Κυριακή 26 Μαΐου 2019

Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (ΜΕΡΟΣ Α')

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ

Το επιβλητικό κτήριο της Βουλής των Ελλήνων έχει μακρά ιστορία που συνδέεται άμεσα με την ιστορία του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Αρχικά Ανάκτορα του Όθωνα και του Γεωργίου, μετατράπηκε έναν αιώνα μετά την κατασκευή του σε Κτήριο της Βουλής και της Γερουσίας. Σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων, ένα διαχρονικό σύμβολο που αποτελεί μέρος της συλλογικής μνήμης. Το ίδιο το Κτήριο στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε, προσαρμόστηκε, εκσυγχρονίστηκε. Το άρθρο 1 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 2008, καθορίζει ότι το θεμέλιο του πολιτεύματός μας είναι η Λαϊκή Κυριαρχία...


«Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».

Το λαό αντιπροσωπεύει στη διοίκηση του Έθνους το βουλευτικό σώμα, οι βουλευτές, η Βουλή. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι αυτό που εξασφαλίζει τη σταθερότητα του πολιτεύματος που επιτρέπει στους Έλληνες να ζουν, να δημιουργούν, να πολιτεύονται με ασφάλεια. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο το κτήριο της Βουλής, το Βουλευτικό όπως το αποκαλούσαν στο Νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, ή το Βουλευτήριο να είναι ένα κτήριο που με την εικόνα του και μόνον να εμπνέει τους πολίτες, να πείθει με την στιβαρότητα και τη σοβαρότητά του, το μέγεθος, τη ρυθμολογία, τη μορφή του.

Το Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων τοποθετημένο στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, στην πλατεία Συντάγματος -άλλος ένας ιδιαίτερα σημαντικός θεσμός που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το Κοινοβούλιο- είναι ένα κτήριο που διαθέτει όλες τις προηγούμενες αρετές και αξίες. Αν και κτίστηκε για να χρησιμεύσει αρχικά ως Ανάκτορα του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα και είναι ένα αυστηρό και λιτό κτήριο που υπακούει στους κανόνες του νεοκλασικισμού.

Του ρυθμού που αναπτύχθηκε στον 18ο αιώνα και συνεχίστηκε τον 19ο αιώνα, μέσα στο γενικότερο ρεύμα του Διαφωτισμού που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη, η αρχιτεκτονική του υπακούει στις αρχές μιας οικουμενικής αισθητικής αντίληψης, που αναβαπτίσθηκε στη ρυθμολογία των Αρχαίων Ελληνικών προτάσεων. Για το λόγο αυτό ακριβώς το 1929, όταν το κτήριο της Παλαιάς Βουλής στην πλατεία Κολοκοτρώνη, δεν επαρκούσε για τη στέγαση των νομοθετικών σωμάτων, της Βουλής και της Γερουσίας, αποφασίστηκε η μετατροπή των Παλαιών Ανακτόρων σε Βουλή.

Έτσι, με απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου «το κτίριον το οποίον αποτελούσε και αποτελεί κόσμημα της πόλης», μετατράπηκε σε Βουλή με το σκεπτικό ότι είναι ένα κτήριο οργανικά συνδεδεμένο με τη μορφή της πόλης, απαραίτητο στοιχείο της εικόνας της, που οφείλει να διατηρηθεί. Την ιστορία αυτού του κτηρίου λοιπόν, του ιδιαίτερα σημαντικού για την Αθήνα, τόσο από πλευράς αρχιτεκτονικής όσο, και κυρίως, από πλευράς συμβολικής, παρουσιάζει σήμερα η Βουλή των Ελλήνων, προσφορά στη συλλογική μνήμη του έθνους.

ΤΑ ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ

Το κτίριο των παλαιών ανακτόρων, που σήμερα στεγάζει τη Βουλή, άρχισε να κτίζεται το 1836. Συγκεκριμένα ο θεμέλιος λίθος του κατατέθηκε στις 16 Φεβρουαρίου. Τα σχέδια ήταν του Βαυαρού αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Γκαίρτνερ, ο οποίος μισούσε ιδιαίτερα τον Κλέντσε, τον αρχιτέκτονα που κάλεσε ο Όθωνας για να εκπονήσει το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, λόγω της εύνοιας που έδειχνε προς αυτόν ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος.

Η εποχή που αρχίζουν να κτίζονται τα ανάκτορα είναι μια εποχή που στην Ευρώπη επικρατεί η μοναρχία, επομένως το παλάτι θα έπρεπε να αποτελεί το κυρίαρχο κτίριο της χώρας, κτισμένο με επιβλητικότητα και πολυτέλεια, πάντα σε κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας, αποτελώντας το επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Έτσι και τα σχέδια των ανακτόρων του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους συντάσσονται από τον Γκαίρτνερ με όλα τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να αποτελέσουν το επιβλητικότερο κτίριο της Αθήνας.

Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τετραγωνικά του κτιρίου ήταν περισσότερα από αυτά των ανακτόρων του Μπάκιγχαμ και ότι τα ανάκτορα ήταν το πρώτο ογκώδες κτίριο στη νεότερη Αθήνα, λιτό και επιβλητικό, με τελείως διαφορετική αρχιτεκτονική από εκείνη των άλλων κτιρίων. Συγκρινόμενο δε με τα μικρά σπίτια που ήταν γύρω του, φαινόταν πραγματικά γιγαντιαίο, αφού η περιοχή των ανακτόρων ήταν έρημη και δεν αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Εμπορικό κέντρο παρέμενε η παλιά αγορά που υπήρχε από την εποχή της Τουρκοκρατίας και αργότερα η περιοχή που ήταν μεταξύ των δρόμων Σταδίου, Ερμού και Αιόλου.

Στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ (και που τελικά δεν εφαρμόστηκε λόγω του μεγάλου πλάτους των δρόμων, που θα απαιτούσε πολλές αποζημιώσεις οικοπεδούχων), το παλάτι τοποθετήθηκε στη σημερινή πλατεία Ομονοίας με μέτωπο προς την Ακρόπολη και γύρω του το διοικητικό κέντρο της πρωτεύουσας. Ο Κλέντσε που τροποποίησε τα σχέδια των δύο αρχιτεκτόνων, μικραίνοντας το πλάτος των δρόμων και καταργώντας τις πολλές πλατείες, μετέφερε τα ανάκτορα στην περιοχή του Κεραμεικού, στο λόφο του Αγίου Αθανασίου, θέση που δεν άρεσε ιδιαίτερα στους Αθηναίους.

Σχέδια κτιρίου νεοκλασικού για ανάκτορα εκπόνησε επίσης ένας άλλος Βαυαρός αρχιτέκτονας, ο Λούντβιχ Λάνγκε, όπως επίσης και ο Σίνκελ που τοποθέτησε τα ανάκτορα πάνω στην Ακρόπολη. Ευτυχώς ο Λουδοβίκος αντέδρασε σε αυτή την παράλογη απόφαση και έτσι σώθηκε ο Ιερός Βράχος από μια τέτοια παρέμβαση. Τελικά, ως καταλληλότερα σχέδια θεωρήθηκαν αυτά που προτάθηκαν από τον Γκαίρτνερ, καθώς η θέση όπου πρότεινε να τοποθετηθεί το κτίριο ήταν πλεονεκτική γιατί βρισκόταν ψηλότερα και είχε καλύτερο κλίμα και καλύτερη θέα.

Επιπλέον γινόταν μια προσπάθεια να απομακρυνθεί η νέα από την παλιά πόλη και έτσι να αρχίσει να αναπτύσσεται και η περιοχή γύρω από τα ανάκτορα, που ήταν απομακρυσμένη και δύσβατη για τους Αθηναίους. Η κατασκευή των ανακτόρων κόστισε 100.000 λίρες, που έδωσε ο Λουδοβίκος από το προσωπικό του ταμείο σαν άτοκο δάνειο. Ο Όθωνας επέστρεψε τις 2.000 λίρες και τις υπόλοιπες 98.000 τις έδωσε το Ελληνικό κράτος το 1878. Το πρόβλημα της έλλειψης χρημάτων ήταν η βασική αιτία που οδήγησε στο να τροποποιηθούν τα αρχικά σχέδια, τα οποία ήταν πιο μεγαλοπρεπή, και να γίνουν πολλές απλουστεύσεις.


Από τα έγγραφα των αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών διαπιστώνεται ότι η ξυλεία ήλθε από την Κωνσταντινούπολη ειδικά για την κατασκευή του παλατιού. Η αρχιτεκτονική του αποτέλεσε χαρακτηριστικό δείγμα κλασικού κτιρίου με αυστηρές γραμμές ως προς τον όγκο του και με ανάπτυξη σε επίπεδα, λόγω της κλίσης του εδάφους, με κυρίαρχο στοιχείο την ευθεία και συνεχή γραμμή. Γενικά, το κτίριο χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα λιτό, χωρίς όμως να χάνει και την επιβλητικότητά του, με καταπληκτική θέα προς όλη την Αθήνα, λόγω της υψομετρικής διαφοράς. Ο ρυθμός που επικρατεί στις όψεις είναι Δωρικός (Προπύλαια και Κολόνες).

Η γύρω περιοχή είχε ειδικούς όρους δόμησης και απαιτείτο υποχρεωτική έγκριση σχεδίων από τον Όθωνα. Στις 11 Ιανουαρίου του 1840 τοποθετήθηκε το πρώτο δοκάρι της στέγης και στις 20 Ιανουαρίου έγινε μεγάλη τελετή για να εορταστεί η κατασκευή της στέγης. Ψήθηκαν 500 αρνιά και καταναλώθηκαν 4.000 μπουκάλια κρασί. Στις 23 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου έφτασαν από το Μόναχο στην Αθήνα 20 καλλιτέχνες μαζί με τον Γκαίρτνερ για να ασχοληθούν με τη διακόσμηση των εσωτερικών χώρων.

Στις 24 Μαρτίου του 1841 ο Γκαίρτνερ συνόδευσε την κυρία των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, τη Βαρόνη Νόρδενπφλυχτ, να δει τις ημιτελείς τοιχογραφίες και αυτή έμεινε έκθαμβη από τη θέα που είχαν τα δωμάτια, βλέποντας «τη θάλασσα, στο βάθος τα νησάκια, την Ακρόπολη, τους στύλους του Ολυμπίου Διός, την πύλη του Αδριανού, την πόλη των Αθηνών και τον βασιλικό κήπο». Για το εσωτερικό παρατήρησε: «τα δωμάτια είναι υψηλά, ευρύχωρα και ως εκ του πλάτους των τοίχων δροσερά, η δε ζωογόνος θαλάσσια αύρα διεισδύει διά των παραθύρων».

Ο Άντερσεν με θαυμασμό γράφει: «Κάθε πέτρα είναι ένα κομμάτι Πεντελικό μάρμαρο» και δεν κρύβει το ενδιαφέρον του για τα πορτρέτα των Ελλήνων αγωνιστών της Επανάστασης που κοσμούν το εσωτερικό, ενώ ο Σαρλ Λεβέκ αναφέρεται στην αξία του Πεντελικού μαρμάρου και στη θέα των αγρών που οργώνονται σε απόσταση μόλις λίγων ποδιών από το μπαλκόνι των ανακτόρων. Άλλος περιηγητής εντυπωσιάζεται από την ύπαρξη ενός μεγαλοπρεπούς παλατιού σε μια πρωτεύουσα στην οποία δεν υπάρχει χαραγμένος καλά-καλά ούτε ένας δρόμος.

Τέλος, ενδιαφέρον έχουν οι σημειώσεις του Ελβετού Σομπ για την έντονη δυσαρέσκεια που διαπίστωσε μεταξύ των Ελλήνων για το γεγονός ότι για τα ανάκτορα επιλέχθηκε Βαυαρός αρχιτέκτονας και όχι Έλληνας, και για την αντιζηλία μεταξύ του Λουδοβίκου και του Όθωνα για το ποιος θα τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο. Φυσικά δεν λείπουν και οι επικριτές του κτιρίου, όπως ο Ντεμπρί, σύμφωνα με τον οποίο το κτίριο το χαρακτηρίζει τετράγωνη μάζα με τη βόρεια όψη του να μοιάζει με στρατώνα, και ο Αμπού που αναφέρει ότι έχει δει στρατώνες πολύ πιο κομψούς.

Ο ίδιος συνεχίζει, κατηγορώντας και το εσωτερικό: «διατρέχοντας τους διαδρόμους πέφτεις στις βρωμομυρουδιές της κουζίνας, οι διάδρομοι είναι στενοί και οι σκάλες άθλιες, ενώ δεν υπάρχει ούτε ένα έργο τέχνης, ούτε ένας πίνακας Δασκάλου». Φυσικά ως προς την υπερβολή αυτή του Αμπού, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο εσωτερικό του παλατιού εργάστηκαν περίφημοι ζωγράφοι της Γερμανίας, όσο δε για το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως στρατώνα, δεν θα πρέπει να ξεχνάει κανείς τη Δωρική μορφή των όψεων και την απλότητα που επέβαλλε ο ρυθμός σύμφωνα με τον οποίο κτίστηκε το κτίριο.

Το κτίριο των ανακτόρων κινδύνεψε δύο φορές από πυρκαγιά, το 1884 και το 1909, ενώ το 1930 έγιναν πολλές τροποποιήσεις και νεωτερισμοί, όπως τοποθέτηση ρολών στα παράθυρα των όψεων και πολλές εσωτερικές αλλαγές στη χρήση των χώρων, από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, για να στεγάσει τη Βουλή των Ελλήνων. Το κόστος για τις τροποποιήσεις ανήλθε στο ποσό των 150.000.000 δραχμών. Μπροστά από τα ανάκτορα δέσποζε ο βασιλικός κήπος. Ως πρότυπο για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ο κήπος του Μονάχου και υπήρξε η σκέψη να επεκταθεί μέχρι το Θησείο, γεγονός που προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις, λόγω των αρχαίων που υπήρχαν σ’ εκείνη την περιοχή.

Τα σχέδια του κήπου είχε συντάξει ο αρχικηπουρός των ανακτόρων Σμιτ, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο. Τα πρώτα δένδρα που ξεπερνούσαν τις 15.000 ήλθαν από την Ιταλία το 1839 και το 1841 φυτεύτηκαν και Ελληνικά. Η έκταση του κήπου καταλάμβανε περίπου 175 στρέμματα. Το συμπέρασμα είναι ότι το κτίριο ως ανάκτορο τότε και ως Βουλή των Ελλήνων αργότερα αποτελούσε και αποτελεί σημείο αναφοράς της Νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας και παραμένει εμβληματικό και μεγαλοπρεπές.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ

Τα Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών (όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων), οικοδομήθηκαν βάσει σχεδίων του αξιόλογου Βαυαρού αρχιτέκτονα Friedrich von Gaertner (1792 - 1847), στο ανατολικό άκρο (τότε) της πόλης, κοντά στην πύλη της "Μπουμπουνίστρας", επί του αυχένος που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης, θέση που κρίθηκε περίοπτη και ταυτόχρονα υγιεινή.

Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1836 και η εγκατάσταση του βασιλικού ζεύγους Όθωνα και Αμαλίας πραγματοποιήθηκε στις 25 Ιουλίου / 6 Αυγούστου 1843 (μόλις ένα μήνα περίπου προτού το νέο οικοδόμημα αποτελέσει για πρώτη -αλλά όχι και τελευταία- φορά, το σκηνικό ενός δραματικού γεγονότος στην Ελληνική πολιτική ιστορία, της επανάστασης της Γ’ Σεπτεμβρίου). Αρκετές εργασίες ωστόσο συνεχίστηκαν μέχρι το 1847 (λ.χ. το μεγάλο κλιμακοστάσιο), ενώ ορισμένες δεν ολοκληρώθηκαν παρά δέκα χρόνια αργότερα (όπως ο ζωγραφικός διάκοσμος).


Πρόκειται για ένα μάλλον, (παρά τον όγκο του) ορθογώνιο νεοκλασικό κτίριο, αποτελούμενο από τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες και μια κεντρική, περιβαλλόμενο από Δωρικές κιονοστοιχίες (ανατολικά και νότια) και προπύλαια (προς τη δύση), το οποίο διατηρεί ακόμη και σήμερα την επιβλητικότητά του, αν και δεν έχουν λείψει οι χαρακτηρισμοί "βαρύ και ακαλαίσθητο" (Κ. Μπίρης), "ομοιάζoν με στρατώνα" (E. About). Αποτέλεσε την έδρα της βασιλικής εξουσίας επί επτά σχεδόν δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων υπέστη τις συνέπειες δύο σοβαρών πυρκαγιών.

Η πρώτη (1884) κατέκαυσε τον 2ο όροφο της βόρειας πτέρυγας, ενώ κατά τη δεύτερη (1909), πολύ καταστρεπτικότερη, αποτεφρώθηκαν το σύνολο της κεντρικής πτέρυγας και τμήματα της ανατολικής και δυτικής. Η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε τότε προσωρινά στα θερινά ανάκτορα του Τατοΐου ενώ, μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ (τον Μάιο του 1913), τα ανάκτορα του (μέχρι τότε διαδόχου και ήδη βασιλιά) Κωνσταντίνου, επί της οδού Ηρώδου Αττικού, κατέστησαν η νέα βασιλική έδρα.

Κατά το επόμενο διάστημα, τα Παλαιά Ανάκτορα είχαν ποικίλες χρήσεις (κατοικία της Βασιλομήτορος Όλγας, ιδίως όταν ασκούσε την αντιβασιλεία, νοσοκομείο κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, έδρα ποικίλων υπηρεσιών μέριμνας των προσφύγων μετά την καταστροφή του 1922), ώσπου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η εγκατάσταση εκεί της Βουλής και της Γερουσίας. Για την εφαρμογή αυτής της απόφασης, πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1930 - 1935 ευρύτατης έκτασης επέμβαση (βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή).

Απόφοιτου του Πολυτεχνείου του Μονάχου και εκφραστή ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού, κατά τη διάρκεια της οποίας η ημιερειπωμένη κεντρική πτέρυγα κατεδαφίστηκε μέχρις θεμελίων και στη θέση της οικοδομήθηκαν τα αμφιθέατρα συνεδριάσεων των δύο νομοθετικών σωμάτων (με χρήση οπλισμένου σκυροδέματος στα πατώματα και σιδηροκατασκευών με γυαλί στην επιστέγαση), ενώ ανεγέρθηκε στη βόρεια όψη νεοκλασικό πρόπυλο με έξι Δωρικούς κίονες (συμπληρώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις αντίστοιχες κιονοστοιχίες των υπολοίπων όψεων).

Τα εγκαίνια της Γερουσίας έγιναν τον Αύγουστο του 1934, της δε Βουλής τον Ιούλιο του 1935 (αμφότερα τα σώματα καταργήθηκαν ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή τους εκεί, η μεν Γερουσία οριστικά, η δε Βουλή επί μια δεκαετία, συνεπεία της δικτατορίας Μεταξά και της Κατοχής). Στο διάστημα 1934 - 1989 έδρευε επίσης στα Παλαιά Ανάκτορα το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ και κατά καιρούς στεγάζονταν και διάφορες άλλες υπηρεσίες (μεταξύ των ετών 1936 - 1944 το Υπουργείο Ασφαλείας, το 1940 - 1941 και το 1945 - 1951 το Γενικό Επιτελείο Στρατού, κ.ά.).

Από το 1946, ωστόσο, χρησιμοποιείται κυρίως ως έδρα της Βουλής των Ελλήνων (με εξαίρεση το διάστημα της δικτατορίας 1967 - 1974), αλλά και του Υπουργικού Συμβουλίου. Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκε πλήθος επεμβάσεων, κυρίως στην εσωτερική διαρρύθμιση.

ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Είναι ένα κτίριο που όλοι γνωρίζουμε εξωτερικά, λίγοι ξέρουν το εσωτερικό του και ακόμη λιγότεροι την ιστορία του. Είναι το πρώτο και μεγαλύτερο νεοκλασικό κτίριο της Αθήνας με σχέδια του Βαυαρού αρχιτέκτονα Friedrich von Gaertner. Το κτίριο στέγασε διαδοχικά δύο βασιλικές δυναστείες: των Wittelsbach με τον βασιλιά Όθωνα και αργότερα των Gluksburg με τον Γεώργιο Α' και την οικογένεια του. Ο πατέρας του νεαρού Όθωνα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Α' της Βαυαρίας, έφθασε στην Ελλάδα το 1835 εκπληρώνοντας μια νεανική του επιθυμία να γνωρίσει από κοντά την Ελλάδα και τα μνημεία της.

Στην ακολουθία του ήταν και ο 44χρονος αρχιτέκτονας Φρίντριχ φον Γκέρτνερ, ο οποίος αντιμετώπισε την επίσκεψή του στη χώρα μας περισσότερο σαν ένα ταξίδι αναψυχής. Αντίθετα, με δύο άλλους συμπατριώτες του αρχιτέκτονες, που έβλεπαν την Ελλάδα με θαυμασμό, ρομαντισμό και φιλελληνισμό, τον Klenze και τον Schinkel, ο Γκέρτνερ ήταν πραγματιστής και έβλεπε σχεδόν με κυνισμό αυτό το χωριό των 10.000 κατοίκων που ήταν η Αθήνα. Άλλωστε αυτός στην πρώτη του επίσκεψη ήρθε ως τουρίστας, μη γνωρίζοντας τις προθέσεις του Βαυαρού βασιλιά που συνόδευε.

Το Παρασκήνιο και ο Σάλος

Το κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα η Βουλή των Ελλήνων σχεδιάστηκε από τον διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της Βαυαρικής αυλής, Φρίντριχ φον Γκέρτνερ, με τις εργασίες κατασκευής να ολοκληρώνονται στα μέσα της δεκαετίας του 1830. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επιλογή της θέσης όπου θα ανεγείρονταν τα ανάκτορα, αλλά και το παρασκήνιο, καθώς στο τραπέζι των προτάσεων είχε πέσει ακόμα και ο Ιερός Βράχος της Ακροπόλεως, σχέδιο που ευτυχώς απορρίφθηκε.

Από εκεί και πέρα, η Ομόνοια, ο Κεραμεικός και η Πλατεία Κολοκοτρώνη ήταν οι άλλες προτάσεις. Επελέγη, ωστόσο, ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, αφού επρόκειτο για κεντρικό σημείο στη νέα πρωτεύουσα, δροσερό, που αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας, αλλά και ασφαλές, καθώς ήταν στο απυρόβλητο από τα τηλεβόλα των πολεμικών πλοίων. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1836, ενώ τον επόμενο μήνα στην οικοδομή δούλευαν 520 άτομα. Στρατός και τεχνίτες, Γερμανοί αρχιτέκτονες, Γερμανοί, Έλληνες και Ιταλοί μάστορες συνεργάστηκαν στην κατασκευή.

Με την ευκαιρία αυτή ξαναλειτούργησαν και τα αρχαία λατομεία στην Πεντέλη. Αν κάτι, πάντως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ότι η Ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται. Οι απολύσεις εργατών που κατά διαστήματα γίνονταν είχαν προκαλέσει σάλο, με τον Αθηναϊκό Τύπο να γράφει χαρακτηριστικά: «Απέλυσαν τους Έλληνες εργάτες για να ταΐζουν με τα χρήματα αυτά τους ''νεοαφικνουμένους'' Γερμανούς καλοφαγάδες». Από την άλλη, λεφτά δεν υπήρχαν, με αποτέλεσμα το έργο να ξεκινήσει με δάνειο, που είχε παράσχει ο Λουδοβίκος στον γιο του, Όθωνα, και που αργότερα ο Ελληνικός λαός ξεπλήρωσε στον Μπίσμαρκ.


Οι πρώτοι βασιλείς, ο Όθωνας και η Αμαλία, εγκαταστάθηκαν στη νέα τους κατοικία στις 25 Ιουλίου 1843. Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, τα ανάκτορα κατοικήθηκαν από τον νέο βασιλιά Γεώργιο Α', ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1863. Το 1922 αποτέλεσε χρονολογία - τομή στην ιστορία του κτιρίου. Τότε τα ανάκτορα εγκαταλείφθηκαν οριστικά από τη βασιλική οικογένεια, ενώ συγχρόνως οι ιστορικές συγκυρίες οδήγησαν το κτίριο σε νέες χρήσεις, όπως να στεγάσει κρατικές υπηρεσίες, αλλά και οργανώσεις που συντονίστηκαν για την αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που προέκυψαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η ιστορική χρονολογία, όμως, είναι και το 1929, καθώς τότε, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή, αποφάσισε τη στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτίριο των παλαιών ανακτόρων.

Σχέδια Άλλων Αρχιτεκτόνων

Φυσικά η Αθήνα δεν διέθετε ανάκτορα και ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1834 ο Όθωνας είχε εγκρίνει τα σχέδια του Κλέντσε για ένα ανάκτορο στον λόφο των Μουσών. Υπήρχαν όμως και άλλα σχέδια που είχαν εκπονηθεί από τον Σίνκελ με εντολή του αδελφού του Όθωνα, του διάδοχου της Βαυαρίας Maximilian. Ο Σίνκελ είχε ετοιμάσει σε ελάχιστο χρόνο μια σειρά σχεδίων ενός παλατιού που τοποθετούσε επάνω στον Βράχο της Ακρόπολης, χωρίς να έχει ποτέ πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα.

Ήταν κυρίως υδατογραφίες προσόψεων, μερικές τομές και μια κάτοψη. Είναι τα γνωστά ονειρικά σχέδια που γνωρίζουμε, με το στενόμακρο ανάκτορο, τους φοίνικες και τα κυπαρίσσια στον κήπο επάνω στον Βράχο, με ένα μεγάλο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς και κάπου, ανάμεσα στα κτίρια και στη βλάστηση, είχαν αφεθεί τα αρχαία αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Η πρόταση του Σίνκελ δεν χαρακτηριζόταν από έλλειψη σεβασμού στα αρχαία μνημεία. Αντίθετα, πίστευε πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος επανενεργοποίησης των αρχαίων κτισμάτων, μια ιδέα που συμμερίζονταν και άλλοι αρχιτέκτονες στην εποχή του.

Η πρόταση Σίνκελ, αν και άρεσε πολύ στον Όθωνα, απερρίφθη για λόγους αρχαιολογικούς και για λόγους πρακτικούς, μιας και δεν θα ήταν δυνατό ούτε άμαξα να ανέβει στα ανάκτορα. Από την άλλη μεριά και τα σχέδια του Κλέντσε παρόλο που είχαν αρχικά εγκριθεί από τον Όθωνα προκάλεσαν αντιδράσεις. Το ανάκτορο σε κλιμακωτά επίπεδα θα κτιζόταν στις δυτικές κλιτύες του λόφου των Μουσών, αλλά η θέση, ιδίως στα χαμηλότερα επίπεδα προς την πεδιάδα του Κηφισού, εθεωρείτο ανθυγιεινή και ελέγετο ότι το μέρος είχε πληγεί πολλές φορές από πυρετούς.

Αυτή ήταν η κατάσταση όταν έφθασε στην Αθήνα ο πατέρας του Όθωνα με τη συνοδεία του. Σε μια σύντομη μελέτη του αρχιτέκτονα Α. Παπαγεωργίου - Βενετά για τον Γκέρτνερ και την οικοδόμηση των ανακτόρων που δημοσιεύθηκε στην «Αρχαιολογία», αναγράφονται οι πληροφορίες για το ταξίδι του Λουδιβίκου στην Ελλάδα. Πρακτικός ο Λουδοβίκος και θέλοντας να εδραιώσει και με ένα μεγαλόπρεπο έργο την κυριαρχία του οίκου των Wittelsbach στην Ελλάδα, αισθάνθηκε το αρνητικό κλίμα για την πρόταση Κλέντσε και άρχισε να επισκέπτεται διάφορα οικόπεδα.

Ζήτησε γνωματεύσεις των δύο αυλικών γιατρών για το κλίμα διαφόρων θέσεων και αφού επιστρατεύθηκε και η τοπική παράδοση του σφαγίου που κρεμούν στα δένδρα και όπου διατηρείται καλύτερα σημαίνει ότι είναι υγιεινότερη η θέση, επελέγη το χαμηλό ύψωμα του Αγίου Αθανασίου, στην ανατολική περιφέρεια της πόλης, έξω από το τότε κέντρο της, στη σημερινή Πλατεία Συντάγματος.

Αμέσως υπεγράφη το βασιλικό διάταγμα για τη νέα θέση των ανακτόρων και στο άψε σβήσε, χωρίς αποκρυσταλλωμένα σχέδια εκτελέσεως από τον Γκέρτνερ, στον οποίο είχε εν τω μεταξύ ανατεθεί η μελέτη, έγινε η τελετή της θεμελίωσης του κτιρίου με κάθε λαμπρότητα και παρουσία δύο βασιλέων.
Μάλιστα ο Γκέρτνερ ετοίμασε λαμπρή τελετή για τη θεμελίωση. Κατασκεύασε μια εξέδρα σε σχήμα Π και στο κέντρο της, απέναντι στην τρύπα που ανοίχθηκε για τα θεμέλια, έστησε μια μεγάλη σκηνή για τους βασιλείς.

Η φιέστα εντυπωσίασε τον λαό, αν όμως σκεφτούμε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Αθήνα, το κτίσιμο ενός τόσο μεγάλου κτιρίου ήταν ένα απίστευτο επίτευγμα. Από μία αναφορά του Μαΐου της ίδιας χρονιάς πληροφορούμαστε ότι στο βασιλικό γιαπί εργάζονταν 519 εργάτες και τεχνίτες και από αυτούς 50 ήταν στρατιωτικοί και 170 αμείβονταν με φατούρα. Ένα χρόνο μετά τη θεμελίωση του κτιρίου είχαν κτιστεί τα θεμέλια, τα υπόγεια και οι τοίχοι του ισογείου σε ύψος 2 μέτρων. Ο Γκέρτνερ ασχολήθηκε με τη λεπτομερή σχεδίαση ενός μόνο μέρους των ανακτόρων.

Της αίθουσας του θρόνου και υποδοχής των ξένων και της ανάπτυξης τριών επίσημων αιθουσών, χορού, παιγνίων και τραπεζαρίας. Επίσης των βασιλικών διαμερισμάτων που βρίσκονταν στην νότια πτέρυγα του πρώτου ορόφου και έβλεπαν στον Βασιλικό Κήπο. Τα έπιπλα των μεγάλων αιθουσών καθώς και εκείνων της καθημερινής χρήσης και διαμονής των βασιλέων παραγγέλθηκαν στη Γαλλία στην εταιρεία Breul. Ο αρχιτέκτονας έδωσε λίγη σημασία στη λειτουργικότητα και στην εξυπηρέτηση των ανακτόρων. Οι υπηρεσιακοί χώροι δεν ήταν αρκετοί και οι στάβλοι έγιναν μακρύτερα, εκεί όπου είναι σήμερα το Μετοχικό Ταμείο Στρατού.


ΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΤΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ

Με βάση τα σχέδια του Μεγάρου όσα διασώθηκαν στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, προκύπτει ότι: Στο υπόγειο του κτιρίου υπήρχαν οι αποθήκες. Στο ισόγειο στεγάζονταν οι διοικητικές υπηρεσίες του παλατιού και το ανακτορικό ταμείο. Στην μεσημβρινή άκρη της ανατολικής πλευράς του κτιρίου ήταν ο προτεσταντικός ναός των ανακτόρων (εκεί που σήμερα στεγάζεται το γραφείο του Πρωθυπουργού) και η κατοικία του ιερέως και στη βορινή πλευρά το ζαχαροπλαστείο.

Στο χώρο που σήμερα είναι το γραφείο του προέδρου της Βουλής, επί Όθωνος ήταν η «αίθουσα του Κήπου». Αργότερα επί βασιλείας του Γεωργίου Α΄, το προτεσταντικό παρεκκλήσι παρέμεινε στην ίδια θέση, ενώ στο χώρο του γραφείου του Προέδρου της Βουλής εγκαταστάθηκαν το γραφείο του βασιλιά και η βιβλιοθήκη. Στο χώρο του ισογείου εκεί που στεγάζονται σήμερα οι κοινοβουλευτικοί συντάκτες υπήρχαν τα μαγειρεία και ο θάλαμος εργασίας των μαγείρων.

Στον ημιώροφο υπήρχε η λινοθήκη των Ανακτόρων. Στο μεσημβρινό τμήμα του 1ου ορόφου, ήταν οι επίσημοι χώροι υποδοχής και κατοικίας των βασιλέων. Υπήρχε η αίθουσα των υπασπιστών. Η αίθουσα του Θρόνου, ο χώρος εργασίας του βασιλιά, τα λουτρά, οι γκαρνταρόμπες, η καθημερινή τραπεζαρία των βασιλέων, η αίθουσα του καφέ, μια αίθουσα μπιλιάρδου και το λακείον (αίθουσα για υπηρέτες υπηρεσίας, λακέδες). Η μεσαία πτέρυγα του 1ου ορόφου που συμπίπτει με το χώρο της σημερινής αίθουσας της Γερουσίας, χρησιμοποιούνταν για χορούς, γεύματα, δεξιώσεις και παίγνια.

Στο βορινό τμήμα που βλέπει στην λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας ήταν οι χώροι εργασίας του υπηρετικού προσωπικού των ανακτόρων. Εκεί που σήμερα είναι η αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, στεγάζονταν η αίθουσα υποδοχής ή ακροάσεων της βασίλισσας. Ο Μέγας Αυλάρχης και το προσωπικό, στεγάζονταν στον δεύτερο όροφο Εκεί ήταν και η κατοικία των διαδόχων, τους οποίους με τόση λαχτάρα προσδοκούσαν να αποκτήσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν ποτέ, ο Όθωνας και η Αμαλία.

Όταν ο Friedrich von Gaertner τελείωσε τα σχέδια ο πατέρας του Όθωνα βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος διέγραψε με κόκκινο μολύβι όλα τα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία του μεγάρου και ο Gaertner οργισμένος παρατήρησε: ''Τώρα απομένει μόνο ένας στρατώνας''. Παρόλα αυτά ο αρχιτέκτονας αυτός κατόρθωσε με το δικό του αισθητήριο να δώσει στο κτίριο την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια και με επιβλητικότητα, παρά την Δωρική λιτότητα της εξωτερικής μορφής του. Όπως αναφέρει η αρχιτέκτων Αικατερίνη Δεμενεγή Βιριράκη «όλα τα διακοσμητικά στοιχεία των όψεων που σχεδίασε ο Gaertner θα πρέπει να τα φαντάσθηκε φτιαγμένα με μάρμαρο.

Το κόστος όμως της κατασκευής αυτού του έργου, που ξεκίνησε με δάνειο του Λουδοβίκου προς το γιο του Όθωνα, αλλά που ξεπλήρωσε ο Ελληνικός λαός στον Βίσμαρκ, ήταν σημαντικά μεγάλο και αναγκαστικά έγιναν πολλές απλουστεύσεις τόσο στα σχέδια όσο και στα υλικά της κατασκευής τους». Όταν κατασκευάσθηκαν τα Ανάκτορα, με βάση τις τεχνικές δυνατότητες της εποχής, φωτίζονταν κυρίως με πολυελαίους κεριών. Αργότερα, όταν μια Γαλλική εταιρεία έφερε στην Αθήνα το φωταέριο, έγινε στο κτίριο εγκατάσταση φωταερίου.

Τα Ανάκτορα ηλεκτροδοτήθηκαν το 1889 με την ευκαιρία και των γάμων του διαδόχου Κωνσταντίνου με τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία. Ιστορικό παραμένει το δεύτερο παράθυρο της δεξιάς πλευράς της δυτικής όψης του Μεγάρου που βλέπει προς την πλατεία Συντάγματος. Εκεί μπροστά, έφιππος ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης διατύπωσε το αίτημα της Επανάστασης που είχε οργανώσει με τον Ι. Μακρυγιάννη, για παροχή Συντάγματος. Στο γραφείο του δευτέρου παραθύρου στεγάζονταν η γραμματεία του Όθωνα.

Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και το «τυφλό» παράθυρο του ισογείου από την πλευρά του Μεγάρου που βλέπει προς το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, δηλαδή τη δυτική πλευρά. Είναι το τρίτο παράθυρο από την αριστερή πλευρά, όπως βλέπει κανείς το κτίριο απέξω. Έχει κατασκευαστεί μόνο για λόγους οπτικής συμμετρίας. Στην πραγματικότητα δεν ανοίγει ποτέ γιατί ακριβώς πίσω βρίσκεται η εσωτερική σκάλα του Μεγάρου. Αλλαγή της εξωτερικής όψης των Ανακτόρων επιθυμούσε ο Γεώργιος Α΄ ο οποίος μάλιστα ζήτησε από τον φημισμένο αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ να του κάνει προτάσεις.

Αυτός υπέβαλε σχέδια, τα οποία για λόγους άγνωστους δεν προχώρησαν. Κύριο χαρακτηριστικό των αλλαγών που πρότεινε ο Τσίλερ ήταν η κατασκευή στην κορυφή του κτιρίου, στο οξυκόρυφο αέτωμα, εκεί που κυματίζει η σημαία, του γνωστού εμβλήματος της βασιλικής οικογένειας, με την Ελληνική σημαία, επ’ αυτής το βασιλικό στέμμα και εκατέρωθεν τους ροπαλοφόρους Ηρακλείς του Στέμματος. Πρόβλεπε επίσης πρόσθετα εξωτερικά διακοσμητικά στοιχεία, τοποθέτηση ανθεμίων, αγαλμάτων κ.λπ.

Η Ανέγερση και η Διακόσμηση

Η οριστική διαμόρφωση του χώρου που ήταν ένα χαμηλός λοφίσκος, άρχισε στις 2 Ιανουαρίου 1836 από 150 βαυαρούς στρατιώτες του Μηχανικού και η θεμελίωσή των Ανακτόρων (με το παλαιό ημερολόγιο) έγινε στις 25 Ιανουαρίου 1836. Είχε προηγηθεί δοξολογία στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, που τότε ήταν Μητρόπολη των Αθηνών. Μετά οι βασιλείς και οι λοιποί επίσημοι πήγαν εν πομπή στο χώρο της θεμελίωσης. Ο Όθωνας έβαλε 7 χρυσά νομίσματα και μια μαρμάρινη πλάκα, ως θεμέλιο λίθο, που έγραφε:

«Γη μήτερ, δέχου ευμενώς λίθον θέμεθλον, Όθωνος βασιλέως, εν δόμοις 1836». 


Για την κατασκευή του παλατιού, χρησιμοποιήθηκαν μάρμαρα από την Πεντέλη και τούβλα από το Μοσχάτο. Δούλεψαν 200 Κυκλαδίτες κτίστες. Κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης, ο Friedrich von Gaertner χρησιμοποίησε ως βοηθούς τον Ρίντελ και τον υπολοχαγό Χοχ και αργότερα τον Έλληνα αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο. Όσο διαρκούσαν τα χτισίματα, γίνονταν και απολύσεις εργατών, με αποτέλεσμα ο Τύπος της Αθήνας να γράψει τότε ότι απέλυσαν τους Έλληνες εργάτες για τα ταΐζουν με τα χρήματα αυτά τους «νεοαφικνουμένους Γερμανούς καλοφαγάδες». Η ολοκλήρωση του κτιρίου διήρκεσε έως το 1842, δηλαδή έξι ολόκληρα χρόνια.

Τη δαπάνη για τη ανέγερση των Ανακτόρων κατέβαλε εξ ολοκλήρου ο Όθωνας με δάνειο που πήρε από την πατέρα του Λουδοβίκο. Όπως αναφέρει μάλιστα ο Σπ. Μαρκεζίνης, στην «Πολιτική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας» ουδέποτε και μάλιστα μετά την έκπτωσή του από το θρόνο, διεκδίκησε αποζημίωση για τη δήμευση του μεγάρου. Το ζήτημα ανακίνησε αργότερα ο Μπίσμαρκ για λογαριασμό των κληρονόμων του Όθωνα. Όταν τελείωσε αρχικά το χτίσιμο των Ανακτόρων το 1840, παρατέθηκε ένα μεγάλο γεύμα σε όλους τους εργάτες. Μεταξύ άλλων είχαν ψηθεί 50 οβελίες και μοιράσθηκαν 4.000 μπουκάλια κρασί.

Κατοικήθηκε από τον Όθωνα και την Αμαλία, από τον Ιούλιο του 1843 μέχρι την έξωσή τους από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1862. Οι ζωγραφικές διακοσμήσεις του ολοκληρώθηκαν το 1853. Η ανέγερση των ανακτόρων κράτησε επτά χρόνια, πράγμα που θεωρήθηκε κατόρθωμα, και το 1843 εγκαταστάθηκε σε αυτά ο Όθωνας με την οικογένειά του, ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες της διακόσμησης. Η διακόσμηση είναι επηρεασμένη από τον Πομπηιανό ρυθμό, σύμφωνα με τα γούστα της εποχής. Αρχισε το 1840 και συνεχίστηκε αδιάκοπα επί 13 ολόκληρα χρόνια.

Από έγγραφα αναθέσεων εκτέλεσης ζωγραφικών πινάκων του 1843 μαθαίνουμε πως εργάστηκαν Βαυαροί καλλιτέχνες και Έλληνες ζωγράφοι. Σε ένα έγγραφο των Μαργαρίτη βλέπουμε ότι θα εκτελέσουν κατά τον εγκαυστικό τρόπο τα θέματα που τους ζητήθηκαν με την τιμή των 6.000 δραχμών και τα οποία είναι: «Ο Απόλλων, αι εννέα Μούσαι, ο Ερμής μετά της χελώνης, ο Ορφεύς, ο Αλκαίος, ο Ανακρέων,η Σαπφώ». Δεν ξέρουμε αν έγιναν οι τοιχογραφίες, υπάρχει όμως αργότερα άλλο έγγραφο, Γερμανικό, που αναφέρεται στην ανάθεση Ιταλού ζωγράφου έναντι 300 δραχμών για κάθε κάδρο.

Στο κτίριο των ανακτόρων ο Όθωνας έζησε από το 1843 ως την έξωσή του το 1862. Αμέσως τον επόμενο χρόνο κατοικήθηκε από τον Γεώργιο Α' και την οικογένειά του ως το 1922. Ήδη όμως, από το 1918, ένα τμήμα των ανακτόρων είχε χρησιμοποιηθεί σαν νοσοκομείο για τους τραυματίες του πολέμου, ενώ μετά την αποχώρηση των βασιλέων, το 1923, εγκαταστάθηκαν εκεί διάφορες κρατικές υπηρεσίες όπως η Αστυνομία Πόλεων, η Τοπογραφική Υπηρεσία καθώς και οργανώσεις υποστήριξης των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Σε αυτή την κατάσταση το κτίριο των ανακτόρων έμεινε ως το 1930, οπότε εκκενώθηκε για να αρχίσουν οι διαρρυθμίσεις μετατροπής του σε Κοινοβούλιο.

Το 1934 εγκαταστάθηκε η Γερουσία και τον επόμενο χρόνο η Βουλή των Ελλήνων. Προτού όμως ανατεθούν τα σχέδια για τη μετατροπή του κτιρίου στον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, υπήρξαν ατέρμονες συζητήσεις στη Βουλή για τη σκοπιμότητα των μετατροπών. Ήταν συζητήσεις στις οποίες συμμετείχαν από τη μια πλευρά ο Ελ.Βενιζέλος με τον υπουργό του των Συγκοινωνιών Β. Καραπαναγιώτη και από την άλλη ο γερουσιαστής και αρχιτέκτων Α. Μεταξάς, που υποστήριζε τη μετατροπή των ανακτόρων σε μουσείο και την ανέγερση νέας Βουλής αλλού. Τελικά έγιναν οι μετατροπές και στις 2 Αυγούστου 1934 έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Γερουσίας στη νέα της εγκατάσταση.

Όσο το κτίριο λειτουργούσε ως ανάκτορο καταστράφηκε από δύο μεγάλες πυρκαϊές. Η πρώτη έγινε τον Απρίλιο του 1884 και λόγω του ισχυρού ανέμου πήρε μεγάλες διαστάσεις. Οι εφημερίδες έγραφαν: «Το πυρ απετέφρωσεν την στέγην και τον άνω όροφον». Εγινε νέα στέγη με νέα υλικά χωρίς να επηρεαστεί το κτίριο. Η δεύτερη φωτιά ήταν χειρότερη. Ξέσπασε τα Χριστούγεννα του 1909 και κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του κτιρίου, την κεντρική πτέρυγα κυρίως, την αίθουσα χορού και την εκκλησία. Κάηκαν πολύτιμα αντικείμενα και έπιπλα και καταστράφηκε η ζωγραφική και γλυπτή διακόσμηση.

Η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκε να μεταφερθεί στα ανάκτορα του Τατοΐου ώσπου να γίνουν οι επισκευές. Το κτίριο επισκευάστηκε αλλά μετά το 1917 άρχισαν να στεγάζονται εκεί αναρίθμητες υπηρεσίες και οργανώσεις. Δικαστήρια, υπουργείο Γεωργίας, ΧΕΝ, Πατριωτικό Ιδρυμα, Ερυθρός Σταυρός, Μάνα του στρατιώτη, Τοπογραφική Υπηρεσία, Οικοτροφείο Διεθνούς Συνδέσμου Γυναικών και αμέτρητες άλλες άστεγες οργανώσεις και υπηρεσίες. Από το 1925 άρχισε η εκκένωση των χώρων και το 1928 οι εργασίες για το Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτου που η κατασκευή του αναφέρεται με «το ποσόν 1.000.000 δραχμών στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Στρατιωτικών».

Υπέρβαση Κόστους

Η μεταβολή των ανακτόρων σε Κοινοβούλιο κόστισε πολύ περισσότερο από ό,τι είχε προϋπολογιστεί. Και ο Βενιζέλος στις 12 / 11 / 1932 παραδέχεται: «Είχομεν καθήκον το έργον αυτό να το κάμωμεν διά να διατηρήσωμεν ένα κτίριο το οποίον συνδέεται τόσον με την ιστορίαν μας και ιδίως με την πόλιν των Αθηνών και το οποίον είχε καταστή ετοιμόρροπον. Βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει, οι προϋπολογισμοί των αρχιτεκτόνων επλανήθησαν». Λίγες όμως ημέρες αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου, βουλευτής τότε του κόμματος των Φιλελευθέρων δηλώνει:

«Εάν η Κυβέρνησις των Φιλελευθέρων ευρίσκετο τότε ενώπιον ενός προϋπολογισμού 123.000.000 δρχ. θα δίσταζε στην απόφασή της αυτή». Για τη μετατροπή σε Κοινοβούλιο οι επεμβάσεις ήταν τεράστιες στο εσωτερικό του κτιρίου. Κατεδαφίστηκε ό,τι είχε απομείνει ως τα θεμέλια της μεσαίας πτέρυγας και οι αίθουσες της Βουλής και της Γερουσίας κτίστηκαν εκεί που άλλοτε ήταν οι αυλές και οι κεντρικές αίθουσες. Παρά τις ριζικές αλλαγές στο εσωτερικό του, δεν έγιναν σοβαρές επεμβάσεις στις όψεις του κτιρίου.


Αντίθετα με τον Γκέρτνερ, ο Κριεζής έκανε πάρα πολλά σχέδια λεπτομερειών. Οι τοίχοι στο εσωτερικό επενδύθηκαν με δρυ ή ροδιακά πλακάκια. Από τον Αύγουστο του '34 ως τον Απρίλιο του '35 που καταργήθηκε, εγκαταστάθηκε εκεί η Γερουσία. Η Βουλή εγκαταστάθηκε τον Ιούλιο του '35 και λειτούργησε εκεί από τότε με διακοπές ακολουθώντας τις αλλαγές του πολιτεύματος.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ

Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι σήμερα η έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για νεοκλασικό κτήριο, σχεδιασμένο από τον αξιόλογο Βαυαρό αρχιτέκτονα της Βασιλικής Αυλής της Βαυαρίας Friedrich von Gärtner (1792 - 1847) και βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα. Χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορα από τον Όθωνα και στη συνέχεια από τον Γεώργιο Α' μέχρι το 1910, όπου εγκαταστάθηκε σε νεότερα, στην οδό Ηρώδου του Αττικού, γι’ αυτό και η ονομασία τους Παλαιά Ανάκτορα.

Στη δυτική πλευρά του κτιρίου διαμορφώθηκε ο χώρος σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ οι εξωτερικοί χώροι τόσο της ανατολικής όσο και της νότιας πλευράς από την αρχή διαμορφώθηκαν σε μεγάλο ενιαίο εθνικό κήπο, που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Το κτίριο κατασκευάστηκε στο διάστημα 1836 - 1847, για να γίνει ανάκτορο του Όθωνα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα το 1834. Ανεγέρθηκε με έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, ως προσωπικό δάνειο προς τον Όθωνα.

Η τελική επιλογή του χώρου για την ανέγερση των παλαιών ανακτόρων έγινε από τον ίδιο τον Gärtner στα τέλη του 1835, μετά την απόρριψη των προτάσεων των Κλεάνθη, Schaubert, Klenze και Schinkel που προέβλεπαν στις θέσεις Ομόνοια, Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα, όπου στη τελευταία είχε αντιδράσει και ο ίδιος ο Λουδοβίκος, ο πατέρας του Όθωνα. Ειδικότερα η περιοχή ανέγερσης που πρότεινε ο Gärtner ήταν η συνέχεια της διασταύρωσης των οδών Σταδίου, (περιφερειακής οδού τότε) και Ερμού.

Πάνω στον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ των λόφων Λυκαβηττού και Ακρόπολης, που εκτός του πιο υγιεινού κλίματος που παρουσίαζε, δέσποζε και της τότε Αθήνας στο ανατολικότερο άκρο της, κοντά στην πύλη της «Μπουμπουνίστρας». Έτσι δόθηκε εντολή στον Gärtner να εκπονήσει τα σχέδια του κτιρίου, κάτι που έγινε σε πολύ ελάχιστο διάστημα, κατά τον μικρό χρόνο παραμονής του στην Αθήνα, (από τον Δεκέμβριο του 1835 μέχρι τον Μάρτιο του 1836), όπου και αποτέλεσε κατόρθωμα που μόνο η μεγάλη συγκέντρωση των ικανοτήτων του μπορούσε να φέρει σε πέρας.

Τον Μάρτιο, ο Gärtner επέστρεψε στο Μόναχο αφήνοντας τη διεύθυνση της ανέγερσης της οικοδομής στους Βαυαρούς ανθυπολοχαγούς Σλότερ και Χος. Ο Gärtner, στο γραφείο του στο Μόναχο, αποπεράτωσε την εκπόνηση μελετώντας όλες τις λεπτομέρειες φθάνοντας τον αριθμό των 247 σχεδίων που αφορούσαν μόνο το κτίριο των ανακτόρων Αθηνών. Σήμερα τα σχέδια αυτά περιλαμβάνονται στη μεγάλη συλλογή Moniger του Μονάχου, ενώ ένας πολύ μικρός αριθμός εξ αυτών δόθηκε στο μουσείο της Βουλής που αποδεικνύουν την επιμέλεια της κάθε λεπτομέρειας.

Βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στην ανέγερση του κτιρίου ήταν πέτρα, μάρμαρο και ξύλα που προέρχονταν, η μεν πέτρα κυρίως από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και από την περιοχή «Πινακωτά», περιοχή της Αθήνας δίπλα στο λόφο Στρέφη, τα δε μάρμαρα προέρχονταν κυρίως από την Πεντέλη, λίγα από τον Υμηττό, επίσης λίγα από την Τήνο, την Πάρο και τη Νάξο και κάποια ελάχιστα από την Καρράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και τέλος τα ξύλα προέρχονταν από την Εύβοια. Συγκινητική υπήρξε η προσέλευση πολλών κατοίκων και ιδίως νησιωτών που ζητούσαν να εργαστούν αφιλοκερδώς στην ανέγερση των ανακτόρων.

Τελικά μόλις ολοκληρώθηκαν τα κτίσματα των τοίχων, τον Νοέμβριο του 1840, ο Gärtner επέστρεψε στην Αθήνα για να επιβλέψει τη συνέχεια της οικοδόμησης καθώς και τη ζωγραφική διακόσμηση των εσωτερικών χώρων φέρνοντας επί τούτου μαζί του τους περίφημους ζωγράφους ιστορικών παραστάσεων της εποχής, Johann Schraudolf, Urlich Halbreiter και Josef Kranzburger οι οποίοι και ανέλαβαν τις μεγάλες τοιχογραφίες με παραστάσεις από την Ελληνική μυθολογία, και την Ελληνική επανάσταση του 1821, ειδικά στην αίθουσα των τροπαίων.

Μετά από τρίμηνη παραμονή ο Gärtner επέστρεψε και πάλι στο Μόναχο αφήνοντας αυτή τη φορά στη θέση του τον μηχανικό Riedel, για την αποπεράτωση του κτιρίου. Αρκετές εργασίες ωστόσο συνεχίστηκαν μέχρι το 1847 (όπως το μεγάλο κλιμακοστάσιο), ενώ ορισμένες δεν ολοκληρώθηκαν παρά δέκα χρόνια αργότερα (όπως ο ζωγραφικός διάκοσμος).

Το Κτίριο

Τα Παλαιά Ανάκτορα, σύμφωνα με τα σχέδια του Gärtner, ήταν ένα ορθογώνιο τριώροφο νεοκλασικό κτίριο, με το ισόγειο, με δύο άξονες συμμετρίας από τους οποίους ο μεν κύριος άξονας Ανατολής - Δύσης ταυτίζεται με τον άξονα της οδού Ερμού, της μεγαλύτερης σε μήκος της τότε Αθήνας, ο δε δευτερεύων άξονας κάθετος στο κέντρο του προηγουμένου κατά Βορρά - Νότο ταυτίζεται με τη διεύθυνση δυτικής πλαγιάς του Λυκαβηττού με στύλους του Ολυμπίου Διός. Το κτίριο φέρει τέσσερις περιμετρικές πτέρυγες (μία ανά πλευρά) και μία εσωτερική κεντρική κατά τον κύριο άξονα εκατέρωθεν της οποίας φέρονται δύο εσωτερικά αίθρια (αυλές).


Περιβάλλεται από δωρικές κιονοστοιχίες (ανατολικά και νότια) και προπύλαια (προς τη δύση) και διατηρεί ακόμη και σήμερα την επιβλητικότητά του. Η κεντρική πτέρυγα που έφερε δίκλινη κεραμοσκεπή επεκτείνονταν των προσόψεων, ανατολική και δυτική, κατά 0.58 εκατοστά, δημιουργώντας στις άκρες δύο αετώματα. Τα δε κεντρικά τμήματα της βορινής και νότιας (μεσημβρινής) πτέρυγας δημιουργούν εσοχή περίπου 3,80 μ. από τις άκρες της ανατολικής και δυτικής πρόσοψης.

Οι εξοχές της κεντρικής πτέρυγας και οι παραπάνω εσοχές των πλευρικών πτερύγων δημιουργούν μια ιδιαίτερη πλαστικότητα σε βαρύ κλασικό τόνο που κάνει το κτίριο να ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του μοναδικότητα. Η ανατολική και δυτική πρόσοψη έχουν μήκος έκαστη περίπου 90 μέτρα, ενώ οι δύο άλλες προσόψεις περίπου 80 μ. η κάθε μία. Όλο το κτίριο φέρεται υπερυψωμένο κατά 1,5 μ. από τον περιβάλλοντα χώρο. Όλες οι εξωτερικές πτέρυγες έχουν ισόγειο και δύο υπερκείμενους ορόφους. Το ύψος του ισογείου είναι 7,16 μ. (μικτό), του πρώτου ορόφου 7,11 μ. (μικτό), ενώ το ύψος του δεύτερου ορόφου έχει ύψος 5,5 μ.

Αντίθετα η μεσαία πτέρυγα είχε υπόγειο, ισόγειο με ύψος το αυτό των άλλων πτερύγων και μόνο ένα υπερκείμενο όροφο με ύψος 14,20 μ. (μεγαλύτερο δηλαδή από τα ύψη των 1ου και 2ου ορόφων μαζί, των άλλων πτερύγων). Στον χώρο αυτό ήταν οι επίσημες αίθουσες υποδοχής, η αίθουσα «δεξιώσεων - χορού - παιγνιδιών» και της μεγάλης τραπεζαρίας. Ήταν ο πλουσιότερα διακοσμημένος χώρος των ανακτόρων σε τοιχογραφίες, ζωγραφικούς πίνακες, χάρτες, αλλά και σε επίπλωση και άλλες διακοσμήσεις. Η επίσημη είσοδος των ανακτόρων ήταν η δυτική, πάνω από το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, η οποία «βλέπει» στην πλατεία Συντάγματος.

Από εκεί έμπαιναν τόσο οι βασιλείς όσο και οι επισκέπτες των ανακτόρων, είτε υψηλοί προσκεκλημένοι είτε απλοί πολίτες. Στα αριστερά της εισόδου υπήρχε το μεγάλο κλιμακοστάσιο, το οποίο διασώζεται μέχρι και σήμερα και οδηγούσε στον πρώτο όροφο, όπου βρίσκονταν οι αίθουσες υποδοχής. Προχωρώντας ευθεία στο ισόγειο από τη δυτική είσοδο, ο σημερινός επισκέπτης βρίσκει μπροστά του την Αίθουσα της Ολομέλειας, με τον εντυπωσιακό της θόλο. Στα μέσα του 19ου αιώνα η μορφή της αίθουσας δεν ήταν αυτή, καθώς στη θέση του θόλου υπήρχαν άλλοι όροφοι του κτιρίου. 

Οι Εξωτερικές Όψεις του Κτιρίου

Για τις εξωτερικές όψεις των πτερύγων του κτιρίου ο Gärtner είχε εκπονήσει πολλά σχέδια με πλούσιες διακοσμήσεις, από τα οποία τα περισσότερα αφορούσαν τη δυτική όψη της αντίστοιχης πτέρυγας που ήταν και η πιο επίσημη. Υποβάλλοντας τα σχέδια προς επιλογή στον Βασιλιά Λουδοβίκο, που ήταν και ο χρηματοδότης του κτιρίου, για λόγους οικονομίας αφενός και λόγους εκτροπής της κλασικής λιτότητας σε αναγεννησιακό ρυθμό δεν τα ενέκρινε.

Παρά τη λιτότητα όμως που του επιβλήθηκε, ο Gärtner κατάφερε, με κάποια λίγα σχετικά στοιχεία, πλην όμως σωστά επιλεγμένα, που χρησιμοποίησε, να δώσει στο ογκώδες κτίριο μια επιβλητική και γαλήνια εμφάνιση. Με δύο ταινίες ως νημάτια ένωσε τις ποδιές όλων των παραθύρων περιμετρικά ανά όροφο σπάζοντας έτσι την μονοτονία των μεγάλων εξωτερικών επιφανειών των πτερύγων, ενώ με τα διάφορα Δωρικά πρόπυλα των εισόδων του κτιρίου εκτός της μεσημβρινής πλευράς που είναι ιωνικά, τόνισε ακόμα περισσότερο το αρχιτεκτονικό νεοκλασικό ύφος αυτού. 

Οι Εσωτερικοί Χώροι του Κτιρίου 

Ακριβώς πάνω από τα σημερινά βουλευτικά έδρανα, στον Α' όροφο του Κοινοβουλίου, στην προέκταση της αίθουσας όπου σήμερα βρίσκεται η Γερουσία ήταν η Αίθουσα του Χορού, η μεγάλη σάλα της τραπεζαρίας του παλατιού και η Αίθουσα Παιγνίων. Επιστρέφοντας στο ισόγειο, στα δεξιά της κεντρικής εισόδου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Γραμματεία του προέδρου της Βουλής, ήταν οι διοικητικές υπηρεσίες των ανακτόρων και το Ανακτορικό Ταμείο, από όπου γίνονταν όλες οι πληρωμές για τις δαπάνες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει τι ήταν στο γραφείο του προέδρου της Βουλής, το οποίο βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του κτιρίου και «βλέπει» προς τον Εθνικό Κήπο και το Ζάππειο Μέγαρο. Όπως μαρτυρούν τα επίσημα έγγραφα και τα ιστορικά κειμήλια, στο ισόγειο της νοτιοδυτικής άκρης, βρισκόταν η Αίθουσα του Κήπου, το μεγάλο καθιστικό του παλατιού, στο οποίο η βασιλική οικογένεια καθόταν για να απολαμβάνει τη θέα του Εθνικού Κήπου. Ασφαλείς ιστορικές πηγές, μάλιστα, αναφέρουν ότι το σημερινό γραφείο έχει κρατήσει στοιχεία από τον διάκοσμο εκείνης της αίθουσας.

Το Παρεκκλήσι των Ανακτόρων 

Ακριβώς δίπλα στον χώρο που σήμερα καταλαμβάνουν το εντευκτήριο της Βουλής, το καφενείο και τα γραφεία του πρώην πρωθυπουργού, ήταν οι κοιτώνες των υπασπιστών του βασιλιά. Συνεχίζοντας στον διάδρομο, ο οποίος διασώζεται ακόμα και σήμερα, ο επισκέπτης έφτανε στη νοτιοανατολική γωνία. φαίνεται περίεργο, αλλά ακριβώς εκεί όπου είναι το γραφείο του πρωθυπουργού, στα χρόνια του Όθωνα βρισκόταν το καθολικό παρεκκλήσι του ναού, με ιστορικές αναφορές να κάνουν λόγο ακόμα και για την ύπαρξη μιας μορφής τρούλου, καθώς η οροφή φαίνεται να προεξείχε του κεντρικού κτιρίου.

Προχωρώντας στην ανατολική πλευρά του κτιρίου της Βουλής, επί εποχής Οθωνα στεγάζονταν τα δωμάτια των αρχιμαγείρων του παλατιού και τα μαγειρεία, ενώ στο τέλος της βόρειας πτέρυγας του ισογείου, φαίνεται πως ήταν το ζαχαροπλαστείο και κάποιες από τις αποθήκες του παλατιού.


Οι Κοιτώνες 

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ολόκληρη η νότια πλευρά του κτιρίου του Κοινοβουλίου, η οποία «έβλεπε» στον Εθνικό Κήπο και στο θαλάσσιο μέτωπο, με ορατότητα μέχρι τον Πειραιά και την παραλιακή, ήταν οι κοιτώνες. Ακριβώς πάνω από τους κοιτώνες των υπασπιστών, στον 1ο όροφο, βρίσκονταν τα βασιλικά δωμάτια του Όθωνα και της Αμαλίας. Ακριβώς δίπλα, και κοιτώντας προς το Σύνταγμα, βρισκόταν η βασιλική κρεβατοκάμαρα. Εκεί σήμερα στεγάζεται το γραφείο του γενικού γραμματέα της Βουλής.

Τα βασιλικά δωμάτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους και αποτελούσαν τους πολυτελέστερους χώρους του παλατιού. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις ιστορικές πηγές, η σημερινή αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου, στη νοτιοανατολική γωνία του 1ου ορόφου, αποτελούσε την αίθουσα υποδοχής και ακροάσεων της βασίλισσας. Λίγα μόνο μέτρα μακρύτερα και κοντά στα γραφεία της Νομοθετικής Υπηρεσίας της Βουλής, βρισκόταν η Αίθουσα του Μπιλιάρδου.

Τα Διαμερίσματα του Αυλάρχη

Στο νοτιοδυτικό άκρο του κτιρίου του Κοινοβουλίου, ήταν η σημαντικότερη ίσως αίθουσα του παλατιού, η Αίθουσα του Θρόνου. Στη διπλανή αίθουσα, ήταν η Αίθουσα των Υπασπιστών. Στο κέντρο της δυτικής πτέρυγας του 1ου ορόφου, η οποία «βλέπει» προς την πλατεία Συντάγματος, στη σημερινή αίθουσα «Ελευθέριος Βενιζέλος», βρισκόταν η Αίθουσα των Τροπαίων. Είναι η αίθουσα που έχει μείνει στην Ιστορία, αφού εκεί ορκίστηκε ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραμανλής τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι.

Όπως προαναφέραμε, η νότια πλευρά του κτιρίου είχε διατεθεί για τις ανάγκες των βασιλικών δωματίων. Έτσι, ακριβώς πάνω από τα βασιλικά δωμάτια του Όθωνα και της Αμαλίας, ήταν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των διαδόχων του θρόνου. Τα δωμάτια είχαν ετοιμαστεί, ωστόσο παρέμειναν για πάντα κενά, αφού το βασιλικό ζεύγος δεν μπόρεσε να τεκνοποιήσει. Από εκεί και πέρα, στον υπόλοιπο δεύτερο όροφο βρίσκονταν τα διαμερίσματα του αυλάρχη, αλλά και τα δωμάτια του προσωπικού, τα οποία εκτείνονταν μέχρι τη βόρεια πλευρά του Β' ορόφου.

Τα Παλαιά Ανάκτορα Αθηνών στην Οθωνική Περίοδο

Τα Παλαιά Ανάκτορα Αθηνών αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής ιστορίας κατά τα Οθωνικά χρόνια. Όπως προσδιόρισαν τη δομή και την ταυτότητα της νέας, τότε, Ελληνικής πρωτεύουσας, σφράγισαν, επίσης, την οργάνωση του κράτους, τον πολιτικό βίο, την Ελληνική εξωτερική πολιτική και την εθνική ιδεολογία. Με τη διττή του λειτουργία, ως βασιλικής κατοικίας και ως έδρας της κρατικής εξουσίας, ακόμη και στην περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας, το Παλάτι υπήρξε θέατρο καθοριστικών εξελίξεων, όπως ήταν το κίνημα για το Σύνταγμα το 1843 ή η κρίση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων με τα λεγόμενα «Μουσουρικά», το 1847 - 1848.

Αποτέλεσε, ταυτόχρονα, σημείο αναφοράς για τον ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων, τη σύγκρουση του μοναρχικού ιδεώδους με φιλελεύθερα πολιτικά αιτήματα και από τα τέλη της δεκαετίας του 1840 εστία της Μεγάλης Ιδέας, κατ’ αρχάς ως ιδέας ιστορικής αυτεπίγνωσης και μακροπρόθεσμα ως προγράμματος εθνικής και κρατικής ολοκλήρωσης. Στα Ανάκτορα χτυπούσε, επίσης, η καρδιά των κοινωνικών εκδηλώσεων των βασιλέων και της κρατικής Διοίκησης, μέσα από διπλωματικά γεύματα, δεξιώσεις, χοροεσπερίδες, κονσέρτα, θεατρικές παραστάσεις και επισκέψεις γνωστών και φίλων του βασιλικού ζεύγους.

Οι συχνές ακροάσεις απλών ανθρώπων από τον βασιλιά και τη βασίλισσα για συγκεκριμένα αιτήματα «άνοιγαν» το περίκλειστο νεοκλασικό κτήριο στον έξω κόσμο, προσφέροντας τη γέφυρα που επεδίωκαν και οι ίδιοι οι βασιλείς για άμεση επαφή με τον λαό, αποστασιοποιημένη από τα καθιερωμένα τοπικά ή πολιτικά πελατειακά δίκτυα. Ένας σύνθετος μικρόκοσμος από υπασπιστές, συμβούλους, τελετάρχες, αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, συνοδούς και κυρίες των τιμών περιέβαλλε τους βασιλείς, φροντίζοντας για το καθημερινό ή τελετουργικό πρωτόκολλο, αλλά και συμμετέχοντας ενεργά είτε στη λήψη αποφάσεων είτε στη διεκπεραίωση των «αναφορών» που απευθύνονταν στον Όθωνα και την Αμαλία.

Στο Παλάτι ξεκινούσαν και τελείωναν οι στρατιωτικές παρελάσεις, οι δημόσιες τελετές, οι μεγάλες θρησκευτικές και εθνικές εορτές. Επέτειοι φορτισμένες πολιτικά, όπως η 3η Σεπτεμβρίου ή η 25η Μαρτίου, έδιναν αφορμή να προβάλλονται επίκαιρα πολιτικά ζητήματα, ενώ με την πάροδο του χρόνου ευνοούσαν τη δημόσια αμφισβήτηση της ίδιας της Οθωνικής βασιλείας.

Η τοποθεσία και το ύφος του κτηρίου των Ανακτόρων, η οργάνωση των χώρων του, οι άνθρωποι της βασιλικής Αυλής και οι κρατικοί λειτουργοί, η ζωή μέσα και γύρω από το Παλάτι ύφαναν έναν ιδιότυπο καμβά, επάνω στον οποίο σχεδιάστηκαν οι πρώτες μεγάλες αποφάσεις και κατευθύνσεις του νεοσύστατου ελληνικού Βασιλείου. Η ιστορική πορεία του κτηρίου διέψευσε την αρχική προσδοκία του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά Λουδοβίκου, ότι τα Ανάκτορα θα οριστικοποιούσαν τη θέση της βαυαρικής δυναστείας στον ελληνικό Θρόνο. Αντιθέτως, για τον Όθωνα και την Αμαλία, που είχαν συνδέσει την ανέγερσή τους με μεγάλα πολιτικά και προσωπικά όνειρα, τα Ανάκτορα κατέληξαν να γίνουν μνημείο της ταπεινωτικής έξωσης του 1862.

Τα Παλαιά Ανάκτορα στην Περίοδο του Γεωργίου Α'

Η δεύτερη βασιλική δυναστεία που χρησιμοποίησε το μέγαρο αυτό σαν ανάκτορο ήταν του Γεωργίου του Α΄ από τον Οκτώβριο του 1963 μέχρι το Μάρτιο του 1913, οπότε δολοφονήθηκε ο γενάρχης της δυναστείας στη Θεσσαλονίκη από τον αναρχικό Σχινά. Ο Κωνσταντίνος που τον διαδέχθηκε, χρησιμοποίησε ως βασιλικό ανάκτορο το Μέγαρο της οδού Ηρώδου του Αττικού (το σημερινό Μέγαρο της Προεδρίας της Δημοκρατίας), που έως τότε ήταν η κατοικία του Διαδόχου. Στα Παλαιά πλέον Ανάκτορα παρέμεινε χρησιμοποιώντας ένα τμήμα τους, η βασιλομήτωρ Όλγα, μέχρι την απομάκρυνση της δυναστείας από την Ελλάδα το 1922, με την Επανάσταση των Γονατά - Πλαστήρα.


Πολλά αλλάζουν στα Ανάκτορα με την έλευση, το 1863, της νέας Δυναστείας από την Δανία, αλλαγές που οφείλονται αφενός στην οικογενειακή της πατροπαράδοτη απλότητα και αφετέρου στην ικανότητα προσαρμογής του Γεωργίου Α΄. Οι νέοι οικήτορες έχουν τις δικές τους προτιμήσεις και ανάγκες, οι οποίες επιφέρουν στα Ανάκτορα αρχιτεκτονικές αναπλάσεις. Εισάγουν επίσης σε αυτά μία νέα -σύγχρονη, τότε- αισθητική, εκείνη της Βικτωριανής περιόδου.

Εκτός από χώρος στον οποίο εκτυλίσσονται γύρω από τον Αρχηγό του Κράτους και τη βασιλική οικογένεια, σε κύκλους ημερήσιους, εβδομαδιαίους ή ετήσιους, διάφορες λειτουργίες (κρατικές, κοινωνικές, αυλικές), τα Αθηναϊκά Ανάκτορα είναι ταυτόχρονα το σπιτικό μιας πολυμελούς και αγαπημένης οικογένειας, και μοναδικό σχεδόν σημείο παραμονής και συνεύρεσης -λόγω των συγγενικών δεσμών της Δυναστείας και του κοσμοπολιτισμού του ιδρυτή της- σε ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, σημαινουσών προσωπικοτήτων του διεθνούς στερεώματος.

Τρία είναι στα Ανάκτορα τα κομβικά σημεία: η Αίθουσα του Θρόνου, ο ναός του Αγίου Γεωργίου και το εικονοστάσι της βασίλισσας Όλγας. Το πρώτο αφορούσε κυρίως στο κράτος, στο πρόσωπο του αρχηγού του, το δεύτερο κυρίως την Αυλή και το τρίτο αποκλειστικά τον εσώτατο κύκλο της βασιλικής οικογένειας. Τα Ανάκτορα είναι επίσης ένας μικρόκοσμος με απαιτήσεις αυτάρκειας, τον οποίο ιεραρχημένα απαρτίζουν, περιβάλλοντας τη βασιλική οικογένεια, αυλικοί και υπηρέτες.

Είναι ακόμη -στην περίοδο κατά την οποία ο βασιλεύς παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής, όπως άλλωστε ασκεί τον συνταγματικό του ρόλο ως ρυθμιστής του πολιτεύματος- ο χώρος σημαντικών εθνικών και πολιτικών διεργασιών. Επί πλέον πολιτιστικά, με την έννοια του εκδυτικισμού, είναι χώρος με αδιαμφισβήτητη επίδραση στην Ελλάδα της εποχής. Είναι, τέλος, το σημείο στο οποίο προσβλέπει η κοινωνία, έτοιμη άλλοτε μεν να συμμετάσχει στη χαρά του βασιλικού οίκου ή να του συμπαρασταθεί σε δύσκολες στιγμές, άλλοτε δε να μετατρέψει την προσμονή της σε καταφορά και οργή και να διαδηλώσει στην πλατεία μπροστά από το Παλάτι.

Το επισημότερο τμήμα του Ανακτόρου καταστρέφεται στη μεγάλη πυρκαγιά της 24 / 25ης Δεκεμβρίου 1909. Οι πολιτικές και οι εθνικές συγκυρίες εμποδίζουν την ταχεία αποκατάσταση: μισοκατεστραμμένα, τα Ανάκτορα περιθωριοποιούνται. Η δολοφονία του Γεωργίου το 1913 τα μετατρέπει σε «Παλαιά», ενώ ο αρχηγός του κράτους κατοικεί, πλέον, σε εκείνα της οδού Ηρώδου του Αττικού. Οι σύντομες αναλαμπές δεν μεταβάλλουν τη φθίνουσα κατάσταση, στην οποία θα δώσει τέλος η Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, και η επακολουθήσασα, το 1924, μεταβολή του πολιτεύματος.

Ένα άλλο τμήμα των Παλαιών Ανακτόρων από το 1918 χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο τραυματιών πόλεμο. Στο «Εμπρός» του Καλαποθάκη, το Ιούλιο του 1920 είχε δημοσιευθεί μια φωτογραφία με νοσηλευόμενους στρατιώτες στα σκαλιά που βρίσκονται σήμερα επάνω από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και μια φωτογραφία με ένα ιππήλατο κάρο που μεταφέρει (προς τη γωνία του προαυλίου, εκεί που δεσπόζει σήμερα ο ανδριάντας του Ελ. Βενιζέλου) φέρετρο με τη σορό ενός αποθανόντος τραυματία στρατιώτη.

Αργότερα κατά τα έτη 1923 - 1930 στεγάσθηκαν στο πρώην βασιλικό ανάκτορο διάφορες κρατικές υπηρεσίες και οργανώσεις περίθαλψης προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στο ισόγειο είχε εγκαταστήσει τα γραφεία του ο Μοργκεντάου, ο οποίος πρόσφερε τότε πολύτιμη βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Το κτίριο εκείνη την εποχή, με φανερά τα σημάδια της καταστροφής από την πυρκαγιά του 1909, είχε καταληφθεί τις πρώτες εκείνες δραματικές ημέρες από ξεριζωμένους πρόσφυγες που άπλωναν τις σχισμένες κουρελούδες τους στα μπαλκόνια ή άναβαν φουφούδες στα μωσαϊκά του κτιρίου για να ζεσταθούν.

Οι Μεγάλες Πυρκαγιές

Δυο μεγάλες πυρκαγιές συνοδεύουν την ιστορία του κτιρίου. Η πρώτη επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη, τον Ιούλιο του 1884. Η εφημερίδα «Αιών» έγραφε στις 24 / 7 / 1884: «Προσέδραμον δ’ εκεί και πάντες οι υπουργοί, εν οίς πρώτος ο πρωθυπουργός κ. Τρικούπης». Η «Νέα Εφημερίς έγραφε στις 25 Ιουλίου 1884: «Προσέδραμον πάντες οι υπουργοί, πρώτος ο πρωθυπουργός». Η πυρκαγιά σημειώθηκε στον 2ο όροφο του κτιρίου, στη βορινή πλευρά, αυτή δηλαδή που βλέπει προς τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Τότε κάηκε μεγάλο μέρος της στέγης.

Η δεύτερη μεγάλη πυρκαγιά σημειώθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1909. Κατέστρεψε μεγάλο μέρος του κτιρίου και ειδικότερα την κεντρική πτέρυγα και τμήματα της ανατολικής και δυτικής πτέρυγας. Η πυρκαγιά προήλθε μάλλον από το ορθόδοξο παρεκκλήσιο της βασίλισσας Όλγας. Τότε ακόμα και αγήματα Αγγλικών και Ρωσικών πολεμικών πλοίων τα οποία ναυλοχούσαν στον όρμο του Φαλήρου πήραν μέρος στην κατάσβεση της πυρκαγιάς. Τις εργασίες σβέσης της πυρκαγιάς συντόνιζε επιτόπου ο πρωθυπουργός Μαυρομιχάλης.

Η Μετατροπή των Ανακτόρων σε Κοινοβούλιο

Το πρώτο και μεγαλύτερο σε όγκο νεοκλασικό κτίριο της νέας πρωτεύουσας της Αθήνας, ήταν Μέγαρο των Ανακτόρων την εποχή που κτίσθηκε. Οι εργασίες μετατροπής του σε κτίριο του Κοινοβουλίου, άρχισαν επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου το 1930. Για τη μελέτη της μετατροπής εργάσθηκε επί πέντε μήνες ο αρχιτέκτονας Α. Κριεζής, που είχε ως επιβλέποντα μηχανικό τον Ι. Οικιάδη. Η απόφαση της κυβέρνησης Βενιζέλου να προχωρήσει στη μετατροπή των Παλαιών Ανακτόρων που ήταν τότε ένα γιατί σε κακό χάλι, σε μέγαρο Βουλής. Γερουσίας και Συμβουλίου της Επικρατείας δεν έγινε εύκολα δεκτή.


Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν υπέρ της μετατροπής του ιστορικού κτιρίου σε Εθνογραφικό Μουσείο, όπως είχε πει στη συνεδρίασης της 23 / 11 / 1928. Στη συνεδρίαση εκείνη, είχε γίνει και ο ακόλουθος χαρακτηριστικός διάλογος:

Λ. Νάκος: ''Ο μηχανικός Κριεζής είχεν ειπή ότι η μεγάλη αίθουσα των ανακτόρων δύναται να χρησιμοποιηθεί ως αίθουσα Βουλής''.

Ελ. Βενιζέλος: ''Δεν υφίσταται αίθουσα. Είναι γης Μαδιάμ!''

Τελικά στις 2 Νοεμβρίου 1930 ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης ανακοίνωσε την ημερομηνία τελετής έναρξης μετατροπής του κτιρίου των Παλαιών Ανακτόρων σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας. Ο Βενιζέλος δέχτηκε και σκληρή κριτική για την απόφαση της κυβέρνησής του να μετατρέψει τα Παλαιά Ανάκτορα σε Κοινοβούλιο. Όπως για παράδειγμα από τον βουλευτή Α. Αθηνογένη, που την 1 / 11 / 1933 έλεγε στη Βουλή:

«Ο πολιτικός ούτος έζησεν μακράν της Ελληνικής πραγματικότητος. Απόδειξις τούτου είναι ότι, ενώ ο προσφυγικός πληθυσμός έζη εις τρώγλας αυτός εδαπάνα δεκάδας εκατομμυρίων και επεσκεύαζε τα Ανάκτορα δια να κάμη περιττά Μέγαρα Νέων Βουλών, καθ’ ην στιγμήν τα υπάρχοντα κτίρια είναι ικανά, να εξυπηρετήσωσι τας ανάγκας του Ελληνικού λαού επί πολλάς δεκαετηρίδας».

Λίγο αργότερα στις 22 Νοεμβρίου 1933 ζητήθηκε ακόμα και η σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τη διαρρύθμιση των Παλαιών Ανακτόρων. Για την εποχή του, επρόκειτο για μεγάλο έργο. Ο Κριεζής είχε κατανείμει την ολοκλήρωσή του σε 70 εργολάβους και υπεργολάβους. Σαν συγκριτικό στοιχείο θα μπορούσε να αναφερθεί ο ηλεκτρικός σταθμός που λειτουργούσε στα υπόγεια και είχε δυνατότητα παραγωγής περισσοτέρων κιλοβάτ ρεύματος, από όσα παρήγε το ηλεκτρικό εργοστάσιο της Λάρισας.

Η μοίρα του κτιρίου έχει μέσα της κάτι από τους Ελληνικούς θρύλους και τη λαογραφία, πως για να στεριώσει ένα μεγάλο τεχνικό έργο πρέπει να χυθεί αίμα. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της μετατροπής των Ανακτόρων σε Μέγαρο του Κοινοβουλίου, ένας εργάτης έχασε τη ζωή του εκεί από εργατικό ατύχημα. Στις 2 Αυγούστου 1934 σε επίσημη τελετή έγινε η εγκατάσταση της Γερουσίας, την ύπαρξη της οποίας πρόβλεπε το Σύνταγμα του 1927. Πρόεδρος της Γερουσίας ήταν ο Στυλ. Γονατάς. Στην εναρκτήρια τελετή παρέστη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Θρασυβ. Ζαΐμης και ο πρωθυπουργός Γ. Κονδύλης.

Έξω από τη Βουλή είχε παραταχθεί ένα τάγμα Ευζώνων. Την 1η Ιουλίου 1935 ημέρα Δευτέρα, μεταφέρθηκε εκεί και λειτούργησε και η Βουλή για να αρχίσει τις εργασίες της η Ε΄ Εθνοσυνέλευση, ο βίος της οποίας έληξε άδοξα την 4η Αυγούστου 1936 λόγω της επελθούσας δικτατορίας του Ιω. Μεταξά. Όπως γράφει η «Καθημερινή» το προεδρείο της Βουλής είχε απαιτήσει να παραστούν οι πληρεξούσιοι με επίσημο ένδυμα φορώντας δηλαδή «ζακέτα» αλλά αυτοί «απειθούντες προκλητικά ενεφανίσθησαν με παντός είδους κοστούμια πλην της επισήμου ζακέτας. Εβλέπατε λινά, κουκουλάρικα, καμπαρντίνες, κασμήρια και πάσαν ετερόκλητον εμφάνισιν, αλλ’ η ζακέτα εφιγουράρει εις τα υπουργικά εδώλια και μόνον».

Τα θεωρεία ήταν υπερπλήρη από κυρίες, αξιωματικούς Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους και «άφθονον λαόν». Προήδρευσε στην πρώτη εκείνη συνεδρίαση ο αντιπρόεδρος της προηγούμενης Βουλής Αθ. Αθηνογένης και πρωταγωνίστησαν ο πρωθυπουργός Παν. Τσαλδάρης και Ιω. Μεταξάς.

Από τα Παλαιά Ανάκτορα των Αθηνών στο Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων (1909 - 2008)

Ανάκτορα των Αθηνών, Παλαιά Ανάκτορα, Κτήριο Βουλής και Γερουσίας και εν τέλει Κτήριο Βουλής των Ελλήνων. Υπό το πρίσμα των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων οι προγραμματικοί μετασχηματισμοί που συνέθεσαν την ιστορία του Κτηρίου της Βουλής των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της τελευταίας εκατονταετίας, προκλήθηκαν είτε ως αποτέλεσμα ιστορικών συμβάντων (η πυρκαγιά του 1909), πολιτικών αλλαγών (εγκαθίδρυση Προεδρευόμενης Δημοκρατίας).

Στρατιωτικών γεγονότων (Μικρασιατική Καταστροφή), κυβερνητικών αποφάσεων (μετατροπή των Ανακτόρων σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας), αναγκαστικών επιβολών (Γερμανική Κατοχή και δικτατορικά καθεστώτα), αναπτυξιακών στρατηγικών (μεταστέγαση υπηρεσιών σε νέα κτήρια), τεχνολογικού εκσυγχρονισμού (εισαγωγή ψηφιακής τεχνολογίας και αναβαθμίσεις ηλεκτρομηχανολογικών δικτύων) και τέλος ως αποτέλεσμα της φθοράς που επέρχεται από τη χρήση και τον χρόνο.

Οι αλλαγές που υπέστη αφορούν σε απλές επισκευές φθορών στο εσωτερικό ή το εξωτερικό του, ενέργειες εξωραϊσμού και βελτίωσης της εικόνας του κτηρίου, εργασίες διαρρύθμισης και διακόσμησης, επιτακτικές αναβαθμίσεις της τεχνολογικής υποδομής, στατικές επεμβάσεις και προσθήκες. Αδιαμφισβήτητα η κλίμακα, η ποιότητα και η συχνότητα των επεμβάσεων συναρτώνται με το ενδιαφέρον, τη δέσμευση και το όραμα της εκάστοτε διαχειριστικής Αρχής του κτηρίου και τη γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση της εποχής.


Συγκριτικά η επέμβαση με τις μεγαλύτερες αλλαγές ήταν η εφαρμογή της μελέτης Κριεζή για τη μετατροπή των Ανακτόρων σε κτήριο Βουλής και Γερουσίας το 1930, κατά την οποία η δομή και η φυσιογνωμία του κτηρίου επαναπροσδιορίστηκαν μέσα σε σταθερό κέλυφος. Αντίστοιχης σημασίας ήταν η κατασκευή υπογείου σταθμού αυτοκινήτων κατά την περίοδο 1994 - 2000, η οποία έλυσε το χρόνιο αυτό πρόβλημα, παρέσχε επιπλέον βοηθητικούς χώρους ενώ απελευθέρωσε δημόσιο χώρο. Και οι δύο επεμβάσεις υπήρξαν καινοτομικές και ριζικές.

  • Η πρώτη, σε τεχνικό επίπεδο, εισήγαγε τεχνολογικές καινοτομίες ενώ σε θεωρητικό και συμβολικό επίπεδο αποπειράθηκε να εισαγάγει την εκδοχή της «Ελληνικότητας», κατά τις επικρατούσες τάσεις της εποχής. 
  • Η δεύτερη, ανταποκρινόμενη σ’ ένα χρόνιο πρακτικό πρόβλημα, περιορίστηκε στην τεχνοκρατική προσέγγιση σε βάρος της αρχιτεκτονικής αξιώσεων. 

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, με την υλοποίηση στρατηγικής αποσυμφόρησης και διασποράς υπηρεσιών σε νέα κτήρια, οι επεμβάσεις και οι αλλαγές στο Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων είναι μικρότερης κλίμακας και αφορούν στη γενικότερη συστηματική προσπάθεια αναβάθμισης και ορθής οργάνωσης χώρων.  Όλες καθοδηγούνται από συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο προσεγγίζεται σημειακά και με έκδηλη την αποφυγή συνολικής αντιμετώπισης. Σήμερα είναι πλέον σαφής η ανάγκη ενιαίας στρατηγικής διαχείρισης των χώρων και των επεμβάσεων σε αυτούς.

Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο μέλλον του κτηρίου και στο πώς θα ανταποκριθεί στις προβλεπόμενες ανάγκες ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Το κτήριο, ως παρουσία στον δημόσιο χώρο, είχε διαχρονικά εξέχουσα και συμβολική σημασία. Η σχέση του μνημειακού όγκου επάνω σε κατάλληλα διαμορφωμένο φυσικό έδαφος με τον εγγύτερο και ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του, ο εξ αποστάσεως διάλογος με τα σημαντικότερα μνημεία και τις τοπογραφικές παρυφές της πόλης προβλέφθηκαν εξ αρχής από τον Γκαίρτνερ και παραμένουν μέχρι και σήμερα αναγνώσιμοι.

Η σχέση, ωστόσο, διαταράχθηκε το 1929 με την κατασκευή του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, η οποία επέφερε τομή και ασυνέχεια στη δημόσια πρόσοψη του κτηρίου. Η σχέση αυτή ουδέποτε αποκαταστάθηκε. Εν τέλει, και παρ’ όλες τις επεμβάσεις, τόσο εντός του περιβλήματος όσο και αποκλειστικά στον περίβολο, η τριώροφη νεοκλασική όψη των Ανακτόρων των Αθηνών παραμένει σταθερή. Στο εσωτερικό της ένα δωδεκαώροφο κτήριο, με υπερδιπλάσια επιφάνεια σε σχέση με την αρχική, συνεχώς εξελίσσεται και αναπροσαρμόζεται στις χωρικές απαιτήσεις της κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Αρχικά σχεδιασμένο για να στεγάσει την προγραμματικά μονοδιάστατη χρήση του (ένα παλάτι και τις υπηρεσίες του), απέδειξε, κατόπιν, επανειλημμένα τις απεριόριστες δυνατότητες προσαρμογής και ευελιξίας στις ανάγκες μιας πολύπλοκης οργάνωσης. Σήμερα η κοινοβουλευτική Ολομέλεια, οι επιτροπές, τα συμβούλια, οι υπηρεσίες και οι βοηθητικές λειτουργίες τους συνθέτουν το πολυπρογραμματικό ανάγλυφο άσκησης της νομοθετικής εξουσίας εντός του κτηρίου, μιας εξουσίας που οφείλει να ασκείται με τον πλέον διαφανή τρόπο μέσα σε ένα εξ ίσου δημόσιο και προσβάσιμο στο κοινό κτήριο. 

Η ΝΕΑ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 

ΤΟ ΝΕΟ ΚΤΙΡΙΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ 

Το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων ανέκαθεν υπήρξε ανοιχτό, οικείο, αναφορά και σύμβολο της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Αν σε οποιαδήποτε δημοκρατική χώρα του κόσμου το κτήριο της Βουλής, το Κοινοβούλιο, αποτελεί κτήριο - σύμβολο των δημοκρατικών θεσμών της, στην Ελλάδα, την κοιτίδα της δημοκρατίας, τη χώρα που χρησιμοποίησε ήδη από την αρχαιότητα τους όρους «Βουλή», «Βουλευτήριο» ή «Κοινοβούλιο» για να δηλώσει τον χώρο συναντήσεων και συσκέψεων για τα κοινά, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα.

Και όταν μπροστά από το κτήριο της Βουλής βρίσκεται το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, του στρατιώτη που πολέμησε και έπεσε για την πατρίδα έχοντας ως ιδανικό και ελπίδα του αυτή να είναι ελεύθερη και να «συλλογάται ελεύθερα», αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Υπάρχουν κάποια οικοδομήματα που πέρα από την αρχιτεκτονική τους ποιότητα αυτή καθαυτή, είναι φορτισμένα με ιδέες και αξίες που υπερβαίνουν τον χρόνο και καταγράφονται στη συλλογική μνήμη ως ισχυρά τοπόσημα και σύμβολα. Ένα τέτοιο οικοδόμημα, ένα τέτοιο κτήριο, είναι και αυτό που στεγάζει σήμερα τη Βουλή των Ελλήνων.

Ο Όθων και η Αμαλία εγκαθίστανται στο κτήριο το καλοκαίρι του 1843. Λίγους μήνες αργότερα, την 3η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, κάτω από την πίεση του επαναστατικού κινήματος του Δ. Καλλέργη, ο Όθων αναγκάζεται να παραχωρήσει στον ελληνικό λαό Σύνταγμα. Από τον εξώστη της δυτικής πλευράς των Ανακτόρων αναγγέλλει το γεγονός στον λαό, που ξεσπά σε ζητωκραυγές. Η 3η Σεπτεμβρίου καθιερώνεται ως ημέρα Εθνικής Εορτής. Η πλατεία μπροστά από τα Ανάκτορα μετονομάζεται σε πλατεία Συντάγματος.

Το κτήριο συνεχίζει να στεγάζει διάφορες χρήσεις, ενώ καθώς δεν γίνονται σ’ αυτό παρά οι απαραίτητες για την άμεση συντήρησή του επισκευές, καταστρέφεται σταδιακά. Στην πραγματικότητα μετά την πυρκαγιά του 1909 δεν ανέκτησε ποτέ την προτεραία του μορφή και αίγλη. Οι επισκευές που έγιναν στο κτήριο δεν φαίνεται να έχουν στόχο την αποκατάστασή του στην αρχική του μορφή. Σε περίοδο πολέμων και καταστροφών κάτι τέτοιο ίσως να φάνταζε άτοπο. Ο κύκλος του κτηρίου ως Ανακτόρων είχε κλείσει.


Αμέσως μετά τον θάνατο της βασίλισσας Όλγας άρχισαν οι συζητήσεις για το τι θα μπορούσε να φιλοξενηθεί μέσα στο οικοδόμημα. Η ευελιξία ενός κτηρίου, η δυνατότητά του, δηλαδή, να στεγάζει ποικίλες χρήσεις διαδοχικά, εξαρτάται, φυσικά, από την εσωτερική του κάτοψη και τον φέροντα οργανισμό του, ακόμη και από τη μορφολογία του. Εκείνο, όμως, που παίζει καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή χρήσης του, είναι η ιστορία του «κελύφους» και η θέση του στον ιστό της πόλης. Οι νέες χρήσεις δεν αρκεί να χωράνε σ’ αυτό· πρέπει να είναι συμβατές με την εικόνα του, τόσο την πραγματική όσο και την ιδεατή.

Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1920 αποφασίζεται να μετατραπεί σε Μέγαρο της Βουλής και της Γερουσίας. Το νομοθετικό διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση Βενιζέλου διαθέτει πίστωση 40.000.000 δραχμών για τη μεταρρύθμισή του εκδίδεται τον Ιανουάριο του 1930 και επικυρώνεται τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Εν τω μεταξύ, ήδη από το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους, έχουν αρχίσει οι εργασίες για τη διαμόρφωση του χώρου της πλατείας των Ανακτόρων σε Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη.

Ενώ ο αρχιτέκτονας Ανδρέας Κριεζής αναλαμβάνει τη μελέτη της μετατροπής των Παλαιών Ανακτόρων σε Μέγαρο της Βουλής και της Γερουσίας. Θα τα υποβάλει τον Φεβρουάριο του 1930 για να εγκριθούν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Έναν μήνα αργότερα γίνεται η τελετή έναρξης των εργασιών. Σύμφωνα με τα σχέδια Κριεζή ολόκληρο σχεδόν το εσωτερικό του κτηρίου κατεδαφίζεται και ξανακτίζεται, ώστε να εξυπηρετήσει τις νέες λειτουργίες. Παραμένουν μόνο οι όψεις του κτηρίου με κάποιες μετατροπές -όχι σημαντικές- το Μεγάλο Κλιμακοστάσιο και οι αίθουσες Τροπαίων και Υπασπιστών.

Από το 1934, οπότε εγκαινιάζεται η αίθουσα της Γερουσίας με πανηγυρική συνεδρίαση των μελών της (η αίθουσα του Κοινοβουλίου εγκαινιάζεται επίσης πανηγυρικά το 1935) και μέχρι σήμερα στο κτήριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων. Στο διάστημα αυτό, όπως είναι φυσικό, πραγματοποιήθηκαν αρκετές εργασίες μικρών και μεγαλυτέρων μετατροπών στο κτήριο, προκειμένου αυτό να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις. Από το 1995 και ύστερα υπηρεσίες του Κοινοβουλίου άρχισαν να μεταστεγάζονται και σε άλλα, εκτός του Μεγάρου, κτήρια ενώ δημιουργείται πενταώροφος υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων.

Στο κτήριο στεγάζονται σήμερα μόνο λειτουργίες και υπηρεσίες της Βουλής. Εκτός από τα δύο μεγάλα αμφιθέατρα, του Κοινοβουλίου και της Γερουσίας, υπάρχουν το γραφείο του πρωθυπουργού και των πρώην πρωθυπουργών και αντιπροέδρων κυβερνήσεων, τα γραφεία του Προέδρου και των πρώην Προέδρων της Βουλής, του Γενικού Γραμματέα, των κομμάτων, η αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου, τμήμα της Βιβλιοθήκης με αναγνωστήριο (η υπόλοιπη Βιβλιοθήκη έχει μεταφερθεί σε νέο κτήριο επί της οδού Λένορμαν), αίθουσες για τους δημοσιογράφους και διάφορες άλλες βοηθητικές υπηρεσίες.

Το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων, τα Παλαιά Ανάκτορα, στέκει πάντα στη θέση του, στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, λιτό και αυστηρό σύμβολο της κρατικής Αρχής και εξουσίας. Όσο αυτό παραμένει όρθιο, με το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στη βάση του, θα ενσαρκώνει για τον έλληνα πολίτη την ιδέα της δημοκρατίας, η οποία εκφράστηκε από τον Περικλή στον «Επιτάφιο», όπως μας τον παρέδωσε ο Θουκυδίδης: «χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες τισίν ή μιμούμενοι ετέρους. Και όνομα μεν διά το μη ες ολίγους αλλ’ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται».

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ 

Από το 1836 έως το 1862

Ως τοποθεσία ανέγερσης των Ανακτόρων του Όθωνα επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, σημείο κεντρικό της νέας πρωτεύουσας, ασφαλές και δροσερό, να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας. Η πρόταση προήλθε από τον διευθυντή της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και επίσημο αρχιτέκτονα της Βαυαρικής αυλής Φρίντριχ φον Γκαίρτνερ (Friedrich von Gaertner 1791 - 1847).

Οι άλλες ιδέες και εισηγήσεις παραμερίστηκαν: του Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze) για τον Κεραμεικό, του Λούντβιχ Λάνγκε (Ludwig Lange) για τους πρόποδες του Λυκαβηττού, του Καρόλου Φρειδερίκου Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel) για την Ακρόπολη και των Σταμάτη Κλεάνθη και Έντουαρντ Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) για τη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σταδίου, την σημερινή πλατεία Ομονοίας.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1836 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος στο υψηλότερο ανατολικό άκρο της πόλης. Τον επόμενο μήνα στην οικοδομή δούλευαν 520 άτομα. Στρατός και τεχνίτες, Γερμανοί αρχιτέκτονες, Γερμανοί, Έλληνες και Ιταλοί . Με σεβασμό στην κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και εδραιώνοντας τις αρχές της αναγέννησης του αστικού κλασικισμού, ο Γκαίρτνερ σχεδίασε ένα λιτό, λειτουργικό και συμπαγές κτήριο. Είχε πρόσβαση από όλες τις πλευρές του, με τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες που η καθεμία διέθετε τρεις ορόφους, μια μεσαία πτέρυγα με δύο πατώματα και δύο αυλές και κλιμακοστάσια που διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ των ορόφων.

Στο υπόγειο στεγάζονταν οι αποθήκες. Στο ισόγειο συνυπήρχαν η Γραμματεία και το Ανακτορικό Ταμείο με τους βοηθητικούς τους χώρους, το καθολικό παρεκκλήσιο του βασιλιά, το θησαυροφυλάκιο και τα μαγειρεία.  Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν η Αίθουσα του Θρόνου, η Αίθουσα Τροπαίων, η Αίθουσα των Υπασπιστών, σε γραμμική αλληλοδιαδοχή η Αίθουσα Χορού, η Αίθουσα Παιγνίων και η Τραπεζαρία και τα βασιλικά διαμερίσματα, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ήταν οι πολυτελέστεροι χώροι του κτηρίου.


Τον δεύτερο όροφο καταλάμβαναν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των διαδόχων, του αυλάρχη και του προσωπικού των Ανακτόρων. Παράλληλα με τα σχέδια κατασκευής του κτηρίου, ο Γκαίρτνερ μελέτησε αναλυτικά και προχώρησε στο σχεδιασμό και της εσωτερικής διακόσμησης διαφόρων χώρων του κτηρίου. Συνολικά σώζονται 247 σχέδιά του, τα οποία φυλάσσονται στο Αρχιτεκτονικό Μουσείο του Πολυτεχνείου του Μονάχου.

Τον εξαιρετικού πλούτου και τέχνης διάκοσμο των Ανακτόρων που σχεδίασε ο Γκαίρτνερ, φανερώνουν τα ελάχιστα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία που διασώζονται έως σήμερα, όπως είναι το μεγαλοπρεπές μαρμάρινο κλιμακοστάσιο και οι Αίθουσες Τροπαίων και Υπασπιστών με την εικονογράφησή τους. Στις αίθουσες αυτές, που σήμερα αποτελούν την Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου, διατηρείται ζωφόρος (ύψους 1.22 μ. και μήκους 78 μ.), όπου αποτυπώνονται γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και προσωπογραφίες αγωνιστών, σε σχέδια του γλύπτη Ludwig Michael von Schwanthaler και με τη συνεργασία των ζωγράφων Φίλιππου και Γεώργιου Μαργαρίτη.

Ακριβώς δίπλα στο κτήριο των Ανακτόρων διαμορφώθηκε, με την προσωπική φροντίδα της Αμαλίας, ο Βασιλικός Κήπος, ο οποίος κάλυπτε την έκταση που έχει μέχρι και σήμερα. Η φύτευση του κήπου ανατέθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1840 στο Γάλλο κηποτέχνη Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος σχεδίασε το εσωτερικό δίκτυο των οδών και καθόρισε τη μορφή και τη θέση των διακοσμητικών στοιχείων, των κτισμάτων, των υδάτινων εκτάσεων και των περίφρακτων χώρων του.

Από το 1862 έως το 1922

Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, τα Ανάκτορα κατοικήθηκαν από το νέο βασιλιά Γεώργιο Α’, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1863. Ευθύς αμέσως μετά το γάμο του με την Όλγα το 1867, στο κτήριο πραγματοποιήθηκαν νέες προσθήκες και μετατροπές. Σημαντικότερη ήταν η τροποποίηση του κλιμακοστασίου της ανατολικής πτέρυγας και η δημιουργία του ορθόδοξου παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, στο δεύτερο όροφο.

Επιπλέον, η διαβίωση στα Ανάκτορα μίας πολυμελούς οικογένειας και η φιλοξενία πολυπληθών επισήμων οδήγησε σε μετατροπές χώρων και σε αλλαγές χρήσης τους. Βασική, όμως, αιτία για αλλαγές και επεμβάσεις στην αρχική κατασκευή υπήρξαν οι δύο μεγάλες πυρκαγιές των Ανακτόρων: η πρώτη, το 1884, αποτέφρωσε το δεύτερο όροφο της βορινής πτέρυγας· η δεύτερη, και μεγαλύτερη, το 1909, κατέστρεψε ολοσχερώς την κεντρική πτέρυγα και τα αντίστοιχα σε αυτήν τμήματα της ανατολικής και δυτικής πτέρυγας και ανάγκασε τη βασιλική οικογένεια να μετακινηθεί στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου.

Παρόλο που οι βασιλείς επέστρεψαν στο κτήριο το 1912, ελάχιστες από τις εγκριθείσες μελέτες επισκευών είχαν πραγματοποιηθεί, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις των επόμενων ετών, Ελληνο-Βουλγαρικός πόλεμος, δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α' και κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, διέκοψαν τις εργασίες αποκατάστασης των ζημιών. Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου του Α', βασιλιάς ορκίστηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος και βασιλικό Ανάκτορο ορίστηκε η έως τότε κατοικία του, το Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο).

Μεταβατική Περίοδος

Στα Παλαιά, πλέον, Ανάκτορα παρέμειναν -κατά διαστήματα- μέλη της βασιλικής οικογένειας και η βασιλομήτωρ Όλγα έως το 1922, οπότε εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα. Το 1922 αποτέλεσε τομή στην ιστορία του κτηρίου. Τότε εγκαταλείφθηκε οριστικά από τη βασιλική οικογένεια, ενώ συγχρόνως οι ιστορικές συγκυρίες το οδήγησαν σε νέες χρήσεις.

Κρατικές υπηρεσίες, ιδιωτικοί κοινωνικοί φορείς, διεθνείς οργανώσεις που συντονίστηκαν για την αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που προέκυψαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στεγάστηκαν στο κτήριο, μαζί με δημόσιες υπηρεσίες, που εγκαταστάθηκαν από την κυβέρνηση για την κάλυψη των αυξανόμενων μόνιμων αναγκών της. Έτσι, στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα στο κτήριο βρήκαν στέγη υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας, του Υπουργείου Στρατιωτικών, του Υπουργείου Υγιεινής, η Διεθνής Υπηρεσία Μετανάστευσης, η Αστυνομία Πόλεων, η «Χριστιανική Ένωσις Νεανίδων» (Χ.Ε.Ν.), κ.ά.

Λειτούργησαν, επίσης, ιατρείο βρεφών, οικοτροφείο φοιτητών, νοσοκομείο και ορφανοτροφείο της Near East Relief, καθώς και τα Εργαστήρια Μπενάκη. Τα διαμερίσματα του Γεωργίου Α΄ και το παρεκκλήσι στο ισόγειο χρησιμοποιήθηκαν για την αποθήκευση της βασιλικής περιουσίας, η οποία κατατέθηκε το 1935 στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία. Μέχρι το 1925, οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό του κτηρίου ήταν πρόχειρες διαρρυθμίσεις, με στόχο τη διαίρεση μεγάλων χώρων σε μικρότερους.

Η μόνη νέα κατασκευή ήταν η ανέγερση το 1925 ενός μικρού κτίσματος στον περίβολο των Παλαιών Ανακτόρων, το οποίο είναι γνωστό μέχρι σήμερα ως "Παλατάκι". Το 1927 εγκαινιάστηκε το «Μουσείο Ενθυμίων του Γεωργίου Α'», ως παράρτημα του Εθνικού - Ιστορικού Μουσείου, το οποίο λειτούργησε μέσα στο κτήριο έως το 1930 και από το 1936 έως το 1941. Με την απόφαση ανέγερσης του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1928, άλλαξε η έως τότε πρόσοψη του κτηρίου σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.


Από τα Παλαιά Ανάκτορα στο Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων

Το Νοέμβριο του 1929 η Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή, αποφάσισε τη στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων. Οι εργασίες για τη μετατροπή του κτηρίου σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, αποτέλεσαν τη ριζικότερη επέμβαση σε αυτό μετά την αρχική κατασκευή του: με τις στατικές επεμβάσεις στο φέροντα οργανισμό των περιμετρικών πτερύγων, την κατεδάφιση της κεντρικής πτέρυγας και την κατασκευή νέας για τη στέγαση των Αιθουσών συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας.

Εξωτερικά, η σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε, χωρίς, όμως, να αλλοιώνει τη μορφή και την αισθητική του, ήταν η νέα είσοδος στη βορινή πλευρά, όπου κατασκευάσθηκε ένα πρόπυλο με έξι Δωρικούς κίονες με στοιχεία δανεισμένα από τα δύο άλλα πρόπυλα που κοσμούν την δυτική και την ανατολική όψη. Αλλαγές στην εσωτερική διακόσμηση και τη διαρρύθμιση έγιναν προκειμένου να ανταποκριθεί το κτήριο στη νέα του, εντελώς διαφορετική, χρήση. Στο ισόγειο διαμορφώθηκαν χώροι γραφείων του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Βουλής και στον πρώτο όροφο των υπηρεσιών της Βουλής.

Στο δεύτερο όροφο διαρρυθμίστηκαν χώροι στέγασης της Βιβλιοθήκης της Βουλής και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο ανακαινισμένο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων εγκαταστάθηκε η Γερουσία, καθώς και η Βιβλιοθήκη και το Συμβούλιο της Επικρατείας το 1934, το οποίο παρέμεινε στο κτήριο έως το 1992. Την 1η Ιουλίου 1935 η Ε΄ Εθνοσυνέλευση άρχισε πανηγυρικά τις εργασίες της στη νέα αίθουσα της Ολομέλειας. Από το 1935 έως σήμερα, στο Κτήριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων.

Το Κτίριο του Κοινοβουλίου και οι Πολιτικές Εξελίξεις από το 1922 έως Σήμερα

Το ιστορικό κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων, που στεγάζει σήμερα τη Βουλή των Ελλήνων, λειτουργεί ως βασικό σημείο αναφοράς, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την πολιτική ιστορία του τόπου καθώς λειτουργεί ουσιαστικά αλλά και συμβολικά ως κοιτίδα της Δημοκρατίας και των λαϊκών ελευθεριών.

Το έτος 1922 αποτέλεσε σταθμό στη λειτουργία του κτηρίου των Παλαιών Ανακτόρων, όχι μόνο λόγω της οριστικής αναχώρησης της βασίλισσας Όλγας, αλλά περισσότερο επειδή η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε στην Ελλάδα πλήθος προσφύγων και δημιούργησε πληθώρα στεγαστικών αναγκών των υπηρεσιών που επιφορτίστηκαν με την αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος. Στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων θα εγκατασταθούν γραφεία εθνικών και διεθνών οργανώσεων, υπηρεσίες περίθαλψης και απασχόλησης προσφύγων, νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, εργαστήρια αλλά και υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας.

Η λειτουργία του Μεγάρου καθοριζόταν κάθε φορά από τις αποφάσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων, όπως π.χ. φάνηκε με την απόφαση Πάγκαλου να εγκαταστήσει στα πρώην διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας, παράρτημα του Εθνολογικού Μουσείου. Τον Μάρτιο του 1929, ύστερα από πολλές συζητήσεις για τη χρήση του κτηρίου των Παλαιών Ανακτόρων, η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε οριστικά τη στέγαση σε αυτό της Βουλής και της Γερουσίας. Το 1930 το κτήριο εκκενώθηκε προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες εργασίες μετατροπής του σε έδρα του Κοινοβουλίου.

Η μεταφορά των κοινοβουλευτικών λειτουργιών στα Παλαιά Ανάκτορα ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1934 με την πρώτη συνεδρίαση της Γερουσίας στις νέες εγκαταστάσεις. Τον Ιούλιο του 1935 συνεκλήθη για πρώτη φορά στη νέα της έδρα η Βουλή των Ελλήνων. Ακολούθησαν τα χρόνια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και οι πρώτες φάσεις της εμφύλιας διαμάχης, με αποτέλεσμα να επανέλθει η χώρα στον κοινοβουλευτικό βίο μόλις το 1946.

Μετά το 1946 το κτήριο της Βουλής φιλοξενούσε την έδρα του Κοινοβουλίου, του υπουργικού συμβουλίου, το πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού, το Συμβούλιο της Επικρατείας (έως τη μετακίνησή του το 1992), καθώς και ορισμένες πρόσθετες υπηρεσίες –π.χ. το Γενικό Επιτελείο Στρατού, έως τη μετακίνησή του στο Πεντάγωνο, στις αρχές της δεκαετίας του '50. Στο κτήριο της Βουλής πραγματοποιήθηκε σειρά εκδηλώσεων πολιτειακού και συμβολικού χαρακτήρα, όπως η ορκωμοσία ενώπιον της Ολομέλειας του Σώματος δύο αρχηγών του κράτους, του βασιλιά Παύλου Α'το 1947 και του βασιλιά Κωνσταντίνου Β' το 1964.

Επιπλέον, στο χώρο αυτό έγιναν δεκτοί πολλοί επιφανείς ξένοι επισκέπτες· ενδεικτικά αναφέρονται οι επισκέψεις στην Αθήνα του Προέδρου των Η.Π.Α., Ντουάιτ Αιζενχάουερ, τον Δεκέμβριο του 1959 και του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, Καρόλου ντε Γκωλ, τον Μάιο του 1963, οι οποίοι μάλιστα εκφώνησαν ομιλίες από το βήμα του Κοινοβουλίου. Στην Αίθουσα των Τροπαίων θα πραγματοποιηθεί, στις 9 Ιουλίου 1961, η υπογραφή της Συμφωνίας Συνδέσεως της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ., πράξη που έμελλε να καθορίσει σε βάθος χρόνου την ιστορική πορεία του έθνους.

Μέχρι το 1967 το κτήριο του Κοινοβουλίου παρέμεινε η καρδιά του πολιτικού συστήματος. Η Βουλή των Ελλήνων ήταν ο θεσμός που όριζε την κυβέρνηση, το Σώμα που παρήγαγε τη νομοθεσία και ο χώρος όπου δόθηκαν οι μεγάλες πολιτικές μάχες της εποχής. Οπωσδήποτε δεν είναι τυχαίο, ότι τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 οι συνταγματάρχες επέδειξαν ιδιαίτερη φροντίδα ώστε να καταλάβουν το Μέγαρο της Βουλής, και μάλιστα να παρατάξουν γύρω του άρματα μάχης.

Επρόκειτο για ενέργεια χωρίς κάποια ουσιαστική επιχειρησιακή σκοπιμότητα, αλλά με σημαντικές σημειολογικές προεκτάσεις: η αιχμαλωσία του κτηρίου της Βουλής (οι σχετικές φωτογραφίες έκαναν τον γύρο του κόσμου) ήταν ένα μήνυμα με το οποίο οι δικτάτορες «αποδείκνυαν» ότι είχαν αναλάβει τον έλεγχο της εξουσίας. Οπωσδήποτε, κατά το χρονικό διάστημα 1967 - 1974, η διακοπή του ελεύθερου βίου και της κοινοβουλευτικής λειτουργίας συντέλεσε στην υποβάθμιση του ρόλου του κτηρίου ως επικέντρου των πολιτικών εξελίξεων. Στο προσκήνιο επανήλθε το κτήριο, με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο, μόλις στις 23 Ιουλίου 1974, κατά την κατάρρευση του καθεστώτος των συνταγματαρχών:


Εκεί πραγματοποιήθηκε η περίφημη σύσκεψη του «Προέδρου της Δημοκρατίας» Φαίδωνα Γκιζίκη και των αρχηγών των Όπλων με τους πολιτικούς, η οποία κατέληξε στην απόφαση της μετάκλησης του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι. Στο ίδιο κτήριο έγινε η ορκωμοσία του Κ. Καραμανλή τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου. Εκεί, επιπλέον, ορκίστηκαν τα δύο μεγάλα κλιμάκια της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και ελήφθησαν μείζονος σημασίας αποφάσεις, από την κατάργηση του στρατοπέδου εξορίας της Γυάρου και την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων, έως την επαναφορά σε ισχύ του Συντάγματος του 1952 και την αποκατάσταση της νομιμότητας, την επαναφορά του στρατεύματος υπό πολιτικό έλεγχο, τη νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε.

Η διενέργεια των εκλογών του Νοεμβρίου του 1974, του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό τον Δεκέμβριο του 1974, η ανάδειξη νέου Προέδρου της Δημοκρατίας (Μιχαήλ Στασινόπουλου) αμέσως μετά, η ψήφιση του νέου Συντάγματος στις αρχές Ιουνίου του 1975 και η ανάδειξη του οριστικού αρχηγού του κράτους, του Κωνσταντίνου Τσάτσου, ολοκλήρωσαν τη διαδικασία και εγκαινίασαν νέα εποχή για την Ελληνική Δημοκρατία.

Στην πορεία αυτή το στοιχείο της συγκρότησης, επιτέλους, μιας πλήρως νομιμοποιημένης δημοκρατίας -με σύμβολό της το κτήριο της Βουλής- υπήρξε καταλυτικό. Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας συνειδητά προσπάθησαν να αναδείξουν το στοιχείο αυτό, ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο: η ορκωμοσία των προέδρων της Δημοκρατίας ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής ή η εκφώνηση ομιλιών ξένων ηγετών από το βήμα του Κοινοβουλίου (των Τζωρτζ Μπους το 1991 και Νικολά Σαρκοζί το 2008) είναι μερικά, μόνο, ενδεικτικά παραδείγματα.

Στη σύγχρονη λειτουργία του κτηρίου του Κοινοβουλίου έρχεται να προστεθεί και ένας ακόμη ρόλος, ο πολιτιστικός, εξίσου μεγάλης σημασίας όπως ο καθαυτό πολιτικός. Η διοργάνωση εκθέσεων, η πραγματοποίηση υψηλού επιπέδου δημοσιεύσεων, η υλοποίηση σειράς εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η λειτουργία του τηλεοπτικού δικτύου της Βουλής και η εκπομπή υψηλής ποιότητας προγραμμάτων συμβάλλουν ακόμη περισσότερο στην προσέγγιση της Βουλής από το σύνολο του ελληνικού λαού. Στη σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία ο ρόλος του Κοινοβουλίου και του χώρου του δεν μπορεί παρά να είναι πολύπλευρος.

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι Αντιπροσωπευτικοί Θεσμοί κατά την Επανάσταση

Τον Μάρτιο του 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν για μια ακόμη φορά εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τελικά ο Ελληνικός αγώνας στέφθηκε από επιτυχία και η Ευρώπη αναγκάστηκε να αποδεχθεί την επιτυχή έκβαση της Ελληνικής επανάστασης. Πραγματικά στις 22 Ιανουαρίου του 1830 οι Μεγάλες Δυνάμεις, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία στη διάσκεψη του Λονδίνου, με Αγγλική πρόταση, αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. Πάντως από τον πρώτο χρόνο της επανάστασης είχε γίνει φανερή η ανάγκη για τη συγκρότηση μιας ενιαίας κεντρικής εξουσίας για τον επαναστατημένο Ελληνισμό και τον καθορισμό του πολιτειακού καθεστώτος.

Έτσι η Α' Εθνοσυνέλευση συγκλήθηκε την 20η Δεκεμβρίου του 1821 για να διακηρύξει "Την πολιτική αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν". Αυτή η πρώτη Εθνοσυνέλευση του Έθνους ψήφισε το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος ή Σύνταγμα της Επιδαύρου την 1η Ιανουαρίου του 1822. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ψηφίστηκαν άλλα δυο Συντάγματα από αντίστοιχες Εθνοσυνελεύσεις. Συγκεκριμένα στις 29 Μαρτίου του 1823 ψηφίστηκε στο Άστρος ο Νόμος της Επιδαύρου που ήταν μια αναθεώρηση κάποιων διατάξεων του προηγουμένου Συντάγματος.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, την 1η Μαίου 1827 η Γ' Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα ψήφισε το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας, που ήταν το πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο σύνταγμα της εποχής του.

Οι Αντιπροσωπευτικοί Θεσμοί κατά τη Μοναρχία του Όθωνα

Την 1η Φεβρουαρίου του 1832 οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν τον πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα ως ηγεμόνα της Ελλάδας, αποδεχόμενες ταυτόχρονα τους όρους του πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας να μην τεθεί σε εφαρμογή το ετοιμαζόμενο στην Ελλάδα Σύνταγμα, αλλά η κυβέρνηση να είναι ισχυρή και μοναρχική και να έχει ο Όθωνας το δικαίωμα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ανάλογα με την κρίση του. Η βασιλεία του Όθωνα διήρκεσε μέχρι τις 12 / 24 Οκτωβρίου του 1862. Στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του, 1833 - 1843, κυβέρνησε απολυταρχικά.

Απόλυτη μοναρχία είναι το πολίτευμα, όπου τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο βαισλιάς, ενώ στο όνομά του ασκείται και η δικαστική εξουσία. Είναι, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της απολυταρχίας, "Ελέω Θεού Βασιλεύς", δηλαδή βασιλιάς με τη θέληση του Θεού και δίνει λόγο μόνον στον Θεό. Όμως η οικονομική κρίση που ταλάνιζε την Ελλάδα από το 1839, η δυσαρέσκεια των Ελλήνων από την μη παραχώρηση της Κρήτης στο Ελληνικό κράτος και η φθορά του Όθωνα από τη μακρόχρονη άσκηση της εξουσίας ώθησαν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, το "Αγγλικό", το "Γαλλικό" και το "Ρωσικό" να συντονίσουν το φθινόπωρο του 1842 τις ενέργειές τους για την παραχώρηση Συντάγματος.

Τον Αύγουστο του 1843 μυήθηκε στη "συνομωσία", ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, επικεφαλής του ιππικού στην πρωτεύουσα. Τελικά ο Καλλέργης οδήγησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 το ιππικό μπροστά στα ανάκτορα (στο κτίριο της σημερινής Βουλής) και απαίτησε την παραχώρηση Συντάγματος. Στον ίδιο χώρο έφθασαν και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές, μυημένοι στο κίνημα, με τις μονάδες τους καθώς και πλήθος Αθηναίων. Ο Όθωνας αναγκάστηκε κάτω από την πίεση των πραγμάτων να αποδεχθεί την παραχώρηση Συντάγματος.


Έτσι έληξε η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας και άρχισε η νέα περίοδος της ιστορίας του Ελληνικού κράτους, η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας. Προκηρύχθηκαν εκλογές για την Εθνική Συνέλευση για την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου, οι οποίες όμως αναβλήθηκαν λόγω κακοκαιρίας και διεξήχθησαν μια εβδομάδα αργότερα λόγω κακοκαιρίας. Τελικά "Η της Γ' Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις" άρχισε τις εργασίες της στις 8 Νοεμβρίου του 1843 με πανηγυρική συνεδρίαση, στην οποία εκφώνησε λόγο και ο Όθωνας και διαλύθηκε στις 18 Μαρτίου 1844, αφού ανταποκρίθηκε στους λόγους για τους οποίους συγκλήθηκε.

Το Σύνταγμα, που αποτελούνταν στο σύνολό του από 107 άρθρα ψηφίστηκε από τους αντιπροσώπους του Έθνους στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 του ίδιου μήνα ο Όθωνας έδωσε όρκο ότι θα τηρούσε το Σύνταγμα της χώρας. Το Σύνταγμα του 1844 θέσπιζε το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας και καθρέφτιζε τον συμβιβασμό των επιδιώξεων των πολιτικών κομμάτων και των εξουσιών του βασιλιά. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσε ο Βασιλιάς και τα δυο νομοθετικά σώματα, η Βουλή και η Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής εκλέγονταν από τον λαό, αν και το δικαίωμα της ψήφου δεν παρέχονταν σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες.

Η Γερουσία αποτελούνταν από ισόβια μέλη που διορίζονταν από τον βασιλιά. Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον βασιλιά και την ασκούσαν οι υπεύθυνοι Υπουργοί, που διορίζονταν από αυτόν. Η δικαιοσύνη απονέμονταν από δικαστές που επίσης διορίζονταν από τον βασιλιά. Τα παραπάνω συνιστούν και τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας. Η περίοδος της Συνταγματικής Μοναρχίας στην Ελλάδα διήρκεσε μέχρι το 1864 οπότε και ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα. Ο εκλογικός νόμος ψηφίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844, την τελευταία ημέρα πριν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης.

Καθιέρωνε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξάγονταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ως βουλευτές εκλέγονταν εκείνοι που είχαν πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στην πρώτη εκλογή. Επαναληπτική ψηφοφορία προβλέπονταν για τις έδρες όπου κανείς υοποψήφιος δεν συγκέντρωνε απόλυτη πλειοψηφία. Εκλογική περιφέρεια θεωρούνταν η επαρχία που εξέλεγε τους βουλευτές ανάλογα με τον πληθυσμό της. Ο Εκλογικός Νόμος του 1844 ήταν ίσως το πιο προοδευτικό νομοθέτημα της εποχής του.

Η λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών δεν υπήρξε απρόσκοπτη για λόγους περισσότερο πολιτικούς παρά νομικούς. Ο Όθωνας άσκησε προσωπική πολιτική, μέσω του διορισμού "βασιλικών" κυβερνήσεων, δηλαδή κυβερνήσεων μειοψηφίας που δεν απολάμβαναν της εμπιστοσύνης της Βουλής. Οι κυβερνήσεις προκειμένου να μείνουν στην εξουσία έφθαναν στο σημείο να νοθεύουν και τα αποτελέσματα των εκλογών. Παράλληλα ο Όθωνας μετέβαλε επανειλημμένως τη σύνθεση της Γερουσίας προκειμένου να μην ασκεί πολιτική αντιπολίτευσης.

Η βασιλεία του Όθωνα καταλύθηκε την νύχτα της 10ης προς 11η Οκτωβρίου 1862, όταν οι αρχηγοί κινήματος που είχε εκδηλωθεί εναντίον του Όθωνα τις προηγούμενες ημέρες εξέδωσαν το ακόλουθο ψήφισμα:

"Ψήφισμα του Έθνους

Τα δεινά της Πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά. Ως κοινή δέ έκφρασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου κηρύττεται και ψηφίζεται:

Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται. Προσωρινή κυβέρνησις συνίσταται όπως κυβερνήση το κράτος μέχρι συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως, συγκειμένη εκ των εξής πολιτών: Δημητρίου Βούλγαρη Προέδρου, Κωνσταντίνου Κανάρη, Βενιζέλου Ρούφου. Εθνική συντακτική συνέλευσις καλείται αμέσως προς σύνταξιν της Πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος.

Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Πατρίς!

Εγένετο εις Αθήνας εν έτει σωτηρίω 1862 εν μηνί 8βρίω τη δεκάτη αυτού".

Την επόμενη ημέρα ο Όθωνας παραιτήθηκε από τον Ελληνικό θρόνο. Στις αρχές του 1863 οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν ως νέο βασιλιά της Ελλάδας τον πρίγκηπα Γουλιέλμο - Γεώργιο Γλύξμπουργκ της Δανίας, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Έλληνες στις 18 Μαρτίου του ίδιου έτους με ψήφισμα της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων ως "Γεώργιος Α', Βασιλεύς των Ελλήνων" ώστε να υπάγονται υπό το στέμμα του και οι Έλληνες που ζούσαν έξω από τα σύνορα του μικρού Ελληνικού κράτους.

Η ανάρρηση του Γεωργίου στον Ελληνικό θρόνο επισφραγίστηκε με τριμερή συνθήκη που υπέγραψαν οι Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία την 1η Ιουλίου 1863 στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα αναγνώριζαν την Ελλάδα ως κράτος μοναρχικό, ανεξάρτητο και συνταγματικό και συναινούσαν στην παραχώρηση των Ιονίων Νήσων στο Ελληνικό κράτος.


Η Δημιουργία Κοινοβουλευτικής Παράδοσης

Η ανάρρηση του Γεωργίου στον Ελληνικό θρόνο συνοδεύθηκε και από την ψήφιση νέου Συντάγματος. Συγκεκριμένα η Β' Εθνική Συνέλευση, που είχε συντακτικό χαρακτήρα, ψήφισε στις 17 Οκτωβρίου του 1864 νέο Σύνταγμα. Η βασική διαφορά του νέου Συντάγματος και σε εκείνου του 1844 ήταν η καθιέρωση ως πολιτεύματος της "Βασιλευομένης Δημοκρατίας". Θεσπίστηκε η αρχή της λαικής κυριαρχίας "άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούσιν δέ καθ' όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα". Η νομοθετική εξουσία ανήκε στη Βουλή που εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία όλων των ανδρών.

Ο βασιλιάς ήταν ανεύθυνος και απαραβίαστος, ενώ υπεύθυνοι ήταν οι υπουργοί της κυβέρνησης. Παράλληλα καταργήθηκε και η Γερουσία. Η σημαντικότερη αλλαγή στις διατάξεις του Συντάγματος πραγματοποιήθηκε το 1875 όταν ο βουλευτής και μετέπειτα πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης ζήτησε την εφαρμογή της αρχής της "Δεδηλωμένης". Σύμφωνα με αυτήν την κοινοβουλευτική αρχή ο βασιλιάς δεν μπορούσε να διορίζει κυβέρνηση που δεν είχε εξασφαλισμένη την πλειοψηφία της Βουλής. Για να διατηρηθεί στην εξουσία η κυβέρνηση έπρεπε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τους μισούς βουλευτές κι έναν ακόμη.

Στο διάστημα 1882 - 1895 δέσποσε η μορφή του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος σχημάτισε επτά κυβερνήσεις και προσπάθησε να εκσυγχρονήσει τη χώρα. Οι προσπάθειές του είχαν ως κύριο αντικείμενο την οικονομική ανασυγκρότηση και τη διοικητική αναδιοργάνωση, έργο όμως που δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει. Στις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρούνταν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις στην Ελλάδα που είχαν ως αποτέλεσμα το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (1909).

Το Σύνταγμα του 1911 ήταν άμεση απόρροια της αναγεννητικής προσπάθειας, της οποίας ηγήθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Συγκεκριμένα απλουστεύθηκε η νομοθετική διαδικασία αφού θεσπίστηκε έκτακτη διαδικασία για τις επείγουσες νομοθετικές περιπτώσεις, καθιερώθηκε όριο εκλογιμότητας βουλευτών το 25ο έτος ηλικίας και επεκτάθηκε το ασυμβίβαστο της βουλευτικής ιδιότητας και στους εν ενεργεία στρατιωτικούς. Τέλος δημιουργήθηκε Ειδικό Δικαστήριο, το Εκλογοδικείο που έλεγχε το κύρος των βουλευτικών εκλογών.

Η Κρίση του Κοινοβουλευτισμού

Η αντιπαράθεση Ελευθέριου Βενιζέλου και Βασιλέα Κωνσταντίνου είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθεί το 1915 δυο φορές η Βουλή και να βαθύνει το χάσμα μεταξύ των δυο στρατοπέδων. Οι πολιτικές διαμάχες Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα η έλευση ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων δημουργούσε την ανάγκη κρατικής παρέμβασης σε όλους τους τομείς και αντίστοιχο συνταγματικό πλαίσιο, το οποίο να κατοχυρώνει το "Κράτος Δικαίου".

Το Σύνταγμα του 1927 αποδείχθηκε ανεπαρκές, αφού προσκολλημένο στον άκρατο φιλελευθερισμό του προηγούμενου αιώνα δεν θέσπιζε τον παρεμβατικό ρόλο του Κράτους. Αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές παραβιάσεις συνταγματικών διατάξεων, παραγωγή νομοθετικού έργου από την εκτελεστική εξουσία με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί το Κοινοβούλιο στην άσκηση νομοθετικού έργου. Το Σύνταγμα του 1927 προέβλεπε δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζονταν από 200 - 250 βουλευτές, που εκλέγονταν με άμεση και μυστική ψηφοφορία για τέσσερα έτη.

Η Γερουσία είχε 120 μέλη, από τα οποία 90 εκλέγονταν από το λαό, 10 διορίζονταν από κοινή συνεδρίαση Βουλής και Γερουσίας και τα υπόλοιπα 20 από τις επαγγελματικές ενώσεις. Η θητεία των Γερουσιαστών ήταν εννεαετής. Για πρώτη φορά με το Σύνταγμα αυτό καθορίστηκε ρητά το κοινοβουλευτικό σύστημα, αφού η κυβέρνηση όφειλε "να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής". Όμως συχνά το Κοινοβούλιο περιορίστηκε στο ρόλο του απλού θεατή των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και των στρατιωτικών κινημάτων.

Το Σύνταγμα του 1927 ίσχυσε μόλις 8 χρόνια. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 επιβλήθηκε σε μια εποχή που ευνοούσε τις αυταρχικές λύσεις. Όμως τα αίτια της επικράτησής της θα πρέπει να αναζητηθούν στην ένταση των κοινωνικών ανταγωνισμών και στην επιβίωση του εθνικού διχασμού, που εξασθένησε το κύρος του Κοινοβουλίου. Στην περίοδο του ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η κοινοβουλευτική ζωή δεν κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις αδυναμίες της Μεσοπολεμικής περιόδου.

Η παραδοσιακή αντίθεση Βενιζελικών - Αντιβενιζελικών αντικαταστάθηκε από τις διαχωριστικές γραμμές που δημιούργησε ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946 - 1949). Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του 1946 διεξήχθησαν για αναθεωρητική Βουλή, η οποία όμως δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τον σκοπό της. Τελικά ψηφίστηκε το νέο Σύνταγμα της 1ης Ιανουαρίου του 1952 το οποίο όμως σε ελάχιστα σημεία διαφοροποιούνταν από τα προηγούμενα και ήταν επηρεασμένο από το κλίμα που επικρατούσε την εποχή της επεξεργασίας του. Σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα ο αριθμός των βουλευτών κυμαίνονταν μεταξύ 150 και 300 ατόμων.

Με ερμηνευτική δήλωση δόθηκε το δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι και στις γυναίκες. Σχετικά με τις αρμοδιότητες του βασιλιά το Σύνταγμα του 1952 διατηρούσε τις διατάξεις εκείνου του 1864 με μόνη τη ρητή καθιέρωση του πολιτεύματος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η λειτουργία και οι αρμοδιότητες της Βουλής δεν άλλαξαν. Προστέθηκε όμως μια διάταξη με την οποία δινόταν η δυνατότητα στην εκτελεστική εξουσία, όταν η Βουλή διέκοπτε τη λειτουργία της, να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα και να κυρώνονται εκ των υστέρων.


Οι διαδοχικές κυβερνήσεις έκαναν συχνή χρήση αυτής της διάταξης, προκειμένου να ρυθμίσουν ως "εξαιρετικώς επείγοντα" διάφορα θέματα. Την ίδια εποχή γνώρισαν μεγάλη διάδοση και οι ¨Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου" οι οποίες εκδίδονταν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και κυρώνονταν εκ των υστέρων από τη Βουλή. Την 21η Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε στη Βουλή πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος υπογεγραμμένη από τους υπουργούς - βουλευτές της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά δεν ευοδώθηκε, διότι μετά από λίγο καιρό παραιτήθηκε η κυβέρνηση και διαλύθηκε η Βουλή.

Η πολιτική κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1965 έφερε στην επιφάνεια τα κρίσιμα ζητήματα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αντιπαραθέτοντας τον Βασιλέα προς την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Ένωσης Κέντρου. Ενώ φαινόταν ότι οι προκηρυχθείσες εκλογές για την 28η Μαΐου 1967 θα οδηγούσαν σε εκτόνωση της κρίσης, την 21η Απριλίου διεπράχθη στρατιωτικό πραξικόπημα που εγκαινίασε την επτάχρονη δικτατορία.

Η Παγίωση του Κοινοβουλευτισμού μετά τη Δικτατορία

Το δικτατορικό καθεστώς κατέρρευσε τον Ιούλιο του 1974. Η κυβέρνηση "Εθνικής Ενότητος", που σχηματίσθηκε υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, προκήρυξε δημοψήφισμα για το πολιτειακό, οι άψογες συνθήκες διεξαγωγής του οποίου κατοχύρωσαν το αδιάβλητο της λαϊκής ετυμηγορίας. Ο Λαός αποφάνθηκε σε ποσοστό 70% υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας, ενώ οι εκλογές που είχαν προηγηθεί και διεξήχθησαν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, είχαν δώσει στη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που μόλις είχε ιδρύσει ο Κ. Καραμανλής, άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη της 3 / 4 Οκτωβρίου 1974, η αποκληθείσα Ε' Αναθεωρητική Βουλή έλαβε ως βάση του συντακτικού της έργου το Σχέδιο Συντάγματος που είχε εκπονήσει η Κυβέρνηση η οποία αναδείχθηκε από τις εκλογές της 17ης Νοεβρίου 1974. Στις σχετικές με τη Βουλή διατάξεις, το Σχέδιο είχε περιλάβει ορισμένες από τις ρυθμίσεις της πρότασης του 1963, τις οποίες τελικά υιοθέτησε και η Εθνική Αντιπροσωπεία.

Το ζήτημα ωστόσο που κυριάρχησε στις εργασίες της Αναθεωρητικής Βουλής ήταν οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, με πράξεις χωρίς προσυπογραφή, στα καίρια θέματα διορισμού της κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής - εκείνες δηλαδή οι αρμοδιότητες, οι οποίες κατ' εξοχήν οριοθετούν την κατανομή της πολιτικής ισχύος ανάμεσα στον αρχηγό του Κράτους και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Στο ζήτημα αυτό, η ιστορική μνήμη βάρυνε ιδιαίτερα στις εργασίες της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς η χρήση αυτών ακριβώς των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων από το Στέμμα είχε προκαλέσει τις δύο μεγάλες κοινοβουλευτικές κρίσεις που σε διάστημα μισού αιώνα (1915 και 1965) είχε γνωρίσει ο τόπος. Τελικά, η διάσταση απόψεων μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης είχε ως συνέπεια το Σύνταγμα να μην ψηφισθεί από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Μολονότι το Σύνταγμα ψηφίσθηκε στο σύνολό του μόνο από την παράταξη της πλειοψηφίας και η διαφωνία με την αντιπολίτευση αφορούσε καίριους θεσμούς του κοινοβουλευτικού συστήματος, το πολίτευμα, από την πτώση της δικτατορίας και έπειτα, λειτούργησε κατά τρόπο αδιατάραχτο. Κατά την περίοδο 1975 - 1981, η ύπαρξη συμπαγούς πλειοψηφίας στη Βουλή σε συνδυασμό με τον κοινό πολιτικό προσανατολισμό Αρχηγού του Κράτους και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επέτρεψαν την άνετη εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος.

Πολιτική εναλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας έγινε το 1981 χωρίς να τεθούν σε δοκιμασία οι συνταγματική θεσμοί. Η εφαρμογή του κοινοβουλευτισμού με κέντρο βάρους την κυβερνητική πλειοψηφία συνεχίσθηκε κατά τον ίδιο τρόπο ακόμη και κατά την περίοδο 1981 - 1985, όταν δηλαδή ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας πλειοψηφία διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού από αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Έτσι, η συνταγματική αναθεώρηση του 1985 - 1986, καταργώντας τις περισσότερες ρυθμιστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αποτύπωσε κατά βάση, μέσω ρητών διατάξεων, τη συνταγματική πρακτική της προηγούμενης δεκαετίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας η αναθεώρηση πραγματώθηκε σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Συντάγματος, γεγονός το οποίο αποτελεί μία επί πλέον ένδειξη της ευρωστίας των κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα μας μετά την πτώση της δικτατορίας.


Ο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ 

Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ 

Ο Βασιλικός (Εθνικός) Κήπος είναι αναμφισβήτητα έργο ζωής και αγάπης της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδας, Αμαλίας. Άρχισε να δημιουργείται αμέσως σχεδόν μετά τη θεμελίωση των βασιλικών Ανακτόρων (σημερινής Βουλής) κάτω από την προσωπική της επίβλεψη. Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε έναν σχετικά μικρό κήπο, που θα ανήκε στο Παλάτι, και έναν μεγαλύτερο που θα αποτελούσε συνέχειά του και στον οποίο θα είχαν πρόσβαση οι πολίτες. Δεν είναι απολύτως τεκμηριωμένο ποιος είναι ο σχεδιαστής του Κήπου.

Οπωσδήποτε βασικοί συντελεστές στον σχεδιασμό του υπήρξαν ο αρχιτέκτων Έντουαρντ Ρίντελ (Edward Riedel), ο Γάλλος κηπουρός Λουί Φρανσουά Μπαρώ (Louis François Bareaud) και ο Γερμανός Φρίντριχ Σμιντ (Friedrich Schmidt). Ο τελευταίος παρέμεινε «φύλακας - άγγελος» και ψυχή του Βασιλικού Κήπου και μετά την απομάκρυνση του Όθωνα και της Αμαλίας, και συνέχισε να τον φροντίζει. O Βασιλικός Κήπος αποτελεί πάρκο έκτασης 15,5 εκταρίων στο κέντρο της Αθήνας και προσθέτοντας τον κήπο του Ζαππείου με έκταση 13 εκταρίων το πάρκο έχει έκταση 28,5 εκταρίων (285 στρέμματα).

Το πάρκο βρίσκεται δίπλα από τη Βουλή των Ελλήνων και εκτείνεται προς τα νότια όπου βρίσκεται το Ζάππειο μέγαρο απέναντι από το Παναθηναϊκό στάδιο όπου τελέστηκαν οι πρώτοι Μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896. Ο κήπος φιλοξενεί ακόμα αρχαία ερείπια, κίονες, μωσαϊκά κτλ. Στο νοτιοανατολικό του άκρο βρίσκονται οι προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια, του μεγάλου Φιλέλληνα Εϋνάρδου ενώ στο νότιο του άκρο βρίσκεται η προτομή του Εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. 

Ο Βασιλικός Κήπος ήταν έργο που δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε από την Βασίλισσα Αμαλία, η οποία σύμφωνα με τον Abou δαπανούσε 50.000 δρχ ετησίως (το 1/20 της ετήσιας βασιλικής χορηγίας) για να αποπερατωθούν οι εργασίες. Την εποχή που ξεκίνησε το έργο, φάνταζε εντελώς περιττό καθώς η γύρω περιοχή ήταν έτσι και αλλιώς ύπαιθρος. Η Βασίλισσα Αμαλία όμως επέμεινε καθώς θεωρούσε πως η πόλη όφειλε να έχει μια σκιά και μια τοποθεσία όπου θα ήταν άντρο πτηνών, αλλά και πηγή ωραίων αρωμάτων. Ο κήπος οριοθετήθηκε το 1836 από τον Φρειδερίκο Γκαίρτνερ (Friedrich von Gaertner), τον αρχιτέκτονα των ανακτόρων, σε μια έκταση 500 περίπου στρεμμάτων.

Επειδή η έκταση αυτή απέκλειε τον δρόμο Αθήνας - Αμαρουσίου - Κηφισιάς, το σχέδιο αυτό αναθεωρήθηκε το 1839 από τον Χοχ (Hoch), διευθύνοντα μηχανικό τής οικοδομής των ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Σμάρατ (Smarat) το 1839, όπου φυτεύτηκαν 15000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt), βοηθός τού Σμάρατ. 

Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για το σκοπό αυτό προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Μπαρώ διαδέχθηκε ο Φρειδερίκος Σμιτ, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα τής Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου στα σημερινά της όρια.

Η μεγαλύτερη δαπάνη για την συντήρηση του κήπου ήταν η κατανάλωση νερού, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν δυσεύρετο στην Αθήνα. Το ωράριο για την είσοδο στον κήπο ήταν αρχικώς ελεύθερο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν βρίσκονταν εκεί οι Βασιλείς. Αργότερα, επί Βασιλέως Γεωργίου το 1917, η συνθήκη αυτή καταργήθηκε και ο κήπος αποδόθηκε στους πολίτες καθ' όλη την διάρκεια της ημέρας.

Το 1917, μετά την παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο Κήπος εκ των πραγμάτων παύει να είναι «Βασιλικός». 

Ήδη όμως, και πριν ακόμη παραιτηθεί, το κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων (σημερινό Κοινοβούλιο) έχει πάψει να χρησιμοποιείται ως Βασιλικά Ανάκτορα, επειδή όλες οι διοικητικές υπηρεσίες που στεγάζονταν αρχικά εκεί, είχαν μεταφερθεί στο Ανάκτορο του Διαδόχου (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο) της οδού Ηρώδου του Αττικού. Έτσι από το 1923 ο Κήπος χαρακτηρίζεται «κρατικός» και τίθεται στη διάθεση του κοινού, παραμένοντας ανοικτός από την ανατολή και μέχρι τη δύση του ηλίου.  

Η κύρια είσοδος του πάρκου είναι από την Λεωφόρο που μετονομάστηκε σε Αμαλίας προς τιμήν της, αφού αυτή οραματίστηκε τον κήπο. Υπάρχουν άλλες έξι είσοδοι στον κήπο: μία από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, τρεις από την οδό Ηρώδου Αττικού (η μία είναι κλειδωμένη με αλυσίδα) και δύο από την περιοχή τού Ζαππείου πάρκου. Ο κήπος μετονομάστηκε σε Εθνικό κήπο το 1927 κατά την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας, ονομάστηκε πάλι σε Βασιλικό κήπο με την Παλινόρθωση και ξανά ονομάστηκε Εθνικός κήπος οριστικά το 1974. 

Μέσα στην πλούσια βλάστησή του μπορεί κανείς να βρει πολλά μικρότερα και μεγαλύτερα καθιστικά, λιμνούλες, μια παιδική χαρά, ένα καφενείο, μια παιδική βιβλιοθήκη, μια μικρή ζωολογική συλλογή και αρκετά γλυπτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την ίδρυσή του και μέχρι σήμερα ο Εθνικός Κήπος είναι ο πιο όμορφος και ζωντανός κήπος της Αθήνας, ιστορικό και φυσικό μνημείο ταυτόχρονα. Ο κύριος πνεύμονας της πρωτεύουσας.
 

ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ 

Η διαμόρφωση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη αποτελεί τη σημαντικότερη επέμβαση που δέχεται ο περιβάλλων χώρος του κτίσματος των παλαιών Ανακτόρων, την περίοδο ακριβώς που αποφασίζεται να στεγάσει τη Βουλή των Ελλήνων. Η επιλογή της θέσης ανέγερσης του μνημείου μπροστά από τα παλαιά Ανάκτορα θα αλλάξει οριστικά το χαρακτήρα του χώρου αυτού, από μεταβατικό χώρο πρόσβασης στο κτήριο σε λειτουργικά αυτόνομο χώρο - μνημείο, μεταλλάσσοντας έκτοτε αποφασιστικά και τη σχέση του κτηρίου με την πόλη.

Η σύλληψη της ιδέας για απόδοση τιμής στους άγνωστους πεσόντες στη μάχη με την εικονική και συμβολική ''ταφή'' τους, ανάγεται στην κλασική Αθήνα με γνωστότερη ίσως αναφορά αυτήν που γίνεται στον Επιτάφιο του Περικλή: «Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν ες αναίρεσιν» (Θουκυδίδης). Η ιδέα της κατασκευής ενός μνημείου για τον Άγνωστο Στρατιώτη, συνδέεται άμεσα με την ανάγκη τόνωσης της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. 

Αντίστοιχα μνημεία, αφιερωμένα στους αφανείς στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη, κατασκευάζονται στην Ευρώπη κυρίως μετά το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου, καθώς η εκάστοτε πολιτεία επιχειρεί να εκτονώσει τα αισθήματα απελπισίας και αγανάκτησης των μεμονωμένων πολιτών, αποκαθιστώντας το αίσθημα της συλλογικής απώλειας των εκατομμυρίων νεκρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας το σχετικό μνημείο ανεγείρεται λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και εξυπηρετεί επιπλέον τη συγκρότηση ενός είδους επιθυμητής συνέχειας του νέου Ελληνικού κράτους με το αρχαιοελληνικό παρελθόν του. 

Η πρόθεση ανάδειξης αυτής της ιστορικής συνέχειας που έρχεται από το παρελθόν για να προεκταθεί όμως και στο μέλλον είναι έκδηλη στην περίπτωση της πρότασης που τελικά βραβεύεται και κατασκευάζεται. Η διαμόρφωση του μνημείου οφείλει να έχει τη δυναμική του ατελούς, οφείλει να περιλαμβάνει ''κενά'' που θα συμπληρώνονται (τους αγώνες που έπονται) και να παρέχει τη δυνατότητα νέων εγγραφών που θα αποτυπώνουν αυτήν τη συνέχεια στην πόλη. Η έννοια του ''κενού'' στο δημόσιο χώρο δηλώνεται με την ένταση μιας παύσης στη συνέχεια της πόλης. 

Δεν είναι τυχαίο ότι η αίσθηση του ''άδειου'' χώρου χαρακτηρίζει τις διαμορφώσεις αντίστοιχων μνημείων, καθώς υπογραμμίζει τον απώτερο στόχο τους: την ανάκληση της συλλογικής μνήμης, την επαφή με το θάνατο. Η ιστορία της ανέγερσης του μνημείου, από την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού (1926) έως την αποπεράτωση του έργου (1932), χαρακτηρίζεται από την ένταση των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία της εποχής για σειρά ζητημάτων. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν κυρίως ιδεολογικό υπόβαθρο και αναπτύσσονται σε τρεις άξονες:

α) Τη διαμάχη που αφορά στη χωροθέτηση του μνημείου.

β) Την αμφισβήτηση της βραβευμένης στον σχετικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό πρότασης. 

γ) Την καλλιτεχνική αξία της ίδιας της ανάγλυφης παράστασης που τελικά θα φιλοτεχνηθεί.

Η θέση του χώρου ανέγερσης του μνημείου και ο τρόπος που αυτό θα συνδιαλέγεται πλέον με την πόλη, συνδέεται αναπόφευκτα με τις διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις της περιόδου. Ο άμεσος συσχετισμός του μνημείου με το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων -που την εποχή αυτή η χρήση του είναι υπό διαπραγμάτευση- και η προκήρυξη του διαγωνισμού από τον Υπουργείο Στρατιωτικών που διεκδικεί το κτήριο, προκαλεί αντιδράσεις. 

Βασικό κριτήριο για την επιλογή της θέσης ανέγερσης του μνημείου αποτελούν οι συνθήκες ιερότητας και ''σιωπής'' που οφείλει να ικανοποιεί και που σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των διαφόρων αντιπροτάσεων, προκύπτουν μόνο μέσω της προσέγγισης του μνημείου σε ''ιερά'' κτήρια ή σημαντικά ιστορικά μνημεία και τοποθεσίες. Οι πρώτες αντιδράσεις για τη θέση του μνημείου εκδηλώνονται ήδη από την προκήρυξη του διαγωνισμού και κορυφώνονται μετά τη δημοσίευση του πρώτου βραβείου, μέσω επιστολών και δημοσιευμάτων που υπογράφονται από προσωπικότητες της εποχής, με αποτέλεσμα τη σύσταση επιτροπής (1927) για την επανεξέταση του ζητήματος χωροθέτησης. 

Η εμπάθεια που προκαλεί το ζήτημα είναι απολύτως κατανοητή, αφού σχετίζεται και αφορά μια σειρά από έννοιες που την εποχή αυτή είναι καίριες για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Στο τευχίδιο με τίτλο Σύντομος μελέτη επί του ζητήματος της ανεγέρσεως του μνημείου τω Αγνώστω Στρατιώτη, η κατάλληλος θέσις και η πρέπουσα μορφή (Αθήνα, 1926) που υπογράφεται από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καμπανάκη, τόσο η ανάλυση όσο και η επιχειρηματολογία βασίζονται ακριβώς στην ερμηνεία του μνημείου με όρους Θρησκευτικούς, Συμβολικούς και Διδακτικούς. 


Είναι ενδεικτικό ότι η θέση του μνημείου κατά το συγγραφέα μπορεί να σχετιστεί μόνο με υπάρχοντα μνημεία που αφορούν την ιστορία του Ελληνικού έθνους και αυτά είναι: η Ακρόπολη (αναφορά στην αρχαιότητα), η Αγία Σοφία (αναφορά στο Βυζάντιο) ή η Ιερά Μητρόπολη (αναφορά στο νεότερη ιστορία του κράτους). Μετά την απόφαση και της ειδικής επιτροπής που επιβεβαιώνει ως καταλληλότερη τη χωροθέτηση του μνημείου στην πρώην πλατεία Ανακτόρων, την ευθύνη της ανέγερσης του μνημείου θα αναλάβει εντέλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929, ο οποίος σχεδόν ταυτόχρονα αποφασίζει να στεγαστεί η Βουλή των Ελλήνων στο κτήριο των παλαιών Ανακτόρων. 

Ο ίδιος ο Βενιζέλος θα υπερασπιστεί δημόσια την άποψη ότι το μνημείο σχετίζεται καταρχήν ιδεολογικά και συμβολικά με την έννοια της Δημοκρατίας και επομένως η άμεση γειτνίασή του με το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων και μάλιστα στο κέντρο της πρωτεύουσας -όπως συμβαίνει αντίστοιχα και σε άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης- είναι η ικανοποιητικότερη λύση. Η πρόταση που βραβεύεται στο σχετικό διαγωνισμό με το ψευδώνυμο ΣΚΡΑ, ανήκει στον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος λαμβάνει μέρος στο διαγωνισμό με δύο προτάσεις. 

Ο Λαζαρίδης, Έλληνας της Κωνσταντινούπολης με Ευρωπαϊκές σπουδές, την εποχή που κερδίζει το διαγωνισμό έχει ήδη σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό δημόσιων χώρων, ως προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων επί δημαρχίας του Βενιζελικού Σπύρου Πάτση. Αν και οι μελέτες που εκπονεί αφορούν από κτιριακά έργα μέχρι εσωτερικές διαρρυθμίσεις σημαντικών κτηρίων, το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη παραμένει το γνωστότερο ίσως από τα έργα του. 

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Λαζαρίδης, λίγα χρόνια αργότερα έλαβε μέρος -πάλι με δύο προτάσεις- και στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Ηρώο Θεσσαλονίκης, το οποίο τελικά δεν κατασκευάστηκε. Η συμμετοχή του αυτή επιβεβαιώνει, τόσο το ενδιαφέρον του για αντίστοιχες διαμορφώσει, όσο και την τακτική υποβολής δύο προτάσεων.

Η σημαντικότερη επέμβαση της πρότασης ΣΚΡΑ για τη διαμόρφωση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη αφορά την εκτεταμένη εκσκαφή στο φυσικό πρανές που εκτείνεται μπροστά από το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων, αποτελώντας τη μέχρι τότε ''πλατεία των Ανακτόρων'', προκειμένου να δημιουργηθεί μια επίπεδη σχεδόν πλατεία 7 μ. χαμηλότερα, στην ίδια δηλαδή στάθμη με τη λεωφόρο Αμαλίας. Η νέα αυτή πλατεία αυτή περιβάλλεται από έναν αναλημματικό τοίχο σχήματος (Π) «κανονικής λαξευτής λιθοδομής» από πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Στον τοίχο του βάθους τοποθετείται η ανάγλυφη παράσταση του άγνωστου στρατιώτη. 

Δύο συμμετρικές ως προς τον άξονα του μνημείου κλίμακες συνδέουν τη στάθμη της πλατείας και του μνημείου με τη στάθμη του υπερκείμενου περιβάλλοντα χώρου του κτηρίου των παλαιών Ανακτόρων. Ανάμεσα στις κλίμακες, τους δύο ημικυκλικά επίπεδα συγκροτούν ένα είδος χαμηλού βάθρου για τον τάφο, ο οποίος τοποθετείται αξονικά ως προς την πλατεία και την ανάγλυφη παράσταση. Στο βασικό επίπεδο της πλατείας δύο όμοια παρτέρια υψηλής φύτευσης διαμορφώνονται εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας του μνημείου, ενώ ο υπόλοιπος χώρος παραμένει κενός. 

Η πλατεία ασφαλτοστρώνεται, αλλά στην ασφαλτόστρωση ενσωματώνονται ζώνες λευκού μαρμάρου, επιμερίζοντας τη μεγάλη επιφάνεια με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργείται η εντύπωση προοπτικής σύγκλισης προς το κέντρο του μνημείου, δηλαδή τον τάφο και την ανάγλυφη παράσταση. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι και η δεύτερη πρόταση που κατατίθεται από το Λαζαρίδη με το ψευδώνυμο ΕΛΛΗΝ διατηρεί τις ίδιες βασικές συνθετικές αρχές, δηλαδή την εκσκαφή και τον αναλημματικό τοίχο, τις δύο κλίμακες που συνδέουν το επίπεδο που προκύπτει με τον προαύλιο χώρο του κτηρίου καθώς και το αξονικά τοποθετημένο θέμα του τάφου, με τα δύο παρτέρια εκατέρωθεν. 

Οι ομοιότητες αυτές αφορούν τη γενικότερη συνθετική προσέγγιση του αρχιτέκτονα, ο οποίος αντιμετωπίζει το μνημείο όχι ως αυτόνομη γλυπτική σύνθεση αλλά ως στοιχείο του ευρύτερου σχεδιασμού της πλατείας και του τρόπου που αυτή συνδιαλέγεται με τα δεδομένα της υφιστάμενης κατάστασης. Όπως και ο ίδιος αναφέρει σε δημοσίευμά του στο περιοδικό Έργα (15 Αυγούστου 1928) με αφορμή την ανάθεση της οριστικής μελέτης: «ο τάφος του Αγνώστου και η προ των παλαιών Ανακτόρων πλατεία έπρεπε να αποτελέσει έν καλλιτεχνικόν σύνολον αδιαίρετο, ούτως ώστε τάφος και πλατεία να αποτελέσωσιν έν και μόνον θέμα, το του μνημείου».

Οι διαφορές των δύο προτάσεων αφορούν το γενικότερο ύφος σε επίπεδο χαράξεων των δαπεδοστρώσεων και των επενδύσεων, τα προτεινόμενα υλικά, καθώς και την επεξεργασία των επιμέρους στοιχείων. Στη δεύτερη πρόταση το κεντρικό θέμα του τάφου αποδίδεται με μία γλυπτική σύνθεση που αφορά ημικυκλικό περίπτερο με πέντε κίονες, στο κέντρο του όποιου τοποθετείται άγαλμα στρατιώτη. Η λύση που βραβεύεται είναι σίγουρα πιο λιτή στο σύνολό της, παρόλο που στα σχέδια του διαγωνισμού το ύφος και ο σχεδιασμός της ανάγλυφης εντοιχισμένης παράστασης δεν αποπνέει τη Δωρικότητα της παράστασης που τελικά κατασκευάζεται. 


Τελικά. τον Ιούνιο του 1928 το υπουργικό συμβούλιο αναθέτει στο Λαζαρίδη την εκπόνηση των οριστικών σχεδίων. Το μνημείο κατασκευάζεται με ελάχιστες διαφοροποιήσεις και προσθήκες (κύπελλα θυμιάματος κ.λπ.), ενώ αντικαθίσταται η ανάγλυφη παράσταση. Η αντικατάσταση του αναγλύφου που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό έρχεται ως συνέπεια της διαφωνίας που προκύπτει μεταξύ του Εμμανουήλ Λαζαρίδη και του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου με τον οποίον είχε συνεργαστεί για την υποβολή της πρότασης. 

Το ζήτημα αυτό, δηλαδή της αντικατάστασης όχι μόνο του θέματος που απεικονίζεται αλλά και του ίδιου του γλύπτη που την επιμελείται, καθώς και η καλλιτεχνική αξία της τελικής και πραγματοποιημένης πρότασης αποτελεί αιτία επιπλέον αντιδράσεων. Το νέο σχεδιασμό αναλαμβάνει τελικά και εκτελεί ο Φωκίωνας Ρωκ, υπό την επίβλεψη του Κώστα Δημητριάδη, καθηγητή γλυπτικής και προσωπικού φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου. πρόκειται για ένα νεκρό οπλίτη που φορά κράνος και κρατά ασπίδα, ο οποίος λαξεύεται πάνω στον πωρόλιθο.

Οι εντονότερες επιθέσεις, ωστόσο, αφορούν αυτή καθαυτή την πρόταση και επικεντρώνονται κυρίως στο ζήτημα της εκσκαφής. Η υψομετρική διαφορά που προκύπτει δημιουργεί ένα είδος τεχνητού βάθρου για το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων, αποκόπτοντάς το από το φυσικό επίπεδο έδρασής του και αλλοιώνοντας τη φυσική τοπογραφία στο σημείο εκείνο της πόλης. Η τολμηρή αυτή χειρονομία θα δεχτεί έντονη κριτική, καθώς υποστηρίζεται επιπλέον ότι προσδίδει στο κτήριο μια μνημειακότητα που αντιστρατεύεται την απλότητα και τη ''μετριοπάθεια'' που το χαρακτήριζε. 

Ωστόσο, η πρόσληψη του μνημείου ως ''μέρους'' του κτηρίου προκαλεί επιθυμητούς συνειρμούς σε συμβολικό επίπεδο: τη βάση του κτηρίου της Βουλής, το βάθρο της Δημοκρατίας, αποτελεί η διαμόρφωση ενός ταφικού μνημείου αφιερωμένου στους αγώνες του νεότερου Ελληνικού έθνους. Είναι ενδεικτικό ότι και στις δύο προτάσεις που καταθέτει ο Λαζαρίδης, τόσο στα σχέδια των όψεων, όσο και σε αυτά των κατόψεων, απεικονίζεται το πρόστυλο της πρόσοψης του κτηρίου, ως μέρος της σύνθεσης. Ωστόσο, θα ήταν υπερβολή να αποδίδαμε τέτοιου τύπου ιδεολογικούς συσχετισμούς στις προθέσεις του αρχιτέκτονα. 

Ο συσχετισμός του κτηρίου με την πλατεία - μνημείο εντάσσεται στην προσπάθεια του Λαζαρίδη να διαμορφώσει ένα δημόσιο χώρο που να βρίσκεται σε διαλογική σχέση με το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων -η χρήση του οποίου την περίοδο προκήρυξης του διαγωνισμού-, αλλά και με την πλατεία Συντάγματος και τον άξονα της οδού Ερμού, όπως ο ίδιος αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμα (Έργα).

Οι αντιδράσεις της εποχής σχετικά με το μνημείο, αν και απολύτως θεμιτές, μπορούν να ερμηνευτούν έως ένα βαθμό και μέσα στο πλαίσιο της δυσκολίας αποδοχής οποιουδήποτε νέου σχεδιασμού στο δημόσιο χώρο, ειδικά όταν αυτός αλλοιώνει τη βασική φυσιογνωμία του χώρου και χάνεται ο χαρακτήρας των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί στη συλλογική μνήμη των πολιτών. Αξιολογώντας την πρόταση σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι τόσο σε επίπεδο γενικότερου σχεδιασμού, όσο και σε επίπεδο συσχετισμού υλικών και ενσωμάτωσης διακόσμου. 

Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη διεκδίκησε ποιότητες του ''σύγχρονου'' στην εποχή του -στο πεδίο του σχεδιασμού δημόσιου χώρου- και είχε την πρόθεση να συνομιλήσει με έργα πέρα από τα όρια της Ελλάδας -στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, έχει σημασία να τονιστεί η προσπάθεια του αρχιτέκτονα να συλλάβει την πλατεία - μνημείο ως συνέχεια και απόληξη των άλλων σημαντικών δημόσιων χώρων που σχετίζονται άμεσα με αυτόν, αποκαθιστώντας ένα ενιαίο σύνολο που, όπως υποστήριζε, θα ήταν το πρώτο μέχρι τότε στην πρωτεύουσα: 

«Το μνημείον ούτω εννοούμενον έπρεπεν επί πλέον να ευρίσκεται εν απολύτω αρμονία με τα οπίσω αυτού παλαιά Ανάκτορα πλαισιώνον αυτά και να συμπληρώνη την γενικήν διάταξιν της πλατείας του Συντάγματος μετά της κατά τον άξονα αυτής οδού Ερμού, ούτως ώστε να αποτελεσθή μία γενική σύνθεσις θέτουσα τέρμα εις το ασυνάρτητον του γενικού τούτου χώρου και αποτελούσα σύνολον διακοσμητικόν, όπερ θα είναι το πρώτο δημιουργούμενον εν τη πρωτευούση»

Ο ρόλος της πλατείας - μνημείου στη διάρκεια ζωής της στην πόλη επιβεβαιώνει τη σημασία της ως ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της πλατείας Συντάγματος και του κτηρίου της Βουλής. Αν και οι δράσεις που αναπτύσσονται στην πλατεία ακολουθούν το συντακτικό ενός θεατρικού εντέλει χώρου -όπου το μνημείο και η αλλαγή φρουράς των Ευζώνων αποτελούν το βασικό θέαμα με τους πολίτες να διατάσσονται γύρω και μπροστά από αυτό-, η πλατεία λειτουργεί παράλληλα ως το επίπεδο διακοπής της δυνατότητας προσέγγισης στο κτήριο της Βουλής και των δράσεων που απευθύνονται προς αυτό.

Ωστόσο, η διαμόρφωση του μνημείου σήμερα είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένη, τόσο με το κτήριο της Βουλής, όσο και την πλατεία Συντάγματος, επικυρώνοντας μέρος των αρχικών προθέσεων, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δικαιώνονται όλες οι επιλογές του αρχικού του σχεδιασμού, αλλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η εγγραφή ενός δημόσιου χώρου στη συνείδηση της πόλης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια μιας συλλογικής βιωματικής εμπειρίας, όταν υποστηρίζεται όμως και από έναν ικανό σχεδιασμό.
 
ΧΑΡΤΕΣ


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Β'

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου