Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (1153-1172)

ΑΓΓΕΛΟΣ
ποῖ γῆς ἄνακτα τῆσδε Θησέα μολὼν
εὕροιμ᾽ ἄν, ὦ γυναῖκες; εἴπερ ἴστε μοι
1155 σημήνατ᾽· ἆρα τῶνδε δωμάτων ἔσω;
ΧΟ. ὅδ᾽ αὐτὸς ἔξω δωμάτων πορεύεται.
ΑΓ. Θησεῦ, μερίμνης ἄξιον φέρω λόγον
σοὶ καὶ πολίταις οἵ τ᾽ Ἀθηναίων πόλιν
ναίουσι καὶ γῆς τέρμονας Τροζηνίας.
1160 ΘΗ. τί δ᾽ ἔστι; μῶν τις συμφορὰ νεωτέρα
δισσὰς κατείληφ᾽ ἀστυγείτονας πόλεις;
ΑΓ. Ἱππόλυτος οὐκέτ᾽ ἔστιν, ὡς εἰπεῖν ἔπος·
δέδορκε μέντοι φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς.
ΘΗ. πρὸς τοῦ; δι᾽ ἔχθρας μῶν τις ἦν ἀφιγμένος
1165 ὅτου κατήισχυν᾽ ἄλοχον ὡς πατρὸς βίαι;
ΑΓ. οἰκεῖος αὐτὸν ὤλεσ᾽ ἁρμάτων ὄχος
ἀραί τε τοῦ σοῦ στόματος, ἃς σὺ σῶι πατρὶ
πόντου κρέοντι παιδὸς ἠράσω πέρι.
ΘΗ. ὦ θεοί, Πόσειδόν θ᾽· ὡς ἄρ᾽ ἦσθ᾽ ἐμὸς πατὴρ
1170 ὀρθῶς, ἀκούσας τῶν ἐμῶν κατευγμάτων.
πῶς καὶ διώλετ᾽; εἰπέ, τῶι τρόπωι Δίκης
ἔπαισεν αὐτὸν ῥόπτρον αἰσχύναντά με;

***
ΚΟΡ. Νά! Βλέπω έναν ακόλουθο του Ιππόλυτου
να τρέχει κατά δω μ᾽ όψη θλιμμένη.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Γυναίκες, πού να βρω το βασιλιά
της χώρας, το Θησέα; Πείτε μου, αν ξέρετε!
Άραγες να ᾽ναι μέσα στο παλάτι;
ΚΟΡ. Νά τονε! Βγαίνει απ᾽ το παλάτι ο ίδιος.
ΑΓΓ. Θησέα, σου φέρνω θλιβερό μαντάτο,
για σε, για τους πολίτες της Αθήνας
κι όσους στη χώρα ζούνε της Τροιζήνας.
1160ΘΗΣ. Τί τρέχει; Κι άλλη συφορά τις βρήκε
τις δυο γειτονικές μας πολιτείες;
ΑΓΓ. Κοντολογίς: πια δεν υπάρχ᾽ Ιππόλυτος!
Βλέπει ακόμα το φως, μα ξεψυχάει.
ΘΗΣ. Και πώς; Μη και τον χάλασε κανένας
άλλος, που την κυρά του την ατίμασε
καθώς και τη δικιά μου; ΑΓΓ. Το δικό του
τ᾽ αμάξι τονε σκότωσε: οι κατάρες σου
στο θαλασσόθεο Ποσειδώνα πιάσανε.
ΘΗΣ. Ω Ποσειδών᾽ αλήθεια είσαι πατέρας μου,
1170αφού την κατάρα μου την εισάκουσες!
(στον Άγγελο)
Πώς σκοτώθηκε; Πες μου. Πώς το ρόπαλο
της Δίκης βρήκε τον ατιμαστή μου;

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.6. Ναοί και άλλα οικοδομήματα του 4ου αιώνα π.Χ.

7.6.1. Η θόλος των Δελφών, ο ναός του Ασκληπιού και η θόλος στην Επίδαυρο

Μετά τα μεγάλα οικοδομικά έργα στην Αττική, και ιδιαίτερα στην Ακρόπολη της Αθήνας, που σφράγισαν την αρχιτεκτονική του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ., τα μνημειακά οικοδομήματα του πρώτου μισού του 4ου αιώνα έχουν, σε σύγκριση με εκείνα, σχετικά μικρές διαστάσεις· εμφανίζουν όμως καινοτομίες που φανερώνουν ότι η εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής καθορίστηκε από την αναζήτηση νέων συστημάτων αναλογιών για τα κτήρια και τη δημιουργία περίτεχνων διακοσμητικών μοτίβων. Ένα παράδειγμα ενδεικτικό για τις νέες αυτές τάσεις συναντούμε στους Δελφούς. Στο στενόμακρο ιερό της Αθηνάς Προναίας, δυτικά της εισόδου του ιερού του Απόλλωνα, χτίστηκε στο πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. ένα μικρό αλλά πολύ κομψό κυκλικό οικοδόμημα (θόλος) με εξωτερική κιονοστοιχία, του οποίου ο προορισμός, παρά τη μακροχρόνια έρευνα, παραμένει άγνωστος. Τα προβλήματα που έθετε η κατασκευή και κυρίως η στέγαση ενός κυκλικού περίπτερου κτηρίου ήταν σημαντικά και ο τρόπος με τον οποίο λύθηκαν καινοτόμος. Δεν είναι επομένως τυχαία η πληροφορία ότι ο αρχιτέκτονας της θόλου των Δελφών, ο Θεόδωρος από τη Φώκαια, έγραψε ένα βιβλίο (που δυστυχώς δεν σώζεται), όπου εξέθετε τη μέθοδο κατασκευής και τις αναλογίες του κτίσματος. Η εξωτερική κιονοστοιχία (το πτερόν) αποτελείται από είκοσι ραδινούς δωρικούς κίονες (αναλογία διαμέτρου προς ύψος 1:6,82), ενώ στο εσωτερικό υπάρχει μια σειρά από κορινθιακούς κίονες, που εφάπτονται στον τοίχο. Φαίνεται ότι η αρχική οκταγωνική μαρμάρινη στέγη αντικαταστάθηκε πολύ νωρίς από μια πολύ ελαφρύτερη κυκλική πήλινη. Μια παρόμοια θόλος κατασκευάστηκε, όπως θα δούμε, λίγο αργότερα στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
 
Το ιερό του Ασκληπιού κοντά στην αρχαία Επίδαυρο έγινε ευρύτερα γνωστό στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ. και γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Αιτία ήταν η φήμη που απέκτησε ο ήρωας ιατρός Ασκληπιός ότι μπορούσε να γιατρεύει κακές και επικίνδυνες αρρώστιες. Η φήμη αυτή έφερε στην Επίδαυρο πλήθος προσκυνητών και βοήθησε να διαδοθεί η λατρεία του σε όλη την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται η γρήγορη εξάπλωση της λατρείας του Ασκληπιού να σχετίζεται επίσης με τη σημαντική πρόοδο που συντελέστηκε στην ιατρική κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Ιπποκράτη από την Κω και στη σχολή του. Είναι πράγματι πιθανόν ότι στα Ασκληπιεία υπήρχαν γιατροί που ασκούσαν συστηματικά την τέχνη τους.
 
Συνέπεια της οικονομικής ευρωστίας που απέκτησε το ιερό της Επιδαύρου είναι ότι γύρω στο 380 π.Χ. κατασκευάστηκε ένας μικρών σχετικά διαστάσεων (11,76 m x 23,15 m) αλλά πολυτελής ναός του Ασκληπιού. Στις αναλογίες του ναού διακρίνεται η διάθεση για μείωση του μήκους σε σχέση με το πλάτος, η οποία αποτυπώνεται στον αριθμό των κιόνων: έξι στις στενές πλευρές και έντεκα στις μακρές, αντί του κανονικού 6 x 13. Η τάση για βράχυνση των αναλογιών των ναών είναι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική του 4ου αιώνα π.Χ. Στην περίπτωση του ναού του Ασκληπιού η μείωση κατά δύο των κιόνων των μακρών πλευρών είχε ως συνέπεια την απουσία οπισθόδομου, καθώς ο σηκός έπρεπε να είναι αρκετά βαθύς ώστε να δεχτεί το καθιστό λατρευτικό άγαλμα. Πολύ χρήσιμα για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής είναι επίσης τα σωζόμενα στοιχεία από την ανωδομή του ναού. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση μια επιγραφή που περιέχει τη συγγραφή για την κατασκευή του ναού, την οποία μπορούμε έτσι να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες για τμήματα του ναού που δεν έχουν σωθεί: Μαθαίνουμε ότι η ξύλινη θύρα του σηκού είχε διάκοσμο από ελεφαντόδοντο και χρυσά καρφιά και προστατευόταν με ένα μετάλλινο κιγκλίδωμα. Ζωγραφισμένες ήταν ακόμη οι μετόπες, η σίμη και τα ξύλινα φατνώματα της οροφής, όπως ακριβώς και στο Ερέχθειο στην Ακρόπολη της Αθήνας. Ο αρχιτέκτονας του ναού λεγόταν Θεόδοτος και κατασκευαστής της πλούσια διακοσμημένης θύρας και της οροφής του σηκού ήταν ο Θρασυμήδης ο Πάριος, που φιλοτέχνησε επίσης το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ασκληπιού. Τις πληροφορίες για το άγαλμα αυτό καθώς και για τα γλυπτά των αετωμάτων θα τις εξετάσουμε στην ενότητα 6 αυτού του κεφαλαίου.
 
Στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο κατασκευάστηκε επίσης μια κυκλική θόλος όμοια με εκείνη των Δελφών, αλλά μεγαλύτερη και με εξαιρετικά περίτεχνο διάκοσμο. Από τη σχετική οικοδομική επιγραφή που σώζεται μαθαίνουμε ότι η κατασκευή της θόλου διήρκεσε περίπου 40 χρόνια, ότι ο αρχιτέκτονας λεγόταν Πολύκλειτος (δεν αποκλείεται να ήταν συγγενής, ίσως εγγονός, του ομώνυμου μεγάλου γλύπτη του 5ου αιώνα π.Χ.) και ότι το συνολικό κόστος της ήταν περίπου διπλάσιο από εκείνο του ναού του Ασκληπιού. Χρονικά μπορούμε να τοποθετήσουμε την κατασκευή της θόλου της Επιδαύρου ανάμεσα στο 360 και στο 320 π.Χ. Η μέγιστη διάμετρος του κτηρίου (στο επίπεδο των θεμελίων) είναι 21,85 m, η διάμετρος στον στυλοβάτη 20,45 m και η διάμετρος του σηκού 14,65 m. Το πτερόν (η εξωτερική κιονοστοιχία) έχει 26 πολύ ραδινούς δωρικούς κίονες (η αναλογία διαμέτρου προς ύψος είναι περίπου 1:7). Από την ανωδομή του κτηρίου σώζονται αρκετά τμήματα, που εκτίθενται στο Μουσείο της Επιδαύρου. Οι μετόπες της δωρικής ζωφόρου είναι διακοσμημένες με φιάλες σε σχήμα ρόδακα και η σίμη, όπως και το κεντρικό ακρωτήριο, με περίτεχνους σχηματοποιημένους βλαστούς. Στο εσωτερικό του σηκού υπάρχουν δεκατέσσερις κίονες, των οποίων τα κορινθιακά κιονόκρανα είναι τα ομορφότερα που μας έχουν σωθεί από την Αρχαιότητα.
 
Ένα όμοιο, πολύ καλοδουλεμένο κιονόκρανο βρέθηκε θαμμένο δίπλα στη θόλο· η άριστη διατήρησή του οδήγησε στη σκέψη ότι ήταν το παράδειγμα, δηλαδή το πρότυπο για τα κιονόκρανα που δημιούργησε ο ίδιος ο αρχιτέκτονας και το οποίο, μετά το τέλος των εργασιών, αποτέθηκε με προσοχή στο χώμα για να διαφυλαχθεί. Το δάπεδο του σηκού είναι στρωμένο με ρομβόσχημες λίθινες πλάκες, λευκές και μαύρες εναλλάξ. Θαυμάσιος είναι επίσης ο φυτικός διάκοσμος των φατνωμάτων της οροφής, με ωραιότατα άνθη που προβάλλουν ανάμεσα σε φύλλα άκανθας. Η πολυτέλεια της κατασκευής και ο νεκρικός συμβολισμός των φυτικών κοσμημάτων κάνουν πιθανή την υπόθεση ότι η θόλος της Επιδαύρου είναι ο μνημειακός τάφος του Ασκληπιού, που ήταν το επίκεντρο της λατρείας του. Το ιερότερο σημείο φαίνεται ότι ήταν ένα βαθύ πηγάδι στο κέντρο των θεμελίων, τα οποία αποτελούνται από μια σειρά ομόκεντρων κύκλων. Ίσως εκεί φώλιαζε και το ιερό φίδι.

Επιστήμη και αβεβαιότητα

Η εισχώρηση του Διαδικτύου στη ζωή μας και η συνακόλουθη πρόσβαση σε μεγάλο όγκο πληροφοριών έχουν καλλιεργήσει την αίσθηση ότι όλοι είμαστε ικανοί να κατανοήσουμε τι συνεπάγονται τα εμπειρικά δεδομένα των επιστημών. Αν σε αυτό το σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο προστεθεί μια ευρέως διαδεδομένη δυσπιστία προς τους ειδικούς ενός επιστημονικού πεδίου, σε συνδυασμό με την έλλειψη στοιχειώδους κατάρτισης στα βασικά χαρακτηριστικά της επιστημονικής μεθόδου, μας βοηθάει να εξηγήσουμε σύγχρονα φαινόμενα ανορθολογισμού.
 
Αυτό καθόλου δεν εκπλήσσει, αλλά είναι ενδεικτικό μιας παραδοξότητας: παρατηρείται σε μια εποχή όπου η τεχνολογία (δηλαδή, ένα παράγωγο της επιστήμης) κυριαρχεί στις περισσότερες πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, το φαινόμενο από την οπτική αυτής της διαπίστωσης.

Τα παράγωγα της επιστήμης θα μπορούσαν, σε γενικές γραμμές, να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες.
  • Στην πρώτη κατηγορία εμπίπτουν οι εφαρμογές των επιστημονικών θεωριών, οι οποίες οδηγούν σε τεχνολογίες και σε εξειδικευμένη τεχνογνωσία.
  • Στη δεύτερη, εμπίπτει η επιστημονική γνώση, η οποία εξάγεται από τις διάφορες επιστημονικές θεωρίες.
  • Στην τρίτη, εμπίπτει η επιστημονική μέθοδος, η οποία καθορίζει την αξιοπιστία της επιστημονικής γνώσης, όπως επίσης και κάποια μετα-επιστημονικά διδάγματα, αρκετά από τα οποία αντλούνται από τα γνωρίσματα της επιστημονικής μεθόδου. Εστιάζω εδώ στην τρίτη κατηγορία.

Μια απλή περιγραφή της επιστημονικής μεθόδου είναι η εξής: προτείνονται υποθέσεις (ή θεωρίες) ως υποψήφιες εξηγήσεις του εκάστοτε συνόλου εμπειρικών δεδομένων. Αρκετές φορές προτείνονται ασύμβατες μεταξύ τους υποθέσεις. Ακολουθούν ανηλεείς έλεγχοι (πειράματα, παρατηρήσεις), οι οποίοι διεξάγονται από πολλές διαφορετικές επιστημονικές ομάδες και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, που οδηγούν στην απόρριψη κάποιων υποθέσεων και στην ανάδειξη/επικράτηση της καλύτερης, δηλαδή αυτής που δεν συγκρούεται με το πείραμα.

Είναι, νομίζω, προφανές από αυτή την απλή περιγραφή ότι το χαρακτηριστικό της (απόλυτης) βεβαιότητας απουσιάζει από την επιστημονική γνώση. Βεβαίως, η απουσία αυτή έχει την εξήγησή της.

Πρώτον, τα εμπειρικά δεδομένα είναι αδύνατο να καθορίσουν την ορθή επιστημονική υπόθεση ή θεωρία (αυτό είναι ένα σημαντικό φιλοσοφικό πρόβλημα).

Δεύτερον, η διατύπωση επιστημονικών θεωριών γίνεται με τη χρήση νοητικών αφαιρέσεων και η αξιοπιστία των θεωριών εξετάζεται από την επιστήμη σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Δεν είναι δυνατόν μια υπόθεση στην οποία διατυπώνονται λεπτομερώς όλα τα στοιχεία του κόσμου να καταστεί γνωστικά χρήσιμη και ούτε μπορούν να είναι γνωστικά χρήσιμα μη ελεγχόμενα πειράματα.

Τρίτον, η επιστήμη βρίσκεται σε μια συνεχή εξελικτική πορεία και η ιστορία της μας έχει διδάξει ότι ενδέχεται κάποιες επιστημονικές θεωρίες μας να εγκαταλειφθούν για να αντικατασταθούν από άλλες, ακριβέστερες. Αν προστεθεί σε αυτούς τους λόγους το γεγονός ότι πολλές σημαντικές επιστημονικές θεωρίες είναι πιθανολογικές ή στατιστικές, έπεται ότι εγγενές στοιχείο της επιστημονικής γνώσης είναι η αβεβαιότητα. Με απλά λόγια, αν ακολουθούμε τον επιστημονικό τρόπο σκέψης, είμαστε υποχρεωμένοι να ενσωματώσουμε την αβεβαιότητα σε πολλές από τις πεποιθήσεις και τις ιδέες μας.

Σε αυτό το σημείο του συλλογισμού, κάποιος θα μπορούσε να οδηγηθεί στο εξής ερώτημα: «Αφού η επιστημονική γνώση χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, γιατί τότε να την αποδεχθούμε και να μην ασπαστούμε τις απόψεις ατόμων ή θεσμών, που τις παρουσιάζουν με βεβαιότητα;». Όμως ένα τέτοιο συμπέρασμα θα βασιζόταν σε ένα εννοιολογικό σφάλμα.

Η επιστήμη είναι γνωστικά αβέβαιη, ενώ το παραπάνω συμπέρασμα αναφέρεται στην έννοια της ψυχολογικής βεβαιότητας. Το να είναι κάποιος ψυχολογικά βέβαιος σημαίνει να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει λόγος για αμφιβολία, όπως όταν λέει «ήμουν βέβαιος ότι η κυβέρνηση θα στήριζε τους ανέργους, αλλά αποδείχθηκε ευσεβής πόθος». Το να είναι κάποιος γνωστικά βέβαιος, όμως, σημαίνει να αναφέρεται σε κάποια γνωστική (και όχι ψυχολογική) ιδιότητα ή κατάσταση, όπως όταν λέει «είμαι βέβαιος ότι όλα τα τετράγωνα έχουν τέσσερις ίσες πλευρές».

Εύκολα μπορούμε να βρούμε παραδείγματα όπου πεποιθήσεις μας έχουν ψυχολογική βάση αλλά όχι γνωστική. Δεν είναι δύσκολο, επίσης, να βρούμε παραδείγματα όπου κάποιες πεποιθήσεις είναι γνωστικά βέβαιες, αλλά αρκετοί άνθρωποι συνεχίζουν να εκφράζουν αμφιβολίες, συχνά ανορθολογικού χαρακτήρα. Αυτά συνεπάγονται ότι το κενό που δημιουργεί η απουσία γνωστικής βεβαιότητας δεν μπορεί να γεμίσει με την επίκληση κάποιας ψυχολογικής βεβαιότητας.

Η επιστημονική γνώση μπορεί, λοιπόν, να συνοδεύεται από κάποιο βαθμό γνωστικής αβεβαιότητας. Αν, ωστόσο, αναλογιστούμε ότι η επιστημονική γνώση είναι το μόνο πράγμα που διαθέτει ο άνθρωπος, το οποίο τον οδηγεί συστηματικά σε επιτυχείς λύσεις προβλημάτων, τότε το έλλογο συμπέρασμα είναι ότι για να διατηρούμε την ορθολογικότητά μας, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τουλάχιστον πρακτική βεβαιότητα στην επιστήμη, έστω και αν η τελευταία δεν είναι ταυτόσημη με γνωστική βεβαιότητα. Ίσως να οφείλουμε επίσης να αποδεχθούμε ότι η γνωστική αβεβαιότητα είναι συνθήκη της ύπαρξής μας.

Φρίντριχ Νίτσε: Η γνωριμία με τους μεγάλους Έλληνες, ήταν ο μεγάλος δάσκαλός μου

Μ’ έναν μεγάλο λαό, μεγαλοφυή, συμβαίνει ό,τι και με τον άνθρωπο τον μεγαλοφυή. Και οι παραμικρότερες εκδηλώσεις τη ζωής, έχουν το σημάδι της μεγαλοφυΐας...

Οι Έλληνες είναι όπως και η μεγαλοφυΐα: Απλοί. Γι’ αυτό είναι διδάσκαλοι αθάνατοι.

Οι θεσμοί τους, τα δημιουργήματά τους, φέρνουν τη σφραγίδα της απλότητας, τόσο, που συχνά μένει κανείς εκστατικός, βλέποντας ως τι σημείο είναι μοναδικοί σ’ αυτή τους την απλότητα.

Και, παραδόξως, είν’ εξίσου τόσο «βαθείς», όσο και απλοί. Μολοντούτο, σπάνια μας αποκαλύπτουν τα βάθη της σοφίας και της γνώσης τους...

Ανάμεσα στον μεγάλο άνθρωπο της διάνοιας, το Αριστοτέλη, και στα ήθη και την τέχνη των Ελλήνων, υπάρχει άβυσσος τεράστια, έτσι που ο καθείς από εμάς φαίνεται ρηχός και άτονος, συγκρινόμενος με το απροσμέτρητο μεγαλείο του ελληνικού ενστίκτου.

Είναι μια απ’ τις μεγαλύτερες αρετές των Ελλήνων το να μην θέλουν να μεταπλάσουν σε διανόημα ό,τι καλύτερο κλείνουν μέσα τους.

Μ’ άλλα λόγια, είναι «αφελείς»· είναι μια λέξη που συνοψίζει την απλότητα και το βάθος. Έχουνε μέσα τους κάτι από το έργο της τέχνης.

Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλλουμε ένα κομμάτι ελληνικής ζωής για να φωτιστεί αμέσως άπλετα...

Θα προσπαθήσουμε να διδαχτούμε από τους Έλληνες και θα διδάξουμε με οδηγό τα παραδείγματά τους. Αυτό θα είναι το έργο μας...

Άλλοι λαοί έχουν αγίους. Οι Έλληνες έχουν σοφούς.

Ο Έλληνας δεν είναι ούτε αισιόδοξος ούτε απαισιόδοξος· είναι, στη βαθύτατη ουσία του, «ανδρικός». Βλέπει τα τρομερά πράματα, όπως είναι και δεν τα κρύβει από τον εαυτό του.

Η φιλανθρωπία των Ελλήνων συνίσταται στην αφέλεια που χαρακτηρίζει στον κόσμο τους τον άνθρωπο, το κράτος, την τέχνη, το δίκαιο του πολέμου και το διεθνές δίκαιο, τις φυλετικές σχέσεις, την αγωγή, τη ζωή των κομμάτων· είναι ο ίδιος ανθρωπισμός που εκδηλώνεται σ’ όλους τους λαούς, όμως στους Έλληνες εμφανίζεται με τέτοια γύμνια, με τέτοιον απανθρωπισμό, που μας δίνει ένα μάθημα δυσαναπλήρωτο.

Αν η εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού έχει τέτοια σημασία, είναι γιατί ολόκληρος ο δυτικός μας κόσμος πήρε απ’ αυτόν τον παλμό του· η μοίρα θέλησε να είναι ο πιο πρόσφατος και πιο εκφυλισμένος Ελληνισμός που παρουσίασε τη μεγαλύτερη ιστορική δύναμη. Γι' αυτό, ο πρωτόγονος Ελληνισμός εκτιμήθηκε πάντοτε σφαλερά. Πρέπει να γνωρίσουμε και τον πρόσφατο Ελληνισμό για να τον ξεχωρίσουμε απ’ τον παλιό. Απομένει ακόμα ν’ ανακαλύψουμε πολλές δυνατότητες. Οι Έλληνες ανακάλυψαν άλλες και κατόπιν ανακάλυψαν εκ νέου.

Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί και τούτο είναι ζήτημα ύφους. Οι Έλληνες, αξιοθαύμαστοι, χωρίς σπουδή. Πρόγονοί μου: Ο Ηράκλειτος, ο Εμπεδοκλής, Ο Σπινόζα, ο Γκέτε.

Δεν γνώρισα ποτέ κανέναν, που να έχει εμπνεύσει τόσο σεβασμό, όσον οι Έλληνες φιλόσοφοι.

Δεν θα κουραστώ ν’ αναπολώ με τα μάτια της ψυχής, ολόκληρη σειρά από φιλοσόφους που ο καθένας τους ενσωματώνει αυτή την ακατανόητη ιδιομορφία και ξυπνάει αυτή την ίδια την κατάπληξη με την δυνατότητα της ζωής που μπόρεσε ν’ ανακαλύψει μόνο για τον εαυτό του. Εννοώ τους φιλοσόφους που έζησαν στη ρωμαλεότερη και γονιμότερη εποχή, στον αιώνα που προηγήθηκε των μηδικών πολέμων και στα χρόνια των πολέμων αυτών.

Οι Έλληνες, λαός αληθινά υγιής, δικαίωσαν τη φιλοσοφία μια για πάντα, από το γεγονός και μόνο ότι φιλοσόφησαν. Φιλοσόφησαν δε, περισσότερο από τους άλλους λαούς.

Να μην μας επιβάλουν το συμπέρασμα πως η φιλοσοφία στην Ελλάδα, δεν υπήρξε ποτέ τίποτε άλλο παρά είδος εισαγωγής από το εξωτερικό· ότι δεν βλάστησε από το εθνικό και φυσικό χώμα κι ακόμα πως, όντας ξενικό προϊόν, οδήγησε τους Έλληνες στην καταστροφή μάλλον παρά στην πρόοδο... Αν πήγαν τόσο μακριά, ήταν γιατί μπόρεσαν να σηκώσουν για να το πετάξουν πιο μακριά, ένα δόρυ που κάποιος άλλος είχε αφήσει καταγής.

Οι Έλληνες, ασφαλώς, δεν υπερεκτιμηθήκανε ποτέ, γιατί θα έπρεπε να είχαν εκτιμηθεί στην πραγματικοί τους αξία κι αυτό είναι αδύνατον. Πώς θα τους αποδίδαμε δικαιοσύνη; Αλλά τους εκτιμήσαμε λαθεμένα.

Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα είναι ξεπερασμένα· οι Έλληνες ακτινοβολούν με μια λάμψη δυνατότερη παρά ποτέ, ειδικά οι Έλληνες πριν τον Σωκράτη.

Ο Έλληνας, είναι ως την ώρα, εκείνος που έφερε τον άνθρωπο μακρύτερα.

Οι Έλληνες ανακάλυψαν τους κυριότερους τύπους φιλοσοφικού πνεύματος, στους οποίους οι μεταγενέστερες γενεές δεν πρόσθεσαν τίποτε το ουσιαστικό.

Οι αρχαίοι Έλληνες είναι οι αθάνατοι διδάσκαλοι της ανθρωπότητας.

Στα λόγια των φιλοσόφων, από τον Θαλή ως τον Σωκράτη, όπως άλλωστε και στις προσωπικότητές τους, προβάλλουν τα μεγάλα χαρακτηριστικά της ελληνικής μεγαλοφυΐας.

Ξεχωρίζω με βαθύτατο σεβασμό το όνομα του Ηράκλειτου. Ενώ το υπόλοιπο φιλοσοφικό έθνος περιφρονούσε τη μαρτυρία των αισθήσεων γιατί φανερώνουν την πολλαπλότητα και την αλλαγή, αυτός περιφρονούσε τη μαρτυρία τους γιατί δίνουν στα πράγματα τη μορφή της διάρκειας και της ενότητας.

Ο Δημόκριτος, είναι ο πρώτος που απέκλεισε αυστηρά από τη θεωρία το μυθικό στοιχείο. Είναι ο πρώτος ορθολογιστής.

Ο Σωκράτης, ξορκίζοντας τον φόβο του θανάτου, είναι ο τελευταίος τύπος του σοφού που μας δόθηκε· ο σοφός νικητής των ενστίκτων διά της σοφίας.

Η γνωριμία με τους μεγάλους Έλληνες, ήταν ο μεγάλος δάσκαλός μου. Υπάρχουν περισσότερα πράγματα για να σεβαστεί κανείς στον Ηράκλειτο, στον Εμπεδοκλή, στον Παρμενίδη, στον Αναξαγόρα, στον Δημόκριτο (παρά στους νεότερους)· αυτοί είναι πληρέστεροι. Ο Χριστιανισμός το φέρει βάρος στη συνείδησή του ότι χάλασε πολλές πλήρεις προσωπικότητες, όπως λ.χ. τον Πασκάλ και πριν απ’ αυτόν, τον διδάσκαλο Έκαρτ.

Ο Επίκουρος πολέμησε τη διαφθορά των ψυχών από τις έννοιες της ενοχής, της τιμωρίας και της αθανασίας. Πολέμησε τις υποχθόνιες λατρείες που ήταν σχεδόν μια λανθάνουσα μορφή του Χριστιανισμού. Η απόρριψη της αθανασίας, ήταν τότε πραγματική σωτηρία. Κι ο Επίκουρος κέρδισε τη μάχη· κάθε έντιμο πνεύμα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επικούρειο.

Η σοφία δεν προχώρησε ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του.

Ό,τι μας χωρίζει από τον Καντ, όπως κι απ’ τον Πλάτωνα και τον Λάιμπνιτς, είναι ότι παραδεχόμαστε το «γίγνεσθαι», ακόμη και σ’ αυτά τα άυλα πράγματα· είμαστε ολότελα εμποτισμένοι από το ιστορικό πνεύμα. Αυτή είναι η μεγάλη καμπή. Ο Λαμάρκ και ο Χέγκελ -κι αυτός ο Ντάρβιν-, δεν είναι παρά μια συνισταμένη. Η σκέψη του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή αναστήθηκε.

Οι Έλληνες ξέρουν να μαθαίνουν... Στους Έλληνες, όλα γίνονται ζωή! Σ’ εμάς, τα πάντα μένουν στο στάδιο της γνώσης.

Η κορυφή της φιλοσοφίας: Στους Ελεάτες και στον Εμπεδοκλή.

Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνώνονταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Έτσι, ξανά και ξανά, μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, που και που, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα.

Φυλαχτείτε από την ιδέα να χλευάζετε τη μυθολογία των Ελλήνων με το πρόσχημα ότι μοιάζει τόσο λίγο με τη δική σας βαθιά μεταφυσική! Οφείλετε να θαυμάζετε έναν λαό που επέβαλε εδώ μια διακοπή στην οξύνοιά του και που είχε για πολλά χρόνια αρκετή διακριτικότητα ώστε να ξεφύγει από τον κίνδυνο του σχολαστικισμού και της σοφιστικής πρόληψης.

Να κάνουμε τα πιο αποκρουστικά πράγματα για τα οποία δεν τολμά κανείς να μιλήσει, αλλά που είναι χρήσιμα και αναγκαία, είναι κι αυτό κάτι ηρωικό. Οι Έλληνες δεν ντρέπονταν να συγκαταλέγουν στα μεγάλα κατορθώματα του Ηρακλή τον καθαρισμό ενός στάβλου.

Χρόνια και χρόνια τώρα τίποτα δεν μου φαίνεται πιο έκδηλο από το γεγονός ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε και που μας παρουσιάζεται απλά και καθαρά, είναι στην πραγματικότητα δυσκολονόητος, δυσπρόσιτος, και ότι η συνηθισμένη ευκολία με την οποία μιλούμε για τους αρχαίους είναι, είτε ελαφρότητα, είτε η παλιά κληρονομημένη ματαιοδοξία της απερισκεψίας...

Οι Έλληνες σε μια ζωή όπου οι μεγάλοι κίνδυνοι και οι κατακλυσμοί παραμόνευαν σε κάθε στιγμή, ζητούσαν στον διαλογισμό και στη γνώση ένα είδος ασφάλειας του συναισθήματος και ένα τελευταίο καταφύγιο. Εμείς που ζούμε σε μια ασύγκριτα μεγαλύτερη ηρεμία, έχουμε φέρει τον κίνδυνο στον στοχασμό και στη γνώση, και είναι μέσα στη ζωή που επαναπαυόμαστε και ηρεμούμε.

Οι κύριες ηθικές εντολές που πάντα διδάσκουν και κηρύσσουν σε έναν λαό, σχετίζονται με τα κύρια σφάλματά του και γι’ αυτό δεν τις βρίσκει καθόλου ενοχλητικές. Οι Έλληνες που τηρούσαν τόσο συχνά τη μετριοπάθεια, την ψυχραιμία, την έννοια της δικαιοσύνης και γενικά, τη σύνεση, έδιναν βάση στις τέσσερις σωκρατικές αρετές, επειδή είχαν τόση ανάγκη απ’ αυτές τις αρετές και ακριβώς τόση λίγη τάση σ’ αυτές!

Τι σημαίνει η φλυαρία μας για τους Έλληνες; Τί καταλαβαίνουμε λοιπόν από την τέχνη τους που η ψυχή της είναι το πάθος για τη γυμνή αρσενική ομορφιά; Μόνο ξεκινώντας από δω συναισθάνθηκαν τη θηλυκή ομορφιά. Είχαν λοιπόν γι’ αυτή, μια τελείως διαφορετική προοπτική από τη δική μας. Και το ίδιο έγινε με την αγάπη τους για τη γυναίκα: Σέβονταν διαφορετικά, περιφρονούσαν διαφορετικά.

«Ας γίνεται να μη νιώθουμε ότι περνούμε πολύ άνετα!». Αυτός ήταν ο μυστικός φόβος των Ελλήνων της παλιάς καλής εποχής. Να γιατί κήρυτταν το μέτρο. Κι εμείς!

«Η δύναμη την οποία κακολογούν πολύ, αξίζει περισσότερο από την αδυναμία στην οποία συμβαίνει μόνο κάτι καλό». Αυτή ήταν η νοοτροπία των Ελλήνων. Αυτό σημαίνει ότι εκτιμούσαν περισσότερο το αίσθημα της δύναμης από κάθε ωφέλεια ή καλή φήμη.
-----------------------------
Πηγές:
«Η γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνικής τραγωδίας»
«Η γέννηση της τραγωδίας»
«Αυγή»
«Ο Αντίχριστος»
«Μεταθανάτια γραπτά – 1870-1873»

Oscar Wilde: Κάθε άνθρωπος σκοτώνει ό,τι αγαπά


Κάθε άνθρωπος σκοτώνει ό,τι αγαπά κι ας το ξέρει ο καθείς: άλλος μ' ερωτικά γλυκόλογα, ο δειλός με φιλί κι ο αντρείος με σπαθί.

Ένας σκοτώνει την αγάπη του νέος, άλλοι όταν γερνάν, ένας τη πνίγει με τα χέρια του πόθου, άλλος με τα χέρια του πλούτου.

Οι πιο συμπονετικοί τη μαχαιρώνουνε γιατί έτσι ο νεκρός παγώνει γρηγορότερα.

Άλλοι αγαπούνε λίγο, άλλοι πιότερο, άλλοι πουλάνε τον έρωτα, άλλοι τον αγοράζουν, άλλοι σκοτώνουν με δάκρια κι άλλοι βουβά χωρίς στεναγμό, γιατί καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά.»

Τη πιο ψηλή θέση την αποζητά ο καθένας. Είναι το σημείο που κατευθύνονται όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες.

Αυτός ξεκουραζότανε σα κάποιον που κοιμάται κι ονειρεύεται πάνω στο μαλακό χορτάρι ενός λιβαδιού.

Οι φύλακες τον κοιτάζανε καθώς κοιμότανε και δε μπορούσαν να καταλάβουνε πως μπορούσε να κοιμάται τόσον ήσυχα, αφού βρισκότανε τόσο κοντά στο σκοινί του δήμιου.

Μα ο ύπνος δεν έρχεται όταν είναι για να κλάψουν αυτοί που ποτέ ως τώρα δε χύσανε δάκρια ή κι αλήτες κι απατεώνες και κατεργάρηδες, αγρυπνήσαν όλη νύχτα και μέσα σε κάθε νου, γλιστρούσε έρποντας η φρίκη για τον πόνο του άλλου.

Αλίμονο, δεν υπάρχει φριχτότερο από τον πόνο για το κρίμα ενός άλλου. Γιατί ίσα στη καρδιά το μαχαίρι του κακού βυθίζει τη φαρμακωμένη λεπίδα του και σα λιωμένο μολύβι ήτανε τα δάκρια που χύσαμε για το αίμα που δεν είχαμε χύσει εμείς.

Ω!... φώναζαν, ο κόσμος είναι πλατύς, μα το κορμί σκλαβωμένο παραλύει. Μια και δυο φορές το παιγνίδι των ζαριών, μπορεί να 'ναι παιγνίδι καλό. Μα δε το κερδίζει όποιος το παίζει με την αμαρτία στη κρυφήν αυλή της ατιμίας.

Γιατί κείνος που ζει πιότερο από μια φορά, πεθαίνει πιότερες φορές.

Ευτυχισμένοι κείνοι που οι καρδιές τους τσακίζουνε και που βρίσκουνε στη συγνώμη, τη γαλήνη.

Πως αλλιώς μπορούσεν ο άνθρωπος να καθαρίσει από τα κρίματα, την αμαρτωλή του ψυχή;

Από που αλλού μπορεί να μπει ο γιος του Θεού, αν όχι από τη τσακισμένη καρδιά μας;

Γιατί ο Κύριος δε καταφρονεί τη τσακισμένη και μετανοημένη καρδιά.

Και καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά κι όλοι ας ξέρουμε πως ο νέος σκοτώνει με τα μάτια γεμάτα μίσος, άλλοι με χαϊδευτικά λόγια, ο δειλός μ' ένα φιλί κι ο αντρείος με το σπαθί.

Oscar Wilde, Η Μπαλάντα Της Φυλακής Του Ρήντινγκ

Πνεύματα & Οντότητες απο “αλλού”

Η ύπαρξη των Πνευμάτων είναι μία θεώρηση που πιστεύεται από πάρα πολύ κόσμο ακόμη και στην σύγχρονη εποχή που ζούμε. Όμως μπορούμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξή τους με τις κοινές μας αισθήσεις; Πως είναι αυτά τα Πνεύματα;

Ας δούμε μερικά απο τα ερωτήματα που αναπόφευκτα ζητούν απάντηση και μας αποκαλύπτουν την φύση των πνευματικών οντοτήτων.

Υπάρχουν τρία βασικά ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει κάποιος που αποζητά την «επαφή» με τις πνεύματα και τις άλλες πνευματικές οντότητες χωρίς να παραλύσει από τον φόβο για αυτή την προσέγγιση. Οι ερωτήσεις είναι οι εξής: Πως βιώνουμε αυτές τις οντότητες, πως μοιάζουν στην πραγματικότητα και σε ποιόν κόσμο κατοικούν. Σε αυτό το άρθρο θα προσεγγίσουμε μία επεξήγηση κάθε μίας από τις παραπάνω ερωτήσεις για να κατανοήσουμε καλύτερα το ζήτημα των πνευματικών οντοτήτων.

Πως βιώνουμε τα Πνεύματα;

Πρώτα από όλα θα πρέπει να αναφέρουμε πως τα πνεύματα βρίσκονται παντού τριγύρω μας και κατοικούν ένα «χώρο» που συνυπάρχει με την δική μας πραγματικότητα. Αν και είναι κοντινός όμως δεν μπορεί ο κάθε άνθρωπος να δει αυτές τις οντότητες δίχως να είναι «εκπαιδευμένος» για κάτι ανάλογο. Μερικοί ξεχωριστοί άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα όπως πρόκειται για ισχυρά διάμεσα, πνευματικούς ανθρώπους. Οι υπόλοιποι από εμάς θα πρέπει να πραγματοποιήσουμε συγκεκριμένες μορφές διαλογισμού και τεχνικών εναλλαγής συνειδητότητας για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τον Πνευματικό Κόσμο και τα όντα του. Αυτή η ανάγκη για εναλλαγή συνειδητότητας καταδεικνύει και το μεγάλο σύνορο που βρίσκεται ανάμεσα στην δική μας σφαίρα ύπαρξης και εκείνη των πνευμάτων.

Και φυσικά θα πρέπει να είναι σχετικά βασανιστικό το να είναι κάποιος συνεχώς «συνδεδεμένος» σε εκείνη την πνευματική σφαίρα ύπαρξης δίχως να μπορέσει να ξεφύγει λεπτό από αυτή. Οι άνθρωποι που εξασκούνται πνευματικά εμπλέκονται με αυτή τη σφαίρα συνειδητότητας για περιορισμένο χρονικό διάστημα και μετά επιστρέφουν στην συνηθισμένη καθημερινότητά τους χωρίς να υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των δύο σφαιρών. Αυτό επιτρέπει την διαύγεια του ατόμου που δεν αφήνει το νου του να παραμείνει προσκολλημένος στην πνευματική διάσταση και τις οντότητές της.

Χρειαζόμαστε αυτή την εναλλαγή Συνειδητότητας για ένα απλό λόγο. Τα πνεύματα και οι εν λόγω οντότητες αν έχουν έστω και μερικώς φυσική υπόσταση τότε αυτή είναι πολύ λεπτή και οι φυσικές μας αισθήσεις όπως η όραση δεν μπορούν να διακρίνουν την παρουσία. Το πιθανότερο είναι πως αυτές οι οντότητες υπάρχουν ως συνειδήσεις και έτσι δεν έχουν φυσική υπόσταση. Έτσι υποθέτουμε πως τα πνεύματα δεν καταλαμβάνουν χώρο. Ζουν σε έναν Κόσμο συνειδητότητας, ένα κόσμο που είναι γεμάτος από διαφόρων ειδών οντότητες Θεϊκές και μη.

Έπειτα από αρκετό καιρό πρακτικής εξάσκησης και εξοικείωσης με άλλα επίπεδα συνειδητότητας ίσως μπορέσουμε να εισχωρήσουμε στην απαιτούμενη σφαίρα ύπαρξης που χρειαζόμαστε για να αισθανθούμε αυτές τις οντότητες. Μονάχα με τις κλασικές μεθοδολογίες θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξή τους χωρις να αμφισβητούμε το φαινόμενο που βιώσαμε. Και πως πραγματοποιείται κάτι τέτοιο; Μέσα από ένα μέσο επίπεδο κατάστασης έκστασης που επιτυγχάνεται από βαθιά κατάσταση διαλογισμού. Αρκετές τεχνικές που επιφέρουν την έκσταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να «αφυπνίσουν» τα αισθητήρια όργανα που απαιτούνται για την θέαση των πνευμάτων και των άλλων οντοτήτων.

Η 'Οψη και ο κόσμος των Πνευμάτων

Σε αυτό το σημείο μπαίνει η φαντασία μας καθώς χωρίς αυτή οι εξαιρετικές απεικονίσεις αγγέλων, δαιμόνων, γκουλ και άλλων πνευμάτων θα ήταν ανιαρές και βαρετές. Χωρίς την ανθρώπινη φαντασία που έδωσε φυσική υπόσταση στις οντότητες αυτές, τα πνεύματα θα ήταν διάφανες ωοειδείς σφαίρες φωτός. Το χρώμα του φωτισμού διαφέρει από οντότητα σε οντότητα και εξαρτάται από το επίπεδο δόνησης και την ποιότητα της συνειδητότητας που διαθέτει η οντότητα. Ένα πνεύμα όμως όταν έρχεται σε επαφή με κάποιο ανθρώπινο ον μπορεί να υιοθετήσει διάφορες μορφές ανάλογα με το πως επιδρά η φαντασία του παρατηρητή επάνω του. Με άλλα λόγια το πνεύμα γίνεται ότι μορφή φανταζόμαστε πως έχει και αποκτά μέσα στο νου του παρατηρητή δυνατότητες ομιλίας,μυρωδιάς κ.α αλλά μονάχα μέσα στο μυαλό εκείνου που έρχεται σε επαφή. Αυτό σημαίνει πως η εν λόγω εικόνα δεν δύναται να καταγραφεί σε κάμερα, φωτογραφία ή άλλη μονάδα καταγραφής της φυσικής πραγματικότητας.

Τα Πνεύματα κατοικούν μονάχα μέσα σε συγκεκριμένα πεδία συνειδητότητας έτσι ώστε να μπορούν να θεαθούν με άπειρες φανταστικές μορφές . Ίσως και αυτή η αρχέτυπη ωοειδής φωτεινή μορφή να είναι μία φανταστική απεικόνιση όμως ο αποκρυφισμός υποστηρίζει αυτή την θέαση ως αυθεντική.

Όπως προείπαμε η σφαίρα όπου κατοικούν τα πνεύματα βρίσκεται τριγύρω και δίπλα στον δικό μας κόσμο αν και δεν μπορούμε να τον δούμε δια γυμνού οφθαλμού. Κάποιος που αναζητά τέτοιες οντότητες θα πρέπει να μεταλλάξει το πεδίο συνειδητότητάς του μέσα από κάποια τεχνική διαλογισμού – έκστασης. Και επειδή αυτό το πεδίο είναι πεδίο συνειδητότητας έχει συμβολική ιδιότητα.

Ο Πνευματικός κόσμος έχει τρία βασικά επίπεδα και κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα κατοικείται από διαφορετικές οντότητες.

Αυτοί οι τρεις Κόσμοι υπάρχουν και στις Διδαχές του Σαμανισμού και αντιπροσωπεύουν μία θεμελιώδη αναπαράσταση της Ανθρώπινης εμπειρίας της Συνειδητότητας. Αυτοί οι Κόσμοι λέγεται πως είναι ο Αιθερικός, ο Υπόκοσμος και ο Επιφανειακός κόσμος στον οποίο κατοικούμε και εμείς.

Κατηγορίες πνευμάτων

Ο Αιθερικός κόσμος είναι η κατοικία των Αιθέριων θεών – του 'Ηλιου, της Σελήνης , του Ανέμου και άλλων θεοτήτων. Είναι επίσης ο τόπος κατοικίας των Φτερωτών Πνευμάτων που απεικονίζονται σε φυσική υπόσταση ως πτηνά ή ακόμη και ως Άγγελοι. Βέβαια οι κόσμοι αυτοί απεικονίζονται συμβολικά στην δική μας συνειδητότητα που δεν συνάδει με τον φυσικό κόσμο στον οποίο ζούμε. Αυτή η θέαση βασίζεται στις υποκειμενικές εμπειρίες του κόσμου και τις εσώτερες «ψυχικές» δομές που δημιουργούν αυτές οι εμπειρίες.

Τα πνεύματα του Αιθερικού Κόσμου έχουν μία μακροκοσμική προοπτική για αυτό παραμένουν απόμακρα από τα γεγονότα της ανθρώπινης δραστηριότητας με εξαίρεση την λειτουργία τους ως αγγελιοφόροι σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι Τελετουργικοί Μάγοι ενδιαφέρονται για τις εν λόγω οντότητες λόγω της δυνατότητάς τους για μακροσκοπική μαντεία και της κατανόησης του κόσμου ώς ένα σημείο του Κοσμογονικού Κύκλου.

O Κάτω κόσμος είναι ένα μέρος σκοτεινό που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης και συμβολικά αντιπροσωπεύει όλες τις σκοτεινές οντότητες. Τα πνεύματα του Υπό-Κόσμου σχετίζονται με όλες τις Χθόνιες οντότητες και τα διάμεσά τους. Πρόκειται για έναν τόπο των γενετικών και πνευματικών προγόνων. Πέρα από την χθόνια και σκοτεινή ιδιότητά του, ο κόσμος αυτός εμπεριέχει και τις ιδιότητες της γονιμότητας, της γέννησης, ενός τόπου αποθήκευσης ζωτικής ενέργειας.

Οι οντότητες του κόσμου αυτού είναι πιο εξοικειωμένες με τον κόσμο που κατοικούμε.

Ο Κόσμος μας ( ο Φυσικός κόσμος όπως τον γνωρίζουμε) βρίθει από πνευματικές οντότητες που συνδέονται με συγκεκριμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Μπορεί να βρεθούν σε ιερές τοποθεσίες (Εκκλησίες-Ναούς) ή σε χωριά – πόλεις και τεράστιες αστικές τοποθεσίες. Βρίσκονται παντού και παραμένουν αθέατες στο ανθρώπινο μάτι. Όμως είναι ευκολότερο να έρθουμε σε επαφή με ένα τέτοιο πνεύμα σε κάποιο ήσυχο χωριό ή τοποθεσία, παρά σε κάποια πόλη λόγω του θορύβου και της κίνησης που δημιουργείται σε μεγάλα αστικά κέντρα. Υπάρχουν επίσης περιπλανώμενα πνεύματα που έχασαν το δρόμο της ανάπαυσης ( φαινόμενο σπανιότερο βέβαια από όσο πιστεύουμε λαογραφικά για την θεωρία των φαντασμάτων) και ένας αριθμός οντοτήτων που σχετίζονται με τις ενεργειακές γραμμές Ley και άλλα δίκτυα, φυσικά ή δημιουργημένα από ανθρώπινη παρέμβαση.

Έτσι είναι πιθανό για ένα αστικό Σαμάνο να έρθει σε επαφή με διαστρεβλωμένες από ανθρώπινη παρέμβαση οντότητες που αποκαλούνται παρανοητικές σε ένα αστικό περιβάλλον. Κάθε παραπάνω προσέγγιση βέβαια καταδεικνύει την θεώρηση πως τα πνεύματα βρίσκονται σχεδόν παντού. Αυτό που απαιτείται από εμάς είναι η ανάπτυξη των μεθόδων εκείνων που θα μας επιτρέψουν να τα δούμε και να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξή τους…

Ορφικός σαμανισμός: Ο χωρισμός της Ψυχής από το Σώμα

Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορφικής Θρησκείας ήταν η εξάρτησή της από τις ΓΡΑΦΕΣ, τους «ιερούς λόγους», που ψάλλονταν στα «δρώμενα» (εξ ου και το προσωνύμιο του Ορφέα ως «θεολόγου», δηλ. τραγουδιστή των θεϊκών πραγμάτων-ονομασία μοναδική για την ελληνική αρχαιότητα). Κάνοντας λόγο εδώ για τους «Ιερούς Λόγους» του Ορφέα κάνουμε την επισήμανση ότι δεν αναφερόμαστε στους γνωστούς «Ορφικούς Ύμνους», κείμενα της Πρώιμης εποχής, για τους οποίους θα κάνουμε ειδικό λόγο σε επόμενο άρθρο, Πιο κοντά στους «Ιερούς Λόγους» του Ορφέα είναι οι λεγόμενες «Χρυσές Πλάκες» που βρέθηκαν στην Ιταλία και στην Κρήτη.

Πρόκειται για επιγραφές (πλάκες χρυσού) που βρέθηκαν ακουμπισμένες δίπλα σε σκελετούς μέσα σε τάφους. Οι στίχοι που είναι γραμμένοι πάνω τους είναι καταφανώς αποσπάσματα από κάποιο μεγάλο ποίημα και ανάγονται στον 5ο αιώνα π.Χ. Ο σκοπός των πλακών αυτών γίνεται σαφής από το περιεχόμενό τους. Δίδουν οδηγίες στους νεκρούς για το ταξίδι τους στον Κάτω Κόσμο. Τους λένε ποια κατεύθυνση να ακολουθήσουν και ποια λόγια να πουν. Γενικά το κείμενο των πλακών είναι σε εξάμετρους στίχους, εκτός δύο σύντομων φράσεων που έχουν παρεμβληθεί σε πεζό λόγο. Ας δούμε το περιεχόμενο μιας από αυτές σε μετάφραση:

«Θα βρεις στα αριστερά του Οίκου του Άδη μια Πηγή και πλάι σε αυτήν στέκεται άσπρο κυπαρίσσι. Στην πηγή αυτή μην πλησιάσεις. Όμως θα βρεις δεξιά μιαν άλλη, από τη Λίμνη της Μνημοσύνης που τρέχει κρύο νερό και μπροστά της υπάρχουν φρουροί. Πες: Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού. Όμως η γενιά μου είναι από τον Ουρανό μόνο. Αυτό και οι ίδιοι το ξέρετε. Καίγομαι από δίψα και χάνομαι. Δώστε μου γρήγορα το κρύο νερό που ρέει από τη Λίμνη της Μνήμης (Μνημοσύνης). Και μόνοι τους θα σου δώσουν να πιεις από την ιερή πηγή και από τότε ανάμεσα στους άλλους ήρωες θα έχεις εξουσία».- Πλάκα από την Πετηλία, Κ. Ιταλίας, 4ος αι. π.Χ

Σε αυτές τις πλάκες δίνεται η οδηγία στην ψυχή να πει: «Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού. Όμως η γενιά μου είναι από τον Ουρανό». Πρόκειται για μια σαφή υπόμνηση των ορφικών δοξασιών για την δημιουργία των ανθρώπων από την τέφρα των Τιτάνων.

Επίσης δίνεται η συμβουλή στην ψυχή να αποφύγει την πηγή στα αριστερά για να μην λησμονήσει την καταγωγή και τον προορισμό της. Εδώ όταν λέμε «καταγωγή», δεν εννοούμε απλώς τη διττή προέλευση της ανθρώπινης φύσης, αλλά ιχνηλατούμε την ορφική θεωρία της ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ.

Πριν τον Πλάτωνα (Φαίδων, Φαίδρος, Μένων κλπ) και τον Ηρόδοτο(2, 123) για την μετενσάρκωση έκανε λόγο ο Εμπεδοκλής στους «Καθαρμούς» του. Ήδη από την εποχή των Ιώνων Φυσικών (εποχή των γενεθλίων της Φιλοσοφίας) το ΜΟΝΟ αιώνιο πρόβλημα που απασχόλησε τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων αφορούσε στη ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝ. Ή με άλλη διατύπωση: «Πώς μπορώ να έχω όλα τα πράγματα σαν ένα και το καθένα να είναι χωριστό;». Ο Ορφισμός απάντησε με τη θεογονία του δια των ΟΜΟΚΕΝΤΡΩΝ κύκλων: «Τύλιξε όλα τα πράγματα με τον ανείπωτο Αιθέρα και στη μέση του βάλε τον Ουρανό και στο μέσον την ατελείωτη Γη και στο μέσον την θάλασσα και στο μέσον όλους τους Αστερισμούς που στεφανώνουν τον Ουρανό». Αντίθετα η προσωκρατική φιλοσοφία ταλαντεύτηκε μεταξύ Ηράκλειτου και Παρμενίδη και ο Εμπεδοκλής (μαζί με πολλούς άλλους προσωκρατικούς) προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα και κυρίως να ξεπεράσει το δίλημμα στο οποίο είχε ρίξει την ελληνική φιλοσοφία ο Παρμενίδης με τους αφηρημένους συλλογισμούς του («Αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί ούτε να αλλάξει, ούτε να κινείται»).

Ωστόσο πάνω από όλα ο Εμπεδοκλής υπήρξε ορφικός μύστης. Στους «Καθαρμούς» περιγράφει μια μυστικιστική εμπειρία της Μετενσάρκωσης: «ήδη γαρ ποτ’ εγώ γενόμην κούρος τε κόρη τε θάμνος τ’ οιωνός τε και έξαλλος έμπορος ιχθύς» (Fragm. 117). [Μετάφραση: Ήμουν άλλοτε αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί και ψάρι ταξιδιάρικο, που έξω πηδούσε απ' το νερό]. Η Μετενσάρκωση ωστόσο προϋποθέτει διχασμό ψυχής και σώματος.

Όποιος μελετήσει την «ιστορία της ψυχής» στην αρχαία ελληνική σκέψη, θα διαπιστώσει ότι στα ομηρικά χρόνια η έννοια «ψυχή» αναφέρεται στον «θυμό» (=συναίσθημα) περισσότερο παρά στο «νου». Γι' αυτό και πριν τους Ορφικούς (6ος αιώνας πΧ) δεν υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα. Οι ορφικοί όμως θα αλλάξουν ριζικά τις ομηρικές αντιλήψεις. Αποδίδοντας (με το μύθο του Ζαγρέα) στον άνθρωπο ένα θεϊκό απόκρυφο – Εγώ (Διόνυσος), έθεσαν την Ψυχή αντιμέτωπη με το Σώμα. Έτσι ο Ορφισμός «εισήγαγε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό μια καινούργια ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης, την ερμηνεία που ονομάζουμε ΠΟΥΡΙΤΑΝΙΚΗ». Αφού η ψυχή διαφέρει από το σώμα, αυτό σημαίνει ότι μπορεί –με διάφορες τεχνικές- να το εγκαταλείψει. Εκείνοι οι μύστες που προέβαιναν συνειδητά σε χωρισμό ψυχής και σώματος χωρίς να πεθαίνουν ονομάστηκαν ως γνωστόν «ΣΑΜΑΝΕΣ» και αυτή η «διαδικασία» ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ. Βέβαια ένας τέτοιος συνειδητός δια-χωρισμός της ψυχής από το σώμα κρύβει πολλούς κινδύνους, γι' αυτό και απαιτεί ειδική προετοιμασία και εξάσκηση. Νια διευκρινήσουμε κάτι εδώ: Στην κατάσταση αυτή ο ορφικός σαμάνας δεν θεωρείται ότι κατέχεται από ένα ξένο πνεύμα όπως η Πυθία (ή τα σύγχρονα medium) αλλά πως η ψυχή του εγκαταλείπει το σώμα και ταξιδεύει σε μακρινά μέρη ή σε άλλους «πνευματικούς» κόσμους.

Σύγχρονοι ερευνητές έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν τα σαμανιστικά φαινόμενα ως «αρκτικές υστερίες», γι' αυτό αποδέχονται ως γνήσια σαμανιστικά φαινόμενα μόνο τα αναφερόμενα στις παγωμένες Πολικές περιοχές. Ωστόσο είναι γνωστό ότι η ψυχή μπορεί να εγκαταλείψει το σώμα είτε σε ασθένεια είτε στον ύπνο.

Η αρχαία Ελληνική παράδοση κάνει λόγο για μια σειρά από Έλληνες σαμάνες, οι οποίοι μάλιστα άρχισαν να ενδημούν στον ελλαδικό χώρο μετά τον Β’ Αποικισμό και την ανάπτυξη του Ορφικού κινήματος. Ο Dodds εξήγησε αυτή την χρονική «σύμπτωση» ως επαφή των Ελλήνων με τους κατοίκους της Μαύρης Θάλασσας (Σκύθες) μέσω των αποικιών. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Ορφισμός ήταν εκείνος που έδωσε την θεωρητική βάση στον Σαμανισμό και η παράδοση διέσωσε τα ονόματα των μεγάλων σαμάων Άβαρι, Αριστέα, Ερμότιμου, Επιμενίδη κλπ που γνώριζαν την τεχνική συνειδητού χωρισμού της ψυχής από το σώμα.

Για τον μεγαλύτερο Έλληνα σαμάνα, τον Πυθαγόρα, θα κάνουμε λόγο σε ειδικό κεφάλαιο. Εδώ θα διαπραγματευτούμε μόνο μια αποκαλυπτική αναφορά για την σαμανιστική τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι μύστες της ελληνικής αρχαιότητας προκειμένου να πετύχουν αυτόν τον πολυπόθητο διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα. Η πηγή βέβαια αυτή είναι αρκετά μεταγενέστερη αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστική. Αναφερόμαστε στη διήγηση του Πλουτάρχου για την «εξωσωματική» εμπειρία σαμανιστικού τύπου που είχε ο Τίμαρχος κατά την επίσκεψή του στο Τροφώνιο Άνδρο. Εκεί έμεινε δύο νύχτες και μια μέρα και όταν εξήλθε διηγήθηκε την εμπειρία του. Μόλις κατέβηκε στο τεχνητό χάσμα του Τροφώνιου μαντείου, το οποίο όπως λέει ο Παυσανίας είχε σχήμα φούρνου και βάθος «οχτώ πήχεις», συνάντησε γύρω του μεγάλο σκοτάδι και αφού προσευχήθηκε έμεινε ξαπλωμένος «πολύν χρόνον». Θυμίζουμε ότι η κατάβαση στο Τροφώνιο Άνδρο όπως την περιγράφει εξ ιδίας εμπειρίας ο Παυσανίας ήταν η ακόλουθη: «ο ουν κατιών, κατακλίνας εαυτόν ες το έδαφος έχων μάζας μεμαγμένας μέλιτι προεμβάλλει τε ες την οπήν τους πόδας και αυτός επιχωρεί» (Παυς., Βοιωτικά, 39, 11). [Μετάφραση: Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι κα βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα του άδυτου τα πόδια του για να μπει μετά μέσα και ο ίδιος.] Ας σημειώσουμε επίσης ότι το Τροφώνιο Άνδρο πρέπει να είχε και άλλη έξοδο, γιατί όπως αναφέρει ο Παυσανίας, το πτώμα ενός τυμβωρύχου (που κατέβηκε στο άδυτο για να κλέψει χρυσό και ασήμι) βρέθηκε σε άλλο μέρος, «ετέρωθι».

Στην επιστροφή επίσης οι μυούμενοι έβγαιναν ανάποδα «προεκθεόντων σφίσιν των ποδών», δηλαδή βγάζοντας από το στόμιο του αδύτου πρώτα τα πόδια τους. Η περιγραφή του Παυσανία για ολόκληρη τη διαδικασία κατάβασης στο Τροφώνιο Άνδρο είναι μοναδική στην αρχαία γραμματεία γιατί είναι πλήρης και προέρχεται εξ ιδίας εμπειρίας: «γράφω δε ουκ ακοήν αλλά ετέρους τε ιδών και αυτός τω Τροφωνίω χρησάμενος» (Παυς., Βοιωτ. 39, 14). [Μετάφραση: Γράφω αυτά όχι εξ ακοής αλλά επειδή και άλλους είδα και εγώ ο ίδιος έκανα χρήση του Τροφωνίου.] Στο τέλος, αυτά που είδαν ή άκουσαν όσοι κατέβηκαν στο Τροφώνιο Άνδρο, τα έγραφαν σε πινακίδα και τα αφιέρωναν στο ναό.

Μπορεί να γνωρίζουμε και οι επιθυμίες να εξακολουθούν να συγκρούονται

Μελετώντας τον άνθρωπο στην τωρινή του κατάσταση ύπνου, απουσίας, ενότητας, μηχανικότητας και έλλειψης ελέγχου, βρίσκουμε και διάφορες άλλες κακές λειτουργίες που είναι το αποτέλεσμα της κατάστασής του· ιδιαίτερα το γεγονός ότι λέει συνέχεια ψέματα στον εαυτό του και στους άλλους. Την ψυχολογία του συνηθισμένου ανθρώπου θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και μελέτη του ψέματος, διότι ο άνθρωπος λέει ψέματα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο· και στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να πει την αλήθεια. Δεν είναι τόσο απλό να λέμε την αλήθεια· πρέπει να μάθουμε πως να το κάνουμε και καμιά φορά χρειάζεται πάρα πολύς καιρός.

Ψέμα είναι να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για πράγματα που δεν γνωρίζουμε· αυτή είναι η αρχή του ψέματος. Δεν σημαίνει το ψέμα που λέγεται σκόπιμα – να λέμε παραμύθια, όπως για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια αρκούδα στο άλλο δωμάτιο. Μπορούμε να πάμε στο άλλο δωμάτιο και να δούμε πως δεν υπάρχει αρκούδα. Αλλά αν συγκεντρώσουμε όλες τις θεωρίες που διατυπώνουν οι άνθρωποι για οποιοδήποτε θέμα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε σχετικά, θα δούμε που αρχίζει το ψέμα. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του, δεν γνωρίζει τίποτε και όμως έχει θεωρίες για τα πάντα. Οι περισσότερες από τις θεωρίες είναι ψέμα.

Η γνώση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Μπορεί να γνωρίζουμε και οι επιθυμίες να εξακολουθούν να συγκρούονται, διότι κάθε επιθυμία αντιπροσωπεύει διαφορετική θέληση. Αυτό που ονομάζουμε θέλησή μας με τη συνηθισμένη έννοια δεν είναι παρά η συνισταμένη επιθυμιών. Η συνισταμένη πολλές φορές φτάνει σε μια συγκεκριμένη γραμμή δράσης και άλλες φορές δεν μπορεί να φτάσει σε καμία γραμμή, διότι μια επιθυμία ακολουθεί μία κατεύθυνση και κάποια άλλη, άλλη κατεύθυνση και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τι να κάνουμε. Αυτή είναι η συνηθισμένη μας κατάσταση. Βέβαια ο μελλοντικός μας στόχος θα πρέπει να είναι να αποτελέσουμε ενότητα αντί να είμαστε πολλοί, διότι για να κάνουμε οτιδήποτε σωστά, για να γνωρίζουμε οτιδήποτε σωστά, για να φτάσουμε οπουδήποτε, πρέπει να γίνουμε ένας. Είναι ένας απώτατος σκοπός και δεν μπορούμε να αρχίσουμε να τον προσεγγίζουμε πριν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, διότι, στην κατάσταση που είμαστε τώρα, η άγνοιά μας για τον εαυτό μας είναι τέτοια, που όταν την δούμε αρχίζει να μας πιάνει πανικός μήπως δεν βρούμε το δρόμο μας πουθενά.

Το ανθρώπινο ον είναι μια πολύ περίπλοκη μηχανή και πρέπει να μελετηθεί σαν μηχανή. Αντιλαμβανόμαστε ότι για να ελέγξουμε οποιοδήποτε είδος μηχανής, όπως ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή τρένου, θα πρέπει πρώτα να μάθουμε. Δεν μπορούμε να ελέγχουμε τις μηχανές αυτές ενστικτωδώς, αλλά για κάποιο λόγο νομίζουμε ότι το συνηθισμένο ένστικτο είναι αρκετό για να ελέγχει την ανθρώπινη μηχανή, αν και είναι πολύ πιο περίπλοκη. Αυτή είναι μία από τις πρώτες εσφαλμένες υποθέσεις: δεν αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να μάθουμε, ότι ο έλεγχος είναι ζήτημα γνώσης και επιδεξιότητας.

Σημάδι πραγματικής δύναμης είναι η κατανόηση της άποψης των άλλων

Μερικές φορές νομίζουμε ότι θέλουμε να επιλύσουμε διαμάχες, αλλά οι μέθοδοί μας επιδεινώνουν την κατάσταση. Θυμώνουμε και φωνάζουμε, πιστεύοντας ότι έτσι θα αναγκάσουμε τον άλλον να πάει με τα νερά μας. Όμως η επίθεση, η κριτική και οι απειλές τιμωρίας γυρνούν μπούμερανγκ τόσο απέναντι στα παιδιά όσο και στους ενηλίκους. Οι αντιδράσεις θυμού κλιμακώνουν μια διαφωνία.

Γινόμαστε τρομοκράτες οι ίδιοι και δεν καταλαβαίνουμε ότι οι τρομοκράτες, στην ουσία, δεν είναι καθόλου δυνατοί. Αυτοί που συμπεριφέρονται με κακία και θυμό στο προαύλιο, στη δουλειά ή στις πολιτικές καμπάνιες είναι συνήθως οι πιο αδύναμοι και πιο ανασφαλείς.

Σημάδι πραγματικής δύναμης είναι η κατανόηση της άποψης των άλλων και η συγχώρεση.

Ξοδεύουμε πολύ χρόνο στο να χτίσουμε γερά και υγιή κορμιά, μα ελάχιστο χρόνο στο χτίσιμο ενός δυνατού και υγιή νου. Όταν δεν μπορούμε να ελέγχουμε τον νου μας, θυμώνουμε και ξεσπάμε και λέμε ή κάνουμε πράγματα για τα οποία έπειτα μετανιώνουμε.

Κάθε μέρα ίσως νιώθουμε δεκάδες φορές να μας κατακλύζει κύμα θυμού ή σύγχυσης και πρέπει να αποφασίζουμε πώς θα αντιδράσουμε. Ένας συνάδελφος στη δουλειά μάς λέει κάτι και απαντάμε κοφτά και απότομα, ή λαμβάνουμε ένα εκνευριστικό μήνυμα και κάνουμε αντεπίθεση χωρίς να σκεφτόμαστε. Αφήνουμε τον θυμό μας να πληγώνει ακόμα και ανθρώπους που αγαπάμε πολύ, τα παιδιά ή τους συντρόφους μας. Μας απογοητεύουν ή λένε κάτι με το οποίο διαφωνούμε, και ξεσπάμε πάνω τους.

Τα λόγια μπορούν να πληγώσουν ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους που θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε με τρυφερότητα και αγάπη, και δεν συνειδητοποιούμε ότι ο θυμός πληγώνει ακόμα κι εμάς τους ίδιους. Σκεφτείτε πόσο άσχημα νιώθετε όταν προσβάλλετε ή συμπεριφέρεστε σκληρά σε κάποιον. Το σώμα σας σφίγγεται και το μυαλό σας μοιάζει να φλέγεται. Το ξέσπασμά σας σας απορροφά και δεν μπορείτε να συγκεντρωθείτε σε τίποτε άλλο. Ο θυμός στενεύει τα όρια του κόσμου σας έτσι ώστε το μόνο που βλέπετε είναι η προσβολή της στιγμής. Ίσως αργότερα ηρεμείτε και ζητάτε συγγνώμη, αλλά το κακό έχει ήδη γίνει.

Όταν αντιδρούμε απερίσκεπτα κι επιθετικά, είναι σαν να έχουμε εκτοξεύσει σφαίρες που δεν επιστρέφουν ξανά στο όπλο. Πρέπει να θυμόμαστε ότι έχουμε την επιλογή να αντιδρούμε διαφορετικά.

Γιατί παραμένουμε κολλημένοι σε επιφανειακές φιλίες;

Φανταστείτε ότι καλείτε για καφέ έναν στενό σας φίλο. Για τι πράγματα μιλάτε; Μήπως για τον καιρό; Μήπως για την αγαπημένη σας διασημότητα; Μήπως για κάποιον φίλο που δε φαίνεται να έχει πάρει τη ζωή στα σοβαρά; Μήπως για το παιδί σας που αρνείται να διαβάσει τα μαθήματά του;

Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, αρκετά συχνά, πολλές από τις σχέσεις μας βασίζονται σε μια επιφανειακή συνομιλία αμοιβαίας περιφρόνησης για τους άλλους ή άλλοτε σε μια ανήσυχη και υπερβολική εστίαση σε αυτούς που αγαπάμε. Είναι ανθρώπινο το να κρατάμε μια μικρή απόσταση μιλώντας για τον καιρό ή να «κουτσομπολεύουμε» ένα τρίτο άτομο. Αυτό το κάνουμε επειδή η σχέση δύο ατόμων είναι ουσιαστικά ασταθής. Όταν και οι δύο μισούμε ή συμπαθούμε το ίδιο άτομο, τότε η συζήτηση γύρω από αυτό το άτομο μας κάνει να νιώθουμε έστω και παροδικά λιγότερο άγχος.
 
Οι περισσότεροι από εμάς δε θέλουμε οι σχέσεις μας να παραμένουν «βαλτωμένες» σε συνομιλίες επιφανειακού επιπέδου. Λαχταρούμε σχέσεις όπου μπορούμε να μιλήσουμε για τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες μας, ακόμα κι αν αυτές είναι διαφορετικές. Επιθυμούμε να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με το τι κάνουμε και με το τι θέλουμε, χωρίς το άλλο άτομο να προσπαθεί με αγωνία να μας διορθώσει ή να απομακρυνθεί από εμάς. Όμως αυτό το είδος σχέσης με τους φίλους μας, πολύ λιγότερο με την οικογένειά μας, φαίνεται τρομακτικό.
 
Ο Δρ. Murray Bowen, ο πατέρας της οικογενειακής ψυχοθεραπείας, πίστευε ότι η ανάπτυξη αυτού που αποκαλούσε «προσωπική σχέση» με άλλους, ήταν ένας τρόπος για να γίνει ένα άτομο πιο ώριμος άνθρωπος. Αλλά το ζητούμενο είναι το πώς ξέρουμε αν έχουμε μια “πρόσωπο με πρόσωπο” σχέση με κάποιον;
 
Μια «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
  • είστε σε θέση να μιλήσετε για τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες σας.
  • δεν επικεντρώνεστε σε κουτσομπολιά ή σε ανησυχία για κάποιο τρίτο άτομο.
  • δεν βασίζεστε σε απρόσωπα θέματα στις συζητήσεις σας.
Ας έχουμε υπόψη ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος στο να σχολιάζουμε για τα αθλητικά ή να συζητάμε για τον καθηγητή μας ή για τους πολιτικούς. Αλλά όταν χρησιμοποιούμε αυτά τα θέματα συνομιλίας για να διαχειριστούμε την αμηχανία που υπάρχει σε μια σχέση, τότε ίσως χάνουμε όλα εκείνα που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια πιο οικεία και πιο έμπιστη σχέση.
 
Πόσες από τις σχέσεις μας στερούνται το χαρακτηριστικό της «πρόσωπο με πρόσωπο» συνομιλίας; Δηλαδή, του ειλικρινούς διαλόγου, που διακρίνεται από ευθύτητα και ειλικρίνεια χωρίς περιστροφές;

Για να απαντήσετε στο ανωτέρω ερώτημα, εξετάστε τις παρακάτω ερωτήσεις:
  • Πόσες από τις οικογενειακές σας σχέσεις βασίζονται σε επιφανειακά θέματα; Δηλαδή, μιλάτε τακτικά, αλλά συζητάτε περί ανέμων και υδάτων, αντί για τα προβλήματα που πραγματικά σας απασχολούν;
  • Ανησυχείτε και ασχολείστε υπερβολικά για κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς σας; Μήπως τελικά, ασχολείστε με αυτό το μέλος της οικογένειάς σας περισσότερο κι από τον ίδιο σας τον εαυτό;
  •  Πόσες φορές μέσα στις εργασιακές σας σχέσεις αναλωθήκατε σε ατελείωτες συζητήσεις και παράπονα για τον προϊστάμενό σας ή για κάποιον άλλο συνάδελφο;
  •  Πόσες από τις φιλίες σας διατηρούνται πάνω στο κουτσομπολιό για παλιούς γνωστούς ή διασημότητες; Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί δε συζητάτε τίποτα άλλο πέρα από τέτοια θέματα;
  • Πόσο μεγάλο μέρος του γάμου σας εστιάζεται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα στα παιδιά σας; Μήπως έχετε παραμελήσει το/την σύζυγο;
Η ανάπτυξη της «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέσης είναι τελικά αυτό που ορίζει τον εαυτό σας ως προς τους άλλους. Όσο περισσότερο ο «εαυτός» σας μπορείτε να γίνετε μέσα στις σχέσεις σας, τόσο πιο εύκολα θα έρθετε σε μια πιο οικεία, ουσιαστική συνομιλία, δίχως να αισθάνεστε απειλητικοί ή να γίνεστε αμυντικοί.
 
Οι οικογένειες μπορούν ίσως να γίνουν το πιο δύσκολο μέρος για να αναπτυχθούν τέτοιου είδους ειλικρινείς σχέσεις. Οι άνθρωποι έχουν συχνά «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση με τον έναν γονέα, αλλά όχι με τον άλλο. Πολλές σχέσεις με τα αδέλφια βασίζονται στο να «κοροϊδεύουν» ή να εκμεταλλεύονται τους γονείς ή να ανησυχούν υπέρμετρα για κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας και να ασχολούνται με αυτό, αντί με τα δικά τους πραγματικά προβλήματα. Και τα εγγόνια παρουσιάζουν συχνά μια ξεκάθαρα επιφανειακή εικόνα για τους παππούδες, σχεδόν στέλνοντάς τους στον τάφο πριν την ώρα τους.
 
Σκεφτείτε κάποιον στη ζωή σας με τον οποίο θέλετε να αναπτύξετε μια «πρόσωπο με πρόσωπο» σχέση. Πώς θα ήταν να μιλάτε για κάτι που συμβαίνει σε σας (όχι σε κάποιον φίλο σας, όχι στο παιδί σας, όχι στον καιρό); Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το να μοιράζεστε τη σκέψη σας με ένα άλλο άτομο μπορεί να σας προκαλέσει άγχος, ιδιαίτερα αν δεν έχετε συνηθίσει σε κάτι τέτοιο. Αλλά αξίζει να ενθαρρύνετε τον εαυτό σας με τη σκέψη ότι αυτό είναι το άγχος που συνδέεται με το να γίνετε πιο ώριμος άνθρωπος, καθώς μόνο έτσι θα οικοδομήσετε σχέσεις που μπορούν να αντέξουν στις διαφορές και τις διαφωνίες.

Πλάτων: Φιλοσοφία και Ποίηση

Πλάτων: 427-347

Από την ποίηση στη φιλοσοφία
(Από τη δυνατότητα στην αναγκαιότητα)

§1

Ένα ερώτημα, που ανάλαφρα εισδύει στο λέγειν αρκετών συνομιλητών της ποίησης είναι και τούτο: ο Πλάτων έχει εξορίσει πραγματικά τους ποιητές και τους καλλιτέχνες από την ουτοπική του πολιτεία; Η απάντηση δεν εντοπίζεται σε ένα ναι ή σε ένα όχι, αλλά αναζητείται και οφείλει να αναζητείται διαλεκτικά μέσα στον κόσμο της πλατωνικής φιλοσοφίας και δη της πολιτικής φιλοσοφίας. Η κυρίαρχη σχέση αυτού του κόσμου είναι η σχέση ειδώλου και αρχέτυπου. Την ποίηση ο Πλάτων την εντάσσει στον κόσμο του ειδώλου, ενώ με τον κόσμο του αρχέτυπου συνάπτει τη φιλοσοφία. Ανάλογα με το πώς κατανοείται η πιο πάνω σχέση, διακριβώνεται αν ο Πλάτων εξορίζει ή όχι την ποίηση.

Από άποψη γενικής, καθολικής αρχής, η φιλοσοφία, ο κόσμος των ιδεών ή το αρχέτυπο, στα χέρια και στο μυαλό του Πλάτωνος, λειτουργεί ως η ακατάβλητη και τιτάνια εναντίωση στην δικτατορία της μετριότητας. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η ύπαρξή μας βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Το Είναι μας το έχουν αρπάξει οι άλλοι. Τα γούστα των άλλων καθορίζουν τις καθημερινές δυνατότητες του Είναι μας. Τούτοι οι άλλοι όμως δεν εκφράζονται στην ιδιαιτερότητά τους και τη διαφορετικότητά τους, αλλά με τη μορφή της ανωνυμίας και της ομοιομορφίας. Μέσα σε τούτη την ανωνυμία οι πολλοί επιβάλλουν τη δικτατορίας τους[1]. Μια τέτοια δικτατορία είναι πάντοτε υπόλογη και υπόδικη για την πολύτροπη παρακμή μια πόλης ή ενός κράτους. Τα γούστα των πολλών συνιστούν είδωλα και δεν αποτυπώνουν το αρχέτυπο. Σε ανταπόκριση προς αυτή τη φιλοσοφική αρχή συλλαμβάνει ο Πλάτων τον ρόλο και την αλήθεια της ποιητικής πράξης.

§2

Ποιος είναι ο κόσμος της ποίησης; Είναι εκείνος που συνυφαίνεται με τον κόσμο του ειδώλου. Ο τελευταίος είναι ο αισθητός κόσμος, που συνήθως εκδηλώνεται ως φαινόμενος κόσμος ή ως κόσμος των φαινομένων. Αυτός εδώ είναι μεταβλητός σε αντίθεση με τον κόσμο των ιδεών [=το αρχέτυπο], που είναι αναλλοίωτος και αρχέγονος. Τα συνεχώς μεταβαλλόμενα αισθητά πράγματα αποτελούν ομοιώματα ιδεών, ήτοι αρχέτυπων, και στερούνται τη δυνατότητα αυτο-προασδιορισμού. Ως τέτοια ομοιώματα ή απεικάσματα είναι εκ-τεθειμένα στο γίγνεσθαι, ανα-λύονται σε μια κίνηση ευθυγράμμισης προς το όντως Είναι [=το αρχέτυπο], χωρίς ποτέ να μπορούν να γίνουν Είναι. Και μόνο αυτή η ρεαλιστική ύπαρξη του ειδώλου προ-δηλώνει μια συνεύρεση, συν-εν-νόηση του όντος με το μη-ον, δηλαδή με αυτό που μοιάζει να είναι. Όλη η ζωή μας δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που μοιάζει να είναι. Από εδώ προκύπτει ότι αυτό το ομοίωμα δεν προορίζεται να εξαφανίζεται καταθλιπτικά και δια παντός, αλλά μας γνωρίζει με μια δυνατότητα: να διεκδικούμε την παρ-ουσία (μας) κοντά στο Είναι, μέσα στην ουσία και την αλήθεια των όντων.

§3

Η ποίηση, ως ενδημούσα μέσα στον αισθητό κόσμο [είδωλο, απείκασμα], είναι κατ’ εξοχήν μιμητική τέχνη. Ως τέτοια τέχνη κινείται εντός καθορισμένων ορίων: μπορεί να προσφέρει παιδ-αγωγικό και ψυχ-αγωγικό έργο σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, αλλά και πιο καταλυτικά στους μελλοντικούς ηγέτες της ιδανικής πολιτείας. Και μόνο η δυνάμει ανάληψη εκ μέρους της ποίησης τέτοιου, ευρύτερα πολιτικού, ρόλου αντιδιαστέλλει τους στοιχειωδώς φερέλπιδες πεπαιδευμένους-εμπνευσμένους ηγέτες μιας πολιτείας από την ακατέργαστη μάζα των σημερινών πολιτικών κηφήνων (Μαρξ). Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση απεικονίζει το ωραίο, αλλά όχι και το απόλυτα ωραίο. Στο τελευταίο μπορούμε να προσβλέπουμε μέσα από το μονοπάτι της φιλοσοφίας.

§4

Η φιλοσοφική πράξη δεν περιορίζεται σε μια περιγραφή ή ανα-παράσταση των φαινομένων, όπως συμβαίνει με την (ποιητική) τέχνη, αλλά ατενίζει την αληθινή πραγματικότητα, τον αρχέτυπο κόσμο των ιδεών. Το να πορευόμαστε συνειδητά-ποιητικά προς το ξέφωτο αυτής της ενατένισης σημαίνει, κατά τον Πλάτωνα, ότι κατανοούμε την αναγκαιότητα απελευθέρωσης του (ποιητικού) Έρωτα: αναγκαιότητα ανάβασης από την κατ’ αίσθηση πρόσληψη του ωραίου (ποιητική-μιμητική τέχνη) στη στοχαστική του προσέγγιση. Υπό τον ορίζοντα τούτης της στοχαστικής ενατένισης, η ποίηση βρίσκει τον αληθινό της εαυτό, όχι σε κάποιο τόπο εξορίας, αλλά όταν γίνεται κάτι περισσότερο από τον εαυτό της, δηλαδή ως φιλοσοφία, με σημερινούς όρους, ως φιλοσοφική ποίηση: όταν επιτυγχάνει την περιαγωγή της ψυχής από κάποια νυχτερινή ημέρα στην αληθινή, φωτεινή επι-στροφή στον διαλεκτικό κόσμο: ομορφιάς και αγαθότητας χαρακτήρα, ήτοι αισθητικής πλήρωσης και ηθικής ολοκλήρωσης.
-------------------------
[1] GA2, 168-169

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (373d-375b)

[373d] Οὐκοῦν καὶ ἰατρῶν ἐν χρείαις ἐσόμεθα πολὺ μᾶλλον οὕτω διαιτώμενοι ἢ ὡς τὸ πρότερον;
Πολύ γε.
Καὶ ἡ χώρα γέ που, ἡ τότε ἱκανὴ τρέφειν τοὺς τότε, σμικρὰ δὴ ἐξ ἱκανῆς ἔσται. ἢ πῶς λέγομεν;
Οὕτως, ἔφη.
Οὐκοῦν τῆς τῶν πλησίον χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, εἰ μέλλομεν ἱκανὴν ἕξειν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ ἐκείνοις αὖ τῆς ἡμετέρας, ἐὰν καὶ ἐκεῖνοι ἀφῶσιν αὑτοὺς ἐπὶ χρημάτων κτῆσιν ἄπειρον, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον;
[373e] Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη, ὦ Σώκρατες.
Πολεμήσομεν δὴ τὸ μετὰ τοῦτο, ὦ Γλαύκων; ἢ πῶς ἔσται;
Οὕτως, ἔφη.
Καὶ μηδέν γέ πω λέγωμεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, μήτ᾽ εἴ τι κακὸν μήτ᾽ εἰ ἀγαθὸν ὁ πόλεμος ἐργάζεται, ἀλλὰ τοσοῦτον μόνον, ὅτι πολέμου αὖ γένεσιν ηὑρήκαμεν, ἐξ ὧν μάλιστα ταῖς πόλεσιν καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ κακὰ γίγνεται, ὅταν γίγνηται.
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἔτι δή, ὦ φίλε, μείζονος τῆς πόλεως δεῖ οὔ τι σμικρῷ, [374a] ἀλλ᾽ ὅλῳ στρατοπέδῳ, ὃ ἐξελθὸν ὑπὲρ τῆς οὐσίας ἁπάσης καὶ ὑπὲρ ὧν νυνδὴ ἐλέγομεν διαμαχεῖται τοῖς ἐπιοῦσιν.
Τί δέ; ἦ δ᾽ ὅς· αὐτοὶ οὐχ ἱκανοί;
Οὔκ, εἰ σύ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡμεῖς ἅπαντες ὡμολογήσαμεν καλῶς, ἡνίκα ἐπλάττομεν τὴν πόλιν· ὡμολογοῦμεν δέ που, εἰ μέμνησαι, ἀδύνατον ἕνα πολλὰς καλῶς ἐργάζεσθαι τέχνας.
Ἀληθῆ λέγεις, ἔφη.
[374b] Τί οὖν; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἡ περὶ τὸν πόλεμον ἀγωνία οὐ τεχνικὴ δοκεῖ εἶναι;
Καὶ μάλα, ἔφη.
Ἦ οὖν τι σκυτικῆς δεῖ μᾶλλον κήδεσθαι ἢ πολεμικῆς;
Οὐδαμῶς.
Ἀλλ᾽ ἄρα τὸν μὲν σκυτοτόμον διεκωλύομεν μήτε γεωργὸν ἐπιχειρεῖν εἶναι ἅμα μήτε ὑφάντην μήτε οἰκοδόμον ἀλλὰ σκυτοτόμον, ἵνα δὴ ἡμῖν τὸ τῆς σκυτικῆς ἔργον καλῶς γίγνοιτο, καὶ τῶν ἄλλων ἑνὶ ἑκάστῳ ὡσαύτως ἓν ἀπεδίδομεν, πρὸς ὃ ἐπεφύκει ἕκαστος καὶ ἐφ᾽ ᾧ ἔμελλε τῶν ἄλλων [374c] σχολὴν ἄγων διὰ βίου αὐτὸ ἐργαζόμενος οὐ παριεὶς τοὺς καιροὺς καλῶς ἀπεργάσεσθαι· τὰ δὲ δὴ περὶ τὸν πόλεμον πότερον οὐ περὶ πλείστου ἐστὶν εὖ ἀπεργασθέντα; ἢ οὕτω ῥᾴδιον, ὥστε καὶ γεωργῶν τις ἅμα πολεμικὸς ἔσται καὶ σκυτοτομῶν καὶ ἄλλην τέχνην ἡντινοῦν ἐργαζόμενος, πεττευτικὸς δὲ ἢ κυβευτικὸς ἱκανῶς οὐδ᾽ ἂν εἷς γένοιτο μὴ αὐτὸ τοῦτο ἐκ παιδὸς ἐπιτηδεύων, ἀλλὰ παρέργῳ χρώμενος; [374d] καὶ ἀσπίδα μὲν λαβὼν ἤ τι ἄλλο τῶν πολεμικῶν ὅπλων τε καὶ ὀργάνων αὐθημερὸν ὁπλιτικῆς ἤ τινος ἄλλης μάχης τῶν κατὰ πόλεμον ἱκανὸς ἔσται ἀγωνιστής, τῶν δὲ ἄλλων ὀργάνων οὐδὲν οὐδένα δημιουργὸν οὐδὲ ἀθλητὴν ληφθὲν ποιήσει, οὐδ᾽ ἔσται χρήσιμον τῷ μήτε τὴν ἐπιστήμην ἑκάστου λαβόντι μήτε τὴν μελέτην ἱκανὴν παρασχομένῳ;
Πολλοῦ γὰρ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς, τὰ ὄργανα ἦν ἄξια.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅσῳ μέγιστον τὸ τῶν φυλάκων ἔργον, [374e] τοσούτῳ σχολῆς τε τῶν ἄλλων πλείστης ἂν εἴη καὶ αὖ τέχνης τε καὶ ἐπιμελείας μεγίστης δεόμενον.
Οἶμαι ἔγωγε, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ καὶ φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ ἐπιτήδευμα;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Ἡμέτερον δὴ ἔργον ἂν εἴη, ὡς ἔοικεν, εἴπερ οἷοί τ᾽ ἐσμέν, ἐκλέξασθαι τίνες τε καὶ ποῖαι φύσεις ἐπιτήδειαι εἰς πόλεως φυλακήν.
Ἡμέτερον μέντοι.
Μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐκ ἄρα φαῦλον πρᾶγμα ἠράμεθα· ὅμως δὲ οὐκ ἀποδειλιατέον, ὅσον γ᾽ ἂν δύναμις παρείκῃ.
[375a] Οὐ γὰρ οὖν, ἔφη.
Οἴει οὖν τι, ἦν δ᾽ ἐγώ, διαφέρειν φύσιν γενναίου σκύλακος εἰς φυλακὴν νεανίσκου εὐγενοῦς;
Τὸ ποῖον λέγεις;
Οἷον ὀξύν τέ που δεῖ αὐτοῖν ἑκάτερον εἶναι πρὸς αἴσθησιν καὶ ἐλαφρὸν πρὸς τὸ αἰσθανόμενον διωκάθειν, καὶ ἰσχυρὸν αὖ, ἐὰν δέῃ ἑλόντα διαμάχεσθαι.
Δεῖ γὰρ οὖν, ἔφη, πάντων τούτων.
Καὶ μὴν ἀνδρεῖόν γε, εἴπερ εὖ μαχεῖται.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Ἀνδρεῖος δὲ εἶναι ἆρα ἐθελήσει ὁ μὴ θυμοειδὴς εἴτε ἵππος εἴτε κύων ἢ ἄλλο ὁτιοῦν ζῷον; ἢ οὐκ ἐννενόηκας ὡς [375b] ἄμαχόν τε καὶ ἀνίκητον θυμός, οὗ παρόντος ψυχὴ πᾶσα πρὸς πάντα ἄφοβός τέ ἐστι καὶ ἀήττητος;
Ἐννενόηκα.
Τὰ μὲν τοίνυν τοῦ σώματος οἷον δεῖ τὸν φύλακα εἶναι, δῆλα.
Ναί.
Καὶ μὴν καὶ τὰ τῆς ψυχῆς, ὅτι γε θυμοειδῆ.
Καὶ τοῦτο.
Πῶς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Γλαύκων, οὐκ ἄγριοι ἀλλήλοις τε ἔσονται καὶ τοῖς ἄλλοις πολίταις, ὄντες τοιοῦτοι τὰς φύσεις;
Μὰ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, οὐ ῥᾳδίως.

***
[373d] Αλλά λοιπόν και από γιατρούς θα έχομε πολύ μεγαλύτερη ανάγκη, αφού και η δίαιτά μας θα είναι τόσο διαφορετική από πριν.
Και βέβαια.
Και η χώρα λοιπόν, που ήταν ικανή ως τώρα για να τρέφει τους πρώτους εκείνους κατοίκους της, θα καταντήσει έτσι πολύ μικρή γι᾽ αυτό. Ή όχι;
Έτσι είναι.
Δεν θα γίνει λοιπόν ανάγκη να καταπατήσομε μέρος από τη γειτονική μας χώρα, αν θέλομε να έχομε αρκετό τόπο για καλλιέργεια και βοσκή και οι γείτονές μας πάλι δε θα κάμουν το ίδιο, αν κι αυτοί υπερβούν τα όρια του αναγκαίου και ριχτούν στην ικανοποίηση υπέρμετρης πλεονεξίας;
[373e] Ανάγκη πάσα.
Θα ᾽ρθούμε σε πόλεμο μαζί, ύστερ᾽ απ᾽ αυτό, ω Γλαύκων; ή πώς αλλιώς;
Έτσι, όπως το λες.
Κι ας μην κάμομε ακόμη λόγο για τα καλά ή τα κακά, που μπορεί να προέρχουνται απ᾽ τον πόλεμο, μ᾽ ας περιοριστούμε σ᾽ αυτό, πως βρήκαμε τη γέννηση του πολέμου, που τόσα κακά προξενεί και στο κράτος και στους ιδιώτας, όταν προξενεί.
Πολύ σωστά.

Ανάγκη φυλάκων για την περιφρούρηση και την ανάπτυξη της πολιτείας
Ακόμη λοιπόν, φίλε, χρειάζεται να μεγαλώσομε την πόλη μας και όχι ολίγο, [374a] αλλά με ολόκληρο στράτευμα, που θα βγει ν᾽ αποκρούσει την εισβολή του εχθρού και να υπερασπίσει τα υπάρχοντά μας και όλα εκείνα που λέγαμε.
Και πώς; δεν θα είναι εκείνοι οι ίδιοι ικανοί;
Όχι, αν τουλάχιστο ήταν ορθή η αρχή, που παραδέχτηκες και συ και μεις όλοι μας, όταν εχαράζαμε το πρώτο σχέδιο της πολιτείας μας· γιατί παραδεχτήκαμε, καθώς θα θυμάσαι βέβαια, πως είναι αδύνατο ένας και ο αυτός άνθρωπος να εξασκεί καλά πολλές τέχνες συγχρόνως.
Έχεις δίκιο.
[374b] Τί λοιπόν; δε σου φαίνεται πως ο πόλεμος είναι κι αυτός μια τέχνη;
Και πάρα πολύ μάλιστα.
Ή τάχα χρειάζεται περισσότερη επιμέλεια του υποδηματοποιού η τέχνη από την πολεμική;
Κάθε άλλο.
Αλλά όμως στον υποδηματοποιό δεν εδώσαμε την άδεια να θελήσει να κάνει έξαφνα και τη δουλειά του γεωργού συγχρόνως, ή του υφαντή, ή του κτίστη, αν εννοούμε να γίνεται καθώς πρέπει το δικό του το επάγγελμα· το ίδιο και σ᾽ όλους τους άλλους αναθέσαμε μια μόνο εργασία, για κείνη που είναι καθένας γεννημένος, για να την εξασκεί τέλεια [374c] σ᾽ όλη του τη ζωή, χωρίς ν᾽ ανεκατώνεται σε καμιάν άλλη και να παραμελεί τη δική του· ε λοιπόν, για την τέχνη του πολέμου δεν χρειάζεται να δώσομε τη μεγαλύτερη σημασία και φροντίδα να εξασκείται μ᾽ όλη την τελειότητα; ή είναι τόσο εύκολο πράγμα, ώστε να μπορεί να είναι καλός πολεμιστής ένας που κάνει συγχρόνως και το γεωργό, ή τον υποδηματοποιό, ή και όποιαν άλλη τέχνη; Και ενώ, για να διακριθεί κανείς στο τάβλι ή στα ζάρια, θα έπρεπε να καταγίνεται από παιδί και να το έχει δουλειά του χωρίς διακοπή, [374d] θα έφτανε τάχα να πάρει κανείς στα χέρια του την ασπίδα ή οποιοδήποτε από τα πολεμικά του όπλα και όργανα, για να γίνει μονήμερα ικανός αγωνιστής στην οπλασκία ή και σ᾽ όποιο άλλο είδος της τέχνης του πολέμου, ενώ κανένα άλλο εργαλείο δεν αρκεί να το πάρει κανείς στα χέρια του, για τον κάμει αμέσως τεχνίτη και ικανό χειριστή του, ούτε θα του είναι χρήσιμο, αν δεν μάθει κατά βάθος τη χρήση του και καταγίνει μ᾽ όλη του την επιμέλεια;
Αν ήταν βέβαια έτσι, μεγάλη αξία θα είχαν τα εργαλεία.
Λοιπόν, όσο πιο σπουδαίο είναι το έργο αυτών των φρουρών της πολιτείας [374e] τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάγκη να μην περισπάται από καμιάν άλλη απασχόληση, αλλά να γίνεται με όλη τη σπουδή και την επιμέλεια.
Κι εγώ αυτής της ιδέας είμαι.
Δε χρειάζεται όμως ακόμα και η κατάλληλη φυσική προδιάθεση γι᾽ αυτό το επάγγελμα;
Πώς όχι;
Δική μας λοιπόν δουλειά θα ήταν, καθώς φαίνεται, τώρα, να εκλέξομε, αν ημπορούμε, ποιές και τί είδους φύσεις είναι κατάλληλες για να φυλάγουν την πόλη.
Δική μας βέβαια.
Μα την αλήθεια, είπα εγώ, δεν παίρνομε και πολύ εύκολο πράγμα επάνω μας· ας μην αποδειλιάσομε όμως κι εμπρός, όσο μας το επιτρέπουν οι δυνάμεις μας.
[375a] Εμπρός λοιπόν.
Βρίσκεις πως διαφέρει τίποτα, όσο για τη φρούρηση, η φύση ενός καλού σκύλου ράτσας από ενός καλού παλληκαριού;
Τί εννοείς δηλαδή;
Θέλω να πω πως κι ο ένας κι ο άλλος πρέπει να έχουν πολύ λεπτή αίσθηση για ν᾽ ανακαλύπτουν τον εχθρό, ελαφρότητα για να τον βάζουν στο κυνηγητό άμα τον ανακαλύψουν, και δύναμη αν γίνει ανάγκη να πιαστούν μαζί του όταν τον προφτάσουν.
Πραγματικώς, είναι απαραίτητα όλ᾽ αυτά.
Μα και ανδρεία ακόμα, για να πολεμά στα γερά.
Πώς όχι;
Αλλά μπορεί ποτέ να είναι ανδρείος ένας ίππος, αν δεν είναι θυμοειδής και να το λέει η καρδιά του, καθώς και ο σκύλος και όποιο άλλο ζώο; Ή δεν έχεις παρατηρήσει πως η καρδιά είναι ένα πράγμα [375b] ακαταμάχητο και ανίκητο και που κάνει την ψυχή άφοβη και ανίκανη να υποχωρήσει εμπρός σ᾽ οποιοδήποτε κίνδυνο;
Βέβαια το γνωρίζω.
Αυτά λοιπόν τα σωματικά προτερήματα είναι φανερό πως πρέπει να έχει ο φρουρός.
Ναι.
Επίσης και η ψυχή του είναι φανερό πως πρέπει να είναι θυμοειδής.
Και αυτό.
Ναι, μα δε θα είναι, Γλαύκων, άγριοι και μεταξύ των και με τους άλλους πολίτες, αφού θα έχουν αυτά τα φυσικά που είπαμε;
Δύσκολο, μα την αλήθεια, να το αρνηθεί κανείς.