Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει,
5 ἄστυδε ἱέμενος, καὶ ἑὸν προσέειπε συβώτην·
«ἄττ᾽, ἦ τοι μὲν ἐγὼν εἶμ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρα με μήτηρ
ὄψεται· οὐ γάρ μιν πρόσθεν παύσεσθαι ὀΐω
κλαυθμοῦ τε στυγεροῖο γόοιό τε δακρυόεντος,
πρίν γ᾽ αὐτόν με ἴδηται· ἀτὰρ σοί γ᾽ ὧδ᾽ ἐπιτέλλω.
10 τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρ᾽ ἂν ἐκεῖθι
δαῖτα πτωχεύῃ· δώσει δέ οἱ ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι
πύρνον καὶ κοτύλην· ἐμὲ δ᾽ οὔ πως ἔστιν ἅπαντας
ἀνθρώπους ἀνέχεσθαι, ἔχοντά περ ἄλγεα θυμῷ.
ὁ ξεῖνος δ᾽ εἴ περ μάλα μηνίει, ἄλγιον αὐτῷ
15 ἔσσεται· ἦ γὰρ ἐμοὶ φίλ᾽ ἀληθέα μυθήσασθαι.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλος, οὐδέ τοι αὐτὸς ἐρύκεσθαι μενεαίνω·
πτωχῷ βέλτερόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ᾽ ἀγροὺς
δαῖτα πτωχεύειν· δώσει δέ μοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσιν.
20 οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί,
ὥς τ᾽ ἐπιτειλαμένῳ σημάντορι πάντα πιθέσθαι.
ἀλλ᾽ ἔρχευ· ἐμὲ δ᾽ ἄξει ἀνὴρ ὅδε, τὸν σὺ κελεύεις,
αὐτίκ᾽ ἐπεί κε πυρὸς θερέω ἀλέη τε γένηται.
αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ᾽ ἔχω κακά· μή με δαμάσσῃ
25 στίβη ὑπηοίη· ἕκαθεν δέ τε ἄστυ φάτ᾽ εἶναι.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὰ σταθμοῖο βεβήκει,
κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας,
ἔγχος μέν ῥ᾽ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν,
30 αὐτὸς δ᾽ εἴσω ἴεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν.
Τὸν δὲ πολὺ πρώτη εἶδε τροφὸς Εὐρύκλεια,
κώεα καστορνῦσα θρόνοις ἔνι δαιδαλέοισι,
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἰθὺς κίεν· ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἄλλαι
δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο,
35 καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους.
Ἡ δ᾽ ἴεν ἐκ θαλάμοιο περίφρων Πηνελόπεια,
Ἀρτέμιδι ἰκέλη ἠὲ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ,
ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε δακρύσασα,
κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλά,
40 καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος· οὔ σ᾽ ἔτ᾽ ἐγώ γε
ὄψεσθαι ἐφάμην, ἐπεὶ οἴχεο νηῒ Πύλονδε
λάθρῃ, ἐμεῦ ἀέκητι, φίλου μετὰ πατρὸς ἀκουήν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι κατάλεξον, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.»
45 Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, μή μοι γόον ὄρνυθι μηδέ μοι ἦτορ
ἐν στήθεσσιν ὄρινε φυγόντι περ αἰπὺν ὄλεθρον·
ἀλλ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
50 εὔχεο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας
ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγορὴν ἐσελεύσομαι, ὄφρα καλέσσω
ξεῖνον, ὅτις μοι κεῖθεν ἅμ᾽ ἕσπετο δεῦρο κιόντι.
τὸν μὲν ἐγὼ προὔπεμψα σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι,
55 Πείραιον δέ μιν ἠνώγεα προτὶ οἶκον ἄγοντα
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος.
ἡ δ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εὔχετο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας
60 ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ.
Τηλέμαχος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἔγχος ἔχων, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾽ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη·
τὸν δ᾽ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο.
65 ἀμφὶ δέ μιν μνηστῆρες ἀγήνορες ἠγερέθοντο
ἔσθλ᾽ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον.
αὐτὰρ ὁ τῶν μὲν ἔπειτα ἀλεύατο πουλὺν ὅμιλον,
ἀλλ᾽ ἵνα Μέντωρ ἧστο καὶ Ἄντιφος ἠδ᾽ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοι ἦσαν ἑταῖροι,
70 ἔνθα καθέζετ᾽ ἰών· τοὶ δ᾽ ἐξερέεινον ἅπαντα.
τοῖσι δὲ Πείραιος δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἦλθε
ξεῖνον ἄγων ἀγορήνδε διὰ πτόλιν· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
Τηλέμαχος ξείνοιο ἑκὰς τράπετ᾽, ἀλλὰ παρέστη.
τὸν καὶ Πείραιος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε·
75 «Τηλέμαχ᾽, αἶψ᾽ ὄτρυνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα γυναῖκας,
ὥς τοι δῶρ᾽ ἀποπέμψω, ἅ τοι Μενέλαος ἔδωκε.»
***
Όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,δένει ο Τηλέμαχος, ο γιος του θεϊκού Οδυσσέα,
στα πόδια του ωραία σανδάλια, άλκιμο δόρυ πιάνει
στο χέρι του αρμοσμένο, κι έτοιμος πια να ξεκινήσει
για την πόλη, γύρισε κι είπε στον χοιροβοσκό του:
«Καλέ μου γέροντα, εγώ θα κατεβώ στη χώρα, τα μάτια να με δουν
της μάνας μου· γιατί δεν το φαντάζομαι να σταματήσει
το πικρό της κλάμα, τον πολυδάκρυτο οδυρμό της, αν πρώτα
ο ίδιος δεν φανερωθώ μπροστά της.
Αλλά κι εσένα έχω κάτι να σου παραγγείλω·
10 τον άμοιρο τον ξένο οδήγησε στην πόλη, εκεί
να ζητιανέψει το φαΐ του, όποιος θελήσει να του δώσει
ψωμί σταρένιο, κούπα με κρασί.
Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται να παίρνω πάνω μου
όλων τα βάρη· έχω δικά μου βάσανα που με βαραίνουν.
Κι αν πρόκειται γι᾽ αυτό ο ξένος να φουντώσει από θυμό,
κακό δικό του· για μένα είναι πάντα προτιμότερο
να ακούγεται η αλήθεια.»
Αμέσως αποκρίθηκε έξυπνος κι εύστροφος ο Οδυσσέας:
«Καλό μου παλληκάρι, μήτε κι ο ίδιος θέλω να κουρνιάσω εδώ·
ο ζήτουλας καλύτερα να ζητιανεύει το ψωμί του
μέσα στην πόλη, παρά να τρέχει στα χωράφια —
κι όποιος καταδεχτεί, όλο και κάτι θα του δώσει.
20 Στο κάτω κάτω δεν με σηκώνουν πια τα χρόνια μου
να τριγυρνώ στις μάντρες, να κάνω όλα τα θελήματα,
ό,τι μου πει το αφεντικό.
Τράβα λοιπόν τον δρόμο σου· εμένα αυτός θα μ᾽ οδηγήσει,
όπως εσύ το ορίζεις. Μόνο να πυρωθώ λιγάκι
και να γλυκάνει πρώτα ο ήλιος.
Γιατί τα βλέπεις τα άθλια ρούχα που φορώ, και κινδυνεύω
να με ξεπαγιάσει η πάχνη της αυγής.
Αφήνω που, όπως λέτε, απέχει η πόλη κάμποσο.»
Έτσι του μίλησε, και κίνησε ο Τηλέμαχος με βήμα γρήγορο,
εγκαταλείποντας τη μάντρα, κλώθοντας μέσα στο μυαλό του
για τους μνηστήρες το κακό.
Κι όταν πλησίασε το αρχοντικό παλάτι, στήριξε πρώτα
το κοντάρι που κρατούσε σε ψηλή κολόνα,
30 ύστερα πάτησε το λίθινο κατώφλι, και μπήκε μέσα.
Πρώτη τον είδε η παραμάνα Ευρύκλεια, καθώς την ώρα εκείνη
έστρωνε τις προβιές σε σκαλισμένους θρόνους.
Έτρεξε βουρκωμένη προς το μέρος του, και γύρω της
μαζεύτηκαν οι άλλες δούλες του καρτερικού Οδυσσέα —
αγάπη και φιλήματα στην κεφαλή του και στους ώμους.
Πρόφτασε όμως κατεβαίνοντας από την κάμαρή της
στοχαστική κι η Πηνελόπη, ίδια στην όψη
με την Άρτεμη ή τη χρυσή Αφροδίτη.
Απλώνοντας τα χέρια της εναγκαλίστηκε τον γιο της
δακρυσμένη, τον φίλησε στο πρόσωπο, στα δυο ωραία του μάτια,
κι όπως ολοφυρόμενη του μίλησε, τα λόγια της
40 πετούσαν σαν πουλιά:
«Ήλθες, γλυκό μου φως! Κι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν
τα μάτια μου, αφότου εμίσεψες μακριά, παρά τη θέλησή μου,
με το καράβι σου στην Πύλο, να μάθεις νέα
του ακριβού πατέρα σου.
Έλα λοιπόν και πες μου τι αντικρίσανε τα μάτια σου.»
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε φρόνιμος ο Τηλέμαχος:
«Το κλάμα μου μην αφορμίζεις πάλι, μάνα μου,
μην ξεσηκώνεις την ψυχή μου — μόλις που ξέφυγα τον άγριο όλεθρο.
Ρίξε καλύτερα νερό στο σώμα σου, φόρεσε ρούχα καθαρά,
ανέβα με τις παρακόρες σου στο ανώγι, ευχήσου εκεί
50 σ᾽ όλους τους αθανάτους, τάξε τις τέλειες εκατόμβες,
να συντελέσει ο Δίας κάποτε τα έργα της εκδίκησης.
Εγώ θα πάω στην αγορά, να φέρω εδώ τον ξένο
που με συνόδεψε από τα μέρη εκείνα στον δρόμο
της επιστροφής μου. Τον έστειλα πρωτύτερα
με τους θεόμορφους συντρόφους, είπα στον Πείραιο
μαζί του να τον πάρει, σπίτι του, να τον φιλέψει με φιλόξενη
φροντίδα και τιμή, ωσότου εγώ επιστρέψω.»
Τα λόγια που της είπε δεν εξανεμίστηκαν· εκείνη
αμέσως έριξε στο σώμα της νερό, φόρεσε ρούχα καθαρά,
ευχήθηκε σ᾽ όλους τους αθανάτους, έταξε τέλειες εκατόμβες,
60 να συντελέσει ο Δίας κάποτε τα έργα της εκδίκησης.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος διάβηκε το παλάτι και προχώρησε έξω,
με το κοντάρι του στο χέρι — και πίσω του δυο γρήγορα σκυλιά.
Ράντισε τότε πάνω του θεσπέσια χάρη η Αθηνά,
τόση που ο κόσμος τον κοιτούσε και τον θαύμαζε στον ερχομό του.
Γύρω του συναθροίστηκαν περήφανοι οι μνηστήρες,
λόγια καλά αγορεύοντας, μες στο μυαλό τους όμως
βυσσοδομούσαν το κακό.
Θέλησε εκείνος ν᾽ αποφύγει την πυκνή τους συντροφιά, κι όπου
ήσαν καθισμένοι ο Μέντωρ, ο Άντιφος, ο Αλιθέρσης
(οι τρεις τους εξαρχής σύντροφοι πατρικοί και φίλοι)
κοντά τους κάθησε, κι αυτοί πήραν να τον ρωτούν
70 για τα καθέκαστα.
Στην ώρα φάνηκε κι ο Πείραιος, ακοντιστής λαμπρός,
στην αγορά τον ξένο οδηγώντας μέσα απ᾽ την πόλη.
Δεν βράδυνε πολύ ο Τηλέμαχος μακριά τους· βρέθηκε
πλάι τους, κι ο Πείραιος πρόλαβε να του μιλήσει πρώτος:
«Τηλέμαχε, πες στις γυναίκες σου να ᾽ρθουν στο σπίτι,
τα δώρα να επιστρέψω που σου χάρισε ο Μενέλαος.»