ΔΗΜ 30.1–9
Προοίμιονκαι πρόθεσις: Ο Δημοσθένης απέναντι στη συμπαιγνία του Ονήτορα και του Άφοβου – Τα γεγονότα
Ο Δημοσθένης, μετά την ευνοϊκή έκβαση της δικαστικής του διαμάχης με τον Άφοβο, διεκδίκησε ως αποζημίωση τα περιουσιακά στοιχεία του πρώην κηδεμόνα του, όμως εκείνος είχε φροντίσει να μην έχει στην κατοχή του ακίνητη περιουσία. Στην προκειμένη περίπτωση ο ρήτορας διεκδικεί σε δίκην ἐξούλης από τον Ονήτορα, αδελφό της πρώην γυναίκας του Άφοβου, μια έκταση γης, την οποία υποτίθεται ότι είχε παραχωρήσει ο Άφοβος σε εκείνον, ως εγγύηση για την προίκα που έπρεπε να του επιστρέψει μετά τον χωρισμό του από την αδελφή του Ονήτορα.
[1] Περὶ πολλοῦ ποιούμενος, ὦ ἄνδρες δικασταί, μήτε πρὸς
Ἄφοβόν μοι συμβῆναι τὴν γενομένην διαφορὰν μήτε τὴν
νῦν οὖσαν πρὸς Ὀνήτορα τουτονί, κηδεστὴν ὄντ’ αὐτοῦ,
πολλὰ καὶ δίκαια προκαλεσάμενος ἀμφοτέρους, οὐδενὸς ἐδυ-
νήθην τυχεῖν τῶν μετρίων, ἀλλ’ ηὕρηκα πολὺ τοῦτον ἐκείνου
δυσκολώτερον καὶ μᾶλλον ἄξιον ὄντα δοῦναι δίκην. [2] τὸν μὲν
γὰρ οἰόμενος δεῖν ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμὲ
καὶ μὴ λαβεῖν ὑμῶν πεῖραν οὐχ οἷός τ’ ἐγενόμην πεῖσαι·
τοῦτον δ’ αὐτὸν αὑτῷ κελεύων γενέσθαι δικαστήν, ἵνα μὴ
παρ’ ὑμῖν κινδυνεύσῃ, τοσοῦτον κατεφρονήθην, ὥστ’ οὐχὶ
μόνον λόγου τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς γῆς, ἣν
Ἄφοβος ἐκέκτηθ’ ὅτ’ ὠφλίσκανέ μοι τὴν δίκην, ὑβριστικῶς
ὑπ’ αὐτοῦ πάνυ ἐξεβλήθην. [3] ἐπειδὴ οὖν συναποστερεῖ τέ με
τῶν ὄντων τῷ ἑαυτοῦ κηδεστῇ, πιστεύων τ’ εἰς ὑμᾶς εἰσελή-
λυθεν ταῖς αὑτοῦ παρασκευαῖς, ὑπόλοιπόν ἐστιν ἐν ὑμῖν
πειρᾶσθαι παρ’ αὐτοῦ τῶν δικαίων τυγχάνειν. οἶδα μὲν οὖν,
ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι μοι πρὸς παρασκευὰς λόγων καὶ
μάρτυρας οὐ τἀληθῆ μαρτυρήσοντας ὁ ἀγών ἐστιν· ὅμως
μέντοι τοσοῦτον οἶμαι διοίσειν τῷ δικαιότερα τούτου λέγειν,
[4] ὥστ’ εἰ καί τις ὑμῶν πρότερον τοῦτον ἡγεῖτ’ εἶναι μὴ πονηρόν,
ἔκ γε τῶν πρὸς ἐμὲ πεπραγμένων γνώσεσθαι, ὅτι καὶ τὸν
ἄλλον χρόνον ἐλάνθανεν αὐτὸν κάκιστος ὢν καὶ ἀδικώτατος
ἁπάντων. ἀποδείξω γὰρ αὐτὸν οὐ μόνον τὴν προῖκ’ οὐ δεδω-
κότα, ἧς φησι νῦν ἀποτετιμῆσθαι τὸ χωρίον, ἀλλὰ καὶ ἐξ
ἀρχῆς τοῖς ἐμοῖς ἐπιβουλεύσαντα, καὶ πρὸς τούτοις τὴν μὲν
γυναῖκ’ οὐκ ἀπολελοιπυῖαν, ὑπὲρ ἧς ἐξήγαγέ μ’ ἐκ ταύτης
τῆς γῆς, [5] προϊστάμενον δ’ ἐπ’ ἀποστερήσει τῶν ἐμῶν Ἀφόβου
καὶ τούτους ὑπομένοντα τοὺς ἀγῶνας, οὕτω μεγάλοις τεκμη-
ρίοις καὶ φανεροῖς ἐλέγχοις ὥσθ’ ὑμᾶς ἅπαντας εἴσεσθαι
σαφῶς ὅτι δικαίως καὶ προσηκόντως οὗτος φεύγει ταύτην
ὑπ’ ἐμοῦ τὴν δίκην. ὅθεν δὲ ῥᾷστα μαθήσεσθε περὶ αὐτῶν,
ἐντεῦθεν ὑμᾶς καὶ ἐγὼ πρῶτον πειράσομαι διδάσκειν.
[6] Ἐγὼ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πολλούς τ’ ἄλλους Ἀθη-
ναίων καὶ τοῦτον οὐκ ἐλάνθανον κακῶς ἐπιτροπευόμενος,
ἀλλ’ ἦν καταφανὴς εὐθὺς ἀδικούμενος· τοσαῦται πραγματεῖαι
καὶ λόγοι καὶ παρὰ τῷ ἄρχοντι καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐγί-
γνονθ’ ὑπὲρ τῶν ἐμῶν. τό τε γὰρ πλῆθος τῶν κατα-
λειφθέντων ἦν φανερόν, ὅτι τ’ ἀμίσθωτον τὸν οἶκον ἐποίουν
οἱ διαχειρίζοντες, ἵν’ αὐτοὶ τὰ χρήματα καρποῖντο, οὐκ ἄδη-
λον ἦν. ὥστ’ ἐκ τῶν γιγνομένων οὐκ ἔσθ’ ὅστις οὐχ ἡγεῖτο
τῶν εἰδότων δίκην με λήψεσθαι παρ’ αὐτῶν, ἐπειδὴ τάχιστ’
ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην. [7] ἐν οἷς καὶ Τιμοκράτης καὶ Ὀνήτωρ
ταύτην ἔχοντες διετέλεσαν τὴν διάνοιαν. τεκμήριον δὲ
πάντων μέγιστον· οὗτος γὰρ ἐβουλήθη μὲν Ἀφόβῳ δοῦναι
τὴν ἀδελφήν, ὁρῶν τῆς θ’ αὑτοῦ πατρῴας οὐσίας καὶ τῆς
ἐμῆς οὐκ ὀλίγης αὐτὸν κύριον γεγενημένον, προέσθαι δὲ τὴν
προῖκ’ οὐκ ἐπίστευσεν, ὥσπερ εἰ τὰ τῶν ἐπιτροπευόντων
χρήματ’ ἀποτίμημα τοῖς ἐπιτροπευομένοις καθεστάναι νομί-
ζων. ἀλλὰ τὴν μὲν ἀδελφὴν ἔδωκεν, τὴν δὲ προῖκ’ αὐτῷ
Τιμοκράτης ἐπὶ πέντ’ ὀβολοῖς ὀφειλήσειν ὡμολόγησεν, ᾧ
πρότερον ἡ γυνὴ συνοικοῦσ’ ἐτύγχανεν. [8] ὀφλόντος δέ μοι
τὴν δίκην Ἀφόβου τῆς ἐπιτροπῆς καὶ οὐδὲν δίκαιον ποιεῖν
ἐθέλοντος, διαλύειν μὲν ἡμᾶς Ὀνήτωρ οὐδ’ ἐπεχείρησεν, οὐκ
ἀποδεδωκὼς δὲ τὴν προῖκα, ἀλλ’ αὐτὸς κύριος ὤν, ὡς ἀπο-
λελοιπυίας τῆς ἀδελφῆς καὶ δοὺς κομίσασθαι δ’ οὐ δυνάμενος,
ἀποτιμήσασθαι φάσκων τὴν γῆν ἐξάγειν μ’ ἐξ αὐτῆς ἐτόλ-
μησεν· τοσοῦτον καὶ ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ τῶν κειμένων νόμων
κατεφρόνησεν. [9] καὶ τὰ μὲν γενόμενα, καὶ δι’ ἃ φεύγει τὴν
δίκην καὶ περὶ ὧν οἴσετε τὴν ψῆφον, ταῦτ’ ἐστίν, ὦ ἄνδρες
δικασταί· παρέξομαι δὲ μάρτυρας πρῶτον μὲν αὐτὸν Τιμο-
κράτην, ὡς ὡμολόγησεν ὀφειλήσειν τὴν προῖκα καὶ τὸν τόκον
ἀπεδίδου τῆς προικὸς Ἀφόβῳ κατὰ τὰς ὁμολογίας, ἔπειθ’
ὡς αὐτὸς Ἄφοβος ὡμολόγει κομίζεσθαι τὸν τόκον παρὰ
Τιμοκράτους. καί μοι λαβὲ τὰς μαρτυρίας.
***
Επειδή προτιμούσα, δικαστές, να μην είχε υπάρξει ούτε η παλιότερη διαμάχη μου με τον Άφοβο, ούτε η τωρινή μου με τον Ονήτορα, που είναι κουνιάδος του, έκανα πολλές και δίκαιες συμβιβαστικές προτάσεις και προς τους δύο, ωστόσο δεν μπόρεσα να πετύχω τίποτε λογικό από την πλευρά τους, αλλά αντίθετα βρήκα τον δεύτερο πολύ πιο αδιάλλακτο σε σχέση με τον πρώτο και περισσότερο άξιο να τιμωρηθεί. Στην περίπτωση του Άφοβου, πίστευα ότι η διαφορά του μαζί μου έπρεπε να διευθετηθεί με τη μεσολάβηση των φίλων μας και να μην φτάσει σε δίκη ενώπιόν σας, ωστόσο δεν μπόρεσα να τον πείσω· από τον Ονήτορα ζήτησα να γίνει ο ίδιος δικαστής του εαυτού του, για να μην εκτεθεί στον κίνδυνο της δίκης ενώπιόν σας, με αντιμετώπισε όμως με τόση περιφρόνηση, ώστε όχι μόνο απαξίωσε να συζητήσει μαζί μου, αλλά με πέταξε βίαια έξω από τη γη την οποία κατείχε ο Άφοβος όταν έχασε τη δίκη του μαζί μου. Αφού, λοιπόν, επιχειρεί σε συνεργασία με τον κουνιάδο του να μου στερήσει την περιουσία μου και έχει προσφύγει στο δικαστήριό σας έχοντας εμπιστοσύνη στα τεχνάσματα που μηχανεύτηκε, δεν μου απομένει παρά στο δικαστήριο να προσπαθήσω να δικαιωθώ στη διαμάχη μου μαζί του. Γνωρίζω καλά βέβαια, δικαστές, ότι έχω να αγωνιστώ ενάντια σε πανούργα επιχειρήματα και σε μάρτυρες οι οποία θα δώσουν ψευδή μαρτυρία· πιστεύω όμως πως, χάρη στα δικαιότερα επιχειρήματά μου, θα βρεθώ σε τόσο πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με αυτόν, ώστε, ακόμη κι αν κάποιος από σας προηγουμένως τον θεωρούσε έντιμο, θα καταλάβει, από όσα τουλάχιστον έκανε σε βάρος μου, ότι και στο παρελθόν, χωρίς να το αντιλαμβάνεστε, ήταν ο χειρότερος κι ο πιο άδικος από όλους τους πολίτες. Θα αποδείξω, δηλαδή, ότι αυτός όχι μόνο δεν κατέβαλε ποτέ στον Άφοβο την προίκα, για την οποία τώρα έχει υποθηκευτεί το κτήμα, αλλά ότι εξαρχής επιβουλευόταν την περιουσία μου, και επιπλέον ότι η αδελφή του, για χάρη της οποίας με πέταξε έξω από το κτήμα, δεν έχει εγκαταλείψει τον άντρα της, και ότι ο ίδιος υποκινεί τον Άφοβο και υπομένει αυτόν τον δικαστικό αγώνα, με σκοπό να μου στερήσει την περιουσία μου. Θα τα αποδείξω αυτά με τόσο ισχυρά επιχειρήματα και τόσο πειστικές αποδείξεις, ώστε όλοι σας αναμφίβολα θα καταλάβετε ότι δίκαια και σωστά έχω ασκήσει αυτή τη δίωξη σε βάρος του. Θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω την υπόθεση ξεκινώντας από τα στοιχεία που θα σας επιτρέψουν να την κατανοήσετε με τη μεγαλύτερη ευκολία.Ο Ονήτορας, δικαστές, όπως και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, δεν αγνοούσε ότι οι κηδεμόνες μου ήταν ανέντιμοι· αντιθέτως, από πολύ νωρίς, ήταν σαφές ότι με αδικούσαν: τόσο πολλές ήταν οι συζητήσεις με θέμα τις υποθέσεις μου και ενώπιον του άρχοντα και ενώπιον άλλων. Γιατί και το μέγεθος της περιουσίας που κληρονόμησα ήταν γνωστό, και ήταν ολοφάνερο ότι οι διαχειριστές απέφευγαν την εκμίσθωσή της, για να καρπώνονται οι ίδιοι τα έσοδα. Κατά συνέπεια, με βάση όσα συνέβαιναν, δεν υπήρχε ούτε ένας από αυτούς που γνώριζαν την κατάσταση που να μην πιστεύει ότι θα κάνω μήνυση στους κηδεμόνες μου, μόλις ενηλικιωθώ. Σε αυτούς που είχαν πάντοτε αυτή τη γνώμη ανήκαν και ο Τιμοκράτης και ο Ονήτορας. Η ισχυρότερη απόδειξη γι' αυτό είναι η εξής: ο Ονήτορας, δηλαδή, θέλησε να δώσει την αδελφή του γυναίκα στον Άφοβο, επειδή είδε ότι αυτός είχε γίνει κύριος της πατρικής του περιουσίας και της δικής μου, η οποία δεν ήταν καθόλου ασήμαντη, δεν του είχε όμως αρκετή εμπιστοσύνη, ώστε να του αφήσει και την προίκα, σαν να πίστευε ότι η περιουσία των κηδεμόνων βρίσκεται σε υποθήκη για τους κηδεμονευόμενους. Του έδωσε, λοιπόν, την αδελφή του, για την προίκα όμως ο Τιμοκράτης, που ήταν ο προηγούμενος άντρας της, συμφώνησε με τον Άφοβο να του την οφείλει με τόκο πέντε οβολούς. Όταν ο Άφοβος έχασε τη δίκη που είχε μαζί μου για την κηδεμονία μου και αρνιόταν να εφαρμόσει την απόφαση του δικαστηρίου, ο Ονήτορας ούτε καν προσπάθησε να μας συμβιβάσει· επιπλέον, παρόλο που δεν είχε καταβάλει την προίκα, αλλά παρέμενε ο ίδιος κάτοχός της, με τον ισχυρισμό ότι η αδερφή του είχε χωρίσει από τον άντρα της κι ο ίδιος δεν μπορούσε να πάρει πίσω την προίκα που είχε καταβάλει, δήλωσε ότι προχώρησε σε υποθήκευση της γης και τόλμησε να με πετάξει έξω από αυτή. Τόση ήταν η περιφρόνησή του απέναντι και σε μένα και σε σας και στους ισχύοντες νόμους. Αυτά είναι, δικαστές, τα γεγονότα για τα οποία αυτός είναι κατηγορούμενος στην παρούσα δίκη και για τα οποία θα αποφασίσετε με την ψήφο σας. Θα παρουσιάσω γι' αυτά μάρτυρες, καταρχάς τον ίδιο τον Τιμοκράτη, που θα βεβαιώσει ότι συμφώνησε να οφείλει την προίκα και ότι έδινε στον Άφοβο τον τόκο της προίκας, όπως είχε συμφωνηθεί, κι επίσης ότι ο ίδιος ο Άφοβος παραδεχόταν πως έπαιρνε τον τόκο από τον Τιμοκράτη. Πάρε, σε παρακαλώ, τις μαρτυρίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου