ΘΟΥΚ 7.78.1–7.79.6
(ΘΟΥΚ 7.75.1–7.87.6: Η καταστροφή του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος)
Πορεία και επιχειρήσεις των Αθηναίων κατά τις πρώτες πέντε ημέρες
[7.78.1] Ὁ μὲν Νικίας τοιάδε παρακελευόμενος ἅμα ἐπῄει τὸ
στράτευμα, καὶ εἴ πῃ ὁρῴη διεσπασμένον καὶ μὴ ἐν τάξει
χωροῦν ξυνάγων καὶ καθιστάς, καὶ ὁ Δημοσθένης οὐδὲν
ἧσσον τοῖς καθ’ ἑαυτὸν τοιαῦτά τε καὶ παραπλήσια λέγων.
[7.78.2] τὸ δὲ ἐχώρει ἐν πλαισίῳ τεταγμένον, πρῶτον μὲν ἡγού-
μενον τὸ Νικίου, ἐφεπόμενον δὲ τὸ Δημοσθένους· τοὺς δὲ
σκευοφόρους καὶ τὸν πλεῖστον ὄχλον ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῖται.
[7.78.3] καὶ ἐπειδή [τε] ἐγένοντο ἐπὶ τῇ διαβάσει τοῦ Ἀνάπου ποτα-
μοῦ, ηὗρον ἐπ’ αὐτῷ παρατεταγμένους τῶν Συρακοσίων καὶ
ξυμμάχων, καὶ τρεψάμενοι αὐτοὺς καὶ κρατήσαντες τοῦ
πόρου ἐχώρουν ἐς τὸ πρόσθεν· οἱ δὲ Συρακόσιοι παριπ-
πεύοντές τε προσέκειντο καὶ ἐσακοντίζοντες οἱ ψιλοί.
[7.78.4] Καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ προελθόντες σταδίους ὡς
τεσσαράκοντα ηὐλίσαντο πρὸς λόφῳ τινὶ οἱ Ἀθηναῖοι· τῇ
δ’ ὑστεραίᾳ πρῲ ἐπορεύοντο καὶ προῆλθον ὡς εἴκοσι σταδίους,
καὶ κατέβησαν ἐς χωρίον ἄπεδόν τι καὶ αὐτοῦ ἐστρατοπε-
δεύσαντο, βουλόμενοι ἔκ τε τῶν οἰκιῶν λαβεῖν τι ἐδώδιμον
(ᾠκεῖτο γὰρ ὁ χῶρος) καὶ ὕδωρ μετὰ σφῶν αὐτῶν φέρεσθαι
αὐτόθεν· ἐν γὰρ τῷ πρόσθεν ἐπὶ πολλὰ στάδια, ᾗ ἔμελλον
ἰέναι, οὐκ ἄφθονον ἦν. [7.78.5] οἱ δὲ Συρακόσιοι ἐν τούτῳ προελ-
θόντες τὴν δίοδον τὴν ἐν τῷ πρόσθεν ἀπετείχιζον· ἦν δὲ
λόφος καρτερὸς καὶ ἑκατέρωθεν αὐτοῦ χαράδρα κρημνώδης,
ἐκαλεῖτο δὲ Ἀκραῖον λέπας.
[7.78.6] Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ Ἀθηναῖοι προῇσαν, καὶ οἱ τῶν
Συρακοσίων καὶ ξυμμάχων αὐτοὺς ἱππῆς καὶ ἀκοντισταὶ
ὄντες πολλοὶ ἑκατέρωθεν ἐκώλυον καὶ ἐσηκόντιζόν τε καὶ
παρίππευον. καὶ χρόνον μὲν πολὺν ἐμάχοντο οἱ Ἀθηναῖοι,
ἔπειτα ἀνεχώρησαν πάλιν ἐς τὸ αὐτὸ στρατόπεδον. καὶ τὰ
ἐπιτήδεια οὐκέτι ὁμοίως εἶχον· οὐ γὰρ ἔτι ἀποχωρεῖν οἷόν
τ’ ἦν ὑπὸ τῶν ἱππέων.
[7.79.1] Πρῲ δὲ ἄραντες ἐπορεύοντο αὖθις, καὶ ἐβιάσαντο πρὸς
τὸν λόφον ἐλθεῖν τὸν ἀποτετειχισμένον, καὶ ηὗρον πρὸ
ἑαυτῶν ὑπὲρ τοῦ ἀποτειχίσματος τὴν πεζὴν στρατιὰν
παρατεταγμένην οὐκ ἐπ’ ὀλίγων ἀσπίδων· στενὸν γὰρ ἦν
τὸ χωρίον. [7.79.2] καὶ προσβαλόντες οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχομάχουν,
καὶ βαλλόμενοι ὑπὸ πολλῶν ἀπὸ τοῦ λόφου ἐπάντους ὄντος
(διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ ἄνωθεν) καὶ οὐ δυνάμενοι βιά-
σασθαι ἀνεχώρουν πάλιν καὶ ἀνεπαύοντο. [7.79.3] ἔτυχον δὲ
καὶ βρονταί τινες ἅμα γενόμεναι καὶ ὕδωρ, οἷα τοῦ ἔτους
πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος φιλεῖ γίγνεσθαι· ἀφ’ ὧν οἱ
Ἀθηναῖοι μᾶλλον ἔτι ἠθύμουν καὶ ἐνόμιζον ἐπὶ τῷ σφετέρῳ
ὀλέθρῳ καὶ ταῦτα πάντα γίγνεσθαι. [7.79.4] ἀναπαυομένων δ’
αὐτῶν ὁ Γύλιππος καὶ οἱ Συρακόσιοι πέμπουσι μέρος τι τῆς
στρατιᾶς ἀποτειχιοῦντας αὖ ἐκ τοῦ ὄπισθεν αὐτοὺς ᾗ προε-
ληλύθεσαν· ἀντιπέμψαντες δὲ κἀκεῖνοι σφῶν αὐτῶν τινὰς
διεκώλυσαν. [7.79.5] καὶ μετὰ ταῦτα πάσῃ τῇ στρατιᾷ ἀναχωρή-
σαντες πρὸς τὸ πεδίον μᾶλλον οἱ Ἀθηναῖοι ηὐλίσαντο.
Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ προὐχώρουν, καὶ οἱ Συρακόσιοι προσ-
έβαλλόν τε πανταχῇ αὐτοῖς κύκλῳ καὶ πολλοὺς κατετραυ-
μάτιζον, καὶ εἰ μὲν ἐπίοιεν οἱ Ἀθηναῖοι, ὑπεχώρουν, εἰ
δ’ ἀναχωροῖεν, ἐπέκειντο, καὶ μάλιστα τοῖς ὑστάτοις προσ-
πίπτοντες, εἴ πως κατὰ βραχὺ τρεψάμενοι πᾶν τὸ στράτευμα
φοβήσειαν. [7.79.6] καὶ ἐπὶ πολὺ μὲν τοιούτῳ τρόπῳ ἀντεῖχον οἱ
Ἀθηναῖοι, ἔπειτα προελθόντες πέντε ἢ ἓξ σταδίους ἀν-
επαύοντο ἐν τῷ πεδίῳ· ἀνεχώρησαν δὲ καὶ οἱ Συρακόσιοι
ἀπ’ αὐτῶν ἐς τὸ ἑαυτῶν στρατόπεδον.
[7.78.1] Ὁ μὲν Νικίας τοιάδε παρακελευόμενος ἅμα ἐπῄει τὸ
στράτευμα, καὶ εἴ πῃ ὁρῴη διεσπασμένον καὶ μὴ ἐν τάξει
χωροῦν ξυνάγων καὶ καθιστάς, καὶ ὁ Δημοσθένης οὐδὲν
ἧσσον τοῖς καθ’ ἑαυτὸν τοιαῦτά τε καὶ παραπλήσια λέγων.
[7.78.2] τὸ δὲ ἐχώρει ἐν πλαισίῳ τεταγμένον, πρῶτον μὲν ἡγού-
μενον τὸ Νικίου, ἐφεπόμενον δὲ τὸ Δημοσθένους· τοὺς δὲ
σκευοφόρους καὶ τὸν πλεῖστον ὄχλον ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῖται.
[7.78.3] καὶ ἐπειδή [τε] ἐγένοντο ἐπὶ τῇ διαβάσει τοῦ Ἀνάπου ποτα-
μοῦ, ηὗρον ἐπ’ αὐτῷ παρατεταγμένους τῶν Συρακοσίων καὶ
ξυμμάχων, καὶ τρεψάμενοι αὐτοὺς καὶ κρατήσαντες τοῦ
πόρου ἐχώρουν ἐς τὸ πρόσθεν· οἱ δὲ Συρακόσιοι παριπ-
πεύοντές τε προσέκειντο καὶ ἐσακοντίζοντες οἱ ψιλοί.
[7.78.4] Καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ προελθόντες σταδίους ὡς
τεσσαράκοντα ηὐλίσαντο πρὸς λόφῳ τινὶ οἱ Ἀθηναῖοι· τῇ
δ’ ὑστεραίᾳ πρῲ ἐπορεύοντο καὶ προῆλθον ὡς εἴκοσι σταδίους,
καὶ κατέβησαν ἐς χωρίον ἄπεδόν τι καὶ αὐτοῦ ἐστρατοπε-
δεύσαντο, βουλόμενοι ἔκ τε τῶν οἰκιῶν λαβεῖν τι ἐδώδιμον
(ᾠκεῖτο γὰρ ὁ χῶρος) καὶ ὕδωρ μετὰ σφῶν αὐτῶν φέρεσθαι
αὐτόθεν· ἐν γὰρ τῷ πρόσθεν ἐπὶ πολλὰ στάδια, ᾗ ἔμελλον
ἰέναι, οὐκ ἄφθονον ἦν. [7.78.5] οἱ δὲ Συρακόσιοι ἐν τούτῳ προελ-
θόντες τὴν δίοδον τὴν ἐν τῷ πρόσθεν ἀπετείχιζον· ἦν δὲ
λόφος καρτερὸς καὶ ἑκατέρωθεν αὐτοῦ χαράδρα κρημνώδης,
ἐκαλεῖτο δὲ Ἀκραῖον λέπας.
[7.78.6] Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ Ἀθηναῖοι προῇσαν, καὶ οἱ τῶν
Συρακοσίων καὶ ξυμμάχων αὐτοὺς ἱππῆς καὶ ἀκοντισταὶ
ὄντες πολλοὶ ἑκατέρωθεν ἐκώλυον καὶ ἐσηκόντιζόν τε καὶ
παρίππευον. καὶ χρόνον μὲν πολὺν ἐμάχοντο οἱ Ἀθηναῖοι,
ἔπειτα ἀνεχώρησαν πάλιν ἐς τὸ αὐτὸ στρατόπεδον. καὶ τὰ
ἐπιτήδεια οὐκέτι ὁμοίως εἶχον· οὐ γὰρ ἔτι ἀποχωρεῖν οἷόν
τ’ ἦν ὑπὸ τῶν ἱππέων.
[7.79.1] Πρῲ δὲ ἄραντες ἐπορεύοντο αὖθις, καὶ ἐβιάσαντο πρὸς
τὸν λόφον ἐλθεῖν τὸν ἀποτετειχισμένον, καὶ ηὗρον πρὸ
ἑαυτῶν ὑπὲρ τοῦ ἀποτειχίσματος τὴν πεζὴν στρατιὰν
παρατεταγμένην οὐκ ἐπ’ ὀλίγων ἀσπίδων· στενὸν γὰρ ἦν
τὸ χωρίον. [7.79.2] καὶ προσβαλόντες οἱ Ἀθηναῖοι ἐτειχομάχουν,
καὶ βαλλόμενοι ὑπὸ πολλῶν ἀπὸ τοῦ λόφου ἐπάντους ὄντος
(διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ ἄνωθεν) καὶ οὐ δυνάμενοι βιά-
σασθαι ἀνεχώρουν πάλιν καὶ ἀνεπαύοντο. [7.79.3] ἔτυχον δὲ
καὶ βρονταί τινες ἅμα γενόμεναι καὶ ὕδωρ, οἷα τοῦ ἔτους
πρὸς μετόπωρον ἤδη ὄντος φιλεῖ γίγνεσθαι· ἀφ’ ὧν οἱ
Ἀθηναῖοι μᾶλλον ἔτι ἠθύμουν καὶ ἐνόμιζον ἐπὶ τῷ σφετέρῳ
ὀλέθρῳ καὶ ταῦτα πάντα γίγνεσθαι. [7.79.4] ἀναπαυομένων δ’
αὐτῶν ὁ Γύλιππος καὶ οἱ Συρακόσιοι πέμπουσι μέρος τι τῆς
στρατιᾶς ἀποτειχιοῦντας αὖ ἐκ τοῦ ὄπισθεν αὐτοὺς ᾗ προε-
ληλύθεσαν· ἀντιπέμψαντες δὲ κἀκεῖνοι σφῶν αὐτῶν τινὰς
διεκώλυσαν. [7.79.5] καὶ μετὰ ταῦτα πάσῃ τῇ στρατιᾷ ἀναχωρή-
σαντες πρὸς τὸ πεδίον μᾶλλον οἱ Ἀθηναῖοι ηὐλίσαντο.
Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ προὐχώρουν, καὶ οἱ Συρακόσιοι προσ-
έβαλλόν τε πανταχῇ αὐτοῖς κύκλῳ καὶ πολλοὺς κατετραυ-
μάτιζον, καὶ εἰ μὲν ἐπίοιεν οἱ Ἀθηναῖοι, ὑπεχώρουν, εἰ
δ’ ἀναχωροῖεν, ἐπέκειντο, καὶ μάλιστα τοῖς ὑστάτοις προσ-
πίπτοντες, εἴ πως κατὰ βραχὺ τρεψάμενοι πᾶν τὸ στράτευμα
φοβήσειαν. [7.79.6] καὶ ἐπὶ πολὺ μὲν τοιούτῳ τρόπῳ ἀντεῖχον οἱ
Ἀθηναῖοι, ἔπειτα προελθόντες πέντε ἢ ἓξ σταδίους ἀν-
επαύοντο ἐν τῷ πεδίῳ· ἀνεχώρησαν δὲ καὶ οἱ Συρακόσιοι
ἀπ’ αὐτῶν ἐς τὸ ἑαυτῶν στρατόπεδον.
***
[7.78.1] Με τέτοια λόγια εγκαρδιώνοντάς τους ο Νικίας οδηγούσε συγχρόνως το στράτευμα, κι αν έβλεπε πουθενά ένα τμήμα σκορπισμένο να μην προχωρεί με τη σωστή παράταξη, το μάζευε και το 'βαζε στη γραμμή· κι ο Δημοσθένης έκανε το ίδιο στους δικούς του, λέγοντάς τους παρόμοια ή σχεδόν τα ίδια. [7.78.2] Και ο στρατός προχωρούσε σε σχηματισμό τετραγώνου, μπροστά πηγαίνοντας το τμήμα του Νικία, και πίσω ακολουθώντας του Δημοσθένη· τα σκευοφόρα και το μεγαλύτερο μέρος των αόπλων και βοηθητικών προχωρούσε στη μέση πλαισιωμένοι από τους βαριά αρματωμένους. [7.78.3] Κι όταν έφτασαν στον Άναπο ποταμό, βρίσκουν τους Συρακουσίους και τους συμμάχους τους παραταγμένους στην εδώθε όχτη του· κι αφού τους έσπρωξαν πίσω και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, έγιναν κύριοι του ρηχού περάσματος κ' εξακολούθησαν την πορεία τους προς τα εμπρός· οι Συρακούσιοι τους περίτρεχαν από τα πλάγια με το ιππικό τους και τους έριχναν όλη την ώρα και οι ελαφριά οπλισμένοι τους τούς έριχναν με μικρά ακόντια. [7.78.4] Κι αυτή την ημέρα αφού προχώρησαν οι Αθηναίοι ως σαράντα στάδια, κατασκήνωσαν για τη νύχτα κοντά σ' ένα λόφο· και την άλλη μέρα ξεκίνησαν με την αυγή και προχώρησαν ως είκοσι στάδια και κατέβηκαν σ' ένα ίσιωμα κ' έστησαν εκεί στρατόπεδο, θέλοντας κι από τα σπίτια ν' αρπάξουν λίγα φαγώσιμα (γιατί το μέρος ήταν κατοικημένο) και να πάρουν από κει νερό να το κουβαλούνε μαζί τους· γιατί μπροστά τους, στο δρόμο που έμελλαν να πάρουν, δεν υπήρχε μπόλικο νερό για πολλά στάδια. [7.78.4] Οι Συρακούσιοι όμως στο μεταξύ προχώρησαν μπροστά μακρήτερα κ' έφραξαν με τείχος το πέρασμα· αυτό ήταν ένας απότομος λόφος με βαθιές χαράδρες και γκρεμούς από δω κι από κεί και λεγόταν «ακραίον λέπας»· [7.78.6] την άλλη μέρα ξεκίνησαν πάλι οι Αθηναίοι το πρωί, αλλά οι Συρακούσιοι καβαλλάρηδες και οι σύμμαχοί τους και ακοντιστές πολλοί από τις δυο πλευρές τους εμπόδιζαν να προχωρήσουν και τους έριχναν ακόντια και τους περίτρεχαν με τ' άλογα. Και πολέμησαν οι Αθηναίοι πολλήν ώρα, έπειτα όμως γύρισαν πίσω στο ίδιο στρατόπεδο. Και δεν είχαν πια ούτε αρκετά τρόφιμα όπως προτήτερα· γιατί δεν μπορούσαν να ξεμακρύνουν από το στρατόπεδο, κυνηγημένοι από το εχτρικό ιππικό.
[7.79.1] Την άλλη μέρα το πρωί ξεσηκώθηκαν και πήραν πάλι το δρόμο κι άνοιξαν με τη βία πέρασμα για να φτάσουνε στο λόφο που ήτανε φραγμένος με το τείχος· και βρήκανε μπροστά τους, απάνω από το τείχος που τους έφραζε το δρόμο το πεζικό των Συρακουσίων παραταγμένο σε βάθος πολλών ασπίδων· γιατί το μέρος ήτανε στενό. [7.79.2] Κ' έκαναν επίθεση οι Αθηναίοι καταπάνω στο τείχος, και τους χτυπούσαν πολλοί από το λόφο που ήταν πολύ ανηφορικός (και φυσικά σημάδευαν κ' έβρισκαν το στόχο τους πολύ πιο εύκολα από ψηλά), κ' επειδή δεν μπόρεσαν να κυριέψουν το φράγμα με τη βία, υποχώρησαν πάλι και γύρισαν να ξεκουραστούν· [7.79.3] κ' έτυχε να ρίξει βροντές και να πέσει βροχή, πράμα συνειθισμένο για την εποχή εκείνη του χρόνου, που το γύριζε στο φθινόπωρο· με τούτα όμως έπεσε ακόμα πιο χαμηλά το ηθικό των Αθηναίων και νόμισαν πως ολ' αυτά γίνονται για να τους χαλάσουν. [7.79.4] Κ' ενώ αυτοί ξεκουράζονταν, έστειλε ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι ένα μέρος του στρατού να φράξουν με τείχος το δρόμο και προς τα πίσω, από κει που είχαν έρθει· έστειλαν όμως κι αυτοί ένα μέρος των δικών τους και τους εμπόδισαν. [7.79.5] Ύστερ' απ' αυτά έφυγαν από κει οι Αθηναίοι μ' ολόκληρο τοστρατό τους και κατασκήνωσαν σ' ένα ίσιωμα· την άλλη μέρα άρχισαν πάλι να προχωρούν και οι Συρακούσιοι τους χτυπούσανε γύρω–γύρω απ' όλες τις μεριές και πλήγωναν πολλούς, κι αν έκαναν να τους επιτεθούν οι Αθηναίοι, υποχωρούσαν, κι όταν γύριζαν αυτοί να φύγουν τους έπεφταν πάλι απάνω, χτυπώντας ιδίως τους τελευταίους, με την ελπίδα πως αν τους αναγκάσουν να το βάλουνε στα πόδια, έστω και για μικρό διάστημα, θα πιάσει πανικός όλο το στρατό. [7.79.6] Και για πολλήν ώρα άντεχαν οι Αθηναίοι στον τρόπο αυτό της επίθεσης, ύστερα όμως, αφού προχώρησαν πέντε ή έξη στάδια, στάθηκαν ν' ανασάνουν σ' ένα επίπεδο μέρος· ξεμάκρυναν τότε κ' οι Συρακούσιοι απ' αυτούς, γυρίζοντας στο δικό τους στρατόπεδο.
[7.78.1] Με τέτοια λόγια εγκαρδιώνοντάς τους ο Νικίας οδηγούσε συγχρόνως το στράτευμα, κι αν έβλεπε πουθενά ένα τμήμα σκορπισμένο να μην προχωρεί με τη σωστή παράταξη, το μάζευε και το 'βαζε στη γραμμή· κι ο Δημοσθένης έκανε το ίδιο στους δικούς του, λέγοντάς τους παρόμοια ή σχεδόν τα ίδια. [7.78.2] Και ο στρατός προχωρούσε σε σχηματισμό τετραγώνου, μπροστά πηγαίνοντας το τμήμα του Νικία, και πίσω ακολουθώντας του Δημοσθένη· τα σκευοφόρα και το μεγαλύτερο μέρος των αόπλων και βοηθητικών προχωρούσε στη μέση πλαισιωμένοι από τους βαριά αρματωμένους. [7.78.3] Κι όταν έφτασαν στον Άναπο ποταμό, βρίσκουν τους Συρακουσίους και τους συμμάχους τους παραταγμένους στην εδώθε όχτη του· κι αφού τους έσπρωξαν πίσω και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, έγιναν κύριοι του ρηχού περάσματος κ' εξακολούθησαν την πορεία τους προς τα εμπρός· οι Συρακούσιοι τους περίτρεχαν από τα πλάγια με το ιππικό τους και τους έριχναν όλη την ώρα και οι ελαφριά οπλισμένοι τους τούς έριχναν με μικρά ακόντια. [7.78.4] Κι αυτή την ημέρα αφού προχώρησαν οι Αθηναίοι ως σαράντα στάδια, κατασκήνωσαν για τη νύχτα κοντά σ' ένα λόφο· και την άλλη μέρα ξεκίνησαν με την αυγή και προχώρησαν ως είκοσι στάδια και κατέβηκαν σ' ένα ίσιωμα κ' έστησαν εκεί στρατόπεδο, θέλοντας κι από τα σπίτια ν' αρπάξουν λίγα φαγώσιμα (γιατί το μέρος ήταν κατοικημένο) και να πάρουν από κει νερό να το κουβαλούνε μαζί τους· γιατί μπροστά τους, στο δρόμο που έμελλαν να πάρουν, δεν υπήρχε μπόλικο νερό για πολλά στάδια. [7.78.4] Οι Συρακούσιοι όμως στο μεταξύ προχώρησαν μπροστά μακρήτερα κ' έφραξαν με τείχος το πέρασμα· αυτό ήταν ένας απότομος λόφος με βαθιές χαράδρες και γκρεμούς από δω κι από κεί και λεγόταν «ακραίον λέπας»· [7.78.6] την άλλη μέρα ξεκίνησαν πάλι οι Αθηναίοι το πρωί, αλλά οι Συρακούσιοι καβαλλάρηδες και οι σύμμαχοί τους και ακοντιστές πολλοί από τις δυο πλευρές τους εμπόδιζαν να προχωρήσουν και τους έριχναν ακόντια και τους περίτρεχαν με τ' άλογα. Και πολέμησαν οι Αθηναίοι πολλήν ώρα, έπειτα όμως γύρισαν πίσω στο ίδιο στρατόπεδο. Και δεν είχαν πια ούτε αρκετά τρόφιμα όπως προτήτερα· γιατί δεν μπορούσαν να ξεμακρύνουν από το στρατόπεδο, κυνηγημένοι από το εχτρικό ιππικό.
[7.79.1] Την άλλη μέρα το πρωί ξεσηκώθηκαν και πήραν πάλι το δρόμο κι άνοιξαν με τη βία πέρασμα για να φτάσουνε στο λόφο που ήτανε φραγμένος με το τείχος· και βρήκανε μπροστά τους, απάνω από το τείχος που τους έφραζε το δρόμο το πεζικό των Συρακουσίων παραταγμένο σε βάθος πολλών ασπίδων· γιατί το μέρος ήτανε στενό. [7.79.2] Κ' έκαναν επίθεση οι Αθηναίοι καταπάνω στο τείχος, και τους χτυπούσαν πολλοί από το λόφο που ήταν πολύ ανηφορικός (και φυσικά σημάδευαν κ' έβρισκαν το στόχο τους πολύ πιο εύκολα από ψηλά), κ' επειδή δεν μπόρεσαν να κυριέψουν το φράγμα με τη βία, υποχώρησαν πάλι και γύρισαν να ξεκουραστούν· [7.79.3] κ' έτυχε να ρίξει βροντές και να πέσει βροχή, πράμα συνειθισμένο για την εποχή εκείνη του χρόνου, που το γύριζε στο φθινόπωρο· με τούτα όμως έπεσε ακόμα πιο χαμηλά το ηθικό των Αθηναίων και νόμισαν πως ολ' αυτά γίνονται για να τους χαλάσουν. [7.79.4] Κ' ενώ αυτοί ξεκουράζονταν, έστειλε ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι ένα μέρος του στρατού να φράξουν με τείχος το δρόμο και προς τα πίσω, από κει που είχαν έρθει· έστειλαν όμως κι αυτοί ένα μέρος των δικών τους και τους εμπόδισαν. [7.79.5] Ύστερ' απ' αυτά έφυγαν από κει οι Αθηναίοι μ' ολόκληρο τοστρατό τους και κατασκήνωσαν σ' ένα ίσιωμα· την άλλη μέρα άρχισαν πάλι να προχωρούν και οι Συρακούσιοι τους χτυπούσανε γύρω–γύρω απ' όλες τις μεριές και πλήγωναν πολλούς, κι αν έκαναν να τους επιτεθούν οι Αθηναίοι, υποχωρούσαν, κι όταν γύριζαν αυτοί να φύγουν τους έπεφταν πάλι απάνω, χτυπώντας ιδίως τους τελευταίους, με την ελπίδα πως αν τους αναγκάσουν να το βάλουνε στα πόδια, έστω και για μικρό διάστημα, θα πιάσει πανικός όλο το στρατό. [7.79.6] Και για πολλήν ώρα άντεχαν οι Αθηναίοι στον τρόπο αυτό της επίθεσης, ύστερα όμως, αφού προχώρησαν πέντε ή έξη στάδια, στάθηκαν ν' ανασάνουν σ' ένα επίπεδο μέρος· ξεμάκρυναν τότε κ' οι Συρακούσιοι απ' αυτούς, γυρίζοντας στο δικό τους στρατόπεδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου