Ο Γεώργιος Γεμιστός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1360 και πέθανε στον Μυστρά το 1452. Η ζωή του καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον τελευταίο δραματικό αιώνα του Βυζαντίου. Στην Κωνσταντινούπολη έλαβε πολύ καλή γενική κλασική Ελληνική παιδεία.
Προκειμένου να γνωρίσει το λαό που απειλούσε το Βυζάντιο, επισκεύθηκε την αυλή του σουλτάνου Μουράτ, ως λόγιος της εποχής, εκεί γνωρίστηκε και με τον Ζωροάστρη πολυθεϊστή Ελισσαίο.
Βλέποντας την επερχόμενη καταστροφή, και την κυρία της αιτία που ήταν η θρησκεία, ο πληθωρικός μοναχισμός, και πολιτική κακοδιοίκηση, κατέληξε στην πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την αναγέννηση του Ελληνισμού, αλλά μόνο η επιστροφή στις αρχαίες εθνικές αντιλήψεις, όχι μόνο στις φιλοσοφικές και πολιτικές αλλά και στις θρησκευτικές.
Το 1393 εγκαταστάθηκε στον Μιστρά, όπου ανέπτυξε πλούσια δράση, ως δάσκαλος, δικαστικός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Εκεί άλλαξε το όνομά του από Γεμιστός σε Πλήθων, γιατί ήθελε να το καταστήσει Ελληνικότερο και ηχητικά να μοιάζει με το Πλάτων, το όνομα του μεγάλου προτύπου του, στην φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία.
Με το όνομα αυτό θα μείνει στην ιστορία του Ελληνισμού ως ο δυναμικότερος Βυζαντινός Φιλόσοφος, η τελευταία αναλαμπή του Ελληνισμού πριν από την πτώση και ο πρώτος «Νεοέλλην» στους πολιτικούς στοχασμούς του. Συνέταξε υπομνήματα προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο, προς τον δεσπότη του Μιστρά Θεόδωρο, υποβάλλοντας ολοκληρωμένα μεταρρυθμιστικά σχέδια με προδρομικές για την εποχή του ιδέες.
Ο Πλήθων αντιμετωπίζει εδώ όπως και αργότερα θέματα όπως, διοικητική αναδιοργάνωση της χώρας, αναδασμό της γης, εθνικής παραγωγής, εμπορίου, φορολογίας, κρατικών δαπανών, εθνικοποίησης του στρατού. Έντονη είναι η παρακίνηση του για οικονομική δραστηριότητα και χειρωνακτική εργασία, αλλά και η αποδοκιμασία του περιχαρακωμένου μόνο στη θρησκεία μοναχικού βίου, σε μιά εποχή που το έθνος χρειάζονταν παραγωγικά και αμυντικά χέρια.
Σε μια εποχή που η λέξη Έλλην, θεωρείτο ύβρις κυρίως από την θρησκεία, ο Πλήθων είχε έντονη την Ελληνική αυτοσυνειδησία του. Κορυφαία διατύπωση του ιδανικού αυτού ήταν η αναφώνηση του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ: «Έλληνες εσμέν το γένος ων ηγείσθε και βασιλεύετε ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Το 1438 έλαβε μέρος στη σύνοδο της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών, όπου και προκάλεσε τον θαυμασμό των Ιταλών, για τη σοφία του και την ευγλωττία του. Κατά παράκλησή των τότε έγραψε και το πολύκροτο έργο του «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται».
Σε ηλικία 80 ετών ολοκλήρωσε το λαμπρότερο του έργο, «Νόμων συγγραφή» ένα ολοκληρωμένο καταστατικό χάρτη, του ιδανικού κράτους, όπως το οραματιζόταν από τη νεότητά του. Τα μεγάλα θέματα που πραγματεύεται είναι το πολιτικό το ηθικό και το θρησκευτικό. Δυστυχώς δεν σώζεται ολόκληρο διότι ο αντίπαλος του Γεώργιος Σχολάριος όταν έγινε Πατριάρχης διέταξε την δια πυρός εξαφάνισή του.
Είναι φανερό ότι η αγωνία του εμπρός στην τραγική ιστορική συγκυρία είναι εκείνη που τον επηρέασε αποφασιστικά στο τολμηρό βήμα να εισηγηθεί μια νέα θρησκεία με βάση την «Νεοπλατωνική φιλοσοφία». Στο ίδιο έργο του διαφαίνεται ότι ο άνθρωπος πρέπει να δρα με κύριο όπλο τον «λογισμό». Στην δε φιλοσοφία αναθέτει την σπουδαία αποστολή να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τον θρησκευτικό δογματισμό και να δει κατάματα την αλήθεια.
Στο πολιτικό πραγματεύεται την «ιδανική πολιτεία» έχοντας ως πρότυπο την αρχαία Σπάρτη αλλά με Πλατωνική θεμελίωση. Σε αυτόν οφείλεται κατά κύριο λόγο η αναγέννηση των Πλατωνικών σπουδών στην Ιταλία, με επί κεφαλής τον μαθητή του Βησσαρίωνα. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ακόμα ένα πλήθος μικρότερων συγγραφών.
Πέθανε το 1452 ο θάνατος μόλις πρόλαβε το μέγα πένθος που θα δοκίμαζε ο φιλόσοφος από την οριστική πτώση της αυτοκρατορίας. Η φήμη του ήταν και έμεινε και στην Ιταλία μεγάλη, και το 1465 ο ηγεμόνας του Ρίμινι Σιγισμούνδος Μαλατέστα μετέφερε και εναπόθεσε τα οστά του μέσα σε ωραία λάρνακα στον καθεδρικό ναό της πατρίδος του. Εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Προκειμένου να γνωρίσει το λαό που απειλούσε το Βυζάντιο, επισκεύθηκε την αυλή του σουλτάνου Μουράτ, ως λόγιος της εποχής, εκεί γνωρίστηκε και με τον Ζωροάστρη πολυθεϊστή Ελισσαίο.
Βλέποντας την επερχόμενη καταστροφή, και την κυρία της αιτία που ήταν η θρησκεία, ο πληθωρικός μοναχισμός, και πολιτική κακοδιοίκηση, κατέληξε στην πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την αναγέννηση του Ελληνισμού, αλλά μόνο η επιστροφή στις αρχαίες εθνικές αντιλήψεις, όχι μόνο στις φιλοσοφικές και πολιτικές αλλά και στις θρησκευτικές.
Το 1393 εγκαταστάθηκε στον Μιστρά, όπου ανέπτυξε πλούσια δράση, ως δάσκαλος, δικαστικός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Εκεί άλλαξε το όνομά του από Γεμιστός σε Πλήθων, γιατί ήθελε να το καταστήσει Ελληνικότερο και ηχητικά να μοιάζει με το Πλάτων, το όνομα του μεγάλου προτύπου του, στην φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία.
Με το όνομα αυτό θα μείνει στην ιστορία του Ελληνισμού ως ο δυναμικότερος Βυζαντινός Φιλόσοφος, η τελευταία αναλαμπή του Ελληνισμού πριν από την πτώση και ο πρώτος «Νεοέλλην» στους πολιτικούς στοχασμούς του. Συνέταξε υπομνήματα προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο, προς τον δεσπότη του Μιστρά Θεόδωρο, υποβάλλοντας ολοκληρωμένα μεταρρυθμιστικά σχέδια με προδρομικές για την εποχή του ιδέες.
Ο Πλήθων αντιμετωπίζει εδώ όπως και αργότερα θέματα όπως, διοικητική αναδιοργάνωση της χώρας, αναδασμό της γης, εθνικής παραγωγής, εμπορίου, φορολογίας, κρατικών δαπανών, εθνικοποίησης του στρατού. Έντονη είναι η παρακίνηση του για οικονομική δραστηριότητα και χειρωνακτική εργασία, αλλά και η αποδοκιμασία του περιχαρακωμένου μόνο στη θρησκεία μοναχικού βίου, σε μιά εποχή που το έθνος χρειάζονταν παραγωγικά και αμυντικά χέρια.
Σε μια εποχή που η λέξη Έλλην, θεωρείτο ύβρις κυρίως από την θρησκεία, ο Πλήθων είχε έντονη την Ελληνική αυτοσυνειδησία του. Κορυφαία διατύπωση του ιδανικού αυτού ήταν η αναφώνηση του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ: «Έλληνες εσμέν το γένος ων ηγείσθε και βασιλεύετε ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Το 1438 έλαβε μέρος στη σύνοδο της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών, όπου και προκάλεσε τον θαυμασμό των Ιταλών, για τη σοφία του και την ευγλωττία του. Κατά παράκλησή των τότε έγραψε και το πολύκροτο έργο του «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται».
Σε ηλικία 80 ετών ολοκλήρωσε το λαμπρότερο του έργο, «Νόμων συγγραφή» ένα ολοκληρωμένο καταστατικό χάρτη, του ιδανικού κράτους, όπως το οραματιζόταν από τη νεότητά του. Τα μεγάλα θέματα που πραγματεύεται είναι το πολιτικό το ηθικό και το θρησκευτικό. Δυστυχώς δεν σώζεται ολόκληρο διότι ο αντίπαλος του Γεώργιος Σχολάριος όταν έγινε Πατριάρχης διέταξε την δια πυρός εξαφάνισή του.
Είναι φανερό ότι η αγωνία του εμπρός στην τραγική ιστορική συγκυρία είναι εκείνη που τον επηρέασε αποφασιστικά στο τολμηρό βήμα να εισηγηθεί μια νέα θρησκεία με βάση την «Νεοπλατωνική φιλοσοφία». Στο ίδιο έργο του διαφαίνεται ότι ο άνθρωπος πρέπει να δρα με κύριο όπλο τον «λογισμό». Στην δε φιλοσοφία αναθέτει την σπουδαία αποστολή να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τον θρησκευτικό δογματισμό και να δει κατάματα την αλήθεια.
Στο πολιτικό πραγματεύεται την «ιδανική πολιτεία» έχοντας ως πρότυπο την αρχαία Σπάρτη αλλά με Πλατωνική θεμελίωση. Σε αυτόν οφείλεται κατά κύριο λόγο η αναγέννηση των Πλατωνικών σπουδών στην Ιταλία, με επί κεφαλής τον μαθητή του Βησσαρίωνα. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει ακόμα ένα πλήθος μικρότερων συγγραφών.
Πέθανε το 1452 ο θάνατος μόλις πρόλαβε το μέγα πένθος που θα δοκίμαζε ο φιλόσοφος από την οριστική πτώση της αυτοκρατορίας. Η φήμη του ήταν και έμεινε και στην Ιταλία μεγάλη, και το 1465 ο ηγεμόνας του Ρίμινι Σιγισμούνδος Μαλατέστα μετέφερε και εναπόθεσε τα οστά του μέσα σε ωραία λάρνακα στον καθεδρικό ναό της πατρίδος του. Εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου