350 ἔασον, ὤ, τουτὶ τί ἦν; Ἄνδρες πονωπονηροί·
οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν χρηστοί γ᾽ ἔδρων οὐδ᾽ εὐσεβεῖς τάδ᾽ ἄνδρες.
Χ. ΓΕ. τουτὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει·
ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ.
Χ. ΓΥ. τί βδύλλεθ᾽ ἡμᾶς; οὔ τί που πολλαὶ δοκοῦμεν εἶναι;
355 καὶ μὴν μέρος γ᾽ ἡμῶν ὁρᾶτ᾽ οὔπω τὸ μυριοστόν.
Χ. ΓΕ. ὦ Φαιδρία, ταύτας λαλεῖν ἐάσομεν τοσαυτί;
οὐ περικατᾶξαι τὸ ξύλον τύπτοντ᾽ ἐχρῆν τιν᾽ αὐταῖς;
Χ. ΓΥ. θώμεσθα δὴ τὰς κάλπιδας χἠμεῖς χαμᾶζ᾽, ὅπως ἄν,
ἢν προσφέρῃ τὴν χεῖρά τις, μὴ τοῦτό μ᾽ ἐμποδίζῃ.
360 Χ. ΓΕ. εἰ νὴ Δί᾽ ἤδη τὰς γνάθους τούτων τις ἢ δὶς ἢ τρὶς
ἔκοψεν ὥσπερ Βουπάλου, φωνὴν ἂν οὐκ ἂν εἶχον.
Χ. ΓΥ. καὶ μὴν ἰδού· παταξάτω τις. στᾶσ᾽ ἐγὼ παρέξω,
κοὐ μή ποτ᾽ ἄλλη σου κύων τῶν ὄρχεων λάβηται.
Χ. ΓΕ. εἰ μὴ σιωπήσει, θενών σου ᾽κκοκκιῶ τὸ γῆρας.
365 Χ. ΓΥ. ἅψαι μόνον Στρατυλλίδος τῷ δακτύλῳ προσελθών.
Χ. ΓΕ. τί δ᾽, ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν;
Χ. ΓΥ. βρύκουσά σου τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ᾽ ἐξαμήσω.
Χ. ΓΕ. οὐκ ἔστ᾽ ἀνὴρ Εὐριπίδου σοφώτερος ποητής·
οὐδὲν γὰρ ὧδε θρέμμ᾽ ἀναιδές ἐστιν ὡς γυναῖκες.
370 Χ. ΓΥ. αἰρώμεθ᾽ ἡμεῖς θοὔδατος τὴν κάλπιν, ὦ Ῥοδίππη.
Χ. ΓΕ. τί δ᾽, ὦ θεοῖς ἐχθρά, σὺ δεῦρ᾽ ὕδωρ ἔχουσ᾽ ἀφίκου;
Χ. ΓΥ. τί δ᾽ αὖ σὺ πῦρ, ὦ τύμβ᾽, ἔχων; ὡς σαυτὸν ἐμπυρεύσων;
Χ. ΓΕ. ἐγὼ μὲν ἵνα νήσας πυρὰν τὰς σὰς φίλας ὑφάψω.
Χ. ΓΥ. ἐγὼ δέ γ᾽, ἵνα τὴν σὴν πυρὰν τούτῳ κατασβέσαιμι.
375 Χ. ΓΕ. τοὐμὸν σὺ πῦρ κατασβέσεις; Χ. ΓΥ. τοὔργον τάχ᾽ αὐτὸ δείξει.
Χ. ΓΕ. οὐκ οἶδά σ᾽ εἰ τῇδ᾽ ὡς ἔχω τῇ λαμπάδι σταθεύσω.
Χ. ΓΥ. εἰ ῥύμμα τυγχάνεις ἔχων, λουτρόν ‹γ᾽› ἐγὼ παρέξω.
Χ. ΓΕ. ἐμοὶ σὺ λουτρόν, ὦ σαπρά; Χ. ΓΥ. καὶ ταῦτα νυμφικόν γε.
Χ. ΓΕ. ἤκουσας αὐτῆς τοῦ θράσους; Χ. ΓΥ. ἐλευθέρα γάρ εἰμι.
380 Χ. ΓΕ. σχήσω σ᾽ ἐγὼ τῆς νῦν βοῆς. Χ. ΓΥ. ἀλλ᾽ οὐκέθ᾽ ἡλιάζει.
Χ. ΓΕ. ἔμπρησον αὐτῆς τὰς κόμας. Χ. ΓΥ. σὸν ἔργον, ὦχελῷε.
Χ. ΓΕ. οἴμοι τάλας. Χ. ΓΥ. μῶν θερμὸν ἦν;
Χ. ΓΕ. ποῖ θερμόν; οὐ παύσει; τί δρᾷς;
Χ. ΓΥ. ἄρδω σ᾽, ὅπως ἀμβλαστάνῃς.
385 Χ. ΓΕ. ἀλλ᾽ αὗός εἰμ᾽ ἤδη τρέμων.
Χ. ΓΥ. οὐκοῦν, ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν.
***
(Μπαίν᾽ η Κορυφαία, κυνηγημένη από κάποιον γέρο, που την αρπάζει από το ρούχο. Πίσω τους όλος ο Χορός των Γερόντων).
350 ΚΟΡ. ΓΥΝ. Πρόστυχε, κάτου τα ξερά σου! Κοίτα αλήτες! Τέτοια
φερσίματα κανένας τίμιος άντρας δεν τα κάνει!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Όλα τα περιμέναμε, μα κι όχι τέτοιο πράμα.
Έρχονται τσούρμο θηλυκά τις άλλες να βοηθήσουν!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μπα! Φοβηθήκατε; Πολλές μας βρίσκετε; Να ξέρεις
πως μάιδε καν το χιλιοστό δεν είμαστε ως τα τώρα!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Φαιδρία, θαν τις αφήσουμε να βγάζουν πήχη γλώσσα;
Άρπα κανέναν κόπανο και σπάσε τους την κόκα.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Κόφ᾽ το! Κι εμείς αφήνουμε κάτου τις στάμνες κι όποιος
κοτάει, ας κάνει πως σηκώνει τα βρομόχερά του.
360 ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ρε μά τον Δία, δε βρίσκεται κανείς ναν τους αστράψει
στη μούρη την αδιάντροπη δυο τρία χαστούκια χάσικα;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Εμπρός λοιπόν! Που του βαστά ας βαρέσει! Νά με! Στέκω!
Σα σκύλα δαγκανιάρ᾽ απ᾽ τ᾽ αχαμνά θα τον μαγκώσω!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Σκασμός! τι σου μαδάω μια-μια τις άσπρες σου τις τρίχες!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Αν σου βαστάει, αγγίξε με μόνο με το δαχτυλάκι!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Μωρ᾽ αν σε λιώσω στις μπουνιές, σαν τί μπορείς να κάνεις;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μ᾽ αυτά τα δόντια θα σου φάω κι άντερα και τζιγέρια!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Σοφός ποιητής άλλος δεν είναι από τον Ευριπίδη.
Σας λέει την πιο σιχαμερή σπορά της οικουμένης!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Σε μια απ᾽ όλες)
370 Ροδόπη, πάρτε του νερού τις στάμνες από χάμου.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Θεομπαίχτρα, τί σοφίστηκες με το νερό να κάνεις;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Και συ με τη φωτιά σου; Θες να κάψεις τον εαυτό σου;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Να κάψω τις αντάρτισσες, που τρέξατε βοηθοί τους.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Λοιπόν κι εγώ με το νερό θα σβήσω τη φωτιά σου.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Συ τη φωτιά μου; ΚΟΡ. ΓΥΝ. Θα το ιδείς και θα το μολογήσεις.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Έτσι, με το δαυλό μου αυτόν μου ᾽ρχεται να σε κάψω!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Του δείχνει τη στάμνα)
Έχεις σαπούνι, γέρο μου, μαζί σου, να σε λούσω;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Συ θα με λούσεις, ρε σαπίλα; ΚΟΡ. ΓΥΝ. Ναι! Λουτρό γαμπριάτικο.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γιά κοίτα θράσος! ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μάλιστα! Είμαι λεύτερη γυναίκα!
380 ΚΟΡ. ΓΕΡ. Θα σ᾽ το βουλώσω τώρα δα! ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μπας κι είσαι χωροφύλακας;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. (Στο δαυλό του)
Βάλε φωτιά στον κότσο της!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Στη στάμνα της)
Πνίξε τον, Αχελώε!
(Τον καταβρέχει)
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ώχου μου, του ζάβαλη!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μπας και ζεματίστηκες;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Περιπαίζεις κιόλας… Μα τί κάνεις;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Εξακολουθεί να τον καταβρέχει)
Σε ποτίζω να βλαστήσεις!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Είμαι ξεροκούτσουρο!… Σταμάτα!
Τρέμω σύγκορμος.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Αφού στα χέρια τη φωτιά βαστάς, άιντε ζεστάσου!
οὐ γάρ ποτ᾽ ἂν χρηστοί γ᾽ ἔδρων οὐδ᾽ εὐσεβεῖς τάδ᾽ ἄνδρες.
Χ. ΓΕ. τουτὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἡμῖν ἰδεῖν ἀπροσδόκητον ἥκει·
ἑσμὸς γυναικῶν οὑτοσὶ θύρασιν αὖ βοηθεῖ.
Χ. ΓΥ. τί βδύλλεθ᾽ ἡμᾶς; οὔ τί που πολλαὶ δοκοῦμεν εἶναι;
355 καὶ μὴν μέρος γ᾽ ἡμῶν ὁρᾶτ᾽ οὔπω τὸ μυριοστόν.
Χ. ΓΕ. ὦ Φαιδρία, ταύτας λαλεῖν ἐάσομεν τοσαυτί;
οὐ περικατᾶξαι τὸ ξύλον τύπτοντ᾽ ἐχρῆν τιν᾽ αὐταῖς;
Χ. ΓΥ. θώμεσθα δὴ τὰς κάλπιδας χἠμεῖς χαμᾶζ᾽, ὅπως ἄν,
ἢν προσφέρῃ τὴν χεῖρά τις, μὴ τοῦτό μ᾽ ἐμποδίζῃ.
360 Χ. ΓΕ. εἰ νὴ Δί᾽ ἤδη τὰς γνάθους τούτων τις ἢ δὶς ἢ τρὶς
ἔκοψεν ὥσπερ Βουπάλου, φωνὴν ἂν οὐκ ἂν εἶχον.
Χ. ΓΥ. καὶ μὴν ἰδού· παταξάτω τις. στᾶσ᾽ ἐγὼ παρέξω,
κοὐ μή ποτ᾽ ἄλλη σου κύων τῶν ὄρχεων λάβηται.
Χ. ΓΕ. εἰ μὴ σιωπήσει, θενών σου ᾽κκοκκιῶ τὸ γῆρας.
365 Χ. ΓΥ. ἅψαι μόνον Στρατυλλίδος τῷ δακτύλῳ προσελθών.
Χ. ΓΕ. τί δ᾽, ἢν σποδῶ τοῖς κονδύλοις; τί μ᾽ ἐργάσει τὸ δεινόν;
Χ. ΓΥ. βρύκουσά σου τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ᾽ ἐξαμήσω.
Χ. ΓΕ. οὐκ ἔστ᾽ ἀνὴρ Εὐριπίδου σοφώτερος ποητής·
οὐδὲν γὰρ ὧδε θρέμμ᾽ ἀναιδές ἐστιν ὡς γυναῖκες.
370 Χ. ΓΥ. αἰρώμεθ᾽ ἡμεῖς θοὔδατος τὴν κάλπιν, ὦ Ῥοδίππη.
Χ. ΓΕ. τί δ᾽, ὦ θεοῖς ἐχθρά, σὺ δεῦρ᾽ ὕδωρ ἔχουσ᾽ ἀφίκου;
Χ. ΓΥ. τί δ᾽ αὖ σὺ πῦρ, ὦ τύμβ᾽, ἔχων; ὡς σαυτὸν ἐμπυρεύσων;
Χ. ΓΕ. ἐγὼ μὲν ἵνα νήσας πυρὰν τὰς σὰς φίλας ὑφάψω.
Χ. ΓΥ. ἐγὼ δέ γ᾽, ἵνα τὴν σὴν πυρὰν τούτῳ κατασβέσαιμι.
375 Χ. ΓΕ. τοὐμὸν σὺ πῦρ κατασβέσεις; Χ. ΓΥ. τοὔργον τάχ᾽ αὐτὸ δείξει.
Χ. ΓΕ. οὐκ οἶδά σ᾽ εἰ τῇδ᾽ ὡς ἔχω τῇ λαμπάδι σταθεύσω.
Χ. ΓΥ. εἰ ῥύμμα τυγχάνεις ἔχων, λουτρόν ‹γ᾽› ἐγὼ παρέξω.
Χ. ΓΕ. ἐμοὶ σὺ λουτρόν, ὦ σαπρά; Χ. ΓΥ. καὶ ταῦτα νυμφικόν γε.
Χ. ΓΕ. ἤκουσας αὐτῆς τοῦ θράσους; Χ. ΓΥ. ἐλευθέρα γάρ εἰμι.
380 Χ. ΓΕ. σχήσω σ᾽ ἐγὼ τῆς νῦν βοῆς. Χ. ΓΥ. ἀλλ᾽ οὐκέθ᾽ ἡλιάζει.
Χ. ΓΕ. ἔμπρησον αὐτῆς τὰς κόμας. Χ. ΓΥ. σὸν ἔργον, ὦχελῷε.
Χ. ΓΕ. οἴμοι τάλας. Χ. ΓΥ. μῶν θερμὸν ἦν;
Χ. ΓΕ. ποῖ θερμόν; οὐ παύσει; τί δρᾷς;
Χ. ΓΥ. ἄρδω σ᾽, ὅπως ἀμβλαστάνῃς.
385 Χ. ΓΕ. ἀλλ᾽ αὗός εἰμ᾽ ἤδη τρέμων.
Χ. ΓΥ. οὐκοῦν, ἐπειδὴ πῦρ ἔχεις, σὺ χλιανεῖς σεαυτόν.
***
(Μπαίν᾽ η Κορυφαία, κυνηγημένη από κάποιον γέρο, που την αρπάζει από το ρούχο. Πίσω τους όλος ο Χορός των Γερόντων).
350 ΚΟΡ. ΓΥΝ. Πρόστυχε, κάτου τα ξερά σου! Κοίτα αλήτες! Τέτοια
φερσίματα κανένας τίμιος άντρας δεν τα κάνει!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Όλα τα περιμέναμε, μα κι όχι τέτοιο πράμα.
Έρχονται τσούρμο θηλυκά τις άλλες να βοηθήσουν!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μπα! Φοβηθήκατε; Πολλές μας βρίσκετε; Να ξέρεις
πως μάιδε καν το χιλιοστό δεν είμαστε ως τα τώρα!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Φαιδρία, θαν τις αφήσουμε να βγάζουν πήχη γλώσσα;
Άρπα κανέναν κόπανο και σπάσε τους την κόκα.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Κόφ᾽ το! Κι εμείς αφήνουμε κάτου τις στάμνες κι όποιος
κοτάει, ας κάνει πως σηκώνει τα βρομόχερά του.
360 ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ρε μά τον Δία, δε βρίσκεται κανείς ναν τους αστράψει
στη μούρη την αδιάντροπη δυο τρία χαστούκια χάσικα;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Εμπρός λοιπόν! Που του βαστά ας βαρέσει! Νά με! Στέκω!
Σα σκύλα δαγκανιάρ᾽ απ᾽ τ᾽ αχαμνά θα τον μαγκώσω!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Σκασμός! τι σου μαδάω μια-μια τις άσπρες σου τις τρίχες!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Αν σου βαστάει, αγγίξε με μόνο με το δαχτυλάκι!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Μωρ᾽ αν σε λιώσω στις μπουνιές, σαν τί μπορείς να κάνεις;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μ᾽ αυτά τα δόντια θα σου φάω κι άντερα και τζιγέρια!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Σοφός ποιητής άλλος δεν είναι από τον Ευριπίδη.
Σας λέει την πιο σιχαμερή σπορά της οικουμένης!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Σε μια απ᾽ όλες)
370 Ροδόπη, πάρτε του νερού τις στάμνες από χάμου.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Θεομπαίχτρα, τί σοφίστηκες με το νερό να κάνεις;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Και συ με τη φωτιά σου; Θες να κάψεις τον εαυτό σου;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Να κάψω τις αντάρτισσες, που τρέξατε βοηθοί τους.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Λοιπόν κι εγώ με το νερό θα σβήσω τη φωτιά σου.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Συ τη φωτιά μου; ΚΟΡ. ΓΥΝ. Θα το ιδείς και θα το μολογήσεις.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Έτσι, με το δαυλό μου αυτόν μου ᾽ρχεται να σε κάψω!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Του δείχνει τη στάμνα)
Έχεις σαπούνι, γέρο μου, μαζί σου, να σε λούσω;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Συ θα με λούσεις, ρε σαπίλα; ΚΟΡ. ΓΥΝ. Ναι! Λουτρό γαμπριάτικο.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Γιά κοίτα θράσος! ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μάλιστα! Είμαι λεύτερη γυναίκα!
380 ΚΟΡ. ΓΕΡ. Θα σ᾽ το βουλώσω τώρα δα! ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μπας κι είσαι χωροφύλακας;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. (Στο δαυλό του)
Βάλε φωτιά στον κότσο της!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Στη στάμνα της)
Πνίξε τον, Αχελώε!
(Τον καταβρέχει)
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ώχου μου, του ζάβαλη!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Μπας και ζεματίστηκες;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Περιπαίζεις κιόλας… Μα τί κάνεις;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. (Εξακολουθεί να τον καταβρέχει)
Σε ποτίζω να βλαστήσεις!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Είμαι ξεροκούτσουρο!… Σταμάτα!
Τρέμω σύγκορμος.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Αφού στα χέρια τη φωτιά βαστάς, άιντε ζεστάσου!