Ο καθαρμός με το νερό είναι συνυφασμένος και με την άλλη ακραία στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, τον θάνατο.
Είναι γνωστό ότι καθήκον των γυναικών της οικογένειας ήταν να πλύνουν το σώμα του νεκρού. Για παράδειγμα, η Εκάβη, όταν έμαθε τον χαμό της Πολυξένης, γύρισε σε μια βάγια της γριά και της λέει:
«κι εσύ μια σταμνούλα πάρε,
στο γιαλό βύθα την, φερ' την γεμάτη,
το στερνό λούσιμο απ' εμέ να λάβει η κόρη,
η νύφη η ανύμφευτη κι η απάρθενη παρθένα».
(Ευρ. Εκάβη 609-614)
Ο Οιδίποδας, όταν έρχεται η στιγμή του θανάτου του,
«βγάζει
τα καταλερωμένα του τα ρούχα
και κράζοντας τις κόρες του ζητάει
για καθαρμό και για χοές να φέρουν
τρεχούμενο νερό. Και κείνες τρέξαν
στης καλλίχλωρης Δήμητρας το λόφο
αντίκρυ, κι ό,τι ζήτησε ο γονιός τους
το φέρανε κι αμέσως τόνε λούσαν
και τον έντυσαν κατά τη συνήθεια».
(Σοφ. Οιδ. στον Κολ. 1599-1603)
Η Αντιγόνη ζητά να πλύνει τον Πολυνείκη, ο Κρέων από την Ιοκάστη να πλύνει τον νεκρό του γιο (Ευρ., Φοίν. 1667, 1319), ο Αχιλλέας παραγγέλνει στις δούλες να λούσουν και να χρίσουν τον νεκρό Έκτορα (Ιλ., Ω 580, 588). Σας έλουσα, σας στόλισα με «αγνό λουτρό», λέει η Αντιγόνη στους νεκρούς της (Σοφ. Αντ. 901, 1201). το ίδιο λέει και η Ηλέκτρα για τον νεκρό πατέρα της - λουτροῖς σ' ἐκόσμησα (Σοφ. Ηλέκτρα 1139). Σε κάποιες περιπτώσεις, το έργο αναλαμβάνουν άνδρες -τον Πάτροκλο οι σύντροφοί του (Ιλ., Σ 343, 350)- ή θεοί -ο ίδιος ο Απόλλωνας έλουσε τον Σαρπηδόνα στου ποταμού τα ρεύματα ύστερα από εντολή του Δία (Ιλ. Π 669, 679). Ο Σωκράτης, πριν πάρει το κώνειο, πλύθηκε μόνος του για να απαλλάξει τις γυναίκες (Φαίδων, 115a-116a-b)· το ίδιο και η Άλκηστη που καθάρθηκε με νερό ποταμίσιο, στόλισε τους βωμούς με κλαδιά μυρτιάς και αποχαιρέτησε το νυφικό κρεβάτι (Ευρ., Άλκ. 159-160). Όταν ο Αίας δηλώνει (654-5) ότι σκοπεύει να εξαγνιστεί με νερό, εκ πρώτης όψεως αναφέρεται σε απλό εξαγνισμό, μάλλον όμως εννοεί το νεκρικό λουτρό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στον Σοφοκλή η λέξη λουτρά αναφέρεται πάντα (με μία εξαίρεση) στις νεκρικές χοές ή στο λουτρό του νεκρού. Ο Οιδίποδας στον Οιδ. Κολ. δέχεται νεκρικά λουτρά όντας ακόμη ζωντανός (1599, 1602).
Όταν στη ραψωδία Ζ η Ανδρομάχη επέστρεψε, με υπόδειξη του Έκτορα στο σπίτι τους, κίνησε το μοιρολόγι ανάμεσα στις θεραπαινίδες, «κι έκλαιγαν τον Έκτορα ζωντανό μες στο σπίτι του, / γιατί δεν έλπιζαν πια να τον δουν να γυρίζει ζωντανός από τον πόλεμο» (499-502). Στη ραψωδία Χ, την ώρα που η Ανδρομάχη άκουσε τις κραυγές που την έκαναν να ορμήσει έξω από το σπίτι σαν μαινάδα και να τρέξει στο τοίχος, καθόταν στον αργαλειό της υφαίνοντας δίπλακα, και είχε πει στις βάγιες να ετοιμάζουν λουτρό να λουστεί ο Έκτορας όταν θα γύριζε από τη μάχη (Χ 440-444). Οι δραστηριότητες αυτές σε συνδυασμό με το μοιρολόγι νωρίτερα παραπέμπουν σε συνήθεις ασχολίες των γυναικών σε περίπτωση θανάτου: οι γυναίκες του σπιτιού, ιδίως η σύζυγος, ύφαιναν το σάβανο και έλουζαν τον νεκρό.
Το λουτρό του νεκρού είναι καθήκον κυρίως της γυναίκας του, όπως και η περιστολή (νεκροστολισμός) και η στέψη του νεκρού, και αποτελεί έκφραση αγάπης που έχει σκοπό να μετριάσει την ωμότητα του θανάτου και να επιβάλει ευταξία στη φυσική διαδικασία της αποσύνθεσης (Το φονικό λουτρό που ετοιμάζει η Κλυταιμήστρα για τον Αγαμέμνονα που μόλις έχει επιστρέψει από την Τροία εξομοιώνεται παραδόξως με το τελετουργικό λουτρό που η στοργική σύζυγος προσφέρει στον ήδη νεκρό άνδρα της. Αλλά και το λουτρό που ζήτησε η Ανδρομάχη να ετοιμάσουν οι θεράπαινες για τον Έκτορα όταν θα γυρνούσε από τη μάχη, αποδεικνύεται νεκρικό, καθώς ο Έκτορας σκοτώνεται (Χ 442-446)). Το λουτρό όμως δεν περιορίζεται στο πλύσιμο του νεκρού αλλά και του τάφου του, είτε πρόκειται για δημόσιες ταφές είτε για ιδιωτικές. Ο άρχοντας της πόλης των Πλαταιών, στο ετήσιο μνημόσυνο για τους νεκρούς της ομώνυμης μάχης στους περσικούς πολέμους, «παίρνει νερό από τη βρύση, ραντίζει ο ίδιος τις στήλες των τάφων και τις αλείφει με μύρο» (Πλούτ. Αριστ. 21) (Σύμφωνα με το τελετουργικό, ο άρχοντας, που εκείνη την ημέρα ντύνεται με κόκκινο χιτώνα ενώ όλες τις άλλες μέρες με λευκό, παίρνει μια στάμνα από το αρχειοφυλάκιο και πηγαίνει στην πόλη περνώντας μέσα από την πόλη). Στις ιδιωτικές ταφές οι συγγενείς χύνουν νερό στον τάφο και μιλούν για το λουτρό των νεκρών, ιδίως των άγαμων που ο μόνος γάμος που θα γιόρταζαν θα ήταν με τον Άδη· ο θάνατος του Πατρόκλου παραβάλλεται με τον θάνατο ενός νυμφίου (Ψ 223) -ο γάμος ήταν μια σπουδαία κοινωνική λειτουργία και το τελετουργικό του έπρεπε να διατηρηθεί ακόμη και στην περίπτωση του θανάτου. Κατά τον Δημοσθένη οι τάφοι των άγαμων νέων αναγνωρίζονταν από ένα αγγείο που το ονομάζει λουτροφόρο (Προς Λεωχ. 18. 30), ενώ οι στάχτες του νεκρού τοποθετούνται μέσα σε υδρίες. Λουτροφόρος όμως λεγόταν για τον Παυσανία η παρθένος ιέρεια της Αφροδίτης στη Σικυώνα (Β, 10, 4), ενώ γνωστή είναι από την αγγειογραφία η παρθένος που μεταφέρει το νερό με το δοχείο πάνω στο κεφάλι, η υδριαφόρος. «Είναι πιθανή μια πιο γενική χρήση της ονομασίας λουτροφόρος: ένα αγγείο για τα λουτρά, το νερό για το λούσιμο», είτε πρόκειται για τον μελλόνυμφο είτε για τον άγαμο νεκρό. Συνηθισμένες, εξάλλου, είναι η απεικόνιση νεκρικών σκηνών σε λουτροφόρους.
Οπωσδήποτε το νερό έχει ιδιαίτερη σημασία για τους νεκρούς που είναι πάντα διψασμένοι, γι' αυτό και οι προσφορές προς αυτούς είναι υγρές: μέλι, κρασί, νερό, γάλα, λάδι. Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα:
«άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι».
(Οδ. κ 517-520)
Και ο Οδυσσέας θα επαναλάβει τη διαδικασία στην αφήγηση που κάνει στο παλάτι του Αλκίνοου:
«Τράβηξα τότε απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου
κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι».
(Οδ. λ 24-28)
«Κρατάω εδώ καθάριο άσπρο γάλα
αρμεγμένο από άζευχτη ιερή αγελάδα
και μέλι ολόξανθο, από μέλισσα δουλεύτρα
και κατακάθαρο νερό πηγής παρθένας»
λέει η βασίλισσα στους Πέρσες του Αισχύλου (610-613). Στο άλσος των Ευμενίδων ο Οιδίποδας θα πρέπει να προσφέρει χοές στις Ευμενίδες με νερό που θα φέρει από αστείρευτη πηγή, να στεφανώσει κρατήρες που βρίσκονται στο Ιερό με νιόκοπο μαλλί νεαρής αρνάδας και να τους γεμίσει με νερό και μέλι, κρασί μη βάλεις, υποδεικνύουν στον Οιδίποδα, να αδειάσει νερό καθάριο τρεις φορές απ' το καθένα κι όλο από τον τρίτο προς τη δύση, ενώ ο ίδιος στρέφει στην ανατολή, να σκορπίσει κλαδιά ελιάς εκεί που η γη δέχθηκε τη χοή, να προσευχηθεί και να αναχωρήσει χωρίς να κοιτάξει πίσω (Σοφ. Οιδ. Κ. 466-492). Στην Αίγυπτο, αλλά και στη Ρώμη, υπάρχει σε επιγραφές η στερεότυπη φράση είθε ο Όσιρις να σου δώσει το δροσερό νερό, και είναι γνωστό ότι η λατρεία του Όσιρι συνδέεται με τους νεκρούς. Εξάλλου, και οι τόποι διάβασης των νεκρών είναι υγροί, ενώ η Ίσις λέει στον Λούκιο Απουλήιο:
«Και όταν θα έχεις συμπληρώσει τον κύκλο της ζωής σου και κατέβεις στον κάτω κόσμο, θα με βρεις στον υπόγειο θάλαμο να λάμπω στο σκοτάδι του Αχέροντα και να βασιλεύω στα ενδότατα τμήματα του Στυγός»
Ο καθαρμός με το νερό είναι απαραίτητη προϋπόθεση και για τη μετά θάνατο ζωή. Πολλοί άνθρωποι, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, φαντάζονται ότι κάποιου είδους μυήσεις και καθαρμοί θα βοηθήσουν. πιστεύουν ότι, αφού εξαγνισθούν, θα εξακολουθούν να διασκεδάζουν και να χορεύουν στον Άδη, σε τόπους γεμάτους λαμπρότητα, καθαρό αέρα και φως (Οὐδέ ζῆν, 1105b). Αντίθετα, οι μη μυημένοι μεταφέρουν στον Άδη νερό με κόσκινο σε έναν τρύπιο πίθο, όπως δείχνει η αγγειογραφία (πίθος των Δαναΐδων). Είναι εξάλλου γνωστό ότι ο νεκρός περνά από την Αχερουσία λίμνη για να κατέβει στον κάτω κόσμο και ότι με την άφιξή του ο νεκρός πίνει από το νερό της Λήθης, λησμονώντας όσα γνώρισε στη γη. Αντίθετα, για τους ορφικούς* ο νεκρός πίνει από τη λίμνη της Μνημοσύνης εξασφαλίζοντας μια «βακχική» ζωή μετά θάνατον.
Ο καθαρμός όμως δεν αφορά μόνο στον ίδιο τον νεκρό αλλά και στο σπίτι του και σε όσους θα συμμετάσχουν στο πένθος με οποιονδήποτε τρόπο. Μια επιγραφή από το δεύτερο μισό 5ου αιώνα π.Χ. από την Ιουλίδα της Κέας (ανοιχτά των ακτών της Αττικής) δίνει πληροφορίες για τις ταφές, διασώζοντας πολύ αρχαιότερες νομικές διατάξεις, επηρεασμένες ίσως από τη σολώνεια νομοθεσία. Ανάμεσα στα άλλα αναγράφεται και το εξής: Απαγορεύεται να χύνουν νερό έξω από το σπίτι. Την επομένη, όμως, της ταφής (τρίτη μετά τον θάνατο) ένας ελεύθερος άνδρας πρέπει να εξαγνίσει το σπίτι πρώτα με θαλασσινό νερό** -θαλασσινό γιατί είναι λιγότερο ευπρόσβλητο από μολύνσεις- και έπειτα, αφού σκορπίσει χώμα, με γλυκό νερό. Μετά τον εξαγνισμό μπορεί να γίνει θυσία στους εφέστιους θεούς. Σε όλη τη διάρκεια του πένθους ένα αγγείο τοποθετείται έξω από την πόρτα του σπιτιού του νεκρού, προειδοποίηση για το μίασμα, γεμάτο με νερό. Καθένας που επισκεπτόταν το σπίτι κατά την έξοδό του εξαγνιζόταν από αυτό.
«Ὁπότε τις ἀποθάνοι, πρὸ τῶν πυλῶν γάστρας πληροῦντες ὓδατος ἐτίθεσαν καὶ κλάδους δάφνης, ἳνα οἱ ἐξιόντες περιρραίνοντο· ἐκάλουν δὲ τὰ τοιαῦτα ὂστρακα Δωριεῖς μὲν κύμβαλα, Αθηναῖοι δὲ ἀρδάνια».
(Σχόλιο στους στ. 98-99 από την Άλκηστη του Ευριπίδη)
Στο Γάμβρειον (κοντά στην Πέργαμο) ταφικές διατάξεις καταγράφηκαν τον 3ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με αυτές ο επόπτης των γυναικών (γυναικονόμος) προσεύχεται κατά τους καθαρμούς πριν από τα Θεσμοφόρια, για την ευδαιμονία των γυναικών που τηρούν τους κανόνες και για την κακοδαιμονία όσων τους παραβαίνουν. Οι ασεβείς προς τους κανόνες γυναίκες απαγορεύεται να συμμετέχουν στις θυσίες προς τους θεούς για δέκα χρόνια.
Ποια όμως ήταν η απαρχή αυτών των τελετουργικών στην Αθήνα; Είναι πολύ πιθανό ότι ανάγονται στον Επιμενίδη τον Κρήτα, ο οποίος στη διάρκεια μιας εσωτερικής κρίσης*** στην Αθήνα, που εκδηλώθηκε με διχόνοια και βιαιοπραγίες εκ μέρους και των δύο πλευρών, κλήθηκε στην πόλη. Ο Επιμενίδης εισήγαγε ορισμένους τελετουργικούς κανόνες με τους οποίους ανάγκαζε τους Αθηναίους να είναι πιο συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις πένθους, ώστε να μην προκαλείται ανταποδοτική βία (Ο Seaford έδειξε ότι ο θάνατος και οι εκδηλώσεις πένθους προς τιμή του νεκρού, ειδικά αν ο θάνατός του ήταν προϊόν βίας, λειτουργούσαν αφενός ενοποιητικά προς τα μέλη του οίκου στον οποίο ανήκε ο νεκρός, ενισχύοντας τους δεσμούς αλληλεγγύης, αφετέρου όμως η δημόσια επίδειξη του πένθους προκαλούσε κινητοποιήσεις εναντίον του οίκου στον οποίο ανήκε ο φονιάς (Seaford, 2003, 133-304)). Εισήγαγε θυσίες στις νεκρώσιμες τελετουργίες και κατήργησε τις έντονες, τραχείς, βαρβαρικές εκδηλώσεις πένθους από την πλευρά των γυναικών:
«καὶ γὰρ εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, θυσίας τινὰς εὐθὺς ἀναμείξας πρὸς τὰ κήδη, καὶ τὸ σκληρὸν ἀφελὼν καὶ τὸ βαρβαρικόν, ᾧ συνείχοντο πρότερον αἱ πλεῖσται γυναίκες». (Πλούτ., Ηθ. 12.8-9)
Το σημαντικότερο όμως, όπως επισημαίνει ο Πλούταρχος, είναι ότι καθιέρωσε στην πόλη εξαγνισμούς και καθαρμούς και επέβαλε την ανέγερση θρησκευτικών κτισμάτων, καλλιεργώντας την υπακοή στο δίκαιο και την κλίση στην ομοψυχία:
«τὸ δὲ μέγιστον· ἱλασμοῖς τισι καὶ καθαρμοῖς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας (Κατοργιάζειν = μυώ τελετουργικά στα μυστήρια) καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν, ὑπήκοον τοῦ δικαίου καὶ μᾶλλον εὐπειθῆ πρὸς ὁμόνοιαν κατέστησε».(Πλούτ., Ηθ. 12.9 -10) (Βλ. και Αριστοτ. Αθ. Πολ. 1· Διογ. Λαέρτ. 1.110. Το πρώτο σωζόμενο τμήμα της Αθηναίων Πολιτείας συνδέει τον εξαγνισμό της Αθήνας από τον Επιμενίδη με την εξορία των Αλκμαιωνιδών, νεκρών και ζωντανών. Πρβλ. Rhodes 1981, σ. 84)
Δεν υπάρχει πηγή που να μην είναι ιερή, σημειώνει ο γραμματικός του 4ου αι. μ.Χ. Σέρβιος (Ad Ae. VII, 84), ενώ οι κατ' εξοχήν ιεροί ποταμοί ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν τις εκβολές τους στη θάλασσα. Ο Ησίοδος παραγγέλνει ότι δεν πρέπει κανείς να κολυμπά στο βγάλμα των ποταμών που χύνονται στη θάλασσα μήτε στις πηγές … γιατί δεν είναι τούτο προς καλού του ούτε εκεί να κατουρά (Έργα και Ημέραι 757-759). Διάχυτη ήταν η αντίληψη ότι μέσα στις λεκάνες είναι επιτρεπτό το καθαρό. Για μια ρωγμή στην Ολυμπία έλεγαν ότι εκεί διέρρευσαν τα νερά του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα· εκεί πρέπει να έχυναν και το νερό που έφερναν. Αντίστοιχα, στην ιερή πολιτεία της Συρίας ο Δευκαλίωνας έστησε πάνω από το χάσμα που κατάπιε τα νερά του κατακλυσμού ιερό για την Ήρα και εκεί τελείται το εξής τελετουργικό: Δυο φορές τον χρόνο φέρνουν από τη θάλασσα νερό στον ναό που το χύνουν πρώτα μέσα στον ναό και ύστερα πέφτει στο χάσμα… (Λουκ., Περί της Συρίας Θεάς, 13). Στους Δελφούς η πηγή Κασσοτίς έρρεε μέσα στο ίδιο το Ιερό του Απόλλωνα, ενώ η Κασταλία πήγαζε από ένα άνοιγμα του βράχου εκεί κοντά. Πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών το πιο σημαντικό στοιχείο λατρείας ήταν η «θάλασσα», μια μικρή ποσότητα αλμυρού νερού σε ένα κοίλωμα του βράχο (συμβολισμός του βάθους). Αλλά οι λεκάνες, τα κοιλώματα, τα σπήλαια, αποτελούν και τη δίοδο για τον κάτω κόσμο ή προς τον πάνω κόσμο. Για παράδειγμα, στα λιβάδια της Έννας που βρίσκεται στη μέση της Σικελίας, γι' αυτό και μερικοί το αποκαλούν 'ομφαλό' της Σικελίας, υπάρχουν εκεί κοντά άλση και γύρω τους έλη και ένα μεγάλο σπήλαιο με ένα χάσμα που κατεβαίνει βαθιά στη γη και βλέπει κατά τον βορρά. Μέσα από αυτό, λένε οι μύθοι, ανέβηκε ο Πλούτων με το άρμα του και άρπαξε την Κόρη (Διόδωρος, V, 3, 3). Αλλά και οι δεξαμενές για τον καθαρμό είναι φτιαγμένες χαμηλά. Για παράδειγμα, στα ανάκτορα της Κνωσσού οι δεξαμενές καθαρμών βρίσκονται χαμηλότερα από το επίπεδο των γύρω δωματίων. είναι χωρισμένες με μια σειρά κιόνων και η πρόσβαση γίνεται με μια σκάλα. Στο Άργος, στο εσωτερικό ενός μεγάλου ναού τροφοδοτούμενου από ένα υδραγωγείο -μετατράπηκε σε Σεράπειον-Ασκληπιείον γύρω στο 100 π.Χ.- υπήρχε άφθονο νερό, το καθαρτήριο που ήταν εγκλωβισμένο στην κρύπτη κάτω από το ιερό, και προοριζόταν για τους ιερείς, και το θεραπευτικό στη στέρνα της αυλής για τους πιστούς. O Παυσανίας παραδίδει ότι η ανάβαση στο ναό του Ασκληπιού στην Πέργαμο προϋπέθετε λουτρό κάτω στον ποταμό Κάικο (V, 13, 3).
Πολλά ιερά έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες πηγές και πηγάδια -στην Ιλιάδα υπάρχει μια αναφορά στη βρύση κοντά στους βωμούς της Αυλίδας (Β, 305-307)- κυρίως όσα ανήκουν στις γυναικείες θεότητες που είναι συνδεδεμένες με το λουτρό, δηλαδή σε όλες τις Ολύμπιες θεές**** πλην της Εστίας. Από την πλευρά των αρσενικών θεοτήτων το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο στα ιερά του Απόλλωνα, του μαντικού θεού που κατέλαβε τη θέση της Γης στο μαντείο των Δελφών (Ο Ησίοδος περιγράφει τη Γη σαν προφήτισσα (Θεογονία 626, 891))· του Ποσειδώνα που είναι θεότητα διττή, χθόνια και θαλασσινή, όπως φανερώνεται από τα επίθετα που του αποδίδονται -Πελάγιος και Πελαγαίος αλλά και Γαίης Κινητήρ, Γαιήοχος, Μοχλευτήρ, Σεισίχθων, Δαμασίχθων, Ελασίχθων, Ενοσίγαιος κτλ., σύζυγος της Δας, της Γης, συγκυρίαρχος των Δελφών μαζί της πριν από την έλευση του Απόλλωνα, σύζυγος της Δήμητρας, αλλά και θεοτήτων θαλασσινών, της Αμφιτρίτης και της Αλίας/Λευκοθέας, γνωστός ήδη από τις πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου. του παλαιότατου θεού Διόνυσου με την ιδιότυπη σχέση με την αθανασία και το υγρό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλον -υγρό στοιχείο και θάλασσα θεωρούνται γενικά ο προθάλαμος των νεκρών.
------------------------------
*Οι ορφικοί για τη ζωή μετά τον θάνατο
«Πες: «είμαι παιδί της Γης και του έναστρου Ουρανού.
Στέγνωσα από τη δίψα και πεθαίνω. Γι' αυτό δώστε μου γρήγορα
κρύο νερό, απ' αυτό που κυλάει απ' της Μνημοσύνης τη λίμνη».
Κι οι βασιλιάδες που είναι κάτω από τη γη θα σε σπλαχνιστούν,
και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης.
Και δρόμο παίρνεις πολυσύχναστο, δρόμο ιερό,
που κι άλλοι μύστες και βακχευτές ξεακουστοί πορεύονται».
(Kirk, απ. 29)
**Θαλασσινό νερό και καθαρμός
Θαλασσινό νερό χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις θανάτου και λοιμού, οπότε τα αποπλύματα πετιούνται στη θάλασσα, για να μην υπάρχει περίπτωση κανείς να τα πατήσει. Ο Τειρεσίας, για παράδειγμα, παραγγέλνει να καούν τα φίδια που έπνιξε ο Ηρακλής στην κούνια του, να πεταχτεί η στάχτη στον ποταμό και η κάμαρη να πλυθεί με αλμυρό νερό (Θεόκρ. Ειδύλλια, 24, 97-98). Για τον λοιμό που έστειλε ο Απόλλωνας στο στρατόπεδο των Αχαιών για την προσβολή που έγινε στον ιερέα του τον Χρύση,
«ο Ατρείδης να καθαρισθούν παράγγειλε τα πλήθη·
κι εκείνοι εκαθαρίζονταν και τ' αποπλύματα όλα
έριχναν μες στην θάλασσαν».
(Ιλ., Α 313-315)
***Κρίση και καθαρμός στην Αθήνα
Πρόκειται για τη σύγκρουση που προκλήθηκε, όταν στη δεκαετία του 630 ή του 620 π.Χ. ο ολυμπιονίκης Κύλων επιχείρησε να γίνει τύραννος των Αθηνών. Το πραξικόπημα απέτυχε και οι συνωμότες κατέφυγαν στην Ακρόπολη, την οποία πείσθηκαν να εγκαταλείψουν για να παραπεμφθούν σε δίκη αλλά τελικά δολοφονήθηκαν, γιατί θεωρήθηκε ότι η Αθηνά δεν είχε δεχθεί την ικεσία τους, μια και κατεβαίνοντας, το σχοινί που τους συνέδεε με το είδωλο της Αθηνάς έσπασε. Ευθύνες γι' αυτό καταλογίσθηκαν στο γένος των Αλκμαιωνιδών, οι οποίοι θεωρήθηκαν εναγείς (μιασμένοι) -μπορεί κάποιος να μιανθεί από νεκρό είτε λόγω της συγγενικής σχέσης μαζί του είτε λόγω της σωματικής επαφής με αυτόν- και καταδικάστηκαν σε εξορία. Τότε εκδηλώθηκε παρατεταμένη πολιτική και θρησκευτική κρίση και συγκρούσεις ανάμεσα στους επιζώντες οπαδούς του Κύλωνα και στους Αλκμαιωνίδες που δίχασε τον λαό, ενώ η πόλη ταλανίστηκε από φόβους, φαντάσματα και μιάσματα:
Τὸ δὲ Κυλώνειον ἄγος ἤδη μὲν ἐκ πολλοῦ διετάραττε τὴν πόλιν, ἐξ οὗ τοὺς συνωμότας τοῦ Κύλωνος ἱκετεύοντας τὴν θεὸν Μεγακλῆς ὁ ἄρχων ἐπὶ δίκῃ κατελθεῖν ἔπεισεν· ἐξάψαντας δὲ τοῦ ἕδους κρόκην κλωστὴν καὶ ταύτης ἐχομένους, ὡς ἐγένοντο περὶ τὰς σεμνὰς θεὰς καταβαίνοντες, αὐτομάτως τῆς κρόκης ῥαγείσης, ὥρμησε συλλαμβάνειν ὁ Μεγακλῆς καὶ οἱ συνάρχοντες, ὡς τῆς θεοῦ τὴν ἱκεσίαν ἀπολεγομένης· καὶ τοὺς μὲν ἔξω κατέλευσαν, οἱ δὲ τοῖς βωμοῖς προσφυγόντες ἀπεσφάγησαν· μόνοι δ' ἀφείθησαν οἱ τὰς γυναῖκας αὐτῶν ἱκετεύσαντες. Ἐκ τούτου δὲ κληθέντες ἐναγεῖς ἐμισοῦντο· καὶ τῶν Κυλωνείων οἱ περιγενόμενοι πάλιν ἦσαν ἰσχυροί, καὶ στασιάζοντες ἀεὶ διετέλουν πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ Μεγακλέους. Ἐν δὲ τῷ τότε χρόνῳ τῆς στάσεως ἀκμὴν λαβούσης μάλιστα καὶ τοῦ δήμου διαστάντος φόβοι τινὲς ἐκ δεισιδαιμονίας ἅμα καὶ φάσματα κατεῖχε τὴν πόλιν, οἵ τε μάντεις ἄγη καὶ μιασμοὺς δεομένους καθαρμῶν προφαίνεσθαι διὰ τῶν ἱερῶν ἠγόρευον. Οὕτω δὴ μετάπεμπτος αὐτοῖς ἧκεν ἐκ Κρήτης Ἐπιμενίδης ὁ Φαίστιος, ὃν ἕβδομον ἐν τοῖς σοφοῖς καταριθμοῦσιν ἔνιοι τῶν οὐ προσιεμένων τὸν Περίανδρον. Ἐδόκει δέ τις εἶναι θεοφιλὴς καὶ σοφὸς περὶ τὰ θεῖα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν. (Πλούτ., Σόλ. 12.1-6)
Το άγος και η εξορία επεκτάθηκε και στις κατοπινές γενιές των Αλκμαιωνιδών, ενώ τα οστά των νεκρών τους τα ξέθαψαν και τα πέταξαν έξω από τα σύνορα της χώρας, με αποτέλεσμα οι υποστηρικτές των Αλμαιωνιδών να μην έχουν πια μνήματα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως εστίες της αλληλεγγύης που απαιτείται για πράξεις βίας. Υποστηρίχτηκε μάλιστα ότι η απαγόρευση του ενταφιασμού εντός των τειχών, που ο Κικέρων μνημονεύει ως αρχαίο θέσμιο πρέπει να συσχετιστεί με τον καθαρμό των Αθηνών από το Κυλώνειο άγος.
****Ιερά θεαινών και υδάτινο στοιχείο
Ο Walter Burkert επισημαίνει ότι περισσότερα είναι τα ιερά της Δήμητρα που συνδέονται με νερά (Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, σ. 196). Αντίθετα, η Υvette Morizot (1994) και ο René Ginouvès (1994) επισημαίνουν τη σύνδεση της Άρτεμης με το νερό, την οποία συγκεκριμενοποιούν μέσα από μια εξέταση ιερών με πηγές, πηγάδια, λίμνες, έλη, επισημαίνοντας τη γονιμοποιοό ενέργεια του νερού στιε ισροτελεστίες μύησης, κυρίως τις προγαμιαίες, αλλά και σε κάθε είδους μιάσματα.
Η δική μας η έρευνα έδειξε ότι πράγματι στα ιερά της Άρτεμης είναι ιδιαίτερα φανερή η παρουσία και η σημασία του νερού. Ενδεικτικά μόνο αναφερόμαστε σε μερικά από τα ιερά της:
Ο Παυσανίας μιλά και για μια κρήνη κοντά στο άγαλμα της Αρτέμιδος στην Κόρινθο· επάνω υψώνεται ένας Βελλερεφόντης και το νερό τρέχει από την οπλή του ίππου Πήγασου (Β, 3, 5). Στην Τροιζήνα επίσης ο Σάρων ίδρυσε ιερό για την Άρτεμη Σαρωνίδα κοντά σε μια τελματώδη και ρηχή θάλασσα (Παυσ. Β, 30, 7). Στη Βοιωτία, στον δρόμο για τα Μέγαρα υπήρχε μια πηγή στην οποία ο Ακταίων είδε την Άρτεμη να λούζεται (Παυσ., Θ, 2, 3), στη Μεθώνη ιερό της Αρτέμιδος και πηγάδι με νερό ανάμικτο με πίσα (Δ, 35, 8), στην Ολυμπία βωμός για θυσίες στον Αλφειό και την Αρτέμιδα (Ε, 14, 6), ενώ οι Λετρίνοι λατρεύουν την Αλφαία Άρτεμη από το ιερό της οποίας και σε απόσταση 6 σταδίων υπάρχει λίμνη που δεν ξεραίνεται (ΣΤ' 22, 8-11). Κοντά στην πόλη των Πατρών υπήρχε το ιερό της Τρικλαρίας Αρτέμιδος στην οποία θυσιάζονταν κάθε χρόνο ένας νέος και μια νέα, για να κατευνασθεί η οργή της εναντίον του Μελάνιππου και της Κομαιθώς που είχαν ενωθεί ερωτικά μέσα στο ιερό της. Ο ποταμός που περνούσε κοντά από το ιερό της ονομαζόταν Αμείλιχος. Ύστερα όμως από τον κατευνασμό της θεάς με την άφιξη στον τόπο του αγάλματος του Διονύσου της Τροίας από τον Ευρύπυλο σταμάτησε το κακό και οι ανθρωποθυσίες και ο ποταμός μετονομάστηκε σε Μείλιχο (Ζ, 19). Στην περιοχή των Τρικολώνων λατρευόταν η Άρτεμη με το επίθετο Καλλίστη σε ιερό με πηγή (Η' 35, 8), στη συμβολή των ποταμών Λύμαξ και Νέδα υπήρχε το ιερό της Ευρυνόμης που ο λαός της Φιγαλίας θεωρούσε επίθετο της Άρτεμης (Η, 41, 4-5), στη Στύμφαλο λατρευόταν η Στυμφαλία Άρτεμις, όπου επίσης κυριαρχούν τα νερά.