύνους που αντιπροσώπευε. Οι πολεμιστές-πολίτες της Σπάρτης
ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στην επιθυμία για πολυτελή ζωή, η οποία
είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μέσα στους κόλπους της αυστηρής της ελίτ με ένα
ρυθμό που ήταν πιο γρήγορος από αυτόν που θα μπορούσαν να καταστείλουν.
Αν και κατείχαν τα πρωτεία ανάμεσα στους Έλληνες τον 6ο και
5ο αιώνα, όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να
διαισθανθούν ότι η επιρροή τους έφθινε, καθώς βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στη
φάλαγγα των οπλιτών και όχι στα πλοία ή στην αύξηση του πληθυσμού και στην
οικονομική ανάπτυξη, που ήταν τα στοιχεία στα οποία βασίζονταν οι ολοένα και πιο
άπληστοι και υπέρμαχοι της δημοκρατίας αντίπαλοί τους που σύμφωνα με τα λόγια
του Περικλή: «Γινήκαμε ηγεμόνες πάρα πολλών
Ελλήνων».
Για να αποφευχθεί ο πόλεμος με τη Σπάρτη, ζητήθηκε από την
Αθήνα να σταματήσει την ηγεμονική επέκτασή της και ουσιαστικά να διαλύσει την
ηγεμονία της: να σταματήσει να πολιορκεί πόλεις όπως η Ποτίδαια και να αφήσει
τις γειτονικές πόλεις-κράτη, όπως η Αίγινα και τα Μέγαρα, να αποφασίζουν μόνες
τους για τις υποθέσεις τους. Εν συντομία, «οι Λακεδαιμόνιοι θέλουν να…αφήσετε
τους Έλληνες ανεξάρτητους». Όμως, η πραγματοποίηση όλων αυτών θα σήμαινε ότι η
Αθήνα θα σταματούσε να είναι η Αθήνα του Περικλή και θα επέστρεφε στο ταπεινό
αγροτικό παρελθόν της του προηγούμενου αιώνα, όταν δεν είχε πλοία και Μακρά
Τείχη, δεν εισέπραττε φόρους υποτέλειας, δεν είχε έξοχους ναούς και δεν οργάνωνε
μεγαλοπρεπείς δραματικούς αγώνες, αλλά ήταν μάλλον μια πολιτεία που δε διέφερε
πολύ από τις άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις-κράτη.
Victor Davis Hanson, «Πελοποννησιακός
Πόλεμος»
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
ανάμεσα στη Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή Συμμαχία, υπό την ηγεμονία
της Σπάρτης, διήρκεσε, με μερικές ανακωχές, από το 431 π.κ.ε. έως το 404 π.κ.ε.
και έληξε με την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων, δίνοντας τέλος στον πολιτισμικό
«χρυσό αιώνα». Όταν τελικά η Πελοποννησιακή Συμμαχία κατάφερε να επικρατήσει,
βρέθηκε αρκετά αποδυναμωμένη και η ίδια, στην ηγεσία πόλεων φτωχών ή και
αποδεκατισμένων από τον πόλεμο, οι οποίες δεν έπαυαν εντούτοις να έχουν
φιλοδοξίες, διαφορετικές οικονομίες αλλά και διάφορη πολιτική τοποθέτηση στον
τρόπο διακυβέρνησής τους.
«Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε
φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο
πόλεις αναπότρεπτη», αναφέρει ο Θουκυδίδης ως καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του
πολέμου. Αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους όλη η Ελλάδα ενεπλάκη σε αυτό τον
καταστροφικό πόλεμο, θεωρούνται ότι ήταν οι εξής:
Αυτή καθαυτή η απόπειρα της Αθήνας να
δημιουργήσει ισχυρό ιμπεριαλιστικό εμπορικό κράτος, χωρίς να μπορεί να ελέγξει
τις αντιδράσεις των άλλων πόλεων της Συμμαχίας (που είχε δημιουργηθεί
αποκλειστικά για την αναχαίτιση των Περσών) που δυσαρεστούνταν με την απώλεια
της ανεξαρτησίας τους και με τη μετατροπή τους σε απλές διοικητικές περιφέρειες
του κράτους των Αθηνών καθώς και η μεταφορά του ταμείου όλων των Ελλήνων που
είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση την Περσών, χωρίς έγκριση, από το ιερό
νησί της Δήλου στην Αθήνα και τη διοχέτευση των πόρων αυτών αποκλειστικά για τη
δημιουργία της «Αθηναϊκής αυτοκρατορίας».
Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των
αριστοκρατικών[2] στις συμμαχικές πόλεις των Αθηνών, στις οποίες μόνον οι
έμποροι και οι βιοτέχνες έβλεπαν θετικά την αθηναϊκή ηγεμονία. Οι γαιοκτήμονες
και γενικά τα αριστοκρατικά κόμματα επεδίωκαν την ανατροπή του «αθηναϊκού
κατεστημένου».
Τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα των
περισσότερων πόλεων της Ελλάδας και του ευρύτερου Ελληνικού Μεσογειακού χώρου,
οι οποίες ακόμα και όταν διοικούνταν από δημοκρατικά κόμματα, έβλεπαν ότι η
ανάπτυξη του αθηναϊκού εμπορίου συνιστούσε άμεση απειλή για το δικό τους.
Οι αντικειμενικές δυνατότητες της Σπάρτης
να επιβιώσει στο νέο σχήμα, μη έχοντας ανεπτυγμένο τομέα εμπορίου και
διαβλέποντας ότι είχε μακροπρόθεσμα μόνον δύο επιλογές: ή να αποδεχτεί τον
μελλοντικά βέβαιο υποβιβασμό της από την πρωτοκαθεδρία που κατείχε ήδη ή να
πολεμήσει για να αποδείξει εκ νέου τη θέση της στην ηγεσία της Ελλάδας.
Οι σημαντικές πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα
στην αθηναϊκή κοινωνία και τη σπαρτιατική.
Τα συμφέροντα των Περσών, που υπεισήλθαν
στην πορεία του πολέμου και όχι εξαρχής και τα οποία πάντως χρηματοδότησαν και
τροφοδότησαν σε κρίσιμες στιγμές τις ενδοελληνικές διαμάχες.
Αφορμές του πολέμου: Αφορμή του πολέμου στάθηκε ουσιαστικά η
απόφαση της Αθήνας να διευρύνει ακόμα περισσότερο το εμπόριο αλλά και τις
πολιτικές της σχέσεις με τη Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας
και της Σικελίας. Συγκεκριμένα, εκείνη που εξυπηρετούσε αυτό τον εμπορικό και
πολιτικό στόχο ήταν η Κέρκυρα, παρότι είχε αριστοκρατικό πολίτευμα, ενώ εκείνη
που τον υπέσκαπτε ήταν κυρίως η Κόρινθος, επίσης αριστοκρατική, αλλά πολύ πιο
απειλητική εμπορικά από την πρώτη. Οι Αθηναίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να
επεκταθούν δυτικά και η αφορμή για να μετριάσουν την επιρροή της Κορίνθου ήρθε
όταν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας.
Η Κέρκυρα, παρότι αποικία της Κορίνθου, ήταν πια απολύτως
ανεξάρτητη από αυτήν, διέθετε δικό της υπολογίσιμο στόλο και ακμαίο εμπόριο. Οι
σχέσεις της με την Κόρινθο δεν ήταν ιδιαίτερα καλές λόγω του εμπορικού
ανταγωνισμού τους και όταν το 433 π.κ.ε. τέθηκε ζήτημα με την Επίδαμνο -άλλη
ανταγωνίστρια πόλη στο εμπόριο του Ιονίου- η Κέρκυρα δεν δίστασε να έρθει σε
ανοιχτή ρήξη με την Κόρινθο. Διαβλέποντας όμως ότι υπήρχε κίνδυνος να ηττηθεί,
ζήτησε τη βοήθεια του αθηναϊκού στόλου. Κορίνθιοι πρέσβεις ζήτησαν τότε επισήμως
από τους Αθηναίους να μην παρέμβουν υπέρ της Κέρκυρας, γιατί κάτι τέτοιο θα
συνιστούσε παραβίαση των όρων της 30ετούς ειρήνης που είχε υπογραφεί το 445
π.κ.ε. Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι δεν συνιστούσε παραβίαση η αποστολή «αμυντικού
στόλου» και αποφάσισαν τα πολεμικά πλοία τους να είναι παρόντα στην επικείμενη
ναυμαχία αλλά να αναμιχθούν μόνον αν απειλείται η πόλη της Κέρκυρας. Αυτό δεν
ερμηνεύθηκε με τον ίδιο τρόπο από τους Κορίνθιους που έκριναν και μόνο την
απειλητική παρουσία των αθηναϊκών πλοίων ως παρέμβαση, αποχώρησαν από τη
ναυμαχία και θέλησαν να συγκαλέσουν συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας για
κήρυξη πολέμου.
Ταυτόχρονα, (το 432 π.κ.ε.), οι Κορίνθιοι υποκίνησαν
αποστασία της Ποτίδαιας, μιας πόλης της Χαλκιδικής που ήταν μέλος της Αθηναϊκής
συμμαχίας, αλλά και αποικία της Κορίνθου. Όταν οι Αθηναίοι έστειλαν εκεί στρατό
για να πολιορκήσουν την πόλη, συγκρούστηκαν έξω από τα τείχη μάχη με τους
Κορινθίους που είχαν σταλεί εσπευσμένα εκεί για να υπερασπιστούν την αποικία
τους. Έτσι οι «Τριακοντούτεις σπονδαί» (δηλαδή οι όροι της 30χρονης ειρήνης του
445 π.κ.ε.) παραβιάστηκαν πλέον κατάφωρα. Ήταν ως εκ τούτου αδύνατο να μη
συγκληθεί το συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας.
Η ατμόσφαιρα στο συμβούλιο βάρυνε υπέρ των φιλοπόλεμων
πολιτικών και όχι εκείνων που απέφευγαν τη ρήξη γιατί τέθηκαν δύο επιπλέον
ζητήματα: αφενός η εξορία των Αιγινητών από το νησί τους, αφετέρου η οικονομική
εξόντωση των Μεγαρέων. Οι τελευταίοι -που είχαν πάντα τεταμένες σχέσεις με την
Αθήνα- δεν μπορούσαν πια να εμπορευθούν σε κανένα λιμάνι, γιατί με απόφαση της
αθηναϊκής κυβέρνησης, γνωστή ως Μεγαρικό ψήφισμα, απαγορευόταν οποιαδήποτε
δοσοληψία με αυτούς σε όλα τα λιμάνια της συμμαχίας.
Το συμβούλιο αποφάσισε τελικά να τεθούν όροι στην Αθήνα και
αν αυτή αρνηθεί, να κηρυχθεί πόλεμος. Της ζητείται να λύσει την πολιορκία της
Ποτίδαιας, να επιτρέψει την αυτονομία στην Αίγινα και σε όσες πόλεις της
Αθηναϊκής Συμμαχίας το επιθυμούν, να επιτρέψει το εμπόριο στους Μεγαρείς και να
εξορίσει τους Αλκμεωνίδες -ουσιαστικά τον Περικλή, ο οποίος καταγόταν από τους
Αλκμεωνίδες, από την πλευρά της μητέρας του. Οι Αθηναίοι αρνήθηκαν.
Σε αυτό τον σχεδόν 30ετή πόλεμο, διαμορφώθηκαν δύο μεγάλα
αντίπαλα στρατόπεδα ή συμμαχίες, στις οποίες άλλες πόλεις ανήκαν σταθερά μέχρι
τέλους, ενώ άλλες όχι. Κάποιες αποστατούσαν από επιλογή και κάποιες
εξαναγκάζονταν από τον εκάστοτε νικητή της κεντρικής διαμάχης -την Αθήνα ή τη
Σπάρτη. Σε γενικές γραμμές στην αρχή αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του
Πελοποννησιακού Πολέμου οι δύο βασικοί αντίπαλοι ήταν η Πελοποννησιακή Συμμαχία
και η Αθηναϊκή Συμμαχία. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε ως εξής:
Με την Αθήνα συντάχθηκαν οι Πλαταιές, οι
περισσότερες πόλεις της Ακαρνανίας, πόλεις της Θεσσαλίας, η Ναύπακτος (όπου όμως
δεν κατοικούσαν πια Λοκροί, αλλά Μεσσήνιοι που είχαν διωχθεί από τον τόπο τους
και τους οποίους οι Αθηναίοι κατά κάποιο τρόπο φιλοξενούσαν εκεί), η Χίος, η
Λέσβος (που αποστάτησε αλλά την επανέφεραν στη συμμαχία) και πολλά νησιά του
Αιγαίου, όπως και πόλεις της Ιωνίας και του Ελλησπόντου. Από τα νησιά του Ιονίου
και τη Μεγάλη Ελλάδα, η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος και μερικές πόλεις της Σικελίας
και της Κάτω Ιταλίας. Ο στρατός τους συνολικά αναφέρεται ότι ήταν ο μισός και
λιγότερος των αντιπάλων (περί τις 32.000 έναντι 60.000 ή κατ’ άλλους 100.000),
αλλά ο στόλος των Αθηναίων αριθμούσε πάνω από 300 τριήρεις, χωρίς μάλιστα τα
πλοία των συμμάχων τους. Επίσης οι Αθηναίοι είχαν πολύ περισσότερο συγκεντρωμένο
χρήμα, αφού είχαν μεταφέρει στην πόλη τους το ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας.
Με τη Σπάρτη συντάχθηκαν η Κόρινθος και
όλες οι πελοποννησιακές πόλεις (εκτός από των Αργείων και των Αχαιών, αν και
πολλές αχαϊκές πόλεις στη συνέχεια μετέβαλαν στάση), τα Μέγαρα και όλες οι
πόλεις της Βοιωτίας (εκτός των Πλαταιών), μερικές πόλεις της Αιτωλίας, η Φωκίδα,
η Αμβρακία και οι πόλεις που κατοικούνταν από τους Λοκρούς. Από το Ιόνιο
σύμμαχοί τους ήταν οι Λευκαδίτες και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία, μεταξύ
άλλων, ο Τάρας (σημερινό Ταράντο) και οι Συρακούσες. Η πελοποννησιακή συμμαχία
είχε ιδιαίτερα υπολογίσιμο πεζικό και ιππικό, αλλά ο μόνος αξιόμαχος και
πρακτικά αξιοποιήσιμος άμεσα στόλος της, ήταν ο κορινθιακός -πιθανόν περί τις
200 τριήρεις. Σύμφωνα με τον ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, ίσως είχαν θεωρητικά
διαθέσιμες άλλες 300, από μακρινές όμως περιοχές, όπως της Σικελίας. Η Σπάρτη
δεν διέθετε οικονομικό πλούτο. Είχε όμως με το μέρος της την κοινή γνώμη πολλών
πόλεων που ήθελαν να απαλλαγούν από την αθηναϊκή κυριαρχία ή απειλή.
Συνθηκολόγηση: Οι Σπαρτιάτες συγκάλεσαν συνέδριο στη Σπάρτη
για να αποφασιστεί η σύναψη της ειρήνης. Οι σύμμαχοι της Σπάρτης απαίτησαν να
ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά η Αθήνα και όλοι οι κάτοικοι της να γίνουν δούλοι. Οι
Σπαρτιάτες όμως δείχνοντας μεγαλοψυχία και αναλογιζόμενοι την προσφορά της
Αθήνας κατά τους Περσικούς Πολέμους αρνήθηκαν να την καταστρέψουν και να
υποδουλώσουν τους κατοίκους και δέχτηκαν να συνάψουν ειρήνη με τους παρακάτω
όρους, ουσιαστικά σώζοντας την απ’ την οργή των υπόλοιπων Ελλήνων, αφού καμία
πόλη δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την απόφαση τους:
Οι Αθηναίοι να παραδώσουν όλα τα πλοία
τους, εκτός από 12.
Να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά.
Να επανέλθουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι.
Οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.
Να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά.
Να επανέλθουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι.
Οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.
Όροι, είτε όπως τους αναφέρει ο Ξενοφώντας είτε όπως ο
Πλούταρχος, σαφώς ταπεινωτικοί και εξευτελιστικοί για την παλιά υπερδύναμη της
Αθήνας. Είναι φανερό ότι με αυτές τις προϋποθέσεις που έθεταν οι Σπαρτιάτες για
τη σύναψη της ειρηνευτικής συμφωνίας αποσκοπούσαν στον πλήρη έλεγχο της
κατάστασης, στην αποτροπή επανακάμψας της Αθήνας, στην εκμετάλλευση των
οικονομικών προνομίων της και στη σταθερότητα της εφαρμογής της συνθήκης και
στην επικύρωσή τους ως πρώτη δύναμη στον ελληνικό χώρο.
Σημασία του πολέμου: Ο πόλεμος είναι το τέλος της αθηναϊκής
ηγεμονίας και επηρέασε καθοριστικά τον Ελλαδικό κόσμο. Σχεδόν όλες οι Ελληνικές
πόλεις πήραν μέρος σε αυτόν και οι πολεμικές συρράξεις έλαβαν χώρα σε όλον
σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο. Γι’ αυτό και ονομάζεται από νεώτερους ερευνητές
«αρχαίος παγκόσμιος πόλεμος».
Αυτός ο πόλεμος δεν ήταν σημαντικός μόνο για την εξέλιξη της
ιστορίας της Ελλάδας, αλλά και για την επιστήμη της ιστοριογραφίας, επειδή ήταν
το πρώτο γεγονός, το οποίο έγινε αντικείμενο επιστημονικής και ιστορικής
ανάλυσης: Ο ιστορικός Θουκυδίδης μας παραδίδει στο έργο του «Ιστορία» μία
αναλυτική σύγχρονη περιγραφή του πολέμου μέχρι τον χειμώνα του έτους 411 π.κ.ε.
(από την οποία εξαρτώνται έως και σήμερα κατά ένα μεγάλο μέρος οι σημερινοί
ερευνητές), στο οποίο αναλύει τα αίτια και τις αφορμές του πολέμου με μία
συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία έγινε πρότυπο για τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή
ιστοριογραφία. Τα γεγονότα μετά το 411 π.κ.ε., που ο θάνατος δεν επέτρεψε στο
Θουκυδίδη να εξιστορήσει, περιγράφει ο Ξενοφών στο έργο του, «Ελληνικά».
Η ονομασία «Πελοποννησιακός Πόλεμος» είναι μεταγενέστερη, ενώ
ο Θουκυδίδης τον αναφέρει ως πόλεμο ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και τους
Αθηναίους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου