Ο ιστοριογράφος Διογένης Λαέρτιος (3ος αιώνας μ.Χ.) παραθέτει τρεις επιστολές του Επίκουρου, στις οποίες περιέχονται με συντομία οι βασικές θέσεις και ολόκληρη η φιλοσοφία του (ἐν αἷς πᾶσαν τὴν ἑαυτοῦ φιλοσοφίαν)· επιπλέον διασώζει τις «Κύριες Δόξες» και μια επιλογή με τις σημαντικότερες απόψεις του φιλοσόφου, ώστε ο αναγνώστης να γνωρίσει τον Επίκουρο απ’ όλες τις πλευρές (πανταχόθεν καταμαθεῖν) και να ξέρει πώς να τον κρίνει (κἂν κρίνειν εἰδέναι).
Η πρώτη επιστολή απευθύνεται προς τον Ηρόδοτο και θέμα της έχει τη φυσική (ἥτις ἐστὶ περὶ τῶν φυσικῶν)· η δεύτερη είναι γραμμένη για τον Πυθοκλή και περιέχει τα σχετικά με την μετεωρολογία (περὶ μεταρσίων) και η τρίτη εστάλη προς τον Μενοικέα και αναφέρεται στην ηθική (τὰ περὶ βίων). Πριν προχωρήσει, ο Λαέρτιος κρίνει σκόπιμο να γράψει λίγα λόγια «περὶ τῆς διαιρέσεως τῆς κατ’ αὐτὸν φιλοσοφίας»: «Διαιρείται λοιπόν [η φιλοσοφία] σε τρία μέρη· το κανονικό, το φυσικό και το ηθικό· το κανονικό αποτελείται από εισαγωγές (ἐφόδους) στο σύστημα της φιλοσοφίας (ἐπὶ τὴν πραγματείαν) και βρίσκεται σ’ ένα μόνο βιβλίο, που ονομάζεται Κανόνας (Κανών)· το φυσικό μέρος περιλαμβάνει τη συνολική εξέταση της φύσης (τὴν περὶ φύσεως θεωρίαν πᾶσαν) και περιέχεται στα τριανταεπτά βιβλία «Περί φύσεως» και σε μια σειρά επιστολές (ταῖς ἐπιστολαῖς κατὰ στοιχεῖον)· στο ηθικό μέρος βρίσκουμε όσα πρέπει να προτιμούμε και με αυτά που πρέπει να αποφεύγουμε· τα «περὶ αἱρέσεως καὶ φυγῆς» περιέχονται στο βιβλία Περί Βίων, στις επιστολές και στο σύγγραμμα Περί τέλους. (Παρ. 30).
Οι αρχαίοι συνήθιζαν να κατατάσσουν το κανονικό μαζί με το φυσικό και ονόμαζαν το πρώτο φιλοσοφία που πραγματεύεται τα περί κριτηρίου και της πρώτης αρχής, τις βασικές στοιχειώδες πρώτες γνώσεις (στοιχειωτικόν)· το δεύτερο μέρος περιελάμβανε τα σχετικά με τη φύση, τη γέννηση και τη φθορά (περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς)· στο τρίτο μέρος, το ηθικό, αναλύονται αυτά που πρέπει να επιλέγουμε κι εκείνα που πρέπει να αποφεύγουμε (περὶ αἱρετῶν καὶ φευκτῶν), καθώς και όσα έχουν σχέση με τον βίο τον ανθρώπων, τον σκοπό της ζωής και τον θάνατο (περὶ βίων καὶ τέλους). (Παρ. 30). Το κανονικό, αν θέλουμε να το αποδώσουμε με σύγχρονους όρους είναι κάτι ανάλογο με τη «θεωρία της γνώσης»· ο Γάλλος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Φρανσουά Σατελέ σημειώνει σχετικά: «Ο Επίκουρος εμπιστεύεται μόνο την αίσθηση, δηλαδή την άμεση, υπαρξιακή επαφή με το ίδιο το πράγμα, όπως και στο πρακτικό επίπεδο αναγνωρίζει αξία μόνο στο συγκεκριμένο, ατομικό, αμετάδοτο συναίσθημα της ηδονής.»
Η διαλεκτική αποδοκιμάζεται ως παραπλανητική και περιττή (ὡς παρέλκυσαν)· για όσους θέλουν να προχωρήσουν στη μελέτη σχετικά με τα ζητήματα της φύσης αρκούν όσα λένε ξεκάθαρα τα πράγματα (κατὰ τοὺς τῶν πραγμάτων φθόγγους). Στον Κανόνα του ο Επίκουρος ορίζει τα «κριτήρια τῆς ἀληθείας»: τις «αισθήσεις», τις «προλήψεις» και τα «πάθη»· οι Επικούρειοι προσθέτουν ως κριτήριο της και «τὰς φανταστικὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας». (Παρ. 31). Σύμφωνα με τον Επίκουρο, ο νους μας προλαμβάνει, έχει δημιουργήσει δηλαδή από πριν συγκεκριμένες μορφές των πραγμάτων του κόσμου, με βάση προηγούμενες εμπειρίες των αισθήσεων, οποίες εντυπώνονται στο μυαλό μας· η «πρόληψις» δημιουργείται από την ανάμνηση αισθήσεων που προηγήθηκαν, δεν έχει όμως υπερβατική ή μεταφυσική προέλευση, όπως συμβαίνει με τις αναμνήσεις της ψυχής στη διδασκαλία του Πλάτωνα για τις ιδέες· ωστόσο, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σατελέ, «ο Επίκουρος δεν εξηγεί πως μπορεί να συσταθεί η πρώτη-πρώτη αντίληψη ενός πράγματος, όταν λείπει κάθε πρόληψη.» Η «πρόληψις» εδώ σημαίνει την έννοια που σχηματίζεται εκ των προτέρων στο μυαλό μας, δεν θεωρείται όμως έμφυτη· A priori χαρακτηρίζεται η γνώση που συγκροτείται από έμφυτες ιδέες που προηγούνται της εμπειρίας, ενώ a posteriori η γνώση που προέρχεται από την εμπειρία· η επικούρεια «πρόληψις» είναι πιο κοντά στην εμπειρική γνώση, ενώ ο Πλάτωνας υποστήριξε μάλλον την άποψη της a priori γνώσης, θεωρώντας ότι η (αιώνια και αθάνατη) ψυχή του ανθρώπου έχει γνωρίσει τις «ιδέες» πριν ακόμα γεννηθεί ο άνθρωπος, επομένως και την «αλήθεια»· η γνώση στον Πλάτωνα είναι «ανάμνηση».
Στην επιτομή προς τον Ηρόδοτο και στις Κύριες Δόξες διαβάζουμε: «πᾶσα γάρ αἴσθησις ἄλογός ἐστι καὶ μνήμης οὐδεμιᾶς δεκτική»· πάσα αίσθηση δεν εξαρτάται από τη λογική μας ούτε από τη μνήμη· ούτε από μόνη της μπορεί να αλλάξει (οὔτε γὰρ ὑφ’ αὑτῆς κινεῖται), ούτε από άλλη αιτία μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι σ’ αυτήν· ούτε υπάρχει κάτι που μπορεί να την ελέγξει, να την ανασκευάσει ή να την αναιρέσει (διελέγξαι). Ούτε άλλη ομοειδής αίσθηση μπορεί να ελέγξει μια ομοειδή (ὁμογενῆ) της, επειδή έχουν την ίδια ισχύ (διὰ τὴν ἰσοσθένειαν)· ούτε μια άλλη, διαφορετική αίσθηση (ἀνομογένεια) μπορεί να ελέγξει μια άλλη, επίσης διαφορετική από την ίδια, αφού καθεμιά τους εξετάζει και διακρίνει διαφορετικά πράγματα (οὐ γὰρ τῶν αὐτῶν εἰσι κριτικαί)· βεβαίως, ούτε το λογικό μας μπορεί να ελέγξει τις αισθήσεις, γιατί κι αυτό εξαρτάται εξ ολοκλήρου από αυτές (πᾶς γὰρ λόγος ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἤρτηται). Δύο διαφορετικές αισθήσεις, ας πούμε η όραση και η ακοή, δεν μπορούν επίσης να ελέγξουν η μία την άλλη ως προς την αλήθεια τους, αφού δίνουμε και στις δύο την ίδια προσοχή, τις θεωρούμε δηλαδή εξίσου έγκυρες και σημαντικές (οὔθ’ ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν, πάσαις γὰρ προσέχομεν). Τα «ἐπαισθήματα» όμως -η αίσθηση ή αντίληψη δηλαδή ότι οι αισθήσεις λειτουργούν- υπάρχουν και μας πείθουν (πιστοῦται) για την αλήθεια όλων των αισθήσεων. Είναι βεβαίως πραγματικότητα (ὑφέστηκε) η όραση και η ακοή, όπως και ο πόνος (ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν)· επομένως από αυτά που είναι φανερά (ἀπὸ τῶν φαινομένων) θα πρέπει να ξεκινούμε, ώστε να ερμηνεύουμε (σημειοῦσθαι) κι εκείνα που είναι άγνωστα και δύσκολα μπορούμε να τα καταλάβουμε (περὶ τῶν ἀδήλων).
Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ᾽ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται νά ᾽ρθει ο θάνατος. Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα που σαν το ᾽χουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ᾽ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς.
Επίκουρος, επιστολή προς Μενοικέα.
Όλες οι σκέψεις, οι ιδέες και οι συλλογισμοί μας (ἐπίνοιαι πᾶσαι) γεννιούνται από τις αισθήσεις· μια ιδέα μπορεί να είναι αποτέλεσμα άμεσης αντίληψης· στο πρωτότυπο κείμενο διαβάζουμε: «κατά τε περίπτωσιν»· το «περι-πίπτω» εδώ σημαίνει ότι κάτι «πέφτει» στην αντίληψή μας, το αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις. Άλλες έννοιες ή σκέψεις σχηματίζονται αναλογικά, λόγω ομοιότητας ή με σύνθεση, με συνδυασμό δύο ή περισσότερων ιδεών ή λέξεων. Στη διαδικασία συμβάλλει βεβαίως και ο λογισμός μας (συμβαλλομένου τι καὶ τοῦ λογισμοῦ), η σκέψη, ο λόγος ως ανθρώπινη ιδιότητα. (Παρ. 32). Ο Επίκουρος εμπιστεύεται την αίσθηση, την άμεση, υπαρξιακή επαφή με τα πράγματα του κόσμου· είναι κι εδώ προφανής η αντιπαράθεση με τις πλατωνικές «ιδέες»· λ.χ. ο Επίκουρος δεν δέχεται, όπως ο Πλάτωνας, ότι η ιδέα του «αγαθού» υπάρχει καθ’ αυτή, δεν προκύπτει δηλαδή ως αποτέλεσμα της έλλογης ή άλλης ανθρώπινης δραστηριότητας· σύμφωνα με τον θεμελιωτή του ιδεαλισμού όλες οι ιδέες έχουν «θεία» προέλευση. Σχετικά με τον γνωστό «μύθο του σπηλαίου», «Η παράξενη αυτή αλληγορία είναι το καταστάλαγμα της πλατωνικής πεποίθησης του κόσμου των ιδεών, του μοναδικού αληθινού κόσμου που ξεπερνά όλες τις αισθήσεις και που μόνο οι μυημένοι μπορούν να αντιληφθούν, αφού τα απαίδευτα πλήθη είναι καταδικασμένα στην άγνοια. Κι αυτό ακριβώς είναι οι δεσμώτες μέσα στην αλληγορία του σπηλαίου, οι απαίδευτοι άνθρωποι, που φυσικά αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία. Τα δεσμά είναι η άγνοιά που τους καθηλώνει στην απραξία, αλλά και οι αισθήσεις που τους παραπλανούν. Οι σκιές είναι τα απεικάσματα της πραγματικότητας, που, φυσικά, δεν αξίζουν τίποτε μπροστά στον αληθινό κόσμο των ιδεών. Ολόκληρη η σπηλιά είναι ο κίβδηλος κόσμος των αισθήσεων, η πνευματική φυλακή των απαίδευτων ανθρώπων. Οι άνθρωποι του δρόμου, που αντανακλώνται ως σκιές, είναι οι ιδέες και φυσικά ο κόσμος έξω από τη σπηλιά είναι ο αληθινός κόσμος, ο κόσμος των ιδεών, με τον ήλιο να αποτελεί το αγαθό που μόνο ως θείο μπορεί να εκληφθεί. Η προσέγγιση του αγαθού γίνεται μόνο με την απαλλαγή των δεσμών, δηλαδή με τη μύηση στον κόσμο των ιδεών, δηλαδή με τη γνώση της φιλοσοφίας. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στη θεοποίηση της φιλοσοφίας, της μοναδικής αληθινής γνώσης που μπορεί να οδηγήσει στην αλήθεια.».
Ωστόσο ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί ούτε αποτελεί γι᾽ αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτε πάλι νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς. Κι όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγευστο, όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο.
Επίκουρος, επιστολή προς Μενοικέα.
Ακόμα και οι παραστάσεις που βλέπουν οι τρελοί (τα τῶν μαινομένων φαντάσματα) και όσα βλέπουμε στα όνειρά μας είναι αληθινά (τὰ κατ’ ὄναρ ἀληθῆ), επειδή προκαλούν κίνηση (κινεῖ γάρ)· ενώ αυτό που δεν υπάρχει ουδεμία κίνηση προκαλεί (τὸ δὲ μὴ ὂν οὐ κινεῖ.) (Παρ. 32).
Με τη λέξη πρόληψις οι Επικούρειοι εννοούν ένα είδος πρότερης αντίληψης ή κατανόησης, μια σύλληψη του νου (οἱονεὶ κατάληψιν), μια ορθή γνώμη, (δόξαν ὀρθὴν) ή μια έννοια ή μια γενική έννοια (καθολικὴν νόησιν), που εντυπώνεται και μένει στη μνήμη μας, εξαιτίας ενός εξωτερικού πράγματος (ἔξωθεν φανέντος) που εμφανίστηκε πολλές φορές· για να το πούμε διαφορετικά, η πρόληψη είναι ένα είδος προϊδεασμού της αντίληψης, μια μνημονική παράσταση ή αναμνηστική εικόνα που δημιουργείται από την επαναλαμβανόμενη εμφάνιση των ειδώλων, της μορφής που έχουν τα πράγματα· οι προλήψεις σχηματίζονται με βάση μια προγενέστερη αισθητηριακή αντίληψη ενός αντικειμένου υπαρκτού, επομένως είναι αληθείς, εφόσον οι αισθήσεις είναι κριτήριο της αλήθειας των πραγμάτων. Ο Σατελέ σχολιάζει: «Αλλά, αν ο Επίκουρος θεωρεί την αίσθηση θεμέλιο κάθε γνώσης, ωστόσο δεν ανάγει κάθε γνώση στην αίσθηση: έχοντας κατά νου τα επιχειρήματα που στον Μένωνα του Πλάτωνα δικαίωναν τη θεωρία της ανάμνησης, παρατηρεί ότι δεν θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ούτε να ονομάσουμε κάποιο αντικείμενο, αν δεν είχαμε στο πνεύμα μας κάποια προϊδέαση της μορφής του.»
Ένα παράδειγμα πρόληψης παρατίθεται αμέσως μετά: «Τέτοιο πράγμα είναι, ας πούμε, ο «άνθρωπος»· με το που λέγεται η λέξη (ἅμα γὰρ τῷ ῥηθῆναι), αμέσως εννοείται και ο τύπος του πράγματος, σύμφωνα με τον μηχανισμό της πρόληψης (κατὰ πρόληψιν), αφού έχουν προηγηθεί οι αισθήσεις· διότι, για όλα τα ονόματα των πραγμάτων, είναι ξεκάθαρα και φανερά στη σκέψη μας η πρωταρχική τους σημασία (πρώτως ὑποτεταγμένον ἐναργές ἐστι)· και δεν θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε οποιοδήποτε πράγμα (οὐκ ἂν ἐζητήσαμεν τὸ ζητούμενον), αν δεν το είχαμε γνωρίσει πρωτύτερα (εἰ μὴ πρότερον ἐγνώκειμεν αὐτό): «Αυτό που στέκεται σε κάποια απόσταση από εμάς (πόρρω) είναι άλογο ή βόδι· βεβαίως, κατὰ πρόληψιν, θα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν τη μορφή του βοδιού ή του αλόγου· διότι δεν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κάτι που δεν γνωρίσαμε προηγουμένως, με βάση τη διαδικασία της πρόληψης· οι προλήψεις μας λοιπόν είναι διακριτές, ξεκάθαρες και σαφείς (ἐναργεῖς) στη σκέψη μας.»
Η μορφή ενός πράγματος ανακαλεί αυτομάτως στη μνήμη μας τον ορισμό του· η λέξη δηλώνει το πράγμα και η πρωταρχική του σημασία είναι γενικώς ορθή, αφού σχηματίστηκε από ακαριαίες ή αλλεπάλληλες εντυπώσεις της μορφής στο νου μας, είναι δηλαδή αποτέλεσμα της εμπειρίας των αισθήσεων, που εδώ θεωρούνται σχεδόν αλάνθαστες· η σκέψη, το πνεύμα ή ο λόγος οργανώνουν τα δεδομένα των αισθήσεων και τα κατατάσσουν σε τύπους και μορφές αναγνωρίσιμες· ο νους μας δεν ανακαλύπτει, ούτε θυμάται τις ιδέες, που υπάρχουν σε έναν ιδεατό, αντίστοιχο κόσμο, όπως πίστευαν οι πλατωνικοί. Γιατί και το πράγμα για το οποίο σχηματίζουμε γνώμη (τὸ δοξαστὸν), εξαρτάται από κάποιο άλλο προηγούμενο, φανερό και αυταπόδεικτο πράγμα (τινὸς ἐναργοῦς)· σ’ αυτό αναφερόμαστε, ας πούμε, όταν λέμε: «Από πού γνωρίζουμε ότι αυτό το πράγμα είναι άνθρωπος;» Η δόξα λέγεται αλλιώς υπόληψη και μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής (τὴν δὲ δόξαν καὶ ὑπόληψιν λέγουσιν, ἀληθῆ τέ φασι καὶ ψευδῆ)· αν μαρτυρείται (ἐπιμαρτυρῆται) από τα πράγματα ονομάζεται αληθής, ενώ αν τα πράγματα δεν την επιβεβαιώνουν (ἀντιμαρτυρῆται) χαρακτηρίζεται ψευδής. Κι επειδή μια γνώμη ή εκτίμηση μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευσθεί, ο Επίκουρος εισάγει την έννοια του προσμένοντος (ὅθεν τὸ προσμένον εἰσήχθη)· ως προσμένον μπορούμε ίσως να ορίσουμε αυτό που είναι πιο πιθανό και αναμενόμενο να συμβεί, αυτό που περιμένει επιβεβαίωση, ό,τι είναι φανερό στη σκέψη μας ή βρίσκεται ενδεχομένως πιο κοντά στην κοινή αντίληψη, και οπωσδήποτε προέρχεται αρχικώς από τις αισθήσεις. Για παράδειγμα, συνεχίζει ο Λαέρτιος, έχουμε ένα «προσμένον» για τη μορφή και το ποιόν ενός πύργου που βλέπουμε από μακριά· αν πλησιάσουμε τον πύργο, θα μάθουμε τι λογής είναι: το «προσμένον», λ.χ. το μέγεθος, το χρώμα ή το υλικό του αντικειμένου μπορεί να μαρτυρηθεί ή να αντιμαρτυρηθεί με την αυτοψία. (Παρ. 34).
Κι ακόμη πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι εντελώς δικό μας αλλά ούτε κι εντελώς όχι δικό μας, ώστε μήτε να το προσμένουμε ως εντελώς βέβαιο μήτε πάλι να απελπιζόμαστε πως δεν πρόκειται νά ᾽ρθει ποτέ!
Επίκουρος, επιστολή προς Μενοικέα.
Στόχος της επικούρειας φιλοσοφίας είναι η γαλήνη της ψυχής· η έγκυρη γνώση της λειτουργίας του κόσμου, απαλλαγμένη από φόβους και δεισιδαιμονίες, είναι μία μόνο από τις προϋποθέσεις της επικούρειας ευδαιμονίας· οι αισθήσεις, ή καλύτερα οι ποικίλες ερμηνείες τους, προκαλούν συχνά φόβο και ταραχή στους ανθρώπους και λειτουργούν ως σημάδια υπερφυσικών, δαιμονικών ή θεϊκών δυνάμεων. Αφού λοιπόν οι αισθήσεις αφορούν έναν άνθρωπο που αισθάνεται και ζει, ως φορέας «ψυχής» και ζωικής ορμής, ο θάνατος -η αναπόδραστη μοίρα των θνητών- σημαίνει την γενική και οριστική απώλεια της αίσθησης. Κατά τον Επίκουρο, η «ψυχή» χάνεται, πεθαίνει μαζί με το σώμα που την περιέχει: «Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα (μηδὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον)· γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό -και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης (στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος). Η επίγνωση (γνῶσις ὀρθὴ), έτσι, ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ᾽ αυτήν, αλλά γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας (τὸν τῆς ἀθανασίας ἀφελομένη πόθον).»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου