Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ὄρνιθες (267-309)

ΟΡΝΙΣ
τοροτιξ τοροτιξ.
ΠΙ. ὦγάθ᾽, ἀλλ᾽ ‹οὖν› οὑτοσὶ καὶ δή τις ὄρνις ἔρχεται.
ΕΥ. νὴ Δί᾽ ὄρνις δῆτα. τίς ποτ᾽ ἐστίν; οὐ δήπου ταὧς;
270 ΠΙ. οὗτος αὐτὸς νῷν φράσει. τίς ἐστιν ὄρνις οὑτοσί;
ΕΠ. οὗτος οὐ τῶν ἠθάδων τῶνδ᾽ ὧν ὁρᾶθ᾽ ὑμεῖς ἀεί,
ἀλλὰ λιμναῖος. ΕΥ. βαβαῖ, καλός γε καὶ φοινικιοῦς.
ΕΠ. εἰκότως ‹γε›· καὶ γὰρ ὄνομ᾽ αὐτῷ ᾽στὶ φοινικόπτερος.
ΕΥ. οὗτος, ὦ— σέ τοι. ΠΙ. τί βωστρεῖς; ΕΥ. ἕτερος ὄρνις οὑτοσί.
275 ΠΙ. νὴ Δί᾽ ἕτερος δῆτα χοὖτος ἔξεδρον χώραν ἔχων.
τίς ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὁ μουσόμαντις, ἄτοπος ὄρνις, ὀρειβάτης;
ΕΠ. ὄνομα τούτῳ Μῆδός ἐστι. ΕΥ. Μῆδος; ὦναξ Ἡράκλεις.
εἶτα πῶς ἄνευ καμήλου Μῆδος ὢν εἰσέπτετο;
ΠΙ. ἕτερος αὖ λόφον κατειληφώς τις ὄρνις οὑτοσί.
280 ΕΥ. τί τὸ τέρας τουτί ποτ᾽ ἐστίν; οὐ σὺ μόνος ἄρ᾽ ἦσθ᾽ ἔποψ,
ἀλλὰ χοὖτος ἕτερος; ΕΠ. οὑτοσὶ μέν ἐστι Φιλοκλέους
ἐξ ἔποπος, ἐγὼ δὲ τούτου πάππος, ὥσπερ εἰ λέγοις
Ἱππόνικος Καλλίου κἀξ Ἱππονίκου Καλλίας.
ΕΥ. Καλλίας ἄρ᾽ οὗτος οὕρνις ἐστίν. ὡς πτερορρυεῖ.
285 ΕΠ. ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό ‹τε› συκοφαντῶν τίλλεται,
αἵ τε θήλειαι πρὸς ἐκτίλλουσιν αὐτοῦ τὰ πτερά.
ΕΥ. ὦ Πόσειδον, ἕτερος αὖ τις βαπτὸς ὄρνις οὑτοσί.
τίς ὀνομάζεταί ποθ᾽ οὗτος; ΕΠ. οὑτοσὶ κατωφαγᾶς.
ΕΥ. ἔστι γὰρ κατωφαγᾶς τις ἄλλος ἢ Κλεώνυμος;
290 ΠΙ. πῶς ἂν οὖν Κλεώνυμός γ᾽ ὢν οὐκ ἀπέβαλε τὸν λόφον;
ΕΥ. ἀλλὰ μέντοι τίς ποθ᾽ ἡ λόφωσις ἡ τῶν ὀρνέων;
ἦ ᾽πὶ τὸν δίαυλον ἦλθον; ΕΠ. ὥσπερ οἱ Κᾶρες μὲν οὖν
ἐπὶ λόφων οἰκοῦσιν, ὦγάθ᾽, ἀσφαλείας οὕνεκα.
ΠΙ. ὦ Πόσειδον, οὐχ ὁρᾷς ὅσον συνείλεκται κακὸν
295 ὀρνέων; ΕΥ. ὦναξ Ἄπολλον, τοῦ νέφους. ἰοὺ ἰού,
οὐδ᾽ ἰδεῖν ἔτ᾽ ἔσθ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν πετομένων τὴν εἴσοδον.
ΠΙ. οὑτοσὶ πέρδιξ. ΕΥ. ἐκεινοσὶ δὲ νὴ Δί᾽ ἀτταγᾶς.
ΠΙ. οὑτοσὶ δὲ πηνέλοψ. ΕΥ. ἐκεινηὶ δέ γ᾽ ἀλκυών.
τίς γάρ ἐσθ᾽ οὕπισθεν αὐτῆς; ΠΙ. ὅστις ἐστί; κειρύλος.
300 ΕΥ. κειρύλος γάρ ἐστιν ὄρνις; ΠΙ. οὐ γάρ ἐστι Σποργίλος;
ΕΠ. χαὐτηί γε γλαῦξ. ΕΥ. τί φῄς; τίς γλαῦκ᾽ Ἀθήναζ᾽ ἤγαγεν;
ΕΠ. κίττα, τρυγών, κορυδός, ἐλεᾶς, ὑποθυμίς, περιστερά,
νέρτος, ἱέραξ, φάττα, κόκκυξ, ἐρυθρόπους, κεβλήπυρις,
πορφυρίς, κερχνῄς, κολυμβίς, ἀμπελίς, φήνη, δρύοψ.
305 ΠΙ. ἰοὺ ἰού, τῶν ὀρνέων. ΕΥ. ἰοὺ ἰού, τῶν κοψίχων.
ΠΙ. οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες.
ΕΥ. ἆρ᾽ ἀπειλοῦσίν γε νῷν; ΠΙ. οἴμοι, κεχήνασίν γέ τοι
καὶ βλέπουσιν εἰς σὲ κἀμέ. ΕΥ. τοῦτο μὲν κἀμοὶ δοκεῖ.

***
Ακούγεται σούσουρο πίσω από τα δέντρα, και αμέσως έπειτα βγαίνει απ᾽ αυτά με ορμή ένα πουλί με κόκκινα φτερά· το ακολουθεί ο Τσαλαπετεινός.

ΤΟ ΠΟΥΛΙ
Τοροτίξ τοροτίξ.
ΠΙΣ. Κι όμως κοίτα, ένα πουλί ᾽ναι που ζυγώνει κατά δω.
ΕΥΕ. Ναι, πουλί ᾽ναι· τί είδους όμως; δεν είναι παγόνι αυτό.
ΠΙΣ., δείχνοντας τον Τσαλαπετεινό.
270 Θα το μάθουμε από τούτον. Πες μας, τί πουλί είν᾽ αυτό;
ΤΣΑ. Όχι απ᾽ τα συνηθισμένα που εσείς ξέρετε· πουλί
είν᾽ αυτό της λίμνης. ΕΥΕ. Θάμα. Τί όμορφο και κόκκινο.
ΤΣΑ. Ναι, σωστά· κοκκινοπούλι τ᾽ ονομάζουνε γι᾽ αυτό.
ΕΥΕ. Άκου, κοίτα... ΠΙΣ. Τί τσιρίζεις; ΕΥΕ. Κι άλλο εκεί πετούμενο.
ΠΙΣ. Ναι, ναι, ναι· θα ᾽ναι από κάποιον ξένον τόπο αλαργινό.
Το πουλί βγάζει μια μελωδική φωνή κι έπειτα κάθεται σ᾽ ένα βράχο.
Μάντης των Μουσών, βουνίσιο, τί παράξενο πουλί.
ΤΣΑ. Τ᾽ όνομά του μήδος. ΕΥΕ. Μήδος; Τί μας λες; Και τότε, πώς
δεν καβάλησε καμήλα σαν τους Μήδους νά ᾽ρθει εδώ;
ΠΙΣ. Κι άλλο εκεί πουλί· νά, παίρνει το λοφίο και κάθεται.
280 ΕΥΕ. Τί παράξενο! Είναι κι άλλος, βλέπω, τσαλαπετεινός.
ΤΣΑ. Γιος του Φιλοκλή, μα η μάνα, κόρη τσαλαπετεινού·
ναι, δική μου· πάππος του είμαι· είναι το ίδιο σα να λες:
γιος του Ιππόνικου, Καλλίας· του Καλλία, Ιππόνικος.
ΕΥΕ. Όπως βλέπω, μαδημένα κι αυτουνού ᾽ναι τα φτερά.
ΤΣΑ. Τον μαδούν οι καταδότες· είναι, βλέπεις, άρχοντας·
τα φτερά που του απομένουν τα μαδούν τα θηλυκά.
ΕΥΕ. Θεέ μου, κοίταξε κι έν᾽ άλλο· βρε τί χρώμα λαμπερό!
Τσαλαπετεινέ μας, πες μας πώς το λεν. ΤΣΑ. Κατωφαγά.
ΕΥΕ. Μα ο Κλεώνυμος ο μόνος δεν είναι κατωφαγάς;
290 ΠΙΣ. Πώς, Κλεώνυμος αν είναι, δεν του πέφτει το λειρί;
ΕΥΕ. Πες μας όμως· τα λοφία τί τα θέλουν τα πουλιά;
Ένοπλο θα τρέξουν δρόμο; ΤΣΑ. Όχι· όπως οι κάτοικοι
της Καρίας, κι αυτά τους λόφους προτιμούν για σιγουριά.
ΠΙΣ. Τί κακό, τί πουλομάνι, θεέ μου, που μαζεύτηκε!
ΕΥΕ. Σύννεφο είναι, Απόλλωνά μου· ποποπό, γιά δες κακό·
τόσα τα πετούμενα είναι, που δε φαίνεται η μπασιά.
ΠΙΣ. Κοίτα, τούτο πέρδικα είναι. ΕΥΕ. Και λιβαδοπέρδικα
τ᾽ άλλο. ΠΙΣ. Τούτο είν᾽ άγρια πάπια. ΕΥΕ. Κι αλκυόνα εκείνο εκεί.
Τ᾽ άλλο που είναι πίσωθέ της; ΠΙΣ. Περγιαλίτης. ΕΥΕ. Τί μου λες;
300 Μα πουλί ᾽ναι ο περγιαλίτης; ΠΙΣ. Βέβαια, και μας περγελά.
ΤΣΑ. Τούτο, κουκουβάγια. ΕΥΕ. Γλαύκα δηλαδή· παράξενο·
άκουσες ποτέ να φέρνουν γλαύκες στην Αθήνα εδώ;
ΤΣΑ. Η τρυγόνα, το λυκόρνιο, σιταρήθρα, κεφαλάς,
σουσουράδα, καλογιάννος, τσίχλα, τσιχλογέρακας,
κυριαρίνα, κιρκινέζι, βουτηχτάρα, αμπελουργός,
κίσσα, μπούφος, φάσσα, κούκος, περιστέρα, γερανός.
ΠΙΣ. Ποποπό, τι πουλομάνι! ΕΥΕ. Τί πετούμενα, ποπό!
ΠΙΣ. Πώς πιπίζουνε και κράζουν και στιγμή δε σταματούν!
ΕΥΕ. Λες να θέλουν το κακό μας; ΠΙΣ. Μα... τα ράμφη ανοίγουνε
κι άγρια βλέμματα μας ρίχνουν. ΕΥΕ. Έτσι λέω κι εγώ· ποπό!

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΑΤΑΛΑΝΤΗ

ΑΤΑΛΑΝΤΗ
(ζώο, λιοντάρι)
 
Η Αταλάντη, που μαζί με τον σύζυγό της Μελανίωνα καταλήγουν μεταμορφωμένοι σε λιοντάρια, πληρώνοντας την ιερόσυλη λόγω πάθους επιλογή να ικανοποιήσουν τον έρωτά τους μέσα σε ένα ιερό, συνδέεται με τον αρκαδικό κύκλο αλλά και με βοιωτικούς μύθους. Επομένως, το γενεαλογικό της δέντρο εμφανίζεται μπερδεμένο ανάλογα από ποια οπτική γωνία αφηγείται κανείς τον μύθο της.
Πατέρας της θεωρούνταν ο Ίασος (ή Ιάσιος) και παππούς της ο Λυκούργος που καταγόταν από τον Αρκάδα, τον επώνυμο ήρωα της περιοχής· ή ο Μαίναλος, ο επώνυμος ήρωας του βουνού της Αρκαδίας· ή ο Σχοινέας, γιος του Αθάμαντα και της Θεμιστώς, επώνυμος ήρωας της βοιωτικής πόλης Σχοίνος στις όχθες του Ασωπού ποταμού, ανάμεσα στην Θήβα και την Ανθηδόνα, μία από τις βοιωτικές πόλεις που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο (Ιλ. Β 497).
 
Ο πατέρας της, επειδή επιθυμούσε μόνο αγόρια, την εξέθεσε, δηλαδή την εγκατέλειψε στο βουνό Παρθένιο. Όμως μια αρκούδα πήγαινε συχνά και τη θήλαζε, μέχρις ότου τη βρήκαν κυνηγοί που την περιμάζεψαν και την ανέθρεψαν. Όταν μεγάλωσε η Αταλάντη, δεν θέλησε να παντρευτεί, διαφύλαξε την παρθενία της και περνούσε τον καιρό της κυνηγώντας στις ερημιές, πάντα οπλισμένη, όπως η προστάτριά της Άρτεμη. Όταν οι Κένταυροι Ροίκος και Υλαίος επιχείρησαν να τη βιάσουν, τους χτύπησε με τα βέλη της και τους σκότωσε. Πήρε μέρος στους αγώνες που οργανώθηκαν προς τιμή του Πελία, πάλεψε με τον Πηλέα και νίκησε στο τρέξιμο ή και στην πάλη. Ακόμη, πήρε μέρος με τα πιο άριστα παλικάρια στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, ο αριθμός των οποίων ποικίλει από δεκαπέντε μέχρι τριάντα πέντε*.
 
Όταν συγκεντρώθηκαν, ο Οινέας τους φιλοξένησε για εννιά μέρες· τη δέκατη, επειδή ο Κηφέας και ο Αγκαίος και κάποιοι άλλοι δεν καταδέχονταν να βγουν στο κυνήγι με μια γυναίκα, ο Μελέαγρος, αν και παντρεμένος με την Κλεοπάτρα, κόρη του Ίδα και της Μάρπησσας, επειδή ήθελε να αποκτήσει παιδιά και με την Αταλάντη, τους ανάγκασε να βγουν μαζί της στο κυνήγι. Περικύκλωσαν τον κάπρο, αλλά ο Υλαίος και ο Αγκαίος σκοτώθηκαν από το θηρίο, ενώ τον Ευρυτίωνα τον χτύπησε θανάσιμα με το ακόντιο ο Πηλέας άθελά του. Πρώτη η Αταλάντη τραυμάτισε με τα βέλη της το ζώο στη ράχη, δεύτερος ο Αμφιάραος στο μάτι· όμως ο Μελέαγρος το χτύπησε στους λαγόνες** και το σκότωσε, πήρε το τομάρι του ζώου και το έδωσε στην Αταλάντη. Αλλά οι γιοι του Θέστιου, επειδή δεν ανέχονταν να πάρει το βραβείο της ανδρείας μια γυναίκα, ενώ ήταν παρόντες άνδρες, της άρπαξαν το τομάρι, λέγοντας ότι σύμφωνα με τη συγγενική τάξη τούς ανήκει, αφού ο Μελέαγρος δεν επιθυμούσε να το πάρει. Οργισμένος ο Μελέαγρος, σκότωσε τα παιδιά του Θέστιου και έδωσε το τομάρι στην Αταλάντη. Η Αλθαία, γεμάτη θλίψη για τον θάνατο των αδελφών της, άναψε πάλι τον δαυλό που είχε σβήσει όταν γεννήθηκε ο γιος της -οι Μοίρες είχαν ορίσει ότι θα πέθαινε αν καιγόταν ολόκληρος-, και ο Μελέαγρος ξαφνικά πέθανε.
 
Όταν αργότερα η Αταλάντη βρήκε τους γονείς της, επειδή ο πατέρας της προσπαθούσε να την πείσει να παντρευτεί, πήγε σε τόπο μήκους ενός σταδίου, έμπηξε στη μέση έναν πάσαλο με ύψος τρεις πήχεις· από εκείνο το σημείο όρισε να ξεκινούν οι επίδοξοι μνηστήρες και αυτή έτρεχε οπλισμένη από πίσω, τους έδινε δηλαδή έναν αέρα νίκης· αν έφτανε κάποιον, θα τον σκότωνε, αν δεν τον έπιανε, θα τον παντρευόταν. Και αυτό είτε γιατί ήθελε να μείνει πιστή στην Άρτεμη είτε γιατί ένας χρησμός της είχε φανερώσει πως αν παντρευόταν θα μεταμορφωνόταν σε ζώο.
 
Και ενώ ήδη πολλοί είχαν χαθεί από το ακόντιο της Αταλάντης, ο Ιππομένης, γιος του Μεγαρέα, ή ο Μελανίων, γιος του αδελφού του πατέρα της Αμφιδάμαντα, επομένως πρωτοξάδελφος της Αταλάντης, που την ερωτεύτηκε, ήρθε για να πάρει μέρος στον αγώνα δρόμου, φέρνοντας μαζί του χρυσά μήλα που τα είχε από την Αφροδίτη, είτε από ένα ιερό της θεάς στην Κύπρο είτε από τον κήπο των Εσπερίδων, και καθώς έτρεχε μπροστά, τα έριχνε κάτω. Και εκείνη έσκυβε να τα μαζέψει, είτε από περιέργεια είτε από έρωτα για τον νέο, και τελικά νικήθηκε. Έτσι την παντρεύτηκε ο Ιππομένης ή Μελανίωνας. Και λέγεται ότι κάποτε, ενώ κυνηγούσαν μαζί, μπήκαν στο τέμενος του Δία (ή της Κυβέλης) και την ώρα του έρωτά τους, μεταμορφώθηκαν σε λιοντάρια από τον οργισμένο Δία, καθώς πιστευόταν ότι τα λιοντάρια δεν ενώνονται μεταξύ τους αλλά με λεοπαρδάλεις.
 
Στην περιοχή της Επιδαύρου μια πηγή ονομαζόταν της Αταλάντης, γιατί εκεί η Αταλάντη, διψασμένη μετά από ένα κυνήγι, χτύπησε τον βράχο και ανέβλυσε η πηγή. Από τον άνδρα της, ή από τον Άρη, ή από τον Μελέαγρο, απέκτησε ένα γιο, τον Παρθενοπαίο, που πήρε μέρος στην πρώτη εκστρατεία των Θηβών.
 
Η Αταλάντη, σε ένα επίπεδο μυθικό, είναι το πρότυπο της κοπέλας που διακατέχεται από δυνάμεις περισσότερο αρσενικές, είναι επομένως «αντιπρότυπο» κοινωνικό και μόνο ως εξαίρεση μπορεί να θαυμάζεται.
--------------------------
*Αρχικά οι κυνηγοί ήταν λίγοι. Η επεξεργασία όμως των ποιητών τους πολλαπλασίασε. Ο Παυσανίας μαρτυρεί ότι στο ανατολικό αέτωμα του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα απεικονίζονταν δεκαπέντε ήρωες του κυνηγιού: Αταλάντη, Μελέαγρος, Θησέας, Τελαμώνας, Πηλέας, Πολυδεύκης, Ιόλαος, οι δύο αδελφοί της Αλθαίας Αγκαίος και Έποχος, Κάστορας, Αμφιάραος, Ιππόθοος, Πειρίθους. Πάντως, οι μεγαλύτερες ομάδες κυνηγών προέρχονται από Θεσσαλία και Πελοπόννησο, αρκετοί ήταν γιοι των θεών της επίσημης λατρείας (του Δία, του Ποσειδώνα, του Άρη, του Ερμή), άλλοι, οι περισσότεροι, σχετίζονταν με την Αργοναυτική εκστρατεία, κάποιοι και με τα «Άθλα επί Πελία», άλλοι είναι πατεράδες ηρώων του Τρωικού πολέμου (ο Πηλέας του Αχιλλέα, ο Τελαμώνας του Αίαντα και του Τεύκρου…).
Το κυνήγι ήταν δραστηριότητα που απαιτούσε πολύπλοκες τεχνικές και τον συντονισμό μεγάλου αριθμού ατόμων, στη διάρκεια της οποίας κυριαρχεί ο φόβος ότι το όπλο θα μπορούσε να στραφεί σε κάποιον άλλον συγκυνηγό, εσκεμμένα ή ακούσια, όπως και έγινε στη διάρκεια και αυτού του κυνηγιού.
 
**Κενεών (στο αρχαίο κείμενο του Απολλοδώρου) είναι «το μεταξύ των πλευρών και του ισχίου κοίλωμα, το μέρος το κενόν οστών».

Η ψυχολογία του «άχρηστου»

Κάποτε ο Λάο Τσε ρώτησε τους υλοτόμους γιατί δεν κόβουν και τα στραβά δέντρα. ‘’Επειδή είναι άχρηστα’’ του απάντησαν και τότε ο σοφός δάσκαλος τους είπε ‘’έτσι να είστε και εσείς… πάντα άχρηστοι για να μη σας πειράζει κανείς/

Φαντάζει κάπως περίεργη και αντισυμβατική η προτροπή του Κινέζου φιλοσόφου (4ος π.Χ.) στο βαθμό που ο άνθρωπος αγωνιά και αγωνίζεται για τη θετική εικόνα του. Προκαλεί ερωτήματα η άποψή του όταν γνωρίζουμε πως η ευτυχία και η επιτυχία του ατόμου είναι συνάρτηση της κοινωνικής αποδοχής και επιβεβαίωσης. Γιατί εκείνο που ενδόμυχα ταλανίζει τον άνθρωπο είναι ο φόβος της κοινωνικής απόρριψης.

Αν εξαιρέσουμε κάποια ομάδα ανθρώπων ψυχολογικά ευπαθών και με αρνητικό δείκτη αυτοεκτίμησης(αυτοϋποτίμηση), όλοι μας πασχίζουμε να φανούμε στους άλλους δημιουργικοί, χαρισματικοί, με ιδιαίτερες ικανότητες, με κοινωνική προσφορά και γενικότερα να μας θεωρούν «χρήσιμους».

Η υπόνοια και μόνο ότι οι συνάνθρωποι μας θα έχουν αρνητική εικόνα για εμάς μάς συγκλονίζει και μάς καθιστά δυστυχισμένους. Η απόρριψη, η απαξίωση και η υποτίμηση των άλλων είναι ο εφιάλτης μας. Η απόλυτη δυστυχία μας είναι όταν συνειδητοποιήσουμε πως ο περίγυρος μας στην αξιακή κλίμακα μάς έχει εντάξει στους «άχρηστους». Τότε μελαγχολούμε, κλεινόμαστε στον εαυτό μας και γινόμαστε μισάνθρωποι και αντικοινωνικοί.

Τα κίνητρα

Όλα τα παραπάνω μπορούν ως ένα βαθμό να ερμηνευτούν με όρους ψυχολογίας και ψυχιατρικής. Αλλά να πασχίζουν κάποιοι (σύμφωνα με την προτροπή του Λάο Τσε) να είναι ή να φαίνονται στους άλλους «άχρηστοι», συνιστά στοιχείο βαθύτερης διερεύνησης.

Η ψυχολογία του άχρηστου είναι τελικά η μετριοφροσύνη, η συστολή, ο αυτοσεβασμός, οι φοβίες (αγοραφοβία), ένα ακαθόριστο αίσθημα αυτοενοχοποίησης και αυτοαπόρρριψης ή ένα υπερμεγέθες σύνδρομο κατωτερότητας; Είναι ο φόβος κάποιων να εκτεθούν στο βλέμμα των άλλων και να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής; Ίσως κάποιοι να επέλεξαν την ψυχολογία του άχρηστου ερμηνεύοντας λανθασμένα τη θέση του Επίκουρου «λάθε βιώσας».

Μπορεί ένα αρνητικό συναίσθημα, όπως αυτό του άχρηστου, να τροφοδοτεί με δημιουργικό τρόπο μια άλλη θετική διεργασία για την πραγμάτωση της ευτυχίας μας και του βαθύτερου στόχου – νοήματος της ζωής μας; Πόσο, όμως, αυτό συμβάλλει στην επιβίωση που από τη φύση της προϋποθέτει και συνεπάγεται τη συμβίωση; Και συμβίωση σημαίνει διακονία κάποιων αρχών και κανόνων της κοινωνικής πραγματικότητας – αναγκαιότητας αλλά και δύναμη – θέληση να κατακτήσουμε τη θετική γνώμη των άλλων για τον εαυτό μας. Γιατί υπάρχουμε «ένεκεν των άλλων».

Παρατηρώντας με κριτική ματιά τον περιβάλλοντα χώρο σίγουρα θα εντοπίσουμε πολλά «άχρηστα» πράγματα: Δέντρα, έντομα, καιρικά φαινόμενα, βράχους, κύματα και πολλά άλλα. Είναι αλήθεια, όμως, άχρηστα ή εμείς τα βλέπουμε έτσι; Η πραγματικότητα δεν υφίσταται αφεαυτής αλλά σύμφωνα με την εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν.

Η ψυχολογία του «άχρηστου» και η προτροπή του Λάο Τσε μπορούν να ερμηνευτούν και μέσα από την Τελεολογική αντίληψη των πραγμάτων του Αριστοτέλη (Όλα διακονούν έναν τελικό στόχο – τέλος).

Μια ιστορία

Η παρακάτω ιστορία είναι άκρως διαφωτιστική για τη θέση μας απέναντι σε ό,τι εμείς θεωρούμε «άχρηστο».

«Ένας πλανόδιος ξυλουργός, που τον έλεγαν Πέτρο, είδε στα ταξίδια του, μια παλιά βελανιδιά γίγαντα, κοντά σε ένα ακατέργαστο βωμό. Ο ξυλουργός είπε στον παραγιό του που θαύμαζε τη βελανιδιά:

- «Να ένα άχρηστο δέντρο. Αν το ‘καναν καράβι, θα σάπιζε αμέσως. Αν το ‘καναν εργαλεία θα ‘σπαγαν. Τίποτε χρήσιμο δε μπορείς να φτιάξεις μ’ αυτό το δέντρο. Να γιατί μπόρεσε να γεράσει τόσο!».

Στο χάνι όμως, την ίδια νύχτα, ο ξυλουργός είδε τη βελανιδιά στο όνειρό του και το δέντρο του είπε:

-«Γιατί με συγκρίνεις με τα καλλιεργημένα σας δέντρα, όπως τ’ ασπράγκαθο, την αχλαδιά, την πορτοκαλιά, τη μηλιά κι’ όλα τ’ άλλα καρποφόρα δέντρα; Πριν ακόμα ωριμάσουν οι καρποί τους, οι άνθρωποι τ’ αφανίζουν, σπάνε τα κλαριά τους και τα κλωνιά τους. οι καρποί που δίνουν τα βλάπτουν, και δε χαίρονται τη ζωή μέχρι το φυσικό τους τέλος. Έτσι γίνεται παντού και γι’ αυτό προσπάθησα πριν από πολύ καιρό να γίνω ολότελα άχρηστο. Δύστυχε θνητέ! Πιστεύεις πως αν ήμουν χρήσιμο, θα μ’ άφηναν να κάνω τέτοιο μπόι; Ωστόσο συ και γω, είμαστε κι οι δυο δημιουργήματα, και με ποιο δικαίωμα ένα δημιούργημα δικάζει ένα άλλο; Ώ άχρηστε θνητέ, τι ξέρεις εσύ για το ανωφέλευτο των δέντρων».

Ο ξυλουργός ξύπνησε, συλλογίστηκε αυτό το όνειρο, κι αργότερα, όταν ο παραγιός του τον ρώτησε γιατί υπήρχε μονάχα αυτό το δέντρο για να προστατεύει το βωμό απάντησε: «Σώπα, ας μη μιλάμε πια γι’ αυτό. Αυτό το δέντρο φύτρωσε εκεί επίτηδες, γιατί παντού αλλού, οι άνθρωποι θα το είχαν βλάψει. Αν δεν ήταν το δέντρο του βωμού, θα το είχαν ίσως κόψει».

Είναι φανερό ότι ο ξυλουργός είχε καταλάβει ότι εκπληρώνοντας απλώς τον προορισμό σου, αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ανθρώπου, κι ότι ο ωφελιμισμός πρέπει να υποχωρεί στις απαιτήσεις της ασυνείδητης ψυχής. Αν εκφράσουμε αυτή τη μεταφορική έννοια με ψυχολογικούς όρους, το δέντρο συμβολίζει την πορεία προς την εξατομίκευση και δίνει ένα μάθημα στο κοντόθωρο Εγώ μας».

Η ευδαιμονία στην αρχαία Ελλάδα

Κοινός παρονομαστής όλων των ελληνιστικών σχο­λών είναι η αναγνώριση της επίγειας προσωπικής ευδαιμονίας ως υπέρτατου αγαθού, ή τέλους (τέλος = ο σκοπός για τον όποιο κάθε τι άλλο αποτελεί μέσον). Όλη η μεταπλατωνική ηθική φιλοσοφία των Ελλήνων είναι ευδαιμονιστική. Αν κάποιος είναι ευδαίμων, αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στον δικό του έλλογο νου, και όχι σε εξω­τερικές περιστάσεις. (Οι Στωικοί φρονούν ότι οφείλεται ΜΟΝΟ στον έλλογο νου). Γι’ αυτό και λέγεται ευδαίμων: το θεϊκό στοιχείο (ο δαί­μων) εντός του, δηλαδή ο νους (ή, κατά τους Στωικούς, το ηγεμονι­κόν), είναι «καλό».
 
Η νεοελληνική σημασία των λέξεων ευδαιμονία και ευδαιμονισμός (ταυτισμένη με την υλική «καλοζωΐα» όπως την εννοούμε σήμερα) είναι αποπροσανατολιστική. Ευδαιμονία σημαίνει το να είναι κανείς πλήρως ικανοποιημένος από τη ζωή, χάρη στις δικές του αρετές. Οι Στωικοί ορίζουν την ευδαιμονία, αντικειμενικά, με δύο λέξεις: εύροια [=αρμονική ροή] βίου. Ενώ η ευτυχία (όπως την εννοούμε σήμερα) έχει εφήμερο ή φευγαλέο χαρακτήρα, καθώς εξαρτάται από εξωτερι­κές περιστάσεις και έχει να κάνει με ικανοποίηση επιθυμιών και με έντονα θετικά συναισθήματα, η ευδαιμονία έχει χαρακτήρα διάρκειας, θεμελιωμένη καθώς είναι στην προσωπικότητα και στις αρετές του ατόμου. (Η ίδια η λέξη, όπως είδαμε, παραπέμπει στην προσωπικό­τητα του ατόμου).

Οι διαφωνίες και αντιπαραθέσεις μεταξύ των σχολών, στον χώρο της ηθικής φιλοσοφίας, αφορούν τόσο στο περιεχόμενο της ευδαιμο­νίας (αν λ.χ. αυτή ταυτίζεται με την αρετή ή με την επικούρεια στα­τική ηδονή ή με την αταραξία που επιφέρει η εποχή -η μη τοποθέτη­ση, η αναστολή της κρίσης- των Σκεπτικών) όσο στα ποιητικά της ευδαιμονίας, δηλαδή σ’ αυτά που οδηγούν στην ευδαιμονία.

Και πάλι, επικούρειοι, στωικοί και αριστοτελικοί -από διαφορετική σκοπιά αναγνωρίζουν ως πρωταρχικό τον ρόλο των 4 θεμελιωδών αρετών (φρόνηση, ανδρεία, εγκράτεια, δικαιοσύνη), στην κατάκτηση της ευ­δαιμονίας. (Αντίθετα οι χριστιανοί, ξένοι προς την λογική της ελλη­νικής ευδαιμονίας, θεωρώντας ως υπέρτατο σκοπό την επιβράβευση από τον θεό τους, αντικατέστησαν τις 4 θεμελιώδεις αρετές με ένα δικό τους τρίπτυχο αρετών -πίστις, ελπίς, αγάπη- εκ των οποίων οι δύο πρώτες είναι ολωσδιόλου ασύμβατες με τις ελληνικές αρετές).
 
Λουκιανός, Περί των σχολών της φιλοσοφίας ή Ερμότιμος

Με τα φαντάσματα δεν ζεις

Ξυπνάς το πρωί και βλέπεις το είδωλό σου να στέκεται στον θολωμένο καθρέπτη του μπάνιου, ανακατεμένες σκιές, δαχτυλικά αποτυπώματα και σημάδια πολυκαιρισμένα σαν αποξηραμένοι λεκέδες πάνω στο γυαλί. Ένα τετράγωνο κομμάτι πενήντα επί πενήντα εκατοστά φτιαγμένο από άμμο και φωτιά αντικατοπτρίζει το πρόσωπο που το κοιτά αλλά δεν βλέπει, μόνο το κοιτά.

Μια έμφυτη κίνηση του χεριού σου με τη χούφτα γεμάτη δροσερές σταγόνες καθαρού νερού γλιστρά πάνω του και καθαρίζει την επιφάνεια που περνά και ακουμπά, όμως το ύδωρ του εξαγνισμού και της βάφτισης γράφει πάνω στο γυαλί τα απόκρυφα που κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει λίγο πιο μελωδικά. Μελωδικά και νοσταλγικά.
  
Γράφει ένα παλιό τραγούδι πάνω στο πεντάγραμμο που έχει αρχίσει να κιτρινίζει και να ξεθωριάζει σαν να παίζει στο πικάπ ένα 45άρι δισκάκι που έχει αρχίσει να χάνει στροφές από τη φθορά.

Μια θεϊκή γραφή εκείνη την στιγμή με πύρινη πένα χαράσσει μια γραμμή που αλλάζει ένταση και ταχύτητα και σε κρατάει στη ζωή με συνεχόμενο ρυθμό που είναι αδύνατον να παύσει ή να ξεκουραστεί έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Γιατί ο κόσμος θα χλομιάσει και θα κρυώσει σαν κρύσταλλος του χειμώνα.

Σταλάζει η υγρασία από τα μαλλιά σου πάνω στο μέτωπο και θαρρείς πως είναι εκκωφαντικός ο ήχος του νερού καθώς ακουμπά το δέρμα σου, θαρρείς πως όπως κυλλά πάνω στη μύτη σου μετασχηματίζεται σε χείμαρρο που συμπαρασύρει και αδειάζει το μυαλό σου. Ξεπλένει τις αμαρτίες σου, συγχωρεί τα πάθη σου, διώχνει τις Ερινύες που κραυγάζουν μέσα σου και σε κρατούν προσκολλημένο σε ένα παρελθόν που δεν σου ταιριάζει πια.

Αφήνεις σαν υπνωτισμένος αυτόν τον όγκο νερού να σε λυτρώσει και να σε απαλλάξει από φαντάσματα του παρελθόντος, να διαγράψει τα εμπόδια που έχεις τοποθετήσει ο ίδιος στο δρόμο σου και να ηρεμήσει τη θάλασσα μέσα σου. Να καταλήξει μια σταγόνα που θα αποκολληθεί ήρεμα και ευλογημένα από τη μύτη σου για το ταξίδι που έχει προοριστεί να γίνει, ώσπου να καταλήξει στον ωκεανό.

Στον ωκεανό των συναισθημάτων, στον ωκεανό της μνήμης και της λήθης. Σε ένα μυστήριο και ανεξερεύνητο μέρος που οι άνθρωποι δεν θα μάθουν ποτέ γιατί είναι μικροί πολύ για κάτι τέτοιο. Είναι λίγοι για να θυμούνται τα αισθήματα της ψυχής τους που λαχτάρησαν να τα νιώσουν.

Ανοίγεις τα μάτια σου και βλέπεις το πρόσωπο σου, αναγνωρίζεις τη σπίθα στο γαλάζιο τους που έχει επιστρέψει. Παρατηρείς τις ρυτίδες που σχημάτισε η εμπειρία αυτή και τις χαίρεσαι τις χρειάζεσαι όπως η νύφη τα προικιά της. Είναι αυτές που σε έκαναν αυτό που είσαι, ανεπαίσθητες ουλές μιας μάχης πάντα κερδισμένης. Είναι τα εφόδια σου για να ακολουθήσεις όποιον δρόμο διαλέξεις για να μπορείς να περπατήσεις σε ήπια αλλά και σε κακοτράχαλα εδάφη.

Κλείνεις τη βρύση και καλωσορίζεις τη μέρα που ξημερώνει. Με τα φαντάσματα δεν ζεις. Με τα φαντάσματα δεν ζει κανείς!

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Οὐδείς εὐεργέτη βοῦν ἔθυσεν ἀλλ’ ἢ Πυρρίας

Τίς ὁ βοῦν εὐεργέτη θύσας;” πλοῖον ὥρμει περί τήν Ἰθακησίαν λῃστρικόν, ἐν ὧ πρεσβύτης ἐτύγχανε μετά κεραμίων ἐχόντων πίτταν, τούτῳ οὖν κατά τύχην προσέσχε πορθμεύς Ἰθακήσιος ὀνόματι Πυρρίας, καί τόν πρεσβύτην ἐρρύσατο μηθέν δεόμενος, ἀλλά πεισθείς ὑπ’ αὐτοῦ και οἰκτείρας· προσέλαβε δέ καί τῶν κεραμίων τοῦ πρεσβύτου κελεύσαντος, ἀπαλλαγέντων δέ τῶν ληστῶν καί γενομένης ἀδείας, ὁ πρεσβύτης τοῖς κεραμίοις τόν Πυρρίαν προσαγαγών χρυσίον ἐδείκνυεν ἐν αὐτοῖς πολύ καί ἀργύριον τῆ πίττη καταμεμιγμένον, ἐξαίφνης οὖν ὁ Πυρρίας πλούσιος γενόμενος τά τ’ ἄλλ’ εὖ περιεῖπε τόν γέροντα καί βοῦν ἔθυσεν αὐτῶ ὃ καί παροιμιαζόμενοι λέγουσιν “οὐδείς εὐεργέτη βοῦν ἔθυσεν ἀλλ’ ἢ Πυρρίας”.

“Ποιος ήταν αυτός που θυσίασε βόδι για τον ευεργέτη του;” Έξω από την Ιθάκη ήταν αγκυροβολημένο πειρατικό πλοίο, μέσα στο οποίο βρισκόταν ένας γέροντας που είχε πήλινα δοχεία γεμάτα πίσσα. Κάποιος πορθμέας της Ιθάκης, ο Πυρρίας, πλησίασε κατά τύχη το πλοίο κι έσωσε τον γέροντα χωρίς να ζητήσει ανταμοιβή, απλώς επειδή πείστηκε από τον άνθρωπο και τον λυπήθηκε. Πήρε όμως μερικά από τα δοχεία, επειδή τον προέτρεψε εκείνος. Όταν οι πειρατές έφυγαν, και οι άλλοι δεν είχαν πια τίποτα να φοβηθούν, ο γέροντας οδήγησε τον Πυρρία στα δοχεία και του έδειξε πολύ χρυσάφι και ασήμι αναμειγμένο με την πίσσα.

Ο Πυρρίας, λοιπόν, που έγινε ξαφνικά πλούσιος, έκανε διάφορα καλά στον άνθρωπο και μεταξύ αυτών θυσίασε βόδι για κείνον.

Γι’ αυτό λένε την παροιμιακή φράση: “Κανένας εκτός από τον Πυρρία δεν θυσίασε βόδι για τον ευεργέτη του”

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

K. A. Appiah: Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί κοσμοπολίτες

Ο θρυμματισμένος καθρέφτης του ποιήματος Κασίντα του Μπέρτον—που κάθε θραύσμα του αντανακλά από τη δική του οπτική γωνία ένα κομμάτι μιας πολύπλοκης αλήθειας— μοιάζει να εκφράζει ακριβώς το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο δημιουργός του μετά τη μακρόχρονη έκθεσή του στις φιλοσοφίες και τα έθιμα πολλών ανθρώπων και τόπων: θα βρείτε κομμάτια αλήθειας (μαζί με πολλά λάθη) παντού και δεν θα βρείτε πουθενά ολόκληρη την αλήθεια. Το μεγαλύτερο λάθος, θεωρούσε ο Μπέρτον, είναι να πιστεύουμε ότι το δικό μας θραύσμα του καθρέφτη μπορεί να αντικατοπτρίζει το όλον.

Πίσω από τον καθρέφτη

 Η ζωή θα ήταν ευκολότερη αν μπορούσαμε να περιοριστούμε σε αυτή τη σκέψη. Μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχουν σωστές αντιλήψεις παντού και κάποιο λάθος chez nous. Όμως αυτό δεν μας βοηθά όταν προσπαθούμε να αποφασίσουμε πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια αυτή τη φορά.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να είσαι πιστός στη σύζυγό σου, αλλά εγώ δεν είμαι υποχρεωμένος να είμαι πιστός στη σύζυγό σου. (Στην πραγματικότητα, καλύτερα να μην είμαι!) Στο ίδιο πνεύμα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα και οι καθολικοί στη θεία λειτουργία». Όμως, αν δεν είσαι μουσουλμάνος, δεν πιστεύεις πραγματικά ότι οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα• και αν είσαι μουσουλμάνος, δεν πιστεύεις ότι οποιοσδήποτε, ακόμα και αν είναι καθολικός, έχει καθήκον να πηγαίνει στη θεία λειτουργία. Από την άλλη, εκτός και αν είσαι υπέρ των ελεύθερων σχέσεων ή σπάνιο κατάλοιπο εκείνων των πειραματισμών με τον ελεύθερο έρωτα που είχαν ανθίσει τη δεκαετία του 1960, πιθανόν πιστεύεις ότι οι παντρεμένοι οφείλουν να είναι πιστοί.

Προφανώς οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα και οι καθολικοί ότι πρέπει να πηγαίνουν στη θεία λειτουργία. Όμως, αν δεν ασπάζεσαι τις πεποιθήσεις που δίνουν νόημα σε αυτές τις πράξεις, πιθανόν πιστεύεις ότι οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο κάνουν λάθος. Ο Μωάμεθ είτε ήταν ο Προφήτης είτε δεν ήταν. Το Κοράνιο είτε είναι η τελική Αγία Γραφή είτε δεν είναι. Αν ο Μωάμεθ δεν ήταν προφήτης και το Κοράνιο δεν είναι η τελική Αγία Γραφή, τότε οι μουσουλμάνοι κάνουν λάθος. (Το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, για τη θεία λειτουργία.) Φυσικά, δεν θεωρείτε πιθανόν ότι γίνεται μεγάλη ζημιά αν οι άνθρωποι πηγαίνουν στη Μέκκα. Αυτοί πιστεύουν ότι είναι σωστό. Εμείς όχι. Δεν πιστεύουμε όμως ότι είναι και λάθος. Πράγματι, εφόσον πιστεύουμε ότι η ακεραιότητα έχει σημασία, ότι το να ζει κάποιος σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του είναι σημαντικό και, εφόσον σε αυτή την περίπτωση οι μουσουλμάνοι δεν προκαλούν κάποια βλάβη κάνοντας ό,τι τους υπαγορεύει η συνείδησή τους, ίσως θα ήταν καλό αν έκαναν προσπάθεια να πάνε στη Μέκκα.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι όταν λέμε πως οι μουσουλμάνοι πρέπει να πηγαίνουν στη Μέκκα για αυτόν το λόγο δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με τους μουσουλμάνους. Είναι ο δικός μας λόγος για τον οποίο λέμε να κάνουν κάτι το οποίο οι ίδιοι κάνουν για διαφορετικό λόγο. Ένας τρόπος να αντιληφθούμε γιατί αυτό έχει σημασία είναι να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας ότι κανένας μουσουλμάνος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του δεν θα θεωρούσε ότι κατανοούμε τον λόγο για τον οποίο οι μουσουλμάνοι πηγαίνουν στη Μέκκα αν λέγαμε: «Φυσικά έχετε λόγο να πάτε: συγκεκριμένα, πιστεύετε πως πρέπει να πάτε, και οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθούν τη συνείδησή τους, εκτός αν αυτό προκαλεί κάποιο κακό». Επειδή οι μουσουλμάνοι δεν σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο. Σκέφτονται ότι πρέπει να πάνε επειδή αυτή είναι η εντολή του Θεού μέσω του ιερού Κορανίου.

Εντούτοις, θεωρούμε ότι δεν χρειάζεται να λύσουμε αυτή τη διαφωνία για να έχουμε φιλικές σχέσεις μαζί τους. Μπορώ να είμαι (πράγματι είμαι!) πολύ φιλικός με καθολικούς και μουσουλμάνους, παρότι δεν συμφωνώ πάντα μαζί τους για Θεολογικά ζητήματα. Δεν έχω περισσότερους λόγους να δυσανασχετώ με εκείνους που πηγαίνουν στη Μέκκα για προσκύνημα από τους λόγους που έχω να ενοχλούμαι με τις επιλογές εκείνων που πηγαίνουν στη Σκωτία για γκολφ ή στο Μιλάνο για όπερα. Δεν είναι κάτι πού θα έκανα, αλλά αυτοί ας κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί.

Κι όμως, αυτή τη στάση του ζήσε όπως επιθυμείς και άσε τος άλλους να ζήσουν όπως αυτοί επιθυμούν δεν την ασπάζονται οι πάντες.

Οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου είναι απίθανο να θεωρούν ότι η σωστή αντίδραση στη μοιχεία είναι να παραπεμφθούν οι μοιχοί σε θρησκευτικό δικαστήριο και, αν καταδικαστούν, το πλήθος να τους λιθοβολήσει μέχρι θανάτου. Εσείς και εγώ αναμφίβολα φρίττουμε στη σκέψη ότι κάποιος λιθοβολείται μέχρι θανάτου με αυτόν τον τρόπο. Σήμερα, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι στον κόσμο πιστεύουν το αντίθετο. Τέτοιου είδους διαφωνίες είναι πολύ συνηθισμένες, ακόμα και στο εσωτερικό της κοινωνίας. Αν σκέφτεστε να κάνετε έκτρωση, την οποία εσείς θεωρείτε απολύτως επιτρεπτή από ηθική άποψη, και εγώ πιστεύω ότι θα σκοτώσετε ένα αθώο ανθρώπινο ον, δεν μπορώ απλώς να πω «καλά, κάν’ το»˙ μπορώ να το πω;

Ο πειρασμός είναι να αναζητήσουμε ένα βιβλίο κανόνων που θα μας λέει πώς να ρυθμίζουμε τέτοιες συγκρούσεις όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο βιβλίο κανόνων. Ωστόσο, ακόμα και αν συμφωνήσουμε, για λόγους τους οποίους θα εξετάσω αργότερα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρούμε ότι θα μπορούσαμε να συμφωνούμε σε σχέση με την εφαρμογή του. Έτσι, υπάρχει εδώ και καιρό μια ελκυστική εναλλακτική επιλογή. Ίσως, ακόμα και αν συμφωνούμε σε σχέση με όλα τα γεγονότα, το τι είναι ηθικά σωστό για μένα να κάνω σύμφωνα με τη δική μου άποψη είναι διαφορετικό από αυτό που είναι ηθικά σωστό για εσάς να κάνετε σύμφωνα με τη δική σας άποψη. Ο Μπέρτον, που γνώριζε καλά τριάντα εννιά γλώσσες, ήταν κατά κάποιον τρόπο τέρας της φύσης ως προς την ικανότητά του να διεισδύει σε διαφορετικούς πολιτισμούς, να γίνεται αυτόχθων, όπως θα λέγαμε, και να το κάνει επανειλημμένα. Όμως οι περισσότεροι από εμάς διαθέτουμε αυτή την ικανότητα σε μικρότερο βαθμό: μπορούμε συχνά να βιώσουμε την ελκυστικότητα αξιών οι οποίες δεν είναι ακριβώς δικές μας. Έτσι, όταν φθάνουμε στο ζήτημα της ηθικής, δεν υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια. Σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει ένας θρυμματισμένος καθρέφτης, αλλά πολλοί καθρέφτες, πολλές ηθικές αλήθειες, και στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να συμφωνήσουμε να διαφέρουμε.

Kwame Anthony Appiah, ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Υπερ-Γη που ίσως να μπορεί να φιλοξενήσει ζωή εντόπισε το τηλεσκόπιο TESS

Το τηλεσκόπιο TESS (Transiting Exoplanet Survey Satellite) της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) συνεχίζει τις ανακαλύψεις του, εντοπίζοντας αυτή τη φορά μια σχετικά κοντινή υπερ-Γη, σε απόσταση 31 ετών φωτός από τη Γη.

Μάλιστα, ο εξωπλανήτης GJ357d, στην κατεύθυνση του αστερισμού της Ύδρας, ο οποίος έχει μέγεθος περίπου διπλάσιο του δικού μας πλανήτη και εξαπλάσια μάζα, είναι πιθανό να διαθέτει συνθήκες φιλόξενες για ζωή, ακόμη και νερό στην επιφάνεια του, κάτι που πάντως θα πρέπει να επιβεβαιωθεί στο μέλλον. Είναι ο πρώτος πιθανώς κατοικήσιμος εξωπλανήτης που ανακαλύπτεται από το TESS.

Η διεθνής ομάδα επιστημόνων, που έκανε τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστρονομίας και αστροφυσικής "Astronomy & Astrophysics", βρήκε ότι ο GJ357d χρειάζεται σχεδόν 56 μέρες για μια πλήρη περιφορά γύρω από το άστρο του (αυτή είναι η διάρκεια του έτους του), κινούμενος περίπου στο ένα πέμπτο της απόστασης της Γης από τον Ήλιο. Η σύνθεση του είναι προς το παρόν άγνωστη.

Η Ντιάνα Κοσακόφσκι του γερμανικού Ινστιτούτου Αστρονομίας Μαξ Πλανκ στη Χαϊδελβέργη δήλωσε ότι «ο GJ357d δέχεται περίπου την ίδια ποσότητα αστρικής ενέργειας από το άστρο του, με αυτή που δέχεται ο 'Αρης από τον Ήλιο. Αν αυτός ο πλανήτης έχει πυκνή ατμόσφαιρα, κάτι που θα χρειασθεί περαιτέρω μελέτες για να προσδιορισθεί, θα μπορεί να παγιδέψει αρκετή θερμότητα για να ζεστάνει τον πλανήτη και παράλληλα να επιτρέψει την ύπαρξη νερού στην επιφάνεια του».

Μαζί με τον εν λόγω εξωπλανήτη, βρέθηκαν άλλοι δύο, ο GJ357b, ένας πλανήτης περίπου 22% μεγαλύτερος από τη Γη, ο οποίος κινείται υπερβολικά κοντά στο μητρικό άστρο του, έχοντας θερμοκρασία περίπου 254 βαθμών Κελσίου στην επιφάνεια του (γι' αυτό χαρακτηρίσθηκε «καυτή Γη»), καθώς και ο GJ357c, τουλάχιστον τρεισήμισι φορές μεγαλύτερος από τη Γη και με πιθανή θερμοκρασία 127 βαθμών, σύμφωνα με τη NASA.

Οι τρεις εξωπλανήτες κινούνται γύρω από το άστρο GJ357, ένα νάνο που έχει το ένα τρίτο του μεγέθους και της μάζας του Ήλιου μας, ενώ είναι κατά 40% ψυχρότερος

Η Αέναη Ευφορία

«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
 
To 1738 ο νεαρός Μιραμπώ στέλνει μια επιστολή στον φίλο του τον Βωβενάργκ, όπου τον επικρίνει πως ζει καταπώς του τα φέρνει η κάθε μέρα, δίχως ένα πρόγραμμα ευτυχίας: «Αγαπητέ μου, στοχάζεστε και μελετάτε αδιάκοπα, οι νοητικές σας δυνάμεις είναι απεριόριστες, κι όμως δεν σκέπτεστε μήτε στιγμή να εκπονήσετε ένα σταθερό πλάνο σχετικά με αυτό που πρέπει να είναι το μοναδικό μας μέλημα: η ευτυχία». Και ο Μιραμπώ εκθέτει στον σκεπτικιστή φίλο του τις αρχές που διέπουν την συμπεριφορά του: να μην έχει προκαταλήψεις, να προτιμά την ευθυμία από την μελαγχολία, να ακολουθεί τις παρορμήσεις του, αποκαθαίροντάς τες. Ίσως αυτός ο νεανικός ενθουσιασμός να προκαλεί το γέλιο μας. Παιδί μιας εποχής που φιλοδοξούσε να ξαναανακαλύψει τον άνθρωπο και να διώξει όλα τα κακά του Παλαιού Καθεστώτος, ο Μιραμπώ νοιάζεται για την ευτυχία του, έτσι καθώς άλλοι πριν από αυτόν νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Άραγε έχουμε αλλάξει πάρα πολύ;
 
Ας φανταστούμε τους σημερινούς Μιραμπώ: νέοι άντρες και νέες γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε ιδεολογίας, που αδημονούν να εγκαινιάσουν μια καινούρια εποχή, να τραβήξουν μια γραμμή πάνω από τα ερείπια ενός φρικιαστικού 20ού αιώνα, να ριχτούν στην ζωή, απαιτώντας να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και πρώτα πρώτα να φτιάξουν τη ζωή τους έτσι καθώς την θέλουν, σίγουροι πως στον καθένα τους έχει δοθεί μια υπόσχεση πληρότητας. Από τα πολύ τρυφερά τους χρόνια πρέπει να τους είπαν: να είστε ευτυχισμένοι, αφού σήμερα δεν κάνουμε πια παιδιά για να τους μεταδώσουμε αξίες ή ένα πνευματικό κληροδότημα, αλλά για να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των ευτυχισμένων επί της γης.
 
Να είστε ευτυχισμένοι!
 
Όμως, πίσω από αυτή την ευχάριστη προτροπή δεν κρύβεται η πιο παράδοξη, η πιο τρομακτική προσταγή; Πρόκειται για μια εντολή από την οποία δύσκολα γλιτώνουμε και που στερείται αντικειμένου. Πώς να ξέρουμε αν είμαστε ευτυχισμένοι; Ποιος καθορίζει την νόρμα; Γιατί πρέπει να είμαστε, γιατί αυτή η σύσταση παίρνει τον χαρακτήρα της προσταγής; Και τι να απαντήσουμε σε εκείνον που ομολογεί περίλυπος: δεν τα καταφέρνω;
 
Κοντολογίς, αυτό το προνόμιο θα γίνει γρήγορα ένα φορτίο για τους νέους μας: ανακαλύπτοντας πως είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τις ατυχίες ή τις επιτυχίες τους, θα διαπιστώσουν πως η τόσο πολυπόθητη ευτυχία τούς ξεφεύγει όσο περισσότερο την κυνηγούν. Όπως όλος ο κόσμος, ονειρεύονταν την θαυμαστή σύνθεση, αυτήν που συμπεριλαμβάνει την επαγγελματική, την ερωτική, την ηθική και την οικογενειακή επιτυχία και επιπλέον, σαν ένα είδος ανταμοιβής, την τέλεια ικανοποίηση. Λες και η απελευθέρωση του ατόμου, που μας υπόσχεται η σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να επιστέφεται με την ευτυχία, που είναι το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας.
 
Όμως η σύνθεση διαλύεται καθώς προσπαθούν να την ολοκληρώσουν. Και θα βιώσουν την υπόσχεση της ευδαιμονίας όχι σαν ένα καλό νέο αλλά σαν μια οφειλή σε μια απρόσωπη θεότητα την οποία δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπληρώσουν. Τα χίλια δυο θαύματα που τους είχαν αναγγελθεί, θα έρθουν με το σταγονόμετρο και δίχως καμιά τάξη και σειρά, πράγμα που κάνει πιο κοπιαστική την αναζήτηση, πιο βαριά τη δυσφορία. Θα τα βάλουν με τον εαυτό τους, που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο καθιερωμένο ζητούμενο, που δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τον κανόνα. Ο Μιραμπώ μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται, να κάνει φρούδα σχέδια. Περίπου τρεις αιώνες αργότερα, το κάπως εξημμένο ιδανικό ενός αριστοκράτη του Διαφωτισμού μεταμορφώθηκε σε τιμωρία. Στο εξής έχουμε όλα τα δικαιώματα πλην του δικαιώματος να μην είμαστε μακάριοι.
 
Τίποτα το πιο ακαθόριστο απ’ όσο η ιδέα της ευτυχίας· αυτή η παλιά λέξη είναι τόσο εκπορνευμένη, νοθευμένη, τόσο δηλητηριασμένη, που θα θέλαμε να την αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των διαφόρων νοημάτων που αποκτούσε διαδοχικά: ήδη, στην εποχή του, ο Αυγουστίνος απαριθμούσε τουλάχιστον 289 γνώμες σχετικά με αυτό το θέμα, ο 17ος αιώνας θα του αφιερώσει σχεδόν πενήντα πραγματείες και εμείς δεν παύουμε να προβάλλουμε πάνω σε παλιές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς μια έννοια και μια ψύχωση που δεν ανήκουν παρά μόνο στην δική μας εποχή και στον δικό μας πολιτισμό.
 
Η ευτυχία είναι από τη φύση της ένα αίνιγμα, μια μόνιμη πηγή αντεγκλήσεων, ένα ρευστό που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα, αλλά που κανένα σχήμα δεν μπορεί να το καθορίσει. Υπάρχει η ευτυχία της δράσης όπως και η ευτυχία του διαλογισμού, η ευτυχία της ψυχής όπως και των αισθήσεων, του πλούτου ή της φτώχειας, της αρετής όπως και του εγκλήματος.
 
Οι θεωρίες της ευτυχίας, έλεγε ο Ντιντερό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφηγούνται την ιστορία των δημιουργών τους. Εδώ μας ενδιαφέρει μια άλλη ιστορία: η ιστορία της βούλησης για ευτυχία σαν ένα πάθος που χαρακτηρίζει ειδικά τον Δυτικό κόσμο, μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Η επιδίωξή μας για ευτυχία συναντά τρία παράδοξα. Ο στόχος της είναι τόσο ακαθόριστος, ώστε να γίνεται αποθαρρυντικός λόγω της ασάφειάς του. Η πραγματοποίησή της έχει ως αποτέλεσμα την πλήξη ή την απάθεια (υπό αυτή την έννοια, η ιδανική ευτυχία θα ήταν μια ευτυχία διαρκώς πραγματοποιούμενη και διαρκώς αναγεννώμενη, πράγμα που θα μας απάλλασσε από τη διπλή παγίδα της απογοήτευσης και του κορεσμού). Και, τέλος, η επιδίωξη αυτή παραβλέπει την οδύνη σε σημείο να βρισκόμαστε εντελώς άοπλοι απέναντι της όταν εμφανιστεί μπροστά μας.
 
Στην πρώτη περίπτωση ο ίδιος ο αφηρημένος χαρακτήρας της ευτυχίας εξηγεί τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας και την αγωνία που μας προκαλεί. Όχι μόνο δυσπιστούμε απέναντι στους προκατασκευασμένους παραδείσους, αλλά δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε. Εξ ου και το πάθιασμά μας με αυτή την κατάσταση συνδέεται επίσης με δυο στάσεις, τον κομφορμισμό και τον φθόνο, τις δυο ασθένειες της δημοκρατικής κουλτούρας: την ευθυγράμμιση με τις ηδονές της πλειονότητας και τον υπερβολικό θαυμασμό για τους εκλεκτούς, τους ευνοούμενους της τύχης.
 
Στην δεύτερη περίπτωση, η επιδίωξη της ευτυχίας, στην λαϊκή της μορφή, στην Ευρώπη συμπίπτει με την έλευση της πεζότητας αυτού του καινούριου εγκόσμιου καθεστώτος που εγκαθιδρύεται στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου, μετά την απόσυρση του Θεού, έχουμε τον θρίαμβο της άθρησκης ζωής συρρικνωμένης στην απόλυτη πεζότητά της. Η πεζότητα ή η νίκη της αστικής τάξης: μετριότητα, ανουσιότητα, χυδαιότητα.
 
Τέλος, ένας τέτοιος σκοπός όπως είναι η ευτυχία, καθώς αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης, την μεταθέτει ακούσια στο κέντρο του συστήματος. Σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει, έτσι καθώς μπορούμε να αρρωστήσουμε επιζητώντας επίμονα την τέλεια υγεία. Η εποχή μας αφηγείται μια αλλόκοτη ιστορία: την ιστορία μιας κοινωνίας απόλυτα δοσμένης στον ηδονισμό, για την οποία τα πάντα γίνονται δυσφορία, μαρτύριο. Η δυστυχία δεν είναι πια απλώς και μόνον η δυστυχία: ακόμα χειρότερα, είναι η αποτυχία της ευτυχίας.
 
Σαν καθήκον για ευτυχία, εννοώ λοιπόν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, που μας ωθεί να αξιολογούμε τα πάντα από την οπτική γωνία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτήν την κλήτευση στην ευφορία, που ρίχνει στην ντροπή και στην δυσφορία εκείνους που δεν την προσυπογράφουν. Διπλή επιταγή: από τη μια, πρέπει να αντλούμε ό,τι το καλύτερο από την ζωή· από την άλλη, να θλιβόμαστε, να τιμωρούμαστε αν δεν τα καταφέρουμε. Διαστροφή μιας από τις ωραιότερες ιδέες: πως ο καθένας μας έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται το πεπρωμένο του και να βελτιώνει την ζωή του. Πώς ένα χειραφετικό σύνθημα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα στην ευτυχία, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικό δόγμα;
 
Το Υπέρτατο Αγαθό έχει τόσα πολλά νοήματα, ώστε το κολλάμε επάνω σε ορισμένα συλλογικά ιδανικά: την υγεία, τον πλούτο, το σώμα, τις ανέσεις, την ευμάρεια, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τάλισμαν που πάνω τους το Υπέρτατο Αγαθό θα επικαθίσει σαν πουλί σε ξόβεργα. Τα μέσα γίνονται σκοποί κι αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους όταν η αναμενόμενη αγαλλίαση δεν εμφανιστεί στο ραντεβού. Τόσο ώστε — τι παρανόηση — συχνά μας απομακρύνουν από την ευτυχία ακριβώς εκείνα τα μέσα που υποτίθεται πως θα μας βοηθούσαν να την προσεγγίσουμε.
 
Εξ ου και οι συχνές παρανοήσεις σχετικά με αυτήν, πως πρέπει να την διεκδικήσουμε σαν κάτι που μας το οφείλουν, να την μάθουμε σαν μια σχολική ύλη, να την κατασκευάσουμε όπως χτίζεται ένα σπίτι· πως είναι κάτι που αγοράζεται, που μεταφράζεται σε χρήμα, πως κάποιοι την κατέχουν από σίγουρη πηγή και πως αρκεί να τους μιμηθούμε για να μας αγκαλιάσει κι εμάς η αύρα που τους τυλίγει. Αντίθετα με μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνεται ακούραστα από τον Αριστοτέλη ως σήμερα (αλλά στον Αριστοτέλη ο όρος είχε μια άλλη σημασία), δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας επιζητούμε την ευτυχία, η οποία αποτελεί μια Δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη.
 
Υπάρχουν και άλλες, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η φιλία, που μπορούν να τεθούν πάνω από την ευτυχία- και πώς να γνωρίζουμε τι επιζητούν όλοι οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν; Απλώς διατυπώνουμε κούφιες γενικεύσεις. Δεν είμαστε εναντίον της ευτυχίας, αλλά εναντίον της μεταλλαγής αυτού του εύθραυστου συναισθήματος σε ένα πραγματικό συλλογικό ναρκωτικό — κάτω από χημικές, πνευματικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές μορφές — στο οποίο θα πρέπει να εθιστούμε όλοι μας.
 
Οι πιο προχωρημένες φιλοσοφίες και επιστήμες οφείλουν να ομολογήσουν την αδυναμία τους να εγγυηθούν την ευδαιμονία των λαών ή των προσώπων. Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς. Κι ίσως να γνωρίζουμε πολύ περισσότερο τις χαρές αυτού του κόσμου, την καλοτυχία, τις ηδονές, τις επιτυχίες, όταν παραιτηθούμε από το όνειρο να συναντήσουμε τη μακαριότητα με κεφαλαίο Μ. Σήμερα νιώθουμε την επιθυμία να απαντήσουμε στον νεαρό Μιραμπώ: αγαπώ πάρα πολύ την ζωή για να θέλω να είμαι μονάχα ευτυχισμένος!

«Αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ένα γεφύρι. Διάσχισε το, αλλά μην κτίσεις πά­νω του την κατοικία σου». -Χενν., Απόκρυφα, 35.
 
Στον 15ο αιώνα, στην Γαλλία και την Ιταλία διοργανώνονταν συλλογικά άουτο ντα φε όπου άντρες και γυ­ναίκες, με την πλήρη θέλησή τους, σε ένδειξη απάρνησης των εγκοσμίων έριχναν στις «πυρές των ηδονών» τραπουλόχαρτα, βιβλία, κοσμήματα, περούκες, αριόματα. Σε αυτήν την εποχή του τέλους του Μεσαίωνα, που διακατεχόταν από ένα έντονο πάθος για ζωή, η αμφι­βολία ήταν ανεπίτρεπτη, δεν υπάρχει πληρότητα παρά μόνο εν Θεώ, εκτός Θεού τα πάντα είναι απάτη και ψέ­μα. Έπρεπε, λοιπόν, κάθε ώρα και στιγμή, να υπενθυ­μίζεται στους θνητούς η ασημαντότητα των ανθρώπινων ηδονών σε σύγκριση με εκείνες που τους περίμεναν κο­ντά στον Κύριο.
 
Αντίθετα με τον διάσημο αφορισμό του Σαιν-Ζυστ, η ευτυχία δεν υπήρξε ποτέ μια καινούρια ιδέα στην Ευ­ρώπη και ο χριστιανισμός, την αποδέχτηκε εξαρχής. Μόνο που την έθεσε έξω από την εμβέλεια του ανθρώπου, στον γήινο Παράδεισο ή στους ουρανούς (ο 18ος αιώνας θα αρκεστεί να την επαναπατρίσει εδώ κάτω). Όλοι μας θυμό­μαστε πως ήμαστε ευτυχισμένοι πριν από την πτώση, λέει ο Αυγουστίνος· δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στην αναπόληση, γιατί στα βάθη της μνήμης ξα­ναβρίσκουμε την ζώσα πηγή του Θεού. Και ο Πασκάλ, μιλώντας για τις μάταιες προσπάθειές μας να αποκτή­σουμε το υπέρτατο αγαθό, αποφαίνεται: «Τι άλλο λοι­πόν μας κραυγάζουν αυτός ο πόθος και αυτή η αδυνα­μία παρά μόνο πως κάποτε υπήρχε εντός του ανθρώπου μια γνήσια ευτυχία από την οποία σήμερα δεν του απο­μένει παρά μόνο το αποτύπωμά της, το κενό ίχνος της;»
 
Αυτή η τριαδικότητα του χρόνου θα υιο­θετηθεί στην συνέχεια από όλους τους συγγραφείς, πι­στούς ή αγνωστικιστές, η ευτυχία ανήκει στο χθες ή στο αύριο, στην νοσταλγία ή στην ελπίδα, ποτέ στο σήμερα. Νομιμοποιούμαστε να τείνουμε προς αυτήν την κατά­σταση, αλλά είναι τρέλα να θέλουμε να την βιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλάσμα εκπεσόν, πρέπει καταρχάς να εξαγοράσει το σφάλμα της ύπαρξής του, να μοχθήσει για την σωτηρία του. Και η σωτηρία γί­νεται ακόμα πιο αγωνιώδης, μια και κερδίζεται άπαξ και διά παντός, καθώς έχει σημειώσει ο Ζωρζ Ντυμε- ζίλ: για τον χριστιανό δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, σε αντίθεση με τον ινδουιστή ή τον βουδιστή, που θα ακολουθήσουν έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, έως ότου να κερδίσουν την απελευθέρωση.
 
Το στοίχημα της αιω­νιότητας παίζεται μες στο στενό μεσοδιάστημα της επί­γειας διαμονής μου, και αυτή η προοπτική προσδίδει στην τυχαιότητα της ύπαρξής μου τον χαρακτήρα μιας πραγματικής πρόκλησης. Ένα τυπικό γνώρισμα του χρι­στιανισμού είναι το γεγονός πως δραματοποίησε στο έπακρο αυτή την ζωή θέτοντάς τη κάτω από τον αστερι­σμό της Κόλασης ή του Παραδείσου. Η ζωή του πιστού είναι μια δίκη που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μπροστά στον Θείο Κριτή. «Όλο το κακό που διαπράττουν οι κα­κοί είναι καταγραμμένο κι εκείνοι δεν το ξέρουν», λέ­νε οι Ψαλμοί. Τα σφάλματά μας, οι καλές μας πράξεις, καταγράφονται, ώρα με την ώρα, μες στο μεγάλο τεφτέρι των λογαριασμών με χρεωστικό και πιστωτικό υπό­λοιπο. Ακόμα κι αν οι αμαρτωλοί, οι άπιστες γυναίκες, οι διεφθαρμένοι άντρες, «καλύπτονται με όλα τα σκό­τη της νύχτας, θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν» (Μποσσυέ).
 
Τρομακτική δυσαναλογία: ένα μικρό αν­θρώπινο σφάλμα μπορεί να μας επιφέρει μια αιώνια τι­μωρία και, αντιστρόφως, όλοι οι πόνοι μας μπορούν να ανταμειφθούν στο υπερπέραν, αν βεβαίως έχουμε ζήσει μια θεάρεστη ζωή. Περνάς τις εξετάσεις ή απορρί­πτεσαι: ο Παράδεισος έχει όλη την δομή του σχολικού θεσμού. Επειδή η λογική της σωτηρίας, αν και αξιώνει μια σχετική ελευθερία εκ μέρους του πιστού που μπορεί να αυτοτελειωθεί ή να παραδοθεί στα εγκόσμια πάθη, δεν συνιστά καθόλου έναν ευθύγραμμο δρόμο. Ανήκει στον χώρο του μισόφωτου, και ακόμα και ο πιο ειλικρινής πι­στός βιώνει την πίστη του σαν μια περιπλάνηση μέσα σε έναν λαβύρινθο.
 
Επειδή είναι πολύ κοντινός και ταυ­τόχρονα απείρως μακρινός, ο Θεός είναι ένα δρόμος γεμάτος παγίδες και ενέδρες. «Γνωρίζουμε τον Θεό μό­νον όταν τον γνωρίζουμε ως έναν άγνωστο», έλεγε ο Άγιος Θωμάς. Οφείλουμε λοιπόν να εγκαταβιώνουμε εδώ κάτω σύμφωνα με τους νόμους ενός άλλου κόσμου και ετούτη η γη, που μας θαμπώνει με τα χίλια δυο μά­για της, είναι ταυτόχρονα η εχθρά και η σύμμαχος της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η γήινη ζωή μας, αν δεν μπορεί να σφετεριστεί την αξιοπρέπεια που ανήκει μονάχα στον Θεό, έχει εντούτοις έναν ιερό χαρακτήρα, συνιστά ένα υποχρεωτικό πέρασμα, το πρώτο σκαλί της αιώνιας ζωής. Για τον χριστιανό, ο χρόνος δεν είναι μια εξα­σφάλιση για το υπερπέραν, αλλά μια κατάσταση υπερέντασης, γεμάτη αγωνίες, αμφιβολίες, σπαραγμούς. Η ελπίδα της λύτρωσης συνυφαίνεται αδιαχώριστα με μια θεμελιώδη ανησυχία.
 
«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τα έργα του Θεού αν δεν δεχθούμε ως αρχή πως θέλη­σε να τυφλώσει τους μεν και να φωτίσει τους δε. Υπάρχει πάντα αρκετό σκοτάδι έτσι που οι απορριγμένοι να μην μπορούν να δουν, και αρκετό φως για να κριθούν καταδικαστέοι και ασυγχώρητοι» -Πασκάλ.
 
Και όταν ο Λούθηρος υποκαθιστά την σωτηρία διά των έργων με την σωτηρία διά της πίστεως — μονάχα ο Θεός αποφασίζει κυριαρχικά για την σωτηρία ή την καταδίκη μας, ασχέτως των πράξεων ή της θέλησής μας — δια­τηρεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας για τους πιστούς. Δεν είναι ποτέ σίγουροι πως έγιναν οι εκλεκτοί, έστω κι αν πιστοποιούν τον ζήλο τους με ευσεβείς πράξεις. Όποια κι αν είναι η διαγωγή του, ο αμαρτωλός δεν μπορεί πο­τέ να εξαγοράσει το χρέος του έναντι του Θεού, μπο­ρεί μονάχα να επαφεθεί στην άπειρη ευσπλαχνία του. Με άλλα λόγια, η σωτηρία είναι μια στενή πύλη ενώ «πλατεία είναι η πύλη, και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν» (Ματθαίος 7, 13).
 
Απέναντι σε αυτή την τρομακτική απαίτηση να κερ­δίσουμε την αιωνιότητα ή να βυθιστούμε στην αμαρτία, τι βάρος έχουν οι μικρές απολαύσεις της ζωής; Κανέ­να! Όχι μόνον είναι εφήμερες και απατηλές -«Ο κό­σμος, φτωχός σε εκπληρώσεις, είναι πάντα πλούσιος σε υποσχέσεις» (Μποσσυέ), αλλά μας βγάζουν και από τον ορθό δρόμο, μας ρίχνουν σε μια τρισάθλια δουλεία εν όψει των αγαθών αυτής της γης. «Κάθε πλούτος που δεν είναι ο Θεός μου, είναι για μένα ένδεια», γράφει μεγαλόπρεπα ο Αυγουστίνος. Διπλό ανάθεμα επί των γήινων απολαύσεων: είναι αξιοκαταφρόνητες μπροστά στην μακαριότητα που μας προσμένει στον ου­ρανό και δίνουν την εντύπωση μιας διάρκειας, μιας στα­θερότητας που ανήκει μόνο στην θεία τάξη. Εκπροσω­πούν το άσχημο άπειρο της φιληδονίας, την αντεστραμμένη εικόνα της ουράνιας ευτυχίας.
 
Το σφάλμα των αν­θρώπων στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως θεωρούν ένα μη-ον σαν ον.
 
Επειδή οι εγκόσμιες χαρές κο­νιορτοποιούνται μπροστά στην φρικιαστική προοπτική του θανάτου, ο οποίος, καθώς μας λέει και πάλι ο Μποσσυέ, «καλύπτει τα πάντα με τη σκιά του». Ο θάνατος, ναι, αυτός καθιστά την υγεία απλώς μια αναβολή, την δό­ξα μια χίμαιρα, τις ηδονές ένα αίσχος και τη ζωή ένα όνειρο επικαλυμμένο με ένα ψέμα. Ο θάνατος δεν κα­ταφτάνει από μακριά, αλλά από πολύ κοντά μας, διεισ­δύει στον αέρα που ανασαίνουμε, στην τροφή που κα­ταπίνουμε, στα φάρμακα με τα οποία προσπαθούμε να προφυλαχτούμε από αυτόν.
 
Και λέει ο Πασκάλ: «Ο θά­νατος που μας απειλεί την κάθε στιγμή, μέσα σε λίγα χρόνια θα μας οδηγήσει στην φρικιαστική αναγκαιότη­τα είτε του αφανισμού είτε της δυστυχίας». Απαξιώνο­ντας όλη την ύπαρξή μας κάτω από το φως του τάφου, δηλώνουμε πως, από την ημέρα της γέννησής μας κιό­λας, βυθιζόμαστε μέσα σε μια νάρκη από την οποία θα μας αποτραβήξει μόνο η επιθανάτια αγωνία.
 
Η ζωή εί­ναι ένα όνειρο από το οποίο πρέπει να αφυπνιστούμε: αυτή η μεταφορά, που μας έρχεται από την Αρχαιότη­τα και που είναι πανταχού παρούσα μες στη χριστιανι­κή σκέψη, καθιστά τον θάνατο μια μοιραία λήξη με όλες τις έννοιες του όρου. Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρ­χουν τρεις θάνατοι: η φυσική εξαφάνιση αυτή καθεαυτήν ο εν ζωή θάνατος γι’ αυτούς που ζουν σε κατάστα­ση αμαρτίας, δηλαδή αποκοπής από τον Θεό, σε κατά­σταση πνευματικού πένθους (σε ορισμένες βρετονικές εκκλησίες αναπαριστούν την Κόλαση σαν έναν ψυχρό, παγωμένο τόπο, τον τόπο του χωρισμού)· και τέλος ο θάνατος σαν απελευθέρωση και γέφυρα απ’ όπου περ­νούν οι δίκαιοι. Δεν είναι μια άβυσσος, αλλά μια πύλη που μας οδηγεί στο Βασίλειο και καθιστά την ψυχή «ικανή να απολαύσει μια απειρία ευχαριστήσεων που δεν βρίσκονται σε αυτή την ζωή».
 
Είναι παράλογο να φοβόμαστε την εκμηδένισή μας μια και, απελευθερώ­νοντας μας από το σαρκίο και τις παρεκτροπές του, ση­μειώνει την απαρχή μιας πρωτόφαντης περιπέτειας, της περιπέτειας της τελικής Κρίσης και της αιώνιας Ανά­στασης. Αυτή είναι λοιπόν η χριστιανική τακτική: να αντιπα­ραθέτει απέναντι στον απολύτως φυσικό φόβο της οδύ­νης και του θανάτου τον ακόμα μεγαλύτερο φόβο της απώλειας. Και να υπόσχεται μια ανταμοιβή για τις δυ­στυχίες του κόσμου τούτου, με μια ανακατανομή στον επάνω κόσμο, πράγμα που αποτελεί και τον μόνο τρόπο εξουδετέρωσης του σκανδάλου της ευημερίας του φαύ­λου και της ατυχίας του δίκαιου.
 
Ο χριστιανισμός παίζει τα πάντα υπέρ ενός αγαθού ή κατά ενός κακού που εί­ναι και τα δυο τους το ίδιο άυλα -ο Παράδεισος και η Κόλαση- για να μπορεί να ρίχνει άνετα ένα ντροπα­λό πέπλο πάνω στις απολύτως πραγματικές δοκιμασίες του σήμερα. Απαρνούμενοι τα ψεύτικα μεγαλεία του κό­σμου, δικαιούμαστε να ελπίζουμε σε μιαν άμετρη αντα­μοιβή στους ουρανούς. Ένας λεπτός υπολογισμός που επικαλύπτει την καρτερία με ένα ρούχο φωτός: αφού «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμμωνά», εγκαταλείπω τις συγκεκριμένες, άμεσες χαρές για μια υποθετική, μελλοντική ηδονή. Γιατί να κορφολο­γήσω κάποιες στιγμές χαράς σε αυτή την γη, διακινδυ­νεύοντας να ψήνομαι αιωνίως στις μονές του Διαβόλου;
 
Το μέγιστο αμάρτημα — όλοι οι άνθρωποι της εκκλη­σίας επιμένουν σε αυτό — δεν είναι να νιώθεις τον πει­ρασμό των καρπών αυτού του κόσμου, αλλά να προσκολλάσαι σε αυτούς, να γίνεσαι σκλάβος τους σε σημείο που να λησμονείς τον ουσιώδη δεσμό με τον Θεό. Αν δεν θέ­λουμε να χαθούμε, «τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται μπροστά στην προοπτική της αιωνιότητας» (Μποσσυέ), αφού «το μόνο καλό που υπάρχει σε αυτή την ζωή είναι η ελπίδα για μια άλλη ζωή» (Πασκάλ). Όπως και να έχουν τα πράγματα, το πάθος για σωτηρία οφείλει να υπερισχύσει της επιθυμίας για ευτυχία.
 
Ευτυχώς η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν ήταν μονίμως τοποθετημένη κάτω από ένα αδιάλλακτο «ή το ένα ή το άλλο». «Τα άγια μυστήρια», και κυρίως η εξομολόγη­ση με το επιτίμιό της, έχουν ως σκοπό να ανακουφίζουν τον πιστό από το τρομερό άγχος και να του επιτρέπουν να ομολογεί το σφάλμα του, να μετανιώνει και να δέχε­ται την άφεση με ένα διαρκές πηγαινέλα που σκανδάλι­σε τον Καλβίνο αλλά και τον Φρόυντ. Κάτω από τη λαϊ­κή πίεση και σαν απάντηση στους χιλιασμούς, «η ιδιοφυία» της εκκλησίας επινόησε την έννοια του Καθαρτηρίου τον 12ο αιώνα, αυτή την μεγάλη αίθουσα αναμονής, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου, που επιτρέπει σε εκείνους που η ζωή τους υπήρξε μέτρια, μήτε εντελώς καλή, μήτε εντελώς κακή, να ξοφλήσουν τα χρέη τους προς τον Ύψιστο. Αυτή η μεταθανάτια τά­ξη για μετεξεταστέους έδινε επίσης στους ζωντανούς την δυνατότητα να επηρεάζουν την μοίρα των νεκρών, και να συνομιλούν μαζί τους μέσω των προσευχών.
 
Το Κα­θαρτήριο δεν μαλάκωσε μόνο τον τρομακτικό εκβιασμό που ασκούσε η Εκκλησία σε βάρος των πιστών υποβάλλοντάς τους στην μέγγενη της λύτρωσης ή της καταδίκης (ας θυμηθούμε πως η Κόλαση, στην τρομακτική και πυρακτώδη μορφή της, είναι μια επινόηση της Αναγέννη­σης και όχι του Μεσαίωνα)· καθιέρωσε επίσης ένα ολόκληρο σύστημα «μετριασμού των ποινών», εισήγαγε στον χώρο της πίστης το στοιχείο του παζαρέματος με όλες τις γνωστές ακρότητες που προκάλεσαν την μήνιν των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι αγανάκτησαν βλέ­ποντας την Ρώμη να επιδίδεται στο εμπόριο των συχωροχαρτιών, να βλέπουν δηλαδή έναν ανθρώπινο θεσμό να εισπράττει προκαταβολές για την αιωνιότητα, να πειθαναγκάζει κατά κάποιον τρόπο το χέρι του Θεού.
 
Χάρη στο Καθαρτήριο, η γήινη ζωή μας αλαφρώνει, γί­νεται πιο αξιαγάπητη. Η ιδέα του μη αναστρέψιμου απομακρύνεται· ένα σφάλμα περιορισμένο σε έναν συ­γκεκριμένο χρόνο παύει να επιφέρει την αιώνια κατα­δίκη. Τροποποιώντας την «γεωγραφία του υπερπέραν», το Καθαρτήριο αφήνει μια πόρτα ανοιχτή προς το μέλ­λον, μας απαλλάσσει από την αποκαρδίωση, «ψυχραί­νει» την ανθρώπινη ιστορία. Χάρη σε αυτό το ψυχολο­γικό ηρεμιστικό, ο αμαρτωλός δεν νιώθει πια να τον κα­ταδιώκουν κατά πόδας οι φλόγες της Κόλασης έτσι και παραβεί κάποια απαγόρευση. Η εξιλέωση μπορεί να επιτευχθεί και η σωτηρία χάνει τον ανεπανόρθωτο δογ­ματικό χαρακτήρα της.
 
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη την Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προ­σφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανά­πτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέ­φρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προ­σφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άν­θρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρό­νων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τό­πων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρί­ση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τό­μος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου].
 
Η ίδια η Μεταρρύθμιση, παρά την θεωρητική αδιαλλαξία της, θα προβεί σε μια παρά­δοξη αποκατάσταση της γήινης ζωής με την βούλησή της να πραγματώσει εδώ κάτω τις αξίες της άλλης ζωής. Ο Λούθηρος ζητούσε από τους πιστούς να αποφεύγουν την οκνηρία και να εργάζονται για να αρέσουν στον Θεό, επειδή «ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος κάνει καλά έργα» κι έτσι επικυρώνει τις πιθανότητες σωτηρίας του. Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας βολικός χριστιανισμός που δεν θέ­λησε να αντιπαραθέσει την γη με τον ουρανό, αλλά να τα κάνει να αλληλοσυμπληρωθούν. Δεν είναι πια ασύμ­βατα μεταξύ τους αλλά συνεχόμενα, και ο Μαλμπράνς, απορρίπτοντας τους όρους του πασκάλειου στοιχήμα­τος, θα καταδείξει την ευτυχία σαν μια ανοδική κίνηση από τις κοσμικές απολαύσεις προς τις ουράνιες χαρές, όπου η ψυχή ταξιδεύει απρόσκοπτα ως την τελική φώ­τιση.
 
Εκεί όπου οι άλλοι υπογράμμιζαν μια τομή, ο Μαλμπράνς αποκαθιστά μια συνέχιση και, μέσα από μια πολύ μοντέρνα άποψη περί πίστεως, περιγράφει τον άνθρωπο να τείνει ταυτόχρονα τόσο προς την αιωνιό­τητα όσο και προς τα επίγεια αγαθά. Στο εξής, η Φύση και η Θεία Χάρη συνεργάζονται αρμονικά στην διαμόρ­φωση του ανθρώπινου πεπρωμένου: ένας χριστιανός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος του κόσμου, να συνδυά­ζει «την ευγένεια με την ευλάβεια», να αφιερώνεται στις καθημερινές ασχολίες του δίχως να χάνει από τα μάτια του την προοπτική της σωτηρίας.
 
Η αθανασία εκ­δημοκρατίζεται, γίνεται προσιτή για την πλειονότητα.

Ο χριστιανισμός παραμένει λοιπόν η θεωρία μιας σχετι­κής και λελογισμένης υποτίμησης του κόσμου: θεωρώ­ντας αυτή την ζωή σαν έναν χώρο απώλειας και σωτη­ρίας, την καθιστά εμπόδιο και ταυτοχρόνως προϋπόθε­ση της απολύτρωσης και την ανυψώνει στην τάξη του υπέρτατου αγαθού· μας απελευθερώνει από το σώμα, αλλά του επαναδίδει τα δικαιώματά του χάρη στην θεία ενσάρκωση. Κοντολογίς, επικυρώνει την ανθρώπινη αυ­τονομία την στιγμή ακριβώς που την υποτάσσει στην θεία υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση ζητά από τον πιστό, τον διχασμένο ανάμεσα στους «κινδύνους της απόλαυσης» και την απάρνηση «της σαγηνευτικής και επίφοβης γλυκύτητας του βίου» (Αυγουστίνος), να αποδέχεται τον γήινο κόσμο δίχως να τον ειδωλοποιεί, δίχως να ανάγει τα εγκόσμια πράγματα σε απόλυτες αξίες. και να τον υποβάλουμε σε μια εξονυχιστική εξέταση.

Τι κάνεις; Τι γίνεσαι; Πώς είσαι; Πώς τα πας;
 
Μια διακρι­τική επιταγή που μας διατάζει να αποκαλύψουμε την μύ­χια αλήθεια μας. Το καθαυτό γεγονός της ύπαρξης δεν αρκεί πια, απαιτεί μια συνεχή εξέταση του εσωτερικού μας βαρόμετρου. «Δείχνεις στις φόρμες σου σήμερα». Αυτή η γλυκιά σαν μέλι φιλοφρόνηση ισοδυναμεί με μια καθαγίαση: μες στην αντιπαράθεση μεταξύ καταχαρούμενων και κα­τσουφιασμένων, εγώ βρίσκομαι στην σωστή πλευρά. Να που, χάρη στην μαγεία μιας φράσης, τοποθετούμαι, στην κορυφή μιας λεπτεπίλεπτης και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιεραρχίας. Την επόμενη ημέρα θα υποστώ μιαν άλλη, αμείλικτη ετυμηγορία: «Σήμερα έχεις τα χάλια σου». Αυ­τή η παρατήρηση με πληγώνει κατάστηθα, με αποσπά άγρια από την εξαίσια θέση όπου νόμιζα πως είχα εγκα­τασταθεί για πάντα. Εξέπεσα από την κάστα των αρχό­ντων, είμαι ένας παρίας που πρέπει να κρύβει το πρό­σωπό του απ’ όλους.
 
Σε τελική ανάλυση, το «τι κάνεις;» είναι η πιο επιφα­νειακή και η πιο βαθιά ερώτηση. Για να απαντήσουμε με ακρίβεια σε αυτή, πρέπει να διερευνήσουμε εξονυχιστι­κά τον ψυχισμό μας, να προβούμε σε λεπτότατες ζυγοσταθμίσεις. Όμως τι σημασία έχει: πρέπει να απαντή­σουμε «καλά» από ευγένεια και να περάσουμε σε άλλο θέμα ή να μηρυκάζουμε την ερώτηση μια ολόκληρη ζωή και να φυλάξουμε την απάντησή μας για μετά.
 
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη τη Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προ­σφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανά­πτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέ­φρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προ­σφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άν­θρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρό­νων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τό­πων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρί­ση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τό­μος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου].
 
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΔΥΝΗ
 
Τι είναι η δυστυχία για τον χριστιανισμό;
 
Η εξαγο­ρά της Πτώσης, το χρέος που πρέπει να εξοφλήσουμε εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. (sic) Όμως εδώ οι εκκλησίες το παράκαναν: όχι μόνο στηλιτεύουν τον εδώ κόσμο, αλλά θεωρούν την ζωή σαν εξιλέωση για ένα σφάλμα που μας σημαδεύει όλους από τη γέννησή μας, ένα σφάλμα που μόλυνε όλους τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Όλοι είναι ένοχοι εκ των προτέρων, ακό­μα και το έμβρυο μες στην κοιλιά της μητέρας του, εξ ου και η επείγουσα βάπτιση των νεογέννητων. Όμως δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε γι’ αυτή τη δυστυχία που συνδέεται με την ατέλειά μας. Γιατί ο Κύριος, από αγά­πη για μας, θυσίασε τον μοναχογιό του για να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό. Το ότι το σύμβολο του χρι­στιανισμού είναι ένας εσταυρωμένος, σημαίνει πως η θρησκεία αυτή ενέγραψε τον θάνατο του Θεού στο κέ­ντρο του τελετουργικού της.
 
Ο ψυχορραγών Ιησούς γίνε­ται «ιδιοκτήτης του θανάτου» (Πωλ Βαλερύ) και τον με­τατρέπει σε χαρά. Θάνατος και ανάσταση: ο γιος του Θεού πάνω στον σταυρό του επικυρώνει την τραγικότη­τα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανυψώνει στην υπε­ράνθρωπη τάξη της ελπίδας και της αγάπης. Τα πάθη του επιτρέπουν έτσι στον κάθε δυστυχισμένο να τα ξαναζή­σει στο δικό του επίπεδο και να συμμετάσχει σε ένα θε­μελιακό γεγονός που τον ξεπερνάει κατά πολύ. Οφείλει να φορτωθεί τον προσωπικό σταυρό του και να βρει στον Ιησού έναν οδηγό κι έναν συμπαραστάτη φίλο. Έτσι η οδύνη του δεν θα του είναι μια θανάσιμη εχθρά, αλλά μια σύμμαχος προικισμένη με μια δύναμη καθαρμού, τη δύναμη «να ανανεώνει την πνευματική ενέργεια» (Ιωάννης-Παύλος Β’).
 
Η οδύνη αυτή, καθώς λέει ο φιλόσοφος Μαξ Σελέρ, έχει την μοναδική ικανότητα να διαχωρίζει το γνήσιο από το ευτελές, το κατώτερο από το ανώτερο, να βγάζει τον άνθρωπο από την σύγχυση των αισθήσεων, από το χυδαίο περικάλυμμα του σώματος, και να κατευ­θύνει το βλέμμα του προς τα ουσιαστικά πλούτη. Δεν αρκεί λοιπόν να υφιστάμεθα την οδύνη, πρέπει και να την αγαπάμε, να την κάνουμε το μέσον μιας πραγ­ματικής μεταμόρφωσης. Η οδύνη είναι εκείνη η αποτυ­χία που οδηγεί στην νίκη και, καθώς έλεγε ο Λούθηρος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό, ο Θεός εξασφαλίζει την σω­τηρία του. «Ο κάθε άνθρωπος γίνεται η οδός της Εκκλη­σίας, όταν μπαίνει στη ζωή του η δυστυχία».
 
Σε αυτό ο χριστιανισμός απορρίπτει τον αριστοκρατικό ηρωισμό και την ηθική των στωικών, που απαιτεί να αποδεχόμα­στε αγόγγυστα πένθη και ασθένειες και μάλιστα ενθαρ­ρύνει τον σοφό να υφίσταται το μαρτύριο με χαμόγελο.

Ο Πασκάλ στηλίτευε την υπερηφάνεια του Επίκουρου απέναντι στην δυστυχία, θεωρώντας την σαν μια αλαζονική επικύρωση της ανθρώπινης ελευθερίας που αγνοεί την ένδειά της. Είναι αδύνατον να αποφύγουμε το κακό όπως οι Αρχαίοι, να το περικυκλώσουμε με κάθε είδους στρατηγήματα ή να αναφωνήσουμε ιερόσυλα σαν τους επικούρειους: «Ο θάνατος δεν υφίσταται για μας!» Πρέ­πει να ομολογήσουμε τον Γολγοθά μας, να κραυγάσου­με την ντροπή μας κι από τα βάθη αυτού του ευτελισμού να ανυψωθούμε ως τον Θεό.
 
«Η οδύνη σώζει την ύπαρ­ξη, ποτέ δεν είναι αρκετά δυνα­τή, αρκετά μεγάλη». Αφού μας ανοίγει τις πύλες της γνώ­σης και της σοφίας, όσο πιο άδικη, τόσο καλύτερη. Εξ ου και η αναπόφευκτη αλγοφιλία του προτεσταντικού, του ορθόδοξου ή του καθολικού χριστιανισμού. Αυτή η πολύ πραγματική μέριμνα για τον δυστυχισμέ­νο, που συνδυάζεται με μια λαιμαργία για δυστυχία. «Ο Ιησούς δίδαξε να κάνουμε το καλό μέσω της οδύνης και να κάνουμε καλό σε αυτόν που υποφέρει». Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη να οικοπεδοποιούμαστε την δυστυ­χία των άλλων λες και η δική μας δεν μας αρκεί (όπως είναι η επιμονή του πολωνικού κλήρου να μεταμορφώ­σει το Άουσβιτς σε έναν μοντέρνο Γολγοθά ή η συλλο­γή ψυχών στην οποία — σύμφωνα με τα γραφόμενα ορι­σμένων δημοσιογράφων — επιδιδόταν η Μητέρα Τερέζα στα άσυλά της για ετοιμοθάνατους, στην Καλκούτα, άσχετα από τις οπωσδήποτε πιθανές αρετές της).
 
Δίχως να ξεχνάμε κι εκείνη την φανερή προτίμηση για το μαρ­τύριο, τα διαμελισμένα σώματα, την ψύχωση με τα πτώ­ματα, τα κουφάρια, την σήψη, που παρατηρούμε σε μια συγκεκριμένη χριστιανική τέχνη, την προβολή της περιττωματικής φύσης του σώματος και, τέλος, την αισθη­τική του βασανιστηρίου και του αίματος στους μυστικιστές. Λίγες θρησκείες επέμειναν όπως η χριστιανική πάνω στην ανθρώπινη βρομιά, λίγες έχουν εκδηλώσει έναν τέτοιο «σαδισμό της ευλάβειας». έλεγε η Σιμόν Βέιλ
 
Έστω κι αν, από τον Πίο IB’ και μετά, η καθολική Εκκλησία δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση γι’ αυτούς που υποφέρουν, για εκείνη η οδύνη συνιστά την νόρμα και η υγεία είναι μια οιονεί ανωμαλία. Μάρτυρας η παρακά­τω σκέψη του Ιωάννη-Παύλου Β’: «Όταν το σώμα είναι βαθιά προσβεβλημένο από την ασθένεια, όταν έχει κα­ταστεί ανίκανο, όταν ο άνθρωπος σχεδόν αδυνατεί να ζήσει και να δράσει, η εσωτερική ωριμότητα και το πνευματικό μεγαλείο γίνονται ακόμα πιο εμφανή και συνιστούν ένα συγκινητικό μάθημα για τα πρόσωπα που χαίρουν μιας φυσιολογικής υγείας».
 
Πρέπει να αγα­πούμε τον άνθρωπο, αλλά πρώτα πρέπει να τον ταπει­νώσουμε. Η οδύνη, πλησιάζοντας μας στον Θεό, γίνε­ται μοχλός προόδου, χάνει το χειρότερο χαρακτηριστι­κό της: την έλλειψη αιτίας. «Στην ερώτηση του Ιώβ: προς τι ο πόνος; γιατί εγώ;, δεν παίρνω απάντηση, λέει πάντα ο Ιωάννης-Παύλος Β’, παρά μόνο υποφέροντας μαζί με τον Ιησού, ανταποκρινόμενος στην έκκληση που μου απευθύνει από το ύψος του σταυρού: ακολούθησε με». Συνεπώς μόνο μες στην δυστυχία μου μπορώ να βρω την εσωτερική γαλήνη, την πνευματική αγαλλία­ση.
 
Ο χριστιανικός κόσμος ίσως να φαντάζει απάνθρω­πος στα μάτια μας, αλλά είναι ένας κόσμος κορεσμένος από νόημα (όπως και ο βουδισμός, που εξηγεί τον πό­νο σαν αποτέλεσμα των σφαλμάτων μας σε προηγούμε­νες ζωές -σύμφωνα με την καθιερωμένη ρήση, τα βέ­λη που εκτοξεύσαμε οι ίδιοι, επιστρέφουν καταπάνω μας. Πρόκειται για μια βάρβαρη αλλά εξαιρετικά πα­ρηγορητική σύλληψη).
 
Με την θρησκεία ο πόνος γίνεται ένα μυστήριο που το ξεδιαλύνουμε μονάχα υποφέροντας. Αλλόκοτο μυστήριο πράγματι, χάρη στο οποίο τα πάντα εξηγούνται! Και οι θεολόγοι αναπτύσσουν την ύπαρξη του κακού, δίχως να θίξουν την “καλοσύνη” του Θεού. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την σπουδαιότητα που έχει η επίδειξη της επιθανάτιας αγωνίας κατά την κλασική περίοδο (και, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, στα χωριά). Κάποτε, θεωρούνταν αυτονόητο ότι ένας άν­θρωπος δεν γινόταν να πεθάνει παρά δημόσια, μπρο­στά στα βλέμματα των άλλων κι όχι μόνος σε νοσοκο­μείο, όπως σήμερα. Μέσα από την έσχατη δοκιμασία, ο πιστός έβρισκε την ευκαιρία να τακτοποιήσει τους λο­γαριασμούς του με τους κοντινούς του, να αναλογιστεί τις αμαρτίες του, να απελευθερωθεί από τα εγκόσμια δεσμά προτού να σαλπάρει για το αόρατο.
 
«Για τον άν­θρωπο δεν είναι ντροπή να νικιέται από τον πόνο, εί­ναι ντροπή να νικιέται από την ευχαρίστηση» -Πα­σκάλ.
 
Η επιθανάτια αγωνία είναι κεφαλαιώδους ση­μασίας: επιτρέπει στον πιστό να αποδώσει έναν τελευ­ταίο φόρο σε αυτόν τον κάτω κόσμο, να εγκαταλείψει το σώμα του, διαμέσου της οδύνης· κάπως σαν ένα κα­ράβι που του κόβουν ένα ένα τα παλαμάρια. Ο ρόγχος, τα αγκομαχητά πρέπει να μαρτυρούν για μια ζωή που ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την ευλάβεια και το έλεος. Έτσι ο Μποσσυέ κατακεραυνώνει τους «χλιαρούς» που η πίστη τους αφυπνίζεται στο κατώφλι του θανά­του με μια αργοπορημένη μεταμέλεια- όμως πολλαπλα­σιάζει τα εγκώμια για την μικρή Εριέττα-Άννα της Αγ­γλίας, δούκισσα της Ορλεάνης, που, στα δεκατέσσερα χρόνια της, την ώρα που πεθαίνει δεν καλεί κοντά της τους γιατρούς αλλά τους παπάδες, φιλά τον εσταυρω­μένο, ζητά το ευχέλαιο και αναφωνεί: «Ω Θεέ μου, μή­πως πάντα δεν απέθετα σ’ εσένα την εμπιστοσύνη μου;»
 
«Το θαυμαστό του θανάτου», γράφει ο Μποσσυέ παραθέτοντας τα λόγια του Αγίου Αντωνίου, «είναι πως για τον χριστιανό δεν σημαίνει το τέλος της ζωής αλλά μόνο το τέλος των αμαρτιών του και των κινδύ­νων στους οποίους εκτίθεται. Μαζί με τις μέρες μας ο Θεός κόβει τους πειρασμούς μας, δηλαδή όλα τα ενδε­χόμενα να χάσουμε την αληθινή ζωή, την αιώνια ζωή, μια και ο κόσμος δεν είναι παρά η κοινή μας εξορία». Και δεν εκπλησσόμαστε με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ όταν, γράφοντας για την ευθανασία και τις ύστατες στιγμές του ανθρώπου, πλέκει το εγκώμιο «του πιστού που απο­δέχεται με τη θέλησή του τον πόνο, απαρνούμενος τα μέσα καταπολέμησης του πόνου, για να διατηρήσει όλη του την διαύγεια και για να συμμετάσχει στα πάθη του Κυρίου», έστω και αν — και ο μικρός αυτός συμβιβα­σμός είναι σημαντικότατος — μια τέτοια ηρωική συ­μπεριφορά «δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα καθήκον για όλους».
 
Είναι γνωστό πως η Εκκλησία της Ρώμης δέχεται τα αναλγητικά υπό τον όρο πως δεν αποστε­ρούν από τον ετοιμοθάνατο την αυτοσυνειδησία του. Πρέπει να ομολογήσουμε πως ένα τέτοιο επιχείρη­μα υπέρ της οδύνης δεν είναι και πολύ πειστικό, μια και, σιγά σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να θεωρείται ως η σύνοψη της υποταγής και του σκοταδι­σμού (ακόμα και από τους πιστούς που, ως προς αυτό το σημείο, ασπάστηκαν τις λαϊκές αξίες). Η ανακάλυ­ψη των αλκαλοειδών, η χρήση των αναισθητικών, ο αποκαθαρμός της ασπιρίνης και της μορφίνης σάρω­σαν τις απόψεις των παπάδων σχετικά με τον πόνο σαν μια αναγκαία θεία τιμωρία.
 
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο χριστιανισμός προκάλεσε από μόνος του την δια­μαρτυρία που θα τον αποδυνάμωνε. Από τη στιγμή που πρόβαλε την έννοια της μακαριότητας — έστω και τοποθετώντας την στον ουρανό — απελευθέρωσε μια δυ­ναμική που θα στρεφόταν εναντίον του. (Ακόμα και οι Μακαρισμοί που καταγράφονται στα Ευαγγέλια συνδεδεμένοι με τα αναθέματα δεν είναι μια υπόσχεση γα­λήνης αλλά δικαιοσύνης. Καλούν σε ένα αναποδογύρισμα του κόσμου, αφήνουν μια ευκαιρία γι’ αυτούς που πέφτουν, για τους αποτυχημένους: οι ισχυροί θα γκρε­μιστούν από τα βάθρα τους, οι άθλιοι θα ανυψωθούν στην πρώτη σειρά.)
 
Η γνώση πως μια τέτοια κατάσταση τους περιμένει μετά θάνατον, κάνει τους ανθρώπους ανυπόμονους να τη γνωρίσουν λιγάκι εδώ κάτω. Γεννιέται μια πανίσχυ­ρη ελπίδα για καλύτερη ζωή, μια ελπίδα που αντλεί την δυναμικότητά της από τις ίδιες τις Γραφές. Οι άνθρω­ποι θέλουν να επισπεύσουν την συντέλεια του κόσμου, όταν ο Μεσσίας θα επιστρέφει και οι συσσωρευμένες δυστυχίες θα εξαφανιστούν μέσα σε μια χαρούμενη Αποκάλυψη· μετρούν τα χρόνια, τους αιώνες που τους χωρίζουν από το τέλος, και οι υπολογισμοί αυτοί φλο­γίζουν τα πνεύματα.
 
Από αυτή την άποψη, οι αιρετικοί ή οι χιλιαστές δεν είναι παρά βιαστικοί αναγνώστες που παίρνουν κατά γράμμα τα λόγια της Βίβλου και πι­στεύουν στο κυριολεκτικό τους νόημα. Βασίζονται στην αδιαλλαξία τού Ιησού για να αμφισβητήσουν τους απολιθωμένους τύπους του εκκλησιαστικού θεσμού. Το θέ­μα της ευτυχίας προέρχεται από τον χριστιανισμό, αλ­λά θα αναπτυχθεί ενάντια σε αυτόν. Καθώς είχε επισημάνει πρώτος ο Χέγκελ, η θρησκεία αυτή εμπεριέχει όλα τα σπέρματα του ξεπεράσματος της και της εξόδου από την θρησκευτικότητα.
 
Το βασικό της λάθος για τους ανθρώπους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού — που άλλωστε ήταν όλοι τους πιστοί — ήταν πως τύλιξε την δυστυχία μες στα πέπλα της ευγλωττίας, «αυτής της ευγλωττίας του σταυρού» που υπόσχεται την ανάσταση για να αποτρέψει τους ευλαβείς από το καθήκον να βελ­τιώσουν την γήινη ζωή τους. Κι επιπλέον, η λατρεία του πόνου και της θυσίας, καθώς θα το δείξει ο Νίτσε ανα­φορικά με τους Αρχαίους, δεν ανυψώνει τον άνθρωπο, αλλά τον βυθίζει μες στη σκληρότητα και την πικρία. Συνεπώς, σύμφωνα με το διάσημο ρητό του Καρλ Μαρξ, «καταργώντας την θρησκεία σαν ψευδαισθητική ευτυχία του λαού, σημαίνει πως απαιτείς την αληθινή ευτυχία του».
 
Η καθολική και η προτεσταντική σκληρότητα ασκούνταν απεγνωσμένα ενάντια στην ανθρώπινη φύ­ση και τις χαρές της. Με τον Διαφωτισμό, η ηδονή και η ευμάρεια επιτέλους θα αποκατασταθούν και ο πόνος θα απορριφθεί σαν ένας αρχαϊσμός. Θα μπορούσε κα­νείς να πιστέψει πως γύρισε μια σελίδα της ιστορίας. Όμως, αντίθετα, εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες.
 
Πασκάλ Μπρυκνέρ*, Η Αέναη Ευφορία
-----------------------
*Αμείλικτος αναλυτής των σύγχρονων ηθών και μυθολογιών, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ επιτίθεται ενάντια στην «τρομοκρατία της ευτυχίας». Πώς μια θεμιτή και γενικώς αποδεκτή επιδίωξη κατέληξε να δηλητηριάσει τη ζωή μας; Η αέναη ευφορία είναι ένα φιλοσοφικό και λογοτεχνικό έργο γραμμένο με πολλή γνώση, πολλή ευφυΐα και πολύ μπρίο. Ένα συναρπαστικό δοκίμιο, μια ωδή στις μικρές χαρές της ζωής.

Η Αόρατη Τιμωρία

«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
 
To 1738 ο νεαρός Μιραμπώ στέλνει μια επιστολή στον φίλο του τον Βωβενάργκ, όπου τον επικρίνει πως ζει καταπώς του τα φέρνει η κάθε μέρα, δίχως ένα πρόγραμμα ευτυχίας: «Αγαπητέ μου, στοχάζεστε και μελετάτε αδιάκοπα, οι νοητικές σας δυνάμεις είναι απεριόριστες, κι όμως δεν σκέπτεστε μήτε στιγμή να εκπονήσετε ένα σταθερό πλάνο σχετικά με αυτό που πρέπει να είναι το μοναδικό μας μέλημα: η ευτυχία». Και ο Μιραμπώ εκθέτει στον σκεπτικιστή φίλο του τις αρχές που διέπουν την συμπεριφορά του: να μην έχει προκαταλήψεις, να προτιμά την ευθυμία από την μελαγχολία, να ακολουθεί τις παρορμήσεις του, αποκαθαίροντάς τες. Ίσως αυτός ο νεανικός ενθουσιασμός να προκαλεί το γέλιο μας. Παιδί μιας εποχής που φιλοδοξούσε να ξαναανακαλύψει τον άνθρωπο και να διώξει όλα τα κακά του Παλαιού Καθεστώτος, ο Μιραμπώ νοιάζεται για την ευτυχία του, έτσι καθώς άλλοι πριν από αυτόν νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Άραγε έχουμε αλλάξει πάρα πολύ;
 
Ας φανταστούμε τους σημερινούς Μιραμπώ: νέοι άντρες και νέες γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε ιδεολογίας, που αδημονούν να εγκαινιάσουν μια καινούρια εποχή, να τραβήξουν μια γραμμή πάνω από τα ερείπια ενός φρικιαστικού 20ού αιώνα, να ριχτούν στην ζωή, απαιτώντας να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και πρώτα πρώτα να φτιάξουν τη ζωή τους έτσι καθώς την θέλουν, σίγουροι πως στον καθένα τους έχει δοθεί μια υπόσχεση πληρότητας. Από τα πολύ τρυφερά τους χρόνια πρέπει να τους είπαν: να είστε ευτυχισμένοι, αφού σήμερα δεν κάνουμε πια παιδιά για να τους μεταδώσουμε αξίες ή ένα πνευματικό κληροδότημα, αλλά για να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των ευτυχισμένων επί της γης.
 
Να είστε ευτυχισμένοι!
 
Όμως, πίσω από αυτή την ευχάριστη προτροπή δεν κρύβεται η πιο παράδοξη, η πιο τρομακτική προσταγή; Πρόκειται για μια εντολή από την οποία δύσκολα γλιτώνουμε και που στερείται αντικειμένου. Πώς να ξέρουμε αν είμαστε ευτυχισμένοι; Ποιος καθορίζει την νόρμα; Γιατί πρέπει να είμαστε, γιατί αυτή η σύσταση παίρνει τον χαρακτήρα της προσταγής; Και τι να απαντήσουμε σε εκείνον που ομολογεί περίλυπος: δεν τα καταφέρνω;
 
Κοντολογίς, αυτό το προνόμιο θα γίνει γρήγορα ένα φορτίο για τους νέους μας: ανακαλύπτοντας πως είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τις ατυχίες ή τις επιτυχίες τους, θα διαπιστώσουν πως η τόσο πολυπόθητη ευτυχία τούς ξεφεύγει όσο περισσότερο την κυνηγούν. Όπως όλος ο κόσμος, ονειρεύονταν την θαυμαστή σύνθεση, αυτήν που συμπεριλαμβάνει την επαγγελματική, την ερωτική, την ηθική και την οικογενειακή επιτυχία και επιπλέον, σαν ένα είδος ανταμοιβής, την τέλεια ικανοποίηση. Λες και η απελευθέρωση του ατόμου, που μας υπόσχεται η σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να επιστέφεται με την ευτυχία, που είναι το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας.
 
Όμως η σύνθεση διαλύεται καθώς προσπαθούν να την ολοκληρώσουν. Και θα βιώσουν την υπόσχεση της ευδαιμονίας όχι σαν ένα καλό νέο αλλά σαν μια οφειλή σε μια απρόσωπη θεότητα την οποία δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπληρώσουν. Τα χίλια δυο θαύματα που τους είχαν αναγγελθεί, θα έρθουν με το σταγονόμετρο και δίχως καμιά τάξη και σειρά, πράγμα που κάνει πιο κοπιαστική την αναζήτηση, πιο βαριά τη δυσφορία. Θα τα βάλουν με τον εαυτό τους, που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο καθιερωμένο ζητούμενο, που δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τον κανόνα. Ο Μιραμπώ μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται, να κάνει φρούδα σχέδια. Περίπου τρεις αιώνες αργότερα, το κάπως εξημμένο ιδανικό ενός αριστοκράτη του Διαφωτισμού μεταμορφώθηκε σε τιμωρία. Στο εξής έχουμε όλα τα δικαιώματα πλην του δικαιώματος να μην είμαστε μακάριοι.
 
Τίποτα το πιο ακαθόριστο απ’ όσο η ιδέα της ευτυχίας· αυτή η παλιά λέξη είναι τόσο εκπορνευμένη, νοθευμένη, τόσο δηλητηριασμένη, που θα θέλαμε να την αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των διαφόρων νοημάτων που αποκτούσε διαδοχικά: ήδη, στην εποχή του, ο Αυγουστίνος απαριθμούσε τουλάχιστον 289 γνώμες σχετικά με αυτό το θέμα, ο 17ος αιώνας θα του αφιερώσει σχεδόν πενήντα πραγματείες και εμείς δεν παύουμε να προβάλλουμε πάνω σε παλιές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς μια έννοια και μια ψύχωση που δεν ανήκουν παρά μόνο στην δική μας εποχή και στον δικό μας πολιτισμό.
 
Η ευτυχία είναι από τη φύση της ένα αίνιγμα, μια μόνιμη πηγή αντεγκλήσεων, ένα ρευστό που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα, αλλά που κανένα σχήμα δεν μπορεί να το καθορίσει. Υπάρχει η ευτυχία της δράσης όπως και η ευτυχία του διαλογισμού, η ευτυχία της ψυχής όπως και των αισθήσεων, του πλούτου ή της φτώχειας, της αρετής όπως και του εγκλήματος.
 
Οι θεωρίες της ευτυχίας, έλεγε ο Ντιντερό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφηγούνται την ιστορία των δημιουργών τους. Εδώ μας ενδιαφέρει μια άλλη ιστορία: η ιστορία της βούλησης για ευτυχία σαν ένα πάθος που χαρακτηρίζει ειδικά τον Δυτικό κόσμο, μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Η επιδίωξή μας για ευτυχία συναντά τρία παράδοξα. Ο στόχος της είναι τόσο ακαθόριστος, ώστε να γίνεται αποθαρρυντικός λόγω της ασάφειάς του. Η πραγματοποίησή της έχει ως αποτέλεσμα την πλήξη ή την απάθεια (υπό αυτή την έννοια, η ιδανική ευτυχία θα ήταν μια ευτυχία διαρκώς πραγματοποιούμενη και διαρκώς αναγεννώμενη, πράγμα που θα μας απάλλασσε από τη διπλή παγίδα της απογοήτευσης και του κορεσμού). Και, τέλος, η επιδίωξη αυτή παραβλέπει την οδύνη σε σημείο να βρισκόμαστε εντελώς άοπλοι απέναντι της όταν εμφανιστεί μπροστά μας.
 
Στην πρώτη περίπτωση ο ίδιος ο αφηρημένος χαρακτήρας της ευτυχίας εξηγεί τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας και την αγωνία που μας προκαλεί. Όχι μόνο δυσπιστούμε απέναντι στους προκατασκευασμένους παραδείσους, αλλά δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε. Εξ ου και το πάθιασμά μας με αυτή την κατάσταση συνδέεται επίσης με δυο στάσεις, τον κομφορμισμό και τον φθόνο, τις δυο ασθένειες της δημοκρατικής κουλτούρας: την ευθυγράμμιση με τις ηδονές της πλειονότητας και τον υπερβολικό θαυμασμό για τους εκλεκτούς, τους ευνοούμενους της τύχης.
 
Στην δεύτερη περίπτωση, η επιδίωξη της ευτυχίας, στην λαϊκή της μορφή, στην Ευρώπη συμπίπτει με την έλευση της πεζότητας αυτού του καινούριου εγκόσμιου καθεστώτος που εγκαθιδρύεται στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου, μετά την απόσυρση του Θεού, έχουμε τον θρίαμβο της άθρησκης ζωής συρρικνωμένης στην απόλυτη πεζότητά της. Η πεζότητα ή η νίκη της αστικής τάξης: μετριότητα, ανουσιότητα, χυδαιότητα.
 
Τέλος, ένας τέτοιος σκοπός όπως είναι η ευτυχία, καθώς αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης, την μεταθέτει ακούσια στο κέντρο του συστήματος. Σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει, έτσι καθώς μπορούμε να αρρωστήσουμε επιζητώντας επίμονα την τέλεια υγεία. Η εποχή μας αφηγείται μια αλλόκοτη ιστορία: την ιστορία μιας κοινωνίας απόλυτα δοσμένης στον ηδονισμό, για την οποία τα πάντα γίνονται δυσφορία, μαρτύριο. Η δυστυχία δεν είναι πια απλώς και μόνον η δυστυχία: ακόμα χειρότερα, είναι η αποτυχία της ευτυχίας.
 
Σαν καθήκον για ευτυχία, εννοώ λοιπόν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, που μας ωθεί να αξιολογούμε τα πάντα από την οπτική γωνία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτήν την κλήτευση στην ευφορία, που ρίχνει στην ντροπή και στην δυσφορία εκείνους που δεν την προσυπογράφουν. Διπλή επιταγή: από τη μια, πρέπει να αντλούμε ό,τι το καλύτερο από την ζωή· από την άλλη, να θλιβόμαστε, να τιμωρούμαστε αν δεν τα καταφέρουμε. Διαστροφή μιας από τις ωραιότερες ιδέες: πως ο καθένας μας έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται το πεπρωμένο του και να βελτιώνει την ζωή του. Πώς ένα χειραφετικό σύνθημα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα στην ευτυχία, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικό δόγμα;
 
Το Υπέρτατο Αγαθό έχει τόσα πολλά νοήματα, ώστε το κολλάμε επάνω σε ορισμένα συλλογικά ιδανικά: την υγεία, τον πλούτο, το σώμα, τις ανέσεις, την ευμάρεια, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τάλισμαν που πάνω τους το Υπέρτατο Αγαθό θα επικαθίσει σαν πουλί σε ξόβεργα. Τα μέσα γίνονται σκοποί κι αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους όταν η αναμενόμενη αγαλλίαση δεν εμφανιστεί στο ραντεβού. Τόσο ώστε — τι παρανόηση — συχνά μας απομακρύνουν από την ευτυχία ακριβώς εκείνα τα μέσα που υποτίθεται πως θα μας βοηθούσαν να την προσεγγίσουμε.
 
Εξ ου και οι συχνές παρανοήσεις σχετικά με αυτήν, πως πρέπει να την διεκδικήσουμε σαν κάτι που μας το οφείλουν, να την μάθουμε σαν μια σχολική ύλη, να την κατασκευάσουμε όπως χτίζεται ένα σπίτι· πως είναι κάτι που αγοράζεται, που μεταφράζεται σε χρήμα, πως κάποιοι την κατέχουν από σίγουρη πηγή και πως αρκεί να τους μιμηθούμε για να μας αγκαλιάσει κι εμάς η αύρα που τους τυλίγει. Αντίθετα με μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνεται ακούραστα από τον Αριστοτέλη ως σήμερα (αλλά στον Αριστοτέλη ο όρος είχε μια άλλη σημασία), δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας επιζητούμε την ευτυχία, η οποία αποτελεί μια Δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη.
 
Υπάρχουν και άλλες, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η φιλία, που μπορούν να τεθούν πάνω από την ευτυχία- και πώς να γνωρίζουμε τι επιζητούν όλοι οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν; Απλώς διατυπώνουμε κούφιες γενικεύσεις. Δεν είμαστε εναντίον της ευτυχίας, αλλά εναντίον της μεταλλαγής αυτού του εύθραυστου συναισθήματος σε ένα πραγματικό συλλογικό ναρκωτικό — κάτω από χημικές, πνευματικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές μορφές — στο οποίο θα πρέπει να εθιστούμε όλοι μας.
 
Οι πιο προχωρημένες φιλοσοφίες και επιστήμες οφείλουν να ομολογήσουν την αδυναμία τους να εγγυηθούν την ευδαιμονία των λαών ή των προσώπων. Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς. Κι ίσως να γνωρίζουμε πολύ περισσότερο τις χαρές αυτού του κόσμου, την καλοτυχία, τις ηδονές, τις επιτυχίες, όταν παραιτηθούμε από το όνειρο να συναντήσουμε τη μακαριότητα με κεφαλαίο Μ. Σήμερα νιώθουμε την επιθυμία να απαντήσουμε στον νεαρό Μιραμπώ: αγαπώ πάρα πολύ την ζωή για να θέλω να είμαι μονάχα ευτυχισμένος!

«Αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ένα γεφύρι. Διάσχισε το, αλλά μην κτίσεις πά­νω του την κατοικία σου». -Χενν., Απόκρυφα, 35.
 
Στον 15ο αιώνα, στην Γαλλία και την Ιταλία διοργανώνονταν συλλογικά άουτο ντα φε όπου άντρες και γυ­ναίκες, με την πλήρη θέλησή τους, σε ένδειξη απάρνησης των εγκοσμίων έριχναν στις «πυρές των ηδονών» τραπουλόχαρτα, βιβλία, κοσμήματα, περούκες, αριόματα. Σε αυτήν την εποχή του τέλους του Μεσαίωνα, που διακατεχόταν από ένα έντονο πάθος για ζωή, η αμφι­βολία ήταν ανεπίτρεπτη, δεν υπάρχει πληρότητα παρά μόνο εν Θεώ, εκτός Θεού τα πάντα είναι απάτη και ψέ­μα. Έπρεπε, λοιπόν, κάθε ώρα και στιγμή, να υπενθυ­μίζεται στους θνητούς η ασημαντότητα των ανθρώπινων ηδονών σε σύγκριση με εκείνες που τους περίμεναν κο­ντά στον Κύριο.
 
Αντίθετα με τον διάσημο αφορισμό του Σαιν-Ζυστ, η ευτυχία δεν υπήρξε ποτέ μια καινούρια ιδέα στην Ευ­ρώπη και ο χριστιανισμός, την αποδέχτηκε εξαρχής. Μόνο που την έθεσε έξω από την εμβέλεια του ανθρώπου, στον γήινο Παράδεισο ή στους ουρανούς (ο 18ος αιώνας θα αρκεστεί να την επαναπατρίσει εδώ κάτω). Όλοι μας θυμό­μαστε πως ήμαστε ευτυχισμένοι πριν από την πτώση, λέει ο Αυγουστίνος· δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στην αναπόληση, γιατί στα βάθη της μνήμης ξα­ναβρίσκουμε την ζώσα πηγή του Θεού. Και ο Πασκάλ, μιλώντας για τις μάταιες προσπάθειές μας να αποκτή­σουμε το υπέρτατο αγαθό, αποφαίνεται: «Τι άλλο λοι­πόν μας κραυγάζουν αυτός ο πόθος και αυτή η αδυνα­μία παρά μόνο πως κάποτε υπήρχε εντός του ανθρώπου μια γνήσια ευτυχία από την οποία σήμερα δεν του απο­μένει παρά μόνο το αποτύπωμά της, το κενό ίχνος της;»
 
Αυτή η τριαδικότητα του χρόνου θα υιο­θετηθεί στην συνέχεια από όλους τους συγγραφείς, πι­στούς ή αγνωστικιστές, η ευτυχία ανήκει στο χθες ή στο αύριο, στην νοσταλγία ή στην ελπίδα, ποτέ στο σήμερα. Νομιμοποιούμαστε να τείνουμε προς αυτήν την κατά­σταση, αλλά είναι τρέλα να θέλουμε να την βιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλάσμα εκπεσόν, πρέπει καταρχάς να εξαγοράσει το σφάλμα της ύπαρξής του, να μοχθήσει για την σωτηρία του. Και η σωτηρία γί­νεται ακόμα πιο αγωνιώδης, μια και κερδίζεται άπαξ και διά παντός, καθώς έχει σημειώσει ο Ζωρζ Ντυμε- ζίλ: για τον χριστιανό δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, σε αντίθεση με τον ινδουιστή ή τον βουδιστή, που θα ακολουθήσουν έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, έως ότου να κερδίσουν την απελευθέρωση.
 
Το στοίχημα της αιω­νιότητας παίζεται μες στο στενό μεσοδιάστημα της επί­γειας διαμονής μου, και αυτή η προοπτική προσδίδει στην τυχαιότητα της ύπαρξής μου τον χαρακτήρα μιας πραγματικής πρόκλησης. Ένα τυπικό γνώρισμα του χρι­στιανισμού είναι το γεγονός πως δραματοποίησε στο έπακρο αυτή την ζωή θέτοντάς τη κάτω από τον αστερι­σμό της Κόλασης ή του Παραδείσου. Η ζωή του πιστού είναι μια δίκη που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μπροστά στον Θείο Κριτή. «Όλο το κακό που διαπράττουν οι κα­κοί είναι καταγραμμένο κι εκείνοι δεν το ξέρουν», λέ­νε οι Ψαλμοί. Τα σφάλματά μας, οι καλές μας πράξεις, καταγράφονται, ώρα με την ώρα, μες στο μεγάλο τεφτέρι των λογαριασμών με χρεωστικό και πιστωτικό υπό­λοιπο. Ακόμα κι αν οι αμαρτωλοί, οι άπιστες γυναίκες, οι διεφθαρμένοι άντρες, «καλύπτονται με όλα τα σκό­τη της νύχτας, θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν» (Μποσσυέ).
 
Τρομακτική δυσαναλογία: ένα μικρό αν­θρώπινο σφάλμα μπορεί να μας επιφέρει μια αιώνια τι­μωρία και, αντιστρόφως, όλοι οι πόνοι μας μπορούν να ανταμειφθούν στο υπερπέραν, αν βεβαίως έχουμε ζήσει μια θεάρεστη ζωή. Περνάς τις εξετάσεις ή απορρί­πτεσαι: ο Παράδεισος έχει όλη την δομή του σχολικού θεσμού. Επειδή η λογική της σωτηρίας, αν και αξιώνει μια σχετική ελευθερία εκ μέρους του πιστού που μπορεί να αυτοτελειωθεί ή να παραδοθεί στα εγκόσμια πάθη, δεν συνιστά καθόλου έναν ευθύγραμμο δρόμο. Ανήκει στον χώρο του μισόφωτου, και ακόμα και ο πιο ειλικρινής πι­στός βιώνει την πίστη του σαν μια περιπλάνηση μέσα σε έναν λαβύρινθο.
 
Επειδή είναι πολύ κοντινός και ταυ­τόχρονα απείρως μακρινός, ο Θεός είναι ένα δρόμος γεμάτος παγίδες και ενέδρες. «Γνωρίζουμε τον Θεό μό­νον όταν τον γνωρίζουμε ως έναν άγνωστο», έλεγε ο Άγιος Θωμάς. Οφείλουμε λοιπόν να εγκαταβιώνουμε εδώ κάτω σύμφωνα με τους νόμους ενός άλλου κόσμου και ετούτη η γη, που μας θαμπώνει με τα χίλια δυο μά­για της, είναι ταυτόχρονα η εχθρά και η σύμμαχος της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η γήινη ζωή μας, αν δεν μπορεί να σφετεριστεί την αξιοπρέπεια που ανήκει μονάχα στον Θεό, έχει εντούτοις έναν ιερό χαρακτήρα, συνιστά ένα υποχρεωτικό πέρασμα, το πρώτο σκαλί της αιώνιας ζωής. Για τον χριστιανό, ο χρόνος δεν είναι μια εξα­σφάλιση για το υπερπέραν, αλλά μια κατάσταση υπερέντασης, γεμάτη αγωνίες, αμφιβολίες, σπαραγμούς. Η ελπίδα της λύτρωσης συνυφαίνεται αδιαχώριστα με μια θεμελιώδη ανησυχία.
 
«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τα έργα του Θεού αν δεν δεχθούμε ως αρχή πως θέλη­σε να τυφλώσει τους μεν και να φωτίσει τους δε. Υπάρχει πάντα αρκετό σκοτάδι έτσι που οι απορριγμένοι να μην μπορούν να δουν, και αρκετό φως για να κριθούν καταδικαστέοι και ασυγχώρητοι» -Πασκάλ.
 
Και όταν ο Λούθηρος υποκαθιστά την σωτηρία διά των έργων με την σωτηρία διά της πίστεως — μονάχα ο Θεός αποφασίζει κυριαρχικά για την σωτηρία ή την καταδίκη μας, ασχέτως των πράξεων ή της θέλησής μας — δια­τηρεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας για τους πιστούς. Δεν είναι ποτέ σίγουροι πως έγιναν οι εκλεκτοί, έστω κι αν πιστοποιούν τον ζήλο τους με ευσεβείς πράξεις. Όποια κι αν είναι η διαγωγή του, ο αμαρτωλός δεν μπορεί πο­τέ να εξαγοράσει το χρέος του έναντι του Θεού, μπο­ρεί μονάχα να επαφεθεί στην άπειρη ευσπλαχνία του. Με άλλα λόγια, η σωτηρία είναι μια στενή πύλη ενώ «πλατεία είναι η πύλη, και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν» (Ματθαίος 7, 13).
 
Απέναντι σε αυτή την τρομακτική απαίτηση να κερ­δίσουμε την αιωνιότητα ή να βυθιστούμε στην αμαρτία, τι βάρος έχουν οι μικρές απολαύσεις της ζωής; Κανέ­να! Όχι μόνον είναι εφήμερες και απατηλές -«Ο κό­σμος, φτωχός σε εκπληρώσεις, είναι πάντα πλούσιος σε υποσχέσεις» (Μποσσυέ), αλλά μας βγάζουν και από τον ορθό δρόμο, μας ρίχνουν σε μια τρισάθλια δουλεία εν όψει των αγαθών αυτής της γης. «Κάθε πλούτος που δεν είναι ο Θεός μου, είναι για μένα ένδεια», γράφει μεγαλόπρεπα ο Αυγουστίνος. Διπλό ανάθεμα επί των γήινων απολαύσεων: είναι αξιοκαταφρόνητες μπροστά στην μακαριότητα που μας προσμένει στον ου­ρανό και δίνουν την εντύπωση μιας διάρκειας, μιας στα­θερότητας που ανήκει μόνο στην θεία τάξη. Εκπροσω­πούν το άσχημο άπειρο της φιληδονίας, την αντεστραμμένη εικόνα της ουράνιας ευτυχίας.
 
Το σφάλμα των αν­θρώπων στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως θεωρούν ένα μη-ον σαν ον.
 
Επειδή οι εγκόσμιες χαρές κο­νιορτοποιούνται μπροστά στην φρικιαστική προοπτική του θανάτου, ο οποίος, καθώς μας λέει και πάλι ο Μποσσυέ, «καλύπτει τα πάντα με τη σκιά του». Ο θάνατος, ναι, αυτός καθιστά την υγεία απλώς μια αναβολή, την δό­ξα μια χίμαιρα, τις ηδονές ένα αίσχος και τη ζωή ένα όνειρο επικαλυμμένο με ένα ψέμα. Ο θάνατος δεν κα­ταφτάνει από μακριά, αλλά από πολύ κοντά μας, διεισ­δύει στον αέρα που ανασαίνουμε, στην τροφή που κα­ταπίνουμε, στα φάρμακα με τα οποία προσπαθούμε να προφυλαχτούμε από αυτόν.
 
Και λέει ο Πασκάλ: «Ο θά­νατος που μας απειλεί την κάθε στιγμή, μέσα σε λίγα χρόνια θα μας οδηγήσει στην φρικιαστική αναγκαιότη­τα είτε του αφανισμού είτε της δυστυχίας». Απαξιώνο­ντας όλη την ύπαρξή μας κάτω από το φως του τάφου, δηλώνουμε πως, από την ημέρα της γέννησής μας κιό­λας, βυθιζόμαστε μέσα σε μια νάρκη από την οποία θα μας αποτραβήξει μόνο η επιθανάτια αγωνία.
 
Η ζωή εί­ναι ένα όνειρο από το οποίο πρέπει να αφυπνιστούμε: αυτή η μεταφορά, που μας έρχεται από την Αρχαιότη­τα και που είναι πανταχού παρούσα μες στη χριστιανι­κή σκέψη, καθιστά τον θάνατο μια μοιραία λήξη με όλες τις έννοιες του όρου. Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρ­χουν τρεις θάνατοι: η φυσική εξαφάνιση αυτή καθεαυτήν ο εν ζωή θάνατος γι’ αυτούς που ζουν σε κατάστα­ση αμαρτίας, δηλαδή αποκοπής από τον Θεό, σε κατά­σταση πνευματικού πένθους (σε ορισμένες βρετονικές εκκλησίες αναπαριστούν την Κόλαση σαν έναν ψυχρό, παγωμένο τόπο, τον τόπο του χωρισμού)· και τέλος ο θάνατος σαν απελευθέρωση και γέφυρα απ’ όπου περ­νούν οι δίκαιοι. Δεν είναι μια άβυσσος, αλλά μια πύλη που μας οδηγεί στο Βασίλειο και καθιστά την ψυχή «ικανή να απολαύσει μια απειρία ευχαριστήσεων που δεν βρίσκονται σε αυτή την ζωή».
 
Είναι παράλογο να φοβόμαστε την εκμηδένισή μας μια και, απελευθερώ­νοντας μας από το σαρκίο και τις παρεκτροπές του, ση­μειώνει την απαρχή μιας πρωτόφαντης περιπέτειας, της περιπέτειας της τελικής Κρίσης και της αιώνιας Ανά­στασης. Αυτή είναι λοιπόν η χριστιανική τακτική: να αντιπα­ραθέτει απέναντι στον απολύτως φυσικό φόβο της οδύ­νης και του θανάτου τον ακόμα μεγαλύτερο φόβο της απώλειας. Και να υπόσχεται μια ανταμοιβή για τις δυ­στυχίες του κόσμου τούτου, με μια ανακατανομή στον επάνω κόσμο, πράγμα που αποτελεί και τον μόνο τρόπο εξουδετέρωσης του σκανδάλου της ευημερίας του φαύ­λου και της ατυχίας του δίκαιου.
 
Ο χριστιανισμός παίζει τα πάντα υπέρ ενός αγαθού ή κατά ενός κακού που εί­ναι και τα δυο τους το ίδιο άυλα -ο Παράδεισος και η Κόλαση- για να μπορεί να ρίχνει άνετα ένα ντροπα­λό πέπλο πάνω στις απολύτως πραγματικές δοκιμασίες του σήμερα. Απαρνούμενοι τα ψεύτικα μεγαλεία του κό­σμου, δικαιούμαστε να ελπίζουμε σε μιαν άμετρη αντα­μοιβή στους ουρανούς. Ένας λεπτός υπολογισμός που επικαλύπτει την καρτερία με ένα ρούχο φωτός: αφού «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμμωνά», εγκαταλείπω τις συγκεκριμένες, άμεσες χαρές για μια υποθετική, μελλοντική ηδονή. Γιατί να κορφολο­γήσω κάποιες στιγμές χαράς σε αυτή την γη, διακινδυ­νεύοντας να ψήνομαι αιωνίως στις μονές του Διαβόλου;
 
Το μέγιστο αμάρτημα — όλοι οι άνθρωποι της εκκλη­σίας επιμένουν σε αυτό — δεν είναι να νιώθεις τον πει­ρασμό των καρπών αυτού του κόσμου, αλλά να προσκολλάσαι σε αυτούς, να γίνεσαι σκλάβος τους σε σημείο που να λησμονείς τον ουσιώδη δεσμό με τον Θεό. Αν δεν θέ­λουμε να χαθούμε, «τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται μπροστά στην προοπτική της αιωνιότητας» (Μποσσυέ), αφού «το μόνο καλό που υπάρχει σε αυτή την ζωή είναι η ελπίδα για μια άλλη ζωή» (Πασκάλ). Όπως και να έχουν τα πράγματα, το πάθος για σωτηρία οφείλει να υπερισχύσει της επιθυμίας για ευτυχία.
 
Ευτυχώς η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν ήταν μονίμως τοποθετημένη κάτω από ένα αδιάλλακτο «ή το ένα ή το άλλο». «Τα άγια μυστήρια», και κυρίως η εξομολόγη­ση με το επιτίμιό της, έχουν ως σκοπό να ανακουφίζουν τον πιστό από το τρομερό άγχος και να του επιτρέπουν να ομολογεί το σφάλμα του, να μετανιώνει και να δέχε­ται την άφεση με ένα διαρκές πηγαινέλα που σκανδάλι­σε τον Καλβίνο αλλά και τον Φρόυντ. Κάτω από τη λαϊ­κή πίεση και σαν απάντηση στους χιλιασμούς, «η ιδιοφυία» της εκκλησίας επινόησε την έννοια του Καθαρτηρίου τον 12ο αιώνα, αυτή την μεγάλη αίθουσα αναμονής, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου, που επιτρέπει σε εκείνους που η ζωή τους υπήρξε μέτρια, μήτε εντελώς καλή, μήτε εντελώς κακή, να ξοφλήσουν τα χρέη τους προς τον Ύψιστο. Αυτή η μεταθανάτια τά­ξη για μετεξεταστέους έδινε επίσης στους ζωντανούς την δυνατότητα να επηρεάζουν την μοίρα των νεκρών, και να συνομιλούν μαζί τους μέσω των προσευχών.
 
Το Κα­θαρτήριο δεν μαλάκωσε μόνο τον τρομακτικό εκβιασμό που ασκούσε η Εκκλησία σε βάρος των πιστών υποβάλλοντάς τους στην μέγγενη της λύτρωσης ή της καταδίκης (ας θυμηθούμε πως η Κόλαση, στην τρομακτική και πυρακτώδη μορφή της, είναι μια επινόηση της Αναγέννη­σης και όχι του Μεσαίωνα)· καθιέρωσε επίσης ένα ολόκληρο σύστημα «μετριασμού των ποινών», εισήγαγε στον χώρο της πίστης το στοιχείο του παζαρέματος με όλες τις γνωστές ακρότητες που προκάλεσαν την μήνιν των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι αγανάκτησαν βλέ­ποντας την Ρώμη να επιδίδεται στο εμπόριο των συχωροχαρτιών, να βλέπουν δηλαδή έναν ανθρώπινο θεσμό να εισπράττει προκαταβολές για την αιωνιότητα, να πειθαναγκάζει κατά κάποιον τρόπο το χέρι του Θεού.
 
Χάρη στο Καθαρτήριο, η γήινη ζωή μας αλαφρώνει, γί­νεται πιο αξιαγάπητη. Η ιδέα του μη αναστρέψιμου απομακρύνεται· ένα σφάλμα περιορισμένο σε έναν συ­γκεκριμένο χρόνο παύει να επιφέρει την αιώνια κατα­δίκη. Τροποποιώντας την «γεωγραφία του υπερπέραν», το Καθαρτήριο αφήνει μια πόρτα ανοιχτή προς το μέλ­λον, μας απαλλάσσει από την αποκαρδίωση, «ψυχραί­νει» την ανθρώπινη ιστορία. Χάρη σε αυτό το ψυχολο­γικό ηρεμιστικό, ο αμαρτωλός δεν νιώθει πια να τον κα­ταδιώκουν κατά πόδας οι φλόγες της Κόλασης έτσι και παραβεί κάποια απαγόρευση. Η εξιλέωση μπορεί να επιτευχθεί και η σωτηρία χάνει τον ανεπανόρθωτο δογ­ματικό χαρακτήρα της.
 
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη την Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προ­σφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανά­πτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέ­φρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προ­σφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άν­θρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρό­νων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τό­πων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρί­ση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τό­μος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου].
 
Η ίδια η Μεταρρύθμιση, παρά την θεωρητική αδιαλλαξία της, θα προβεί σε μια παρά­δοξη αποκατάσταση της γήινης ζωής με την βούλησή της να πραγματώσει εδώ κάτω τις αξίες της άλλης ζωής. Ο Λούθηρος ζητούσε από τους πιστούς να αποφεύγουν την οκνηρία και να εργάζονται για να αρέσουν στον Θεό, επειδή «ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος κάνει καλά έργα» κι έτσι επικυρώνει τις πιθανότητες σωτηρίας του. Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας βολικός χριστιανισμός που δεν θέ­λησε να αντιπαραθέσει την γη με τον ουρανό, αλλά να τα κάνει να αλληλοσυμπληρωθούν. Δεν είναι πια ασύμ­βατα μεταξύ τους αλλά συνεχόμενα, και ο Μαλμπράνς, απορρίπτοντας τους όρους του πασκάλειου στοιχήμα­τος, θα καταδείξει την ευτυχία σαν μια ανοδική κίνηση από τις κοσμικές απολαύσεις προς τις ουράνιες χαρές, όπου η ψυχή ταξιδεύει απρόσκοπτα ως την τελική φώ­τιση.
 
Εκεί όπου οι άλλοι υπογράμμιζαν μια τομή, ο Μαλμπράνς αποκαθιστά μια συνέχιση και, μέσα από μια πολύ μοντέρνα άποψη περί πίστεως, περιγράφει τον άνθρωπο να τείνει ταυτόχρονα τόσο προς την αιωνιό­τητα όσο και προς τα επίγεια αγαθά. Στο εξής, η Φύση και η Θεία Χάρη συνεργάζονται αρμονικά στην διαμόρ­φωση του ανθρώπινου πεπρωμένου: ένας χριστιανός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος του κόσμου, να συνδυά­ζει «την ευγένεια με την ευλάβεια», να αφιερώνεται στις καθημερινές ασχολίες του δίχως να χάνει από τα μάτια του την προοπτική της σωτηρίας.
 
Η αθανασία εκ­δημοκρατίζεται, γίνεται προσιτή για την πλειονότητα. Ο χριστιανισμός παραμένει λοιπόν η θεωρία μιας σχετι­κής και λελογισμένης υποτίμησης του κόσμου: θεωρώ­ντας αυτή την ζωή σαν έναν χώρο απώλειας και σωτη­ρίας, την καθιστά εμπόδιο και ταυτοχρόνως προϋπόθε­ση της απολύτρωσης και την ανυψώνει στην τάξη του υπέρτατου αγαθού· μας απελευθερώνει από το σώμα, αλλά του επαναδίδει τα δικαιώματά του χάρη στην θεία ενσάρκωση. Κοντολογίς, επικυρώνει την ανθρώπινη αυ­τονομία την στιγμή ακριβώς που την υποτάσσει στην θεία υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση ζητά από τον πιστό, τον διχασμένο ανάμεσα στους «κινδύνους της απόλαυσης» και την απάρνηση «της σαγηνευτικής και επίφοβης γλυκύτητας του βίου» (Αυγουστίνος), να αποδέχεται τον γήινο κόσμο δίχως να τον ειδωλοποιεί, δίχως να ανάγει τα εγκόσμια πράγματα σε απόλυτες αξίες. και να τον υποβάλουμε σε μια εξονυχιστική εξέταση.

Τι κάνεις; Τι γίνεσαι; Πώς είσαι; Πώς τα πας;
 
Μια διακρι­τική επιταγή που μας διατάζει να αποκαλύψουμε την μύ­χια αλήθεια μας. Το καθαυτό γεγονός της ύπαρξης δεν αρκεί πια, απαιτεί μια συνεχή εξέταση του εσωτερικού μας βαρόμετρου. «Δείχνεις στις φόρμες σου σήμερα». Αυτή η γλυκιά σαν μέλι φιλοφρόνηση ισοδυναμεί με μια καθαγίαση: μες στην αντιπαράθεση μεταξύ καταχαρούμενων και κα­τσουφιασμένων, εγώ βρίσκομαι στην σωστή πλευρά. Να που, χάρη στην μαγεία μιας φράσης, τοποθετούμαι, στην κορυφή μιας λεπτεπίλεπτης και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιεραρχίας. Την επόμενη ημέρα θα υποστώ μιαν άλλη, αμείλικτη ετυμηγορία: «Σήμερα έχεις τα χάλια σου». Αυ­τή η παρατήρηση με πληγώνει κατάστηθα, με αποσπά άγρια από την εξαίσια θέση όπου νόμιζα πως είχα εγκα­τασταθεί για πάντα. Εξέπεσα από την κάστα των αρχό­ντων, είμαι ένας παρίας που πρέπει να κρύβει το πρό­σωπό του απ’ όλους.
 
Σε τελική ανάλυση, το «τι κάνεις;» είναι η πιο επιφα­νειακή και η πιο βαθιά ερώτηση. Για να απαντήσουμε με ακρίβεια σε αυτή, πρέπει να διερευνήσουμε εξονυχιστι­κά τον ψυχισμό μας, να προβούμε σε λεπτότατες ζυγοσταθμίσεις. Όμως τι σημασία έχει: πρέπει να απαντή­σουμε «καλά» από ευγένεια και να περάσουμε σε άλλο θέμα ή να μηρυκάζουμε την ερώτηση μια ολόκληρη ζωή και να φυλάξουμε την απάντησή μας για μετά.
 
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη τη Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προ­σφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανά­πτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέ­φρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προ­σφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άν­θρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρό­νων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τό­πων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρί­ση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τό­μος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου].
 
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΔΥΝΗ
 
Τι είναι η δυστυχία για τον χριστιανισμό;
 
Η εξαγο­ρά της Πτώσης, το χρέος που πρέπει να εξοφλήσουμε εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. (sic) Όμως εδώ οι εκκλησίες το παράκαναν: όχι μόνο στηλιτεύουν τον εδώ κόσμο, αλλά θεωρούν την ζωή σαν εξιλέωση για ένα σφάλμα που μας σημαδεύει όλους από τη γέννησή μας, ένα σφάλμα που μόλυνε όλους τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Όλοι είναι ένοχοι εκ των προτέρων, ακό­μα και το έμβρυο μες στην κοιλιά της μητέρας του, εξ ου και η επείγουσα βάπτιση των νεογέννητων. Όμως δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε γι’ αυτή τη δυστυχία που συνδέεται με την ατέλειά μας. Γιατί ο Κύριος, από αγά­πη για μας, θυσίασε τον μοναχογιό του για να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό. Το ότι το σύμβολο του χρι­στιανισμού είναι ένας εσταυρωμένος, σημαίνει πως η θρησκεία αυτή ενέγραψε τον θάνατο του Θεού στο κέ­ντρο του τελετουργικού της.
 
Ο ψυχορραγών Ιησούς γίνε­ται «ιδιοκτήτης του θανάτου» (Πωλ Βαλερύ) και τον με­τατρέπει σε χαρά. Θάνατος και ανάσταση: ο γιος του Θεού πάνω στον σταυρό του επικυρώνει την τραγικότη­τα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανυψώνει στην υπε­ράνθρωπη τάξη της ελπίδας και της αγάπης. Τα πάθη του επιτρέπουν έτσι στον κάθε δυστυχισμένο να τα ξαναζή­σει στο δικό του επίπεδο και να συμμετάσχει σε ένα θε­μελιακό γεγονός που τον ξεπερνάει κατά πολύ. Οφείλει να φορτωθεί τον προσωπικό σταυρό του και να βρει στον Ιησού έναν οδηγό κι έναν συμπαραστάτη φίλο. Έτσι η οδύνη του δεν θα του είναι μια θανάσιμη εχθρά, αλλά μια σύμμαχος προικισμένη με μια δύναμη καθαρμού, τη δύναμη «να ανανεώνει την πνευματική ενέργεια» (Ιωάννης-Παύλος Β’).
 
Η οδύνη αυτή, καθώς λέει ο φιλόσοφος Μαξ Σελέρ, έχει την μοναδική ικανότητα να διαχωρίζει το γνήσιο από το ευτελές, το κατώτερο από το ανώτερο, να βγάζει τον άνθρωπο από την σύγχυση των αισθήσεων, από το χυδαίο περικάλυμμα του σώματος, και να κατευ­θύνει το βλέμμα του προς τα ουσιαστικά πλούτη. Δεν αρκεί λοιπόν να υφιστάμεθα την οδύνη, πρέπει και να την αγαπάμε, να την κάνουμε το μέσον μιας πραγ­ματικής μεταμόρφωσης. Η οδύνη είναι εκείνη η αποτυ­χία που οδηγεί στην νίκη και, καθώς έλεγε ο Λούθηρος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό, ο Θεός εξασφαλίζει την σω­τηρία του. «Ο κάθε άνθρωπος γίνεται η οδός της Εκκλη­σίας, όταν μπαίνει στη ζωή του η δυστυχία».
 
Σε αυτό ο χριστιανισμός απορρίπτει τον αριστοκρατικό ηρωισμό και την ηθική των στωικών, που απαιτεί να αποδεχόμα­στε αγόγγυστα πένθη και ασθένειες και μάλιστα ενθαρ­ρύνει τον σοφό να υφίσταται το μαρτύριο με χαμόγελο. Ο Πασκάλ στηλίτευε την υπερηφάνεια του Επίκουρου απέναντι στην δυστυχία, θεωρώντας την σαν μια αλαζονική επικύρωση της ανθρώπινης ελευθερίας που αγνοεί την ένδειά της. Είναι αδύνατον να αποφύγουμε το κακό όπως οι Αρχαίοι, να το περικυκλώσουμε με κάθε είδους στρατηγήματα ή να αναφωνήσουμε ιερόσυλα σαν τους επικούρειους: «Ο θάνατος δεν υφίσταται για μας!» Πρέ­πει να ομολογήσουμε τον Γολγοθά μας, να κραυγάσου­με την ντροπή μας κι από τα βάθη αυτού του ευτελισμού να ανυψωθούμε ως τον Θεό.
 
«Η οδύνη σώζει την ύπαρ­ξη, ποτέ δεν είναι αρκετά δυνα­τή, αρκετά μεγάλη». Αφού μας ανοίγει τις πύλες της γνώ­σης και της σοφίας, όσο πιο άδικη, τόσο καλύτερη. Εξ ου και η αναπόφευκτη αλγοφιλία του προτεσταντικού, του ορθόδοξου ή του καθολικού χριστιανισμού. Αυτή η πολύ πραγματική μέριμνα για τον δυστυχισμέ­νο, που συνδυάζεται με μια λαιμαργία για δυστυχία. «Ο Ιησούς δίδαξε να κάνουμε το καλό μέσω της οδύνης και να κάνουμε καλό σε αυτόν που υποφέρει». Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη να οικοπεδοποιούμαστε την δυστυ­χία των άλλων λες και η δική μας δεν μας αρκεί (όπως είναι η επιμονή του πολωνικού κλήρου να μεταμορφώ­σει το Άουσβιτς σε έναν μοντέρνο Γολγοθά ή η συλλο­γή ψυχών στην οποία — σύμφωνα με τα γραφόμενα ορι­σμένων δημοσιογράφων — επιδιδόταν η Μητέρα Τερέζα στα άσυλά της για ετοιμοθάνατους, στην Καλκούτα, άσχετα από τις οπωσδήποτε πιθανές αρετές της).
 
Δίχως να ξεχνάμε κι εκείνη την φανερή προτίμηση για το μαρ­τύριο, τα διαμελισμένα σώματα, την ψύχωση με τα πτώ­ματα, τα κουφάρια, την σήψη, που παρατηρούμε σε μια συγκεκριμένη χριστιανική τέχνη, την προβολή της περιττωματικής φύσης του σώματος και, τέλος, την αισθη­τική του βασανιστηρίου και του αίματος στους μυστικιστές. Λίγες θρησκείες επέμειναν όπως η χριστιανική πάνω στην ανθρώπινη βρομιά, λίγες έχουν εκδηλώσει έναν τέτοιο «σαδισμό της ευλάβειας». έλεγε η Σιμόν Βέιλ
 
Έστω κι αν, από τον Πίο IB’ και μετά, η καθολική Εκκλησία δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση γι’ αυτούς που υποφέρουν, για εκείνη η οδύνη συνιστά την νόρμα και η υγεία είναι μια οιονεί ανωμαλία. Μάρτυρας η παρακά­τω σκέψη του Ιωάννη-Παύλου Β’: «Όταν το σώμα είναι βαθιά προσβεβλημένο από την ασθένεια, όταν έχει κα­ταστεί ανίκανο, όταν ο άνθρωπος σχεδόν αδυνατεί να ζήσει και να δράσει, η εσωτερική ωριμότητα και το πνευματικό μεγαλείο γίνονται ακόμα πιο εμφανή και συνιστούν ένα συγκινητικό μάθημα για τα πρόσωπα που χαίρουν μιας φυσιολογικής υγείας».
 
Πρέπει να αγα­πούμε τον άνθρωπο, αλλά πρώτα πρέπει να τον ταπει­νώσουμε. Η οδύνη, πλησιάζοντας μας στον Θεό, γίνε­ται μοχλός προόδου, χάνει το χειρότερο χαρακτηριστι­κό της: την έλλειψη αιτίας. «Στην ερώτηση του Ιώβ: προς τι ο πόνος; γιατί εγώ;, δεν παίρνω απάντηση, λέει πάντα ο Ιωάννης-Παύλος Β’, παρά μόνο υποφέροντας μαζί με τον Ιησού, ανταποκρινόμενος στην έκκληση που μου απευθύνει από το ύψος του σταυρού: ακολούθησε με». Συνεπώς μόνο μες στην δυστυχία μου μπορώ να βρω την εσωτερική γαλήνη, την πνευματική αγαλλία­ση.
 
Ο χριστιανικός κόσμος ίσως να φαντάζει απάνθρω­πος στα μάτια μας, αλλά είναι ένας κόσμος κορεσμένος από νόημα (όπως και ο βουδισμός, που εξηγεί τον πό­νο σαν αποτέλεσμα των σφαλμάτων μας σε προηγούμε­νες ζωές -σύμφωνα με την καθιερωμένη ρήση, τα βέ­λη που εκτοξεύσαμε οι ίδιοι, επιστρέφουν καταπάνω μας. Πρόκειται για μια βάρβαρη αλλά εξαιρετικά πα­ρηγορητική σύλληψη).
 
Με την θρησκεία ο πόνος γίνεται ένα μυστήριο που το ξεδιαλύνουμε μονάχα υποφέροντας. Αλλόκοτο μυστήριο πράγματι, χάρη στο οποίο τα πάντα εξηγούνται! Και οι θεολόγοι αναπτύσσουν την ύπαρξη του κακού, δίχως να θίξουν την “καλοσύνη” του Θεού. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την σπουδαιότητα που έχει η επίδειξη της επιθανάτιας αγωνίας κατά την κλασική περίοδο (και, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, στα χωριά). Κάποτε, θεωρούνταν αυτονόητο ότι ένας άν­θρωπος δεν γινόταν να πεθάνει παρά δημόσια, μπρο­στά στα βλέμματα των άλλων κι όχι μόνος σε νοσοκο­μείο, όπως σήμερα. Μέσα από την έσχατη δοκιμασία, ο πιστός έβρισκε την ευκαιρία να τακτοποιήσει τους λο­γαριασμούς του με τους κοντινούς του, να αναλογιστεί τις αμαρτίες του, να απελευθερωθεί από τα εγκόσμια δεσμά προτού να σαλπάρει για το αόρατο.
 
«Για τον άν­θρωπο δεν είναι ντροπή να νικιέται από τον πόνο, εί­ναι ντροπή να νικιέται από την ευχαρίστηση» -Πα­σκάλ.
 
Η επιθανάτια αγωνία είναι κεφαλαιώδους ση­μασίας: επιτρέπει στον πιστό να αποδώσει έναν τελευ­ταίο φόρο σε αυτόν τον κάτω κόσμο, να εγκαταλείψει το σώμα του, διαμέσου της οδύνης· κάπως σαν ένα κα­ράβι που του κόβουν ένα ένα τα παλαμάρια. Ο ρόγχος, τα αγκομαχητά πρέπει να μαρτυρούν για μια ζωή που ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την ευλάβεια και το έλεος. Έτσι ο Μποσσυέ κατακεραυνώνει τους «χλιαρούς» που η πίστη τους αφυπνίζεται στο κατώφλι του θανά­του με μια αργοπορημένη μεταμέλεια- όμως πολλαπλα­σιάζει τα εγκώμια για την μικρή Εριέττα-Άννα της Αγ­γλίας, δούκισσα της Ορλεάνης, που, στα δεκατέσσερα χρόνια της, την ώρα που πεθαίνει δεν καλεί κοντά της τους γιατρούς αλλά τους παπάδες, φιλά τον εσταυρω­μένο, ζητά το ευχέλαιο και αναφωνεί: «Ω Θεέ μου, μή­πως πάντα δεν απέθετα σ’ εσένα την εμπιστοσύνη μου;»
 
«Το θαυμαστό του θανάτου», γράφει ο Μποσσυέ παραθέτοντας τα λόγια του Αγίου Αντωνίου, «είναι πως για τον χριστιανό δεν σημαίνει το τέλος της ζωής αλλά μόνο το τέλος των αμαρτιών του και των κινδύ­νων στους οποίους εκτίθεται. Μαζί με τις μέρες μας ο Θεός κόβει τους πειρασμούς μας, δηλαδή όλα τα ενδε­χόμενα να χάσουμε την αληθινή ζωή, την αιώνια ζωή, μια και ο κόσμος δεν είναι παρά η κοινή μας εξορία». Και δεν εκπλησσόμαστε με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ όταν, γράφοντας για την ευθανασία και τις ύστατες στιγμές του ανθρώπου, πλέκει το εγκώμιο «του πιστού που απο­δέχεται με τη θέλησή του τον πόνο, απαρνούμενος τα μέσα καταπολέμησης του πόνου, για να διατηρήσει όλη του την διαύγεια και για να συμμετάσχει στα πάθη του Κυρίου», έστω και αν — και ο μικρός αυτός συμβιβα­σμός είναι σημαντικότατος — μια τέτοια ηρωική συ­μπεριφορά «δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα καθήκον για όλους».
 
Είναι γνωστό πως η Εκκλησία της Ρώμης δέχεται τα αναλγητικά υπό τον όρο πως δεν αποστε­ρούν από τον ετοιμοθάνατο την αυτοσυνειδησία του. Πρέπει να ομολογήσουμε πως ένα τέτοιο επιχείρη­μα υπέρ της οδύνης δεν είναι και πολύ πειστικό, μια και, σιγά σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να θεωρείται ως η σύνοψη της υποταγής και του σκοταδι­σμού (ακόμα και από τους πιστούς που, ως προς αυτό το σημείο, ασπάστηκαν τις λαϊκές αξίες). Η ανακάλυ­ψη των αλκαλοειδών, η χρήση των αναισθητικών, ο αποκαθαρμός της ασπιρίνης και της μορφίνης σάρω­σαν τις απόψεις των παπάδων σχετικά με τον πόνο σαν μια αναγκαία θεία τιμωρία.
 
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο χριστιανισμός προκάλεσε από μόνος του την δια­μαρτυρία που θα τον αποδυνάμωνε. Από τη στιγμή που πρόβαλε την έννοια της μακαριότητας — έστω και τοποθετώντας την στον ουρανό — απελευθέρωσε μια δυ­ναμική που θα στρεφόταν εναντίον του. (Ακόμα και οι Μακαρισμοί που καταγράφονται στα Ευαγγέλια συνδεδεμένοι με τα αναθέματα δεν είναι μια υπόσχεση γα­λήνης αλλά δικαιοσύνης. Καλούν σε ένα αναποδογύρισμα του κόσμου, αφήνουν μια ευκαιρία γι’ αυτούς που πέφτουν, για τους αποτυχημένους: οι ισχυροί θα γκρε­μιστούν από τα βάθρα τους, οι άθλιοι θα ανυψωθούν στην πρώτη σειρά.)
 
Η γνώση πως μια τέτοια κατάσταση τους περιμένει μετά θάνατον, κάνει τους ανθρώπους ανυπόμονους να τη γνωρίσουν λιγάκι εδώ κάτω. Γεννιέται μια πανίσχυ­ρη ελπίδα για καλύτερη ζωή, μια ελπίδα που αντλεί την δυναμικότητά της από τις ίδιες τις Γραφές. Οι άνθρω­ποι θέλουν να επισπεύσουν την συντέλεια του κόσμου, όταν ο Μεσσίας θα επιστρέφει και οι συσσωρευμένες δυστυχίες θα εξαφανιστούν μέσα σε μια χαρούμενη Αποκάλυψη· μετρούν τα χρόνια, τους αιώνες που τους χωρίζουν από το τέλος, και οι υπολογισμοί αυτοί φλο­γίζουν τα πνεύματα.
 
Από αυτή την άποψη, οι αιρετικοί ή οι χιλιαστές δεν είναι παρά βιαστικοί αναγνώστες που παίρνουν κατά γράμμα τα λόγια της Βίβλου και πι­στεύουν στο κυριολεκτικό τους νόημα. Βασίζονται στην αδιαλλαξία τού Ιησού για να αμφισβητήσουν τους απολιθωμένους τύπους του εκκλησιαστικού θεσμού. Το θέ­μα της ευτυχίας προέρχεται από τον χριστιανισμό, αλ­λά θα αναπτυχθεί ενάντια σε αυτόν. Καθώς είχε επισημάνει πρώτος ο Χέγκελ, η θρησκεία αυτή εμπεριέχει όλα τα σπέρματα του ξεπεράσματος της και της εξόδου από την θρησκευτικότητα.
 
Το βασικό της λάθος για τους ανθρώπους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού — που άλλωστε ήταν όλοι τους πιστοί — ήταν πως τύλιξε την δυστυχία μες στα πέπλα της ευγλωττίας, «αυτής της ευγλωττίας του σταυρού» που υπόσχεται την ανάσταση για να αποτρέψει τους ευλαβείς από το καθήκον να βελ­τιώσουν την γήινη ζωή τους. Κι επιπλέον, η λατρεία του πόνου και της θυσίας, καθώς θα το δείξει ο Νίτσε ανα­φορικά με τους Αρχαίους, δεν ανυψώνει τον άνθρωπο, αλλά τον βυθίζει μες στη σκληρότητα και την πικρία. Συνεπώς, σύμφωνα με το διάσημο ρητό του Καρλ Μαρξ, «καταργώντας την θρησκεία σαν ψευδαισθητική ευτυχία του λαού, σημαίνει πως απαιτείς την αληθινή ευτυχία του».
 
Η καθολική και η προτεσταντική σκληρότητα ασκούνταν απεγνωσμένα ενάντια στην ανθρώπινη φύ­ση και τις χαρές της. Με τον Διαφωτισμό, η ηδονή και η ευμάρεια επιτέλους θα αποκατασταθούν και ο πόνος θα απορριφθεί σαν ένας αρχαϊσμός. Θα μπορούσε κα­νείς να πιστέψει πως γύρισε μια σελίδα της ιστορίας. Όμως, αντίθετα, εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες.
 
Πασκάλ Μπρυκνέρ*, Η Αέναη Ευφορία
-----------------------
*Αμείλικτος αναλυτής των σύγχρονων ηθών και μυθολογιών, ο Πασκάλ Μπρυκνέρ επιτίθεται ενάντια στην «τρομοκρατία της ευτυχίας». Πώς μια θεμιτή και γενικώς αποδεκτή επιδίωξη κατέληξε να δηλητηριάσει τη ζωή μας; Η αέναη ευφορία είναι ένα φιλοσοφικό και λογοτεχνικό έργο γραμμένο με πολλή γνώση, πολλή ευφυΐα και πολύ μπρίο. Ένα συναρπαστικό δοκίμιο, μια ωδή στις μικρές χαρές της ζωής.