Η λειτουργία της διαμόρφωσης του χαρακτήρα.
Το ζήτημα αφορά τους παράγοντες, που οδηγούν τον χαρακτήρα στην απόκτηση της καθορισμένης μορφής με την οποία είναι λειτουργικός. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι αναγκαίο να θυμηθούμε μερικά χαρακτηριστικά κάθε χαρακτηρολογικής αντίδρασης. Ο χαρακτήρας συνίσταται σε μια χρόνια μεταβολή του εγώ, που θα μπορούσε να περιγράφει σαν σκλήρυνση. Αυτή η σκλήρυνση είναι η πραγματική βάση, που μετατρέπει σε χρόνιο τον χαρακτηριστικό τρόπο αντίδρασης — κι ο σκοπός της είναι η προστασία του εγώ από τους εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους.
Σαν προστατευτικός σχηματισμός, που έχει γίνει χρόνιος, θα μπορούσε ν’ αποκληθεί «θωράκιση», μια και ολοφάνερα συνιστά έναν περιορισμό της ψυχικής κινητικότητας της προσωπικότητας στο σύνολό της. Αυτός ο περιορισμός μετριάζεται από τις μη χαρακτηρολογικές, δηλαδή άτυπες σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο, που φαίνεται ότι αποτελούν ανοιχτές οδούς επικοινωνίας σ’ ένα κατά τα αλλά κλειστό σύστημα. Αποτελούν «ρωγμές» στην «θωράκιση» μέσα από τις οποίες, ανάλογα με την κατάσταση, λιμπιντικά και αλλά ενδιαφέροντα διοχετεύονται έξω και ξανατραβιούνται μέσα σαν ψευδοπόδια.
Κι η ίδια η θωράκιση, όμως, πρέπει να νοηθεί σαν εύκαμπτη. Ο τρόπος αντίδρασής της κινείται πάντοτε σύμφωνα με την αρχή της ηδονής-δυσαρέσκειας. Σε δυσάρεστες καταστάσεις η θωράκιση συστέλλεται — σε ευχάριστες καταστάσεις διαστέλλεται. Ο βαθμός χαρακτηρολογικής ευλυγισίας, η ικανότητα ν’ ανοίγεται κανείς στον εξωτερικό κόσμο ή να κλείνεται απέναντί του, ανάλογα με την κατάσταση, αποτελεί την διαφορά ανάμεσα σε μια προσανατολισμένη-στην-πραγματικότητα και σε μια νευρωσική χαρακτηροδομή. Ακραία πρότυπα παθολογικά άκαμπτης θωράκισης είναι οι συναισθηματικά μπλοκαρισμένοι ψυχαναγκαστικοί χαρακτήρες κι ο σχιζοφρενικός αυτισμός, που τείνουν κι οι δυο στην κατατονική ακαμψία.
Η χαρακτηροθωράκιση διαμορφώνεται σαν χρόνιο αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις ενστικτικές απαιτήσεις και σ’ ένα εξωτερικό κόσμο που τις ματαιώνει. Η ισχύς της κι ο μόνιμος λόγος ύπαρξής της πηγάζουν απ’ τις τρέχουσες συγκρούσεις ανάμεσα στο ένστικτο και τον εξωτερικό κόσμο. Η έκφραση και το σύνολο αυτών των χτυπημάτων του εξωτερικού κόσμου πάνω στην ενστικτική ζωή, με την συσσώρευση και την ποιοτική της ομοιογενοποίηση, αποτελούν ένα ιστορικό όλο. Αυτό γίνεται αμέσως ξεκάθαρο, αρκεί να σκεφτούμε γνωστούς χαρακτηρολογικούς τύπους, όπως «ο αστός», «ο υπάλληλος», «ο προλετάριος», «ο χασάπης», κλπ. Αυτή η θωράκιση διαμορφώνεται γύρω από το εγώ, γύρω απ’ αυτό ακριβώς το τμήμα της προσωπικότητας που βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα στη βιοφυσιολογική ενστικτική ζωή και τον εξωτερικό κόσμο. Γι’ αυτό την επονομάζουμε χαρακτήρα του εγώ.
Στον πυρήνα της οριστικής διαμόρφωσης της θωράκισης βρίσκουμε κατά κανόνα, στην διάρκεια της ανάλυσης, την σύγκρουση ανάμεσα στις γενετήσιες αιμομικτικές επιθυμίες και την πραγματική ματαίωση της ικανοποίησης τους. Η διαμόρφωση του χαρακτήρα αρχίζει σαν καθορισμένη μορφή ξεπεράσματος του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Οι συνθήκες που οδηγούν σ’ αυτό ακριβώς το είδος επίλυσης είναι ειδικές, δηλαδή σχετίζονται ειδοποιά με τον χαρακτήρα. (Αυτές οι συνθήκες αντιστοιχούν στις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες, στις οποίες υπόκειται η παιδική σεξουαλικότητα. Αν αυτές οι συνθήκες αλλάξουν, τότε τόσο οι συνθήκες διαμόρφωσης του χαρακτήρα, όσο και οι δομές του χαρακτήρα θ’ αλλάξουν.)
Γιατί υπάρχουν κι άλλοι τρόποι επίλυσης της σύγκρουσης, φυσικά όχι τόσο σημαντικοί ή τόσο καθοριστικοί σε σχέση με την μελλοντική ανάπτυξη της όλης προσωπικότητας, π.χ. η απλή απώθηση ή η διαμόρφωση μιας παιδικής νεύρωσης. Αν κοιτάξουμε να δούμε τι το κοινό υπάρχει σ’ αυτές τις συνθήκες, βρίσκουμε από την μια εξαιρετικά έντονες γενετήσιες επιθυμίες και, από την άλλη, ένα σχετικά αδύναμο εγώ, το οποίο από τον φόβο μήπως τιμωρηθεί καταφεύγει για την προστασία του σε απωθήσεις.
Η απώθηση οδηγεί σε κατάπνιξη των παρορμήσεων, που με την σειρά της απειλεί την απλή αυτή απώθηση με κάποιο ξέσπασμα των απωθημένων παρορμήσεων. Το αποτέλεσμα είναι ένας μετασχηματισμός του εγώ π.χ., η ανάπτυξη στάσεων με προορισμό την αναχαίτιση του φόβου, στάσεις που συνοψίζονται στον όρο «δειλία». Αν κι αυτό αποτελεί την πρώτη μόνο καταβολή ενός χαρακτήρα, οι συνέπειες για την διαμόρφωσή του είναι αποφασιστικές. Η δειλία ή κάποια σχετική στάση του εγώ συνιστά έναν περιορισμό του εγώ. Όμως, αναχαιτίζοντας επικίνδυνες καταστάσεις, που θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν πρόκληση σ’ ό,τι είναι απωθημένο, μια τέτοια στάση αποτελεί και ενίσχυση του εγώ.
Τελικά, όμως, αυτός ο πρώτος μετασχηματισμός του εγώ, δηλαδή η δειλία, δεν επαρκεί για την κυριάρχηση του ενστίκτου. Αντίθετα, οδηγεί εύκολα στην ανάπτυξη άγχους και γίνεται πάντοτε η συμπεριφορική βάση της παιδικής φοβίας. Για να διατηρηθεί η απώθηση, γίνεται αναγκαίος ένας πρόσθετος μετασχηματισμός του εγώ: οι απωθήσεις πρέπει να τσιμενταριστούν μεταξύ τους, το εγώ πρέπει να σκληρυνθεί, η άμυνα πρέπει ν’ αποκτήσει ένα χρόνια λειτουργικό, αυτοματικό χαρακτήρα.
Η Θωράκιση του εγώ
Κι εφόσον το ταυτόχρονα αναπτυσσόμενο παιδικό άγχος αποτελεί συνεχή απειλή για τις απωθήσεις· εφόσον το απωθημένο υλικό εκφράζεται στο άγχος· εφόσον, επιπρόσθετα, το ίδιο το άγχος απειλεί με αποδυνάμωση το εγώ, χρειάζεται να δημιουργηθεί κι ένας προστατευτικός σχηματισμός ενάντια στο άγχος. Η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ όλα αυτά τα μέτρα που παίρνει το εγώ είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο συνειδητός ή ασυνείδητος φόβος της τιμωρίας, που τροφοδοτείται από την προεξάρχουσα συμπεριφορά των γονέων και των δασκάλων. Έτσι, βρισκόμαστε μπρος στο φαινομενικό παράδοξο, ότι δηλαδή ο φόβος οδηγεί το παιδί στο να θέλει να ξεπεράσει τον φόβο του.
Ουσιαστικά, η λιμπιντοοικονομικά αναγκαία σκλήρυνση του εγώ πραγματοποιείται στην βάση τριών διαδικασιών:
*Ταυτίζεται με την ματαιώνουσα πραγματικότητα, όπως προσωποποιείται στην μορφή του κύριου καταπιεστικού προσώπου.
*Στρέφει ενάντια στον εαυτό την επιθετικότητα, που κινητοποιείται ενάντια στο καταπιεστικό πρόσωπο και που παρήγαγε το άγχος.
*Αναπτύσσει αντιδραστικές στάσεις απέναντι στις σεξουαλικές ενορμήσεις, δηλαδή χρησιμοποιεί την ενέργεια αυτών των ενορμήσεων για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς και συγκεκριμένα, για να τις αναχαιτίζει.
>Η πρώτη διαδικασία δίνει στην θωράκιση τα σημαντικά της περιεχόμενα. Το συναισθηματικό μπλοκάρισμα ενός ψυχαναγκαστικού ασθενή έχει την σημασία: «Πρέπει να ελέγχω τον εαυτό μου, όπως μου ’λεγε πάντοτε ο πατέρας μου ότι πρέπει να κάνω» έχει όμως και την σημασία: «Πρέπει να διασώσω την ευχαρίστησή μου και να γίνω αδιάφορος απέναντι στις απαγορεύσεις του πατέρα μου».
>Η δεύτερη διαδικασία δεσμεύει το ουσιαστικότερο στοιχείο της επιθετικής ενέργειας, αποκλείει ένα μέρος του τρόπου κίνησης κι έτσι δημιουργεί έναν ανασταλτικό παράγοντα του χαρακτήρα.
>Η τρίτη διαδικασία αποσύρει μια ορισμένη ποσότητα λίμπιντο από τις απωθημένες λιμπιντικές ενορμήσεις, έτσι που η πίεσή τους μειώνεται. Αργότερα αυτός ο μετασχηματισμός όχι μόνο εξαλείφεται, αλλά και γίνεται περιττός εξαιτίας της ενίσχυσης της παραμένουσας ενεργειακής κάθεξης, που είναι αποτέλεσμα του περιορισμού του τρόπου κίνησης, ικανοποίησης και γενικής παραγωγικότητας.
Έτσι, η θωράκιση του εγώ πραγματοποιείται σαν αποτέλεσμα του φόβου της τιμωρίας, σε βάρος της ενέργειας του id και περιέχει τις απαγορεύσεις και τις προδιαγραφές των γονέων και των δασκάλων. Μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί η χαρακτηρολογική διαμόρφωση να εκπληρώσει την οικονομική της λειτουργία, που είναι η χαλάρωση της πίεσης της απώθησης και, πάνω απ’ όλα, η ενίσχυση του εγώ. Το πράγμα, όμως, δεν σταματά εδώ. Αν, από την μια, αυτή η θωράκιση είναι έστω και παροδικά ικανή ν’ αναχαιτίσει τις παρορμήσεις από τα μέσα, συνιστά, από την άλλη, ένα μακροπρόθεσμο μπλοκάρισμα όχι μόνο ενάντια στα ερεθίσματα από τα έξω, αλλά κι ενάντια σε κάθε παραπέρα παιδαγωγική επιρροή.
Εκτός απ’ τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάπτυξη ισχυρού πείσματος, αυτό το μπλοκάρισμα δεν είναι υποχρεωτικό ν’ αποκλείει μια εξωτερική ευπείθεια. Πρέπει ακόμη να ’χουμε στο νου μας ότι η εξωτερική ευπείθεια, όπως π.χ. στους παθητικούς θηλυκούς χαρακτήρες, μπορεί να συνδυάζεται με την πιο μανιασμένη εσωτερική αντίσταση. Στο σημείο αυτό πρέπει ακόμη να τονίσουμε ότι στο ένα άτομο η θωράκιση πραγματοποιείται στην επιφάνεια της προσωπικότητας, ενώ σ’ ένα άλλο άτομο στα βάθη της προσωπικότητας. Στην δεύτερη περίπτωση, η εξωτερική και έκδηλη εμφάνιση της προσωπικότητας δεν είναι η πραγματική, αλλά η φαινομενική της έκφραση. Ο συναισθηματικά μπλοκαρισμένος ψυχαναγκαστικός χαρακτήρας κι ο παρανοϊκός-επιθετικός χαρακτήρας είναι παραδείγματα θωράκισης στην επιφάνεια, ο υστερικός χαρακτήρας είναι παράδειγμα θωράκισης στα βάθη της προσωπικότητας. Το βάθος της θωράκισης εξαρτάται από τις συνθήκες παλινδρόμησης και καθήλωσης και αποτελεί ελάσσονα πλευρά του προβλήματος της χαρακτηρολογικής διαφοροποίησης.
Αν, από μια άποψη, η χαρακτηροθωράκιση είναι το αποτέλεσμα της σεξουαλικής σύγκρουσης της παιδικής ηλικίας και ο καθοριστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτή η σύγκρουση, γίνεται, στις συνθήκες στις οποίες υπόκειται η διαμόρφωση του χαρακτήρα στους δικούς μας πολιτιστικούς κύκλους, η βάση των κατοπινών νευρωσικών συγκρούσεων και των συμπτωματικών νευρώσεων στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, γίνεται η αντιδραστική βάση του νευρωτικού χαρακτήρα.
Στο σημείο αυτό περιορίζομαι σε μια σύντομη σύνοψη.
Μια προσωπικότητα, που η χαρακτηροδομή της αποκλείει την εγκαθίδρυση μιας σεξοικονομικής ρύθμισης της ενέργειας, είναι η προϋπόθεση κάθε κατοπινής νευρωσικής ασθένειας. Έτσι, οι βασικές συνθήκες της ασθένειας δεν είναι η παιδική σεξουαλική σύγκρουση και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα σαν τέτοια, αλλά ο τρόπος χειρισμού τους. Εφόσον, όμως, ο τρόπος χειρισμού αυτών των συγκρούσεων καθορίστηκε κατά μεγάλο μέρος από την φύση της ίδιας της οικογενειακής σύγκρουσης (ένταση του φόβου της τιμωρίας, μέγεθος της ενστικτικής ικανοποίησης, χαρακτήρας των γονέων, κλπ.) η εξέλιξη του εγώ του μικρού παιδιού μέχρι και την οιδιπόδεια φάση καθορίζει, τελικά, το αν ένα άτομο θα γίνει νευρωσικό ή αν θα πετύχει μια ρυθμισμένη σεξουαλική οικονομία σαν βάση της κοινωνικής και σεξουαλικής του ικανότητας.
Η αντιδραστική βάση του νευρωσικού χαρακτήρα σημαίνει ότι τράβηξε πολύ μακριά και επέτρεψε στο εγώ να γίνει άκαμπτο, με τρόπο που απέκλεισε την επίτευξη ρυθμισμένης σεξουαλικής ζωής και σεξουαλικής εμπειρίας. Οι ασυνείδητες ενστικτικές δυνάμεις αποστερούνται έτσι από κάθε ενεργειακή διέξοδο και η σεξουαλική λίμναση όχι μόνο γίνεται μόνιμη, αλλά και συνεχώς αυξάνει. Στην συνέχεια, διαπιστώνουμε μια σταθερή ανάπτυξη των χαρακτηρολογικών από αντίδραση σχηματισμών (π.χ. ασκητική ιδεολογία, κλπ.) ενάντια στις σεξουαλικές απαιτήσεις, που προχωρά παράλληλα και σε σχέση με συγκαιρινές συγκρούσεις σε σημαντικές καταστάσεις της ζωής κι έτσι διαμορφώνεται ένας φαύλος κύκλος. Η λίμναση αυξάνεται και οδηγεί σε νέους από αντίδραση σχηματισμούς, με τον ίδιο τρόπο όπως και οι φοβικοί προκάτοχοί τους. Ομως, η λίμναση αυξάνει πάντοτε πιο γρήγορα από την θωράκιση, μέχρι πού, τελικά, ο από αντίδραση σχηματισμός δεν επαρκεί πιά για την αναχαίτιση της ψυχικής έντασης. Σ’ αυτό το σημείο είναι που οι απωθημένες σεξουαλικές επιθυμίες αναδύονται και αναχαιτίζονται αμέσως με τον σχηματισμό συμπτωμάτων όπως, διαμόρφωση μιας φοβίας η κάποιου ισοδυνάμου της.
Σ’ αυτή την νευρωσική διαδικασία, οι διάφορες αμυντικές θέσεις του εγώ αλληλεπικαλύπτονται και συγχωνεύονται. Έτσι, σε μια κάτοψη της προσωπικότητας, βρίσκουμε πλάι-πλάι χαρακτηρολογικές αντιδράσεις οι οποίες, από την άποψη της ανάπτυξης και του χρόνου, ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους. Στην φάση της τελικής κατάρρευσης του εγώ, η κάτοψη της προσωπικότητας μοιάζει με τόπο ύστερα από έκρηξη ηφαιστείου, που εκσφενδονίζει ανάμικτα σωρούς πετρωμάτων που ανήκουν σε διάφορα γεωλογικά στρώματα. Ομως, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ξεδιακρίνουμε μέσα σ’ αυτό τον κυκεώνα την κύρια σημασία και τον κύριο μηχανισμό όλων των χαρακτηρολογικών αντιδράσεων, με το ξεχώρισμα και την κατανόησή τους οδηγούμαστε κατευθείαν την κεντρική παιδική σύγκρουση.
Συνθήκες διαφοροποίησης του χαρακτήρα.
Ποιες συνθήκες, άμεσα αναγνωρίσιμες, μας δίνουν τη δυνατότητα να καταλαβαίνουμε τι συνιστά την διαφορά ανάμεσα σε μια υγιή και σε μια παθολογική θωράκιση; Η διερεύνηση της διαμόρφωσης του χαρακτήρα παραμένει στείρα θεωρητικολογία όσο δεν απαντούμε σ’ αυτή την ερώτηση με αρκετά συγκεκριμένο τρόπο, προσφέροντας έτσι κατευθυντήριες γραμμές στο πεδίο της διαπαιδαγώγησης. Στα πλαίσια, όμως, της κυρίαρχης σεξουαλικής ηθικής, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ερευνά μας θα φέρουν τον παιδαγωγό, που θέλει ν’ αναθρέψει υγιείς άντρες και γυναίκες, σε πολύ δύσκολη θέση.
Και πρώτα-πρώτα, πρέπει να τονιστεί και πάλι ότι η διαμόρφωση του χαρακτήρα εξαρτάται όχι μόνο από το γεγονός ότι το ένστικτο και η ματαίωση συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά κι από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτό, από την φάση ανάπτυξης κατά την οποία επισυμβαίνουν αυτές οι διαμορφωτικές του χαρακτήρα συγκρούσεις κι από το ποια ένστικτα συμμετέχουν σ’ αυτές. Για μια καλύτερη κατανόηση της κατάστασης, ας διαμορφώσουμε ένα μοντέλο απ’ την αφθονία των συνθηκών που επιδρούν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ενα τέτοιο μοντέλο αποκαλύπτει τις ακόλουθες θεμελιακές δυνατότητες.
Το αποτέλεσμα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα εξαρτάται από:
*Την φάση κατά την οποία ματαιώνεται η παρόρμηση.
*Την συχνότητα κι ένταση των ματαιώσεων-απογοητεύσεων.
*Τις παρορμήσεις ενάντια στις οποίες κατευθύνεται κύρια η ματαίωση.
*Την σχέση ανάμεσα στην απόλαυση και τη ματαίωση.
*Το φύλο του προσώπου που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις-απογοητεύσεις.
*Τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ίδιες τις ματαιώσεις.
*Την συχνότητα κι ένταση των ματαιώσεων-απογοητεύσεων.
*Τις παρορμήσεις ενάντια στις οποίες κατευθύνεται κύρια η ματαίωση.
*Την σχέση ανάμεσα στην απόλαυση και τη ματαίωση.
*Το φύλο του προσώπου που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις-απογοητεύσεις.
*Τις αντιφάσεις ανάμεσα στις ίδιες τις ματαιώσεις.
Όλες αυτές οι συνθήκες καθορίζονται από την κυρίαρχη κοινωνική τάξη σε σχέση με την εκπαίδευση, την ηθική και την ικανοποίηση των αναγκών -σε τελευταία ανάλυση, από την κυρίαρχη οικονομική δομή της κοινωνίας.
Ο σκοπός μιας μελλοντικής πρόληψης των νευρώσεων είναι η διαμόρφωση χαρακτήρων, που όχι μόνο να παρέχουν στο εγώ επαρκή υποστήριξη ενάντια στον εσωτερικό κι εξωτερικό κόσμο, αλλά και να επιτρέπουν την σεξουαλική και κοινωνική ελευθερία κίνησης, που είναι αναγκαία στην ψυχική οικονομία. Έτσι, πρέπει ν’ αρχίσουμε από την κατανόηση των βασικών συνεπειών κάθε ματαίωσης της ικανοποίησης των ενστίκτων του παιδιού.
Κάθε τέτοια ματαίωση, που προκύπτει από τις σημερινές μεθόδους διαπαιδαγώγησης, προκαλεί απόσυρση της λίμπιντο μέσα στο εγώ και, κατά συνέπεια, ενίσχυση του δευτερογενούς ναρκισσισμού. Αυτό αποτελεί ήδη έναν μετασχηματισμό του[1] εγώ, στο μέτρο που παρουσιάζεται αύξηση της ευαισθησίας του εγώ, που εκφράζεται σαν δειλία και σαν ανεπτυγμένο αίσθημα άγχους. Αν, όπως συμβαίνει συνήθως, το πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την ματαίωση, είναι αγαπημένο, τότε αναπτύσσεται μια αμφιθυμική στάση κι αργότερα ταύτιση μ’ αυτό το πρόσωπο. Πέρα από την καταστολή, το παιδί εσωτερικεύει ορισμένα γνωρίσματα του χαρακτήρα αυτού του προσώπου και φυσικά, αυτά ακριβώς τα γνωρίσματα, που στρέφονται ενάντια στο ένστικτό του. Αυτό που συμβαίνει τότε είναι ουσιαστικά η απώθηση του ενστίκτου ή η αντιμετώπισή του με κάποιον άλλο τρόπο.
Όμως, το αποτέλεσμα της ματαίωσης πάνω στον χαρακτήρα εξαρτάται σε μεγάλο μέρος από το πότε ματαιώνεται η παρόρμηση. Αν ματαιωθεί στα αρχικά στάδια της ανάπτυξής της, η απώθηση πετυχαίνει υπερβολικά καλά αν και η νίκη είναι πλήρης, η παρόρμηση δεν μπορεί μήτε να μετουσιωθεί-εξιδανικευθεί, μήτε να ικανοποιηθεί συνειδητά. Π.χ. η πρώτη απώθηση του πρωκτικού ερωτισμού εμποδίζει την ανάπτυξη των πρωκτικών εξιδανικεύσεων και προετοιμάζει το έδαφος για βαριούς πρωκτικούς από αντίδραση σχηματισμούς και το σημαντικότερο, από την άποψη του χαρακτήρα, είναι ότι αυτός ο αποκλεισμός των παρορμήσεων από την δομή της προσωπικότητας διαταράσσει την δραστηριότητά της σαν σύνολο. Αυτό φαίνεται, π. χ. σε παιδιά που η επιθετικότητά τους και η κινητική τους ευχαρίστηση έχουν πρόωρα ανασταλεί, η κατοπινή τους ικανότητα για εργασία θα είναι κατά συνέπεια μειωμένη.
Στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής της, μια παρόρμηση δεν μπορεί ν’ απωθηθεί ολοκληρωτικά, μια ματαίωση σ’ αυτό το σημείο είναι πολύ πιθανότερο να δημιουργήσει μιαν άλυτη σύγκρουση ανάμεσα στην απαγόρευση και την παρόρμηση. Αν η πλήρως ανεπτυγμένη παρόρμηση συναντήσει κάποια αιφνίδια, απρόβλεπτη ματαίωση, τότε διαμορφώνεται το έδαφος για την ανάπτυξη μιας παρορμητικής προσωπικότητας.[2] Στην περίπτωση αυτή, το παιδί δεν αποδέχεται πλήρως την απαγόρευση. Παρόλα αυτά, αναπτύσσει αισθήματα ενοχής, που με την σειρά τους εντείνουν τις παρορμητικές ενέργειες, μέχρι που τελικά γίνονται ψυχαναγκαστικές παρορμήσεις. Έτσι, βρίσκουμε στους παρορμητικούς ψυχοπαθείς μια αδιαμόρφωτη χαρακτηροδομή, που είναι το αντίθετο της χρείας για επαρκή θωράκιση ενάντια στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό στον παρορμητικό τύπο ότι ο από αντίδραση σχηματισμός δεν χρησιμοποιείται ενάντια στις παρορμήσεις, αλλά οι ίδιες οι παρορμήσεις (κύρια σαδιστικές) χρησιμοποιούνται σαν άμυνα ενάντια σε φαντασιακές καταστάσεις κινδύνου, όπως κι ενάντια στον κίνδυνο που πηγάζει από τις παρορμήσεις. Έτσι, σαν αποτέλεσμα της άτακτης γενετήσιας δομής, η λιμπιντική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση, η σεξουαλική λίμναση μερικές φορές αυξάνει το άγχος και, μαζί μ’ αυτό, τις χαρακτηρολογικές αντιδράσεις, οδηγώντας συχνά σε κάθε είδους υπερβασίες.
Το αντίθετο του παρορμητικού είναι ο ενστικτικά ανεσταλμένος χαρακτήρας. Ενώ ο παρορμητικός τύπος χαρακτηρίζεται από την σύγκρουση ανάμεσα στο πλήρως ανεπτυγμένο ένστικτο και την αιφνίδια ματαίωση, ο ενστικτικά ανεσταλμένος τύπος χαρακτηρίζεται από την συσσώρευση ματαιώσεων-απογοητεύσεων και άλλων ανασταλτικών του ενστίκτου παιδαγωγικών μέτρων, από την αρχή μέχρι το τέλος της ενστικτικής του ανάπτυξης. Η χαρακτηροθωράκιση, που αντιστοιχεί σ’ αυτόν, τείνει να είναι άκαμπτη, συμπιέζοντας σημαντικά την ψυχική ευλυγισία του ατόμου, και διαμορφώνει την αντιδραστική βάση για καταθλιπτικές καταστάσεις και ψυχαναγκαστικά συμπτώματα (ανεσταλμένη επιθετικότητα). Όμως, μετατρέπει επίσης τ’ ανθρώπινα όντα σε πειθήνιους, υποτακτικούς πολίτες. Σ’ αυτό έγκειται η κοινωνιολογική της σημασία.
Ο κύρια υπεύθυνος για την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
Το φύλο κι ο χαρακτήρας του προσώπου που είναι το κύρια υπεύθυνο για την ανατροφή ενός ατόμου, έχουν μέγιστη σημασία για την φύση της κατοπινής σεξουαλικής ζωής αυτού του ατόμου.
Θα αναγάγουμε την πολύ περίπλοκη επιρροή, που εξασκεί πάνω στο παιδί μια αυταρχική κοινωνία, στο γεγονός ότι, σ’ ένα σύστημα διαπαιδαγώγησης στηριγμένο στις οικογενειακές μονάδες, οι γονείς λειτουργούν σαν οι κύριοι εκτελεστές της κοινωνικής επιρροής. Εξαιτίας της συνήθως ασυνείδητης σεξουαλικής στάσης των γονέων απέναντι στα παιδιά τους, ο πατέρας έχει μεγαλύτερη προτίμηση και μικρότερη ροπή για περιορισμό και διαπαιδαγώγηση της κόρης, ενώ η μητέρα έχει ισχυρότερη προτίμηση και λιγότερη ροπή για περιορισμό και διαπαιδαγώγηση του γιού.
Έτσι, η σεξουαλική σχέση καθορίζει στις περισσότερες περιπτώσεις το ότι ο γονιός του ίδιου φύλου γίνεται ο πιο υπεύθυνος για την ανατροφή του παιδιού, με την επιφύλαξη ότι, στον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού και στην μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού, η μητέρα αναλαμβάνει την ανατροφή των παιδιών, μπορεί να ειπωθεί ότι η ταύτιση με τον γονιό του ίδιου φύλου κυριαρχεί, δηλαδή η κόρη αναπτύσσει ένα μητρικό κι ο γιός ένα πατρικό εγώ και υπερεγώ. Ομως, εξαιτίας της ειδικής διάρθρωσης μερικών οικογενειών ή του χαρακτήρα μερικών γονιών, υπάρχουν συχνές παρεκκλίσεις, θα αναφέρουμε μερικά απ’ τα τυπικά υποστρώματα αυτών των άτυπων ταυτίσεων.
Ας αρχίσουμε μελετώντας τις σχέσεις στην περίπτωση των αγοριών. Σε συνηθισμένες συνθήκες, όταν δηλαδή το αγόρι έχει αναπτύξει το απλό οιδιπόδειο σύμπλεγμα, όταν η μητέρα έχει μεγαλύτερη προτίμηση σ’ αυτό και το απογοητεύσει λιγότερο απ’ όσο ο πατέρας, θα ταυτιστεί με τον πατέρα κι αν ο πατέρας έχει ενεργητική κι ανδροπρεπή φύση, θα συνεχίσει ν’ αναπτύσσεται με ανδρικό τρόπο. Αν, από την άλλη, η μητέρα έχει αυστηρή, «ανδρική» προσωπικότητα, αν οι ουσιαστικές απογοητεύσεις πηγάζουν απ’ αυτήν, το αγόρι θα ταυτιστεί κύρια μ’ αυτήν και, σε συνάρτηση με το ερωτογενές στάδιο, κατά το οποίο του επιβάλλονται οι κύριοι μητρικοί περιορισμοί, θ’ αναπτύξει μια μητρική ταύτιση σε φαλλική η πρωκτική βάση.
Πάνω στο έδαφος μιας φαλλικής μητρικής ταύτισης αναπτύσσεται συνήθως ένας φαλλικός-ναρκισσιστικός χαρακτήρας, του οποίου ο ναρκισσισμός κι ο σαδισμός στρέφονται κύρια ενάντια στις γυναίκες (Εκδίκηση ενάντια στην αυστηρή μητέρα). Αυτή η στάση είναι η χαρακτηρολογική άμυνα ενάντια στην βαθιά απωθημένη αρχική αγάπη για την μητέρα -αγάπη που δεν μπόρεσε να συνεχίσει να υπάρχει δίπλα στην ματαιωτική της επιρροή και στην ταύτιση μ’ αυτήν, αλλά κατέληξε σ’ απογοήτευση. Ειδικότερα: αυτή η αγάπη μετατράπηκε στην ίδια την χαρακτηρολογική στάση από την οποία μπορεί ν’ απελευθερωθεί με την ανάλυση.
Στην μητρική ταύτιση σε πρωκτική βάση, ο χαρακτήρας έχει γίνει παθητικός και θηλυκός -απέναντι στις γυναίκες, αλλά όχι απέναντι στους άντρες. Τέτοιες ταυτίσεις αποτελούν συχνά την βάση μιας μαζοχιστικής διαστροφής με την φαντασίωση μιας αυστηρής γυναίκας. Αυτή η χαρακτηρολογική διαμόρφωση χρησιμεύει συνήθως σαν άμυνα ενάντια στις φαλλικές επιθυμίες οι οποίες, για ένα μικρό διάστημα, στρέφονταν έντονα προς την μητέρα κατά την παιδική ηλικία. Ο φόβος του ευνουχισμού από την μητέρα προσφέρει στήριγμα στην πρωκτική ταύτιση μ’ αυτήν. Η πρωκτικότητα είναι η ειδοποιός ερωτογενής βάση αυτής της χαρακτηρολογικής διαμόρφωσης. Ο παθητικός-θηλυκός χαρακτήρας σ’ έναν άντρα βασίζεται πάντα σε μια ταύτιση με την μητέρα. Μια και στην περίπτωση αυτή ο γονιός που ματαιώνει είναι η μητέρα, αυτή είναι και το αντικείμενο του φόβου, που γεννά αυτή την στάση.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος τύπος παθητικού-θηλυκού χαρακτήρα, που προκύπτει από την υπερβολική αυστηρότητα από την μεριά του πατέρα. Αυτό γίνεται με τον εξής τρόπο: φοβούμενο την πραγμάτωση των γενετήσιων επιθυμιών του, το αγόρι οπισθοδρομεί από την αρσενική-φαλλική θέση στην θηλυκή-πρωκτική θέση, ταυτίζεται εκεί με την μητέρα και υιοθετεί μια παθητική- θηλυκή στάση απέναντι στον πατέρα του και αργότερα απέναντι σ’ όλα τα πρόσωπα με κύρος κι εξουσία. Η υπερβολική ευγένεια και υποχωρητικότητα, η μαλθακότητα και μια τάση για ύπουλη συμπεριφορά είναι χαρακτηριστικές σ’ αυτό τον τύπο. Χρησιμοποιεί την στάση του για ν’ αποκρούει τις ενεργητικές αρσενικές παρορμήσεις και πάνω απ’ όλα το απωθημένο μίσος του για τον πατέρα.
Πλάι-πλάι με την de facto παθητική-θηλυκή του φύση (μητρική ταύτιση στο επίπεδο του εγώ), έχει ταυτιστεί με τον πατέρα του στο ιδανικό του εγώ του (πατρική ταύτιση στο επίπεδο του υπερεγώ και του ιδανικού του εγώ). Ομως, δεν είναι ικανό να πραγματώσει αυτή την ταύτιση, γιατί του λείπει μια φαλλική θέση. Θα είναι πάντοτε θηλυκό και θα θέλει να ’ναι αρσενικό. ένα έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας, αποτέλεσμα της έντασης ανάμεσα στο θηλυκό εγώ και στο αρσενικό ιδανικό του εγώ, θα βάζει πάντα την σφραγίδα της καταπίεσης (μερικές φορές της ταπεινότητας) στην προσωπικότητά του. Αυτή η βαριά διαταραχή της ικανότητας, που πάντοτε υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις, δίνει στην όλη κατάσταση μια λογική δικαιολογία.
Αν συγκρίνουμε τον τύπο αυτό μ’ εκείνον που ταυτίζεται με την μητέρα σε φαλλική βάση, βλέπουμε ότι ο φαλλικός ναρκισσιστικός χαρακτήρας κατορθώνει ν’ αποκρούει ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, που προδίδεται μόνο στο μάτι του ειδικού. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας του παθητικού-θηλυκού χαρακτήρα, από την άλλη, είναι διάφανο. Η διαφορά έγκειται στην βασική ερωτογενή δομή. Η φαλλική λίμπιντο επιτρέπει μια πλήρη αναπλήρωση όλων των στάσεων που δεν συμφωνούν με το αρσενικό ιδανικό του εγώ, ενώ η πρωκτική λίμπιντο, όταν κατέχει την κεντρική θέση στην σεξουαλική δομή του άντρα, αποκλείει μια τέτοια αναπλήρωση.
Το αντίστροφο ισχύει στο κορίτσι: ένας υποχωρητικός, ενδοτικός πατέρας είναι πιο πιθανό να συμβάλλει στην εγκαθίδρυση ενός θηλυκού χαρακτήρα, παρά ένας πατέρας αυστηρός η βίαιος. Πολυάριθμες κλινικές συγκρίσεις δείχνουν ότι ένα κορίτσι συνήθως αντιδρά σ’ ένα βίαιο πατέρα με τον σχηματισμό ενός έντονα αρσενικού χαρακτήρα. Ο πανταχού παρών φθόνος του πέους ενεργοποιείται και μορφοποιείται σ’ ένα σύμπλεγμα αρρενωπότητας μέσα από χαρακτηρολογικές μεταβολές του εγώ. Στην περίπτωση αυτή η αρσενική-επιθετική φύση χρησιμεύει σαν θωράκιση ενάντια στην παιδική θηλυκή στάση απέναντι στον πατέρα, που χρειάστηκε ν’ απωθηθεί εξαιτίας της ψυχρότητας και της τραχύτητάς του.
Αν, απ’ την άλλη, ο πατέρας δείχνει ευγένεια και αγάπη, το κοριτσάκι μπορεί να διατηρήσει και, μ’ εξαίρεση τις αισθησιακές συνιστώσες, ακόμη και ν’ αναπτύξει την αντικειμενοτρόπο αγάπη του σε μεγάλο βαθμό, δεν είναι απαραίτητο να ταυτιστεί με τον πατέρα. Βέβαια, κι αυτή θ’ αναπτύξει συνήθως φθόνο του πέους, όμως, μια και οι ματαιώσεις-απογοητεύσεις στην ετεροφυλοφιλική σφαίρα είναι σχετικά αδύναμες, ο φθόνος του πέους δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Έτσι, βλέπουμε ότι το αν η τάδε ή η δείνα γυναίκα έχει φθόνο του πέους δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Το σημαντικό είναι το πώς αυτό επιδρά στον χαρακτήρα και το αν παράγει συμπτώματα, το αποφασιστικό στοιχείο σ’ αυτόν τον τύπο είναι η παρουσία μιας μητρικής ταύτισης -πράγμα που εκφράζεται σε γνωρίσματα του χαρακτήρα που τ’ αποκαλούμε «θηλυκά».
Η διατήρηση αυτής της χαρακτηροδομής εξαρτάται απ’ την προϋπόθεση ότι ο κολπικός ερωτισμός γίνεται μόνιμο τμήμα της θηλυκότητας στην εφηβεία. Στην ηλικία αυτή, σοβαρές απογοητεύσεις από τον πατέρα ή πατρικά πρότυπα μπορούν να προκαλέσουν την πατρική ταύτιση, που δεν πραγματοποιήθηκε κατά την παιδική ηλικία, να ενεργοποιήσουν τον λανθάνοντα φθόνο του πέους και, σ’ αυτό το ύστερο στάδιο, να οδηγήσουν σ’ έναν μετασχηματισμό του χαρακτήρα σε αρσενική κατεύθυνση. Πολύ συχνά παρατηρούμε κάτι τέτοιο σε κορίτσια, που απωθούν τις ετεροφυλοφιλικές τους επιθυμίες για ηθικούς λόγους (ταύτιση με την αυταρχική, ηθικολόγο μητέρα) κι έτσι επιφέρουν την απογοήτευσή τους από τούς άντρες.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, αυτές οι κατά τα αλλά θηλυκές γυναίκες τείνουν ν’ αναπτύξουν μια υστερική φύση. Υπάρχει μια συνεχής γενετήσια παρόρμηση προς το αντικείμενο (φιλαρέσκεια) και μια οπισθοχώρηση, που συνοδεύεται από την ανάπτυξη γενετήσιου άγχους, όταν η κατάσταση απειλεί να γίνει σοβαρή (υστερικό γενετήσιο άγχος). Ο υστερικός χαρακτήρας στην γυναίκα λειτουργεί σαν προστασία ενάντια στις ίδιες της τις γενετήσιες επιθυμίες κι ενάντια στην αρσενική επιθετικότητα προς το αντικείμενο.
Μερικές φορές στην πρακτική μας, συναντάμε μια ειδική περίπτωση, δηλαδή μια αυστηρή και τραχιά μητέρα, που ανατρέφει μια κόρη, της οποίας ο χαρακτήρας δεν είναι μήτε αρσενικός μήτε θηλυκός, αλλά παραμένει παιδικός ή υποστρέφει αργότερα στην παιδικότητα. Μια τέτοια μητέρα δεν πρόσφερε στο παιδί της αγάπη. Η αμφιθυμική σύγκρουση σε σχέση με την μητέρα είναι σημαντικά ισχυρότερη στην πλευρά του μίσους από τον φόβο του οποίου το παιδί αποσύρεται στην στοματική φάση της σεξουαλικής ανάπτυξης. το κορίτσι θα μισήσει την μητέρα στο γενετήσιο επίπεδο, θ’ απωθήσει το μίσος του, και, αφού υιοθετήσει μια στοματική στάση, θα το μετατρέψει σε αντιδραστική αγάπη και σε παραλυτική εξάρτηση από την μητέρα.
Τέτοιες γυναίκες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερα προσκολλητική στάση απέναντι στις πιο ηλικιωμένες ή παντρεμένες γυναίκες, προσκολλώνται σ’ αυτές με μαζοχιστικό τρόπο, έχουν την τάση να γίνουν παθητικές ομοφυλόφιλες (αιδοιολειξία στην περίπτωση σχηματισμού διαστροφών) επιζητούν την φροντίδα από πιο ηλικιωμένες γυναίκες, αναπτύσσουν πολύ μικρό ενδιαφέρον για τους άντρες και σ’ όλες τους τις ενέργειες εμφανίζουν «παιδιάστικη συμπεριφορά». Αυτή η στάση, όπως και κάθε άλλη χαρακτηρολογική στάση, είναι μια θωράκιση ενάντια στις απωθημένες επιθυμίες και μια άμυνα ενάντια στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. Εδώ ο χαρακτήρας χρησιμεύει σαν στοματική άμυνα ενάντια στις έντονες τάσεις μίσους που στρέφονται ενάντια στην μητέρα, πίσω από τις οποίες μόλις και μετά βίας διακρίνεται η εξίσου αναχαιτιζόμενη ομαλή θηλυκή στάση απέναντι στο αρσενικό.
Μέχρι τα τώρα εστιάσαμε την προσοχή μας μόνο στο γεγονός ότι το φύλο του προσώπου, που είναι κύρια υπεύθυνο για τις ματαιώσεις των σεξουαλικών επιθυμιών του παιδιού, παίζει ουσιαστικό ρόλο στην διάπλαση του χαρακτήρα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, θίξαμε τον χαρακτήρα του ενηλίκου μόνο στο μέτρο που μιλούσαμε για «αυστηρή» ή «ήπια» επιρροή. Όμως, η διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού, από μια άλλη αποφασιστική άποψη, εξαρτάται από την φύση των γονιών, που με την σειρά της καθορίστηκε από γενικές και ειδικές κοινωνικές επιδράσεις. Μεγάλο μέρος απ’ αυτό που η επίσημη ψυχιατρική θεωρεί σαν κληρονομούμενο (και το οποίο δεν μπορεί να εξηγήσει) αποδείχνεται μετά από αρκετά βαθιά ανάλυση ότι είναι αποτέλεσμα πρώιμων συγκρουόμενων ταυτίσεων.
Δεν αρνούμαστε τον ρόλο που παίζει η κληρονομικότητα στον καθορισμό των τρόπων αντίδρασης. Το νεογέννητο παιδί έχει τον «χαρακτήρα» του, αυτό είναι ξεκάθαρο. Λέμε, όμως, ότι το περιβάλλον είναι αυτό που ασκεί την αποφασιστική επίδραση και καθορίζει αν μια υπάρχουσα κλίση θ’ αναπτυχθεί και θα ενισχυθεί η δεν θα της επιτραπεί να εκδηλωθεί καθόλου. Το ισχυρότερο επιχείρημα ενάντια στην άποψη ότι ο χαρακτήρας είναι έμφυτος το παρέχουν οι ασθενείς, των οποίων η ανάλυση αποδείχνει ότι μέχρι μια ορισμένη ηλικία υπήρχε ένας ορισμένος τρόπος αντίδρασης και στην συνέχεια αναπτύχθηκε ένας ολότελα διαφορετικός χαρακτήρας. Π.χ. στην αρχή μπορεί να ήταν κάποιος ευερέθιστος κι ενθουσιώδης κι αργότερα να έγινε καταθλιπτικός, ή πεισματικά δραστήριος και στην συνέχεια ήσυχος κι ανεσταλμένος. Αν και φαίνεται πολύ πιθανό ότι μια ορισμένη βασική προσωπικότητα είναι έμφυτη και δύσκολα μεταβάλλεται, ο υπερτονισμός του κληρονομικού παράγοντα πηγάζει αναμφίβολα από τον ασυνείδητο φόβο των συνεπειών μιας ορθής εκτίμησης της επίδρασης που ασκεί η διαπαιδαγώγηση.
Αυτή η αντιδικία δεν πρόκειται να βρει λύση προτού κάποιο σημαντικό ινστιτούτο αποφασίσει να διεξαγάγει ευρύτατα πειράματα π.χ. ν’ απομονώσει καμιά εκατοστή παιδιά ψυχοπαθών γονέων αμέσως μετά την γέννησή τους, να τα τοποθετήσει σ’ ομοιόμορφο παιδαγωγικό περιβάλλον και να συγκρίνει αργότερα τ’ αποτελέσματα με τ’ αντίστοιχα μιας άλλης εκατοντάδας παιδιών, που να έχουν ανατραφεί σε ψυχοπαθές περιβάλλον.
Αν ανασκοπήσουμε και πάλι σύντομα τις βασικές χαρακτηροδομές που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, βλέπουμε ότι όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο: όλες υποκινούνται από την σύγκρουση που προκύπτει από την σχέση γονιού-παιδιού. Αποτελούν μια προσπάθεια επίλυσης αυτής της σύγκρουσης με ειδικό τρόπο και διαιώνισης αυτής της λύσης. Κάποτε ο Φρόυντ είπε ότι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα καταβυθίζεται από το άγχος του ευνουχισμού. Μπορούμε τώρα να προσθέσουμε ότι πράγματι καταβυθίζεται, αλλά αναδύεται ξανά με διαφορετική μορφή. το οιδιπόδειο σύμπλεγμα μετασχηματίζεται σε χαρακτηρολογικές αντιφάσεις οι οποίες, από τη μια, προεκτείνουν τα κύρια χαρακτηριστικά του με διαστρεβλωμένο τρόπο και, από την άλλη, συνιστούν από αντίδραση σχηματισμούς ενάντια στα βασικά του στοιχεία.
Συνοψίζοντας, μπορούμε επίσης να πούμε ότι ο νευρωσικός χαρακτήρας, τόσο στα περιεχόμενα όσο και στην μορφή του, διαμορφώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη με συμβιβασμούς, όπως ακριβώς και το σύμπτωμα. Περιέχει την παιδική ενστικτική απαίτηση και την άμυνα, η οποία ανήκει στο ίδιο ή σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης. Η βασική παιδική σύγκρουση εξακολουθεί να υπάρχει, μετασχηματισμένη σε στάσεις που εμφανίζονται με οριστική μορφή, σαν αυτοματικοί τρόποι αντίδρασης, που έχουν γίνει χρόνιοι και από τούς οποίους αργότερα θα πρέπει να λαγαριστεί με την ανάλυση.
Με βάση αυτή την γνώση μιας φάσης της ανθρώπινης ανάπτυξης, είμαστε σε θέση ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ερώτημα που έθεσε ο Φρόυντ: υπάρχουν απωθημένα στοιχεία που διατηρούνται σαν διπλότυπα, σαν μνημονικά ίχνη, η κάπως αλλιώς; Μπορούμε τώρα να καταλήξουμε προσεχτικά στο συμπέρασμα ότι αυτά τα στοιχεία της παιδικής εμπειρίας, τα οποία δεν ενσωματώνονται στο χαρακτήρα, διατηρούνται σαν συγκινησιακά φορτισμένα μνημονικά ίχνη -ενώ τα στοιχεία εκείνα, που απορροφώνται κι αποτελούν τμήμα του χαρακτήρα, διατηρούνται σαν τωρινός τρόπος αντίδρασης. όσο σκοτεινή κι αν είναι αυτή η διαδικασία, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το «λειτουργικό συνεχές» γιατί στην αναλυτική θεραπεία κατορθώνουμε να αναγάγουμε αυτές τις χαρακτηρολογικές διαμορφώσεις στα πρωταρχικά τους συστατικά.
Το ζήτημα δεν είναι τόσο να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια αυτό που έχει βυθιστεί, όπως π.χ. στην περίπτωση της υστερικής αμνησίας. Η διαδικασία μοιάζει περισσότερο με την απομόνωση ενός στοιχείου από μια χημική ένωση. Τώρα είμαστε επίσης σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί, σ’ ορισμένες οξυμένες περιπτώσεις χαρακτηρονευρώσεων, δεν μπορούμε να εξαλείψουμε την οιδιπόδεια σύγκρουση όταν αναλύουμε μόνο το περιεχόμενο. Ο λόγος είναι ότι η οιδιπόδεια σύγκρουση δεν υπάρχει πιά στο παρόν, αλλά σ’ αυτήν μπορούμε να φτάσουμε μόνο μέσα από την αναλυτική κατάλυση των μορφικών τρόπων αντίδρασης.
Η ακόλουθη κατάταξη των κύριων τύπων, βασισμένη στην απομόνωση των ειδοποιά παθογόνων από τα ειδοποιά προσανατολισμένα στην πραγματικότητα ψυχικά δυναμικά, κάθε άλλο παρά είναι θεωρητικό χασομέρι. Χρησιμοποιώντας αυτές τις διαφοροποιήσεις σαν αφετηρία μας, θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε σε μια θεωρία της ψυχικής οικονομίας, που θα μπορούσε να έχει πρακτική χρησιμότητα στον τομέα της διαπαιδαγώγησης. Φυσικά, η κοινωνία πρέπει να κάνει εφικτή και να ενθαρρύνει (ή ν’ απορρίψει) την πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας θεωρίας.
Η σημερινή κοινωνία, με την αρνητική απέναντι στο σεξ ηθική της και την ανικανότητά της να εξασφαλίσει στις μάζες των μελών της μια έστω και περιορισμένη οικονομική κατάσταση ύπαρξης, είναι ανίσχυρη τόσο ν’ αναγνωρίσει αυτές τις δυνατότητες, όσο και να τις εφαρμόσει στην πράξη. Αυτό γίνεται αμέσως ολοφάνερο όταν, κάπως πρωτύτερα, λέμε ότι ο γονικός δεσμός, η καταστολή του αυνανισμού στην πρώιμη παιδική ηλικία, η απαίτηση για εγκράτεια στην εφηβεία και ο εξαναγκαστικός εγκλεισμός των σεξουαλικών ενδιαφερόντων στον (σήμερα κοινωνιολογικά δικαιολογημένο) θεσμό του γάμου αντιπροσωπεύουν το άκρο αντίθετο των συνθηκών, που είναι απαραίτητες για την εγκαθίδρυση και την ολοκλήρωση της σεξοικονομικής ψυχικής οικονομίας. Η κυρίαρχη σεξουαλική ηθική δεν μπορεί παρά να διαμορφώνει το έδαφος για τις νευρώσεις στον χαρακτήρα. Η σεξουαλική και ψυχική οικονομία είναι αδύνατη με την ηθική που τόσο μανιασμένα υποστηρίζεται σήμερα. Αυτή είναι μια από τις αδυσώπητες κοινωνικές συνέπειες της ψυχαναλυτικής διερεύνησης των νευρώσεων.
Wilhelm Reich, Ανάλυση του χαρακτήρα
--------------------------------------
[1] Σημείωση του 1945. Στην γλώσσα της οργονικής βιοφυσικής: η συνεχής ματαίωση των πρωταρχικών φυσικών αναγκών οδηγεί στην χρόνια σύσπαση του βιοσυστήματος (μυϊκή θωράκιση, συμπαθητικοτονία κλπ.). Η σύγκρουση ανάμεσα στις ανεσταλμένες πρωταρχικές ενορμήσεις και την θωράκιση οδηγεί στην ανάπτυξη δευτερογενών, αντικοινωνικών ενορμήσεων (σαδισμός, μαζοχισμός, ασκητισμός κ.λπ.). Στην διαδικασία ανάδυσης μέσα από την θωράκιση, οι πρωταρχικές βιολογικές παρορμήσεις μετατρέπονται σε καταστροφικές σαδιστικές παρορμήσεις.
[2] Βλέπε: Ράιχ, Die Triebhafte Charakter, Διεθνείς Ψυχαναλυτικές εκδόσεις, 1925.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου