Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Νεφέλαι (510-562)

510 ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴθι χαίρων τῆς ἀνδρείας
εἵνεκα ταύτης.
εὐτυχία γένοιτο τἀν-
θρώπῳ, ὅτι προήκων
εἰς βαθὺ τῆς ἡλικίας
515 νεωτέροις τὴν φύσιν αὑ-
τοῦ πράγμασιν χρωτίζεται
καὶ σοφίαν ἐπασκεῖ.

ὦ θεώμενοι, κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως
τἀληθῆ, νὴ τὸν Διόνυσον τὸν ἐκθρέψαντά με.
520 οὕτω νικήσαιμί τ᾽ ἐγὼ καὶ νομιζοίμην σοφός,
ὡς ὑμᾶς ἡγούμενος εἶναι θεατὰς δεξιοὺς
καὶ ταύτην σοφώτατ᾽ ἔχειν τῶν ἐμῶν κωμῳδιῶν,
πρώτους ἠξίωσ᾽ ἀναγεῦσ᾽ ὑμᾶς, ἣ παρέσχε μοι
ἔργον πλεῖστον· εἶτ᾽ ἀνεχώρουν ὑπ᾽ ἀνδρῶν φορτικῶν
525 ἡττηθεὶς οὐκ ἄξιος ὤν· ταῦτ᾽ οὖν ὑμῖν μέμφομαι
τοῖς σοφοῖς, ὧν οὕνεκ᾽ ἐγὼ ταῦτ᾽ ἐπραγματευόμην.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ὑμῶν ποθ᾽ ἑκὼν προδώσω τοὺς δεξιούς.
ἐξ ὅτου γὰρ ἐνθάδ᾽ ὑπ᾽ ἀνδρῶν, οἷς ἡδὺ καὶ λέγειν
ὁ σώφρων τε χὠ καταπύγων ἄριστ᾽ ἠκουσάτην,
530 κἀγὼ —παρθένος γὰρ ἔτ᾽ ἦν, κοὐκ ἐξῆν πώ μοι τεκεῖν—
ἐξέθηκα, παῖς δ᾽ ἑτέρα τις λαβοῦσ᾽ ἀνείλετο,
ὑμεῖς δ᾽ ἐξεθρέψατε γενναίως κἀπαιδεύσατε,
ἐκ τούτου μοι πιστὰ παρ᾽ ὑμῶν γνώμης ἔσθ᾽ ὅρκια.
νῦν οὖν Ἠλέκτραν κατ᾽ ἐκείνην ἥδ᾽ ἡ κωμῳδία
535 ζητοῦσ᾽ ἦλθ᾽, ἤν που ᾽πιτύχῃ θεαταῖς οὕτω σοφοῖς·
γνώσεται γάρ, ἤνπερ ἴδῃ, τἀδελφοῦ τὸν βόστρυχον.
ὡς δὲ σώφρων ἐστὶ φύσει σκέψασθ᾽· ἥτις πρῶτα μὲν
οὐδὲν ἦλθε ῥαψαμένη σκυτίον καθειμένον
ἐρυθρὸν ἐξ ἄκρου, παχύ, τοῖς παιδίοις ἵν᾽ ᾖ γέλως·
540 οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
οὐδὲ πρεσβύτης ὁ λέγων τἄπη τῇ βακτηρίᾳ
τύπτει τὸν παρόντ᾽ ἀφανίζων πονηρὰ σκώμματα,
οὐδ᾽ εἰσῇξε δᾷδας ἔχουσ᾽, οὐδ᾽ ἰοὺ ἰοὺ βοᾷ,
ἀλλ᾽ αὑτῇ καὶ τοῖς ἔπεσιν πιστεύουσ᾽ ἐλήλυθεν.
545 κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ,
οὐδ᾽ ὑμᾶς ζητῶ ᾽ξαπατᾶν δὶς καὶ τρὶς ταὔτ᾽ εἰσάγων,
ἀλλ᾽ ἀεὶ καινὰς ἰδέας εἰσφέρων σοφίζομαι,
οὐδὲν ἀλλήλαισιν ὁμοίας καὶ πάσας δεξιάς·
ὃς μέγιστον ὄντα Κλέων᾽ ἔπαισ᾽ εἰς τὴν γαστέρα,
550 κοὐκ ἐτόλμησ᾽ αὖθις ἐπεμπηδῆσ᾽ αὐτῷ κειμένῳ.
οὗτοι δ᾽, ὡς ἅπαξ παρέδωκεν λαβὴν Ὑπέρβολος,
τοῦτον δείλαιον κολετρῶσ᾽ ἀεὶ καὶ τὴν μητέρα.
Εὔπολις μὲν τὸν Μαρικᾶν πρώτιστον παρείλκυσεν
ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς,
555 προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ᾽, ἣν
Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ᾽, ἣν τὸ κῆτος ἤσθιεν.
εἶθ᾽ Ἕρμιππος αὖθις ἐποίησεν εἰς Ὑπέρβολον,
ἅλλοι τ᾽ ἤδη πάντες ἐρείδουσιν εἰς Ὑπέρβολον,
τὰς εἰκοὺς τῶν ἐγχέλεων τὰς ἐμὰς μιμούμενοι.
560 ὅστις οὖν τούτοισι γελᾷ, τοῖς ἐμοῖς μὴ χαιρέτω·
ἢν δ᾽ ἐμοὶ καὶ τοῖσιν ἐμοῖς εὐφραίνησθ᾽ εὑρήμασιν,
εἰς τὰς ὥρας τὰς ἑτέρας εὖ φρονεῖν δοκήσετε.

***
510 ΚΟΡ. Στο καλό, στο καλό
για το θάρρος σου αυτό.
Καλή τύχη να ᾽χει ο άντρας αυτός,
γιατί ενώ
έχει μπει στα βαθιά γερατειά,
με καινούριες ιδέες χρωματίζει το νου
και σοφία προσπαθεί ν᾽ αποχτήσει.

Ω θεατές, την αλήθεια σ᾽ εσάς, μά το θεό το Διόνυσο
που μ᾽ ανάστησε, τώρα θα πω, θα μιλήσω ελεύθερα.
520 Όσο, βέβαια, τη νίκη ποθώ κι άξιο να με πουν ποιητή,
άλλο τόσο είν᾽ αλήθεια που εγώ, έχοντάς σας για έξυπνους
κι από πίστη πως το έργο μου αυτό, που πολύ το δούλεψα,
έξοχο είναι, είπα θα ᾽πρεπε εσείς πρώτοι να το κρίνετε·
κι όμως έχασα εγώ, νικητές βγήκαν άλλοι, του σωρού·
άδικο ήταν· σ᾽ εσάς τους σοφούς το παράπονο θα πω,
που για χάρη σας έκανα εγώ τόσον κόπο και δουλειά.
Μα τους έξυπνους πάλι από σας δεν τους παρατώ. Γιατί
από τότε που κάποιοι —χαρά, να μιλείς μπροστά σ᾽ αυτούς—
μου παινέσαν ένα έργο μου εδώ, το Σεμνό και τον Αισχρό,
530 —σαν παρθένα, δεν ήταν σωστό να γεννήσω τότ᾽ εγώ,
τ᾽ άφησα έκθετο, κι άλλη μικρή κοπελιά το σήκωσε
και με γνοιαστήκατ᾽ εσείς με στοργή και μου τ᾽ αναθρέψατε—
από τότε κρατώ της καλής γνώμης σας ενέχυρο.
Λοιπόν έρχεται τώρα κι αυτή η κωμωδία μου ψάχνοντας,
σαν Ηλέκτρα του μύθου, μη βρει ξύπνιους όπως πριν θεατές·
θα γνωρίσει ασφαλώς, αν τη δει, την πλεξίδα του αδερφού.
Γιά κοιτάχτε πόσο είναι σεμνή· πρώτο, δε σας ήρθε εδώ
μ᾽ ένα πέτσινο πράμα, χοντρό και στην άκρη κόκκινο,
κρεμασμένο μπροστά, να γελούν βλέποντάς το τα παιδιά·
540 δεν κορόιδεψε αυτή φαλακρούς, ούτε κόρδακα έσυρε,
κι αν μες στο έργο ένας γέρος μιλά, δε χτυπά άλλο πρόσωπο
με ραβδί, μήπως έτσι οι χοντρές ανοστιές του ξεχαστούν·
δε χιμά μέσα δω με δαδιά, με τρελά ξεφωνητά,
στον εαυτό της μπιστεύεται αυτή μόνο και στους στίχους της.
Κι ενώ τέτοιος ποιητής είμ᾽ εγώ, δεν το παίρνω απάνω μου
κι ούτε δα ξεγελώ το κοινό λέοντας δυο και τρεις φορές
όλο τα ίδια· έχω νου που γεννά νέες μορφές κάθε φορά,
που όλες έξυπνες, μα η καθεμιά πάντα νέα κι αλλιώτικη.
Στην ακμή του τον Κλέωνα γερά στην κοιλιά τον βάρεσα,
550 μα σα στρώθηκε χάμω στη γη, δεν τον τσαλαπάτησα.
Ενώ οι άλλοι, σαν είδαν λαβή να τους δίνει ο Υπέρβολος,
τον ζουπάνε το δόλιο διαρκώς, και τη μάνα του μαζί.
Πρώτος ο Εύπολης, δίνοντας μια παραμόρφωση κακή,
ο άθλιος ναι, στους δικούς μας «Ιππείς», σέρνει εδώ το Μαρικά·
για να γίνει κι ο κόρδακας, γριά πρόσθεσε μπεκρού, τη γριά
που ήταν πλάσμα του Φρύνιχου· εκεί κήτος την κατάπινε.
Γράφει ο Έρμιππος έργο, κι αυτό για το μαύρο Υπέρβολο,
κι όλοι οι άλλοι από τότε χιμούν πάνω στον Υπέρβολο,
τις εικόνες που εγώ ᾽χα σκεφτεί για τα χέλια κλέβοντας.
560 Νόστιμα όποιος τα κρίνει όλ᾽ αυτά, στα δικά μου ας μη γελά·
μα αν εγώ κι όσα ο νους μου γεννά σας χαρίζουμε χαρά,
μυαλωμένους ανθρώπους εσάς θα σας λένε δω κι εμπρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου