Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ (189a – 193d)
Πρόκειται ίσως για το τμήμα του διαλόγου το πιο οικείο στο πλατύ αναγνωστικό κοινό, και για ένα από τα γνωστότερα χωρία του Πλάτωνα. Σημασία έχει να μην παρανοηθεί ο σκοπός του, που είναι απλά χιουμοριστικός και δραματουργικός. Ας σημειωθεί ότι η εισαγωγή του λόγου είναι κωμική, τελείως αριστοφανική, και ο ποιητής μας αναγγέλλει απερίφραστα την πρόθεσή του να φανεί πιστός στο επάγγελμά του και να είναι «αστείος». Ο λόγος του μπορεί να συνοψιστεί σε λίγα λόγια.
Στην αρχή ο άνθρωπος ήταν ένα ον «σφαιρικό», με τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και δύο πρόσωπα που κοίταζαν προς αντίθετες κατευθύνσεις αλλά ενωμένα στην κορυφή, σχημάτιζαν ένα κεφάλι. Τα όντα αυτά ήταν ενός από τα εξής τρία «φύλα» (αν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί η λέξη): αρσενικό-αρσενικό, θηλυκό-θηλυκό και αρσενικό-θηλυκό. Το πρώτο φύλο προερχόταν από τον ήλιο, το δεύτερο από τη γη και το τρίτο από τη σελήνη – «αστέρα» και ταυτόχρονα «γη». Ως τότε όμως δεν υπήρχε ακόμα ούτε σαρκικός έρωτας ούτε η συναφής αναπαραγωγή. Αυτή γινόταν κυριολεκτικά με γονιμοποίηση του εδάφους. Τα όντα αυτά ήταν κυρίαρχα και ισχυρά αρκετά ώστε να απειλούν τον ουρανό με επίθεση ή πολιορκία, όπως μαθαίνουμε από τις παλιές παραδόσεις για τους «γίγαντες». Ως μέσο ασφάλειας ο Δίας τα έκοψε στη μέση από πάνω ως κάτω, έτσι που ο τρόπος αναπαραγωγής τους να είναι στο μέλλον σαρκικός. Από τότε ο άνθρωπος αποτελεί μόνο το ήμισυ ενός ολόκληρου όντος· και κάθε τέτοιο ήμισυ περιφέρεται με την παθιασμένη επιθυμία να ξαναβρεί το συμπλήρωμά του και να ξανασμίξει μαζί του. «Έρωτα» λοιπόν ονομάζουμε αυτόν τον πόθο συνένωσης με το χαμένο ήμισυ του αρχικού εαυτού μας· και κανένας δεν μπορεί βρει την ευτυχία όσο ο πόθος αυτός μένει ανεκπλήρωτος. Η κοινή έγγαμη αγάπη άντρα και γυναίκας αποτελεί την εκ νέου συνένωση των δύω ημίσεων ενός από τα αρχικά αρσενικοθήλυκα όντα, ενώ κάθε παθιασμένος δεσμός δύο προσώπων του ιδίου φύλου είναι εκ νέου συνένωση των ημίσεων ενός αρσενικού-αρσενικού ή θηλυκού-θηλυκού όντως, ανάλογα με την περίπτωση. Αν επιμείνουμε στην άθρησκη συμπεριφορά μας, υπάρχει κίνδυνος να μας διαιρέσει και πάλι ο Δίας, αφήνοντας μας να πηδάμε μονοπόδαροι ή να περπατάμε μονόχειρες και μισοπρόσωποι.
Ο θαυμασμός μας για τον πλούσιας φαντασίας αυτό λόγο δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε ότι, όπως προανέφερα, πρόκειται κυρίως για κωμωδία, που όμως δεν κρύβει το πραγματικό νόημα του διαλόγου. Ο Πλάτων, που φροντίζει να μας υπενθυμίσει ότι ο ομιλητής είναι επαγγελματίας γελωτοποιός, είναι πολύ άρτιος δραματουργός ώστε να προβεί σε τέτοια παρατήρηση χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, ή να μειώσει προκαταβολικά την εντύπωση του λόγου του ήρωά του, του Σωκράτη δημιουργώντας δύο κέντρα βαρύτητας. Σίγουρα, κάτω από τη θυμηδία του Αριστοφάνη του υπάρχουν στοιχεία σοβαρότητας, όπως άλλωστε υπήρχαν πάντα και στα πιο ξεκαρδιστικά αστεία του ίδιου του Αριστοφάνη. Η περιγραφή που δίνει ο Αριστοφάνης για την ερωτόπληκτη κατάσταση του όντως που ψάχνει να βρει το χαμένο του «ήμισυ» κρύβει πραγματική τρυφερότητα και ειλικρινή εκτίμηση της ανιδιοτελούς αφοσίωσης στον σύντροφο που αποτελεί τον «δεύτερο εαυτό» μας. Ο Αριστοφάνης, σαν τον Παυσανία, υποβιβάζει τον Έρωτα των αντρών για τις γυναίκες στο πιο χαμηλό επίπεδο, επειδή δήθεν η γυναίκα αποτελεί το «ασθενέστερο δοχείο», το γήινο συστατικό της αρχικής μας σύνθεσης (απορρίπτοντας έτσι τη σωκρατική και πλατωνική αρχή ότι «η αρετή του άντρα και της γυναίκας είναι ίδια»), και θέλει να αποδείξει την άποψη του με τον ισχυρισμό (192a) ότι όσοι είναι ευάλωτοι στα γυναικεία θέλγητρα δείχνονται κατώτεροι στην «πολιτική».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου