Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (16.321-16.392)

Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτ᾽ Ἰθάκηνδε κατήγετο νηῦς εὐεργής,
ἣ φέρε Τηλέμαχον Πυλόθεν καὶ πάντας ἑταίρους.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκοντο,
325 νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν,
τεύχεα δέ σφ᾽ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες,
αὐτίκα δ᾽ ἐς Κλυτίοιο φέρον περικαλλέα δῶρα.
αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,
330 οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ᾽ ἀγροῦ, νῆα δ᾽ ἀνώγει
ἄστυδ᾽ ἀποπλείειν, ἵνα μὴ δείσασ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ἰφθίμη βασίλεια τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβοι.
τὼ δὲ συναντήτην κῆρυξ καὶ δῖος ὑφορβὸς
τῆς αὐτῆς ἕνεκ᾽ ἀγγελίης, ἐρέοντε γυναικί.
335 ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκοντο δόμον θείου βασιλῆος,
κῆρυξ μέν ῥα μέσῃσι μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν·
«ἤδη τοι, βασίλεια, φίλος πάϊς εἰλήλουθε.»
Πηνελοπείῃ δ᾽ εἶπε συβώτης ἄγχι παραστὰς
πάνθ᾽ ὅσα οἱ φίλος υἱὸς ἀνώγει μυθήσασθαι.
340 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶσαν ἐφημοσύνην ἀπέειπε,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μεθ᾽ ὕας, λίπε δ᾽ ἕρκεά τε μέγαρόν τε.
Μνηστῆρες δ᾽ ἀκάχοντο κατήφησάν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
ἐκ δ᾽ ἦλθον μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς,
αὐτοῦ δὲ προπάροιθε θυράων ἑδριόωντο.
345 τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
«ὦ φίλοι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως τετέλεσται
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε· φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.
ἀλλ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν, ἥ τις ἀρίστη,
ἐς δ᾽ ἐρέτας ἁλιῆας ἀγείρομεν, οἵ κε τάχιστα
350 κείνοις ἀγγείλωσι θοῶς οἶκόνδε νέεσθαι.»
Οὔ πω πᾶν εἴρηθ᾽, ὅτ᾽ ἄρ᾽ Ἀμφίνομος ἴδε νῆα,
στρεφθεὶς ἐκ χώρης, λιμένος πολυβενθέος ἐντός,
ἱστία τε στέλλοντας ἐρετμά τε χερσὶν ἔχοντας.
ἡδὺ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκγελάσας μετεφώνεεν οἷς ἑτάροισι·
355 «μή τιν᾽ ἔτ᾽ ἀγγελίην ὀτρύνομεν· οἵδε γὰρ ἔνδον.
ἤ τίς σφιν τόδ᾽ ἔειπε θεῶν, ἢ ἔσιδον αὐτοὶ
νῆα παρερχομένην, τὴν δ᾽ οὐκ ἐδύναντο κιχῆναι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνστάντες ἔβαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
αἶψα δὲ νῆα μέλαιναν ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν,
360 τεύχεα δέ σφ᾽ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες.
αὐτοὶ δ᾽ εἰς ἀγορὴν κίον ἁθρόοι, οὐδέ τιν᾽ ἄλλον
εἴων οὔτε νέων μεταΐζειν οὔτε γερόντων.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«ὢ πόποι, ὡς τόνδ᾽ ἄνδρα θεοὶ κακότητος ἔλυσαν.
365 ἤματα μὲν σκοποὶ ἷζον ἐπ᾽ ἄκριας ἠνεμοέσσας
αἰὲν ἐπασσύτεροι· ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι
οὔ ποτ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου νύκτ᾽ ἄσαμεν, ἀλλ᾽ ἐνὶ πόντῳ
νηῒ θοῇ πλείοντες ἐμίμνομεν Ἠῶ δῖαν,
Τηλέμαχον λοχόωντες, ἵνα φθείσωμεν ἑλόντες
370 αὐτόν· τὸν δ᾽ ἄρα τῆος ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων.
ἡμεῖς δ᾽ ἐνθάδε οἱ φραζώμεθα λυγρὸν ὄλεθρον
Τηλεμάχῳ, μηδ᾽ ἧμας ὑπεκφύγοι· οὐ γὰρ ὀΐω
τούτου γε ζώοντος ἀνύσσεσθαι τάδε ἔργα.
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐπιστήμων βουλῇ τε νόῳ τε,
375 λαοὶ δ᾽ οὐκέτι πάμπαν ἐφ᾽ ἡμῖν ἦρα φέρουσιν.
ἀλλ᾽ ἄγετε, πρὶν κεῖνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς
εἰς ἀγορήν ―οὐ γάρ τι μεθησέμεναί μιν ὀΐω,
ἀλλ᾽ ἀπομηνίσει, ἐρέει δ᾽ ἐν πᾶσιν ἀναστὰς
οὕνεκά οἱ φόνον αἰπὺν ἐράπτομεν οὐδ᾽ ἐκίχημεν·
380 οἱ δ᾽ οὐκ αἰνήσουσιν ἀκούοντες κακὰ ἔργα·
μή τι κακὸν ῥέξωσι καὶ ἥμεας ἐξελάσωσι
γαίης ἡμετέρης, ἄλλων δ᾽ ἀφικώμεθα δῆμον·
ἀλλὰ φθέωμεν ἑλόντες ἐπ᾽ ἀγροῦ νόσφι πόληος
ἢ ἐν ὁδῷ· βίοτον δ᾽ αὐτοὶ καὶ κτήματ᾽ ἔχωμεν,
385 δασσάμενοι κατὰ μοῖραν ἐφ᾽ ἡμέας, οἰκία δ᾽ αὖτε
κείνου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾽ ὅς τις ὀπυίοι.
εἰ δ᾽ ὑμῖν ὅδε μῦθος ἀφανδάνει, ἀλλὰ βόλεσθε
αὐτόν τε ζώειν καὶ ἔχειν πατρώϊα πάντα,
μή οἱ χρήματ᾽ ἔπειτα ἅλις θυμηδέ᾽ ἔδωμεν
390 ἐνθάδ᾽ ἀγειρόμενοι, ἀλλ᾽ ἐκ μεγάροιο ἕκαστος
μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος· ἡ δέ κ᾽ ἔπειτα
γήμαιθ᾽ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.»

***
Κι ενώ εκείνοι μεταξύ τους έτσι συνομιλούσαν,
έμπαινε κιόλας στην Ιθάκη το καλοχτισμένο πλοίο,
αυτό που τον Τηλέμαχο έφερε απ᾽ την Πύλο
και τους συντρόφους του όλους.
Κι όταν προσάραξε μες στο βαθύ λιμάνι,
τράβηξαν στην ακτή το μελανό καράβι, κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι
τους πήραν τ᾽ άρματα. Με δίχως καθυστέρηση μετέφεραν μετά
τα εξαίσια δώρα στου Κλυτίου το σπίτι,
κι αμέσως έστειλαν τον κήρυκα στου Οδυσσέα τα δώματα, την αγγελία να φέρει
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, πως ο Τηλέμαχος είχε ξεμείνει
330 στους αγρούς, έδωσε όμως εντολή να καταπλεύσει το πλεούμενο
ίσα στην πόλη, για να μην έχει μέσα της τον φόβο η φρόνιμη βασίλισσα
και τρέχει από τα μάτια της το δάκρυ της ποτάμι.
Συνέπεσαν ωστόσο κήρυκας και θείος χοιροβοσκός,
με το ίδιο μήνυμα κι οι δυο, για να το πουν στην Πηνελόπη.
Κι όταν μέσα στο σπίτι βρέθηκαν του θεϊκού Οδυσσέα,
φώναξε ο κήρυκας ανάμεσα στις άλλες δούλες:
«Βασίλισσα, γύρισε πίσω το αγαπημένο σου παιδί.»
Συγχρόνως ο χοιροβοσκός στάθηκε πλάι στην Πηνελόπη,
της εξηγούσε τα όσα του είχε παραγγείλει ο αγαπημένος γιος της,
340 κι όταν απόσωσε την εντολή του ολόκληρη, άφησε πίσω του
παλάτι και περίβολο, και τράβηξε τον δρόμο του,
να βρει τους χοίρους του.
Όσο για τους μνηστήρες, κατσουφιασμένοι και στυφοί απ᾽ το κακό τους,
βγήκαν απ᾽ τη μεγάλη αίθουσα, προσπέρασαν τον υψωμένο τοίχο
της αυλής, κι απέξω εκεί, μπρος στην αυλόθυρα, μαζεύτηκαν.
Πρώτος ανάμεσά τους πήρε τον λόγο του Πολύβου ο γιος, ο Ευρύμαχος:
«Φίλοι μου, τι θρασύ κατόρθωμα κι αυτό που συντελέστηκε
με το ταξίδι του Τηλέμαχου — κι εμείς φωνάζαμε πως όχι,
ατέλεστο θα μείνει.
Μα τώρα εμπρός, καράβι μελανό να ρίξουμε
στη θάλασσα κι ας μαζευτούν οι κωπηλάτες ναύτες το ταχύτερο,
350 να φέρουν μήνυμα σ᾽ αυτούς, αμέσως να γυρίσουν πίσω.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του και βλέπει ο Αμφίνομος,
στριφογυρίζοντας στη θέση του, το πλοίο κιόλας στο βαθύ λιμάνι·
να κατεβάζουν τα πανιά και να σηκώνουν τα κουπιά στα χέρια.
Ξέσπασε τότε σε γέλωτα ιλαρό, φωνάζοντας προς τους συντρόφους:
«Κάθε μας μήνυμα πια περισσεύει· να τοι μες στο λιμάνι!
Ή τους φανέρωσε το πράγμα ένας θεός, ή με τα μάτια τους
είδαν το πλοίο του Τηλεμάχου να τους προσπερνά,
αλλά δεν μπόρεσαν να το προλάβουν.»
Ακούγοντας τα λόγια του σηκώθηκαν μεμιάς και τράβηξαν να πάνε
στο ακρογιάλι. Γρήγορα εκείνοι σέρνουν στη στεριά το μελανό καράβι,
360 κι οι παραγιοί ολοπρόθυμοι τους πήραν τ᾽ άρματα.
Όλοι μαζί μετά σπεύδουν για σύναξη στην αγορά, αλλά δεν άφησαν
πλάι τους να καθήσει κανένας άλλος, νέος ή γέρος.
Τότε ο Αντίνοος, ο γιος του Ευπείθη, μπήκε στη μέση και τους είπε:
«Ουαί κι αλίμονο· πώς οι θεοί τον γλίτωσαν αυτόν από τον όλεθρο!
Όλη τη μέρα, στημένοι σε βίγλες ανεμόδαρτες,
άλλαζαν οι σκοποί μας βάρδια. Κι όταν ο ήλιος έγερνε στη δύση,
μήτε μια νύχτα δεν μας βρήκε ξαπλωμένους στη στεριά·
μέσα στο πέλαγος, πάνω στο γρήγορο καράβι, πλέοντας συνεχώς,
καραδοκούσαμε να φέξει το θείο φως της μέρας,
προσηλωμένοι στου Τηλεμάχου το καρτέρι, πώς θα τον πιάσουμε,
για να τον θανατώσουμε — κι όμως αυτόν σώο τον έφερε στο σπίτι
370 σίγουρα κάποιος δαίμονας.
Καιρός όμως εδώ τον άθλιο χαλασμό να σοφιστούμε
του Τηλεμάχου· μη μας ξεφύγει πάλι μέσα από τα χέρια.
Γιατί, όσο εκείνος ζει, δεν βλέπω τη δουλειά μας να τελειώνει·
ξέρει καλά από μόνος του πώς να σκεφτεί και τι να αποφασίσει,
αλλά κι ο κόσμος πια δεν μας χαρίζεται κι εμάς σαν άλλοτε.
Λοιπόν βιαστείτε, προτού καλέσει εκείνος τους Αχαιούς
στην αγορά. Δεν το νομίζω πως θα μείνει με χέρια σταυρωμένα.
Διπλά οργισμένος, θα σηκωθεί σ᾽ όλους μπροστά, να φανερώσει
τον άγριο φόνο που μηχανευτήκαμε, αλλά δεν τον προλάβαμε·
κι αυτοί ασφαλώς δεν πρόκειται να μας παινέσουν, ακούγοντας
380 τη βρώμική μας πράξη.
Μήπως μας βλάψουν άσχημα, μας εξορίσουν απ᾽ την ίδια μας
τη γη, και φτάσουμε σε ξένη χώρα.
Ας τον προλάβουμε λοιπόν, στα χέρια μας να πέσει· μακριά
απ᾽ την πόλη, στους αγρούς ή και στον δρόμο
να τον θανατώσουμε. Ύστερα μοιραζόμαστε τα πλούτη και τους θησαυρούς του —
ίσο μερίδιο όλοι. Το σπίτι θα το αφήσουμε ασφαλώς
στη μάνα του, να το ᾽χει αυτή κι όποιος την παντρευτεί.
Αν όμως δεν αρέσει ο λόγος μου, αν προτιμάτε να μείνει
ζωντανός αυτός και στο ακέραιο να κρατεί τα πατρικά αγαθά του, τότε
λέω να πάψουμε κι εμείς εδώ να μαζευόμαστε, να τρώμε
το δικό του βιος με σπάταλη ευχαρίστηση· καλύτερα
390 ο καθένας χωριστά, από το σπίτι του να στέλνει προξενιό
και να της τάζει τα γαμήλια δώρα, κι εκείνη ας πάρει ταίρι της
όποιον τα πιο πολλά της δώσει κι όποιον της γράφει η μοίρα της.»

Ο χρόνος είναι τόσο πολύτιμος… φρόντισε να τον αξιοποιήσεις σωστά γιατί δεν γυρίζει πίσω

Πόσες φορές έχεις αναβάλλει ραντεβού με φίλους; Πόσες άλλες, έχεις αναβάλλει δραστηριότητες ή επισκέψεις σε συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα; Πόσες φορές έχεις ψιθυρίσει από μέσα σου «μακάρι να μην κρατήσει πολύ αυτή η οικογενειακή μάζωξη!»

Αναρωτήσου πόσο συχνά πιάνεις τον εαυτό σου να σχεδιάζεις ταξίδια και διακοπές ενώ είσαι στην δουλειά, να μετράς αντίστροφα τις μέρες μέχρι να έρθει Σαββατοκύριακο, να είσαι μαζί με κάποιον αλλά να είσαι αφοσιωμένος στο κινητό σου;

Κάνουμε πράγματα που δεν θέλουμε, ασχολούμαστε με ανθρώπους και δουλειές που δεν μας ταιριάζουν και δεν μας ικανοποιούν, ξεστομίζουμε λόγια που δεν εννοούμε, αφήνουμε τον εγωισμό μας να μας στοιχίσει σχέσεις με ανθρώπους που αγαπάμε, περιμένουμε πάντα από τους άλλους να μας προσεγγίσουν, υποτιμάμε ουσιαστικές και σημαντικές στιγμές της ζωής μας γιατί τις θεωρούμε δεδομένες.

Τελικά ζούμε; Η απλώς επιβιώνουμε; Αναρωτιέμαι, αν μας έχει περάσει από το μυαλό, πως η ζωή είναι απρόβλεπτη. Συνήθως το αναφέρουμε σε συζητήσεις, αλλά το έχουμε αντιληφθεί; Μέχρι να συμβεί κάτι απρόβλεπτο ή ξαφνικό σε μας τους ίδιους νομίζω σπάνια το κατανοούμε.

Ζούμε σαν να έχουμε απεριόριστο χρόνο, σαν να μας έχουν εγγυηθεί πως θα ζήσουμε πολλά χρόνια, πως θα έχουμε πολλές ευκαιρίες. Νομίζουμε πως έχουμε χρόνο, πως προλαβαίνουμε, και έτσι αφήνουμε την ζωή να περνάει από μπροστά μας, χωρίς να αξιοποιούμε τις μέρες μας στο έπακρο!

Όταν μετράμε τις μέρες για το σαββατοκύριακο, χάνουμε όλες τις υπόλοιπες και δεν γυρνάνε πίσω. Χανόμαστε σε μικροπράγματα, αναζητάμε συνεχώς κάτι καλύτερο χωρίς να εκτιμάμε όσα έχουμε. Θεωρούμε δεδομένους τους ανθρώπους μας, τις φιλίες μας, την υγεία μας , τις στιγμές μας.

Αλήθεια πότε ήταν η τελευταία φορά που ένιωσες ευγνωμοσύνη για όσα έχεις; Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι για εσένα; Που ζήτησες συγγνώμη;

Η ζωή είναι τόσο μικρή, απρόβλεπτη, γεμάτη εκπλήξεις! Δεν ξέρεις αν τον άνθρωπο που είδες σήμερα, θα τον δεις και αύριο, δε ξέρεις αν η ευκαιρία που άφησες μόλις να σε προσπεράσει θα έρθει πάλι στο μέλλον, δεν ξέρεις αν θα υπάρξει ξανά οικογενειακή μάζωξη, δεν ξέρεις αν αύριο θα έχεις την δουλειά σου.

Για αυτό ζήσε! Ζήσε τώρα, ζήσε το τώρα. Μην αναλώνεσαι σε αυτά που δεν αξίζουν και σε αυτά που δεν σε γεμίζουν. Απόλαυσε την κάθε στιγμή, νιώσε κάθε συναίσθημα, κάνε αυτό που θες πραγματικά, μίλησε εσύ πρώτος, λύσε την παρεξήγηση, πάρε τηλέφωνο, κάνε την αλλαγή, πήγαινε να επισκεφθείς τους γονείς σου μετά τη δουλειά ακόμη και αν είσαι κουρασμένος, ζήσε στιγμές με τους ανθρώπους που αγαπάς!

Σήμερα! Όχι αύριο! Όχι άλλες αναβολές ή δικαιολογίες.

Ο χρόνος είναι τόσο πολύτιμος. Φρόντισε να τον αξιοποιήσεις σωστά, γιατί δεν γυρίζει πίσω.

Το αίσθημα της εγκατάλειψης

«Σε παρακαλώ μη μ’ αφήνεις»

Βασικές σκέψεις:

Ανησυχώ μήπως οι άνθρωποι που αγαπάω πεθάνουν ή μ’ εγκαταλείψουν.

Προσκολλώμαι στους ανθρώπους γιατί φοβάμαι μήπως μ’ εγκαταλείψουν.

Δεν έχω κάποιον να μου συμπαραστέκεται σταθερά.

Ερωτεύομαι συνεχώς ανθρώπους που δεν μπορούν να μου αφοσιωθούν.

Οι άνθρωποι πάντα έρχονται και φεύγουν στη ζωή μου.

Με πιάνει απόγνωση όταν κάποιος που αγαπώ με αφήνει.

Με πιάνει απόγνωση κάθε φορά που σκέφτομαι ότι κάποιος που αγαπώ με αφήνει.

Έχω τόσες έμμονες ιδέες ότι ο σύντροφός μου θα με εγκαταλείψει, που τελικά τον διώχνω από κοντά μου.

Έχω μεγάλη ανάγκη τους ανθρώπους.

Στο τέλος, θα μείνω τελείως μόνος μου.

Θα με εγκαταλείψουν και αυτό θα κρατήσει για πάντα.

Πώς κάποιος που έχει τόση ανάγκη από κάποιο σύντροφο και βιώνει το φόβο της εγκατάλειψης καταλήγει να τον διώξει από κοντά του;

Το άτομο έχει μια βασική πεποίθηση και τον ακολουθεί η σκέψη ότι χάσει τους ανθρώπους που αγαπά και θα μείνει για πάντα συναισθηματικά απομονωμένος. Ένας από τους ανθρώπους για τον οποίο φοβάται ότι θα χάσει είναι ο σύντροφός του.

Το άτομο βιώνει ένα αίσθημα απόγνωσης για την αγάπη. Όπως και να ξεκινήσει μια σχέση η κατάληξη είναι πάντα η ίδια, ο φόβος του ατόμου επιβεβαιώνεται.

Συνήθως, το άτομο ενθουσιάζεται εύκολα και γρήγορα και μπλέκεται πολύ έντονα συναισθηματικά μέσα σε μια νέα σχέση. Από την αρχή σχεδιάζει το μέλλον μαζί με το άλλο άτομο και ο παρορμητισμός που το διακρίνει αποτελεί έναν από τους παράγοντες που διώχνει τον άλλο από κοντά του.

Στις ερωτικές σχέσεις το άτομο φαίνεται πως χάνει κάθε αίσθηση λογικής και χάνεται στα συναισθήματά του. Κάθε ένδειξη απομάκρυνσης του άλλου πυροδοτεί έντονα συναισθήματα και φόβους εγκατάλειψης, ενώ το άτομο κατηγορεί τον άλλο πως θέλει να το εγκαταλείψει. Πολλές φορές μπορεί να υποβάλλει το σύντροφο σε δοκιμασίες για να δει σε ποιο σημείο μπορεί να φτάσει πριν εκείνος εγκαταλείψει αυτή τη σχέση.

Το τέλος κάθε σχέσης συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα μοναξιάς και κενού, ενώ το άτομο βιάζεται να δημιουργήσει μια νέα σχέση, ουσιαστικά να προσκολληθεί σε μια νέα σχέση.

Το άτομο εμφανίζει δυσκολίες στο να πιστέψει ότι οι άνθρωποι θα είναι στο πλευρό του ακόμη κι όταν απουσιάζουν από κοντά του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναστατώνονται από τους σύντομους αποχωρισμούς με τα αγαπημένα τους άτομα.

Ξέρουν ότι η σχέση τους θα επιβιώσει και θα παραμείνει ανέπαφη. Αλλά με την παγίδα της εγκατάλειψης αυτή η ασφάλεια χάνεται. Το άτομο εμφανίζει έντονη προσκόλληση από τους άλλους, που φτάνει στα όρια της υπερβολής. Συχνά φοβάται ή θυμώνει αδικαιολόγητα μπροστά στην πιθανότητα του αποχωρισμού. Ιδιαίτερα στις ερωτικές σχέσεις, νιώθει συναισθηματικά εξαρτημένος από τον σύντροφο, ενώ συγχρόνως φοβάται την απώλεια αυτής της επαφής.

Ο φόβος της εγκατάλειψης δημιουργείται από τα πρώτα χρόνια της ζωής, πριν ακόμα το παιδί μάθει να μιλά. Επίσης, είναι ένας φόβος που μπορεί να δημιουργηθεί από πρόωρες απώλειες στη ζωή του ατόμου, όπως είναι η απώλεια ενός γονιού κατά την παιδική ηλικία.

Όσο πιο νωρίς δημιουργηθεί αυτός ο φόβος στο παιδί τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεπεραστεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις το συναίσθημα της εγκατάλειψης δημιουργείται νωρίς, πριν το παιδί μάθει να χρησιμοποιεί λέξεις για να περιγράψει τι ακριβώς συμβαίνει.

Βασικές αιτίες για την εμφάνιση του αισθήματος της εγκατάλειψης είναι ο πρόωρος θάνατος ενός γονιού, το διαζύγιο των γονέων, το μεγάλωμα σε ίδρυμα, μια ασταθής μητέρα, η απώλεια της προσοχής του γονέα προς το παιδί, μια υπερβολικά περιοριστική ή υπερπροστατευτική οικογένεια.

Ο βαθμός στον οποίο το παιδί επηρεάζεται από την απώλεια του γονιού εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως την ποιότητα των στενών σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους. Σημαντικό ρόλο παίζει η απουσία μιας μόνιμης μητρικής φιγούρας για το παιδί.

Ο γονιός έρχεται και φεύγει απρόβλεπτα, ενώ είναι συναισθηματικά ανεπαρκής για το παιδί. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει μια μόνιμη μητρική φιγούρα, η οποία όμως έχει ασταθή συμπεριφορά, τη μια στιγμή δηλαδή στοργική και ευχάριστη και την άλλη εντελώς αδιάφορη. Το παιδί μπορεί επίσης να αναπτύξει το φόβο διάλυσης της οικογένειάς του, μέσα στην οποία νιώθει ότι υπάρχει μια αστάθεια και μια αβεβαιότητα.

Το άτομο βιώνει το αίσθημα της εγκατάλειψης κυρίως στις στενές σχέσεις. Ο αποχωρισμός από ένα αγαπημένο άτομο αποτελεί ένα έντονο και ισχυρό ερέθισμα. Το άτομο είναι υπερβολικά ευαίσθητο και βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια να ανιχνεύσει τα σημάδια για την πρόθεση του άλλου για εγκατάλειψη.

Ισχυρά ερεθίσματα είναι η πραγματική απώλεια ή ο αποχωρισμός, το διαζύγιο, η απομάκρυνση, η εγκατάλειψη, ο θάνατος και πυροδοτούν έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης. Το άτομο αντιδρά έντονο σε κάθε ένδειξη αποστασιοποίησης του άλλου. Κάθε φορά δηλαδή που νιώθει ότι άλλος σκοπεύει να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και κατ’ επέκταση να απομακρυνθεί.

Ο κύκλος της εγκατάλειψης

Το άτομο με το αίσθημα της εγκατάλειψης μετά από ένα αποχωρισμό βιώνει έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως φόβο, λύπη και θυμό. Είναι ένας κύκλος αρνητικών συναισθημάτων που αφορά την εγκατάλειψη.

Συγκεκριμένα, το άτομο νιώθει αρχικά ένα αίσθημα πανικού σαν μικρό παιδί που είναι ολομόναχο και χαμένο, ενώ ακολουθεί έντονο άγχος που διαρκεί για ώρες ή και μέρες.

Το άτομο δυσκολεύεται να αποδεχτεί την εγκατάλειψη. Νιώθει λύπη για τη μοναξιά του, και σκέφτεται ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσει το άτομο που έχασε.

Υπάρχουν δύο τύποι εγκατάλειψης: η εγκατάλειψη που βασίζεται στην εξάρτηση και η εγκατάλειψη που βασίζεται στην αστάθεια ή στην απώλεια.

Όσοι κάνουν σχέσεις εξάρτησης βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης, όμως, δεν συμβαίνει το αντίστροφο.

Κάποια άτομα δηλαδή βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης λόγω ασταθών συναισθηματικών δεσμών του παιδιού με τους στενούς του ανθρώπους, τους σημαντικούς άλλους.

Η κύρια διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους εγκατάλειψης είναι ότι στην περίπτωση της εξάρτησης το άτομο έχει ανάγκη από κάποιον να τον φροντίζει όπως ένα παιδί χρειάζεται το γονιό του, ενώ στην περίπτωση της αστάθειας ή απώλειας αποζητά κυρίως καθοδήγηση, συμπαράσταση και βοήθεια, αλλά και στοργή, αγάπη και ένα αίσθημα συναισθηματικής επαφής.

Ένα χαρακτηριστικό των ατόμων με το φόβο της εγκατάλειψης μπορεί να επιλέγουν να μένουν μόνοι τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή να διακόπτουν στενές σχέσεις επειδή πληγώθηκαν ή επειδή φοβούνται μήπως πληγωθούν ξανά. Πρόκειται για άτομα που έχουν ήδη βιώσει τη μοναξιά σαν παιδιά και ξέρουν πως μπορούν να επιβιώσουν. Η διαδικασία της απώλειας οδηγεί το άτομο στην απόγνωση. Αυτό που κυρίως φοβάται το άτομο είναι ξαφνικά να χάσει μια σχέση και να μείνει μόνο του.

Τι ερωτικούς συντρόφους επιλέγει συνήθως το άτομο με το φόβο της εγκατάλειψης;

Επιλογή ενός συντρόφου που δεν μπορεί να δημιουργήσει μια μακροχρόνια σχέση γιατί είναι παντρεμένος ή έχει μια άλλη σχέση.

Επιλογή ενός συντρόφου που δεν μπορεί να δοθεί απόλυτα ώστε να είστε συνέχεια μαζί (π.χ. ένα άτομο που ταξιδεύει πολύ, ζει μακριά ή είναι εργασιομανής).

Επιλογή ενός συντρόφου που είναι συναισθηματικά ασταθής (πίνει, κάνει χρήση ναρκωτικών, έχει κατάθλιψη, δεν μπορεί να μείνει σε μια μόνιμη δουλειά) και δεν μπορεί να σας συμπαρασταθεί σε μόνιμη βάση.

Επιλογή ενός συντρόφου με το σύνδρομο του Πίτερ Παν, που απαιτεί την ελευθερία του να πράττει όπως αυτός θέλει, δε θέλει να δεσμευτεί ή θέλει την ελευθερία να έχει πολλούς συντρόφους.

Επιλογή ενός συντρόφου που έχει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά –με θέλει, αλλά δε δένεται και δίνεται συναισθηματικά ή τη μια στιγμή φαίνεται πολύ ερωτευμένος και την επόμενη συμπεριφέρεται σαν μην υπάρχω καν...

Ουσιαστικά, το άτομο με το φόβο της εγκατάλειψης νιώθει έλξη από άτομα που το κάνουν να ελπίζει μέχρι ένα σημείο, αλλά όχι απόλυτα- άτομα δηλαδή που του δημιουργούν ένα ανάμεικτο αίσθημα ελπίδας και αμφιβολίας. Το άτομο νιώθει σαν να υπάρχει μια πιθανότητα να κερδίσει τον άλλο μόνιμα ή τουλάχιστον να τον κάνει να είναι πιο σταθερός.

Το γοητεύουν περισσότερο εκείνοι που εκφράζουν κάποιο βαθμό αφομοίωσης και συμπαράστασης, αλλά για τους οποίους δεν είναι σίγουρο πως θα μείνουν σταθερά μαζί του. Η δημιουργία μιας ασταθούς ερωτικής σχέσης του φαίνεται μια οικεία κατάσταση και το άτομο νιώθει άνετα. Αυτή η αστάθεια εντείνει στο άτομο ακόμη περισσότερο το φόβο της εγκατάλειψης.

Βασικά χαρακτηριστικά μιας ερωτικής σχέσης όπου το άτομο βιώνει την παγίδα της εγκατάλειψης

Αποφεύγει τις στενές σχέσεις ακόμη και με ανθρώπους που ταιριάζει επειδή φοβάται μήπως τους χάσει ή μήπως δεθεί παρά πολύ και πληγωθεί.

Ανησυχεί υπερβολικά για την πιθανότητα να πεθάνει ή να χαθεί ο σύντροφος και για το τι θα κάνει...

Υπεραντιδρά απέναντι στα ασήμαντα πράγματα που λέει ή κάνει ο σύντροφος και τα ερμηνεύει ως ενδείξεις εγκατάλειψης.

Είναι υπερβολικά ζηλιάρης ή κτητικός.

Προσκολλάται στο σύντροφο. Όλη του η ζωή έχει να κάνει με το πώς θα τον κρατήσει κοντά του.

Δεν μπορεί να αντέξει να είναι μακριά από το σύντροφο ούτε για λίγες μέρες.

Δεν είναι απόλυτα σίγουρος ότι ο σύντροφος θα μείνει μαζί του.

Θυμώνει και κατηγορεί το σύντροφο ότι δεν είναι πιστός ή αφοσιωμένος.

Ορισμένες φορές απομονώνεται, φεύγει ή απομακρύνεται για να τιμωρήσει το σύντροφο που σκοπεύει να τον αφήσει μόνο.

Η απομόνωση, η άρνηση για επαφή είναι μια άμυνα του τύπου «Δε σ’ έχω ανάγκη».

Η αποστασιοποίηση ενέχει μια μορφή θυμού και είναι εν μέρει τιμωτητική. Τιμωρεί το σύντροφο που δεν προσφέρει αυτό που χρειάζεται το άτομο. Το άτομο καταλήγει να απαρνιέται τα συναισθήματά του και βιώνει μια ψυχρή συναισθηματική ουδετερότητα.

Μια πραγματική απώλεια, όπως η διάλυση μιας σχέσης, του φαίνεται καταστροφική. Επιβεβαιώνει την πεποίθησή του και πιστεύει πως όσο κι αν ψάξει δεν θα μπορέσει να βρει μια σταθερή σχέση. Νιώθει μια έντονη αμφιθυμία για το ξεκίνημα νέων σχέσεων.

Ένα μέρος του εαυτού του επιθυμεί την επαφή κι ένα άλλο περιμένει την εγκατάλειψη. Ένα μέρος θέλει την αφομοίωση κι ένα άλλο μέρος είναι θυμωμένο πριν καλά- καλά συμβεί κάτι που να δικαιώνει αυτό το θυμό. Το άτομο μπορεί να σκέφτεται τη φυγή ενώ η σχέση ακόμη βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.

Το άτομο θα πρέπει να αποφεύγει επιπόλαια, ασταθή και αμφίθυμα άτομα για συντρόφους ακόμη κι αν αυτά τον ελκύουν.

Είναι σημαντικό να αναπτύξει την εμπιστοσύνη σε μια πιστή και σταθερή σχέση, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον άλλο, έχοντας την πεποίθηση ότι θα είναι μαζί για πάντα και πως δεν θα τον εγκαταλείψει ο άλλος.

Επίσης, το άτομο προσπαθεί να μην προσκολληθεί στο σύντροφο, και να ελέγχει τη ζήλεια και τις αντιδράσεις του σε φυσιολογικούς αποχωρισμούς μιας υγιούς σχέσης.

Σενέκας: Κάποιοι σοφοί αποκάλεσαν τον θυμό μια σύντομη τρέλα

Με παρότρυνες, Νοβάτε, να γράψω για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να απαλύνουμε τον θυμό και πιστεύω πως έχεις δίκιο να φοβάσαι τόσο το συναίσθημα αυτό, το πιο άσχημο και το πιο βάναυσο από όλα τα συναισθήματα. Ενώ τα υπόλοιπα εμπεριέχουν ως έναν βαθμό ηρεμία και ησυχία, αυτό ξεσπά, σε αναταραχή και με μανιώδη κίνηση –με έναν ελάχιστα ανθρώπινο ζήλο–, επιθυμώντας πόνο, όπλα, αίμα και βασανιστήρια, ώσπου να πληγώσει τους άλλους, απορρίπτοντας και το δικό του καλό.

Σπεύδει στα όπλα και αναζητά με απληστία την εκδίκηση που στο τέλος θα συμπαρασύρει μαζί της στην πτώση και τον τιμωρό. Κάποιοι σοφοί αποκάλεσαν τον θυμό μια σύντομη τρέλα. Στον ίδιο βαθμό, ο θυμός είναι ανίκανος για αυτοκυριαρχία, λησμονά την ευπρέπεια, αγνοεί τη φιλία, πεισμώνει και προτίθεται να τελειώνει ό,τι αρχίζει, κωφεύοντας στη λογική και τη συμβουλή, ανάστατος από κενές προκλήσεις, ακατάλληλος να διακρίνει τι είναι δίκαιο και αληθινό· τίποτα δεν μοιάζει περισσότερο με ένα κτίριο υπό κατάρρευση που διαλύεται πάνω σε ό,τι συντρίβει.


Όμως για να καταλάβεις πως όσοι βρίσκονται στα νύχια του θυμού δεν είναι σώφρονες, κοίταξε τον τρόπο που παρουσιάζουν τον εαυτό τους. Όπως ακριβώς η τρέλα δείχνει ξεκάθαρα τα σημάδια της –μια θρασεία και απειλητική έκφραση, ένα θλιμμένο πρόσωπο, ένα ρυτιδιασμένο μέτωπο, ένα ταραγμένο βάδισμα, νευρικά χέρια, αλλαγή στο χρώμα του δέρματος, γρήγορη και βαριά αναπνοή–, ομοίως οι θυμωμένοι άνθρωποι επιδεικνύουν τα ίδια σημάδια: τα μάτια τους καίνε και πετούν σπίθες, όλο τους το πρόσωπο κοκκινίζει από το αίμα που βράζει μέσα από τα σωθικά τους, τα χείλη τους τρέμουν, τα δόντια τους σφίγγονται, τα μαλλιά τους φουντώνουν και οι τρίχες τους ορθώνονται, η ανάσα τους γίνεται επίπονη και ασθμαίνουσα.

Τρίζουν οι αρθρώσεις τους όταν συστρέφουν τα άκρα τους, αναστενάζουν και βογκούν, και η ομιλία τους διακόπτεται από ακατάληπτους ήχους, τα χέρια συγκρούονται μεταξύ τους, τα πόδια κοπανούν το έδαφος, το σώμα ταράζεται ολόκληρο και «κραδαίνει του θυμού τις πανίσχυρες απειλές», μια μορφή αχρεία στην όψη και αηδιαστική καθώς οι πληγέντες από τον θυμό παραμορφώνονται και πρήζονται. Θα δυσκολευόσουν να βρεις ποια είναι η καταλληλότερη λέξη για αυτό το ελάττωμα: «απεχθής» ή «τερατώδης».

Άλλα πράγματα μπορούν να κρυφτούν και να θρέφονται μυστικά, αλλά ο θυμός αναγγέλλει την ύπαρξή του και βγαίνει στην επιφάνεια. Όσο μεγαλύτερος ο βαθμός του τόσο πιο φανερά κοχλάζει.

Δεν βλέπεις πώς όλα τα ζώα, μόλις σηκωθούν στα πίσω πόδια τους για να βλάψουν, εκπέμπουν μηνύματα πριν από την επίθεση; Πώς ολόκληρο το σώμα τους εγκαταλείπει τη συνήθη ήρεμη όψη του και ακονίζει την κόψη της αγριότητάς του;

Οι κάπροι βγάζουν αφρούς από το στόμα και ακονίζουν τους χαυλιόδοντες με την τριβή· οι ταύροι χτυπούν τα κέρατά τους στον αέρα, σκορπώντας άμμο με τις οπλές τους· τα λιοντάρια βρυχώνται, τα φίδια προτάσσουν και φουσκώνουν τον λαιμό τους, και τα πρόσωπα των λυσσασμένων σκυλιών γίνονται αξιολύπητο θέαμα. Κανένα ζώο δεν είναι τόσο τρομακτικό ή επιβλαβές από τη φύση του ώστε το ξέσπασμα μιας νέας αγριότητας να μη φανερώνεται μόλις διεισδύσει ο θυμός.

Γνωρίζω φυσικά πως και άλλα συναισθήματα είναι δύσκολο να κρυφτούν και πως το πάθος και ο φόβος, και η ανδρεία επίσης, δίνουν σημάδια της παρουσίας τους και είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά.

Πράγματι, δεν υπάρχει έντονη διέγερση που να μας κυριεύει χωρίς να μεταβάλλει τις εκ- φράσεις μας σε κάποιο βαθμό. Τότε, ποια είναι η διαφορά; Η εξής: αν και άλλα συναισθήματα είναι οφθαλμοφανή, τούτο εδώ ορθώνεται επιβλητικό.

Αν όμως επιθυμείς πραγματικά να εξετάσεις τις συνέπειες, τις βλάβες που προκαλεί, θα έλεγα πως καμία μάστιγα δεν έχει επιφέρει μεγαλύτερο κακό στην ανθρωπότητα. Θα δεις σφαγές, δηλητηριάσεις, αμοιβαίες λασπολογίες μεταξύ διαδίκων, ερήμωση πόλεων, αφανισμό ολόκληρων φυλών, ζωές ηγετών να βγαίνουν δημόσια σε πλειστηριασμό, δάδες να αγγίζουν κτίρια, φλόγες που δεν τις συγκρατούν τα τείχη αλλά, στα χέρια του εχθρού, λάμπουν πάνω από τεράστιες εκτάσεις της επικράτειάς μας.

Κοίτα τις θεμέλιες λίθους των ευγενέστερων πόλεων, που τώρα μετά βίας είναι ορατές: είναι ο θυμός που τις γκρέμισε. Κοίτα την άγονη γη που απλώνεται άδεια για χιλιόμετρα, ακατοίκητη: ο θυμός την ξεγύμνωσε. Κοίτα τους ηγέτες που έχουν μείνει στη μνήμη ως παραδείγματα μοίρας κακής: είναι ο θυμός που μαχαίρωσε τον έναν στο ίδιο το κρεβάτι του, που έριξε τον άλλο καταγής καθώς γευμάτιζε, που ακρωτηρίασε έναν ενώπιον όλων στο δικαστήριο ή στην πολυσύχναστη αγορά. Άλλον τον πρόσταξε να προσφέρει το αίμα του στον πατροκτόνο γιο του, άλλον να προσφέρει γυμνό και έκθετο τον βασιλικό του λαιμό σε χέρι σκλάβου, άλλον να ανοίξει τα σκέλια του πάνω στον σταυρό. Και αυτά είναι τα βάσανα των μεμονωμένων ατόμων.

Κι αν, κοιτάζοντας πέρα από όσους έκαψε ο θυμός έναν προς έναν, μπορούσες να ρίξεις κλεφτές ματιές σε συναθροίσεις που τις κομματιάζει το σπαθί, στον όχλο τον οποίο τεμαχίζουν στρατιώτες που στάλθηκαν εναντίον του, σε ολάκερους πληθυσμούς καταδικασμένους να πεθάνουν όλοι αδιακρίτως με σφαγή;

Ρενέ Ντεκάρτ: Όποτε με προσβάλει κάποιος, προσπαθώ να ανυψώσω την ψυχή μου τόσο ψηλά, ώστε η προσβολή να μην τη φτάνει

Να αμφιβάλλεις για όλα, έλεγε ο φιλόσοφος της αμφιβολίας που με τις θεωρίες του άλλαξε την πορεία της φιλοσοφίας και των επιστημών. Γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1596.

“Όποτε με προσβάλει κάποιος, προσπαθώ να ανυψώσω την ψυχή μου τόσο ψηλά, ώστε η προσβολή να μην τη φτάνει.” είπε κάποτε ο Ρενέ Ντεκάρτ. Ο φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας φυσικών επιστημών που θεωρήθηκε σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας. Δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. Η μεγαλοφυΐα του έφερε τις θεωρίες του στον κόσμο, αλλάζοντας την πορεία της φιλοσοφίας και των επιστημών.

Πόσο νόημα κρύβεται μέσα από μια απλή φράση. Πόσο σπουδαίο είναι τα “αγκάθια” της όποιας προσβολής να μην τραυματίζουν τις καλές προθέσεις και να αντιμετωπίζονται με ανωτερότητα και αξιοπρέπεια…

Να καταφέρνεις να σηκώνεσαι κάθε φορά που κάποιοι σε ρίχνουν, κρατώντας το κεφάλι ψηλά, διατηρώντας αυτό που κανένας δεν μπορεί να στο δώσει αλλά και κανένας δεν μπορεί να στο πάρει… Τον αυτοσεβασμό σου…

Και ποιός δεν γνωρίζει το περίφημο “σκέφτομαι άρα υπάρχω” που είπε κάποτε ο “φιλόσοφος της αμφιβολίας“.

Μετά τη συνάντησή του με τον Ισαάκ Μπέκμαν, άρχισε την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά και τη φυσική. Δεν θεωρείται τυχαία ο θεμελιωτής της αναλυτικής Γεωμετρίας. Το 1619, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, με προορισμό τη Γερμανία, ένα όραμα τον ενέπνευσε για να εφαρμόσει μια νέα μέθοδο για την επιστημονική έρευνα.

`Εζησε στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, διατυπώνοντας διάφορες ενδιαφέρουσες θεωρίες. Μία από τις πιο περίφημες φράσεις που φιλοξενούνται στο έργο του, “Λόγος περί Μεθόδου”, είναι το γνωστό “cogito ergo sum”. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Ο φιλόσοφος προσπαθεί να βρει μια εντελώς καινούρια στερεή βάση για ένα φιλοσοφικό σύστημα, ενώ στηρίζεται στην αμφιβολία και τον λογικό συλλογισμό. Αρνείται να παραδεχτεί χωρίς κριτική ό,τι αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του. Οδηγείται, λοιπόν, στη μέθοδο της αμφιβολίας που δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο πέρα από το “σκέφτομαι άρα υπάρχω”.

Το απόφθεγμά του στηρίζεται στο εξής: 

“Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι. Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους, ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω, ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν, ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι, παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν, για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω. Αμέσως όμως κατόπιν, πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων, δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς, να την παραδεχθώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”

Ο Ντεκάρτ, υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες μορφές του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Οι ιδέες του έγιναν στόχος του εμπειρισμού που επικράτησε μακροπρόθεσμα. Οι βασικές ιδέες του λειτούργησαν σε πείσμα των προθέσεών του. Πέτυχε να θέσει τα όρια ανάμεσα σε πνευματικό και υλικό κόσμο και να τον αντιμετωπίσει ως επαρκές και αυτόνομο αντικείμενο μελέτης, ενισχύοντας την επικράτηση του υλισμού έναντι της πνευματοκρατίας.

Είπε κάποτε για …

…την αλήθεια

“Στην προσπάθεια της έρευνας για την αλήθεια είναι ανάγκη ν` αμφιβάλουμε για το καθετί, όσο μπορούμε περισσότερο.”

…τα καλά βιβλία

“Η ανάγνωση των καλών βιβλίων είναι σαν τη συνομιλία με τους τελειότερους ανθρώπους του παρελθόντος.”

…τη ζωή

“Σκέπτομαι, άρα υπάρχω.”

και…

“Να αμφιβάλλεις για όλα (αγαπημένο μότο του Μαρξ)

“Απελπισία: φόβος χωρίς ελπίδα.”

“Πάθος είναι η παθητικότητα του πνεύματος και η ενεργητικότητα του σώματος.”

“Αν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, τότε ο Θεός δεν είναι.”

“Ο αισιόδοξος θα μπορούσε να δει ένα φως εκεί που δεν υπάρχει, αλλά γιατί ο απαισιόδοξος θα πρέπει πάντα να τρέχει να το σβήσει;”

Ο Καρτέσιος έζησε έως την 11η Φεβρουαρίου του 1650 στη Στοκχόλμη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε στη Σουηδία και δίδασκε τη βασίλισσα Χριστίνα. Τότε, ο θάνατός του αποδόθηκε σε πνευμονία. Ωστόσο, σύμφωνα με επιστολές που ήρθαν πρόσφατα στο φως, ο φιλόσοφος μπορεί να δηλητηριάστηκε με αρσενικό. Κάτι που δεν αποδείχθηκε ποτέ…

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι

Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε πώς ακριβώς φανταζόμαστε ότι είναι και φέρεται ένας σοφός άνθρωπος, είναι πολύ πιθανό οι περιγραφές των περισσοτέρων από εμάς να συνέπιπταν σε πολλά σημεία: θα μιλούσαμε μάλλον για έναν άνθρωπο κάπως μεγάλης ηλικίας, που ζει ουσιαστικά μόνος σ’ ένα μέρος μακριά από τη βουή της πόλης μια λιτή ζωή χωρίς πολυτέλειες και περιττά αντικείμενα, με ελάχιστες ή καθόλου ανέσεις και ευκολίες.

Γνωρίζουμε – χωρίς να μπορούμε να πούμε πώς – ότι αν είμαστε σοφότεροι, δεν θα είχαμε τέτοια εξάρτηση από τα υλικά πράγματα, δεν θα χρειαζόταν να περιστοιχιζόμαστε απ’ αυτά ούτε και θα τους αφιερώναμε τόσο χρόνο. Διαισθανόμαστε ότι αν μπορούσαμε να εξυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, δεν θα χρειαζόμαστε πια να βλέπουμε διαρκώς τους άλλους γύρω μας να μας χειροκροτούν, να μας επιδοκιμάζουν, να μας λένε πόσο πολύ μας αγαπάνε ή πόσο μας χρειάζονται. Δεν θ’ αφιερώναμε καθόλου χρόνο ή κόπο στην προσπάθειά μας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε .

Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.

Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.

Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).

Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;

Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.

Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).

Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.

Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.
Είναι κλασική η ιστορία ζεν που μιλάει για έναν ταξιδιώτη που τον βρήκε η νύχτα στη μέση του δρόμου και χτύπησε την πόρτα ενός σοφού για να του ζητήσει να τον φιλοξενήσει ως το επόμενο πρωί. Ο σοφός δέχεται και καλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα. Μπαίνει εκείνος, και έκπληκτος βλέπει την καλύβα του σοφού τελείως άδεια, εκτός από ένα ράντσο από καραβόπανο που είχε για κρεβάτι, κι ένα – δυο πήλινα κανάτια με νερό.

“Που είναι τα πράγματά σου;” ρωτάει τον σοφό ο ταξιδιώτης.
“Τα δικά σου που είναι;” απαντάει ο σοφός.
“Μα εγώ είμαι περαστικός!” αναφωνεί ο ταξιδιώτης.
Τότε ο σοφός λέει χαμογελώντας:
“Κι εγώ το ίδιο!”.

Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.

Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.
Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που – καλώς ή κακώς -, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.
Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.

Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.

Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.

Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.

Με τα δυο μου πόδια να «πατάνε σταθερά στο έδαφος» κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να φορέσω το παντελόνι μου. Με τα πόδια μου στον αέρα, είναι πιο εύκολο

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τίποτε άλλο εκτός από την ίδια τη ζωή δεν είναι, απαραίτητο για τους ανθρώπους προκειμένου να γνωρίσουν τη χαρά και την ευτυχία.

Είδα τεταρτοπληγικούς να χαμογελούν και ν’ αντιμετωπίζουν τη ζωή τους με χιούμορ και γέλιο, ενώ αυτοί που δούλευαν μαζί τους, προικισμένοι με όλα τα φυσικά πλεονεκτήματα, ήταν συχνά μίζεροι, ανικανοποίητοι και αγχώδεις. Είναι περίεργο ότι ορισμένοι από τους πιο ευτυχισμένους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου δεν φαίνονταν να είχαν κάποιο συγκεκριμένο λόγο που ήταν χαρούμενοι. Ήταν ευτυχισμένοι, αυτό μόνο. Παρατήρησα ότι το κοινό σημείο τους ήταν το θάρρος, η προθυμία να τολμήσουν, ν’ αποτύχουν και να το ξεχάσουν˙ μια έντονη πίστη στον εαυτό τους, μια θαυμάσια εφευρετικότητα, μια εμπιστοσύνη στη δημιουργική μοναδικότητά τους και μια ικανότητα να επιμένουν στο δικό τους όνειρο.

Μεγάλο μέρος της ευτυχίας χάνεται, ίσως, στο κυνηγητό της. Ο Χόουθορν, στα Αμερικανικά Σημειωματάριά του, έγραφε ότι η ευτυχία έρχεται, πάντα συμπτωματικά. «Όταν την κάνουμε σκοπό της ζωής μας» λέει, «μας οδηγεί στο κυνήγι της αγριόχηνας που ξεφεύγει πάντα από το στόχο μας». Καλύτερα να χάσουμε το δρόμο μας και, να ακολουθήσουμε κάτι εντελώς διαφορετικό από το κυνηγητό της ευτυχίας, προτείνει ο Χόουθορν. Είναι πιο εύκολο να συναντήσουμε έτσι την ευτυχία, χωρίς καν να την έχουμε ονειρευτεί.

Μόνο η αλήθεια μπορεί να μας βοηθήσει να νιώθουμε ασφαλείς. Μόνο η αλήθεια μπορεί να μας φέρει την απαραίτητη εμπιστοσύνη που χρειάζεται για τις διαρκείς και ανθεκτικές σχέσεις. Μόνο η αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν είναι καμιά φορά, μπορεί να δημιουργήσει ένα σίγουρο περιβάλλον ενότητας και ανάπτυξης.

Βέβαια η αλήθεια με κεφαλαίο «Α» είναι μια δύσκολη κατάκτηση. Δεν παύει, ωστόσο, να βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος μιας σχέσης αγάπης. Η εμπιστοσύνη χωρίς την αγάπη είναι αδιανόητη. Όπου δεν υπάρχει εμπιστοσύνη δεν υπάρχει αγάπη.

Λοιπόν να λέμε ψέματα ή να μην λέμε; Ο δρ. Ρότζερ Γκούλντ λέει στις Μεταμορφώσεις:

Η αλήθεια, απ’ όσο ξέρουμε, πρέπει να είναι ο σκοπός μας, ανεξάρτητα από το που μας οδηγεί. Κάθε εξαπάτηση τον εαυτού μας προκαλεί λανθασμένες κρίσεις που ακολουθούνται από κακές αποφάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες στη ζωή μας. Αλλά περισσότερο και από αυτό, κάθε προστατευτική αυτοεξαπάτηση είναι μια ρωγμή στην ψυχή μας, ένας μικρός δαίμονας που καιροφυλακτεί, έτοιμος να εξελιχθεί σ’ ένα σύμπτωμα ανεξήγητου άγχους όταν δεχτούμε μια απειλή. Οι αυτοεξαπατήσεις που σχεδιάστηκαν για να μας προστατεύσουν από τον πόνο, καταλήγουν στην πραγματικότητα να μας φέρουν περισσότερο πόνο. Οχυρώνουμε τις εξαπατήσεις μας για να τις προστατεύσουμε από τις φυσικές διορθώσεις της καθημερινής ζωής. Όσο μεγαλύτερη είναι η περιοχή του νου μας που θεωρούμε απαραίτητο να την υπερασπίσουμε, τόσο περισσότερο θα μαστίζεται η διαδικασία της σκέψης μας. Δεν θα επιτρέπουμε στο νου μας να περιπλανάται ελεύθερα, γιατί μια νέα πληροφόρηση μπορεί να αντικρούσει τις αυτοεξαπατήσεις μας. Όσο μεγαλύτερες είναι οι αυτοεξαπατήσεις, τόσο μεγαλύτερο είναι και το τμήμα του κόσμου που αποκλείουμε από τον εαυτό μας.

Από την άλλη μεριά, οι συγγραφείς Ρόμπερτ Γουλκ και η Άρθουρ Χένλεϊ, στο βιβλίο τους, Το δικαίωμα στο ψέμα, ένα από τα πιο καθοριστικά έργα πάνω στο θέμα αυτό, παρατηρούν:

Ένας πετυχημένος γάμος είναι το αποτέλεσμα τόσο των ψεμάτων όσο και της αγάπης που λειτουργούν στη ζωή τον ζευγαριού. Μολονότι με τις ευαισθησίες τους και τις συγκινήσεις τους μπορεί να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, δεν παύουν να είναι δυο χωριστά άτομα και τα συναισθήματά τους δεν είναι δυνατό να συμπίπτουν πάντοτε. Μια πολιτική απόλυτης ειλικρίνειας και εντιμότητας θα τους οδηγούσε, ίσως, σε φλύαρες αποκαλύψεις αλήθειας, που θα τους πλήγωνε άσκοπα και άκαιρα. Αυτό, με σειρά του, θα καταπόντιζε τη λεπτή ισορροπία του «δούναι και λαβείν» που είναι εξαιρετικά απαραίτητη ανάμεσα στο αντρόγυνο. Εποικοδομητικά, κατάλληλα και λογικά ψέματα μπορεί να έχουν ένα αμοιβαίο προστατευτικό αποτέλεσμα, και εμποδίζουν τους δύο εταίρους στο γάμο να μπλέκουν ο ένας στα πόδια του άλλον. Να γιατί το καλό ψέμα κάνει τον καλό γάμο.

Σ’ ένα άλλο σημείο, οι ίδιοι συγγραφείς δηλώνουν: «Η οικογένεια όπου όλοι λένε ψέματα παραμένει ενωμένη» . Βέβαια οι συγγραφείς δεν μιλούν για αναλήθειες που καταστρέφουν τη ζωή, αλλά για μια έλλειψη απόλυτης εντιμότητας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, που παρέχει μια δυνατότητα προστασίας της σχέσης από συνεχή τραύματα. Και προσθέτουν:

Το μόνο ψέμα που αξίζει να ειπωθεί είναι μια αναλήθεια που μπορεί ν’ αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο. Το ψέμα αυτό πρέπει να είναι δικαιωμένο, τεχνικά άρτια και κατάλληλο στην περίσταση. Για να πάρει μια πιστευτή απόφαση για ένα ψέμα, ένας υποψήφιος ψεύτης πρέπει να ζυγίζει τα πιθανά, οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους, μια διαδικασία παραπλήσια προς το παιχνίδι «αλήθεια ή συνέπειες».

Είμαστε πολύ εκλογικευμένοι στις σχέσεις μας, υπερβολικά ταξινομημένοι, οργανωμένοι και προβλεπτικοί. Χρειαζόμαστε ένα μέρος από τούτη τη μεριά της τρέλας και του παραλογισμού, όπου να μπορούμε από καιρό σε καιρό ν’ αφήνουμε την κοσμικότητα και να μετακινούμαστε στο αυθόρμητο και στο ανέλπιστο, σ’ ένα επίπεδο που περικλείει μια μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας και κινδύνου – ένα ενεργητικό περιβάλλον γεμάτο εκπλήξεις, που ενθαρρύνουν την αίσθηση της περιπέτειας˙ εδώ, ιδέες και αισθήματα, που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν δύσκολο να εκδηλωθούν, μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα. Σ’ ένα χαρούμενο περιβάλλον είναι εύκολο να βρεθεί ο δεσμός της αγάπης. Όταν γελούμε και ενθουσιαζόμαστε όλοι μαζί, ξεπερνούμε την αιτία και τη λογική, όπως ακριβώς κάνει ο κλόουν. Μιλάμε μια παγκόσμια γλώσσα. Νιώθουμε πιο δεμένοι ο ένας με τον άλλον.

Η χαρά, το χιούμορ, το γέλιο, όλα αυτά είναι θαυμάσια και προσιτά εργαλεία για να φέρουν την άνεση και τη φρεσκάδα σε μια σχέση. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ξεπεραστούν οι αναστολές και η ένταση. Ο Δρ. Γονίλιαμ Φράι του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ έγραψε ότι το γέλιο βοηθάει στη δυσπεψία (εγκαταλείψτε τα αντιοξικά σας) διεγείρει την καρδιά, δυναμώνει τους μυώνες (εγκαταλείψτε το τζόγκινγκ), ενεργοποιεί τις δημιουργικές λειτουργίες του νου και κρατά τον άνθρωπο ζωηρό και σβέλτο (εγκαταλείψτε τα τεχνητά διεγερτικά). Κι όλα αυτά μ’ ένα δυνατό γέλιο.

Η χαρά και η ευτυχία είναι απλώς καταστάσεις του νου. Και ακριβώς γι’ αυτό μπορούν να μας βοηθήσουν να βρούμε δημιουργικές λύσεις. ‘Όταν νιώθουμε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση ευφορίας, είμαστε πιο ανοιχτοί στη ζωή, πιο ικανοί να δούμε τα πράγματα καθαρά και να ελέγξουμε τις καθημερινές εντάσεις. ‘Όταν γελάμε το σώμα εκκρίνει μια ειδική ορμόνη που είναι ένας φυσικός δολοφόνος του πόνου. Ο Νόρμαν Κάζινς υποστηρίζει ότι αυτοθεραπεύτηκε από μια ανίατη αρρώστια χρησιμοποιώντας, ανάμεσα στ’ άλλα, τη δύναμη του γέλιου. Το αυθόρμητο βροντερό γέλιο, που σε κάνει να τινάζεσαι στη θέση σου, προκαλεί τη δόνηση σε όλα τα βασικά όργανα τον σώματος, όπως ακριβώς συμβαίνει με το καλό τροχάδην. Αν, λοιπόν, είμαστε πολύ τεμπέληδες και αποφεύγουμε το τροχάδην, μπορούμε να γελάμε. Υπηρετούμε εξίσου καλά την υγεία μας! Πέταξε την ασπιρίνη και σάρκασε οτιδήποτε σε απελπίζει.

Χρόνια ολόκληρα μου έλεγαν ότι δεν έπαιρνα τη ζωή στα σοβαρά, ότι η στάση μου αυτή θα με οδηγούσε στον όλεθρο και στην καταστροφή. Ένας άνθρωπος με το δικό μου επαγγελματικό υπόβαθρο θα έπρεπε να είναι ένα υπόδειγμα – ακέραιος, επίμονος, σοβαρός, με τα πόδια του να «πατάνε σταθερά στο έδαφος». Με τα δυο μου πόδια να «πατάνε σταθερά στο έδαφος» κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να φορέσω το παντελόνι μου. Με τα πόδια μου στον αέρα, είναι πιο εύκολο!

«Η χαρά έρχεται στη ζωή μας», λέει ο Τζόζεφ Άντισον, «όταν έχουμε κάτι να κάνουμε, κάτι ν’ αγαπάμε και κάτι για να ελπίζουμε».

Ζήσε με πληρότητα και αφθονία. Αγάπα ολοκληρωτικά και χωρίς φόβο. Άφησε την ελπίδα να λάμψει και ποτέ μην παραιτείσαι από το όνειρο. Όλα αυτά θα μας βοηθήσουν, αλλά η χαρά θα είναι δική μας, όταν εμείς το επιλέξουμε. Ο Αβραάμ Λίνκολν μας υπενθυμίζει: «Οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι τόσο ευτυχισμένοι όσο αποφασίζουν να είναι».

Πολλές σχέσεις έχουν διασωθεί από ένα σπαρταριστό, ακράτητο γέλιο.

Πόση σημασία έχει να είσαι συνεπής στις πράξεις σου;

Πόση σημασία έχει να είσαι συνεπής στις πράξεις σου; Έχει πολύ μεγάλη σημασία, μπορεί να είναι η πρώτη απάντηση, αφού η συνέπεια είναι η ουσία της αυθεντικότητας. Οπότε, σκέπτεται ο Μονταίνι, κοίταξε μέσα σου:

Όχι μόνο ο άνεμος των τυχαίων πραγμάτων με κινεί σύμφωνα με την τάση του, αλλά επίσης κινούμαι και ενοχλούμαι από την αστάθεια της στάσης μου: οποιοσδήποτε στρέφει τη βασική του προσοχή στον εαυτό του, δύσκολα θα βρει τον εαυτό του δύο φορές στην ίδια κατάσταση… Μιλώ για τον εαυτό μου με διαφορετικούς τρόπους: κι αυτό επειδή κοιτάζω τον εαυτό μου με διαφορετικούς τρόπους. 

Κάθε είδους αντίφαση μπορεί να βρεθεί μέσα μου, ανάλογα με κάποια αλλαγή ή ιδιότητα: ντροπαλός, αυθάδης, αγνός, λάγνος, ομιλητικός, λιγομίλητος, σκληρός, ασθενικός, έξυπνος, ανόητος, σοβαρός, πρόσχαρος, ψεύτης, ειλικρινής, μορφωμένος, αδαής, γενναιόδωρος, τσιγκούνης και, πάλι, άσωτος.

Το μάθημα είναι να μην ανησυχούμε και τόσο πολύ γι’ αυτήν την «περιστροφή» και «αταξία». Είναι σοφία να την αναγνωρίζουμε και, απλώς, άγνοια να αρνούμαστε ότι αλλάζουμε στο όνομα της συνέπειας.

Φιλοσοφία και εξουσία

Στις επιστολές του, δημοσιευμένες με φροντίδα, ο Σενέκας καταπιάνεται με πολλά θέματα, χωρίς να λέει κάτι διαφορετικό από όσα ξέρουμε. Προσπαθεί να νουθετήσει τον αναγνώστη, για να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλοσοφίας που οδηγεί στην ευδαιμονία. Αυτός ο δρόμος είναι πορεία αγωνιστική που θέλει θάρρος και ισχυρή θέληση, διαρκή αυτοέλεγχο και απόσταση από τα υλικά αγαθά. Ωραία λόγια, που ο Σενέκας δεν τα έκανε πράξη.

Συμβουλές γραπτές έδινε όχι μόνο στον Λουκίλιο, στον οποίο απευθύνει τις επιστολές, αλλά και στον αυτοκράτορα: πρόσφερε μια πραγματεία του στον Νέρωνα, λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο, και τον προέτρεπε να δείχνει μεγαλοψυχία!

Σαράντα κύματα πέρασε η ζωή του. Πίστευε ότι ο στωικός οφείλει να μετέχει στα δημόσια πράγματα και, συνεπής σ᾽ αυτό, επιδίωξε πολιτική σταδιοδρομία. Του έτυχαν αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος ή ο Κλαύδιος, αλλά και ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας. Προσκολλήθηκε σε αυτοκράτορες φαύλους και τελικά απέκτησε μεγάλη δύναμη, ειδικά επί Νέρωνος. Πολλοί τον κατέκριναν τον Σενέκα και τους δίνω δίκιο: ποιος φιλόσοφος συναναστράφηκε και συνεργάστηκε με τέτοιους τυράννους, ώστε να αυξήσει την περιουσία του κατά 300.000.000 σηστέρτιους μέσα σε τέσσερα χρόνια;

Το μόνο αντάξιο της φιλοσοφίας του μου φαίνεται ότι ήταν ο θάνατός του. Μπλέχτηκε σε μια αποτυχημένη συνομωσία εναντίον του Νέρωνα· τον διέταξαν να αυτοκτονήσει και το έκανε. Είχε γράψει κάτι ανάλογο: «Το δρομολόγιο ενός ταξιδιού μένει ανολοκλήρωτο, αν σταματήσεις στα μισά του δρόμου σου ή προτού φτάσεις στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησες. Η ζωή όμως σε καμιά στιγμή δεν μένει ανολοκλήρωτη, φτάνει μόνο να την έχεις ζήσει σωστά. Όπου και να τη σταματήσεις (αν τη σταματήσεις σωστά) η ζωή σου θα είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι μεγάλη υπόθεση η ζωή· όλοι οι δούλοι σου ζουν, όλα τα ζώα σου ζουν. Να πεθάνεις με αξιοπρέπεια, με σύνεση και με θάρρος – αυτό είναι το σπουδαίο.»

Αν ήταν να βάλω κάποιον δίπλα στον Σενέκα (ή μάλλον πιο πάνω), θα ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίοι και οι δύο, γόνοι ισχυρών οικογενειών, στωικοί φιλόσοφοι με λαμπρές σπουδές στη ρητορική και στη φιλοσοφία και με δασκάλους σαν τον Σωτίωνα και τον Ηρώδη τον Αττικό. Ο Σενέκας ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στα πολιτικά πράγματα της Ρώμης και έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα, ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος από μικρός προοριζόταν για υψηλά αξιώματα και τελικά έγινε ανώτατος άρχοντας.

Από δω και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Ο Μάρκος Αυρήλιος αναζωογόνησε τη φιλοσοφία στο παραδοσιακό της κέντρο, την Αθήνα, όταν ίδρυσε και όρισε να επιδοτούνται από το δημόσιο έδρες των τεσσάρων φιλοσοφικών Σχολών (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια). Ενώ κατείχε το ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα, έγραψε στοχασμούς προς τον εαυτό του, στα ελληνικά μάλιστα. Και έδειξε ότι η στωική διδασκαλία μπορεί στ᾽ αλήθεια να του προσφέρει ψυχική γαλήνη και παρηγοριά – ενώ χειριζόταν τις δύσκολες υποθέσεις μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Έβλεπε τον κόσμο, στωικός καθώς ήταν, σαν ένα σύνολο, και τον εαυτό του ως ένα μέλος που οφείλει να προσφέρει στο σύνολο. Και επιπλέον ως αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί ενιαίο το σύνολο (αλλά και το βασίλειό του – μην ξεχνιόμαστε). Ταυτόχρονα, καθώς ο κόσμος γύρω του άλλαζε, αυτή η λαχτάρα (αλλά και η δυνατότητα) προσφοράς εναλλασσόταν με το αίσθημα της παραίτησης – αυτός, ένας αυτοκράτορας, να τα αφήσει όλα για να βρει τη γαλήνη.

Στοχαστικός αλλά και άνθρωπος της πράξης, ο Μάρκος ήξερε να μην χάνεται σε ατέλειωτες συζητήσεις. Το θυμίζει ξεκάθαρα στο Εις εαυτόν (10.16): «Μην κάθεσαι να συζητάς για το πώς είναι ο καλός άνθρωπος. Γίνε τέτοιος άνθρωπος». Κι αυτός μάλλον τα κατάφερε.

Ποιος πραγματικά είναι ο άνθρωπος;

Μια συζήτηση που είχε ένας μαθητής με τον δάσκαλο του Zen:

-Δάσκαλε, ποιος είναι ο άνθρωπος;

-Ο άνθρωπος δεν είναι αυτός που πιστεύει ότι είναι ούτε αυτός που οι άλλοι πιστεύουν ότι είναι.

-Αλλά δάσκαλε, τι θα συμβεί αν μια μέρα ο άνθρωπος συνειδητοποίησει ότι δεν είναι αυτός που πάντα πίστευε ότι ήταν και ότι δεν είναι ούτε αυτός που οι άλλοι πιστεύουν ότι είναι;

-Θα συμβεί ότι το σκουλήκι θα ξεκινήσει τη μετατροπή του σε πεταλούδα.

Πρέπει να σταματήσουμε να κρίνουμε και να αρχίσουμε να βλέπουμε βαθιά στις πιο κρίσιμες στιγμές. Να παρατηρούμε τον εαυτό μας στο χαμηλότερο σημείο του.

Αυτές οι στιγμές μας επιτρέπουν να τον γνωρίσουμε καλύτερα, να τον κατανοήσουμε και να τον ανακαλύψουμε.

Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει ήδη ένας ανώτερος εαυτός.





Η αποστολή μας είναι να συνδεθούμε με τον ανώτερο εαυτό μας που θα μας βοηθήσει να ασκήσουμε μία θετική επίδραση στον κόσμο, δίνοντας έτσι ένα πραγματικό νόημα στη ζωή μας.

Φιλελεύθερη ευγονική

Η ηθική στην εποχή της γενετικής μηχανικής


Στην εποχή του γενώματος, η γλώσσα της ευγονικής κάνει την επανεμφάνισή της, όχι μόνο μεταξύ των επικριτών αλλά και μεταξύ των υποστηρικτών της ενίσχυσης. Μια επιδραστική σχολή Aγγλοαμερικανών πολιτικών φιλοσόφων καλεί σε μια νέα «φιλελεύθερη ευγονική», εννοώντας με αυτό μη εξαναγκαστικές γενετικές ενισχύσεις που δεν περιορίζουν την αυτονομία του παιδιού.

«Ενώ οι παλιομοδίτες αυταρχικοί ευγονιστές επεδίωκαν να παραγάγουν πολίτες από ένα μοναδικό κεντρικά σχεδιασμένο πρόπλασμα», γράφει ο Νίκολας Άγκαρ, «το διακριτικό γνώρισμα της νέας φιλελεύθερης ευγονικής είναι η κρατική ουδετερότητα». Οι κυβερνήσεις δεν λένε στους γονείς τι είδους παιδιά να σχεδιάσουν και οι γο­νείς μπορούν να σχεδιάσουν στα παιδιά τους εκείνα μόνο τα γνωρίσματα που βελτιώνουν τις ικανότητες τους χωρίς να προκαταλαμβάνουν τις επιλογές ζωής τους.

Ένα πρόσφατο κείμενο περί γενετικής και δικαιοσύνης, γραμμένο από τους ειδικούς σε ζητήματα βιοηθικής Άλεν Μπιουκάναν, Νταν Μπροκ, Νόρμαν Ντάνιελς και Ντάνιελ Γουίκλερ, προσφέρει μια παρόμοια θεώρηση: Η «κακή φήμη της ευγονικής» οφείλεται σε πρακτικές που «θα μπορούσαν να αποφευχθούν σε ένα μελλοντικό πρόγραμμα ευγονικής». Το πρόβλημα με την παλαιά ευγονική ήταν ότι τα βάρη της έπεφταν δυσανάλογα στους αδύνατους και τους φτωχούς, οι οποίοι απομονώνονταν και στειρώνονταν με άδικο τρόπο. Όμως, σύμφωνα με αυτούς τους ειδικούς, υπό τον όρο ότι τα οφέλη και τα βάρη της γενετικής βελτίωσης κατανέμονται δίκαια, τα ευγονικά μέτρα δεν έχουν τίποτα το επιλήψιμο και μπορεί μάλιστα να είναι ηθικά επιβεβλημένα.

Ο φιλόσοφος του δικαίου Ρόναλντ Ντουόρκιν υπερασπίζεται επίσης μια φιλελεύθερη εκδοχή ευγονικής. Όπως γράφει, δεν υπάρχει τίποτα κακό στη φιλοδοξία «να κάνουμε τις ζωές των μελλοντικών γενεών της ανθρωπότητας μακρύτερες, γεμάτες περισσότερα ταλέντα και άρα επιτεύγματα. Απεναντίας, αν το να το παίζουμε θεοί σημαίνει να αγωνιζόμαστε για τη βελτίωση του είδους μας, εισάγοντας στα συνειδητά σχέδιά μας την απόφαση να βελτιώσουμε αυτό που ο Θεός^εκ προθέσεως ή η φύση τυφλά έκανε να εξελιχθεί μέσα στους αιώνες, τότε η πρώτη αρχή «ου ηθικού ατομικισμού επιτάσσει αυτό τον αγώνα».

Ο ελευθερόφρων φιλόσοφος Ρόμπερτ Νόζικ πρότεινε μια «γενετική υπεραγορά»» που θα επιτρέπει στους γονείς να παραγγέλλουν παιδιά βάσει σχεδίου χωρίς να επιβάλλουν ένα μοναδικό σχέδιο στο σύνολο της κοινωνίας: «Αυτό το σύστημα της υπεραγοράς έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι δεν προϋποθέτει μια συγκεντρωτική απόφαση που θα παγίωνε τον μελλοντικό τύπο (ή τύπους) ανθρώπου».

Ακόμη και ο Τζων Ρωλς, στο κλασικό του έργο Μια θεωρία της δικαιοσύνης (1971), προσέφερε μια σύντομη επιδοκιμασία της φιλελεύθερης ευγονικής. Όπως έγραφε, ακόμη και σε μια κοινωνία που συμφωνεί να μοιράζεται τα οφέλη και τα βάρη της γενετικής λοταρίας, είναι «προς το συμφέρον του καθενός να έχει περισσότερα φυσικά προσόντα. Αυτό του επιτρέπει να επιδιώξει ένα προτιμότερο σχέδιο ζωής». Τα συμβαλλόμενα μέρη του κοινωνικού συμβολαίου «θέλουν να διασφαλίσουν για τους απογόνους τους την καλύτερη γενετική προίκα (θεωρώντας τη δική τους παγιωμένη)». Επομένως οι ευγονικές πολιτικές όχι μόνο επιτρέπονται, αλλά επιβάλλονται ως ζήτημα δικαιοσύνης. «Έτσι, μια κοινωνία οφείλει συν τω χρόνω να λάβει μέτρα τουλάχιστον για να διατηρήσει το γενικό επίπεδο των φυσικών ικανοτήτων και να αποτρέψει τη διάδοση σοβαρών μειονεκτημάτων».

Η φιλελεύθερη ευγονική είναι μεν ένα δόγμα λιγότερο επικίνδυνο από την παλαιά ευγονική, αλλά είναι και λιγότερο ιδεαλιστική. Παρ’ όλη την τρέλα και τη σκοτεινότητά του, το κίνημα ευγονικής του εικοστού αιώνα γεννήθηκε με την επιδίωξη να βελτιώσει την ανθρωπότητα ή να προαγάγει τη συλλογική ευημερία ολόκληρων κοινωνιών. Η φιλελεύθερη ευγονική αποστρέφεται τις συλλογικές φιλοδοξίες. Δεν είναι ένα κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης αλλά ένας τρόπος με τον οποίο προνομιούχοι γονείς μπορούν να αποκτήσουν το είδος παιδιών που θέλουν και να τα εξοπλίσουν με στόχο την επιτυχία σε μια ανταγωνιστική κοινωνία. Όμως, παρά την έμφαση που δίνει στην ατομική επιλογή, η φιλελεύθερη ευγονική συνεπάγεται περισσότερο κρατικό καταναγκασμό απ’ ό,τι αρχικά φαίνεται.

Οι υπέρμαχοι της ενίσχυσης δεν βλέπουν καμία ηθική διαφορά ανάμεσα στη βελ­τίωση των διανοητικών ικανοτήτων ενός παιδιού μέσω της παιδείας και στη βελτίωσή τους μέσω της γενετικής τροποποίησης. Το μόνο που έχει σημασία, από τη σκοπιά της φιλελεύθερης ευγονικής, είναι ότι ούτε η παιδεία ούτε η γενετική τροποποίηση παραβιάζει την αυτονομία του παιδιού ή «το δικαίωμά του σ’ ένα ανοιχτό μέλλον». Υπό τον όρο ότι η ενισχυμένη ικανότητα είναι ένα μέσο «παντός σκοπού» και δεν προδιαθέτει το παιδί για μια συγκεκριμένη σταδιοδρομία ή σχέδιο ζωής, είναι ηθικά επιτρεπτή.

Ωστόσο, με δεδομένο το καθήκον των γονέων να προάγουν την ευημερία των παιδιών τους (σεβόμενοι ταυτόχρονα το δικαίωμά τους σ’ ένα ανοιχτό μέλλον), μια τέτοια ενίσχυση δεν είναι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη. Όπως το κράτος μπορεί να απαιτεί από τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, έτσι μπορεί και να απαιτεί να χρησιμοποιούν γενετικές τεχνολογίες (υπό τον όρο ότι είναι ασφαλείς) για να αυξήσουν το δείκτη νοημοσύνης του παιδιού τους. Αυτό που έχει σημασία είναι να συνιστούν οι ικανότητες που ενισχύονται «μέσα γενικών σκοπών, χρήσιμα στην υλοποίηση σχεδόν οποιουδήποτε σχέδιου ζωής… Όσο πιο κοντά βρίσκονται τέτοιες ικανότητες σε μέσα αληθινά παντός σκοπού, τόσο λιγότερες αντιρρήσεις θα έπρεπε να υπάρξουν στην ενθάρρυνση ή ακόμη και την απαίτηση, από την πλευρά του κράτους, της γενετικής ενίσχυσης αυτών των ικανοτήτων».

Εφόσον εννοηθεί σωστά, η φιλελεύθερη «αρχή του ηθικού ατομικισμού» όχι μόνον επιτρέπει, αλλά και «επιτάσσει τον αγώνα» για να χαρίσουμε «στις μελλοντικές γενιές μακροημέρευση, ακόμη περισσότερο ταλέντο και, άρα, επιτυχία». Έτσι η φιλελεύθερη ευγονική δεν απορρίπτει τελικά την κρατικά επιβαλλόμενη γενετική μηχανική· απαιτεί απλώς να σέβεται η όποια παρέμβαση την αυτονομία του σχεδιαζόμενου παιδιού.

Μολονότι η φιλελεύθερη ευγονική βρίσκει υποστήριξη από πολλούς αγγλοαμερικανούς ηθικούς και πολιτικούς φιλοσόφους, ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο πιο εξέχων πολιτικός φιλόσοφος της Γερμανίας, αντιτίθεται σ’ αυτήν. Έχοντας πλήρη επίγνωση του σκοτεινού ευγονικού παρελθόντος της Γερμανίας, επιχειρηματολογεί ενάντια στη χρήση του εμβρυϊκού ελέγχου και του γενετικού χειρισμού για μη ιατρικές ενισχύσεις. Η θέση του ενάντια στη φιλελεύθερη ευγονική είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επειδή πιστεύει ότι στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε φιλελεύθερες προκείμενες και δεν χρειάζεται να επικαλεστεί πνευματοκρατικές ή θεολογικές αντιλήψεις.

Η κριτική του στη γενετική μηχανική «δεν αποποιείται τις προκείμενες της μετα-μεταφυσικής σκέψης», πράγμα που σημαίνει ότι δεν εξαρτάται από κάποια συγκεκριμένη σύλληψη του αγαθού βίου. Ο Χάμπερμας συμφωνεί με τον Τζων Ρωλς ότι, αφού οι άνθρωποι στις νεότερες πλουραλιστικές κοινωνίες διαφωνούν σχετικά με την ηθική και τη θρησκεία, μια δίκαιη κοινωνία δεν θα έπρεπε να παίρνει θέση σε τέτοιες διαμάχες, αλλά, αντίθετα, να παραχωρεί σε κάθε άνθρωπο την ελευθερία να διαλέγει και να επιδιώκει τη δική του αντίληψη περί αγαθού βίου.

Η γενετική παρέμβαση για την επιλογή ή τη βελτίωση παιδιών είναι επιλήψιμη, υποστηρίζει ο Χάμπερμας, επειδή παραβιάζει τις φιλελεύθερες αρχές της αυτονομίας και της ισότητας: Παραβιάζει την αυτονομία επειδή τα γενετικά προγραμματισμένα άτομα δεν μπορεί να θεωρούν ότι είναι «οι μοναδικοί δημιουργοί της ιστορίας της ζωής τους». Και υπονομεύει την ισότητα καταστρέφοντας τις «ουσιαστικά συμμετρικές σχέσεις μεταξύ ελεύθερων και ίσων ανθρώπων» διαμέσου των γενεών.

Ένα μέτρο αυτής της ασυμμετρίας είναι ότι, από τη στιγμή που οι γονείς γίνονται οι σχεδιαστές των παιδιών τους, επιφορτίζονται αναπόφευκτα με μια ευθύνη για τη ζωή τους, η οποία δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι αμοιβαία.

Δικαίως αντιτίθεται ο Χάμπερμας στην ευγονική γονική φροντίδα, αδίκως όμως πιστεύει ότι τα επιχειρήματα εναντίον της μπορούν να θεμελιωθούν σε φιλελεύθερους και μόνο όρους. Οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης ευγονικής έχουν δίκιο όταν διατείνονται ότι τα σχεδιασμένα παιδιά δεν είναι λιγότερο αυτόνομα ως προς τα γενετικά τους γνωρίσματα από τα παιδιά που γεννιούνται με φυσικό τρόπο. Διότι δεν είναι αλήθεια βέβαια ότι, απόντων των ευγονικών χειρισμών, θα μπορούσαμε να επιλέγουμε από μόνοι μας τη γενετική κληρονομιά μας.

Όσο για την ανησυχία του Χάμπερμας περί ισότητας και αμοιβαιότητας μεταξύ των γενεών, οι υπέρμαχοι της φιλελεύθερης ευγονικής μπορούν να απαντήσουν ότι η ανησυχία αυτή, καίτοι θεμιτή, δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τους γενετικούς χειρισμούς. Ο γονέας που αναγκάζει το παιδί του να εξασκείται ασταμάτητα στο πιάνο από την ηλικία των τριών, ή να χτυπάει μπάλες του τένις από την αυγή μέχρι το σούρουπο, ασκεί επίσης ένα είδος ελέγχου πάνω στη ζωή του παιδιού που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να είναι αμοιβαίος. Το ζήτημα, επιμένουν οι φιλελεύθεροι, είναι αν η γονική παρέμβαση, είτε ευγονική είναι είτε περιβαλλοντική, υπονομεύει την ελευθερία του παιδιού να επιλέξει το δικό του σχέδιο ζωής.

Μια ηθική της αυτονομίας και της ισότητας δεν μπορεί να εξηγήσει τι είναι επιλήψιμο στην ευγονική. Όμως ο Χάμπερμας έχει ένα περαιτέρω επιχείρημα που κόβει πιο βαθιά, έστω κι αν δείχνει πέρα από τα όρια της φιλελεύθερης ή «μετα-μεταφυσικής» θεώρησης. Πρόκειται για την ιδέα ότι «βιώνουμε τη δική μας ελευθερία με αναφορά σε κάτι που, από την ίδια του τη φύση, δεν είναι στη διάθεσή μας». Για να σκεφτούμε τους εαυτούς μας ως ελεύθερους, πρέπει να μπορούμε να απο­δώσουμε την προέλευση μας «σε μια απαρχή που δεν βρίσκεται στη διάθεση του ανθρώπου», μια απαρχή που αναδύεται από «κάτι -όπως ο Θεός ή η φύση- το οποίο δεν βρίσκεται στη διάθεση κάποιου άλλου προσώπου».

Ο Χάμπερμας λέει στη συνέχεια ότι η γέννηση, «όντας ένα φυσικό γεγονός, ανταποκρίνεται στην εννοιολογική απαίτηση της συγκρότησης μιας απαρχής που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Σπάνια η φιλοσοφία επιλήφθηκε αυτού του θέματος». Μια εξαίρεση, επισημαίνει, βρίσκεται στο έργο της Χάνα Άρεντ, η οποία θεωρεί τη «γεννησιμότητα», το γεγονός ότι τα ανθρώπινα όντα γεννιούνται και δεν φτιάχνονται, έναν όρο της ικανότητάς τους να εγκαινιάζουν δράση. Ο Χάμπερμας θίγει, νομίζω, κάτι σημαντικό όταν διατείνεται ότι υπάρχει μια «σύνδεση ανάμεσα στην ενδεχομενικότητα της απαρχής μιας ζωής που δεν βρίσκεται στη διάθεσή μας και στην ελευθερία να δίνει κανείς στη ζωή του μια ηθική μορφή». Γι’ αυτόν, τούτη η σύνδεση έχει σημασία επειδή εξηγεί γιατί ένα γενετικά σχεδιασμένο παιδί είναι υπόχρεο και υπαγόμενο σ’ ένα άλλο πρόσωπο (τον σχεδιαστή γονέα) κατά τρόπο που δεν ισχύει αντίστοιχα για ένα παιδί προερχόμενο από μια ενδεχομενική, απρόσωπη απαρχή.

Όμως η ιδέα ότι η ελευθερία μας είναι συνυφασμένη με μια «απαρχή που δεν μπορούμε να ελέγξουμε» έχει και μια ευρύτερη σημασία: όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά της για την αυτονομία του παιδιού, η παρόρμηση να καταλυθεί η ενδεχομενικότητα και να ελεγχθεί το μυστήριο της γέννησης μειώνει τον σχεδιαστή γονέα και αποσαθρώνει τη γονική φροντίδα ως κοινωνική πρακτική που διέπεται από τους κανόνες της άνευ όρων αγάπης. Αυτό μας φέρνει πίσω στην έννοια της χαρισματικότητας. Ακόμη και αν δε βλάπτει το παιδί ή δεν υποσκάπτει την αυτονομία του, η ευγονική γονική φροντίδα είναι επιλήψιμη επειδή εκφράζει και εδραιώνει μια ορισμένη στάση απέναντι στον κόσμο – μια στάση ελέγχου και κυριαρχίας που αδυνατεί να εκτιμήσει το χαρισματικό χαρακτήρα των ανθρώπινων δυνάμεων και επιτευγμάτων, παραβλέποντας εκείνο το κομμάτι ελευθερίας που συνίσταται στη διαρκή διαπραγμάτευση με το δεδομένο.

Τα επτά “εγχειρίδια” ευτυχίας τριών Ελλήνων φιλοσόφων

Κάθε λογικός άνθρωπος, θα μας συμβούλευε πως για να φτάσουμε στον επιθυμητό προορισμό- εφόσον δεν είμαστε βέβαιοι για τη διαδρομή- θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, πυξίδα ή…ένα GPS ή έστω τις αναλυτικές οδηγίες κάποιου γνώστη. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύουμε να περιφερόμαστε άσκοπα και επί μακρόν, με αμφίβολο αποτέλεσμα.

Ποια όμως θα μπορούσαν να είναι τα εργαλεία για να ικανοποιήσουμε την κοινή για όλους τους ανθρώπους επιθυμία που δεν είναι άλλη από το να οδηγηθούμε στην ευτυχία; Οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι προσέφεραν, μια ευρεία γκάμα απαντήσεων και παρείχαν όλα τα εργαλεία, ανάλογα με τη προσέγγισή του καθενός εξ αυτών, στο μείζον ερώτημα «τι συνιστά την ευτυχία και πως επιτυγχάνεται».

Έννοιες όπως γνώση και αυτογνωσία, αυτοβελτίωση, ηθική αρετή, καλοσύνη και καλή συμπεριφορά, αρμονία, αποδοχή της φυσικής τάξης πραγμάτων, ελευθερία αλλά και αυτοέλεγχος, αποτέλεσαν μέρος των δικών τους απαντήσεων στο μεγάλο ερώτημα που θέτουμε όλοι στους εαυτούς μας.

Φιλόσοφοι όπως ο Επίκτητος, ο Επίκουρος και ο Αριστοτέλης μας έχουν παράσχει όλα τα εργαλεία για την πραγμάτωση του σκοπού μας και η φύση μας έχει προίκισε με τη Λογική. Στα σωζόμενα έργα των μεγάλων αυτών φιλοσόφων, ο καθένας από εμάς μπορεί να βρει έναν οδικό χάρτη για την ευτυχία.

Ο οδηγός επιβίωσης του Επίκτητου (Εγχειρίδιο)

Ο Επίκτητος (55μΧ-135μΧ) θα μπορούσε να μπορούσε να είναι ο “πατέρας” της ρήσης που χρησιμοποιείται ευρέως στα προγράμματα των 12 βημάτων: “Θεέ μου δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που μπορώ, την υπομονή να αντέξω αυτά που δεν μπορώ, και την σοφία για να γνωρίζω την διαφορά μεταξύ τους”.

«Όρισε στον εαυτό σου ένα χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον κρατάς είτε είσαι μόνος σου είτε με άλλους».

Ο φιλόσοφος προτρέπει τον άνθρωπο να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στα πράγματα που μπορεί να εξουσιάσει και σε όσα αδυνατεί. Μόλις συνειδητοποιήσει ότι μια σειρά καταστάσεων είναι πέρα από τον έλεγχό του, θα πρέπει να εκπαιδεύσει και το μυαλό του να μην αναλώνεται σε αυτά, αλλά να αποδεχθεί τη φυσική τάξη πραγμάτων.

Εξάλλου ο Επίκτητος πίστευε με πάθος πως οι σκέψεις μας εξαρτώνται απόλυτα από εμάς και οι στοχασμοί του αποτελούν ένας είδος πρακτικών συμβουλών για το πως θα πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς την οδύνη. Ένας από τους πιο γνωστούς μάλιστα «μαθητές» του, φαίνεται πως ήταν ο παρασημοφορημένος με μετάλλιο Ανδρείας, Αμερικανός πιλότος, Τζέιμς Στόκντέιλ. Όπως έχει αποκαλύψει, κατάφερε να επιβιώσει σωματικά και πνευματικά της τετραετούς αιχμαλωσίας του στο Β.Βιετνάμ εφαρμόζοντας τη διδασκαλία του Επίκτητου.

«Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, αν δεν είναι κύριος του εαυτού του».

«Φρόντιζε να τιμωρείς τα ελαττώματα σου, για να μην τιμωρείσαι από αυτά».

«Οι άνθρωποι ταράζονται όχι από αυτά που συμβαίνουν αλλά από την άποψή τους για αυτά που συμβαίνουν».

Ουσιαστικά, ο όψιμος στωικός “επιβάλλει” τη φιλοσοφία στην ψυχολογία, συμβουλεύοντας όσους δοκιμάζονται από αρνητικά συναισθήματα σε δύσκολες καταστάσεις: “Φιλοσόφησέ το!”. Μια συμβουλή που κατάφερε να επιβιώσει στην Ελλάδα χιλιάδες χρόνια…

Σε αυτό το πλαίσιο επιτυγχάνεται κατά τον Επίκτητο η γαλήνη και η αταραξία της ψυχής που για τον ίδιο αποτελούσε προϋπόθεση αρετής και ευτυχίας ενώ η αυτοβελτίωση και η αυτογνωσία αποτελούν σημαντικό μέρος της της φιλοσοφίας του.

Ο Κήπος του Επίκουρου (Άπαντα- συλλογή σωζόμενων αποσπασμάτων των συγγραμμάτων του και Για τη Φύση των Πραγμάτων του Ρωμαίου φιλοσόφου και ποιητή Λουκρήτιου)

Ο Επίκουρος (341π.Χ.-270π.Χ.) έχει χαρακτηριστεί ως ο «φιλόσοφος της ηδονής» κυρίως εξαιτίας της διάδοσης φημών από σύγχρονούς του περί οργίων στον περίφημο Κήπο, όπου στέγαζε τη σχολή του. Εξ ου και η σημερινή αλλοιωμένη χρήση του χαρακτηρισμού «επικούρειος».

“Είναι αδύνατον να ζεις ευχάριστα χωρίς να ζεις σοφά, έντιμα και δίκαια και είναι αδύνατον να ζεις σοφά έντιμα και δίκαια χωρίς να ζεις ευχάριστα”.

Στην πραγματικότητα όμως ο φιλόσοφος εστίαζε στην ψυχική-πνευματική ηδονή η οποία οδηγεί στον απώτερο στόχο: την ευτυχία. Απλά σε αντίθεση με άλλους φιλοσόφους δεν απέρριπτε πλήρως τα υλικά αγαθά. Την ευτυχία την αντιλαμβανόταν ως ένα ανεξάντλητο “κεφάλαιο” που ξοδεύεται μόνο σε στιγμές ευτυχίες, αφού η αναπόληση αυτών συνιστά θεραπεία για τις δύσκολες ή επώδυνες στιγμές που θα έρθουν. Από τους πλέον μάλιστα επιφανείς «οπαδούς» του ήταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τόμας Τζέφερσον ο οποίος σε προσωπική του επιστολή χαρακτηρίζει εαυτόν «επικούρειο», με την πραγματική έννοια όμως του όρου.

Προς επίτευξη της ευτυχίας πρότεινε έναν απλό τρόπο ζωής, που διακρίνεται για την καλοσύνη στον συνάνθρωπο ενώ απαραίτητα συστατικά στοιχεία είναι η φιλία, η ελευθερία και η σκέψη.

«Θα πρέπει να βρούμε με ποιον θα φάμε και θα πιούμε, πριν βρούμε τι θα φάμε και θα πιούμε».

«Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές και ο καθένας πεθαίνει απασχολημένος».

«Αν θέλεις να κάνεις κάποιον πλούσιο, μην του προσθέτεις χρήματα, να του αφαιρείς επιθυμίες».

Για τους φίλους υποστήριζε πως από όσα προσφέρει η σοφία, για την ευτυχία της ζωής συνολικά, το σημαντικότερο είναι η απόκτηση φίλων και χωρίς αυτούς ακόμη και ο πιο πλούσιος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ευτυχήσει. Επέμενε στο ιδανικό της ατομικής ελευθερίας και ο Κήπος του δεν ήταν παρά ένα κοινόβιο της εποχής στο οποίο ζούσε με τους μαθητές του, με ένα λιτό τρόπο, χωρίς πολλά αγαθά αλλά απελευθερωμένοι από τα «δεσμά» μορφών εργασίας που δεν τους ικανοποιούσαν.

Τέλος η σκέψη αποτελούσε γι’ αυτόν την υπέρτατη θεραπεία για μια σειρά επιβαρυντικών συναισθημάτων ενώ ο στοχασμός, κατά μόνας ή σε μορφή διαλόγου με φίλους ήταν κατά τον Επίκουρο, η ενδεδειγμένη μέθοδος για την κατανόηση του κάθε προβλήματος και την απελευθέρωση από τα “δεσμά” του.

Η «ευδαιμονία» του Αριστοτέλη (Ηθικά Νικομάχεια, Ηθικά Ευδήμεια, Μεγάλα Ηθικά, Πολιτικά)

Ο Αριστοτέλης (384π.Χ.-322π.Χ.) προέτρεπε στην αναζήτηση τη ευτυχίας αν και η λέξη που χρησιμοποιούσε ήταν “ευδαιμονία” και υπερβαίνει τα συγκεκριμένα συναισθήματα ή αισθήματα που βιώνει ο άνθρωπος σε συγκεκριμένες στιγμές. Γι’ αυτό και η λέξη μεταφράζεται συχνά ως «ευδοκίμηση» ή «ευημερία».

“Η ευδαιμονία είναι μια ευχάριστη ψυχική κατάσταση που προκύπτει από τη δραστηριότητα της ψυχής, εφόσον αυτή η δραστηριότητα είναι σύμφωνη με την τέλεια αρετή”

Όπως και στη θεώρησή του για τη φύση, εκτιμούσε ότι κάθε άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη λειτουργία αλλά και έναν σκοπό ενώ για όλους υπάρχει ένα συγκεκριμένο μοντέλο ζωής που ταιριάζει καλύτερα στη φύση του.

Όπως υπερθεμάτιζε, οφείλουμε να υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε μια διαδικασία αυτοβελτίωσης αλλά δεν θα πρέπει να εστιάζουμε μόνο σε ατομικό επίπεδο καθώς η ευτυχία επιτυγχάνεται μέσα από την αλληλεπίδραση στο πλαίσιο ενός καλά οργανωμένου πολιτεύματος. Γι’ αυτό και οι στοχασμοί του περί ευδαιμονίας δεν θα πρέπει να ερμηνευθούν αποκομμένοι από τις θέσεις του για την κοινωνία, το κράτος και τη δημόσια ζωή.

Η σωστή συμπεριφορά, απασχολεί επίσης τον Αριστοτέλη και προτρέπει στην ανάπτυξη καλών προτύπων συμπεριφοράς αλλά και στην καλλιέργεια των σωστών συναισθημάτων την κατάλληλη στιγμή. Η ηθική αρετή έχει κεντρικό ρόλο στη φιλοσοφία του ενώ και ο ίδιος ήταν οπαδός της ρήσης του Κλεόβουλου «μέτρον άριστον».

«Η ευτυχία είναι το νόημα και ο σκοπός της ζωής»

«Kαμιά ηθική αρετή δεν την έχουμε έμφυτη, δοσμένη από τη φύση, αλλά διαμορφώνεται στον άνθρωπο με τη συνήθεια, με την επανάληψη τέτοιας συμπεριφοράς».

«Αρετή του ανθρώπου μπορεί να είναι η επαναλαμβανόμενη καλή συνήθεια με την οποία ο άνθρωπος γίνεται αγαθός, ενάρετος».

«Ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλ’ εν τω ευ το πολύ».

Εστιάζει όμως ιδιαίτερα και στη χρήση της λογικής, ως ένα επιπλέον εργαλείο που οδηγεί στην ευτυχία η οποία εν τέλει για τον ίδιο δεν αποτελεί παρά το σύνολο των επιτευγμάτων μας, αποδίδοντας όμως πάντα σημαντικό ρόλο στον παράγοντα τύχη.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 3.75.1–3.75.5

(ΘΟΥΚ 3.69.1–3.81.5: Η εμφύλια διαμάχη στην Κέρκυρα) 

Άφιξη του Αθηναίου στρατηγού Νικόστρατου – Προσπάθειες για συμφιλίωση

[3.75.1] τῇ δὲ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ Νικόστρατος ὁ Διειτρέφους Ἀθηναίων
στρατηγὸς παραγίγνεται βοηθῶν ἐκ Ναυπάκτου δώδεκα ναυσὶ
καὶ Μεσσηνίων πεντακοσίοις ὁπλίταις· ξύμβασίν τε ἔπρασσε
καὶ πείθει ὥστε ξυγχωρῆσαι ἀλλήλοις δέκα μὲν ἄνδρας τοὺς
αἰτιωτάτους κρῖναι, οἳ οὐκέτι ἔμειναν, τοὺς δ’ ἄλλους οἰκεῖν
σπονδὰς πρὸς ἀλλήλους ποιησαμένους καὶ πρὸς Ἀθηναίους,
ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους νομίζειν. [3.75.2] καὶ ὁ μὲν
ταῦτα πράξας ἔμελλεν ἀποπλεύσεσθαι· οἱ δὲ τοῦ δήμου
προστάται πείθουσιν αὐτὸν πέντε μὲν ναῦς τῶν αὐτοῦ σφίσι
καταλιπεῖν, ὅπως ἧσσόν τι ἐν κινήσει ὦσιν οἱ ἐναντίοι,
ἴσας δὲ αὐτοὶ πληρώσαντες ἐκ σφῶν αὐτῶν ξυμπέμψειν.
[3.75.3] καὶ ὁ μὲν ξυνεχώρησεν, οἱ δὲ τοὺς ἐχθροὺς κατέλεγον ἐς
τὰς ναῦς. δείσαντες δὲ ἐκεῖνοι μὴ ἐς τὰς Ἀθήνας ἀπο-
πεμφθῶσι καθίζουσιν ἐς τὸ τῶν Διοσκόρων ἱερόν. [3.75.4] Νικό-
στρατος δὲ αὐτοὺς ἀνίστη τε καὶ παρεμυθεῖτο. ὡς δ’ οὐκ
ἔπειθεν, ὁ δῆμος ὁπλισθεὶς ἐπὶ τῇ προφάσει ταύτῃ, ὡς οὐ-
δὲν αὐτῶν ὑγιὲς διανοουμένων τῇ τοῦ μὴ ξυμπλεῖν ἀπιστίᾳ,
τά τε ὅπλα αὐτῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἔλαβε καὶ αὐτῶν τινὰς
οἷς ἐπέτυχον, εἰ μὴ Νικόστρατος ἐκώλυσε, διέφθειραν ἄν.
[3.75.5] ὁρῶντες δὲ οἱ ἄλλοι τὰ γιγνόμενα καθίζουσιν ἐς τὸ Ἥραιον
ἱκέται καὶ γίγνονται οὐκ ἐλάσσους τετρακοσίων. ὁ δὲ
δῆμος δείσας μή τι νεωτερίσωσιν ἀνίστησί τε αὐτοὺς πείσας
καὶ διακομίζει ἐς τὴν πρὸ τοῦ Ἡραίου νῆσον, καὶ τὰ ἐπιτή-
δεια ἐκεῖσε αὐτοῖς διεπέμπετο.

***
[3.75.1] Την άλλη μέρα φτάνει από τη Ναύπακτο ο Νικόστρατος ο γιος του Διειτρέφη, στρατηγός των Αθηναίων, με δώδεκα πολεμικά και πεντακόσιους βαρειά αρματωμένους Μεσσηνίους στρατιώτες· και διαπραγματεύεται και με τις δυο μερίδες και τους πείθει να συμβιβαστούν, και να κάνουν αμοιβαίες παραχωρήσεις ώστε να δικαστούνε μόνο δέκα άντρες, οι κυριότεροι ένοχοι, που το 'σκασαν ευθύς, κ' οι άλλοι να μείνουνε στα σπίτια τους απείραχτοι, και να κλείσουνε συμφωνία αναμεταξύ τους, και να γίνουνε με τους Αθηναίους πέρα για πέρα σύμμαχοι, ώστε να 'χουν τους ίδιους εχτρούς και φίλους. [3.75.2] Τότε λοιπόν αυτός, αφού τα κανόνισε όλα με τις ενέργειες που έκανε, σκόπευε να φύγει· αλλά οι αρχηγοί του δήμου τον έπεισαν να τους αφήσει εκεί πέντε καράβια του, για να μην έχουν όρεξη οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν τις ταραχές, κι αντί γι' αυτά του έταξαν να επανδρώσουν αυτοί άλλα τόσα δικά τους και να τα στείλουνε μαζί με τ' Αθηναϊκά. [3.75.3] Συμφώνησε ο Νικόστρατος, αυτοί όμως στρατολόγησαν για τα καράβια τούς πολιτικούς τους αντιπάλους. Κ' επειδή εκείνοι φοβήθηκαν μην τους στείλουνε στην Αθήνα, πήγαν και κάθησαν ικέτες στο ιερό των Διοσκούρων. [3.75.4] Ο Νικόστρατος ο ίδιος προσπάθησε να τους ξεσηκώσει από κει και να τους καθησυχάσει. Επειδή όμως δεν κατόρθωσε να τους πείσει, ο δήμος οπλίστηκε μ' αυτή την πρόφαση, συμπεραίνοντας πως κάτι κακό είχανε στο νου τους που δυσπιστούσαν κι αρνιούνταν να υπηρετήσουνε στα καράβια, και τους πήραν τα όπλα από τα σπίτια τους, κ' έπιασαν και μερικούς που βρήκαν μακρυά από τους βωμούς, και θα τους σκότωναν αν δεν τους εμπόδιζε ο Νικόστρατος. [3.75.5] Και βλέποντας οι άλλοι, που δεν είχανε στρατολογηθεί, το τι γινόταν, πάνε και κάθονται ικέτες στο Ηραίο, κ' ήταν περισσότεροι από τετρακόσιους. Οι δημοκράτες φοβήθηκαν τότε μην κάνουν κίνημα και τους ξεσήκωσαν και τους μετακόμισαν στο νησί που είναι απέναντι στο Ηραίο, και τους έστελναν εκεί ό,τι χρειάζονταν.