ΦΙ. ὅρα τὸ χρῆμα, τὰ λόγι᾽ ὡς περαίνεται.
800 ἠκηκόη γὰρ ὡς Ἀθηναῖοί ποτε
δικάσοιεν ἐπὶ ταῖς οἰκίαισι τὰς δίκας,
κἀν τοῖς προθύροις ἐνοικοδομήσει πᾶς ἀνὴρ
αὑτῷ δικαστηρίδιον μικρὸν πάνυ,
ὥσπερ Ἑκάτειον πανταχοῦ πρὸ τῶν θυρῶν.
805 ΒΔ. ἰδού. τί ἔτ᾽ ἐρεῖς; ὡς ἅπαντ᾽ ἐγὼ φέρω
ὅσαπερ ἔφασκον, κἄτι πολλῷ πλείονα.
ἁμὶς μέν, ἢν οὐρητιάσῃς, αὑτηὶ
παρὰ σοὶ κρεμήσετ᾽ ἐγγὺς ἐπὶ τοῦ παττάλου.
ΦΙ. σοφόν γε τουτὶ καὶ γέροντι πρόσφορον
810 ἐξηῦρες ἀτεχνῶς φάρμακον στραγγουρίας.
ΒΔ. καὶ πῦρ γε τουτί· καὶ προσέστηκεν φακῆ
ῥοφεῖν, ἐὰν δέῃ τι. ΦΙ. τοῦτ᾽ αὖ δεξιόν.
κἂν γὰρ πυρέττω, τόν γε μισθὸν λήψομαι·
αὐτοῦ μένων γὰρ τὴν φακῆν ῥοφήσομαι.
815 ἀτὰρ τί τὸν ὄρνιν ὡς ἔμ᾽ ἐξηνέγκατε;
ΒΔ. ἵν᾽, ἢν καθεύδῃς ἀπολογουμένου τινός,
ᾄδων ἄνωθεν ἐξεγείρῃ σ᾽ οὑτοσί.
ΦΙ. ἓν ἔτι ποθῶ, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἀρέσκει μοι. ΒΔ. τὸ τί;
ΦΙ. θἠρῷον εἴ πως ἦν κομίσαι, τὸ τοῦ Λύκου.
820 ΒΔ. πάρεστι τουτί, καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί.
ΦΙ. ὦ δέσποθ᾽ ἥρως, ὡς χαλεπὸς ἄρ᾽ ἦσθ᾽ ἰδεῖν.
ΒΔ. οἷόσπερ ἡμῖν φαίνεται Κλεώνυμος.
ΦΙ. οὔκουν ἔχει γ᾽ οὐδ᾽ αὐτὸς ἥρως ὢν ὅπλα.
ΒΔ. εἰ θᾶττον ἐκαθίζου σύ, θᾶττον ἂν δίκην
825 ἐκάλουν. ΦΙ. κάλει νυν, ὡς κάθημ᾽ ἐγὼ πάλαι.
ΒΔ. φέρε νυν, τίν᾽ αὐτῷ πρῶτον εἰσαγάγω δίκην;
τί τις κακὸν δέδρακε τῶν ἐν τᾠκίᾳ;
ἡ Θρᾷττα προσκαύσασα πρώην τὴν χύτραν—
ΦΙ. ἐπίσχες, οὗτος· ὡς ὀλίγου μ᾽ ἀπώλεσας.
830 ἄνευ δρυφάκτου τὴν δίκην μέλλεις καλεῖν,
ὃ πρῶτον ἡμῖν τῶν ἱερῶν ἐφαίνετο;
ΒΔ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐ πάρεστιν. ΦΙ. ἀλλ᾽ ἐγὼ δραμὼν
αὐτὸς κομιοῦμαι τό γε παραυτίκ᾽ ἔνδοθεν.
ΒΔ. τί ποτε τὸ χρῆμ᾽; ὡς δεινὸν ἡ φιλοχωρία.
***
ΦΙΛ., μέσα του.
Οι χρησμοί ξεδιαλύνουν· είχα ακούσει
800 πως θά ᾽ρθει ένας καιρός που οι Αθηναίοι
θα κάνουν μες στα σπίτια τους τις δίκες
κι ο καθένας κοντά στο πρόθυρό του
ένα μικρό θα χτίσει δικαστήριο,
σαν που είναι της Εκάτης οι αχηβάδες.
Ξανάρχεται ο Βδελυκλέωνας με δούλους που κρατούν
ένα ουροδοχείο, φουφού και χύτρα, έναν ψεύτικο κόκορα
και ένα μικρό είδωλο του ήρωα Λύκου.
ΒΔΕ. Τώρα τί έχεις να πεις; Όσα είχα τάξει
κι ακόμα πιο πολλά σου φέρνω, ορίστε·
νά το δοχείο· θα κρέμεται κοντά σου,
μήπως σού ᾽ρθει να κάμεις το νερό σου.
ΦΙΛ. Η σκέψη σου σοφή, ευεργετική,
810 για γέρο που έχει κιόλας συχνουρία.
ΒΔΕ. Νά και φωτιά· φακή μέσα στη χύτρα·
ρουφάς, σα θέλεις. ΦΙΛ. Έξυπνο και τούτο·
και θέρμη να ᾽χω, το μισθό τον παίρνω·
ρουφάω φακή, χωρίς να το κουνήσω.
Μα και κόκορα βλέπω· τί τον θέλω;
ΒΔΕ. Αν αποκοιμηθείς την ώρα που ένας
θα μιλά, θα λαλεί να σε ξυπνάει.
ΦΙΛ. Όλα σωστά, μα κάτι θέλω ακόμα.
ΒΔΕ. Σαν τί; ΦΙΛ. Του Λύκου του ήρωα την εικόνα.
820 ΒΔΕ. Την έχεις· νά τος ο ίδιος ο ήρωας Λύκος.
ΦΙΛ. Ήρωα κι αφέντη, μούρη που την έχεις!
ΒΔΕ. Δε μοιάζει του Κλεώνυμου; ΦΙΛ. Ναι, αλήθεια·
ήρωας, αλλά κι αυτός δεν έχει ασπίδα.
ΒΔΕ. Αν πάρεις θέση, ορίζω ευθύς μια δίκη.
ΦΙΛ. Όρισε· πήρα θέση· δε με βλέπεις;
ΒΔΕ., μέσα του.
Σαν τί είδους δίκη να του μπάσω πρώτη;
Ποιός να᾽ φταιξε σε κάτι μες στο σπίτι;
Δυνατά.
Η παρακόρη το φαΐ έχει κάψει…
ΦΙΛ. Σταμάτα μια στιγμή· θα με πεθάνεις·
830 χωρίς καγκελωτό θα γίνει δίκη;
Μες στον ιερό το χώρο αυτό ήταν πρώτο.
ΒΔΕ. Και πού να βρούμε; ΦΙΛ. Εγώ θα τρέξω αμέσως
και θα το φέρω μέσ᾽ από το σπίτι.
Μπαίνει μέσα.
ΒΔΕ. Άλλο και τούτο· τί θα πει συνήθεια!
800 ἠκηκόη γὰρ ὡς Ἀθηναῖοί ποτε
δικάσοιεν ἐπὶ ταῖς οἰκίαισι τὰς δίκας,
κἀν τοῖς προθύροις ἐνοικοδομήσει πᾶς ἀνὴρ
αὑτῷ δικαστηρίδιον μικρὸν πάνυ,
ὥσπερ Ἑκάτειον πανταχοῦ πρὸ τῶν θυρῶν.
805 ΒΔ. ἰδού. τί ἔτ᾽ ἐρεῖς; ὡς ἅπαντ᾽ ἐγὼ φέρω
ὅσαπερ ἔφασκον, κἄτι πολλῷ πλείονα.
ἁμὶς μέν, ἢν οὐρητιάσῃς, αὑτηὶ
παρὰ σοὶ κρεμήσετ᾽ ἐγγὺς ἐπὶ τοῦ παττάλου.
ΦΙ. σοφόν γε τουτὶ καὶ γέροντι πρόσφορον
810 ἐξηῦρες ἀτεχνῶς φάρμακον στραγγουρίας.
ΒΔ. καὶ πῦρ γε τουτί· καὶ προσέστηκεν φακῆ
ῥοφεῖν, ἐὰν δέῃ τι. ΦΙ. τοῦτ᾽ αὖ δεξιόν.
κἂν γὰρ πυρέττω, τόν γε μισθὸν λήψομαι·
αὐτοῦ μένων γὰρ τὴν φακῆν ῥοφήσομαι.
815 ἀτὰρ τί τὸν ὄρνιν ὡς ἔμ᾽ ἐξηνέγκατε;
ΒΔ. ἵν᾽, ἢν καθεύδῃς ἀπολογουμένου τινός,
ᾄδων ἄνωθεν ἐξεγείρῃ σ᾽ οὑτοσί.
ΦΙ. ἓν ἔτι ποθῶ, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἀρέσκει μοι. ΒΔ. τὸ τί;
ΦΙ. θἠρῷον εἴ πως ἦν κομίσαι, τὸ τοῦ Λύκου.
820 ΒΔ. πάρεστι τουτί, καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί.
ΦΙ. ὦ δέσποθ᾽ ἥρως, ὡς χαλεπὸς ἄρ᾽ ἦσθ᾽ ἰδεῖν.
ΒΔ. οἷόσπερ ἡμῖν φαίνεται Κλεώνυμος.
ΦΙ. οὔκουν ἔχει γ᾽ οὐδ᾽ αὐτὸς ἥρως ὢν ὅπλα.
ΒΔ. εἰ θᾶττον ἐκαθίζου σύ, θᾶττον ἂν δίκην
825 ἐκάλουν. ΦΙ. κάλει νυν, ὡς κάθημ᾽ ἐγὼ πάλαι.
ΒΔ. φέρε νυν, τίν᾽ αὐτῷ πρῶτον εἰσαγάγω δίκην;
τί τις κακὸν δέδρακε τῶν ἐν τᾠκίᾳ;
ἡ Θρᾷττα προσκαύσασα πρώην τὴν χύτραν—
ΦΙ. ἐπίσχες, οὗτος· ὡς ὀλίγου μ᾽ ἀπώλεσας.
830 ἄνευ δρυφάκτου τὴν δίκην μέλλεις καλεῖν,
ὃ πρῶτον ἡμῖν τῶν ἱερῶν ἐφαίνετο;
ΒΔ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐ πάρεστιν. ΦΙ. ἀλλ᾽ ἐγὼ δραμὼν
αὐτὸς κομιοῦμαι τό γε παραυτίκ᾽ ἔνδοθεν.
ΒΔ. τί ποτε τὸ χρῆμ᾽; ὡς δεινὸν ἡ φιλοχωρία.
***
ΦΙΛ., μέσα του.
Οι χρησμοί ξεδιαλύνουν· είχα ακούσει
800 πως θά ᾽ρθει ένας καιρός που οι Αθηναίοι
θα κάνουν μες στα σπίτια τους τις δίκες
κι ο καθένας κοντά στο πρόθυρό του
ένα μικρό θα χτίσει δικαστήριο,
σαν που είναι της Εκάτης οι αχηβάδες.
Ξανάρχεται ο Βδελυκλέωνας με δούλους που κρατούν
ένα ουροδοχείο, φουφού και χύτρα, έναν ψεύτικο κόκορα
και ένα μικρό είδωλο του ήρωα Λύκου.
ΒΔΕ. Τώρα τί έχεις να πεις; Όσα είχα τάξει
κι ακόμα πιο πολλά σου φέρνω, ορίστε·
νά το δοχείο· θα κρέμεται κοντά σου,
μήπως σού ᾽ρθει να κάμεις το νερό σου.
ΦΙΛ. Η σκέψη σου σοφή, ευεργετική,
810 για γέρο που έχει κιόλας συχνουρία.
ΒΔΕ. Νά και φωτιά· φακή μέσα στη χύτρα·
ρουφάς, σα θέλεις. ΦΙΛ. Έξυπνο και τούτο·
και θέρμη να ᾽χω, το μισθό τον παίρνω·
ρουφάω φακή, χωρίς να το κουνήσω.
Μα και κόκορα βλέπω· τί τον θέλω;
ΒΔΕ. Αν αποκοιμηθείς την ώρα που ένας
θα μιλά, θα λαλεί να σε ξυπνάει.
ΦΙΛ. Όλα σωστά, μα κάτι θέλω ακόμα.
ΒΔΕ. Σαν τί; ΦΙΛ. Του Λύκου του ήρωα την εικόνα.
820 ΒΔΕ. Την έχεις· νά τος ο ίδιος ο ήρωας Λύκος.
ΦΙΛ. Ήρωα κι αφέντη, μούρη που την έχεις!
ΒΔΕ. Δε μοιάζει του Κλεώνυμου; ΦΙΛ. Ναι, αλήθεια·
ήρωας, αλλά κι αυτός δεν έχει ασπίδα.
ΒΔΕ. Αν πάρεις θέση, ορίζω ευθύς μια δίκη.
ΦΙΛ. Όρισε· πήρα θέση· δε με βλέπεις;
ΒΔΕ., μέσα του.
Σαν τί είδους δίκη να του μπάσω πρώτη;
Ποιός να᾽ φταιξε σε κάτι μες στο σπίτι;
Δυνατά.
Η παρακόρη το φαΐ έχει κάψει…
ΦΙΛ. Σταμάτα μια στιγμή· θα με πεθάνεις·
830 χωρίς καγκελωτό θα γίνει δίκη;
Μες στον ιερό το χώρο αυτό ήταν πρώτο.
ΒΔΕ. Και πού να βρούμε; ΦΙΛ. Εγώ θα τρέξω αμέσως
και θα το φέρω μέσ᾽ από το σπίτι.
Μπαίνει μέσα.
ΒΔΕ. Άλλο και τούτο· τί θα πει συνήθεια!