Από το βιβλίο του Ι.Θ. Κακριδή «ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ» εκδ. Εθνικής Τραπέζης, σελ. 13 διαβάζουμε: «
Είναι χαρακτηριστικό ότι ως τον 18ο ακόμη αιώνα το χριστιανικό κήρυγμα αμφισβητεί την ελληνικότητα από το εκκλησίασμά του, που το αποτελούσαν ωστόσο Έλληνες. Αδελφοί μου (λέει ο Κοσμάς)
έμαθα πως με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και θεού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί…» Κοσμά Αιτωλού 1779, Διδαχαί, έκδ. Αρχιμανδρίτου Α.Ν. Καντιώτου 1959, σελ. 59.
Το βιβλίο αυτό καταγράφει μαρτυρίες του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα της εικόνας που είχε ο απλός λαός για τους αρχαίους Έλληνες. Η εικόνα αυτή καταρρίπτει πανηγυρικά τις φαντασιώσεις των εθνικιστών ότι τάχα ο νεοελληνικός λαός είχε συνείδηση της συνέχειας και της καταγωγής του από τους αρχαίους Έλληνες, προτού αυτή διαμορφωθεί από τις τάξεις κυρίως των εμπόρων και των λογίων που έρχονταν σε επαφή με τη Δύση.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, σελ. 14-5, ο Κακριδής γράφει:
Πώς ο ελληνικός λαός ξαναπήρε το όνομα Έλληνες πριν από ενάμιση κάπου αιώνα, μέσα στους αγώνες του Εικοσιένα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που μας έχει απασχολήσει σε ιδιαίτερη μελέτη. Εδώ, ό,τι πρέπει να ξέρουμε είναι πως στο Μεσαίωνα κάθε συνειδητός δεσμός ανάμεσα στον ελληνικό λαό και στην αρχαία Ελλάδα είχε λείψει. «Έλλην» σήμαινε τον ειδωλολάτρη και τίποτε άλλο, μια σημασία που κρατήθηκε ζωντανή ως σήμερα ακόμα [σ.σ. 1978] στην Κρήτη. Οι ίδιοι ήταν Ρωμιοί, Γραικοί, Χριστιανοί, μια φορά όχι Έλληνες.
Και όμως τα χτίσματα που είχαν υψώσει οι αρχαίοι Έλληνες, αυτά πώς να ξεχαστούν; Όσο και να τα είχαν δαμάσει ο χρόνος και οι άνθρωποι, οι γενεές των Ελλήνων τα έβλεπαν μπροστά τους κάθε μέρα, κάστρα και ναούς και τείχη. Σε κάθε μεριά της ελληνικής γης αντίκριζαν παλαιικά χτίρια, όπου οι πέτρες, πελώριες, μονοκόμματες, ασήκωτες, υψώνονταν ακουμπώντας η μια πάνω στην άλλη χωρίς συγκολλητική ύλη. Και όταν ο χωρικός όργωνε το χωράφι του, συχνά τύχαινε να ξεχώσει μαρμαρένιες πλάκες με γράμματα αδιάβαστα, ή και τάφους, όπου, έξω από το σκέλεθρο του νεκρού, στοιβάζονταν αγγεία και όπλα και εργαλεία, όλα παράξενα και πρωτόφαντα. Και κάτι άλλο όμως: σε νεώτερα χρόνια ο ελληνικός λαός παραξενευόταν βλέποντας ξένους, που τους πίστευε όλους Εγγλέζους μυλόρδους, να φτάνουν από τις μακρινές χώρες τους στην Ελλάδα για να επισκεφτούν τους γκρεμισμένους ναούς, να περιδιαβάσουν τα χαλάσματα και να δοκιμάσουν να σκάψουν μέσα στα ερείπια. Αλήθεια, γιατί να δείχνουν τόση περιέργεια για τα χαλάσματα, τις κομματιασμένες πέτρες και τα σπασμένα αγγεία οι Φράγκοι;
Και, αφού παραθέσει τις μαρτυρίες, ο Κακριδής στη σελ. 45 σχολιάζει:
Βασική προϋπόθεση για όλες αυτές τις ιστορίες που οι νεώτεροι Έλληνες έχουν να διηγηθούν για τον μυθικό λαό των Ελλήνων είναι η πίστη πως όλα αυτά έγιναν σε πολύ παλιά χρόνια – ακόμα και όταν δεν γίνεται σχετικός λόγος. Έτσι ακούγεται συχνά – και όχι μόνο στις παραδόσεις που είδαμε – η στερεότυπη φράση «στον καιρό των Ελλήνων» ή και «από τον καιρό των Ελλήνων», για να χρονολογηθούν περιστατικά που πρέπει να έγιναν σε καιρούς πανάρχαιους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η γριά εκκλησιάρισσα που έδειξε στον Γάλλο αρχαιολόγο Hauzey το πλευρό του Έλληνα, τοποθέτησε την εποχή των Ελλήνων πριν από τους πρωτόπλαστους της Παλαιάς Διαθήκης και επικαλέστηκε τη μαρτυρία του Ευαγγελίου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρατήρηση ότι στις μισές και πάνω από τις ιστορίες που καταγράψαμε λόγος γίνεται για τους Έλληνες, όχι για τους αρχαίους Έλληνες. Αυτό θα πει πως ο λαός στα χρόνια που σχηματιζόταν η μυθολογία αυτή για τον εαυτό του δεν τον θεωρούσε Έλληνα, αφού στους Έλληνες έδινε υπερφυσικές δυνάμεις και τοποθετούσε την ακμή τους ακόμα και πριν από τον Αδάμ. Και όταν όμως ο Κορνάρος, στον 17ο ακόμα αιώνα, ανοίγει την ιστορία του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας με τους στίχους « Τσι περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα, κι όπου δεν είχε η πίστη ντως θεμέλιο μηδέ ρίζα» μας δηλώνει έμμεσα, αλλά απαρεξήγητα, πως ούτε τον εαυτό του ούτε τους σύγχρονούς του χριστιανούς της Κρήτης τους λογάριαζε για Έλληνες.
Σύμφωνα λοιπόν με τη νεοελληνική λαϊκή παράδοση, οι Έλληνες ήταν μυθικοί πελώριοι γίγαντες με υπερφυσικές ικανότητες, χτίζαν τα κάστρα με τα χέρια τους, φημίζονταν για την παλικαριά τους, ζούσαν αιώνες, και εξοντώθηκαν, σύμφωνα με διάφορες παραλλαγές, από την απιστία τους ή την ύβρη τους, που προκάλεσε την οργή του θεού.
Έχει εξαιρετικό ωστόσο ενδιαφέρον η ερμηνεία που δίναν όταν έβλεπαν τους Ευρωπαίους να έρχονται στην Ελλάδα και να περιεργάζονται με ζήλο τα αρχαία. Φαντάστηκαν λοιπόν ότι οι ευρωπαίοι αυτοί είναι οι απόγονοι των Ελλήνων, οι οποίοι επιστρέφουν στους τάφους των προγόνων τους (ωχ! αυτό πόνεσε, εθνίκια μου).
Από τις 85 συνολικά μαρτυρίες, παραθέτω εδώ ένα μικρό δείγμα για να πάρετε μια γεύση, πικρή όσοι πιστεύετε στις εθνικιστικές υστερίες, γλυκιά όσοι ενδιαφέρεστε για την αλήθεια, τον πλούτο και την ομορφιά της ελληνικής μας παράδοσης, συνδυάζοντας τα αντικείμενα της παρατήρησης με μια πλούσια φαντασία.
Στην Αθήνα ο λαός πιστεύει πως τα ψηλά σκαλοπάτια του Παρθενώνα μαρτυρούν άσφαλτα πόσο μεγαλόσωμοι ήταν οι Έλληνες• αυτά τα σκαλοπάτια, λένε, οι Έλληνες τα ανεβοκατέβαιναν άκοπα. Δεν ξέρουν πως τα σκαλοπάτια αυτά χρησίμευαν για να ξεκουράζονται οι άνθρωποι, ενώ για το ανέβασμα είχαν βάλει μικρότερα σκαλοπάτια ανάμεσα στα μεγάλα. ΑΘΗΝΑ, 19ος αι. Πηγή: Schmidt, Das Volksleben der Neugriechen und das hellenische Altertum, 1871, σελ. 204.
Οι Έλληνες χάθηκαν όλοι όταν κάποτε έπεσε πείνα μεγάλη στη γη. Τότε καθένας τους έπαιρνε λίγες τροφές και έμπαινε στον τάφο του, για να βρεθεί θαμμένος, όταν οι τροφές του θα τελείωναν και θα πέθαινε. ΚΡΗΤΗ (Σφακιά), 20ος αι. Πηγή: Λαογραφικό Αρχείο Ακαδημίας Αθηνών, χειρόγραφο 120, σελ. 40.
Στα Κράβαρα κατοίκησαν Έλληνες, μεγάλοι, αντρειωμένοι. Σε λίγο όμως έπεσαν φοβερά κουνούπια, με μύτες σιδερένιες που κυνηγούσαν κι εθανάτωναν τους Έλληνες, ώσπου αναγκάστηκαν όσοι είχαν απομείνει να φτιάσουν μεγάλα πιθάρια και να θαφτούν μέσα εκεί ολοζώντανοι. Κι έτσι αφανίστηκε από τα Κράβαρα η πρώτη γενιά, η μεγάλη, η αντρειωμένη.ΑΙΤΩΛΙΑ (Κράβαρα Ναυπακτίας), 19ος αι. Πηγή: Ν.Γ. Πολίτου, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού Λαού. Παραδόσεις 2, 1904, σελ. 730 (από τον Α. Καρκαβίτσα).
Παλιόν καιρό οι-γι-ανθρώποι ήταν πολύ μεγάλοι. Μεγαλύτεροι απ’ όλους ήταν οι Ελλένηδες. Αυτοί ήταν κακοί ανθρώποι• γι’ αυτό ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια μεγάλα με μύτες σιδερένιες και τους κυνήγαγαν. Μοναχά τη νύχτα έβγαιναν οι αθρώποι, που κοιμούνταν τα κουνούπια, και το πουρνό, πριν βαρέσει ο ήλιος, και το βράδι, μότι βασίλευε. Όλη την άλλη μέρα κάουνταν μες στη γης. Είχαν φκιάσει εκεί κατοικιά ίσια για έναν άνθρωπο• είχαν το ψωμί τους, το νερό τους σε μποτίλιες, τη λάμπα τους κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο. Μα δεν μπόρειαν να ζήσουν όλη τη μέρα κλεισμένοι, κι ένας ένας χάθηκαν. Σήμερα σκάφτουν και βρίσκουν τα κατοικιά τους, σεντούκια λιθαρένια. Μέσα βρίσκουν τα κόκαλά τους, λάμπες, μπότια [= στάμνες] και ό,τι άλλο είναι. ΗΠΕΙΡΟΣ (Παραμυθιά), 20ος αι. Πηγή: Λαογραφικό Αρχείο Ακαδημίας Αθηνών, χειρόγραφο 1365, σελ. 389,14.
Στους βοσκούς γύρω από το ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες ζει ακόμα σήμερα το όνομα των Ελλήνων. Με αυτό το όνομα χαρακτηρίζουν καθετί που πιστεύεται ηρωικό και γιγάντιο. Για τον εαυτό τους κάθε άλλο παρά που θαρρούν πως είναι οι κληρονόμοι της δόξας των παλαιών κατοίκων. Η απλοϊκή σκέψη αυτών των βοσκών θεωρεί τους Έλληνες προγόνους των Φράγκων, ξένους τεχνίτες που κάποτε κρατούσαν τον τόπο αυτόν. Έτσι εξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι ταξιδεύουν στα μέρη αυτά και δίνουν τόση σημασία σε ό,τι έχει απομείνει από εκείνους. ΑΡΚΑΔΙΑ, 19ος αι. Πηγή: Ο.Μ. von Stackelberg, Der Apollotempel zu Bassae in Arkadien, 1826, σελ. 14.
Ο ζήλος των Άγγλων περιηγητών, των «μυλόρδων», να τα δουν όλα βιαστικά, να τα σχεδιάσουν και, αν μπορούν, να πάρουν μαζί τους καμιάν αρχαιότητα ή τουλάχιστο ένα κομμάτι μάρμαρο, έγινε αφορμή στους Καστρινούς [=κάτοικοι των Δελφών] να σχηματίσουν την ακόλουθη παράδοση: οι Μυλόρδοι δεν είναι χριστιανοί, γιατί κανείς ποτέ δεν τους είδε να κάνουν το σταυρό τους. Η γενιά τους είναι από τους παλιούς ειδωλολάτρες τους Αδελφιώτες, που φύλαγαν το βιό τους σ’ ένα κάστρο που το ’λεγαν Αδελφούς [=Δελφούς], από τους δυο αδελφούς τα βασιλόπουλα που το ’χτισαν. Όταν η Παναγία και ο Χριστός ήρθαν σ’ αυτούς τους τόπους και όλοι οι άνθρωποι ολόγυρα έγιναν χριστιανοί, οι Αδελφιώτες σκέφτηκαν πως ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να φύγουν• κι έφυγαν στη Φραγκιά και πήραν και όλα τα πλούτη τους μαζί. Απ’ αυτούς είναι οι Μυλόρδοι, και έρχονται τώρα εδώ και προσκυνούν αυτά τα λιθάρια. ΦΩΚΙΔΑ (Δελφοί), 19ος αι. Πηγή: H.N. Ulrichs, Reisen und Forschungen, σελ. 123 κ.ε.
Οι παραπάνω παραδόσεις δείχνουν πως όσο ήταν μύθοι η εικόνα που είχε ο νεοελληνικός λαός του 19ου αιώνα για τους αρχαίους Έλληνες, τόσο μύθος είναι και η εικόνα που έχουν οι εθνικιστές για τον νεοελληνικό λαό του 19ου αιώνα. Πάντως, οι μύθοι αυτοί μου λύσαν και μια μεγάλη απορία για το Βελόπουλο, που προσπαθούσε να μας πείσει για την ύπαρξη προϊστορικών γιγάντων.
Κι όμως, αφού πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων τις εθνικιστικές κορώνες, μπορούμε με μια δεύτερη ματιά να απολαύσουμε, μέσα από τους ίδιους αυτούς μύθους, τη διαχρονικότητα και τη συνέχεια του ελληνισμού μέσα από τη λαϊκή παράδοση. Όπως επισημαίνει στο ίδιο βιβλίο ο Κακριδής, η ιδέα για τις υπερφυσικές ικανότητες των Ελλήνων, παραπέμπει στην ίδια ιδέα που είχαν οι σύγχρονοι του Ομήρου για τις παλιότερες γενιές, όπως π.χ. για το Διομήδη της Ιλιάδας. Ο περίεργος θάνατος των πελώριων Ελλήνων από τα κουνούπια παραπέμπει σε έναν μύθο του Αισώπου, κατά τον οποίο ο πελώριος ελέφαντας δε φοβάται τίποτα περισσότερο από το κουνούπι, το οποίο μπορεί να μπει στο αυτί του και να τον σκοτώσει. Τέλος, ο συγγραφέας αφιερώνει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για το μύθο του Μελεάγρου, και πώς διασώθηκε σε διάφορες παραλλαγές από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα.
Κλείνω με ένα ακόμα απόσπασμα το οποίο αφορά την αρχαιοκαπηλία του Έλγιν και φανερώνει την ομορφιά της λαϊκής ποιητικής φαντασίας:
Όταν ο Μυλόρδος [ ο Έλγιν] άρπαξε τη μια από τις έξι κόρες του Κάστρου [τις Καρυάτιδες], πρόσταξε τους Τούρκους να του παραδώσουν μέσα στη νύχτα και τις άλλες κόρες. Όταν όμως οι Τούρκοι δοκίμασαν να τις βγάλουν από τη θέση τους, τις άκουσαν που θρηνούσαν και φώναζαν για την αρπαγμένη τους αδερφή. Φοβισμένοι αρνήθηκαν να συνεχίσουν την προσπάθεια. Τα κλάματα των μαρμαρένιων κοριτσιών ακούστηκαν και κάτω στην πόλη από πολλούς κατοίκους. ΑΘΗΝΑ, 19ος αι. Πηγή: Ν.Γ. Πολίτου, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού Λαού. Παραδόσεις 1, 1904, σελ. 72 (από τον Douglas, An Essay on certain points of resemblance between the ancient and modern Greeks [1813], σελ. 85, και τον I.A. Buchon, La Grece continentale et la Moree [1843], σελ. 68.