Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

Αρχαία Ελληνική Ιστοριογραφία: Μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας - Ιστορική μέθοδος

Ιστορική μέθοδος

Έννοιες-κλειδιά που θα κυριαρχήσουν αργότερα στις περί μεθόδου συζητήσεις των αρχαίων ιστορικών απαντούν ήδη στα ομηρικά έπη. Στον στίχο της Οδύσσειας θ 491 ο Οδυσσέας επαινεί τον αοιδό Δημόδοκο, που μόλις είχε απαγγείλει τη φιλονικία μεταξύ Αχιλλέα και του ίδιου, επειδή τραγούδησε «τη μοίρα των Αχαιών» ὥς τέ που που ἤ αὐτὸς παρεὼν ἤ ἄλλου ἀκούσας, «σάμπως να βρέθηκες παρών ο ίδιος ή σου τα είπε κάποιος που τα είδε» -πρόκειται για τους δύο τρόπους συλλογής πληροφοριών, την ὄψιν, την αυτοψία δηλαδή, και την ἀκοήν, την αφήγηση γεγονότων με βάση τα λεγόμενα (αυτοπτών) μαρτύρων.
 
Οι βασικές μεθοδολογικές αρχές της αρχαίας ιστοριογραφίας αναπτύσσονται στα έργα των τριών μεγάλων ιστορικών, του Ηρόδοτου, του Θουκυδίδη και του Πολύβιου.

(α) Ηρόδοτος

Η ιστορική μέθοδος του Ηροδότου μπορεί να συναχθεί μόνον από σκόρπιες παρατηρήσεις. Πρώτο του καθήκον θεωρεί την αναδιήγηση της παράδοσης (7.152.3): ἐγὼ δὲ ὀφείλω λέγειν τὰ λεγόμενα, πείθεσθαί γε μὲν οὐ παντάπασιν ὀφείλω, καί μοι τοῦτο το ἔπος ἐχέτω ἐς πάντα λόγον («εγώ όμως έχω την υποχρέωση ν' αναφέρω τα όσα λέγονται, αλλά δεν έχω την υποχρέωση να τα πιστεύω κι αυτό που λέω ισχύει για όλο μου το έργο»). Η, ρητά επαναλαμβανόμενη (βλ. 2.123.1 και 3.9.1), αρχή της διατήρησης και καταγραφής της παράδοσης πρέπει προφανώς να θεωρηθεί αντίδραση στην κριτική μέθοδο που ανήγγειλε ο Εκαταίος στην εισαγωγική φράση του έργου του (FGrH 1 F 1a) και η οποία τις περισσότερες φορές κατέληγε στη βίαιη τροποποίηση της παράδοσης. Για τον λόγο αυτόν η στάση του Ηροδότου δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση, αλλά ένα σημαντικό βήμα προόδου, «μια τάση που έχει βαθύτερες και ουσιαστικότερες ρίζες στη φύση του ιστορικού από το καθήκον της κριτικής και της επιλογής, μια τάση που προετοιμάζει το έδαφος για αυτό το καθήκον» (W. Schadewaldt). Ωστόσο, ο Θουκυδίδης είναι εκείνος που έθεσε πρώτος την αναζήτηση της αλήθειας ως απόλυτο ιστοριογραφικό κανόνα σε μια οξεία αντίδραση προς τον Ηρόδοτο (1.20.3): οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται«τόσο αδοκίμαστα αναζητούν οι πολλοί την αλήθεια και στρέφονται προς όσα βρίσκουν έτοιμα».
 
Ως προς τα μέσα της ιστορικής γνώσης ο Ηρόδοτος γράφει σε ένα περίφημο χωρίο του αιγυπτιακού λόγου (2.99.1), στο σημείο όπου σημειώνεται η μετάβαση από το εθνογραφικό-γεωγραφικό τμήμα στο καθαρά ιστορικό: μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι, τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον· προσέσται δέ τι αὐτοῖσι καὶ τῆς ἐμῆς ὄψιος «έως εδώ έχω ιστορήσει τα όσα είδα ο ίδιος και έχω αναφέρει τα όσα έμαθα ρωτώντας. Τώρα θ' αναφέρω τα όσα μου είπαν οι Αιγύπτιοι, καθώς τα άκουσα. Θα προσθέσω όμως και μερικά που είδα μόνος μου» (βλ. και 2.147.1). H αυτοψία υπερέχει στα περιγραφικά τμήματα του αιγυπτιακού λόγου και η ἀκοὴ στα αφηγηματικά. Το τρίτο μέσο, η προσωπική γνώμη, περιλαμβάνει την κριτική, τη στάθμιση των επιχειρημάτων, την κατ' αναλογίαν συναγωγή συμπερασμάτων και την απόρριψη απόψεων τρίτων. Η τάση του Ηροδότου (η οποία γίνεται αισθητή κυρίως στο πρώτο μισό των Ιστοριών) να επικρίνει τους άλλους, να προβάλλει την προσωπική του άποψη, να διατυπώνει αμφιβολία ή δυσπιστία, να παραδέχεται την άγνοιά του, καθώς και η γλωσσική μορφή των αποδείξεων και της επιχειρηματολογίας του -όλα τα χαρακτηριστικά που μοιράζεται με τους διανοούμενους του 2ου μισού του 5ου αι.- αποδεικνύουν ότι δεν αρκούνταν με την πρώτη αρχή του έργου του, εκείνη που επέτασσε λέγειν τὰ λεγόμενα, αλλά κατέβαλλε προσπάθειες να ασκήσει και κριτική στην παράδοση.
 

(β) Θουκυδίδης

 
Παρόλο που ο Θουκυδίδης σε πολλά θέματα ακολουθεί τα χνάρια του Ηροδότου, ως προς τη μέθοδο που εφαρμόζει κατά την έρευνα και παρουσίαση του θέματός του ακολουθεί μια ριζικά νέα αντίληψη. «O ιστορικός έχει πλέον συνειδητή εποπτεία των δυνατοτήτων της ιστοριογραφικής κριτικής και των διανοητικών του μέσων. Ο στοχασμός του ιστορικού γύρω από τον τρόπο εργασίας και κριτικής μελέτης αποτελεί την ειδοποιό διαφορά, το ριζικά διαφορετικό και όχι απλώς καινούριο που κομίζει ο Θουκυδίδης στην ιστοριογραφία» (W. Schadewaldt).
 
Ο Αθηναίος ιστορικός αναπτύσσει την ιστοριογραφική του μέθοδο σε μια προγραμματικά περίοπτη θέση, στα τρία, δηλαδή, κεφάλαια στο τέλος του προοιμίου του έργου του (1.20-22). Η προγραμματική αυτή καταγραφή των μεθοδολογικών αρχών βρίσκεται σε αντίθεση με την πρακτική του Ηροδότου, ο οποίος διατυπώνει μεθοδολογικές παρατηρήσεις παρεμπιπτόντως ή παρενθετικά σε διάσπαρτα σημεία των Ιστοριών. Οι παρατηρήσεις των κεφαλαίων 1.20-21.1 αφορούν τις δυσκολίες που προκύπτουν κατά τη διερεύνηση του παρελθόντος, τις οποίες ο Θουκυδίδης είχε να αντιμετωπίσει στα κεφάλαια της «Αρχαιολογίας» που προηγήθηκαν (1.2-19), ενώ τα μεθοδολογικά κεφάλαια 21.2-22 αφιερώνονται στην εξέταση της σύγχρονης ιστορίας, δηλαδή του Πελοποννησιακού πολέμου.
 
Ο ιστορικός δηλώνει ήδη στην αρχή του κεφ. 20 ότι έχει πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που έχει να αντιμετωπίσει η μελέτη του παρελθόντος: τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῦτα ηὗρον, χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι «βρήκα λοιπόν την παλιά κατάσταση όπως την περιέγραψα κ' ήταν κάμποσο δύσκολη απ' όλες τις απόψεις, να πιστέψει κανείς στις κάθε λογής πρόχειρες μαρτυρίες». Η άκριτη στάση των ανθρώπων, η οποία δεν αντισταθμίζεται από τη μικρή χρονική ή τοπική απόσταση που τους χωρίζει ενδεχομένως από τα γεγονότα, αποτελεί τον κυριότερο λόγο για κάτι τέτοιο: οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων, καὶ ἢν ἐπιχώρια σφίσιν ᾖ, ὁμοίως ἀβασανίστως παρ' ἀλλήλων δέχονται «οι άνθρωποι δηλαδή δέχονται ο ένας από το στόμα του άλλου εξίσου ανεξέλεγκτα τα όσα ακούνε για τα περασμένα γεγονότα, ακόμα και όταν πρόκειται για ντόπια πράγματα». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ως παράδειγμα άκριτης υιοθέτησης προφορικών πληροφοριών, παρά την τοπική εγγύτητα, την αθηναϊκή παράδοση για τους τυραννοκτόνους: οι περισσότεροι Αθηναίοι νόμιζαν ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων φόνευσαν τον Ίππαρχο επειδή ήταν τύραννος, ενώ στην πραγματικότητα ο Ιππίας ήταν αυτός ο οποίος ασκούσε την εξουσία ως ο πρεσβύτερος γιος του Πεισίστρατου. Ο ιστορικός με δύο επιπλέον παραδείγματα αποδεικνύει την επιπόλαιη, άκριτη στάση «των πολλών» απέναντι ακόμα και σε σύγχρονά τους γεγονότα: οι Έλληνες πιστεύουν ότι οι βασιλείς της Σπάρτης δεν διαθέτουν ο καθένας μία ψήφο, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά δύο, και ότι στον στρατό των Λακεδαιμονίων υπάρχει ένας Πιτανάτης λόχος, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε πραγματικά. Αυτή η σειρά παραδειγμάτων κλείνει με μια βαρυσήμαντη δήλωση, στην οποία ως στόχος της διερεύνησης του παρελθόντος ορίζεται η αναζήτηση της αλήθειας (ζήτησις τῆς ἀληθείας): οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται «τόσο αδοκίμαστα αναζητούν οι πολλοί την αλήθεια, και στρέφονται προς όσα βρίσκουν έτοιμα». Αυτή λοιπόν η επίμονη προσπάθεια του Θουκυδίδη να ανακαλύψει την αλήθεια είναι το ριζικά διαφορετικό.
 
Η ανάλυση και επεξήγηση της μεθόδου που εφαρμόζει ο Θουκυδίδης ως ιστορικός σύγχρονων γεγονότων (1.21.2-22) διαιρείται σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος αφιερώνεται στις δημηγορίες (λόγοι), το δεύτερο στα γεγονότα (ἔργα), ενώ το τρίτο στους στόχους της συγγραφής του. Το περίφημο μεθοδολογικό κεφάλαιο 22.1 δημιουργεί ανυπέρβλητες ερμηνευτικές δυσκολίες. Ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι συνέθεσε τους λόγους «όπως μού φαινόταν πιο φυσικό να έχει μιλήσει ο καθένας, λέγοντας ό,τι χρειαζόταν για την τότε κάθε περίσταση», συγχρόνως, όμως «προσεγγίζοντας όσο περισσότερο μπορούσα στη γενική έννοια όσων είπαν» (ὡς δ' ἂν ἐδόκουν ἐμοὶ ἕκαστοι περὶ τῶν αἰεὶ παρόντων τὰ δέοντα μάλιστ' εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων). Η αντίφαση ανάμεσα στον κανόνα της αντικειμενικής απόδοσης των «όσων είπαν» στην πραγματικότητα και σε εκείνον που αφήνει μεγάλα περιθώρια στη διακριτική ευχέρεια του ιστορικού (ὡς δ' ἂν ἐδόκουν ἐμοί…) δεν μπορεί τελικά να αρθεί μέσα από το ίδιο το κείμενο του Θουκυδίδη.
 
Η διαδικασία, αντίθετα, που ακολουθεί ο Θουκυδίδης κατά την εξέταση των γεγονότων είναι σαφής (ἔργα, 22.2 κ.ε.). Τα γεγονότα του πολέμου δεν έκρινε άξιο να τα καταγράψει, βασιζόμενος στις πληροφορίες του «πρώτου τυχόντα» (ἐκ τοῦ παρατυχόντος), ούτε όπως ο «ίδιος νόμιζε ότι έγιναν», αλλά αφού εξέτασε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια (ἀκριβείᾳ) και εκείνα των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας και όσα έμαθε από άλλους. Η έρευνα αυτή υπήρξε δύσκολη, γιατί είχε να αντιμετωπίσει δύο πηγές λαθών: για το ίδιο γεγονός οι διάφοροι αυτόπτες μάρτυρες προσέφεραν πληροφορίες που απέκλιναν μεταξύ τους είτε λόγω αδυναμίας της μνήμης τους είτε λόγω των προσωπικών συμπαθειών τους.
 
Σημαντικές για την ένταξη της θουκυδίδειας μεθοδολογία στα ιδεολογικά και αισθητικά συμφραζόμενα της εποχής του ιστορικού είναι οι έντονες επιδράσεις της σοφιστικής, της ιατρικής και της φιλοσοφικής γνωσιοθεωρίας. Βασικοί όροι όπως σημεῖα, τεκμήρια, μαρτύρια («ενδείξεις, αποδείξεις»), ἀβασανίστως («ανεξέταστα, χωρίς έλεγχο»), ἀκρίβεια («ακρίβεια») ή εἰκός («πιθανό, εύλογο») χρησιμοποιούνται κατά κόρον στον δικανικό λόγο· παράλληλα υπάρχει εντυπωσιακή συμφωνία μεταξύ των ιατρικών συγγραμμάτων και του έργου του Θουκυδίδη όσον αφορά το περιεχόμενο του όρου ανθρώπινη φύση· αλλά και το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ἀληθείας ή τοῦσαφοῦς («ακριβής γνώση») είναι επίσης προφανές.

(γ) Πολύβιος

Ο Πολύβιος, σε αντίθεση με άλλους ιστορικούς, θίγει πολύ συχνά ζητήματα που αφορούν τη μεθοδολογία της ιστοριογραφίας. Η συχνότητα των σχετικών παρατηρήσεων, ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν λάβει κανείς υπόψη την αποσπασματική κατάσταση του έργου, οδήγησε τον Benedetto Croce να χαρακτηρίσει τον Πολύβιο ως τον Αριστοτέλη της ελληνικής ιστοριογραφίας. Πράγματι, όπως επισημαίνεται συχνά, το έργο του Πολύβιου περιέχει υλικό που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα εγχειρίδιο μεθοδολογίας της ιστορίας. Οι παρατηρήσεις αυτές βέβαια δεν είναι συγκεντρωμένες σε ένα βιβλίο, αλλά διατυπώνονται σε διάσπαρτα σημεία των Ιστοριών, και συνηθέστερα εκεί όπου ο Πολύβιος εμφανίζεται να διαφωνεί με τους ομοτέχνους του.
 
Ο Πολύβιος πρεσβεύει ότι η παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων με ακρίβεια συνιστά θεμελιακή υποχρέωση του ιστορικού. Διαφορετικά, όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά, αν αφαιρέσει κανείς την αλήθεια από την ιστορία, τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα (αυτό που απομένει είναι μια ανώφελη διήγηση, 1.14.7). Προκειμένου να συνθέσει ένα ωφέλιμο έργο, ο ιστορικός οφείλει να παρουσιάζει τα γεγονότα όπως έγιναν, να αποστασιοποιείται από τους χαρακτήρες που σχολιάζει, και να τους αξιολογεί ανάλογα με τις πράξεις τους. Ο Πολύβιος αναφέρει τρεις βασικές προϋποθέσεις για τη συγγραφή ιστορίας: α) τη μελέτη και κριτική των πηγών, β) την αυτοψία και γ) την πολιτική και στρατιωτική εμπειρία. Η εξέταση των γραπτών πηγών έχει οπωσδήποτε τη σημασία της, ιδίως σε ό,τι αφορά την εξιστόρηση παλαιότερων γεγονότων, η συγγραφή όμως σύγχρονης ιστορίας απαιτεί ένα είδος έρευνας που δεν διδάσκεται στη βιβλιοθήκη. Οι ιστορικοί που έχουν την εντύπωση ότι είναι ικανοί να ανταποκριθούν στο καθήκον τους με επιτυχία επειδή πέρασαν πολλές ώρες στις βιβλιοθήκες παρομοιάζονται από τον Πολύβιο με ζωγράφους που νομίζουν ότι κατέκτησαν την τέχνη παρατηρώντας τα έργα παλαιών δασκάλων (12.25e 7). Όσον αφορά την αυτοψία, ο Πολύβιος θεωρεί ότι η χρησιμότητά της είναι δεδομένη. Επειδή όμως είναι αδύνατο να βρίσκεται κανείς παντού, ο ιστορικός οφείλει να συμπληρώνει την επιτόπια έρευνά του με την εξέταση αυτοπτών μαρτύρων, και στη συνέχεια να υποβάλλει τις πληροφορίες τους σε κριτικό έλεγχο για να αποφασίσει ποιες θα συμπεριλάβει στο έργο του ως αξιόπιστες και ποιες όχι. Η προφορική εξέταση πρέπει ωστόσο να γίνεται από ιστορικούς με εμπειρία στα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα, ώστε να κάνουν τις κατάλληλες ερωτήσεις και να αξιοποιούν σωστά τις πληροφορίες που συλλέγουν. Ακόμη και η προσωπική αυτοψία δεν μπορεί να αποτρέψει τον ιστορικό από το να σχηματίσει μια εσφαλμένη άποψη για το τι ακριβώς έγινε, όταν αυτός δεν έχει αρκετή εμπειρία ώστε να ξέρει πού να εστιάσει το βλέμμα του.
 
Ο Πολύβιος, επομένως, από τη μία πλευρά, αντιπροσωπεύει την επιστροφή στο ιδεώδες του Θουκυδίδη, αντιδρώντας απέναντι στην τάση πολλών ομοτέχνων του που προέκριναν την παροδική συναισθηματική διέγερση και την πρόσκαιρη τέρψη σε βάρος της αλήθειας και της ωφέλειας που αποκομίζει ο αναγνώστης από τη μελέτη της ιστορίας. Ο ίδιος προσδιορίζει το έργο του ως πραγματικὴ ἱστορία, δηλαδή ως ιστορία που παρουσιάζει πολιτικές και στρατιωτικές πράξεις, και καθιστά σαφές ότι απευθύνεται σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται για την πολιτική. Από την άλλη πλευρά, όμως, σε αντίθεση με τον Θουκυδίδη, το πλαίσιο μέσα στο οποίο θέλει να εκπληρώσει τους διδακτικούς στόχους του δεν είναι η ιστορική μονογραφία, αλλά η παγκόσμια ιστορία. Η επιλογή του αυτή υπαγορεύεται ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό από τις νέες και πρωτοφανείς ιστορικές συνθήκες. Οι ιστορικές μονογραφίες ελέγχονται ανεπαρκείς και ακατάλληλες να αποτυπώσουν την προϊούσα συμπλοκή των γεγονότων. Οι ιστορικοί που επιμένουν να πραγματεύονται τοπικούς πολέμους και περιστασιακά γεγονότα αγνοώντας τη μοναδική αυτή ιστορική εξέλιξη παραλληλίζονται με όσους πιστεύουν ότι επισκεπτόμενοι μεμονωμένες πόλεις ή παρατηρώντας τες σχεδιασμένες χωριστά τη μία από την άλλη αποκτούν μια συνολική θεώρηση του κόσμου. Ο Πολύβιος δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο να σχηματίσει κανείς μια ιδέα για το σύνολο από τα μέρη, η πρόσκτηση όμως στέρεας γνώσης είναι τελείως διαφορετική υπόθεση και προϋποθέτει την αντιβολή των επιμέρους στοιχείων που προσφέρει η παγκόσμια ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου