[XI] Τὰς δὲ τῶν ἀπογόνων τύχας καὶ τῶν φίλων ἁπάντων τὸ μὲν μηδοτιοῦν συμβάλλεσθαι λίαν ἄφιλον φαίνεται καὶ ταῖς δόξαις ἐναντίον· πολλῶν δὲ καὶ παντοίας ἐχόντων διαφορὰς τῶν συμβαινόντων, καὶ τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων τῶν δ᾽ ἧττον, καθ᾽ ἕκαστον μὲν διαιρεῖν μακρὸν καὶ ἀπέραντον φαίνεται, καθόλου δὲ λεχθὲν καὶ τύπῳ τάχ᾽ ἂν ἱκανῶς ἔχοι. εἰ δή, καθάπερ καὶ τῶν περὶ αὑτὸν ἀτυχημάτων τὰ μὲν ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥοπὴν πρὸς τὸν βίον τὰ δ᾽ ἐλαφροτέροις ἔοικεν, οὕτω καὶ τὰ περὶ τοὺς φίλους ὁμοίως δ᾽ ἐλαφροτέροις ἔοικεν, οὕτω καὶ τὰ περὶ τοὺς φίλους ὁμοίως ἅπαντας, διαφέρει δὲ τῶν παθῶν ἕκαστον περὶ ζῶντας ἢ τελευτήσαντας συμβαίνειν πολὺ μᾶλλον ἢ τὰ παράνομα καὶ δεινὰ προϋπάρχειν ἐν ταῖς τραγῳδίαις ἢ πράττεσθαι, συλλογιστέον δὴ καὶ ταύτην τὴν διαφοράν, μᾶλλον δ᾽ ἴσως τὸ διαπορεῖσθαι περὶ τοὺς κεκμηκότας εἴ τινος ἀγαθοῦ κοινωνοῦσιν
[1101b] ἢ τῶν ἀντικειμένων. ἔοικε γὰρ ἐκ τούτων εἰ καὶ διικνεῖται πρὸς αὐτοὺς ὁτιοῦν, εἴτ᾽ ἀγαθὸν εἴτε τοὐναντίον, ἀφαυρόν τι καὶ μικρὸν ἢ ἁπλῶς ἢ ἐκείνοις εἶναι, εἰ δὲ μή, τοσοῦτόν γε καὶ τοιοῦτον ὥστε μὴ ποιεῖν εὐδαίμονας τοὺς μὴ ὄντας μηδὲ τοὺς ὄντας ἀφαιρεῖσθαι τὸ μακάριον. συμβάλλεσθαι μὲν οὖν τι φαίνονται τοῖς κεκμηκόσιν αἱ εὐπραξίαι τῶν φίλων, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ δυσπραξίαι, τοιαῦτα δὲ καὶ τηλικαῦτα ὥστε μήτε τοὺς εὐδαίμονας μὴ εὐδαίμονας ποιεῖν μήτ᾽ ἄλλο τῶν τοιούτων μηδέν.
***
[11] Το να πούμε ότι οι τύχες των απογόνων και όλων των φίλων μας δεν συμβάλλουν καθόλου στη δική μας τύχη, δείχνει αφιλία και έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθεις δοξασίες. Αυτά, βέβαια, που μπορεί να μας συμβούν είναι πολλά και ποικίλα· επίσης: άλλα από αυτά μας αγγίζουν περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μια λεπτομερειακή λοιπόν συζήτηση των επιμέρους περιπτώσεων είναι φανερό ότι θα μας πήγαινε μακριά — μπορεί και να μην τελειώναμε ποτέ. Ένας γενικός, επομένως, διαγραμματικός λόγος ίσως θα ήταν αρκετός. Αν λοιπόν, όπως μερικές από τις δυστυχίες που μας βρίσκουν προσωπικά έχουν κάποιο βάρος και τη δύναμη να ανατρέψουν το ισοζύγιο της ζωής μας, ενώ άλλες μοιάζουν σχετικά ελαφρότερες, έτσι ακριβώς υπάρχουν διαφορές και ανάμεσα στις δυστυχίες που βρίσκουν τους φίλους μας γενικά· επίσης, αφού υπάρχει διαφορά αν ένα οποιοδήποτε πάθημα συμβαίνει σε ζωντανό ή σε πεθαμένο άνθρωπο (μια διαφορά που, στην πραγματικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην περίπτωση που άνομες και φοβερές πράξεις προϋποτίθενται στις τραγωδίες ή παρουσιάζονται πάνω στη σκηνή), θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυτή η διαφορά — ίσως μάλλον ο προβληματισμός για το αν οι πεθαμένοι μοιράζονται μαζί με τους ζωντανούς κάποιο καλό
[1101b] ή κακό. Φαίνεται, δηλαδή, από τους διαλογισμούς μας ότι, και αν ακόμη φτάνει κατιτί ως αυτούς, καλό ή κακό, αυτό είναι, πάντως, αδύναμο και μικρό (απολύτως ή σε σχέση με αυτούς)· αν, πάλι, δεν είναι έτσι, θα πρέπει, πάντως, να είναι τόσο και τέτοιο που να μη μπορεί να κάνει ευδαίμονες αυτούς που δεν είναι ευδαίμονες ή να αφαιρέσει την ευδαιμονία από αυτούς που είναι ευδαίμονες. Φαίνεται λοιπόν ότι ασκούν, πράγματι, κάποια επίδραση στους νεκρούς οι ευτυχίες των φίλων τους, το ίδιο και οι δυστυχίες τους, η επίδραση όμως αυτή είναι τέτοια και τόση, που να μη μπορεί μήτε τους ευδαίμονες να τους κάνει να μην είναι ευδαίμονες μήτε να προκαλέσει σ᾽ αυτούς οποιαδήποτε άλλη αλλαγή αυτού του είδους.
[1101b] ἢ τῶν ἀντικειμένων. ἔοικε γὰρ ἐκ τούτων εἰ καὶ διικνεῖται πρὸς αὐτοὺς ὁτιοῦν, εἴτ᾽ ἀγαθὸν εἴτε τοὐναντίον, ἀφαυρόν τι καὶ μικρὸν ἢ ἁπλῶς ἢ ἐκείνοις εἶναι, εἰ δὲ μή, τοσοῦτόν γε καὶ τοιοῦτον ὥστε μὴ ποιεῖν εὐδαίμονας τοὺς μὴ ὄντας μηδὲ τοὺς ὄντας ἀφαιρεῖσθαι τὸ μακάριον. συμβάλλεσθαι μὲν οὖν τι φαίνονται τοῖς κεκμηκόσιν αἱ εὐπραξίαι τῶν φίλων, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ δυσπραξίαι, τοιαῦτα δὲ καὶ τηλικαῦτα ὥστε μήτε τοὺς εὐδαίμονας μὴ εὐδαίμονας ποιεῖν μήτ᾽ ἄλλο τῶν τοιούτων μηδέν.
***
[11] Το να πούμε ότι οι τύχες των απογόνων και όλων των φίλων μας δεν συμβάλλουν καθόλου στη δική μας τύχη, δείχνει αφιλία και έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθεις δοξασίες. Αυτά, βέβαια, που μπορεί να μας συμβούν είναι πολλά και ποικίλα· επίσης: άλλα από αυτά μας αγγίζουν περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μια λεπτομερειακή λοιπόν συζήτηση των επιμέρους περιπτώσεων είναι φανερό ότι θα μας πήγαινε μακριά — μπορεί και να μην τελειώναμε ποτέ. Ένας γενικός, επομένως, διαγραμματικός λόγος ίσως θα ήταν αρκετός. Αν λοιπόν, όπως μερικές από τις δυστυχίες που μας βρίσκουν προσωπικά έχουν κάποιο βάρος και τη δύναμη να ανατρέψουν το ισοζύγιο της ζωής μας, ενώ άλλες μοιάζουν σχετικά ελαφρότερες, έτσι ακριβώς υπάρχουν διαφορές και ανάμεσα στις δυστυχίες που βρίσκουν τους φίλους μας γενικά· επίσης, αφού υπάρχει διαφορά αν ένα οποιοδήποτε πάθημα συμβαίνει σε ζωντανό ή σε πεθαμένο άνθρωπο (μια διαφορά που, στην πραγματικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην περίπτωση που άνομες και φοβερές πράξεις προϋποτίθενται στις τραγωδίες ή παρουσιάζονται πάνω στη σκηνή), θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυτή η διαφορά — ίσως μάλλον ο προβληματισμός για το αν οι πεθαμένοι μοιράζονται μαζί με τους ζωντανούς κάποιο καλό
[1101b] ή κακό. Φαίνεται, δηλαδή, από τους διαλογισμούς μας ότι, και αν ακόμη φτάνει κατιτί ως αυτούς, καλό ή κακό, αυτό είναι, πάντως, αδύναμο και μικρό (απολύτως ή σε σχέση με αυτούς)· αν, πάλι, δεν είναι έτσι, θα πρέπει, πάντως, να είναι τόσο και τέτοιο που να μη μπορεί να κάνει ευδαίμονες αυτούς που δεν είναι ευδαίμονες ή να αφαιρέσει την ευδαιμονία από αυτούς που είναι ευδαίμονες. Φαίνεται λοιπόν ότι ασκούν, πράγματι, κάποια επίδραση στους νεκρούς οι ευτυχίες των φίλων τους, το ίδιο και οι δυστυχίες τους, η επίδραση όμως αυτή είναι τέτοια και τόση, που να μη μπορεί μήτε τους ευδαίμονες να τους κάνει να μην είναι ευδαίμονες μήτε να προκαλέσει σ᾽ αυτούς οποιαδήποτε άλλη αλλαγή αυτού του είδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου