Επιστροφή στις λογικές αποδείξεις: κεφ. 18-26
[XVIII] Ἐπεὶ δὲ ἡ τῶν πιθανῶν λόγων χρῆσις πρὸς κρίσιν ἐστί (περὶ ὧν γὰρ ἴσμεν καὶ κεκρίκαμεν οὐδὲν ἔτι δεῖ λόγου), ἔστι δ᾽ ἐάν τε πρὸς ἕνα τις τῷ λόγῳ χρώμενος προτρέπῃ ἢ ἀποτρέπῃ, οἷον οἱ νουθετοῦντες ποιοῦσιν ἢ πείθοντες (οὐδὲν γὰρ ἧττον κριτὴς ὁ εἷς· ὃν γὰρ δεῖ πεῖσαι, οὗτός ἐστιν ὡς εἰπεῖν ἁπλῶς κριτής), ἐάν τε πρὸς ἀμφισβητοῦντας, ἐάν τε πρὸς ὑπόθεσιν λέγῃ τις, ὁμοίως (τῷ γὰρ λόγῳ ἀνάγκη χρῆσθαι καὶ ἀναιρεῖν τὰ ἐναντία, πρὸς ἃ ὥσπερ ἀμφισβητοῦντα τὸν λόγον ποιεῖται), ὡσαύτως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς (ὥσπερ γὰρ πρὸς κριτὴν τὸν θεωρὸν ὁ λόγος συνέστηκεν, ὅλως δὲ μόνος ἐστὶν ἁπλῶς κριτὴς ἐν τοῖς πολιτικοῖς ἀγῶσιν ὁ τὰ ζητούμενα κρίνων· τά τε γὰρ ἀμφισβητούμενα ζητεῖται πῶς ἔχει, καὶ περὶ ὧν βουλεύονται), περὶ δὲ τῶν κατὰ τὰς πολιτείας ἠθῶν ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς εἴρηται πρότερον — ὥστε διωρισμένον ἂν εἴη πῶς τε καὶ διὰ τίνων τοὺς λόγους ἠθικοὺς ποιητέον.
Ἐπεὶ δὲ περὶ ἕκαστον μὲν γένος τῶν λόγων ἕτερον ἦν τὸ τέλος, περὶ ἁπάντων δ᾽ αὐτῶν εἰλημμέναι δόξαι καὶ προτάσεις εἰσὶν ἐξ ὧν τὰς πίστεις φέρουσιν καὶ συμβουλεύοντες καὶ ἐπιδεικνύμενοι καὶ ἀμφισβητοῦντες, ἔτι δὲ ἐξ ὧν ἠθικοὺς τοὺς λόγους ἐνδέχεται ποιεῖν, καὶ περὶ τούτων διώρισται, λοιπὸν ἡμῖν διελθεῖν περὶ τῶν κοινῶν. πᾶσι γὰρ ἀναγκαῖον τῷ περὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου προσχρῆσθαι ἐν τοῖς λόγοις, καὶ τοὺς μὲν ὡς ἔσται τοὺς δὲ ὡς γέγονε πειρᾶσθαι δεικνύναι. ἔτι δὲ περὶ μεγέθους κοινὸν ἁπάντων ἐστὶ τῶν λόγων· χρῶνται γὰρ πάντες τῷ μειοῦν καὶ αὔξειν καὶ συμβουλεύοντες καὶ ἐπαινοῦντες ἢ ψέγοντες καὶ κατηγοροῦντες ἢ ἀπολογούμενοι.
[1392a] τούτων δὲ διορισθέντων περὶ τῶν ἐνθυμημάτων κοινῇ πειραθῶμεν εἰπεῖν, εἴ τι ἔχομεν, καὶ περὶ παραδειγμάτων, ὅπως τὰ λοιπὰ προσθέντες ἀποδῶμεν τὴν ἐξ ἀρχῆς πρόθεσιν. ἔστιν δὲ τῶν κοινῶν τὸ μὲν αὔξειν οἰκειότατον τοῖς ἐπιδεικτικοῖς, ὥσπερ εἴρηται, τὸ δὲ γεγονὸς τοῖς δικανικοῖς (περὶ τούτων γὰρ ἡ κρίσις), τὸ δὲ δυνατὸν καὶ ἐσόμενον τοῖς συμβουλευτικοῖς.
***
[18] Δεδομένου ότι τους πειστικούς λόγους τους χρησιμοποιούμε αποβλέποντας σε κάποια κρίση (για θέματα που τα ξέρουμε πια και έχουν κριθεί, δεν χρειάζεται, φυσικά, καμιά πλέον επιχειρηματολογία), και δεδομένου ότι αυτή είναι η περίπτωση ακόμα και όταν με τον λόγο μας απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο θέλοντας να το προτρέψουμε σε κάτι ή να το αποτρέψουμε από κάτι, όπως κάνουν π.χ. όσοι δίνουν συμβουλές σε κάποιον ή προσπαθούν να πείσουν κάποιον για κάτι (το ένα άτομο δεν είναι, βέβαια, λιγότερο κριτής· γιατί κριτής —για να το πούμε έτσι— είναι γενικά το άτομο που πρέπει να πείσουμε), παρόμοια και όταν μιλούμε εναντίον ενός αντιπάλου ή εναντίον μιας άποψης (γιατί δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιηθεί ο λόγος προκειμένου να αναιρεθούν οι αντίθετες απόψεις, που ο λόγος τις αντιμετωπίζει σαν αντίπαλο), το ίδιο και στην περίπτωση των επιδεικτικών λόγων (όπου επίσης ο λόγος οργανώνεται για τον θεατή/ακροατή ως κριτή)· γενικά, πάντως, κριτής στην κυριολεξία είναι μόνο εκείνος που παίρνει αποφάσεις για τα ερωτήματα που τίθενται όταν συζητούνται πολιτικές υποθέσεις, όπου το ζητούμενο είναι πώς ακριβώς έχουν α) τα πράγματα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση, β) αυτά που έρχονται για συζήτηση· δεδομένου, τέλος, ότι μιλήσαμε ήδη —κατά την πραγμάτευση του συμβουλευτικού είδους των λόγων— για το είδος του χαρακτήρα που προσιδιάζει στα διάφορα επιμέρους πολιτεύματα, ας θεωρηθεί ότι έχει προσδιορισθεί το πώς και με ποιά μέσα πρέπει να δίνεται ηθικός χαρακτήρας στους λόγους.
Επειδή το καθένα από τα είδη ρητορικού λόγου έχει, όπως λέγαμε, τον δικό του τελικό στόχο· επειδή για όλα τα είδη έχουμε ήδη συγκεντρωμένες γνώμες και προτάσεις, από τις οποίες οι ρήτορες μπορούν να αντλούν υλικό για τους αποδεικτικούς τους συλλογισμούς στους συμβουλευτικούς, τους επιδεικτικούς και τους δικανικούς τους λόγους· επειδή, επιπλέον, τα μέσα με τα οποία είναι δυνατό να δίνεται ηθικός χαρακτήρας στους λόγους έχουν επίσης προσδιορισθεί, μας μένει να πραγματευθούμε τους κοινούς και στα τρία είδη τόπους.
Για όλους, πράγματι, τους ρήτορες είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιούν επίσης στους λόγους τους τον τόπο του δυνατού και του αδύνατου· επίσης, άλλοι από αυτούς είναι υποχρεωμένοι να προσπαθούν να δείξουν ότι κατιτί θα συμβεί και άλλοι ότι συνέβη. Κοινή επίσης σε όλα τα είδη ρητορικού λόγου είναι η θεώρηση των πραγμάτων από την πλευρά του μεγέθους· όλοι, πράγματι, οι ρήτορες χρησιμοποιούν τη μείωση και την αύξηση, είτε όταν συμβουλεύουν, είτε όταν επαινούν ή ψέγουν, είτε όταν κατηγορούν ή απολογούνται.
[1392a] Έχοντας καθορίσει αυτά τα πράγματα ας προσπαθήσουμε τώρα να μιλήσουμε για τα ενθυμήματα με τρόπο γενικό, λέγοντας ό,τι έχουμε να πούμε, καθώς και για τα παραδείγματα, ώστε, αφού προσθέσουμε ό,τι απομένει, να ολοκληρώσουμε τον αρχικό μας σχεδιασμό. Από τους κοινούς αυτούς τρόπους θεώρησης των πραγμάτων η αύξηση προσιδιάζει —όπως το έχουμε ήδη πει— κατά τρόπο ξεχωριστό στους επιδεικτικούς λόγους, η αναφορά στο παρελθόν στους δικανικούς λόγους (η κρίση είναι, πράγματι, εκεί για πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν), ενώ η αναφορά στο πιθανό και στο μελλοντικό προσιδιάζει ιδιαίτερα στους συμβουλευτικούς λόγους.
[XVIII] Ἐπεὶ δὲ ἡ τῶν πιθανῶν λόγων χρῆσις πρὸς κρίσιν ἐστί (περὶ ὧν γὰρ ἴσμεν καὶ κεκρίκαμεν οὐδὲν ἔτι δεῖ λόγου), ἔστι δ᾽ ἐάν τε πρὸς ἕνα τις τῷ λόγῳ χρώμενος προτρέπῃ ἢ ἀποτρέπῃ, οἷον οἱ νουθετοῦντες ποιοῦσιν ἢ πείθοντες (οὐδὲν γὰρ ἧττον κριτὴς ὁ εἷς· ὃν γὰρ δεῖ πεῖσαι, οὗτός ἐστιν ὡς εἰπεῖν ἁπλῶς κριτής), ἐάν τε πρὸς ἀμφισβητοῦντας, ἐάν τε πρὸς ὑπόθεσιν λέγῃ τις, ὁμοίως (τῷ γὰρ λόγῳ ἀνάγκη χρῆσθαι καὶ ἀναιρεῖν τὰ ἐναντία, πρὸς ἃ ὥσπερ ἀμφισβητοῦντα τὸν λόγον ποιεῖται), ὡσαύτως δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς (ὥσπερ γὰρ πρὸς κριτὴν τὸν θεωρὸν ὁ λόγος συνέστηκεν, ὅλως δὲ μόνος ἐστὶν ἁπλῶς κριτὴς ἐν τοῖς πολιτικοῖς ἀγῶσιν ὁ τὰ ζητούμενα κρίνων· τά τε γὰρ ἀμφισβητούμενα ζητεῖται πῶς ἔχει, καὶ περὶ ὧν βουλεύονται), περὶ δὲ τῶν κατὰ τὰς πολιτείας ἠθῶν ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς εἴρηται πρότερον — ὥστε διωρισμένον ἂν εἴη πῶς τε καὶ διὰ τίνων τοὺς λόγους ἠθικοὺς ποιητέον.
Ἐπεὶ δὲ περὶ ἕκαστον μὲν γένος τῶν λόγων ἕτερον ἦν τὸ τέλος, περὶ ἁπάντων δ᾽ αὐτῶν εἰλημμέναι δόξαι καὶ προτάσεις εἰσὶν ἐξ ὧν τὰς πίστεις φέρουσιν καὶ συμβουλεύοντες καὶ ἐπιδεικνύμενοι καὶ ἀμφισβητοῦντες, ἔτι δὲ ἐξ ὧν ἠθικοὺς τοὺς λόγους ἐνδέχεται ποιεῖν, καὶ περὶ τούτων διώρισται, λοιπὸν ἡμῖν διελθεῖν περὶ τῶν κοινῶν. πᾶσι γὰρ ἀναγκαῖον τῷ περὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου προσχρῆσθαι ἐν τοῖς λόγοις, καὶ τοὺς μὲν ὡς ἔσται τοὺς δὲ ὡς γέγονε πειρᾶσθαι δεικνύναι. ἔτι δὲ περὶ μεγέθους κοινὸν ἁπάντων ἐστὶ τῶν λόγων· χρῶνται γὰρ πάντες τῷ μειοῦν καὶ αὔξειν καὶ συμβουλεύοντες καὶ ἐπαινοῦντες ἢ ψέγοντες καὶ κατηγοροῦντες ἢ ἀπολογούμενοι.
[1392a] τούτων δὲ διορισθέντων περὶ τῶν ἐνθυμημάτων κοινῇ πειραθῶμεν εἰπεῖν, εἴ τι ἔχομεν, καὶ περὶ παραδειγμάτων, ὅπως τὰ λοιπὰ προσθέντες ἀποδῶμεν τὴν ἐξ ἀρχῆς πρόθεσιν. ἔστιν δὲ τῶν κοινῶν τὸ μὲν αὔξειν οἰκειότατον τοῖς ἐπιδεικτικοῖς, ὥσπερ εἴρηται, τὸ δὲ γεγονὸς τοῖς δικανικοῖς (περὶ τούτων γὰρ ἡ κρίσις), τὸ δὲ δυνατὸν καὶ ἐσόμενον τοῖς συμβουλευτικοῖς.
***
[18] Δεδομένου ότι τους πειστικούς λόγους τους χρησιμοποιούμε αποβλέποντας σε κάποια κρίση (για θέματα που τα ξέρουμε πια και έχουν κριθεί, δεν χρειάζεται, φυσικά, καμιά πλέον επιχειρηματολογία), και δεδομένου ότι αυτή είναι η περίπτωση ακόμα και όταν με τον λόγο μας απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο θέλοντας να το προτρέψουμε σε κάτι ή να το αποτρέψουμε από κάτι, όπως κάνουν π.χ. όσοι δίνουν συμβουλές σε κάποιον ή προσπαθούν να πείσουν κάποιον για κάτι (το ένα άτομο δεν είναι, βέβαια, λιγότερο κριτής· γιατί κριτής —για να το πούμε έτσι— είναι γενικά το άτομο που πρέπει να πείσουμε), παρόμοια και όταν μιλούμε εναντίον ενός αντιπάλου ή εναντίον μιας άποψης (γιατί δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιηθεί ο λόγος προκειμένου να αναιρεθούν οι αντίθετες απόψεις, που ο λόγος τις αντιμετωπίζει σαν αντίπαλο), το ίδιο και στην περίπτωση των επιδεικτικών λόγων (όπου επίσης ο λόγος οργανώνεται για τον θεατή/ακροατή ως κριτή)· γενικά, πάντως, κριτής στην κυριολεξία είναι μόνο εκείνος που παίρνει αποφάσεις για τα ερωτήματα που τίθενται όταν συζητούνται πολιτικές υποθέσεις, όπου το ζητούμενο είναι πώς ακριβώς έχουν α) τα πράγματα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση, β) αυτά που έρχονται για συζήτηση· δεδομένου, τέλος, ότι μιλήσαμε ήδη —κατά την πραγμάτευση του συμβουλευτικού είδους των λόγων— για το είδος του χαρακτήρα που προσιδιάζει στα διάφορα επιμέρους πολιτεύματα, ας θεωρηθεί ότι έχει προσδιορισθεί το πώς και με ποιά μέσα πρέπει να δίνεται ηθικός χαρακτήρας στους λόγους.
Επειδή το καθένα από τα είδη ρητορικού λόγου έχει, όπως λέγαμε, τον δικό του τελικό στόχο· επειδή για όλα τα είδη έχουμε ήδη συγκεντρωμένες γνώμες και προτάσεις, από τις οποίες οι ρήτορες μπορούν να αντλούν υλικό για τους αποδεικτικούς τους συλλογισμούς στους συμβουλευτικούς, τους επιδεικτικούς και τους δικανικούς τους λόγους· επειδή, επιπλέον, τα μέσα με τα οποία είναι δυνατό να δίνεται ηθικός χαρακτήρας στους λόγους έχουν επίσης προσδιορισθεί, μας μένει να πραγματευθούμε τους κοινούς και στα τρία είδη τόπους.
Για όλους, πράγματι, τους ρήτορες είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιούν επίσης στους λόγους τους τον τόπο του δυνατού και του αδύνατου· επίσης, άλλοι από αυτούς είναι υποχρεωμένοι να προσπαθούν να δείξουν ότι κατιτί θα συμβεί και άλλοι ότι συνέβη. Κοινή επίσης σε όλα τα είδη ρητορικού λόγου είναι η θεώρηση των πραγμάτων από την πλευρά του μεγέθους· όλοι, πράγματι, οι ρήτορες χρησιμοποιούν τη μείωση και την αύξηση, είτε όταν συμβουλεύουν, είτε όταν επαινούν ή ψέγουν, είτε όταν κατηγορούν ή απολογούνται.
[1392a] Έχοντας καθορίσει αυτά τα πράγματα ας προσπαθήσουμε τώρα να μιλήσουμε για τα ενθυμήματα με τρόπο γενικό, λέγοντας ό,τι έχουμε να πούμε, καθώς και για τα παραδείγματα, ώστε, αφού προσθέσουμε ό,τι απομένει, να ολοκληρώσουμε τον αρχικό μας σχεδιασμό. Από τους κοινούς αυτούς τρόπους θεώρησης των πραγμάτων η αύξηση προσιδιάζει —όπως το έχουμε ήδη πει— κατά τρόπο ξεχωριστό στους επιδεικτικούς λόγους, η αναφορά στο παρελθόν στους δικανικούς λόγους (η κρίση είναι, πράγματι, εκεί για πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν), ενώ η αναφορά στο πιθανό και στο μελλοντικό προσιδιάζει ιδιαίτερα στους συμβουλευτικούς λόγους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου