Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΤΥΧΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Περισσότερο ἀπό το θρίαμβο τῆς ἄλφα ἤ τῆς βήτα τακτικῆς, αὐτό πού δείχνει ὁ Θουκυδίδης σε μια μάχη εἶναι, πράγματι, ὁ θρίαμβος τῆς πνευματικῆς ἱκανότητας. Ἀκριβῶς ἐπειδή μια στρατιωτική νίκη γίνεται ἕνας ἐπαληθευμένος συλλογισμός, εἶναι φανερό πώς ἡ ἐξυπνάδα, ἡ κρίση, μπορεῖ, καί πρέπει, να εἶναι ὁ συντελεστής τῆς νίκης αὐτῆς. Ἡ τέχνη τῆς πρόβλεψης, πάντα οὐσιαστική στον Θουκυδίδη, βρίσκει, ἑπομένως, στο σημεῖο αὐτό την πιο περίλαμπρη δικαίωσή της.
 
            Χωρίς ἀμφιβολία, τά ἠθικά χαρίσματα εἶναι ἀναγκαῖα· τά βρίσκουμε ὅμως στόν Θουκυδίδη ὑποταγμένα στά νοητικά χαρίσματα. Το πρόβλημα πού ἔθιγε ὁ Ἡρόδοτος σχετικά με τον Ἀμομφάρετο ἔχει τώρα λυθεῖ· και ὁ Θουκυδίδης ἐπιμένει, με το στόμα τοῦ Βρασίδα, στα πλεονεκτήματα πού παρουσιάζει μιά στρατηγική βασισμένη στήν παρατήρηση καί στό στρατήγημα. Ἀκόμα καί τό θάρρος τῶν στρατευμάτων, πού παραμένει, φυσικά, ἀπαραίτητο, βασίζεται, τελικά, λίγο πολύ, στήν πνευματική ἱκανότητα. Και μόνον μέ τήν ὕπαρξή τους, οἱ δημηγορίες ἀποδεικνύουν πώς ὁ στρατιώτης θα εἶναι τόσο γενναιότερος ὅσο καλύτερα θα ἔχει ἀντιληφθεῖ τά πλεονεκτήματα τῆς συγκεκριμένης κατάστασης[1]
     
            Ἐξάλλου, εἴδαμε ὅτι ὁ Φορμίωνας ἀπορρίπτει κατηγορηματικά την ἔννοια τῆς ἔμφυτης γενναιότητας καί, ἀντί γι’ αὐτήν, προτιμᾶ τήν αὐτοπεποίθηση πού βασίζεται στην ἐμπειρία. Την ἴδια διάκριση τήν ξαναβρίσκουμε (ὅπως ἔδειξε ὁ L. Bodin) στόν Πλάτωνα (Πρωταγόρας, 351 a)· προπάντων ὅμως, εἶναι μια ἰδέα πού την ὑπερασπίστηκε συχνά ὁ Περικλής.[2] Ἐνῶ στον Ὅμηρο ἦταν στο χέρι τῶν θεῶν να ἀλλοιώνουν την παλικαριά ἑνός ἀνθρώπου, στον Θουκυδίδη, ἀντίθετα, ἡ γενναιότητα εἶναι συνδεδεμένη με την πείρα, τήν τεχνική ὑπεροχή, τή γνώση.
 
            Ἔτσι, ὅλα τά ἀνθρώπινα μέσα ὑποτάσσονται, τελικά, στην πνευματική ἱκανότητα. Ἕνα μόνο στοιχεῖο μένει στό περιθώριο, ἡ τύχη. Ὁ Θουκυδίδης ἀναγνωρίζει, ὑπογραμμίζει την ὕπαρξή της. Στην πραγματικότητα ὀνομάζει ἔτσι καθετί πού δεν θα ἦταν δυνατόν να προβλεφθεῖ οὔτε ἀπό το ἱκανότερο γιά ἀνάλυση πνεῦμα. 
     
            Εἶναι ὡστόσο φανερό πώς, ἀκόμα κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτήν ἡ τύχη κρατᾶ τή θέση της στούς ὑπολογισμούς τῶν ἀρχηγῶν. Πρέπει, βέβαια, νά τῆς ἀφήσουν τή μικρότερη δυνατή μερίδα. Και γι’ αὐτό, πρίν ἀπ’ ὅλα, πρέπει νά ἀντιμετωπίζουν ἀπό πρίν τίς περισσότερες δυνατές περιπτώσεις ἀλλά καί νά ἐπαγρυπνοῦν ὥστε νά ἀφήσουν στήν τύχη νά παίξει τόν μικρότερο δυνατό ρόλο: ἀρχηγοί καί στρατιῶτες πρέπει νά εἶναι, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι στή Ναύπακτο, τόσο κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους ὥστε νά κρατοῦν τήν ψυχραιμία τους, τόσο πληροφορημένοι ὥστε να αὐτοσχεδιάζουν γρήγορα μιά καινούρια λύση. Ἡ τύχη εἶναι λοιπόν ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν πραγματικότητα καί στόν διαλογισμό· παράλληλα ὅμως, και ὁ καλύτερος διαλογισμός πρέπει νά ξέρει νά ἀναπροσαρμόζεται ἀνάλογα μέ τήν τύχη.
 
            Περνᾶμε, ἔτσι, ἀσυναίσθητα, ἀπό τά ἁπλά μαθήματα  πού δίνονται στούς στρατηγούς, σέ ἕνα μάθημα μέ ἀσύγκριτα πιό πλατιά σημασία. Ἡ ἀληθινή μάχη εἶναι αὐτή πού δίνει ἡ διάνοια, πάντα ἕτοιμη νά κατακτήσει μιάν ἀλήθεια· ἡ ἐξουσία της πάνω στήν ἀλήθεια δέν μπορεῖ ποτέ να εἶναι ἀπόλυτη, ἀλλά ἡ διάνοια ἀγωνίζεται, ὅλοένα καί πιο σκληρά, για νά τό ἐπιτύχει. Μποροῦμε, λοιπόν, νά ποῦμε πώς οἱ ἐξιστορήσεις τῶν πολεμικῶν συμπλοκῶν στόν Θουκυδίδη, τείνουν πρός ἕνα ἰδεατό και πάντα ἀπρόσιτο ὅριο, ὅπου ἡ ἀφήγηση δέν θά πρόσθετε πιά τό ἐλάχιστο καινούργιο στοιχεῖο σέ δύο ἀντιτιθέμενες δημηγορίες…
--------------------------
[1] Ὁ Λακεδαιμόνιος Βρασίδας δικαιολογεῖται σέ δύο περιπτώσεις ἐπειδή κάνει το «δάσκαλο» στά στρατεύματά του, ἀπευθύνοντάς τους αὐτή τήν διδαχήν ( Δ 126.1 και Ε 9.2): ἡ συνήθεια νά ἀναπτύσσονται γιά χάρη τοῦ στρατοῦ λογικά ἐπιχειρήματα πρίν ἀπό τή δράση, ἡ ἀρχή τοῦ φωτισμένου, τοῦ ἐνήμερου θάρρους, φαίνονται, χωρίς ἀμφιβολία, λιγότερο φυσικές γιά ἕνα Σπαρτιάτη παρά για ἕναν Ἀθηναῖο.
 
[2] Β 40.3· Β 62. 4-5 (στην πρώτη περίπτωση ἄλλωστε, ἡ ἰδέα διατυπώνεται μέ περισσότερη μετριοπάθεια: καταλαβαίνουμε πράγματι (παρά τον L. Bodin) πώς ἡ γνώση αὐτῶν πού εἶναι δεινά καί ἡδέα (φοβερά καί εὐχάριστα) δέν ἀποτρέπει τούς Ἀθηναίους νά βαδίσουν στόν κίνδυνο - ὄχι πώς τούς ἐπιτρέπει νά τό κάνουν). Θά συσχετίσουμε μέ αὐτές τίς νοησιαρχικές  ἔννοιες τῆς εὐψυχίας, τόν ὁρισμό πού δίνει ὁ Νικίας στόν Λάχη (196 d). Ὁ Θουκυδίδης ἀναγνωρίζει, ὥστόσο, ὅταν παρουσιαστεῖ ἡ εὐκαιρία τή σημασία τῆς παλικαριᾶς (στο Ε 72.2 ἡ γενναιότητα ἀντισταθμίζει τήν ἔλλειψη ἐμπειρίας ἀλλά ὁ ἱστορικός δέν τό σχολιάζει σέ καμιά ἀνάλυση).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου