Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική (1449a-1449b)

[V] Ἡ δὲ κωμῳδία ἐστὶν ὥσπερ εἴπομεν μίμησις φαυλοτέρων μέν, οὐ μέντοι κατὰ πᾶσαν κακίαν, ἀλλὰ τοῦ αἰσχροῦ ἐστι τὸ γελοῖον μόριον. τὸ γὰρ γελοῖόν ἐστιν ἁμάρτημά τι καὶ αἶσχος ἀνώδυνον καὶ οὐ φθαρτικόν, οἷον εὐθὺς τὸ γελοῖον πρόσωπον αἰσχρόν τι καὶ διεστραμμένον ἄνευ ὀδύνης. αἱ μὲν οὖν τῆς τραγῳδίας μεταβάσεις καὶ δι᾽ ὧν ἐγένοντο οὐ λελήθασιν, ἡ δὲ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ

[1449b] σπουδάζεσθαι ἐξ ἀρχῆς ἔλαθεν· καὶ γὰρ χορὸν κωμῳδῶν ὀψέ ποτε ὁ ἄρχων ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ἐθελονταὶ ἦσαν. ἤδη δὲ σχήματά τινα αὐτῆς ἐχούσης οἱ λεγόμενοι αὐτῆς ποιηταὶ μνημονεύονται. τίς δὲ πρόσωπα ἀπέδωκεν ἢ προλόγους ἢ πλήθη ὑποκριτῶν καὶ ὅσα τοιαῦτα, ἠγνόηται. τὸ δὲ μύθους ποιεῖν [Ἐπίχαρμος καὶ Φόρμις] τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ἐκ Σικελίας ἦλθε, τῶν δὲ Ἀθήνησιν Κράτης πρῶτος ἦρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικῆς ἰδέας καθόλου ποιεῖν λόγους καὶ μύθους. ἡ μὲν οὖν ἐποποιία τῇ τραγῳδίᾳ μέχρι μὲν τοῦ μετὰ μέτρου λόγῳ μίμησις εἶναι σπουδαίων ἠκολούθησεν· τῷ δὲ τὸ μέτρον ἁπλοῦν ἔχειν καὶ ἀπαγγελίαν εἶναι, ταύτῃ διαφέρουσιν· ἔτι δὲ τῷ μήκει· ἡ μὲν ὅτι μάλιστα πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐξαλλάττειν, ἡ δὲ ἐποποιία ἀόριστος τῷ χρόνῳ καὶ τούτῳ διαφέρει, καίτοι τὸ πρῶτον ὁμοίως ἐν ταῖς τραγῳδίαις τοῦτο ἐποίουν καὶ ἐν τοῖς ἔπεσιν. μέρη δ᾽ ἐστὶ τὰ μὲν ταὐτά, τὰ δὲ ἴδια τῆς τραγῳδίας· διόπερ ὅστις περὶ τραγῳδίας οἶδε σπουδαίας καὶ φαύλης, οἶδε καὶ περὶ ἐπῶν· ἃ μὲν γὰρ ἐποποιία ἔχει, ὑπάρχει τῇ τραγῳδίᾳ, ἃ δὲ αὐτῇ, οὐ πάντα ἐν τῇ ἐποποιίᾳ.

***
[5] Η κωμωδία, όπως το έχουμε ήδη πει, είναι μίμηση ανθρώπων χειρότερων από τον μέσο όρο των συνηθισμένων καθημερινών ανθρώπων, όχι όμως ενσχέσει με κάθε είδος κακίας, αλλά μόνο ενσχέσει με την ασχήμια, της οποίας μέρος είναι καθετί που, ως καταγέλαστο, προκαλεί το γέλιο. Ό,τι, πράγματι, προκαλεί το γέλιο είναι μια λαθεμένη συμπεριφορά ή μια ασχήμια που δεν προξενεί πόνο ή βλάβη· μια κωμική μάσκα, επιπαραδείγματι, είναι άσχημη ή αποτροπιαστική χωρίς να προξενεί πόνο.

Οι διαδοχικές λοιπόν εξελικτικές μεταβολές της τραγωδίας και τα πρόσωπα στα οποία αυτές οφείλονται δεν μας είναι άγνωστα πράγματα. Αντίθετα, τα σχετικά με την κωμωδία έμειναν άγνωστα,

[1449b] επειδή από την αρχή δεν ελήφθηκαν σοβαρά υπόψη· απόδειξη είναι και το γεγονός ότι Χορό για κωμικές παραστάσεις ο άρχοντας έδωσε σχετικά αργά· ως τότε ήταν θέμα εθελοντικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Και μόνο όταν η κωμωδία απέκτησε κάποιες οριστικοποιημένες πια μορφές άρχισαν οι άνθρωποι να συγκρατούν στη μνήμη τους ονόματα ποιητών της. Ποιος όμως ήταν ο εισηγητής των προσωπείων, των προλόγων ή του αριθμού των υποκριτών, όλα αυτά και τα παρόμοια δεν τα γνωρίζουμε. Το πλάσιμο, πάντως, κωμικών μύθων ξεκίνησε από τη Σικελία: εκεί ήταν ο Επίχαρμος και ο Φόρμις. Από τους ποιητές όμως της Αθήνας πρώτος ο Κράτης, αφήνοντας καταμέρος τα βασικά χαρακτηριστικά της ιαμβικής ποίησης, άρχισε να πλάθει γενικού περιεχομένου υποθέσεις και μύθους.

Η επική λοιπόν ποίηση, στον βαθμό που είναι μίμηση —με έμμετρο λόγο— σοβαρών και αξιόλογων πραγμάτων, παρακολούθησε την τραγωδία· διαφέρουν, ωστόσο, από την άποψη ότι η επική ποίηση χρησιμοποιεί μία μόνο μετρική μορφή και είναι απλή αφήγηση. Διαφέρουν όμως και από την άποψη του «μήκους»: η τραγωδία φροντίζει να εκτυλίσσεται, όσο το δυνατόν μέσα σε μια περιφορά του ήλιου ή, έστω, με μικρή μόνο παρέκκλιση από το χρονικό αυτό πλαίσιο, ενώ η επική ποίηση δεν έχει σαφώς καθορισμένα χρονικά πλαίσια. Είναι και αυτό μια διαφορά τους — αν και στην αρχή οι ποιητές λειτουργούσαν με τον ίδιο τρόπο στις τραγωδίες και στα επικά ποιήματα. Διαφέρουν όμως και ως προς τα συστατικά τους στοιχεία: κάποια από αυτά είναι κοινά και στα δύο είδη, ενώ κάποια άλλα χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα την τραγωδία. Γι᾽ αυτό και όποιος είναι σε θέση να κρίνει ποια τραγωδία είναι καλή και ποια κακή, μπορεί να εκφέρει παρόμοια κρίση και ενσχέσει με την επική ποίηση· γιατί όσα έχει η επική ποίηση, τα έχει και η τραγωδία, ενώ όσα έχει η τραγωδία, δεν τα έχει όλα η επική ποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου