Nikolaus von Cusa, εκλατινισμένα Nicolaus Cusanus (1401-1464), φιλόσοφος, μαθηματικός, καρδινάλιος του Μπρίξεν (Brixen) και ικανός πειραματικός επιστήμονας, ο οποίος πρότεινε –πριν από τον Κοπέρνικο– μια συμπαντική κίνηση που δεν είχε ως κέντρο της τη Γη, μολονότι θεωρούσε ότι η κίνηση αυτή επηρεαζόταν από τον πλανήτη μας.
Ο Γερμανός καρδινάλιος, θεολόγος και λόγιος Νικόλαος Κουζάνος γεννήθηκε στο χωριό Κυς (Kues) ή Κούζα (Cusa), κοντά στον ποταμό Μοσέλ (Moselle) της Γερμανίας, στην Αρχιεπισκοπή της Τριέρ (Treves). Ήταν γιος ενός φτωχού ναυτικού που ονομαζόταν Johann Krypfftz ή Krebs, αλλά το επώνυμο –με το οποίο είναι γνωστός– το πήρε από τον τόπο της γέννησής του, την πόλη Κούζα. Σημειώνουμε ότι Νικόλαο Κουζάνο τον ονόμασε ο Ιταλός ουμανιστής Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι (Enea Silvio Piccolomini), το 1440.
O Νικόλαος Κουζάνος το 1416 άρχισε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Όταν απoφοίτησε, πρόσφερε αρχικά τις υπηρεσίες του στον κόμη Ulrich von Manderscheid, ο οποίος διακρίνοντας στον Κουζάνο στοιχεία εξαιρετικής ικανότητας, τον έστειλε στο Σχολείο των Αδελφών της Κοινής Ζωής (Brothers of Common Life), στο Deventer, και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε νομικά και σε ηλικία μόλις 23 ετών αποφοίτησε ως διδάκτωρ.
Από το 1425 έως το 1427 σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Την περίοδο αυτή επικεντρώθηκε στη φιλοσοφία του σχολαστικισμού και στον γερμανικό μυστικισμό. Αποτυγχάνοντας στην πρώτη νομική υπόθεσή του, εγκατέλειψε το νομικό επάγγελμα και αποφάσισε να ακολουθήσει την ιεροσύνη.
Αφού πέρασε από διάφορες βαθμίδες, όπως διάκονος στο μοναστήρι Florin στο Koblenz (1427), έγινε τελικά αρχιδιάκονος της Λιέγης. Ήταν μέλος του Συμβουλίου της Βασιλείας, όπου αφιέρωσε στους συγκεντρωμένους επισκόπους μια εργασία με τίτλο De concordantia Catholica (Σχετικά με την ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας), στην οποία υποστήριξε την ανωτερότητα των Συμβουλίων στα οποία έπρεπε να υπακούουν οι πάπες. Εντούτοις, μερικά έτη αργότερα, είχε αντιστρέψει τη θέση του και με ζήλο υπερασπίστηκε την υπεροχή του πάπα. Μάλιστα, από το 1432 έως το 1437 έφερε την ιδιότητα του μέλους του παπικού Συμβουλίου της Βασιλείας. Επιφορτίστηκε με διάφορες αποστολές για λογαριασμό της Ενότητας των Εκκλησιών, με σημαντικότερη αυτή στην Κωνσταντινούπολη (1437-1438) για να προωθήσει την ένωση των Εκκλησιών. Επέστρεψε με τη συνοδεία του αυτοκράτορα της Bυζαντινής αυτοκρατορίας Iωάννη H’ (1425-1448), του πατριάρχη και των επισκόπων της Ελληνικής Εκκλησίας, με σκοπό την παρακολούθηση της Συνόδου της Ένωσης των Εκκλησιών στη Φεράρα.
Από το 1435 έως το 1445 ήταν κοσμήτορας του Mοnstermaifeld, ενώ το 1447 ήταν στη Γερμανία, ως παπικός απεσταλμένος.
Από το 1438 έως το 1448 –ως εκπρόσωπος του πάπα Ευγενίου Δ΄– εργάστηκε στο Reichstag για την ενότητα της Εκκλησίας στη Γερμανία.
Το 1448, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του, ο πάπας Νικόλαος Ε’ τον έχρισε καρδινάλιο, ενώ το 1450 διορίστηκε πρίγκιπας επίσκοπος του Μπρίξεν (Brixen) στο Τυρόλο (Tirol), παρά την έντονη αντίδραση του Σιγισμούνδου (Sigismund), αρχιδούκα της Αυστρίας, ο οποίος αντιτάχθηκε στις μεταρρυθμίσεις που ο νέος επίσκοπος επιδίωξε να εισαγάγει στην επισκοπή.
Το 1451 στάλθηκε στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες, για να ελέγξει τις εκκλησιαστικές καταχρήσεις και να επαναφέρει τη μοναστική ζωή στον αρχικό κανόνα της ένδειας, αγνότητας και υπακοής, μία αποστολή που στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη διαφωνία του με τον αρχιδούκα Σιγισμούνδο, ζήτησε πίσω ορισμένα τέλη της επισκοπής, τα οποία ο αρχιδούκας είχε ιδιοποιηθεί. Αντ’ αυτού, ο αρχιδούκας έκλεισε στη φυλακή τον επίσκοπο, αλλά και ο Σιγισμούνδος αφορίστηκε από τον πάπα. Η βίαιη διαμάχη λύθηκε τελικά το 1459 με τη βοήθεια του επισκόπου του Trentino. καρδινάλιος και γενικός εφημέριος στη Ρώμη, εισάγοντας μία εκ θεμελίων αναμόρφωση (Reformatio generalis) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το 1459, ο συμφοιτητής του Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι (Enea Silvio Piccolomini) ονομάστηκε πάπας Πίος Β’ (Pius II), και κάλεσε τον Κουζάνο στη Ρώμη. Η διαφωνία του με τον αρχιδούκα διατηρήθηκε έως τον θάνατο του Κουζάνου, στο Τόντι (Todi) της Ούμπρια (Umbria), στις 11 Αυγούστου 1464.
Ενταφιάστηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο του Vincoli, ενώ η καρδιά του βρίσκεται στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στην Κούζα, το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει. Κάποιο διάστημα πριν από τον θάνατό του είχε ιδρύσει ένα νοσοκομείο στη γενέτειρά του για τριάντα τρία φτωχά άτομα που αντιστοιχούσαν στον αριθμό των ετών της γήινης ζωής του Χριστού. Σ’ αυτό το ίδρυμα, που ονομάστηκε «Άγιος Νικόλαος» (St. Nikolaus Hospital), άφησε την πολύτιμη βιβλιοθήκη του.
Ο πυρήνας της συλλογής του αποτελείται από 314 χειρόγραφα χρονολογημένα από τον 9ο έως τον 15ο αιώνα που καλύπτουν ευρέως διαφορετικά θέματα, όπως τη φιλοσοφία, τη θεολογία, τον μυστικισμό, θέματα της Εκκλησίας και των δημόσιων νόμων, τη γεωγραφία, την ιστορία, την ιατρική και την αστρονομία.
Μολονότι υπήρξε ένας από τους μεγάλους ηγέτες στο κίνημα μεταρρύθμισης του 15ου αιώνα, το ενδιαφέρον των σύγχρονων μελετητών του Νικόλαου Κουζάνου εστιάζεται πολύ περισσότερο στη φιλοσοφία του, παρά στην πολιτική ή εκκλησιαστική δραστηριότητά του. Όσον αφορά τη θρησκεία, δικαιούται να θεωρείται ένας από τους μεταρρυθμιστές της. Ομοίως, στη φιλοσοφία ήταν ένας από εκείνους που αρνήθηκαν τον σχολαστικισμό, όταν ήταν ακόμα το ορθόδοξο φιλοσοφικό σύστημα της εποχής. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1440, στην Κούζα, ολοκλήρωσε τη σπουδαία πραγματεία του De docta ignorantia (Περί της λογίας άγνοιας) συμπληρωμένη με το De conjecturis libri duo, που δημοσιεύτηκε το ίδιο έτος, όπου υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη γνώση είναι μόνο υποθετική και η ανθρώπινη σοφία έγκειται στην αναγνώριση της άγνοιας. Αυτή η εργασία χαρακτηρίζει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του Μεσαίωνα και της σύγχρονης εποχής. Σ’ αυτό το έργο η καθαυτό μεσαιωνική θεολογία με τη γεωκεντρική εικόνα του κόσμου αντικαθίσταται από μια σύλληψη του Σύμπαντος που υπερβαίνει τις αντίστοιχες απόψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, παρουσιάζοντας τον εαυτό του να είναι στη σωστή πορεία, ακόμα και στο πλαίσιο της σύγχρονης αστροφυσικής, που αντιπροσωπεύεται από τις ιδέες φυσικών όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Υπέρμαχος της γνώσης που προέρχεται από την εμπειρία υποστήριζε ότι η Γη, που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, ήταν ένα άστρο, όπως όλα τα άλλα άστρα, το οποίο συμμετείχε στη συμπαντική κίνηση και δεν κατείχε το κέντρο του Σύμπαντος. Τις διαφορές ανάμεσα στη θεωρία και την παρατήρηση τις απέδιδε στη σχετική κίνηση. Συνεπώς, οι απόψεις αυτές προανήγγειλαν τη θεωρία του Κοπέρνικου και επηρέασαν βαθύτατα τη σκέψη του Πολωνού αστρονόμου. Επίσης το έργο του Περί της λογίας άγνοιας (De docta ignorantia, 1440), όπου αναπτύσσει τις θέσεις του ως προς τον ατελή χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης για τον Θεό και τον Kόσμο, στάθηκε η βάση έμπνευσης για τον μυστικισμό του Τζορντάνο Μπρούνο.
Η βασική διδασκαλία του Νικόλαου Κουζάνου εστιαζόταν στο ότι ο Kόσμος ήταν μία από τις ερμηνείες του Θεού, εφόσον όλα τα κτιστά όντα ενυπάρχουν στον λόγο του Θεού, στον οποίο συγκεντρώνεται όλη η αλήθεια και η πραγματικότητα του Kόσμου. Υπ’ αυτό το πρίσμα τα έργα του επηρέασαν βαθύτατα όχι μόνον τους αστρονόμους, αλλά τη θεολογία και τη φιλοσοφική-επιστημονική σκέψη της εποχής της Αναγέννησης και του ουμανισμού. Από τον σκεπτικισμό «δραπετεύει» με την αποδοχή του δόγματος των μυστικιστών ότι ο Θεός μπορεί να συλληφθεί από τη διαίσθηση (intuitio, speculatio), ένα ανώτερο επίπεδο διανόησης στο οποίο όλοι οι περιορισμοί, όλα τα όρια, εξαφανίζονται. Ο Θεός είναι το απόλυτο μέγιστο και επίσης το απόλυτο ελάχιστο, το οποίο δεν μπορεί να είναι ούτε μεγαλύτερο ούτε λιγότερο απ’ ό,τι είναι, και που κατανοεί όλα όσα είναι και όσα μπορούν να είναι (omnia deum esse, ut non possit esse aliud quam est). Παρ’ όλα αυτά ο Κουζάνος τοποθετήθηκε ανοιχτά υπέρ της αποδοχής του πανθεϊσμού, αντίληψης που την ημέρα του θανάτου του είχε σημαντικό προβάδισμα. Το κύριο φιλοσοφικό δόγμα του αναπτύχθηκε περίπου εκατό έτη αργότερα από τον Τζορντάνο Μπρούνο, ο οποίος τον αποκαλεί «θείο Κουζάνο».
Ο Γερμανός καρδινάλιος, θεολόγος και λόγιος Νικόλαος Κουζάνος γεννήθηκε στο χωριό Κυς (Kues) ή Κούζα (Cusa), κοντά στον ποταμό Μοσέλ (Moselle) της Γερμανίας, στην Αρχιεπισκοπή της Τριέρ (Treves). Ήταν γιος ενός φτωχού ναυτικού που ονομαζόταν Johann Krypfftz ή Krebs, αλλά το επώνυμο –με το οποίο είναι γνωστός– το πήρε από τον τόπο της γέννησής του, την πόλη Κούζα. Σημειώνουμε ότι Νικόλαο Κουζάνο τον ονόμασε ο Ιταλός ουμανιστής Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι (Enea Silvio Piccolomini), το 1440.
O Νικόλαος Κουζάνος το 1416 άρχισε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Όταν απoφοίτησε, πρόσφερε αρχικά τις υπηρεσίες του στον κόμη Ulrich von Manderscheid, ο οποίος διακρίνοντας στον Κουζάνο στοιχεία εξαιρετικής ικανότητας, τον έστειλε στο Σχολείο των Αδελφών της Κοινής Ζωής (Brothers of Common Life), στο Deventer, και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε νομικά και σε ηλικία μόλις 23 ετών αποφοίτησε ως διδάκτωρ.
Από το 1425 έως το 1427 σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Την περίοδο αυτή επικεντρώθηκε στη φιλοσοφία του σχολαστικισμού και στον γερμανικό μυστικισμό. Αποτυγχάνοντας στην πρώτη νομική υπόθεσή του, εγκατέλειψε το νομικό επάγγελμα και αποφάσισε να ακολουθήσει την ιεροσύνη.
Αφού πέρασε από διάφορες βαθμίδες, όπως διάκονος στο μοναστήρι Florin στο Koblenz (1427), έγινε τελικά αρχιδιάκονος της Λιέγης. Ήταν μέλος του Συμβουλίου της Βασιλείας, όπου αφιέρωσε στους συγκεντρωμένους επισκόπους μια εργασία με τίτλο De concordantia Catholica (Σχετικά με την ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας), στην οποία υποστήριξε την ανωτερότητα των Συμβουλίων στα οποία έπρεπε να υπακούουν οι πάπες. Εντούτοις, μερικά έτη αργότερα, είχε αντιστρέψει τη θέση του και με ζήλο υπερασπίστηκε την υπεροχή του πάπα. Μάλιστα, από το 1432 έως το 1437 έφερε την ιδιότητα του μέλους του παπικού Συμβουλίου της Βασιλείας. Επιφορτίστηκε με διάφορες αποστολές για λογαριασμό της Ενότητας των Εκκλησιών, με σημαντικότερη αυτή στην Κωνσταντινούπολη (1437-1438) για να προωθήσει την ένωση των Εκκλησιών. Επέστρεψε με τη συνοδεία του αυτοκράτορα της Bυζαντινής αυτοκρατορίας Iωάννη H’ (1425-1448), του πατριάρχη και των επισκόπων της Ελληνικής Εκκλησίας, με σκοπό την παρακολούθηση της Συνόδου της Ένωσης των Εκκλησιών στη Φεράρα.
Από το 1435 έως το 1445 ήταν κοσμήτορας του Mοnstermaifeld, ενώ το 1447 ήταν στη Γερμανία, ως παπικός απεσταλμένος.
Από το 1438 έως το 1448 –ως εκπρόσωπος του πάπα Ευγενίου Δ΄– εργάστηκε στο Reichstag για την ενότητα της Εκκλησίας στη Γερμανία.
Το 1448, σε αναγνώριση των υπηρεσιών του, ο πάπας Νικόλαος Ε’ τον έχρισε καρδινάλιο, ενώ το 1450 διορίστηκε πρίγκιπας επίσκοπος του Μπρίξεν (Brixen) στο Τυρόλο (Tirol), παρά την έντονη αντίδραση του Σιγισμούνδου (Sigismund), αρχιδούκα της Αυστρίας, ο οποίος αντιτάχθηκε στις μεταρρυθμίσεις που ο νέος επίσκοπος επιδίωξε να εισαγάγει στην επισκοπή.
Το 1451 στάλθηκε στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες, για να ελέγξει τις εκκλησιαστικές καταχρήσεις και να επαναφέρει τη μοναστική ζωή στον αρχικό κανόνα της ένδειας, αγνότητας και υπακοής, μία αποστολή που στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη διαφωνία του με τον αρχιδούκα Σιγισμούνδο, ζήτησε πίσω ορισμένα τέλη της επισκοπής, τα οποία ο αρχιδούκας είχε ιδιοποιηθεί. Αντ’ αυτού, ο αρχιδούκας έκλεισε στη φυλακή τον επίσκοπο, αλλά και ο Σιγισμούνδος αφορίστηκε από τον πάπα. Η βίαιη διαμάχη λύθηκε τελικά το 1459 με τη βοήθεια του επισκόπου του Trentino. καρδινάλιος και γενικός εφημέριος στη Ρώμη, εισάγοντας μία εκ θεμελίων αναμόρφωση (Reformatio generalis) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το 1459, ο συμφοιτητής του Αινείας Σίλβιο Πικολομίνι (Enea Silvio Piccolomini) ονομάστηκε πάπας Πίος Β’ (Pius II), και κάλεσε τον Κουζάνο στη Ρώμη. Η διαφωνία του με τον αρχιδούκα διατηρήθηκε έως τον θάνατο του Κουζάνου, στο Τόντι (Todi) της Ούμπρια (Umbria), στις 11 Αυγούστου 1464.
Ενταφιάστηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο του Vincoli, ενώ η καρδιά του βρίσκεται στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στην Κούζα, το οποίο ο ίδιος είχε ιδρύσει. Κάποιο διάστημα πριν από τον θάνατό του είχε ιδρύσει ένα νοσοκομείο στη γενέτειρά του για τριάντα τρία φτωχά άτομα που αντιστοιχούσαν στον αριθμό των ετών της γήινης ζωής του Χριστού. Σ’ αυτό το ίδρυμα, που ονομάστηκε «Άγιος Νικόλαος» (St. Nikolaus Hospital), άφησε την πολύτιμη βιβλιοθήκη του.
Ο πυρήνας της συλλογής του αποτελείται από 314 χειρόγραφα χρονολογημένα από τον 9ο έως τον 15ο αιώνα που καλύπτουν ευρέως διαφορετικά θέματα, όπως τη φιλοσοφία, τη θεολογία, τον μυστικισμό, θέματα της Εκκλησίας και των δημόσιων νόμων, τη γεωγραφία, την ιστορία, την ιατρική και την αστρονομία.
Μολονότι υπήρξε ένας από τους μεγάλους ηγέτες στο κίνημα μεταρρύθμισης του 15ου αιώνα, το ενδιαφέρον των σύγχρονων μελετητών του Νικόλαου Κουζάνου εστιάζεται πολύ περισσότερο στη φιλοσοφία του, παρά στην πολιτική ή εκκλησιαστική δραστηριότητά του. Όσον αφορά τη θρησκεία, δικαιούται να θεωρείται ένας από τους μεταρρυθμιστές της. Ομοίως, στη φιλοσοφία ήταν ένας από εκείνους που αρνήθηκαν τον σχολαστικισμό, όταν ήταν ακόμα το ορθόδοξο φιλοσοφικό σύστημα της εποχής. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1440, στην Κούζα, ολοκλήρωσε τη σπουδαία πραγματεία του De docta ignorantia (Περί της λογίας άγνοιας) συμπληρωμένη με το De conjecturis libri duo, που δημοσιεύτηκε το ίδιο έτος, όπου υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη γνώση είναι μόνο υποθετική και η ανθρώπινη σοφία έγκειται στην αναγνώριση της άγνοιας. Αυτή η εργασία χαρακτηρίζει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του Μεσαίωνα και της σύγχρονης εποχής. Σ’ αυτό το έργο η καθαυτό μεσαιωνική θεολογία με τη γεωκεντρική εικόνα του κόσμου αντικαθίσταται από μια σύλληψη του Σύμπαντος που υπερβαίνει τις αντίστοιχες απόψεις του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, παρουσιάζοντας τον εαυτό του να είναι στη σωστή πορεία, ακόμα και στο πλαίσιο της σύγχρονης αστροφυσικής, που αντιπροσωπεύεται από τις ιδέες φυσικών όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Υπέρμαχος της γνώσης που προέρχεται από την εμπειρία υποστήριζε ότι η Γη, που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, ήταν ένα άστρο, όπως όλα τα άλλα άστρα, το οποίο συμμετείχε στη συμπαντική κίνηση και δεν κατείχε το κέντρο του Σύμπαντος. Τις διαφορές ανάμεσα στη θεωρία και την παρατήρηση τις απέδιδε στη σχετική κίνηση. Συνεπώς, οι απόψεις αυτές προανήγγειλαν τη θεωρία του Κοπέρνικου και επηρέασαν βαθύτατα τη σκέψη του Πολωνού αστρονόμου. Επίσης το έργο του Περί της λογίας άγνοιας (De docta ignorantia, 1440), όπου αναπτύσσει τις θέσεις του ως προς τον ατελή χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης για τον Θεό και τον Kόσμο, στάθηκε η βάση έμπνευσης για τον μυστικισμό του Τζορντάνο Μπρούνο.
Η βασική διδασκαλία του Νικόλαου Κουζάνου εστιαζόταν στο ότι ο Kόσμος ήταν μία από τις ερμηνείες του Θεού, εφόσον όλα τα κτιστά όντα ενυπάρχουν στον λόγο του Θεού, στον οποίο συγκεντρώνεται όλη η αλήθεια και η πραγματικότητα του Kόσμου. Υπ’ αυτό το πρίσμα τα έργα του επηρέασαν βαθύτατα όχι μόνον τους αστρονόμους, αλλά τη θεολογία και τη φιλοσοφική-επιστημονική σκέψη της εποχής της Αναγέννησης και του ουμανισμού. Από τον σκεπτικισμό «δραπετεύει» με την αποδοχή του δόγματος των μυστικιστών ότι ο Θεός μπορεί να συλληφθεί από τη διαίσθηση (intuitio, speculatio), ένα ανώτερο επίπεδο διανόησης στο οποίο όλοι οι περιορισμοί, όλα τα όρια, εξαφανίζονται. Ο Θεός είναι το απόλυτο μέγιστο και επίσης το απόλυτο ελάχιστο, το οποίο δεν μπορεί να είναι ούτε μεγαλύτερο ούτε λιγότερο απ’ ό,τι είναι, και που κατανοεί όλα όσα είναι και όσα μπορούν να είναι (omnia deum esse, ut non possit esse aliud quam est). Παρ’ όλα αυτά ο Κουζάνος τοποθετήθηκε ανοιχτά υπέρ της αποδοχής του πανθεϊσμού, αντίληψης που την ημέρα του θανάτου του είχε σημαντικό προβάδισμα. Το κύριο φιλοσοφικό δόγμα του αναπτύχθηκε περίπου εκατό έτη αργότερα από τον Τζορντάνο Μπρούνο, ο οποίος τον αποκαλεί «θείο Κουζάνο».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου