ΦΙ. αἰβοῖ. τί τὸ κακόν; ἔσθ᾽ ὅτῳ μαλάττομαι·
κακόν τι περιβαίνει με κἀναπείθομαι.
975 ΒΔ. ἴθ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽, οἰκτίρατ᾽ αὐτόν, ὦ πάτερ,
καὶ μὴ διαφθείρητε. ποῦ τὰ παιδία;
ἀναβαίνετ᾽, ὦ πόνηρα καὶ κνυζούμενα
αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε καὶ δακρύετε.
ΦΙ. κατάβα κατάβα κατάβα ‹κατάβα.› ΒΔ. καταβήσομαι.
980 καίτοι τὸ κατάβα τοῦτο πολλοὺς δὴ πάνυ
ἐξηπάτηκεν. ἀτὰρ ὅμως καταβήσομαι.
ΦΙ. ἐς κόρακας. ὡς οὐκ ἀγαθόν ἐστι τὸ ῥοφεῖν.
ἐγὼ γὰρ ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμὴν
οὐδέν ποτέ γ᾽ ἀλλ᾽ ἢ τῆς φακῆς ἐμπλήμενος.
985 ΒΔ. οὔκουν ἀποφεύγει δῆτα; ΦΙ. χαλεπὸν εἰδέναι.
ΒΔ. ἴθ᾽, ὦ πατρίδιον, ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου.
τηνδὶ λαβὼν τὴν ψῆφον ἐπὶ τὸν ὕστερον
μύσας παρᾷξον κἀπόλυσον, ὦ πάτερ.
ΦΙ. οὐ δῆτα· κιθαρίζειν γὰρ οὐκ ἐπίσταμαι.
990 ΒΔ. φέρε νύν σε τῃδὶ τὴν ταχίστην περιάγω.
ΦΙ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ πρότερος; ΒΔ. οὗτος. ΦΙ. αὕτη ᾽νταῦθ᾽ ἔνι.
ΒΔ. ἐξηπάτηται κἀπολέλυκεν οὐχ ἑκών.
φέρ᾽ ἐξεράσω. ΦΙ. πῶς ἄρ᾽ ἠγωνίσμεθα;
ΒΔ. δείξειν ἔοικεν. ἐκπέφευγας, ὦ Λάβης.
995 πάτερ πάτερ, τί πέπονθας; οἴμοι· ποῦ ᾽σθ᾽ ὕδωρ;
ἔπαιρε σαυτόν. ΦΙ. εἰπέ νυν ἐκεῖνό μοι·
ὄντως ἀπέφυγε; ΒΔ. νὴ Δί᾽· ΦΙ. οὐδέν εἰμ᾽ ἄρα.
ΒΔ. μὴ φροντίσῃς, ὦ δαιμόνι᾽, ἀλλ᾽ ἀνίστασο.
ΦΙ. πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ᾽ ἐγὼ ξυνείσομαι,
1000 φεύγοντ᾽ ἀπολύσας ἄνδρα; τί ποτε πείσομαι;
ἀλλ᾽, ὦ πολυτίμητοι θεοί, ξύγγνωτέ μοι·
ἄκων γὰρ αὔτ᾽ ἔδρασα κοὐ τοὐμοῦ τρόπου.
ΒΔ. καὶ μηδὲν ἀγανάκτει γ᾽. ἐγὼ γάρ σ᾽, ὦ πάτερ,
θρέψω καλῶς, ἄγων μετ᾽ ἐμαυτοῦ πανταχοῖ,
1005 ἐπὶ δεῖπνον, εἰς ξυμπόσιον, ἐπὶ θεωρίαν,
ὥσθ᾽ ἡδέως διάγειν σε τὸν λοιπὸν χρόνον·
κοὐκ ἐγχανεῖταί σ᾽ ἐξαπατῶν Ὑπέρβολος.
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. ΦΙ. ταῦτά νυν, εἴπερ δοκεῖ.
***
ΦΙΛ. Κάτι μ᾽ αγγίζει, αλί μου, τί παθαίνω;
Με ζώνει ένα κακό κι αλλάζω γνώμη.
ΒΔΕ. Λυπήσου τον, πατέρα, σε ικετεύω,
μην τον τσακίσεις. Πού είναι τα παιδάκια;
Μερικά παιδιά μεταμφιεσμένα σε σκυλάκια παρουσιάζονται μουτζοκλαίοντας.
Δόλια, ανεβείτε· μουτζοκλαίοντας πιάστε
δάκρυα και παρακάλια και ικεσίες.
ΦΙΛ., συγκινημένος.
Κατέβα· κάτω, κάτω! ΒΔΕ. Κατεβαίνω·
980 είναι πολλοί που απ᾽ το κατέβα τούτο
γελάστηκαν, μα ας είναι, κατεβαίνω.
Ο Φιλοκλέωνας, για να κρύψει τη συγκίνησή τους,
ρουφάει φακή και σκουπίζει τα δάκρυα,
που του ήρθαν τάχα απ᾽ τον αχνό της.
ΦΙΛ. Να πάρ᾽ η οργή. Κακό ειναι να ρουφάς·
χωρίς να θέλω δάκρυσα· είναι, βλέπεις,
που μαζωμένη τη φακή κατάπια.
ΒΔΕ. Λοιπόν, αθώος ή όχι; ΦΙΛ. Πού να ξέρεις;
ΒΔΕ. Τον πιο καλό, πατέρα, πάρε δρόμο.
Πιάσε τον ψήφο, κλείσ᾽ τα μάτια, πέρνα
στην πίσω κάλπη, εκεί, κι απάλλαξέ τον.
ΦΙΛ., πάλι πεισμωμένος, σηκώνεται.
Όχι· κι εγώ δεν έμαθα κιθάρα.
990 ΒΔΕ. Έλα, από δω ας σε πάω· κοντύτερα είναι.
Τον παίρνει από το χέρι και τον πηγαίνει με τρόπο, χωρίς αυτός
να το καταλάβει, στη δεύτερη κάλπη, την αθωωτική.
ΦΙΛ. Αυτή ᾽ναι η πρώτη κάλπη; ΒΔΕ. Αυτή. ΦΙΛ. Ψηφίζω.
ΒΔΕ., μέσα του.
Γελάστηκε και τον αθώωσε, δίχως
να θέλει. (Δυνατά.) Η διαλογή θα γίνει τώρα.
ΦΙΛ. Πώς πήγε η δίκη; ΒΔΕ. Τώρα θα το δούμε.
Αδειάζει τις κάλπες.
Λάβη, είσαι αθώος.
Ο Φιλοκλέωνας ταράζεται και λιγοθυμά.
Πατέρα μου, πατέρα!
Αχ, τί έπαθες; Νερό, νερό!
Ένας δούλος φέρνει νερό, και ο Βδελυκλέωνας
προσπαθεί να συνεφέρει τον πατέρα του.
Έλα, σήκω.
ΦΙΛ., συνέρχεται.
Πες μου ένα πράμα· αλήθεια, βγήκε αθώος;
ΒΔΕ. Ναι, μά το Δία. ΦΙΛ. Λοιπόν είμαι χαμένος.
Ταράζεται και πάει να ξαναπέσει· ο Βδελυκλέωνας τον συγκρατεί.
ΒΔΕ. Ευλογημένε, ησύχασε και σήκω.
ΦΙΛ. Πώς! Ν᾽ απαλλάξω υπόδικο! Τί βάρος
1000 θα το ᾽χω στην ψυχή μου! Τί θα γίνω;
Δεν το ᾽θελα, σεβάσμιοι θεοί. Συγγνώμη,
που ᾽καμα πράμα αταίριαστο σ᾽ εμένα.
ΒΔΕ. Μη χολοσκάς και θα σε ζήσω ωραία·
παντού, όπου πάω, μαζί μου θα σε παίρνω,
σε δείπνο ή φαγοπότι ή πανηγύρι,
και θα περνάς καλά από δω και πέρα·
δε θα᾽ σαι πια του Υπέρβολου κορόιδο.
Μπρος, πάμε μέσα. ΦΙΛ. Ας είναι, αφού το θέλεις.
Μπαίνουν στο σπίτι· οι υπηρέτες μαζεύουν και παίρνουν τα σκεύη που είχαν φέρει.
κακόν τι περιβαίνει με κἀναπείθομαι.
975 ΒΔ. ἴθ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽, οἰκτίρατ᾽ αὐτόν, ὦ πάτερ,
καὶ μὴ διαφθείρητε. ποῦ τὰ παιδία;
ἀναβαίνετ᾽, ὦ πόνηρα καὶ κνυζούμενα
αἰτεῖτε κἀντιβολεῖτε καὶ δακρύετε.
ΦΙ. κατάβα κατάβα κατάβα ‹κατάβα.› ΒΔ. καταβήσομαι.
980 καίτοι τὸ κατάβα τοῦτο πολλοὺς δὴ πάνυ
ἐξηπάτηκεν. ἀτὰρ ὅμως καταβήσομαι.
ΦΙ. ἐς κόρακας. ὡς οὐκ ἀγαθόν ἐστι τὸ ῥοφεῖν.
ἐγὼ γὰρ ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμὴν
οὐδέν ποτέ γ᾽ ἀλλ᾽ ἢ τῆς φακῆς ἐμπλήμενος.
985 ΒΔ. οὔκουν ἀποφεύγει δῆτα; ΦΙ. χαλεπὸν εἰδέναι.
ΒΔ. ἴθ᾽, ὦ πατρίδιον, ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου.
τηνδὶ λαβὼν τὴν ψῆφον ἐπὶ τὸν ὕστερον
μύσας παρᾷξον κἀπόλυσον, ὦ πάτερ.
ΦΙ. οὐ δῆτα· κιθαρίζειν γὰρ οὐκ ἐπίσταμαι.
990 ΒΔ. φέρε νύν σε τῃδὶ τὴν ταχίστην περιάγω.
ΦΙ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ πρότερος; ΒΔ. οὗτος. ΦΙ. αὕτη ᾽νταῦθ᾽ ἔνι.
ΒΔ. ἐξηπάτηται κἀπολέλυκεν οὐχ ἑκών.
φέρ᾽ ἐξεράσω. ΦΙ. πῶς ἄρ᾽ ἠγωνίσμεθα;
ΒΔ. δείξειν ἔοικεν. ἐκπέφευγας, ὦ Λάβης.
995 πάτερ πάτερ, τί πέπονθας; οἴμοι· ποῦ ᾽σθ᾽ ὕδωρ;
ἔπαιρε σαυτόν. ΦΙ. εἰπέ νυν ἐκεῖνό μοι·
ὄντως ἀπέφυγε; ΒΔ. νὴ Δί᾽· ΦΙ. οὐδέν εἰμ᾽ ἄρα.
ΒΔ. μὴ φροντίσῃς, ὦ δαιμόνι᾽, ἀλλ᾽ ἀνίστασο.
ΦΙ. πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ᾽ ἐγὼ ξυνείσομαι,
1000 φεύγοντ᾽ ἀπολύσας ἄνδρα; τί ποτε πείσομαι;
ἀλλ᾽, ὦ πολυτίμητοι θεοί, ξύγγνωτέ μοι·
ἄκων γὰρ αὔτ᾽ ἔδρασα κοὐ τοὐμοῦ τρόπου.
ΒΔ. καὶ μηδὲν ἀγανάκτει γ᾽. ἐγὼ γάρ σ᾽, ὦ πάτερ,
θρέψω καλῶς, ἄγων μετ᾽ ἐμαυτοῦ πανταχοῖ,
1005 ἐπὶ δεῖπνον, εἰς ξυμπόσιον, ἐπὶ θεωρίαν,
ὥσθ᾽ ἡδέως διάγειν σε τὸν λοιπὸν χρόνον·
κοὐκ ἐγχανεῖταί σ᾽ ἐξαπατῶν Ὑπέρβολος.
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν. ΦΙ. ταῦτά νυν, εἴπερ δοκεῖ.
***
ΦΙΛ. Κάτι μ᾽ αγγίζει, αλί μου, τί παθαίνω;
Με ζώνει ένα κακό κι αλλάζω γνώμη.
ΒΔΕ. Λυπήσου τον, πατέρα, σε ικετεύω,
μην τον τσακίσεις. Πού είναι τα παιδάκια;
Μερικά παιδιά μεταμφιεσμένα σε σκυλάκια παρουσιάζονται μουτζοκλαίοντας.
Δόλια, ανεβείτε· μουτζοκλαίοντας πιάστε
δάκρυα και παρακάλια και ικεσίες.
ΦΙΛ., συγκινημένος.
Κατέβα· κάτω, κάτω! ΒΔΕ. Κατεβαίνω·
980 είναι πολλοί που απ᾽ το κατέβα τούτο
γελάστηκαν, μα ας είναι, κατεβαίνω.
Ο Φιλοκλέωνας, για να κρύψει τη συγκίνησή τους,
ρουφάει φακή και σκουπίζει τα δάκρυα,
που του ήρθαν τάχα απ᾽ τον αχνό της.
ΦΙΛ. Να πάρ᾽ η οργή. Κακό ειναι να ρουφάς·
χωρίς να θέλω δάκρυσα· είναι, βλέπεις,
που μαζωμένη τη φακή κατάπια.
ΒΔΕ. Λοιπόν, αθώος ή όχι; ΦΙΛ. Πού να ξέρεις;
ΒΔΕ. Τον πιο καλό, πατέρα, πάρε δρόμο.
Πιάσε τον ψήφο, κλείσ᾽ τα μάτια, πέρνα
στην πίσω κάλπη, εκεί, κι απάλλαξέ τον.
ΦΙΛ., πάλι πεισμωμένος, σηκώνεται.
Όχι· κι εγώ δεν έμαθα κιθάρα.
990 ΒΔΕ. Έλα, από δω ας σε πάω· κοντύτερα είναι.
Τον παίρνει από το χέρι και τον πηγαίνει με τρόπο, χωρίς αυτός
να το καταλάβει, στη δεύτερη κάλπη, την αθωωτική.
ΦΙΛ. Αυτή ᾽ναι η πρώτη κάλπη; ΒΔΕ. Αυτή. ΦΙΛ. Ψηφίζω.
ΒΔΕ., μέσα του.
Γελάστηκε και τον αθώωσε, δίχως
να θέλει. (Δυνατά.) Η διαλογή θα γίνει τώρα.
ΦΙΛ. Πώς πήγε η δίκη; ΒΔΕ. Τώρα θα το δούμε.
Αδειάζει τις κάλπες.
Λάβη, είσαι αθώος.
Ο Φιλοκλέωνας ταράζεται και λιγοθυμά.
Πατέρα μου, πατέρα!
Αχ, τί έπαθες; Νερό, νερό!
Ένας δούλος φέρνει νερό, και ο Βδελυκλέωνας
προσπαθεί να συνεφέρει τον πατέρα του.
Έλα, σήκω.
ΦΙΛ., συνέρχεται.
Πες μου ένα πράμα· αλήθεια, βγήκε αθώος;
ΒΔΕ. Ναι, μά το Δία. ΦΙΛ. Λοιπόν είμαι χαμένος.
Ταράζεται και πάει να ξαναπέσει· ο Βδελυκλέωνας τον συγκρατεί.
ΒΔΕ. Ευλογημένε, ησύχασε και σήκω.
ΦΙΛ. Πώς! Ν᾽ απαλλάξω υπόδικο! Τί βάρος
1000 θα το ᾽χω στην ψυχή μου! Τί θα γίνω;
Δεν το ᾽θελα, σεβάσμιοι θεοί. Συγγνώμη,
που ᾽καμα πράμα αταίριαστο σ᾽ εμένα.
ΒΔΕ. Μη χολοσκάς και θα σε ζήσω ωραία·
παντού, όπου πάω, μαζί μου θα σε παίρνω,
σε δείπνο ή φαγοπότι ή πανηγύρι,
και θα περνάς καλά από δω και πέρα·
δε θα᾽ σαι πια του Υπέρβολου κορόιδο.
Μπρος, πάμε μέσα. ΦΙΛ. Ας είναι, αφού το θέλεις.
Μπαίνουν στο σπίτι· οι υπηρέτες μαζεύουν και παίρνουν τα σκεύη που είχαν φέρει.