Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

ΑΛΦΑΒΗΤΟ - ΑΛΦΑΒΗΤΑ - ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ


Άλφα (Α)

Από τα άρ-ω, αραρίσκω, αρ-χίζω (τον λόγο) + φα- (ρίζα του φημί). Το πρώτο φώνημα κάθε ανθρώπου ανά την υφήλιο όταν εξέρχεται από την μήτρα της μητέρας του, το οποίο προφέρεται χωρίς καμμιά προσπάθεια. άρ-φα > άλφα (ρ>λ).
(Στο ανωτέρο ετυμολογικό λεξικό εξηγείται το πως και το γιατί το άρω προέρχεται από τη βασική ρίζα κα-, κάτι που ισχύει για όλες τις λέξεις που ετυμολογούνται στο λεξικό).

Βήτα (Β)

Από το βαίνω, μέλλον βήσ-ομαι (σ>τ). Επίσης μέλλοντες του βαίνω είναι και οι βέομαι και βείομαι που σημαίνουν θα ζήσω, εκ των οποίων και ο βίος. Πρόκειται για το γράμμα που δηλώνει την ζωή, το πορεύεσθαι.

Γάμμα (Γ)

Από το γαμ-έω (γάμ-μα). Αλλά κι από το γένος, γέν-μα > γένμα > γέμμα (νμ>μμ), διότι ο τύπος γέμμα είναι αρχαίος. Είναι το γράμμα που δηλώνει τα του γαμείν και γεννάν.

Δέλτα (Δ)

Από το δένδρον > δένδον > δέλτα (ν>λ, δ>τ). Είναι το σχήμα των κωνοφόρων αλλά και πολλών άλλων δέντρων.

Έψιλον (Ε)

Ε + ψιλόν σε διάκριση από το ήτα που δηλώνει το μακρό ε. Το ε είναι μια από τις είκοσι ρίζες της ελληνικής γλώσσας και ρίζα του ειμί. Αντιγράφουμε από το λεξικό: ειμί [ρίζα ε (έϊ, ει, η), το φωνήεν δια του οποίου απευθύνεται κανείς σε κάποιον συνάνθρωπό του, για να τον καλέσει ή για να προκαλέσει την προσοχή του. Οι γραμματικοί αποδέχονται ρίζα εσ- (εσ-τί) και το ειμί από το εσμί. Εάν αυτό αληθεύει, διότι υπάρχουν τύποι αρκετοί δίχως το σ (εντί, ειμέν, είναι, είω κ.ά.), τότε είναι πιθανόν να προέρχεται από το εε..σσ.., όπως και τώρα λέγεται, όταν καλούμαι έναν άγνωστο, έστω και αγενώς θεωρούμενο. Ας μη ξεχνάμε ποτέ ότι η γλώσσα ξεκίνησε την πορεία της, εξερχόμενη από στόματα πρωτόγονων ανθρώπων]- υπάρχω, είμαι σε κάποιον τόπο, επί περιστάσεων που έχουν συμβεί, ως το κατ’ εξοχήν υπαρκτικό ρήμα.

Ζήτα (Ζ)

Ζήτ-ω, προστακτική του ζάω, ζω. Το γράμμα που δηλώνει τα της ζωής.Το ζάω από το σαόω. Για το σαόω αντιγράφουμε από το λεξικό: σαόω [Οι βοσκοί για να διευθύνουν ή για να συγκεντρώσουν το κοπάδι τους φωνασκούν το επιφώνημα σσαα…σσα… (ζα, σσ>ζ), εντονώτερα δε όταν εμφανισθούν σαρκοβόρα (λύκοι). Σα είναι το ουδέτερο πληθυντ. του επιθέτου σως ( = σώος, ακέραιος, ο μη βλαφθείς). Και τώρα τα ζώα λέγονται ζα. Όλες οι σημασίες του σα-όω έχουν απόλυτη σχέση με την ασφάλεια του κοπαδιού. Πιθανώς το πάλαι ποτέ οι φωνασκίες σσαα…να απευθύνονταν προς σαρκοβόρα προς εκδίωξή τους, για απόκλεψη του συλληφθέντος υπ’ αυτών θηράματος. Σχετικό τυγχάνει το σου-σου, προς αποσόβηση πτηνών (ξιού-ξιού), επίσης τα σίττα, ψίττα και ψύττα, επιφωνήματα προς παρακίνηση ποιμνίου προς βοσκή ή προς αποδίωξη αυτού.]- σώζω από θάνατο, διατηρώ ζώντα, διαφυλάττω, διατηρώ κάτι ασφαλές, τηρώ, ενθυμούμαι (οι βοσκοί έπρεπε να θυμούνται όλα τα ζώα τους πολύ καλά, ώστε το βράδυ όταν τα μάντρωναν να παρατηρήσουν εάν έλλειπε κάποιο, δίχως να τα μετρήσουν.

Ήτα (Η)

Παρελήφθη από το Ιωνικό αλφάβητο, προς παράσταση του μακρού ε, στο Αττικό, επί άρχοντος Ευκλίδου (φιλέετω – φιλήτω, αιρέεσθαι – αιρήσθαι, αλλά και φιλείτω, αιρείσθαι). Δεν αποτελεί ρίζα και προέρχεται από μεταβολές σ’ αυτό των εε, α, εα, αι, ει, αε.

Θήτα (Θ)

Από το τί-θη-μι, θέτω, θήσω (σ>τ), πρόκειται για γράμμα διανοητικής και θυμικής φύσεως (θάκος, τίθημι = διευθετώ, κυβερνώ, νομοθετώ). Η εκ του τ καταγωγή του είναι εμφανής, βλ. τύπτω, θένω, θείνω = πλήττω, θάνατος (ταν-), θυεία, θίγω.

Ιώτα, Γιώτα (Ι)

Από το είμι, υποτακτική ιώ, το γράμμα που δηλώνει κίνηση, πορεία. Για το είμι αντιγράφουμε από το λεξικό: είμι [βλ. ίημι. Το ίημι κυρίως επί ζώων και αψύχων, ενώ το είμι επί της κίνησης των ανθρώπων (πορεύομαι), άνευ του γ (γ-ιά, βλ. ίημι). Υποτακ. ίω]- έρχομαι ή πηγαίνω, απέρχομαι, εισέρχομαι, πηγαίνω εις …, διέρχομαι.
Επίσης για το ίημι: ίημι (δασ.) [Η προστακτική ί-ει και υποτακ. ί-ω (ωσάν από ρήμα ίω) δείχνουν ρίζα ι-. Το απαρέμφ. ιέ-ναι και η μετοχ. ιε-ίς δείχνουν ρίζα ιε- (ωσάν από ρήμα ιέ-ω). Το φωνήεν ι προφέρεται με σφιγμένες φωνητικές χορδές και απ’ όλα τα άλλα φωνήεντα εκφωνείται με την μικρότερη ένταση αλλά και με την μεγαλύτερη ταυτοχρόνως εμβέλεια. Πιθανόν να ήταν σύνθημα πρωτογόνων κυνηγών προς έφοδο επί θηραμάτων ή προς ρίψη βελών ή ακοντίων (ίημι = θέτω σε κίνηση, εξακοντίζω). Εάν έτσι έχει το πράγμα, ίσως να εκφέρονταν ως γι, γιέ, γιά, αναλόγως της ανάγκης του ποσού της εντάσεως. Από το γ δε η δασεία (βλ. σιγή). Το παρακελευσματικό ά-ϊ (άϊντε), μάλλον τυγχάνει αρχαιότατο (βλ. αΐσσω) και από αυτό πιθανόν το είμι (α>ε). Επίσης δια της κραυγής γιά.. πιθανόν να απομάκρυναν τα θηρία από το θήραμα για να το αρπάξουν]- θέτω σε κίνηση, εξακοντίζω, σπεύδω, πέμπω, προφέρω, ρίχνω, εκτινάσσω, αποστέλλω, κάνω κάτι να πέφτει κάτω, αναβλύζω

Κάππα (Κ)

Από τα κακκάζω, κακκαρίζω [από την φωνή των πτηνών (κότας, πέρδικας, κούκκου κ.ά.), δηλαδή κακακα… > κακκα- (βλ. μάμμα, πάππας). Το γράμμα κάππα ήταν κάκκα και έγινε κάππα χάριν ευφωνίας (κ>π, βλ. ίππος, όκκον), όπως και το κόππα (α>ο).

Λάβδα, λάμβδα, λάμδα (Λ)

Λάβδα, λάμβδα (β>μβ), λάμδα [λά-λη (= λαλιά)+ βάδην > βδα , διότι πορεύει, εκφέρει, οδηγεί τον λόγο. Αλλά και εκ του πατέω, πάτος (= οδός), δηλαδή λά-πατος > λάπτα > λάβδα ( πτ>βδ, όπως επτά – έβδομος).

Μυ, μω (Μ)

Μυ, μω [βλ. μά-μμα (α>υ), μύ-ω (υ>ω), μώ-μος, μυ λαλείν = εκπέμπει φωνή μόλις ακουστή, επίσης ως μίμηση του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς (μυμύ)].
μάμμα [μα, η πρώτη συλλαβή του νηπίου μετά την εκφορά του α, η οποία αρχίζει με κλειστά χείλη. Μαμαμα… = μαμμά (γι’ αυτό τα δύο μ). Επειδή δε βρίσκεται συνεχώς με την μητέρα του, η οποία και το ταΐζει, φυσικώς συνδέεται το μα με την μα-μά, τον μα-ζόν, το μαμ ( = τροφή, θέλω να φάω), μαι-μά-ω, μα-ίνεται δε όταν πεινάει. Κατόπιν όταν κορεσθεί μα-ίεται (= εξετάζει) τα πάντα γύρω του διότι έχει έμφυτη την τάση προς μά-θηση.
μύω [βλ. μά-μμα (α>υ), με κλειστό το στόμα (χείλη) και πάλση των φωνητικών χορδών, παράγεται ο ήχος μου…, όπως το μοσχάρι βοά (μουεί). Εκ του μου.. η μυ- (μυκάομαι, μυκάω)]

νυ, νω (Ν)

Νυ, νω, Από το νο-ός (ο>υ), νοός > νους (ου>ω), διότι δηλώνει παρουσία νοός (ναίω, νέω, νέμω, νεύω, νόμος, νοέω).

Ξι, ξει, ξυ (Ξ)

Ξι, ξει, ξυ [από τα κ, γ, χ + σ, από σκ (σκιφίας – ξιφίας)].

Όμικρον (Ο)

Ο + μικρόν. Προς διάκριση από το ω-μέγα. Παλαιώτερα εκαλείτο ου (βολά – βουλή). Δεν αποτελεί ρίζα και προέρχεται κυρίως από μεταβολές σ’ αυτό των α και ε.

Πει, πι (Π)

Βλ. πάππας (παπαπα…), π-α + ι- (ρίζα των ί-ημι και είμι = έρχομαι), επί της ροής του παπαπα… του νηπίου. Ότι δηλαδή ήλθε η προφορά του π στο στόμα του παιδιού, ως δείγμα προόδου του λέγειν. Κατ’ εξοχήν χαρμόσυνη τυγχάνει η προφορά του ρ, λόγω της αντικειμενικής δυσκολίας της.
Ας μη ξεχνάμε ότι μερικοί λαοί αγνοούν την προφορά του ρ.


Ρω (Ρ)

Βλ. βρυχάομαι, ρίζα ρα-, το γράμμα που δηλώνει την ρήξη και την ροή, ρέω > ρω.
βρυχάομαι [Εντυπωσιακή τυγχάνει η ποικιλία των σημασιών και εννοιών των λέξεων οι οποίες προέρχονται από την ρίζα ρα- [ρά-σσω, ρα-ίω, ρή-γνυμι (α>η), ρα-βάσσω, φ-ρά-σσω, ρά-βδος, β-ρά-ζω κ. ά.]. Ωστόσο τα ποικίλα αυτά υφάδια συνάπτονται αρμονικά στο στημόνι της εμπειρίας του πρωτογόνου ανθρώπου κυνηγού, απέναντι στα θηρία τα οποία σπα-ρά-σσουν την λεία τους.
Το πώς φέρονται τα θηρία κατά την σύλληψη του θύματός τους (ρά-γα, ρα-ίω, ρά-σσω), κατόπιν το πώς σπα-ρά-σσουν το συλληφθέν ζώο [ρή-γνυμι (α>η), β-ρύ-κω (α>υ>), β-ρό-χω (α>ο), β-ρώ-σις (ρα-ω > ρω)] αλλά και το πώς οι άνθρωποι αποπειρώνται να αποσπάσουν την έτοιμη λεία δια ρά-βδων, δηλώνονται με τις λέξεις τις προερχόμενες από την ρίζα ρα-.
Η ρίζα ρα- προέρχεται από το β-ρυ-χηθμό (α>υ) των σαρκοβόρων, τον οποίον εκβάλλουν κατά την ώρα της κατασπαράξεως της λείας τους. Προ παντός δε όταν επαπειλούνται από επίδοξους κλέφτες, αλλά και από τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης τους.
Διότι αδιαπραγμάτευτο τυγχάνει το ένστικτο του βιβ-ρώ-σκειν (β-ρώ-σις = φαγητό, ρα-ω > ρω), παρά το πρωτόκολλο που ορίζει την προτεραιότητα περί αυτού, το οποίο δια της βίας περισσότερο τηρείται παρά δια της υποταγής, συνοδευόμενο μετά μουσικής υποκρούσεως συνεχών βρυχηθμών και επιδείξεων μασελών.
Μπορεί να παρατηρήσει κανείς, τα προαναφερόμενα σε ζώα (σκύλους, γάτες) ακόμα και οικόσιτα. Τα ζώα αυτά όταν αντιληφθούν απειλή απώλειας της τροφής τους, όπως ακριβώς και τα άγρια θηρία, εκφωνούν συνεχώς ένα συνεχόμενο βρρραγγγ… (βρυχώνται).
Το ρήμα το οποίο δηλώνει τα περισσότερα από τα συμβαίνοντα κατά την προαναφερόμενη διαδικασία είναι το ρήγνυμι, αφού σημαίνει διαρρηγνύω, σπάζω, συντρίβω, σχίζω, κόβω, καταστρέφω, εγείρω, διεγείρω, κραυγάζω, κτυπώ κάποιον και τον ρίχνω κάτω, ξεφωνίζω και ποδοκρούω, όπως και τώρα κάνει κανείς προκειμένου να εκδιώξει άγριους σκύλους.
Πιθανόν ο πρωτόγονος άνθρωπος, θηρευτής αλλά και κλέφτης της λείας των θηρίων, να μιμούνταν τον βρυχηθμό τους, για να τα αποδιώξει (αν μη και εκ της παλαιότατης συγγένειας μετ’ αυτών, φυσικώς εκφέροντας τον βρυχηθμόν αυτόν).
Εκ του βρυχηθμού δε των σαρκοβόρων βρρρυγγγ… πιθανόν μπορεί να εξηγηθεί η διαπίστωση των γραμματικών ότι «το ρ εν αρχή λέξεως είχε προφοράν τοσούτον ισχυράν, ώστε ηδύνατο να καταστήσει το βραχύ φωνήεν της προηγουμένης λέξεως θέσει μακρόν».
Εάν η προαναφερθείσα εκδοχή φαντάζει ως παρατραβηγμένη, αυτό συμβαίνει διότι αγνοεί κανείς ή ξεχνά εύκολα ότι οι άνθρωποι έζησαν, χιλιάδες επί χιλιάδων χρόνια ως άγρια ζώα, μεταξύ άλλων άγριων θηρίων. Δεδομένο αναμφισβήτητο από πάμπολλα αρχαιολογικά ευρήματα ανά την υφήλιο.
Όπως και νά ’χει το πράγμα, αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα είναι ότι η λέξη αυτή (ρήγνυμι), αλλά και πολλές άλλες, σέρνει κυριολεκτικώς πίσω της ολόκληρη ιστορία, γι’ αυτό και η μεγάλη ποικιλία των σημασιών της]- κυρίως επί λεόντων βρέμω (υπήρχαν στα μέρη των Ελλήνων κατά την αρχαιότητα), μουγκρίζω, επί ταύρου, επί αγρίων θηρίων, επί της κραυγής των πληγωμένων, επί του βρυχηθμού των κυμάτων.

Σίγμα (Σ)

Από το σιγμός, σιγή. Σιγή [ονοματοποιία. Ακόμα και τώρα η εκφορά του σσ…, σσιι… (το ι άφωνο), απευθύνεται προς συνάνθρωπο μας είτε για να σιωπήσει είτε για να γυρίσει να μας δει, αλλά και για να ακινητοποιηθεί (επί κυνηγών, βλ. σίγυνος). Διότι το σσιι… και διαπεραστικότητα διαθέτει αλλά και ελάχιστη ένταση ήχου απαιτεί, ώστε να μη αντιληφθούν εύκολα τον ήχο οι παρακείμενοι. Μάλλον ήταν σι-ή και προς άρση της χασμωδίας έγινε σιγή με παρεμβολή του γ.


Ταυ (Τ)

Βλ. τύπτω, ρίζα ταF- (F>υ). Τύπτω [βλ. δάω. Εκ του ήχου του τύπτειν, βλ. α-τά-ομαι, ου-τά-ω, τα-ύρος, τά-μνω, πα-τά-σσω. Λέγεται: «τον έκανε τόπ-ι στο ξύλο», ταπ- > τοπ- > τυπ- (α>ο>υ). Η ρίζα αναφέρεται ως ταF- διότι αναλόγως του παραγομένου ήχου έχουμε τις ταμ-, ταφ-, τακ-, ταβ-, ταυ-, ταν-, τυπ-, τεκ- (α>ε), τικ- (ε>ι), βλ. καίω.
δάω [αόρ. παθ. ε-δά-ην (ωσάν από ενεστ. δά-ημι), υποτ. δα-ώ, απαρ. δα-ήναι, ώστε η ρίζα είναι δα-. Μια από τις πρώτες συλλαβές, που εκφέρουν τα νήπια, μετά τις μα και πα, είναι η ντα. Ντα-ντά λέμε, όταν ελαφρώς κτυπάμε στην παλάμη το νήπιο, σε περιπτώσεις που ατακτεί. «Τι σου έκανε η μαμά;», «νταντά» απαντά το παιδί. Με τον τρόπο αυτόν λαμβάνει τα πρώτα διδάγματα (νταντάγματα). Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο υφίσταται αναδιπλασιασμό το δάω (διδάσκω) στον ενικό και πιθανώς αρχικά να προφέρονταν νταντάω. Φαίνεται δε ότι εκ του ήχου τατατα.., του τύπτειν προέρχεται το ντα (δα), ( βλ. ου-τά-ω, τύ-πτω, α>υ

ύψιλον (Υ)

Από το ύω. Ύω [μέλλ. ύσω, αόρ. ύσα, πρκμ. ύσμαι, η ρίζα φαίνεται υ-. Το υ εκ των άλφα και όμικρον προέρχεται (σάρξ – σύρξ, στόμα – στύμα, κοινός – ξυνός). Άω ( = χορταίνω, πληρούμαι), μέλλ. άσω (ύσω του ύω, α>υ), απαρέμφ. αορ. άσαι. Μάλλον το ύω εκ του άω προέρχεται με α>υ. Ακόμα και τώρα, μόλις κάποιος διψασμένος πιει νερό, μετά από μεγάλη δίψα, αμέσως εκφωνεί ένα μακρύ ααά, βλ. άρδω. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν συχνά διψασμένος διότι δεν είχε ακόμα ανακαλύψει σκεύη προς αποθήκευση ή μεταφορά νερού. Η βροχή ήταν για την δίψα του θείο δώρο.

Φι, φει (Φ)

Βλ. φάος, το γράμμα που δηλώνει το φύσημα, το φως και τη φωνή.
Φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα. Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας, φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα). Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι. Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς.

Χι, χει (Χ)

Βλ. χαίρω, χέω.
Χαίρω [αόρ. ε-χά-ρησα, πρκμ. κε-χά-ρηκα, μέλλ. χα-ρήσομαι, χα-ρά, χά-ρις. Η ρίζα φαίνεται χα- + είρω ( = λέγω) > χαείρω > χαίρω, μέλλ. χαρήσομαι (του είρω, ει-ρήσομαι), πρκμ. κεχά-ρηκα (εί-ρηκα). Από τον ήχο του γέλιου χαχα..νίζω, χα-μογελώ. Η ακουστική διαπλοκή των ουρανισκόφωνων (κ, γ, χ) στο γέλιο των είναι χαρακτηριστική. Ακούγεται ως κακα… ιδίως από ώριμους άνδρες (κα-χάζω = γελώ ηχηρής, επ’ ανδρών).
Χέω, επί στερεών σε μορφή κόκκων, χωμάτων, άμμου και σιτηρών, κατά την έκχυσή τους ακούγεται ο ήχος χχ…


Ψι (Ψ)

Προέρχεται εκ των πσ, φσ, φθ, βσ, υσ, χθ, σπ.

Ωμέγα (Ω)

Ω-μέγα. Εισήχθη επισήμως στην Αθήνα επί άρχοντος Ευκλίδου και δηλώνει το διπλό ή μακρό όμικρον

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου