Η κριτική στον μύθο είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη γέννηση της αρχαίας ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα όμως οι αρχαίοι ιστορικοί, παρά τις επιμέρους διαφορές μεταξύ τους ως προς τη στάση τους απέναντι στους μύθους, ουδέποτε μπόρεσαν να απαλλαγούν εντελώς από αυτούς· τον ιστορικό τουλάχιστον πυρήνα των παραδεδομένων μύθων δεν τον έθεσαν ποτέ (ή πολύ σπάνια) σε αμφισβήτηση.
Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο σημαντικότερος από τους λογογράφους που επηρέασε ποικιλοτρόπως τον Ηρόδοτο, διατυπώνει ως εξής την εισαγωγική φράση του έργου του Γενεαλογίαι (απ. 1): Ἑκαταῖος Μιλήσιος ὧδε μυθεῖται· τάδε γράφω, ὥς μοι δοκεῖ ἀληθέα εἶναι· οἱ γὰρ Ἑλλήνων λόγοι πολλοί τε καὶ γελοῖοι, ὡς ἐμοὶ φαίνονται, εἰσίν [αυτά τα λέει ο Εκαταίος από τη Μίλητο·γράφω τα παρακάτω έτσι όπως νομίζω ότι ανταποκρίνονται στην αλήθεια· γιατί όσα λέγουν οι Έλληνες είναι, καθώς μου φαίνεται, πολλά και γελοία]. Η κριτική των λόγων, δηλαδή των μύθων, και η αναζήτηση της αλήθειας αποτελούν ένα και το αυτό -το πρωταρχικό μέλημα του «ιστορικού». Στη βάση της κριτικής αυτής βρίσκεται ο νόμος του πιθανού, του εύλογου (απ. 27 λόγον … εἰκότα) -θα μπορούσε κανείς να τον ονομάσει κριτήριο της κοινής λογικής. Ωστόσο, ακόμη και αν εφαρμοσθεί συστηματικά, η κριτική μέθοδος του Εκαταίου δεν έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει τα γεγονότα του μύθου σε ιστορικά γεγονότα· ο Εκαταίος, όπως έχει γραφεί, απομάκρυνε μεν από τον θρύλο ό,τι φαινόταν αντίθετο στην καθημερινή εμπειρία, του αφαίρεσε όμως κάθε ζωντάνια (Lendle 18). Παραδείγματα αυτής της προσπάθειας εξορθολογισμού των μύθων αποτελεί το απ. 19, όπου απορρίπτεται η αναφορά του Ησίοδου στους πενήντα γιους του Αιγύπτου και προτείνεται, προφανώς ως πιο εύλογος ο αριθμός «κάτω από είκοσι» (παῖδες δέ, [ἐόντες], ὡς μὲν Ἡσίοδος ἐποίησε πεντήκοντα, ὡς ἐγὼ δέ, οὐδὲ εἴκοσι), ή το απ. 26, όπου ο Εκαταίος πάλι αντιπαρατίθεται στον Ησίοδο και προσπαθεί να εξορθολογίσει τον μύθο του Γηρυόνη: δεν πρόκειται για έναν τρικέφαλο γίγαντα που ζούσε στο νησί Ερύθεια έξω από τις στήλες του Ηρακλή ή στη γη των Ιβήρων, αλλά για έναν βασιλιά στην περιοχή της Αμπρακίας και Αμφιλοχίας· με τον εξορθολογισμό αυτόν του μύθου ο άθλος του Ηρακλή, η κλοπή των βοδιών του γίγαντα και η μεταφορά τους στις Μυκήνες, μπορούσε να θεωρηθεί μια θαυμαστή, αλλά όχι απίθανη πράξη. Ωστόσο, η εφαρμογή από τον Εκαταίο του κριτηρίου του πιθανού δεν είναι συστηματική· σε άλλα σημεία του έργου του αποδέχεται λ.χ. τον μύθο της σκύλας που γέννησε ένα ξύλο από το οποίο φύτρωσε ένα κλήμα (απ. 15), τον κριό του Φρίξου και της Έλλης που είχε ανθρώπινη φωνή (απ. 17), την ερωτική συνεύρεση του Δία με την Δανάη (απ. 21) ή τον Αμφιάραο που κοιμίζει τους ελέφαντες οι οποίοι φρουρούν τον βασιλιά των Ινδών (απ. 33).
Σε γενικές γραμμές ανάλογη, δηλαδή επαμφοτερίζουσα, είναι και η στάση του πατέρα της ιστορίας, του Ηροδότου (Said 82 κ.ε.). Στο προοίμιο του έργου του επιχειρεί πρώτα να εξορθολογίσει τους μύθους που αναφέρονται σε απαγωγές γυναικών μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων (λ.χ. στον μύθο της Ιούς ένας κυβερνήτης Φοινικικού πλοίου αντικαθιστά τον Δία), για να ολοκληρώσει το προοίμιο (1.5.3) με μια εμφατική απόρριψη κάθε ευθύνης για την ακρίβεια των μύθων που μόλις αφηγήθηκε (ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτων οὐκ ἔρχομαι ἐρέων ὡς οὕτως ἢ ἄλλως κως ταῦτα ἐγένετο) και να δηλώσει ότι σημείο εκκίνησης της ιστορίας του θα είναι αυτός «που ο ίδιος ξέρω ότι πρώτος άρχισε τα άδικα έργα στους Έλληνες· αυτόν πρώτα θα παρουσιάσω και θα προχωρήσω στη συνέχεια της ιστορίας μου σταματώντας το ίδιο σε μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων».
H ίδια στάση κατά περίπτωση εξορθολογισμού αλλά και απόρριψης των μύθων απαντά σε ολόκληρο το έργο του. Έτσι, ο Ηρόδοτος θεωρεί «ανόητο» (εὐήθη) τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Ηρακλής, που οι Αιγύπτιοι οδηγούσαν σε βωμό για να τον θυσιάσουν, κατόρθωσε να ξεφύγει φονεύοντας «πολλές μυριάδες» Αιγυπτίων (2.45), αφού ο λαός αυτός ούτε καν ζώα δεν θυσιάζει και ο Ηρακλής, ένας θνητός κατά τους Αιγυπτίους, δεν ήταν δυνατό να έχει τόση δύναμη. Από την άλλη πλευρά αποδέχεται την παράδοση σύμφωνα με την οποία η Ελένη, αντί να μεταβεί στην Τροία, παρέμεινε στην Αίγυπτο στο παλάτι του Πρωτέα· και εδώ το κύριο επιχείρημα είναι το κριτήριο του εύλογου: αν η Ελένη ήταν στην Τροία, όταν την πολιορκούσαν οι Αχαιοί, είναι βέβαιο ότι οι Τρώες θα την είχαν παραδώσει, με ή χωρίς τη θέληση του Πάρη, από την αρχή της πολιορκίας ή έστω αργότερα, στον Μενέλαο, διότι δεν μπορεί να ήταν τόσο φρενοβλαβεῖς αυτοί και ο Πρίαμος και να προτιμούσαν να θέσουν σε θανάσιμο κίνδυνο την πόλη τους, απλώς και μόνο για να συνεχίσει ο Πάρης να συζεί με την Ελένη (2.120.2). Ένα ακόμη κλασικό παράδειγμα εξορθολογισμού του μύθου αποτελεί η ιστορία της ιέρειας από τις Θήβες της Αιγύπτου που πουλήθηκε από Φοίνικες πειρατές σε Έλληνες (όπως διηγούνται οι Αιγύπτιοι) ή του μαύρου περιστεριού που (όπως διηγούνται οι ιέρειες της Δωδώνης) αφού πέταξε από τον ίδιο τόπο της Αιγύπτου, προέτρεψε με ανθρώπινη φωνή τους κατοίκους της περιοχής να ιδρύσουν το μαντείο του Δία (2.55 κ.ε.). Ο Ηρόδοτος με μια εκτενή επιχειρηματολογία θεωρεί ότι η αναφορά στο περιστέρι ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η Αιγύπτια ιέρεια που ίδρυσε το μαντείο της Δωδώνης ήταν αλλοδαπή και η γλώσσα που μιλούσε φαινόταν σαν του πουλιού· όταν οι ίδιες οι ιέρειες ισχυρίζονται ότι ύστερα από καιρό το περιστέρι μίλησε με ανθρώπινη φωνή αυτό σημαίνει ότι η Αιγύπτια ιέρεια άρχισε να μιλάει ελληνικά (2.57.2: ἐπεὶ τέωι τρόπωι ἂν πελειάς γε ἀνθρωπηίηι φωνῆι φθέγξαιτο) και όταν, τέλος, λένε ότι το περιστέρι ήταν μαύρο θέλουν να πουν ότι η γυναίκα ήταν Αιγύπτια.
Ο Θουκυδίδης επιχειρεί και αυτός από την πλευρά του να εξορθολογίσει τον μύθο με τη βοήθεια της μεθόδου του εἰκάζειν (της συναγωγής δηλαδή συμπερασμάτων) από την αξιοποίηση αρχαιολογικών, εθνολογικών και γεωγραφικών τεκμηρίων ή σημείων, αλλά και της ερμηνείας ποιητικών κυρίως πηγών· τα βασικά όμως «γεγονότα» των μύθων, όπως και οι μυθικοί πρωταγωνιστές τους δεν αμφισβητούνται. Έτσι, στην περίφημη «Αρχαιολογία» (κεφ. 2-19 στο 1ο βιβλίο της Ιστορίας) ο Τρωικός πόλεμος λ.χ. ή ο Έλληνας, ο γιος του Δευκαλίωνα, ο Μίνωας, ο Πέλοπας, ο Ατρέας, ο Ηρακλής ή ο Αγαμέμνονας αντιμετωπίζονται ως ιστορικά γεγονότα/ιστορικές μορφές. Σημαντικό ρόλο επίσης στην «απομυθοποίηση» του παρελθόντος διαδραματίζει η σύγχρονη εμπειρία του Θουκυδίδη: το μυθικό παρελθόν επανερμηνεύεται με βάση τους όρους και τις συνθήκες της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου· τα δύο στοιχεία στα οποία βασίζεται ο ισχυρισμός της «Αρχαιολογίας» ότι όλοι οι προηγούμενοι πόλεμοι ήταν λιγότερο σημαντικοί από τον Πελοποννησιακό, η ναυτική ισχύς και τα οικονομικά μέσα, είναι εκείνα που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την αθηναϊκή πολιτική κατά τις παραμονές και κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού.
Αυτή η εικόνα του εξορθολογισμού/μερικής απόρριψης αλλά και αποδοχής του μύθου κυριαρχεί και στη μεταγενέστερη ιστοριογραφία· ο Πολύβιος λ.χ. από τη μια πλευρά απορρίπτει ρητά τους μύθους ή επικρίνει πορηγούμενους ιστορικούς για την άκριτη υιοθέτησή τους (κυρίως τον Τίμαιο), αλλά δέχεται ως κατά βάση ιστορικό τον Τρωικό πόλεμο (34.2.9-11). Ο Λουκιανός, τέλος, στο σύγγραμμα Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν, θα δώσει τη συμβουλή οι ιστορικοί να μνημονεύουν μεν τους μύθους, όταν χρειάζεται, αλλά ταυτόχρονα να δηλώνουν ότι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για την αξιοπιστία τους και να τους θέτουν υπό την κρίση των αναγνωστών τους (κεφ. 60: καὶ μὴν καὶ μῦθος, εἰ τις παρεμπέσοι, λεκτέος μέν, οὐ μὴν πιστωτέος πάντως, ἀλλ'ἐν μέσωι θετέος τοῖς ὅπως ἂν ἐθέλωσιν εἰκάσουσι περὶ αὐτοῦ).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου