Το argumentum ad verecundiam [επιχείρημα με επίκληση της αυθεντίας]. Αντί να προβάλλουμε επιχειρήματα, επικαλούμαστε αυθεντίες ανάλογα με το επίπεδο γνώσης του αντιπάλου μας.
Unusquisque mavult credere quam judicare [Οι άνθρωποι προτιμούν να πιστεύουν παρά να κρίνουν] λέει ο Σενέκας στο έργο De vita beata,I,IV – η δουλειά μας (κατά την αντιπαράθεσή μας με κάποιον) γίνεται πολύ ευκολότερη όταν έχουμε με το μέρος μας μια αυθεντία, που την σέβεται ο αντίπαλος. Όσο μικρότερες είναι οι γνώσεις και οι ικανότητές του, τόσο περισσότερες είναι οι έγκυρες γι’ αυτόν αυθεντίες. Αν όμως οι γνώσεις και οι ικανότητές του είναι υψηλού επίπεδου, οι αυθεντίες θα είναι πολύ λίγες ή μπορεί και να μην υπάρχουν καθόλου. Θα μπορούσε ίσως να αποδεχτεί την αυθεντία κάποιων ανθρώπων σε τομείς στους οποίους ο ίδιος δεν είναι εκπαιδευμένος, αλλά ακόμα και τότε θα τους αντιμετωπίζει με καχυποψία. Αντίθετα, οι απλοί άνθρωποι σέβονται βαθιά τους κάθε είδους επαγγελματίες. Δεν ξέρουν ότι, όταν κάποιος μετατρέπει μια δραστηριότητα σε επάγγελμα, δεν το κάνει επειδή αγαπάει τη δραστηριότητα, αλλά επειδή αγαπάει το χρήμα που κερδίζει απ’ αυτήν: – ή ότι είναι σπάνιο για κάποιον που διδάσκει ένα αντικείμενο να το κατέχει στην εντέλεια, κι αυτό γιατί όποιος μελετάει σε βάθος ένα αντικείμενο, δεν έχει χρόνο για να το διδάξει. Μόνο ο vulgus (όχλος) τρέφει μεγάλο σεβασμό για τις αυθεντίες- κι αν στη δεδομένη στιγμή δε μας βρίσκεται καμία πρόχειρη, μπορούμε να επικαλεστούμε κάποια που μοιάζει να είναι σχετική- μπορούμε να παραθέσουμε τι είπε κάποιος έστω και με διαφορετικό νόημα, κάπου αλλού, και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Οι αυθεντίες, που ο αντίπαλός μας αδυνατεί να καταλάβει, είναι αυτές που μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση. Οι απαίδευτοι έχουν έναν ιδιαίτερο σεβασμό για διάφορες βαρύγδουπες αρχαιοελληνικές και λατινικές εκφράσεις. Κι αν χρειαστεί, μπορούμε όχι μόνο να διαστρέψουμε τα λεγόμενα των αυθεντιών, αλλά να τα παραποιήσουμε ευθέως ή να παραθέσουμε κάτι που βγάλαμε εντελώς απ’ το μυαλό μας. Κατά κανόνα, ο αντίπαλος δεν έχει εκείνη την ώρα μαζί του βιβλία, αλλά και να είχε, δε θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει.
Μια γενικά αποδεκτή εσφαλμένη αντίληψη μπορεί επίσης να πάρει τη θέση της αυθεντίας. Γιατί οι περισσότεροι συμφωνούν με τον Αριστοτέλη, ο οποίος λέει “ά μεν πολλοίς δοκεί ταύτα γε είναι φαμέν” [αυτό που φαίνεται στους πολλούς ορθό, εμείς λέμε ότι είναι κιόλας – Ηθικά Νικομάχεια, Χ,172b 36]: και είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη κι αν είναι, που να μην την αγκαλιάσουν αμέσως οι άνθρωποι, μόλις πεισθούν ότι είναι γενικά αποδεκτή. Το παράδειγμα επενεργεί στις σκέψεις τους όπως και στις πράξεις τους. Είναι σαν τα πρόβατα που ακολουθούν το προπορευόμενο κουδούνι, όπου κι αν τους οδηγήσει. Είναι γι’ αυτά ευκολότερο να πεθάνουν παρά να σκεφτούν Είναι περίεργο το πόσο μεγάλη επίδραση μπορεί να έχει η γενική αποδοχή μιας γνώμης στους ανθρώπους, παρόλο που η προσωπική τους εμπειρία μπορεί να τους προειδοποιεί, ότι η αποδοχή της είναι μια ανόητη και καθαρά μιμητική διαδικασία. Όμως αυτή η προειδοποίηση δε γίνεται ποτέ, κυρίως γιατί τους λείπει η οποιαδήποτε αυτογνωσία. – Μόνο οι εκλεκτοί μπορούν να πουν μαζί με τον Πλάτωνα τοις πολλοίς πολλά δοκεί [οι πολλοί έχουν πολλές απόψεις- Πολιτεία ΙΧ,576c], που σημαίνει ότι ο όχλος έχει πολλές ανοησίες στο κεφάλι του και είναι πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστούν.
Αν θέλουμε όμως να μιλάμε σοβαρά, πρέπει να καταλάβουμε ότι η γενική αποδοχή μιας γνώμης δεν είναι απόδειξη για την ορθότητα της ούτε καν ένδειξη μεγάλης πιθανότητας να είναι σωστή. Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο, θα πρέπει να παραδεχτούν το ότι το πέρασμα του χρόνου αφαιρεί την οποιαδήποτε αποδεικτική δύναμη μιας γενικά αποδεκτής γνώμης, γιατί αλλιώς όλες οι παλιές πλάνες, που κάποια στιγμή καταρρίφθηκαν, θα έπρεπε να επανέλθουν σε ισχύ.
Όταν εξετάσουμε το θέμα από πιο κοντά, ανακαλύπτουμε ότι αυτό που ονομάζουν κοινή γνώμη δεν είναι παρά η γνώμη δυο ή τριών προσώπων- και θα πεισθούμε γι’ αυτό, αν παρακολουθήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο προέκυψε μια τέτοια γενικά αποδεκτή γνώμη. Θα ανακαλύψουμε ότι μόνο δύο ή τρία άτομα αποδέχτηκαν στην αρχή ή προώθησαν και διατήρησαν αυτή τη γνώμη- κι ότι ο υπόλοιπος κόσμος τους έκανε τη μεγάλη χάρη να πιστέψει ότι την είχαν εξετάσει απ’ όλες τις πλευρές. Μετά, κάποιοι ακόμα, έχοντας πεισθεί εκ των προτέρων ότι οι πρώτοι είχαν την απαραίτητη ικανότητα, δέχτηκαν κι εκείνοι τη συγκεκριμένη γνώμη. Αυτούς επίσης τους εμπιστεύτηκαν πολλοί άλλοι, που η οκνηρία τους έκανε να θεωρήσουν ότι ήταν καλύτερο να πιστέψουν αμέσως, παρά να μπουν στον κόπο να ερευνήσουν το ζήτημα μόνοι τους. Έτσι ο αριθμός αυτών των οκνηρών και εύπιστων οπαδών μεγάλωνε από μέρα σε μέρα: γιατί μόλις η γνώμη αυτή απέκτησε αρκετούς οπαδούς, οι υπόλοιποι απέδωσαν το γεγονός αυτό στο ότι η γνώμη αυτή πρέπει να έχει γίνει αποδεκτή λόγω της ορθότητας των επιχειρημάτων της. Κι όσοι είχαν απομείνει, αναγκάστηκαν κι εκείνοι να αποδεχτούν το γενικά αποδεκτό, έτσι ώστε να μη θεωρηθούν δύστροπα άτομα που διαφωνούσαν με τις ιδέες που αποδέχονταν όλοι, ή εξυπνάκηδες που θεωρούσαν τον εαυτό τους ευφυέστερο απ’ όλους τους άλλους. Απ’ αυτό το σημείο και μετά, η αποδοχή αυτής της άποψης γίνεται καθήκον. Από δω και πέρα, οι λίγοι που έχουν την ικανότητα να εκφράσουν δικές τους γνώμες και δική τους κρίση, αλλά απλώς απηχούν γνώμες άλλων, τις οποίες και υπερασπίζονται με αξιοζήλευτο πάθος και μισαλλοδοξία. Γιατί αυτό που απεχθάνονται στους ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά δεν είναι τόσο οι διαφορετικές γνώμες που εκφράζουν, όσο το θράσος τους να θέλουν να σχηματίσουν τις δικές τους απόψεις- κάτι που οι ίδιοι ποτέ δεν κάνουν έχοντας απόλυτη συναίσθηση της αδυναμίας τους.
– Εν ολίγοις, ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν την ικανότητα να σκέφτονται, γνώμες όμως θέλουν να έχουν όλοι: και η εύκολη λύση είναι αυτές τις γνώμες να μην τις δημιουργούν οι ίδιοι, αλλά να τις παίρνουν έτοιμες από άλλους. – Κι αφού έτσι έχουν τα πράγματα, ποια αξία μπορεί να έχει η γνώμη ακόμα και εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων; Δεν έχει μεγαλύτερη ισχύ από ένα ιστορικό γεγονός που αναφέρουν εκατό χρονικογράφοι, οι οποίοι όμως αποδείχτηκε ότι αντέγραψαν κάποιον άλλο, οπότε όλες αυτές οι αναφορές βασίζονται στη γνώμη ενός και μόνο ατόμου. (Κατά Bayle, Pensees sur les Cometes).
“Dico ego, tu dicis, sed denique dixit et ille:
Dictaque post toties, nil nisi dicta vides”.
[“Το είπα εγώ, το είπες κι εσύ, και μετά το είπε κι άλλος:
Όσοι και να το ξαναπούν, δεν είναι παρά λόγια”]
Παρά τα όσα είπαμε, σε μια αντιπαράθεση με απλούς ανθρώπους, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις γενικά αποδεκτές γνώμες σαν ισχυρά επιχειρήματα.
Γενικά, όταν τσακώνονται δύο καθημερινοί άνθρωποι, το όπλο που κατά κανόνα επιλέγουν είναι οι αυθεντίες: αυτές χρησιμοποιούν ο ένας εναντίον του άλλου.- Αν ένα πιο μυαλωμένο άτομο έχει ν’ αντιμετωπίσει έναν απ’ αυτούς, θα τον συμβούλευα να καταδεχτεί να καταφύγει και αυτό στο ίδιο όπλο και να επιλέξει τις αυθεντίες που θα προκαλέσουν ρήγματα στην αδύνατη πλευρά του αντιπάλου.
Unusquisque mavult credere quam judicare [Οι άνθρωποι προτιμούν να πιστεύουν παρά να κρίνουν] λέει ο Σενέκας στο έργο De vita beata,I,IV – η δουλειά μας (κατά την αντιπαράθεσή μας με κάποιον) γίνεται πολύ ευκολότερη όταν έχουμε με το μέρος μας μια αυθεντία, που την σέβεται ο αντίπαλος. Όσο μικρότερες είναι οι γνώσεις και οι ικανότητές του, τόσο περισσότερες είναι οι έγκυρες γι’ αυτόν αυθεντίες. Αν όμως οι γνώσεις και οι ικανότητές του είναι υψηλού επίπεδου, οι αυθεντίες θα είναι πολύ λίγες ή μπορεί και να μην υπάρχουν καθόλου. Θα μπορούσε ίσως να αποδεχτεί την αυθεντία κάποιων ανθρώπων σε τομείς στους οποίους ο ίδιος δεν είναι εκπαιδευμένος, αλλά ακόμα και τότε θα τους αντιμετωπίζει με καχυποψία. Αντίθετα, οι απλοί άνθρωποι σέβονται βαθιά τους κάθε είδους επαγγελματίες. Δεν ξέρουν ότι, όταν κάποιος μετατρέπει μια δραστηριότητα σε επάγγελμα, δεν το κάνει επειδή αγαπάει τη δραστηριότητα, αλλά επειδή αγαπάει το χρήμα που κερδίζει απ’ αυτήν: – ή ότι είναι σπάνιο για κάποιον που διδάσκει ένα αντικείμενο να το κατέχει στην εντέλεια, κι αυτό γιατί όποιος μελετάει σε βάθος ένα αντικείμενο, δεν έχει χρόνο για να το διδάξει. Μόνο ο vulgus (όχλος) τρέφει μεγάλο σεβασμό για τις αυθεντίες- κι αν στη δεδομένη στιγμή δε μας βρίσκεται καμία πρόχειρη, μπορούμε να επικαλεστούμε κάποια που μοιάζει να είναι σχετική- μπορούμε να παραθέσουμε τι είπε κάποιος έστω και με διαφορετικό νόημα, κάπου αλλού, και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Οι αυθεντίες, που ο αντίπαλός μας αδυνατεί να καταλάβει, είναι αυτές που μπορεί να έχουν τη μεγαλύτερη επίδραση. Οι απαίδευτοι έχουν έναν ιδιαίτερο σεβασμό για διάφορες βαρύγδουπες αρχαιοελληνικές και λατινικές εκφράσεις. Κι αν χρειαστεί, μπορούμε όχι μόνο να διαστρέψουμε τα λεγόμενα των αυθεντιών, αλλά να τα παραποιήσουμε ευθέως ή να παραθέσουμε κάτι που βγάλαμε εντελώς απ’ το μυαλό μας. Κατά κανόνα, ο αντίπαλος δεν έχει εκείνη την ώρα μαζί του βιβλία, αλλά και να είχε, δε θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει.
Μια γενικά αποδεκτή εσφαλμένη αντίληψη μπορεί επίσης να πάρει τη θέση της αυθεντίας. Γιατί οι περισσότεροι συμφωνούν με τον Αριστοτέλη, ο οποίος λέει “ά μεν πολλοίς δοκεί ταύτα γε είναι φαμέν” [αυτό που φαίνεται στους πολλούς ορθό, εμείς λέμε ότι είναι κιόλας – Ηθικά Νικομάχεια, Χ,172b 36]: και είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει γνώμη, όσο παράλογη κι αν είναι, που να μην την αγκαλιάσουν αμέσως οι άνθρωποι, μόλις πεισθούν ότι είναι γενικά αποδεκτή. Το παράδειγμα επενεργεί στις σκέψεις τους όπως και στις πράξεις τους. Είναι σαν τα πρόβατα που ακολουθούν το προπορευόμενο κουδούνι, όπου κι αν τους οδηγήσει. Είναι γι’ αυτά ευκολότερο να πεθάνουν παρά να σκεφτούν Είναι περίεργο το πόσο μεγάλη επίδραση μπορεί να έχει η γενική αποδοχή μιας γνώμης στους ανθρώπους, παρόλο που η προσωπική τους εμπειρία μπορεί να τους προειδοποιεί, ότι η αποδοχή της είναι μια ανόητη και καθαρά μιμητική διαδικασία. Όμως αυτή η προειδοποίηση δε γίνεται ποτέ, κυρίως γιατί τους λείπει η οποιαδήποτε αυτογνωσία. – Μόνο οι εκλεκτοί μπορούν να πουν μαζί με τον Πλάτωνα τοις πολλοίς πολλά δοκεί [οι πολλοί έχουν πολλές απόψεις- Πολιτεία ΙΧ,576c], που σημαίνει ότι ο όχλος έχει πολλές ανοησίες στο κεφάλι του και είναι πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστούν.
Αν θέλουμε όμως να μιλάμε σοβαρά, πρέπει να καταλάβουμε ότι η γενική αποδοχή μιας γνώμης δεν είναι απόδειξη για την ορθότητα της ούτε καν ένδειξη μεγάλης πιθανότητας να είναι σωστή. Όσοι ισχυρίζονται το αντίθετο, θα πρέπει να παραδεχτούν το ότι το πέρασμα του χρόνου αφαιρεί την οποιαδήποτε αποδεικτική δύναμη μιας γενικά αποδεκτής γνώμης, γιατί αλλιώς όλες οι παλιές πλάνες, που κάποια στιγμή καταρρίφθηκαν, θα έπρεπε να επανέλθουν σε ισχύ.
Όταν εξετάσουμε το θέμα από πιο κοντά, ανακαλύπτουμε ότι αυτό που ονομάζουν κοινή γνώμη δεν είναι παρά η γνώμη δυο ή τριών προσώπων- και θα πεισθούμε γι’ αυτό, αν παρακολουθήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο προέκυψε μια τέτοια γενικά αποδεκτή γνώμη. Θα ανακαλύψουμε ότι μόνο δύο ή τρία άτομα αποδέχτηκαν στην αρχή ή προώθησαν και διατήρησαν αυτή τη γνώμη- κι ότι ο υπόλοιπος κόσμος τους έκανε τη μεγάλη χάρη να πιστέψει ότι την είχαν εξετάσει απ’ όλες τις πλευρές. Μετά, κάποιοι ακόμα, έχοντας πεισθεί εκ των προτέρων ότι οι πρώτοι είχαν την απαραίτητη ικανότητα, δέχτηκαν κι εκείνοι τη συγκεκριμένη γνώμη. Αυτούς επίσης τους εμπιστεύτηκαν πολλοί άλλοι, που η οκνηρία τους έκανε να θεωρήσουν ότι ήταν καλύτερο να πιστέψουν αμέσως, παρά να μπουν στον κόπο να ερευνήσουν το ζήτημα μόνοι τους. Έτσι ο αριθμός αυτών των οκνηρών και εύπιστων οπαδών μεγάλωνε από μέρα σε μέρα: γιατί μόλις η γνώμη αυτή απέκτησε αρκετούς οπαδούς, οι υπόλοιποι απέδωσαν το γεγονός αυτό στο ότι η γνώμη αυτή πρέπει να έχει γίνει αποδεκτή λόγω της ορθότητας των επιχειρημάτων της. Κι όσοι είχαν απομείνει, αναγκάστηκαν κι εκείνοι να αποδεχτούν το γενικά αποδεκτό, έτσι ώστε να μη θεωρηθούν δύστροπα άτομα που διαφωνούσαν με τις ιδέες που αποδέχονταν όλοι, ή εξυπνάκηδες που θεωρούσαν τον εαυτό τους ευφυέστερο απ’ όλους τους άλλους. Απ’ αυτό το σημείο και μετά, η αποδοχή αυτής της άποψης γίνεται καθήκον. Από δω και πέρα, οι λίγοι που έχουν την ικανότητα να εκφράσουν δικές τους γνώμες και δική τους κρίση, αλλά απλώς απηχούν γνώμες άλλων, τις οποίες και υπερασπίζονται με αξιοζήλευτο πάθος και μισαλλοδοξία. Γιατί αυτό που απεχθάνονται στους ανθρώπους που σκέφτονται διαφορετικά δεν είναι τόσο οι διαφορετικές γνώμες που εκφράζουν, όσο το θράσος τους να θέλουν να σχηματίσουν τις δικές τους απόψεις- κάτι που οι ίδιοι ποτέ δεν κάνουν έχοντας απόλυτη συναίσθηση της αδυναμίας τους.
– Εν ολίγοις, ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν την ικανότητα να σκέφτονται, γνώμες όμως θέλουν να έχουν όλοι: και η εύκολη λύση είναι αυτές τις γνώμες να μην τις δημιουργούν οι ίδιοι, αλλά να τις παίρνουν έτοιμες από άλλους. – Κι αφού έτσι έχουν τα πράγματα, ποια αξία μπορεί να έχει η γνώμη ακόμα και εκατό εκατομμυρίων ανθρώπων; Δεν έχει μεγαλύτερη ισχύ από ένα ιστορικό γεγονός που αναφέρουν εκατό χρονικογράφοι, οι οποίοι όμως αποδείχτηκε ότι αντέγραψαν κάποιον άλλο, οπότε όλες αυτές οι αναφορές βασίζονται στη γνώμη ενός και μόνο ατόμου. (Κατά Bayle, Pensees sur les Cometes).
“Dico ego, tu dicis, sed denique dixit et ille:
Dictaque post toties, nil nisi dicta vides”.
[“Το είπα εγώ, το είπες κι εσύ, και μετά το είπε κι άλλος:
Όσοι και να το ξαναπούν, δεν είναι παρά λόγια”]
Παρά τα όσα είπαμε, σε μια αντιπαράθεση με απλούς ανθρώπους, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις γενικά αποδεκτές γνώμες σαν ισχυρά επιχειρήματα.
Γενικά, όταν τσακώνονται δύο καθημερινοί άνθρωποι, το όπλο που κατά κανόνα επιλέγουν είναι οι αυθεντίες: αυτές χρησιμοποιούν ο ένας εναντίον του άλλου.- Αν ένα πιο μυαλωμένο άτομο έχει ν’ αντιμετωπίσει έναν απ’ αυτούς, θα τον συμβούλευα να καταδεχτεί να καταφύγει και αυτό στο ίδιο όπλο και να επιλέξει τις αυθεντίες που θα προκαλέσουν ρήγματα στην αδύνατη πλευρά του αντιπάλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου