Αν ο βασιλιάς Αρχίδαμος και ο πελοποννησιακός στρατός υποτίμησαν τόσο τα προβλήματα που ενυπήρχαν στην προσπάθεια να λεηλατηθεί η Αττική, όσο και τα αντίμετρα των Αθηναίων, ο Περικλής δε συνειδητοποίησε τα τρία μοιραία ελαττώματα της, κατά τα άλλα, πειστικής στρατηγικής του, που απέβλεπε σε έναν πόλεμο φθοράς. Πρώτα απ’ όλα, θεώρησε ως δεδομένο ότι μια πόλη που είχε οικοδομηθεί για 100.000 κατοίκους θα μπορούσε να φιλοξενήσει -χωρίς να υπάρξουν προβλήματα στέγασης, υδροδότησης και υγιεινής- έναν επιπρόσθετο πληθυσμό 100.000-150.000 ανθρώπων από την ύπαιθρο για ένα μήνα ή και περισσότερο. Χιλιάδες πρόσφυγες δε θα είχαν μόνιμη κατοικία, και σύντομα θα επιβάρυναν τις πηγές, τα αποχωρητήρια και το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης. Επιπλέον, η οργή όσων υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν τα σπίτια τους θα αυξανόταν συνεχώς, ενώ θα αισθάνονταν άβολα στις συναναστροφές τους με τους κατοίκους της πόλης - τους περισσότερους από τους οποίους δεν τους είχαν ξαναδεί και πιθανότατα δεν τους συμπαθούσαν.
Το σχέδιο του Περικλή ήταν να μετατρέψει την πιο επιβλητική πόλη της Ελλάδας σε ένα τεράστιο και ρυπαρό στρατόπεδο προσφυγών, σε μια εποχή που η ύπαρξη των μικροβίων, πόσο μάλλον η αντιμετώπισή τους, ήταν άγνωστη - ένα ριζοσπαστικό σχέδιο που οι Αθηναίοι δεν είχαν εφαρμόσει ούτε στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων ούτε στον Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Οποιοσδήποτε έχει ζήσει τα καλοκαίρια στη σημερινή Αθήνα γνωρίζει ότι η αφόρητη απογευματινή ζέστη πνίγει την πόλη, ενώ δε φυσάει καθόλου - καθώς η πόλη βρίσκεται σε ένα Λεκανοπέδιο που το περιβάλλουν τα όρη Αιγάλεω, Πάρνηθα, Πεντέλη και Υμηττός, ενώ δεν έχει κάποιο μεγάλο ποτάμι και η θάλασσα βρίσκεται σχετικά μακριά.[1]
Αργότερα ο καταπονημένος Περικλής θα ομολογούσε στους εξαντλημένους και εξοργισμένους συμπολίτες του σε μια συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου: «Η επιδημία αυτή, το μοναδικό, αλήθεια, πράγμα που δεν προβλέψαμε». Και σε αυτή την περίπτωση, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα τραγική ειρωνεία: με την ανέγερση των Μακρών Τειχών (461-456) ο Θεμιστοκλής ήθελε να διασφαλίσει ότι στο μέλλον οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να αποφύγουν μια εκ παρατάξεως μάχη, να παραμείνουν μέσα στην πόλη και, άρα, να μην υποχρεωθούν να καταφύγουν στα γειτονικά νησιά. Στην πραγματικότητα, όταν είχε υλοποιηθεί το 480 η προηγούμενη τραυματική εκκένωση της Αθήνας, ο διασκορπισμός του πληθυσμού στην Αίγινα, στη Σαλαμίνα και στην Τροιζήνα είχε μειώσει τις πιθανότητες να ενσκήψει λοιμός εξαιτίας του συνωστισμού χιλιάδων ανθρώπων. Ο Περικλής δε χρειαζόταν, λοιπόν, τις συμβουλές ενός ειδικού στη στρατιωτική στρατηγική, αλλά μάλλον εκείνες ενός ειδικού στη δημόσια υγεία. Εν τω μεταξύ φαίνεται ότι φέρθηκε απερίσκεπτα, ενώ ο Αρχίδαμος ενήργησε με μεγαλύτερη σύνεση. Εξαιτίας ενός συγκυριακού λοιμού η στρατηγική οξυδέρκεια του Περικλή αποδείχτηκε ολέθρια - ενώ οι κοινότοπες ιδέες του Αρχίδαμου εμπνευσμένες.[2]
Δεύτερον, ο Περικλής διακύβευσε ότι οι Αθηναίοι -ένας λαός που κάποτε στο Μαραθώνα νίκησε ένα στρατό που ήταν τριπλάσιος από το δικό τους και στη Σαλαμίνα βύθισε τον αριθμητικά υπέρτερο περσικό στόλο- θα παρέμεναν αδρανείς χωρίς να πληγωθούν τα πατριωτικά τους αισθήματα, ενώ οι χιλιάδες στρατιώτες του εχθρού θα κόμπαζαν αμφισβητώντας την πολεμική τους ανδρεία. Ήταν, φυσικά, αναμενόμενο ότι οι γεωργοί θα εξοργίζονταν για την καταστροφή των σπιτιών τους. Όμως, και το σύνολο του πληθυσμού θα έπρεπε να καταπιεί την προσβλητική ιδέα ότι οι άντρες της Αθήνας δεν τολμούσαν να πολεμήσουν έναν εχθρό που βρισκόταν μερικά μόνο χιλιόμετρα μακριά από τα τείχη της πόλης.
Ο πόλεμος δεν είναι ποτέ μόνο μια σύγκρουση για συγκεκριμένα πράγματα. Αντίθετα, όπως διαπίστωσαν οι πιο μεγάλοι στρατηγοί στην Ιστορία, από τον Θηβαίο Επαμεινώνδα μέχρι τον Ναπολέοντα, παραμένει μια διαπάλη βουλήσεων, νοοτροπιών και αντιλήψεων, που αποτελεί τον πυρήνα για την ερμηνεία των στρατιωτικών συμβάντων.
Όταν, λοιπόν, οι Αθηναίοι αποδέχθηκαν ως τετελεσμένο ότι ο εχθρός θα μπορούσε να καταλαμβάνει την πατρώα γη τους με τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι δε θα εκδιωκόταν διά της βίας, δεν ήταν αναπόφευκτο να δημιουργηθεί ένα συλλογικό αίσθημα μειωμένης αυτοπεποίθησης και ανασφάλειας; Μήπως άλλοι εχθροί της Αθήνας -ή ακόμα και οι πόλεις-κράτη του Αιγαίου που ήταν φόρου υποτελείς, όπως η Χίος, η Μυτιλήνη και η Σάμος- θεωρούσαν ότι η Αθήνα δεν μπορούσε πλέον να αντιδράσει σε μια επίθεση; Πώς μια υπερήφανη ηγεμονία θα απέτρεπε εξεγέρσεις στα μακρινά φόρου υποτελή νησιά, όταν δεν μπορούσε να υπερασπίσει το έδαφος της; Οι εν δυνάμει στασιαστές δε θα εντρυφούσαν στις αποχρώσεις της τακτικής του Περικλή, αλλά θα αποφάσιζαν με βάση τον ακόλουθο απλό ηθικό συλλογισμό: «Οι Αθηναίοι ηγεμόνες μας πολεμούν ή παραμένουν φοβισμένοι πίσω από τα τείχη τους;»
Αρκετά χρόνια αργότερα, στις παραμονές της Σικελικής Εκστρατείας, ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο Αλκιβιάδης για να πείσει τους Αθηναίους -ένα λαό που το ένα τέταρτό του είχε χαθεί από το λοιμό και η γη του είχε υποστεί πέντε εισβολές- ότι έπρεπε να επιτεθούν εναντίον των Συρακουσών ήταν ότι η ίδια η φύση της Αθήνας την καθιστούσε κατάλληλη μόνο για επιθετική στρατηγική και ότι θα σταματούσε να υπάρχει αν επέλεγε μια παθητική στάση. Ένας από τους λόγους για τους οποίους η συχνά λανθασμένη λογική του Αλκιβιάδη άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή των Αθηναίων και πείστηκαν να εισβάλουν στη Σικελία το 415 ήταν, ίσως, ότι οι θερμοκέφαλοι στο ακροατήριό του θυμόντουσαν τις εισβολές του Αρχίδαμου - όταν οι Αθηναίοι είχαν παραμείνει αδρανείς και αυτή η παθητική στάση είχε προκαλέσει το λοιμό και το θάνατο του Περικλή, ενώ δεν τους είχε προσφέρει κανένα σαφείς πλεονέκτημα στην πρώτη δεκαετία του πολέμου.
Σε τελική ανάλυση, αν η Αθήνα συγκρουόταν με τη μεγαλύτερη χερσαία δύναμη στον ελληνικό κόσμο, θα έπρεπε είτε να νικήσει το σπαρτιατικό στρατό είτε, μέσω της απελευθέρωσης των ειλώτων, να καταστρέφει το σύστημα το οποίο επέτρεπε σε αυτό τον επαγγελματικό στρατό να εκπαιδεύεται διαρκώς και να πραγματοποιεί εκστρατείες. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι ο Περικλής, τουλάχιστον αρχικά, σχεδίαζε ένα τόσο τολμηρό επιθετικό πλήγμα, δηλαδή να οργανώσει έναν πανελλήνιο συνασπισμό που θα εισέβαλλε στη Λακωνία, ή ότι είχε σκεφτεί πώς θα συνεχιζόταν η χρηματοδότηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αν η διάρκεια τους υπερέβαινε τα πέντε χρόνια. Στην πραγματικότητα, οι πόλεμοι δεν τελειώνουν αν δεν εξαλειφθούν οι αιτίες που προκάλεσαν την έναρξή τους - όπως, για παράδειγμα, ένα πολεμοχαρές καθεστώς, ένας επιθετικός ηγέτης ή μια ριψοκίνδυνη εθνική πολιτική. Διαφορετικά, υπάρχει μια bellum interruptum, μια πολεμική παύση, παρόμοια με την αποκαλούμενη Νικίειο Ειρήνη, όταν η Αθήνα και η Σπάρτη συμφώνησαν να πραγματοποιήσουν ένα διάλειμμα από το 421 έως το 415, πριν επιτεθούν πάλι η μια εναντίον της άλλης με ανανεωμένο και θανατηφόρο μένος.
Τρίτον, ο Περικλής υπέθετε ότι ένας ηγέτης με το ρητορικό ταλέντο του, την πολιτική εμπειρία του και το ηθικό κύρος του θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει τόσο τους συντηρητικούς γεωργούς όσο και τους δημοκράτες εξτρεμιστές με συστηματικό και σταθερό τρόπο έως ότου οι Σπαρτιάτες υπαναχωρήσουν. Οι σωζόμενες προτομές του, όπως εκείνες του επίσης στρατιωτικού ηγέτη Λίνκολν, απεικονίζουν ένα γαλήνιο άνθρωπο. Μια περικεφαλαία βρίσκεται πάνω από το ευρύ μέτωπό του, η έκφραση του προσώπου του δείχνει ότι τον απασχολούν υψίστης σημασίας ζητήματα, ενώ δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη αλαζονείας ή ανασφάλειας.
Για τριάντα χρόνια ο Περικλής, ως ενιαύσιος εκλεγμένος στρατηγός, διέθετε μια τεράστια ηθική επιρροή και, ως εκ τούτου, δημιουργούσε μια αίσθηση συνέπειας και συνέχειας, που ήταν ασυνήθιστη σε μια δημοκρατία η οποία λειτουργούσε χωρίς να υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα και περιορισμοί στη βούληση της πλειοψηφίας όπως διαμορφωνόταν στην ευμετάβλητη Εκκλησία του Δήμου. Οι συμπάθειες που είχε ανάμεσα στους ριζοσπαστικούς υποστηρικτές της ισότητας σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα που του προσέδιδε η αριστοκρατική του καταγωγή τον βοήθησαν να καθοδηγεί -χωρίς όμως να κολακεύει- το άστατο πλήθος, που μπορούσε να ψηφίσει να εξανδραποδιστούν ή να εκτελεστούν οι κάτοικοι μιας συμμαχικής πόλης που είχαν στασιάσει είτε να τους συγχωρέσει, ανάλογα με το τι θεωρούσε σωστό τη δεδομένη στιγμή.
Είναι αλήθεια ότι, θεωρητικά, ο Περικλής ήταν μόνο ένας από τους δέκα ενιαυσίους στρατηγούς - που εκλέγονταν με ανάταση των χειρών από την Εκκλησία του Δήμου και μπορούσαν να επανεκλέγονται κάθε έτος. Ωστόσο, η ηλικία του, η εμπειρία του, ο χαρακτήρας του και οι ρητορικές του ικανότητες του πρόσφεραν μια τόσο μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, ώστε μόνο με τη δύναμη της θέλησής του μπορούσε να πείσει τους υπόλοιπους αξιωματούχους είτε να συγκαλέσουν είτε να αναβάλουν μια συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου, και με αυτό τον τρόπο να διευκολύνει ή να παρεμποδίσει την έκφραση της λαϊκής βούλησης.[3]
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, «το πολίτευμα της Αθήνας λεγόταν, αλήθεια, δημοκρατία, στην πραγματικότητα όμως, σιγά σιγά, γινόταν εξουσία που την ασκούσε ο πρώτος της πολίτης». Δεν είναι σαφές αν αυτό το εγκώμιο αποτελεί μια ακριβή απεικόνιση της πολιτικής ζωής στην Αθήνα του Περικλή, ιδίως αν αναλογιστούμε την τάση του Θουκυδίδη να δυσφημεί την Εκκλησία του Δήμου ως ένα «πλήθος» ή έναν «όχλο» που τον αποτελούσαν οι φτωχότεροι και λιγότερο μορφωμένοι πολίτες. Όμως, μια πιο σημαντική παράμετρος που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι ότι ο Περικλής ήταν πλέον 64 ετών. Θα πρέπει να υπήρχαν αμφιβολίες για το αν είχε ακόμα τη φυσική αντοχή ώστε να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη πρόκληση στην ιστορία της αθηναϊκής δημοκρατίας.[4]
Ο μεγάλος αυτός ηγέτης θα προδιδόταν, τελικά, τόσο από κάποιες εσφαλμένες κρίσεις του όσο και από τη σωματική εξάντληση και την ηλικία του. Θα αποδεικνυόταν ότι ο Περικλής είχε άδικο και στα τρία διακυβεύματα στα οποία βάσισε τη στρατηγική της υποχρεωτικής εκκένωσης της Αττικής. Ο απρόσμενος λοιμός που έπληξε την πόλη στη διάρκεια του δεύτερου χρόνου της εισβολής (430) εξολόθρευσε χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες. Δεκάδες χιλιάδες ακόμα άνθρωποι αρρώστησαν ή πέθαναν, με συνέπεια να χαθούν περισσότεροι άντρες από όσους θα μπορούσε να σκοτώσει η σπαρτιατική φάλαγγα, ένα γεγονός που μας υπενθυμίζει ότι, στους περισσότερους πολέμους, περισσότεροι άνθρωποι χάνονται από τις ασθένειες παρά από τα εχθρικά όπλα. Ο Περικλής συγκέντρωσε τους πολίτες της Αττικής πίσω από τα τείχη για να διασφαλίσει τη σωτηρία χιλιάδων ζωών, όμως με αυτή του την απόφαση εξασφάλισε, αντίθετα, ότι θα πέθαιναν πολύ περισσότεροι άνθρωποι. Οι εσωτερικές εντάσεις που προκλήθηκαν ανάμεσα σε ομάδες πολιτών με διαφορετικά συμφέροντα δεν επιλύθηκαν ποτέ ολοκληρωτικά, αλλά σύντομα έγιναν ακόμα πιο έκδηλες με αφορμή απερίσκεπτες και άσχημα σχεδιασμένες επιθετικές επιχειρήσεις, για να οδηγήσουν τελικά στις ολιγαρχικές στάσεις του 411 και του 403. Για το συντηρητικό ιστορικό Θουκυδίδη ο θάνατος του Περικλή από το λοιμό ήταν μια τραγική απώλεια, καθώς τον διαδέχτηκε μια ατελείωτη σειρά δημαγωγών, όπως ο Κλέωνας, ο Αλκιβιάδης, ο Υπέρβολος, ο Κλεόνυμος και ο Κλεοφώντας, που όλοι τους επεδίωκαν κυνικά να αυξήσουν την προσωπική τους εξουσία χρησιμοποιώντας τις διάφορες αντιμαχόμενες ομάδες.
-------------------------
[1] Ο Θουκυδίδης επικεντρώνεται στη συγκίνηση και στην οδύνη που προκάλεσε η πρώτη απόσυρση μέσα στην πόλη το 431συγκίνηση και στην οδύνη που προκάλεσε η πρώτη απόσυρση μέσα στην πόλη το 431. Πραγματοποιήθηκαν , όμως, τέσσερις ακόμα παρόμοιες εκκενώσεις της Αττικής, στις οποίες ο ιστορικός δεν αναφέρεται με τον ίδιο παραστατικό τρόπο, και οι οποίες θα πρέπει να ήταν εξίσου δύσκολες . Σε γενικές γραμμές , ο Θουκυδίδης περιγράφει διεξοδικά μια «τυΠ1κή>, πολιορκία , μάχη ή εμφύλια σύρραξη , και στη συνέχεια θεωρεί ως δεδομένο ότι ο αναγνώστης είναι πια εξοικειωμένος με τις λεπτομέρειες των μεταγενέστερων γεγονότων, τα οποία περιγράφονται με πιο συνοπτικό τρόπο.
[2] 2.54.1. Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς εννοούσε ο Περικλής με αυτή την ψυχρή αποτίμηση. Πιθανότατα ότι τα αθηναϊκά αντίποινα στις ακτές της Πελοποννήσου θα ήταν πολύ πιο σκληρά και αποτελεσματικά, αν η πόλη δεν είχε αφανιστεί από Τ!]Υ επιδημία. Ο Πλούταρχος πίστευε ότι, αν ο λοιμός δεν είχε πλήξει την Αθήνα, η Σπάρτη πολύ σύντομα θα σταματούσε να πιστεύει ότι μπορούσε να νικήσει την Αθήνα (Βίοι Παράλληλοι,« Περικλής », 34.2).
[3] Για την προειδοποίηση του Αλκιβιάδη , βλ. 8.18.7. Υπάρχει μια μακροχρόνια διαφωνία ανάμεσα στους μελετητές για την πραγματική νομική βάση της τεράστιας εξουσίας του Περικλή, μια διαμάχη που συνοψίζεται στο Hamel, Atheniαn. Generals, σ. 9-12. Ένας από τους έμμεσους τρόπους για να καθοδηγεί κάποιος την πολιτική ζωή της ΑθΙ1νας ήταν η απόφαση για το αν θα συγκληθεί ή όχι η Εκκλησία του Δήμου . Προφανώς, σε περιόδους κρίσης και οξυμένων παθών , ένας νηφάλιος στρατηγός, όπως ο Περικλής, θα προτιμούσε να αναβληθεί η συνεδρίαση και να ηρεμήσουν τα πνεύματα ώστε να μην εξαρτηθεί η πολιτική της πόλης-κράτους από τη συλλογική κρίση των 7.000 ή και περισσότερων εξοργισμένων πολιτών που συν ωθούνταν στην Πνύκα .
[4] 2.65.9. Πρβλ. 2.65.4, 4.83.3, 6.17.2, 6.63 και 8.2. Σε άλλα χωρία ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τους όρους όχλος και όμως, με έναν τρόπο που δεν είναι πάντα υποτιμητικός, αλλά ίσως αντανακλά ότι είναι ενδεχόμενο, και όχι αναπόφευκτο, ένας «λαός» να είναι άστατος και ευμετάβλητος. Πρβλ . Cawkwell, Thucydides, σ. 7-8.
[2] 2.54.1. Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς εννοούσε ο Περικλής με αυτή την ψυχρή αποτίμηση. Πιθανότατα ότι τα αθηναϊκά αντίποινα στις ακτές της Πελοποννήσου θα ήταν πολύ πιο σκληρά και αποτελεσματικά, αν η πόλη δεν είχε αφανιστεί από Τ!]Υ επιδημία. Ο Πλούταρχος πίστευε ότι, αν ο λοιμός δεν είχε πλήξει την Αθήνα, η Σπάρτη πολύ σύντομα θα σταματούσε να πιστεύει ότι μπορούσε να νικήσει την Αθήνα (Βίοι Παράλληλοι,« Περικλής », 34.2).
[3] Για την προειδοποίηση του Αλκιβιάδη , βλ. 8.18.7. Υπάρχει μια μακροχρόνια διαφωνία ανάμεσα στους μελετητές για την πραγματική νομική βάση της τεράστιας εξουσίας του Περικλή, μια διαμάχη που συνοψίζεται στο Hamel, Atheniαn. Generals, σ. 9-12. Ένας από τους έμμεσους τρόπους για να καθοδηγεί κάποιος την πολιτική ζωή της ΑθΙ1νας ήταν η απόφαση για το αν θα συγκληθεί ή όχι η Εκκλησία του Δήμου . Προφανώς, σε περιόδους κρίσης και οξυμένων παθών , ένας νηφάλιος στρατηγός, όπως ο Περικλής, θα προτιμούσε να αναβληθεί η συνεδρίαση και να ηρεμήσουν τα πνεύματα ώστε να μην εξαρτηθεί η πολιτική της πόλης-κράτους από τη συλλογική κρίση των 7.000 ή και περισσότερων εξοργισμένων πολιτών που συν ωθούνταν στην Πνύκα .
[4] 2.65.9. Πρβλ. 2.65.4, 4.83.3, 6.17.2, 6.63 και 8.2. Σε άλλα χωρία ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τους όρους όχλος και όμως, με έναν τρόπο που δεν είναι πάντα υποτιμητικός, αλλά ίσως αντανακλά ότι είναι ενδεχόμενο, και όχι αναπόφευκτο, ένας «λαός» να είναι άστατος και ευμετάβλητος. Πρβλ . Cawkwell, Thucydides, σ. 7-8.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου