765 νῦν καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν, φίλαι,
γενησόμεσθα κἀς ὁδὸν βεβήκαμεν,
νῦν ἐλπὶς ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς τείσειν δίκην.
οὗτος γὰρ ἁνὴρ ᾗ μάλιστ᾽ ἐκάμνομεν
λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων·
770 ἐκ τοῦδ᾽ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων,
μολόντες ἄστυ καὶ πόλισμα Παλλάδος.
ἤδη δὲ πάντα τἀμά σοι βουλεύματα
λέξω· δέχου δὲ μὴ πρὸς ἡδονὴν λόγους.
πέμψασ᾽ ἐμῶν τιν᾽ οἰκετῶν Ἰάσονα
775 ἐς ὄψιν ἐλθεῖν τὴν ἐμὴν αἰτήσομαι.
μολόντι δ᾽ αὐτῷ μαλθακοὺς λέξω λόγους,
ὡς καὶ δοκεῖ μοι ταῦτα καὶ καλῶς †ἔχει†
γάμους τυράννων οὓς προδοὺς ἡμᾶς ἔχει,
καὶ ξύμφορ᾽ εἶναι καὶ καλῶς ἐγνωσμένα.
780 παῖδας δὲ μεῖναι τοὺς ἐμοὺς αἰτήσομαι,
οὐχ ὡς λιποῦσ᾽ ἂν πολεμίας ἐπὶ χθονὸς
[ἐχθροῖσι παῖδας τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι],
ἀλλ᾽ ὡς δόλοισι παῖδα βασιλέως κτάνω.
πέμψω γὰρ αὐτοὺς δῶρ᾽ ἔχοντας ἐν χεροῖν,
785 [νύμφῃ φέροντας, τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα,]
λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον·
κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῇ χροΐ,
κακῶς ὀλεῖται πᾶς θ᾽ ὃς ἂν θίγῃ κόρης·
τοιοῖσδε χρίσω φαρμάκοις δωρήματα.
790 ἐνταῦθα μέντοι τόνδ᾽ ἀπαλλάσσω λόγον.
ᾤμωξα δ᾽ οἷον ἔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον
τοὐντεῦθεν ἡμῖν· τέκνα γὰρ κατακτενῶ
τἄμ᾽· οὔτις ἔστιν ὅστις ἐξαιρήσεται·
δόμον τε πάντα συγχέασ᾽ Ἰάσονος
795 ἔξειμι γαίας, φιλτάτων παίδων φόνον
φεύγουσα καὶ τλᾶσ᾽ ἔργον ἀνοσιώτατον.
οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι.
[ἴτω· τί μοι ζῆν κέρδος; οὔτε μοι πατρὶς
οὔτ᾽ οἶκος ἔστιν οὔτ᾽ ἀποστροφὴ κακῶν.]
800 ἡμάρτανον τόθ᾽ ἡνίκ᾽ ἐξελίμπανον
δόμους πατρῴους, ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις
πεισθεῖσ᾽, ὃς ἡμῖν σὺν θεῷ τείσει δίκην.
οὔτ᾽ ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί ποτε
ζῶντας τὸ λοιπὸν οὔτε τῆς νεοζύγου
805 νύμφης τεκνώσει παῖδ᾽, ἐπεὶ κακὴν κακῶς
θανεῖν σφ᾽ ἀνάγκη τοῖς ἐμοῖσι φαρμάκοις.
μηδείς με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω
μηδ᾽ ἡσυχαίαν ἀλλὰ θατέρου τρόπου,
βαρεῖαν ἐχθροῖς καὶ φίλοισιν εὐμενῆ·
810 τῶν γὰρ τοιούτων εὐκλεέστατος βίος.
ΧΟ. ἐπείπερ ἡμῖν τόνδ᾽ ἐκοίνωσας λόγον,
σέ τ᾽ ὠφελεῖν θέλουσα καὶ νόμοις βροτῶν
ξυλλαμβάνουσα δρᾶν σ᾽ ἀπεννέπω τάδε.
ΜΗ. οὐκ ἔστιν ἄλλως· σοὶ δὲ συγγνώμη λέγειν
815 τάδ᾽ ἐστί, μὴ πάσχουσαν, ὡς ἐγώ, κακῶς.
ΧΟ. ἀλλὰ κτανεῖν σὸν σπέρμα τολμήσεις, γύναι;
ΜΗ. οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα δηχθείη πόσις.
ΧΟ. σὺ δ᾽ ἂν γένοιό γ᾽ ἀθλιωτάτη γυνή.
ΜΗ. ἴτω· περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι.
820 ἀλλ᾽ εἶα χώρει καὶ κόμιζ᾽ Ἰάσονα·
ἐς πάντα γὰρ δὴ σοὶ τὰ πιστὰ χρώμεθα.
λέξῃς δὲ μηδὲν τῶν ἐμοὶ δεδογμένων,
εἴπερ φρονεῖς εὖ δεσπόταις γυνή τ᾽ ἔφυς.
γενησόμεσθα κἀς ὁδὸν βεβήκαμεν,
νῦν ἐλπὶς ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς τείσειν δίκην.
οὗτος γὰρ ἁνὴρ ᾗ μάλιστ᾽ ἐκάμνομεν
λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων·
770 ἐκ τοῦδ᾽ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων,
μολόντες ἄστυ καὶ πόλισμα Παλλάδος.
ἤδη δὲ πάντα τἀμά σοι βουλεύματα
λέξω· δέχου δὲ μὴ πρὸς ἡδονὴν λόγους.
πέμψασ᾽ ἐμῶν τιν᾽ οἰκετῶν Ἰάσονα
775 ἐς ὄψιν ἐλθεῖν τὴν ἐμὴν αἰτήσομαι.
μολόντι δ᾽ αὐτῷ μαλθακοὺς λέξω λόγους,
ὡς καὶ δοκεῖ μοι ταῦτα καὶ καλῶς †ἔχει†
γάμους τυράννων οὓς προδοὺς ἡμᾶς ἔχει,
καὶ ξύμφορ᾽ εἶναι καὶ καλῶς ἐγνωσμένα.
780 παῖδας δὲ μεῖναι τοὺς ἐμοὺς αἰτήσομαι,
οὐχ ὡς λιποῦσ᾽ ἂν πολεμίας ἐπὶ χθονὸς
[ἐχθροῖσι παῖδας τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι],
ἀλλ᾽ ὡς δόλοισι παῖδα βασιλέως κτάνω.
πέμψω γὰρ αὐτοὺς δῶρ᾽ ἔχοντας ἐν χεροῖν,
785 [νύμφῃ φέροντας, τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα,]
λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον·
κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῇ χροΐ,
κακῶς ὀλεῖται πᾶς θ᾽ ὃς ἂν θίγῃ κόρης·
τοιοῖσδε χρίσω φαρμάκοις δωρήματα.
790 ἐνταῦθα μέντοι τόνδ᾽ ἀπαλλάσσω λόγον.
ᾤμωξα δ᾽ οἷον ἔργον ἔστ᾽ ἐργαστέον
τοὐντεῦθεν ἡμῖν· τέκνα γὰρ κατακτενῶ
τἄμ᾽· οὔτις ἔστιν ὅστις ἐξαιρήσεται·
δόμον τε πάντα συγχέασ᾽ Ἰάσονος
795 ἔξειμι γαίας, φιλτάτων παίδων φόνον
φεύγουσα καὶ τλᾶσ᾽ ἔργον ἀνοσιώτατον.
οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι.
[ἴτω· τί μοι ζῆν κέρδος; οὔτε μοι πατρὶς
οὔτ᾽ οἶκος ἔστιν οὔτ᾽ ἀποστροφὴ κακῶν.]
800 ἡμάρτανον τόθ᾽ ἡνίκ᾽ ἐξελίμπανον
δόμους πατρῴους, ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις
πεισθεῖσ᾽, ὃς ἡμῖν σὺν θεῷ τείσει δίκην.
οὔτ᾽ ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί ποτε
ζῶντας τὸ λοιπὸν οὔτε τῆς νεοζύγου
805 νύμφης τεκνώσει παῖδ᾽, ἐπεὶ κακὴν κακῶς
θανεῖν σφ᾽ ἀνάγκη τοῖς ἐμοῖσι φαρμάκοις.
μηδείς με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω
μηδ᾽ ἡσυχαίαν ἀλλὰ θατέρου τρόπου,
βαρεῖαν ἐχθροῖς καὶ φίλοισιν εὐμενῆ·
810 τῶν γὰρ τοιούτων εὐκλεέστατος βίος.
ΧΟ. ἐπείπερ ἡμῖν τόνδ᾽ ἐκοίνωσας λόγον,
σέ τ᾽ ὠφελεῖν θέλουσα καὶ νόμοις βροτῶν
ξυλλαμβάνουσα δρᾶν σ᾽ ἀπεννέπω τάδε.
ΜΗ. οὐκ ἔστιν ἄλλως· σοὶ δὲ συγγνώμη λέγειν
815 τάδ᾽ ἐστί, μὴ πάσχουσαν, ὡς ἐγώ, κακῶς.
ΧΟ. ἀλλὰ κτανεῖν σὸν σπέρμα τολμήσεις, γύναι;
ΜΗ. οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα δηχθείη πόσις.
ΧΟ. σὺ δ᾽ ἂν γένοιό γ᾽ ἀθλιωτάτη γυνή.
ΜΗ. ἴτω· περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι.
820 ἀλλ᾽ εἶα χώρει καὶ κόμιζ᾽ Ἰάσονα·
ἐς πάντα γὰρ δὴ σοὶ τὰ πιστὰ χρώμεθα.
λέξῃς δὲ μηδὲν τῶν ἐμοὶ δεδογμένων,
εἴπερ φρονεῖς εὖ δεσπόταις γυνή τ᾽ ἔφυς.
***
ΜΗ. Ω Ζευ, ω Δίκη, κόρη του Διός, ω φως του Ήλιου!
765 Τώρα θα συντρίψω, φίλες, τους εχθρούς, θα θριαμβεύσω·
πορεύομαι ήδη στου θριάμβου τον δρόμο.
Τώρα προσμένω να πληρώσουν οι εχθροί μου.
Τούτος ο άντρας, πάνω που πηγαίναμε να βουλιάξουμε,
πρόβαλε ωσάν λιμάνι για τα σχέδιά μου.
770 Από αυτόν θα δέσω το παλαμάρι της πρύμης,
όταν βρεθώ στην πόλη και στον βράχο της Παλλάδας.
Τώρα θα σου φανερώσω το σχέδιό μου, αρχή και τέλος.
Μόνο μην περιμένεις λόγια χαράς.
Θα στείλω ένα δούλο στον Ιάσονα
775 και θα του ζητήσω να έρθει να με δει.
Και όταν με το καλό θα ᾽ρθει, λόγια μειλίχια θα του πω:
πως τάχα έτσι σκέφτομαι κι εγώ, πως έπραξε άριστα
που με πρόδωσε για τον γάμο τον βασιλικό
και πως ό,τι αποφάσισε είναι για το καλό μας και είναι ορθό.
780 Θα του ζητήσω ακόμα να μείνουν εδώ τα παιδιά
— όχι πως θ᾽ άφηνα ποτέ τα παιδιά μου σε γη εχθρική,
[να τα ταπεινώνουν οι εχθροί μου,]
το θέλω μόνο για να θανατώσω με δόλο την κόρη του βασιλιά.
Θα στείλω σ᾽ αυτήν τα παιδιά με δώρα στα χέρια,
785 [να τα πάνε στη νύφη, να μην εξοριστούν από τούτη τη χώρα,]
λεπτότατο πέπλο και στεφάνι χρυσό.
Αν πάρει τα στολίδια και κοσμήσει το σώμα της,
κακό θάνατο θα λάβει, και αυτή και όποιος την αγγίξει.
Με τέτοιο φαρμάκι θα ποτίσω τα δώρα μου.
790 Εδώ τελειώνουν τα λόγια.
Όμως σπαράζω με την πράξη που έχω να πράξω μετά.
Τα παιδιά μου θα τα σκοτώσω.
Αυτός που θα τα σώσει από τα χέρια μου δεν υπάρχει.
Συντρίμμια θα σωριάσω συθέμελα το σπίτι του Ιάσονα
795 και ύστερα θα φύγω από τη χώρα, μακριά
από τον φόνο των παιδιών που τόσο αγάπησα,
αφού θα έχω αποτολμήσει έργο ανοσιότατο.
Να γελούν μαζί μου οι εχθροί δεν αντέχεται, φίλες.
[Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.
Ποιό το κέρδος να ζω; Δεν έχω πατρίδα
ούτε σπίτι ούτε καταφυγή στη δυστυχία μου.]
800 Έσφαλα όταν άφηνα το σπίτι του πατέρα μου
και πίστεψα τα λόγια ενός Έλληνα,
ενός που, αν θέλουν οι θεοί, θα πληρώσει.
Ούτε θα ξαναδεί ποτέ πια ζωντανά
τα παιδιά που έχει από μένα
805 ούτε θ᾽ αποχτήσει άλλα παιδιά από τη νεόνυμφη σύζυγο
— άθλια εκείνη, άθλιο θάνατο ανάγκη να λάβει
από το δικό μου το φαρμάκι.
Κανείς να μην πιστέψει πως είμαι άπραγη και αδύναμη
ούτε ήσυχη. Ο τρόπος ο δικός μου είναι ο αντίθετος:
ανελέητη με τους εχθρούς, φίλη με τους φίλους.
810 Μόνο τέτοιων ανθρώπων ο βίος αξιώνεται το μέγα κλέος.
ΧΟ. Μια και μοιράστηκες μαζί μου το σχέδιό σου,
εγώ, θέλοντας και να βοηθήσω εσένα
και τους νόμους των ανθρώπων να προασπίσω,
σε εξορκίζω να μην κάνεις αυτό που πας να κάνεις.
ΜΗ. Δεν γίνεται αλλιώς. Εσύ συγχωρείσαι να τα λες αυτά,
815 γιατί δεν υποφέρεις όπως εγώ.
ΧΟ. Και θα μπορέσεις να θανατώσεις, γυναίκα, το σπλάχνο σου;
ΜΗ. Έτσι θα πληγωθεί ο άντρας μου όπως δεν πληγώθηκε ποτέ.
ΧΟ. Και εσύ θα γίνεις η πιο δυστυχισμένη γυναίκα.
ΜΗ. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Όλα τα λόγια ώς την πράξη περιττά.
(Απευθύνεται σε μία από τις υπηρέτριες που τη συνοδεύουν.)
820 Εσύ ωστόσο πήγαινε να φέρεις τον Ιάσονα
— όπου απαιτείται εμπιστοσύνη, εσένα έχω.
Μόνο μην πεις λέξη για τις αποφάσεις μου,
αν θες το καλό των κυρίων σου και είσαι γεννημένη γυναίκα.
ΜΗ. Ω Ζευ, ω Δίκη, κόρη του Διός, ω φως του Ήλιου!
765 Τώρα θα συντρίψω, φίλες, τους εχθρούς, θα θριαμβεύσω·
πορεύομαι ήδη στου θριάμβου τον δρόμο.
Τώρα προσμένω να πληρώσουν οι εχθροί μου.
Τούτος ο άντρας, πάνω που πηγαίναμε να βουλιάξουμε,
πρόβαλε ωσάν λιμάνι για τα σχέδιά μου.
770 Από αυτόν θα δέσω το παλαμάρι της πρύμης,
όταν βρεθώ στην πόλη και στον βράχο της Παλλάδας.
Τώρα θα σου φανερώσω το σχέδιό μου, αρχή και τέλος.
Μόνο μην περιμένεις λόγια χαράς.
Θα στείλω ένα δούλο στον Ιάσονα
775 και θα του ζητήσω να έρθει να με δει.
Και όταν με το καλό θα ᾽ρθει, λόγια μειλίχια θα του πω:
πως τάχα έτσι σκέφτομαι κι εγώ, πως έπραξε άριστα
που με πρόδωσε για τον γάμο τον βασιλικό
και πως ό,τι αποφάσισε είναι για το καλό μας και είναι ορθό.
780 Θα του ζητήσω ακόμα να μείνουν εδώ τα παιδιά
— όχι πως θ᾽ άφηνα ποτέ τα παιδιά μου σε γη εχθρική,
[να τα ταπεινώνουν οι εχθροί μου,]
το θέλω μόνο για να θανατώσω με δόλο την κόρη του βασιλιά.
Θα στείλω σ᾽ αυτήν τα παιδιά με δώρα στα χέρια,
785 [να τα πάνε στη νύφη, να μην εξοριστούν από τούτη τη χώρα,]
λεπτότατο πέπλο και στεφάνι χρυσό.
Αν πάρει τα στολίδια και κοσμήσει το σώμα της,
κακό θάνατο θα λάβει, και αυτή και όποιος την αγγίξει.
Με τέτοιο φαρμάκι θα ποτίσω τα δώρα μου.
790 Εδώ τελειώνουν τα λόγια.
Όμως σπαράζω με την πράξη που έχω να πράξω μετά.
Τα παιδιά μου θα τα σκοτώσω.
Αυτός που θα τα σώσει από τα χέρια μου δεν υπάρχει.
Συντρίμμια θα σωριάσω συθέμελα το σπίτι του Ιάσονα
795 και ύστερα θα φύγω από τη χώρα, μακριά
από τον φόνο των παιδιών που τόσο αγάπησα,
αφού θα έχω αποτολμήσει έργο ανοσιότατο.
Να γελούν μαζί μου οι εχθροί δεν αντέχεται, φίλες.
[Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει.
Ποιό το κέρδος να ζω; Δεν έχω πατρίδα
ούτε σπίτι ούτε καταφυγή στη δυστυχία μου.]
800 Έσφαλα όταν άφηνα το σπίτι του πατέρα μου
και πίστεψα τα λόγια ενός Έλληνα,
ενός που, αν θέλουν οι θεοί, θα πληρώσει.
Ούτε θα ξαναδεί ποτέ πια ζωντανά
τα παιδιά που έχει από μένα
805 ούτε θ᾽ αποχτήσει άλλα παιδιά από τη νεόνυμφη σύζυγο
— άθλια εκείνη, άθλιο θάνατο ανάγκη να λάβει
από το δικό μου το φαρμάκι.
Κανείς να μην πιστέψει πως είμαι άπραγη και αδύναμη
ούτε ήσυχη. Ο τρόπος ο δικός μου είναι ο αντίθετος:
ανελέητη με τους εχθρούς, φίλη με τους φίλους.
810 Μόνο τέτοιων ανθρώπων ο βίος αξιώνεται το μέγα κλέος.
ΧΟ. Μια και μοιράστηκες μαζί μου το σχέδιό σου,
εγώ, θέλοντας και να βοηθήσω εσένα
και τους νόμους των ανθρώπων να προασπίσω,
σε εξορκίζω να μην κάνεις αυτό που πας να κάνεις.
ΜΗ. Δεν γίνεται αλλιώς. Εσύ συγχωρείσαι να τα λες αυτά,
815 γιατί δεν υποφέρεις όπως εγώ.
ΧΟ. Και θα μπορέσεις να θανατώσεις, γυναίκα, το σπλάχνο σου;
ΜΗ. Έτσι θα πληγωθεί ο άντρας μου όπως δεν πληγώθηκε ποτέ.
ΧΟ. Και εσύ θα γίνεις η πιο δυστυχισμένη γυναίκα.
ΜΗ. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Όλα τα λόγια ώς την πράξη περιττά.
(Απευθύνεται σε μία από τις υπηρέτριες που τη συνοδεύουν.)
820 Εσύ ωστόσο πήγαινε να φέρεις τον Ιάσονα
— όπου απαιτείται εμπιστοσύνη, εσένα έχω.
Μόνο μην πεις λέξη για τις αποφάσεις μου,
αν θες το καλό των κυρίων σου και είσαι γεννημένη γυναίκα.