Το σίγουρο είναι ότι ο πολιτισμός μας άρχισε από τη στιγμή που οι άνθρωποι απέκτησαν κάποιο έλεγχο πάνω στη φύση. Αυτός ο έλεγχος, όμως, παρέμεινε περιορισμένος ως την αρχή της βιομηχανικής εποχής. Μπαίνοντας στη βιομηχανική εποχή – που άρχισε από την υποκατάσταση της ζωικής και ανθρώπινης ενέργειας με μηχανική και αργότερα πυρηνική ενέργεια και έφτασε μέχρι την υποκατάσταση του ανθρώπινου μυαλού με ηλεκτρονικούς υπολογιστές — αποκτήσαμε τη βεβαιότητα ότι βρισκόμασταν στο δρόμο της απεριόριστης παραγωγής και συνεπώς της απεριόριστης κατανάλωσης. Ακόμα πιστεύαμε ότι η τεχνική μας έκανε παντοδύναμους και η επιστήμη παντογνώστες. Βρισκόμασταν στο δρόμο που θα μας έκανε θεούς, ανώτερα όντα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δεύτερο σύμπαν, χρησιμοποιώντας το φυσικό κόσμο μονάχα σαν δομικό υλικό για την καινούργια μας δημιουργία.
Οι άνθρωποι άρχισαν ολοένα και περισσότερο να δοκιμάζουν μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Έγιναν κύριοι της ζωής τους. Οι φεουδαρχικές αλυσίδες είχαν πια σπάσει και ο καθένας μπορούσε να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία, ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά. Η τουλάχιστο έτσι νόμιζαν οι άνθρωποι. Ακόμα κι αν ίσχυε αυτό για τις ανώτερες και τις μεσαίες τάξεις, το κατόρθωμα τους αυτό έκανε κι άλλους να πιστεύουν ότι η νέα ελευθερία θα μπορούσε να επεκταθεί σε κάθε μέλος της κοινωνίας, αρκεί η βιομηχανοποίηση να συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός γρήγορα μεταβλήθηκαν, και από κίνημα που στόχος του ήταν μια νέα κοινωνία και ένας νέος άνθρωπος έγιναν ένα κίνημα που το ιδανικό του ήταν μια αστική ζωή για όλους τους ανθρώπους και ένα πρότυπο οίκουμενικοποιημενού αστού για τον άνθρωπο του μέλλοντος. Θεωρήθηκε ότι η απόκτηση πλούτου και ανέσεων από όλους θα έφερνε την απέραντη ευτυχία σε όλους. Το τρίπτυχο απεριόριστη παραγωγή, απόλυτη ελευθερία και ανεμπόδιστη ευτυχία, αποτέλεσε τον πυρήνα μιας νέας θρησκείας: της θρησκείας της Προόδου · μια νέα Επίγεια Πολιτεία της Προόδου επρόκειτο να πάρει τη θέση της Πολιτείας του Θεού. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η νέα θρησκεία εφοδίαζε τους πιστούς της με ενεργητικότητα, ζωτικότητα και ελπίδα.
Το μεγαλείο της Μεγάλης Υπόσχεσης — τα εκπληκτικά υλικά και πνευματικά επιτεύγματα της βιομηχανικής εποχής— πρέπει να γίνουν αντικείμενο μελέτης, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το τραύμα που προκαλεί σήμερα η διάψευση της. Γιατί η βιομηχανική εποχή έχει πραγματικά αποτύχει στην πραγμάτωση της Μεγάλης Υπόσχεσης και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι:
- Η χωρίς όρια ικανοποίηση όλων των επιθυμιών δε συνεπάγεται την ευδαιμονία, ούτε οδηγεί στην ευτυχία, ούτε ακόμα στη μεγαλύτερη απόλαυση.
- Το όνειρο να γίνουμε κύριοι της ζωής μας τέλειωσε, όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε το γεγονός ότι έχουμε γίνει όλοι γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής· ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι προτιμήσεις μας κατευθύνονται από την κυβέρνηση και τη βιομηχανία, καθώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο τους.
- Η οικονομική πρόοδος παρέμεινε περιορισμένη στα πλούσια κράτη και το χάσμα ανάμεσα στα φτωχά και τα πλούσια κράτη πλάτυνε ακόμα περισσότερο.
- Η ίδια η τεχνολογική πρόοδος έχει δημιουργήσει κινδύνους οικολογικούς καθώς και τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου, που ο καθένας τους ή και οι δυο μαζί μπορούν να καταστρέψουν ολόκληρο τον πολιτισμό, και ίσως ακόμα και την ίδια τη ζωή.
Γιατί δεν Εκπληρώθηκε η Μεγάλη Υπόσχεση;
Η διάψευση της Μεγάλης Υπόσχεσης, πέρα από τις βασικές οικονομικές αντιθέσεις της βιομηχανοποίησης, ξεπήδησε μέσα από το βιομηχανικό σύστημα, σαν συνέπεια των δύο βασικών ψυχολογικών του θέσεων:
(1) ότι σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ηδονή, που ορίζεται σαν η ικανοποίηση κάθε επιθυμίας η υποκειμενικής ανάγκης που μπορεί να αισθανθεί κάποιος (ριζοσπαστικός ηδονισμός).
(2) ότι ο εγωκεντρισμός, ο ατομικισμός και η απληστία, που είναι απαραίτητα στο σύστημα για να λειτουργεί κανονικά, οδηγούν στην αρμονία και στην ειρήνη.
Είναι πασίγνωστο ότι οι πλούσιοι, σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, εφάρμοζαν το ριζοσπαστικό ηδονισμό. Εκείνοι που διέθεταν απεριόριστα μέσα, όπως η ελίτ της Ρώμης, των ιταλικών πόλεων της εποχής της Αναγέννησης, της Αγγλίας και της Γαλλίας του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, προσπαθούσαν να βρουν μέσα στην αχαλίνωτη ηδονή το νόημα της ζωής. Και πραγματικά, ένα ορισμένο σύνολο ανθρώπων κατά εποχές έκανε τρόπο ζωής τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση, με την έννοια του ριζοσπαστικού ηδονισμού – με μια μόνο εξαίρεση λίγο πριν από το δέκατο έβδομο αιώνα. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν είχε ποτέ σχέση με τη θεωρία της ευδαιμονίας όπως εκφράστηκε από τους Μεγάλους Δάσκαλους της Ζωής στην Κίνα, την Ινδία, την Εγγύς Ανατολή και την Ευρώπη.
Η μοναδική εξαίρεση είναι ο Έλληνας φιλόσοφος Αρίστιππος, μαθητής του Σωκράτη (στις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ.), που δίδαξε ότι σκοπός της ζωής είναι η απόλυτη σωματική ηδονή και ότι ευτυχία είναι το σύνολο των απολαύσεων που δοκιμάζει κανείς. Τα λίγα που ξέρουμε για τη φιλοσοφία του τα οφείλουμε στον Διογένη τον Λαέρτιο, αλλά και αυτά είναι αρκετά για ν’ αποκαλύψουν τον Αρίστιππο σαν το μοναδικό πραγματικό ηδονιστή, για τον όποιο η ύπαρξη μιας επιθυμίας αποτελεί τη βάση για το δικαίωμα ικανοποίησης της. Η ικανοποίηση αυτή πραγματώνει το σκοπό της ζωής: την Απόλαυση.
Ο Επίκουρος δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόσωπος του ηδονισμού του Αρίστιππου. Ενώ για τον Επίκουρο η «καθαρή» απόλαυση είναι ο ανώτερος στόχος, η απόλαυση αυτή σήμαινε γι’ αυτόν «έλλειψη πόνου» (ατονία) και ακινησία της ψυχής (αταραξία). Σύμφωνα με τον Επίκουρο, η απόλαυση σαν ικανοποίηση μιας επιθυμίας δε μπορεί να είναι ο σκοπός της ζωής, γιατί μια τέτοια απόλαυση συνεπάγεται απαραίτητα και απογοήτευση, και μ’ αυτό τον τρόπο αποπροσανατολίζει την ανθρωπότητα από τον πραγματικό της στόχο, που είναι η έλλειψη πόνου. (Η θεωρία του Επίκουρου μοιάζει σε πολλά σημεία μ’ αυτήν του Freud). Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ο Επίκουρος αντιπροσώπευε ένα είδος υποκειμενισμού αντίθετου με την Αριστοτέλεια θέση, τουλάχιστο όσο επιτρέπουν μια τέτοια ερμηνεία οι αντιφατικές αναφορές πάνω στη θεωρία του.
Έκτος από τους Μεγάλους Δάσκαλους κανένας άλλος δε δίδαξε ότι η πραγματική ύπαρξη μιας επιθυμίας αποτελεί έναν ηθικό άγραφο νόμο. Αυτό που τους απασχολούσε ήταν η ευδαιμονία (vivere bene) του ανθρώπινου γένους. Το βασικό στοιχείο στη σκέψη τους είναι η διάκριση ανάμεσα σ’ εκείνες τις ανάγκες (επιθυμίες) που είναι υποκειμενικές και η ικανοποίηση τους οδηγεί στη στιγμιαία απόλαυση, και σ’ εκείνες τις ανάγκες που βρίσκονται ριζωμένες μέσα στην ανθρώπινη φύση και η πραγμάτωση τους βοηθάει την ανθρώπινη ανάπτυξη και συνεπάγεται ευδαιμονία. Μ’ άλλα λόγια, εκείνο που τους απασχολούσε ήταν η διάκριση ανάμεσα στις καθαρά υποκειμενικές και στις αντικειμενικές ανάγκες — θεωρώντας ότι ένα μέρος των πρώτων αναγκών ήταν βλαβερό για την ανθρώπινη ανάπτυξη, ενώ οι δεύτερες συμβάδιζαν με τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου