Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

Η τέχνη της τραγωδίας

Η τέχνη της τραγωδίας γεννήθηκε στα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας τον 6ο αιώνα π.Χ. και παρακολουθούσε έναν ήρωα, συνήθως επιφανούς καταγωγής, βασιλιά ή διάσημο πολεμιστή, να ξεπέφτει από την ευμάρεια και την επιδοκιμασία στην ανέχεια και στο όνειδος. Τα καθέκαστα εξιστορούνταν με τέτοιον τρόπο, ώστε οι θεατές να οδηγούνται στο σημείο από τη μια να διστάζουν να καταδικάσουν τον ήρωα γι’ αυτά που του είχαν ενσκήψει και από την άλλη να παραδέχονται συγκαταβατικά ότι θα ήταν εύκολο μια μέρα να τσακιστούν κι αυτοί από κάποια παρόμοια συγκυρία, αν ο μη γένοιτο τύχαινε και στους ίδιους.

Η τραγωδία εμπεριέχει την απόπειρα να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στους ένοχους κι σε αυτούς που φαίνονται άμεμπτοι, αμφισβητεί τις καθιερωμένες απόψεις μας περί ατομικής ευθύνης και δείχνει μέσα από μια ευλαβική ψυχογραφία πώς γίνεται να φτάνει κάποιος στην ατίμωση, χωρίς την ίδια στιγμή να στερείται το δικαίωμά του να τον ακούσουν.

Αν η τραγωδία μας βοηθά να νοιαζόμαστε σε βαθμό ασυνήθιστο για τον ξεπεσμό κάποιου που μας είναι άγνωστος, αυτό οφείλεται στο ότι μας ωθεί να αντιληφθούμε τα αίτια της αποτυχίας του. Καθώς μαθαίνουμε περισσότερα για την περίσταση, αναγκαστικά την κατανοούμε καλύτερα και είμαστε σε θέση να συγχωρούμε ανάλογα. Η τραγωδία μας οδηγεί περίτεχνα να βαδίσουμε στα χνάρια του ήρωα, να διατρέξουμε την αδιόρατη και συχνά αθώα πορεία που συνδέει την ευημερία με την πτώση του, και να δούμε εκ των έσω την παράλογη σχέση μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων. Έτσι είναι αδύνατον να διατηρήσουμε το αδιάφορο ή εκδικητικό ύφος που θα παίρναμε ίσως αν διαβάζαμε στην εφημερίδα το σκελετό του ίδιου αφηγήματος.

Το καλοκαίρι του 1849 δημοσιεύθηκε σε διάφορα έντυπα της Νορμανδίας ένα λακωνικό αρθράκι. Μια 27χρονη ονόματι Ντελφίν Ντελαμάρ, το γένος Κουτυριέ, κάτοικος της κωμόπολης Ρυ – λίγο έξω από τη Ρουέν- είχε φτάσει να δυσφορεί στη ρουτίνα του έγγαμου βίου· δημιούργησε τεράστια χρέη αγοράζοντας περιττά ρούχα και οικιακά είδη, σύναψε μια εξωσυζυγική σχέση και, υπό το άχθος της ψυχικής και οικονομικής της κατάστασης, αυτοκτόνησε παίρνοντας αρσενικό. Η μαντάμ Ντελαμάρ άφηνε πίσω της μία ανήλικη κόρη κι έναν αλλόφρονα σύζυγο, τον Ευγένιο Ντελαμάρ, ο οποίος είχε αναλάβει αρμόδιος επί θεμάτων υγείας στο Ρυ αφότου σπούδασε ιατρική στη Ρουέν και ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στην πελατεία του, καθώς και σεβαστό πρόσωπο της κοινότητας.

Στους αναγνώστες του άρθρου συμπεριλαμβανόταν ένας επίσης 27χρονος νέος που είχε βλέψεις να γίνει συγγραφέας, ο Γουστάβος Φλομπέρ. Η ιστορία της μαντάμ Ντελαμάρ δεν έλεγε να του φύγει από το νου· του έγινε, θα λέγαμε, εμμονή. Την πήρε μαζί του σ’ ένα ταξίδι ανά την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, ώσπου το Σεπτέμβριο του 1851 άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Η κυρία Μποβαρύ, που εκδόθηκε στο Παρίσι έξι χρόνια αργότερα.

Ένα από τα πολλά που συνέβησαν όταν η μαντάμ Ντελαμάρ, η μοιχός από το Ρυ, μεταμορφώθηκε σε κυρία Μποβαρύ εξ Υονβίλης, ήταν ότι η ζωή της έπαψε να χωρά στα όρια ενός ηθοπλαστικού αφηγήματος όπου τα πάντα είναι άσπρα ή μαύρο. Υπό τη μορφή άρθρου στις εφημερίδες η περίπτωση της Ντελφίν Ντελαμάρ είχε δώσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στους συντηρητικούς επαρχιώτες σχολιαστές να την αξιοποιήσουν ως παράδειγμα για να καταγγείλουν τη μείωση του σεβασμού των νέων προς το θεσμό του γάμου, την εντεινόμενη εμπορευματοποίηση της κοινωνίας και τη φθορά των θρησκευτικών αξιών. Για τον Φλομπέρ όμως η τέχνη ήταν το άκρο αντίθετο της χονδροειδούς ηθικολογίας. Αποτελούσε ένα βασίλειο στο οποίο ήταν επιτέλους εφικτό να εξετάζονται ενδελεχώς τα κίνητρα και η συμπεριφορά των ανθρώπων, σε βάθος που θα καθιστούσε γελοία κάθε απόπειρα καθαγιασμού ή καταβαράθρωσής τους. Το μυθιστόρημά του δεν εκθέτει μόνο τις αφελείς απόψεις της Έμμας για τον έρωτα, αλλά μας επιτρέπει και να διακρίνουμε την προέλευσή τους: μας βάζει να την παρακολουθήσουμε στα παιδικά της χρόνια, να διαβάζουμε πάνω από τον ώμο της το προσευχητάρι της και να καθόμαστε μαζί με αυτήν και με τον πατέρα της –εκείνα τα ατέλειωτα απομεσήμερα του καλοκαιριού στο Τοστ- σε μια κουζίνα όπου κάθε τόσο ακούγονται από την αυλή τα γουρουνάκια που κοΐζουν ή το κακάρισμα μιας κότας. Τη βλέπουμε να παντρεύεται τον Κάρλο παρ’ όλο που δεν της ταιριάζει. Καταλαβαίνουμε ότι ο Κάρλο έχει πλανευτεί από τη μοναξιά του και από τα κάλλη της νεαρής, κι ότι η Έμμα τον παντρεύεται από ανάγκη, για να μην κλειστεί σε κάποιο μοναστήρι, χωρίς να ξέρει τίποτα για τους άντρες πέρ’ από αυτά που μάθαινες από τις αισθηματικές φυλλάδες του συρμού. 

Ως αναγνώστες φτάνουμε να συμμεριζόμαστε τα παράπονα του Κάρλο από την Έμμα και τα δικά της από αυτόν. Ο Φλομπέρ δίνει την εντύπωση ότι μας ειρωνεύεται που θα θέλαμε να ήταν πιο απλά τα πράγματα. Θα έλεγε κανείς ότι το απολαμβάνει να παρουσιάζει κολακευτικά την Έμμα και αμέσως μετά να τη διαβάλλει μ’ ένα καυστικό σχόλιο. Τη στιγμή όμως που αρχίζουμε να εκνευριζόμαστε μαζί της, πιστεύοντας ότι δεν είναι παρά μια κακομαθημένη εγωίστρια, ο Φλομπέρ την καθιστά πάλι ελκυστική, μας λέει κάτι για την ευαισθησία της που μας κάνει να δακρύσουμε. Έτσι, όταν πια χάνει οριστικά την υπόληψή της και μπουκωμένη με αρσενικό πέφτει κατάχαμα στην κάμαρά της περιμένοντας το θάνατο, μας είναι σχεδόν αδύνατον να διατηρούμε ακόμη τη διάθεση να την κατακρίνουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου