[14] «Ἴσως,» εἶπεν ὁ Χερσίας· «ἀλλ᾽ ἐπεὶ πάλιν οἰκονομίας λόγος γέγονε, τίς ἂν ὑμῶν φράσειεν ἡμῖν τὸ ἀπολειπόμενον; ἀπολείπεται δ᾽ οἶμαι κτήσεώς τι λαβεῖν μέτρον αὐτάρκους καὶ ἱκανῆς ἐσομένης.»
Καὶ ὁ Κλεόβουλος, «ἀλλὰ τοῖς μὲν σοφοῖς,» ἔφη, «μέτρον ὁ νόμος δέδωκε, πρὸς δὲ τοὺς φαύλους ἐρῶ λόγον τῆς ἐμῆς θυγατρὸς ὃν πρὸς τὸν ἀδελφὸν εἶπεν. ἔφη γὰρ τὴν Σελήνην δεῖσθαι τῆς ἑαυτῆς μητρὸς ὅπως αὐτῇ χιτώνιον ὑφήνῃ
[157b] σύμμετρον· τὴν δ᾽ εἰπεῖν “καὶ πῶς σύμμετρον ὑφήνω; νῦν μὲν γὰρ ὁρῶ σε πανσέληνον, αὖθις δὲ μηνοειδῆ, τοτὲ δ᾽ ἀμφίκυρτον.” οὕτω δή, ὦ φίλε Χερσία, καὶ πρὸς ἄνθρωπον ἀνόητον καὶ φαῦλον οὐδέν ἐστι μέτρον οὐσίας· ἄλλοτε γὰρ ἄλλος ἐστὶ ταῖς χρείαις διὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰς τύχας, ὥσπερ ὁ Αἰσώπου κύων, ὃν οὑτοσί φησιν ἐν τῷ χειμῶνι συστρεφόμενον καὶ συσπειρώμενον διὰ τὸ ῥιγοῦν οἰκίαν ποιεῖν διανοεῖσθαι, θέρους δ᾽ αὖ πάλιν ἐκτεταμένον καθεύδοντα φαίνεσθαι μέγαν ἑαυτῷ καὶ μήτ᾽ ἀναγκαῖον ἡγεῖσθαι μήτε μικρὸν ἔργον οἰκίαν περιβαλέσθαι τοσαύτην. ἦ γὰρ οὐχ ὁρᾷς,» εἶπεν, «ὦ Χερσία, καὶ τοὺς
[157c] μιαροὺς νῦν μὲν εἰς μικρὰ κομιδῇ συστέλλοντας ἑαυτοὺς ὡς στρογγύλως καὶ Λακωνικῶς βιωσομένους, νῦν δέ, εἰ μὴ τὰ πάντων ἔχουσιν ἰδιωτῶν ἅμα καὶ βασιλέων, ὑπ᾽ ἐνδείας ἀπολεῖσθαι νομίζοντας;»
Ὡς οὖν ὁ Χερσίας ἀπεσιώπησεν, ὑπολαβὼν ὁ Κλεόδωρος, «ἀλλὰ καὶ τοὺς σοφούς,» εἶπεν, «ὑμᾶς ὁρῶμεν ἀνίσοις μέτροις τὰς κτήσεις νενεμημένας πρὸς ἀλλήλους ἔχοντας.»
Καὶ ὁ Κλεόβουλος, «ὁ γάρ τοι νόμος,» εἶπεν, «ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν, ὡς ὑφάντης ἑκάστῳ τὸ πρέπον ἡμῶν καὶ τὸ μέτριον καὶ τὸ ἁρμόττον
[157d] ἀποδίδωσι. καὶ σὺ καθάπερ τῷ νόμῳ τῷ λόγῳ τρέφων καὶ διαιτῶν καὶ φαρμακεύων τοὺς κάμνοντας οὐκ ἴσον ἑκάστῳ, τὸ δὲ προσῆκον ἀπονέμεις ἅπασιν.»
Ὑπολαβὼν δ᾽ ὁ Ἄρδαλος, «ἆρ᾽ οὖν,» ἔφη, «καὶ τὸν ἑταῖρον ὑμῶν Σόλωνος δὲ ξένον Ἐπιμενίδην νόμος τις ἀπέχεσθαι τῶν ἄλλων σιτίων κελεύει, τῆς δ᾽ ἀλίμου δυνάμεως ἣν αὐτὸς συντίθησι μικρὸν εἰς τὸ στόμα λαμβάνοντα διημερεύειν ἀνάριστον καὶ ἄδειπνον;»
Ἐπιστήσαντος δὲ τοῦ λόγου τὸ συμπόσιον ὁ μὲν Θαλῆς ἐπισκώπτων εὖ φρονεῖν ἔφη τὸν Ἐπιμενίδην ὅτι μὴ βούλεται πράγματα ἔχειν ἀλῶν τὰ σιτία καὶ πέττων ἑαυτῷ, καθάπερ
[157e] Πιττακός. «ἐγὼ γάρ,» εἶπε, «τῆς ξένης ἤκουον ᾀδούσης πρὸς τὴν μύλην, ἐν Ἐρέσῳ γενόμενος,
ἄλει, μύλα, ἄλει·
καὶ γὰρ Πιττακὸς ἄλει
μεγάλας Μυτιλάνας βασιλεύων.»
***
[14] «Ίσως», είπε ο Χερσίας. «Μια και ξαναήρθε όμως ο λόγος στο θέμα της διαχείρισης και διοίκησης του σπιτιού, ποιός από σας θα μας μιλήσει γι᾽ αυτό που έμεινε ώς τώρα έξω από τη συζήτησή μας; Και έμεινε, νομίζω, έξω από τη συζήτησή μας ο καθορισμός ενός μέτρου στην περιουσία, που θα είναι αρκετό και ικανοποιητικό για μια αυτάρκη ζωή».
Και ο Κλεόβουλος είπε: «Για τους φρόνιμους ανθρώπους το μέτρο το έδωσε ο νόμος, ενσχέσει όμως με τους καθημερινούς τυχαίους ανθρώπους θα σας πω έναν μύθο της κόρης μου, που τον είπε στον αδερφό της. Είπε λοιπόν ότι η Σελήνη παρακαλούσε τη μητέρα της να της υφάνει ένα ρούχο
[157b] στα μέτρα της· εκείνη της είπε: “Και πώς να σου το υφάνω στα μέτρα σου, αφού τώρα σε βλέπω πανσέληνο, σε λίγο μισοφέγγαρο, και άλλοτε αμφίκυρτη;” Έτσι λοιπόν, καλέ μου Χερσία, δεν υπάρχει μέτρο περιουσίας που να ταιριάζει σ᾽ έναν άνθρωπο δίχως μυαλό και μικρής αξίας. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι κάθε φορά διαφορετικός στις ανάγκες του, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις τύχες του· ακριβώς σαν τον σκύλο του Αισώπου, που, όπως λέει ο φίλος μας, το χειμώνα, μαζεμένος και κουλουριασμένος λόγω του κρύου, σκεφτόταν να χτίσει σπίτι, όταν όμως ήρθε το καλοκαίρι και κοιμόταν φαρδύς πλατύς, είχε την εντύπωση πως ήταν τόσο μεγάλος, που ούτε πια το θεωρούσε απαραίτητο ούτε και το έβρισκε μικρή δουλειά να χτίσει ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Αλήθεια, Χερσία, δεν βλέπεις», είπε ο Κλεόβουλος,
[157c] «όλους αυτούς τους αχρείους, που τη μια φορά συμμαζεύονται μέσα σε πολύ μικρά πλαίσια, σαν να πρόκειται να ζήσουν με τρόπο απλό και λιτό σαν τους Σπαρτιάτες, και μιαν άλλη φορά, αν δεν έχουν όσα όλοι μαζί οι ιδιώτες και οι βασιλιάδες νομίζουν ότι θα χαθούν από τη στέρηση;»
Καθώς ο Χερσίας έμεινε σιωπηλός, πήρε το λόγο ο Κλεόδωρος και είπε: «Και σας όμως τους σοφούς σάς βλέπουμε να έχετε τις περιουσίες μοιρασμένες με άνισα μεταξύ σας μέτρα».
«Ο λόγος, φίλτατέ μου, είναι», είπε ο Κλεόβουλος, «ότι ο νόμος, σαν υφάντης, δίνει στον καθένα μας ό,τι του πρέπει και ό,τι είναι ταιριαστό
[157d] με τα μέτρα του. Το ίδιο κι εσύ: Όταν, με κριτήριο τη λογική —κάτι σαν νόμο— κανονίζεις την τροφή, τον γενικότερο τρόπο ζωής και τα φάρμακα των αρρώστων σου, δεν δίνεις σε όλους το ίδιο, αλλά αυτό που ταιριάζει στον καθένα τους».
Πήρε τότε τον λόγο ο Άρδαλος και είπε: «Άρα κάποιος νόμος είναι που επιβάλλει και στον σύντροφό σας, τον φιλοξενούμενο του Σόλωνα, τον Επιμενίδη, να απέχει από όλες τις άλλες τροφές και να βάζει στο στόμα του μια μικρή μόνο ποσότητα —ίσα ίσα για να καλμάρει την πείνα του— από εκείνη την τροφή που την παρασκευάζει ο ίδιος, και έτσι μένει όλη τη μέρα δίχως γεύμα και δίχως δείπνο;»
Ο λόγος αυτός τράβηξε την προσοχή όλης της συντροφιάς του συμποσίου, και ο Θαλής, αστειευόμενος, είπε ότι ο Επιμενίδης πολύ καλά σκέφτεται, που δεν θέλει να έχει όλη την ταλαιπωρία του αλέσματος του σιταριού και του μαγειρέματος της τροφής, όπως
[157e] κάνει ο Πιττακός. «Γιατί εγώ», είπε, «κάποτε στην Ερεσό, άκουσα την γυναίκα που με φιλοξενούσε να τραγουδάει καθώς δούλευε τον μύλο:
άλεθε, μύλε, άλεθε·
άλεθε κάποτε κι ο Πιττακός
της μεγάλης Μυτιλήνης ο βασιλιάς».
Καὶ ὁ Κλεόβουλος, «ἀλλὰ τοῖς μὲν σοφοῖς,» ἔφη, «μέτρον ὁ νόμος δέδωκε, πρὸς δὲ τοὺς φαύλους ἐρῶ λόγον τῆς ἐμῆς θυγατρὸς ὃν πρὸς τὸν ἀδελφὸν εἶπεν. ἔφη γὰρ τὴν Σελήνην δεῖσθαι τῆς ἑαυτῆς μητρὸς ὅπως αὐτῇ χιτώνιον ὑφήνῃ
[157b] σύμμετρον· τὴν δ᾽ εἰπεῖν “καὶ πῶς σύμμετρον ὑφήνω; νῦν μὲν γὰρ ὁρῶ σε πανσέληνον, αὖθις δὲ μηνοειδῆ, τοτὲ δ᾽ ἀμφίκυρτον.” οὕτω δή, ὦ φίλε Χερσία, καὶ πρὸς ἄνθρωπον ἀνόητον καὶ φαῦλον οὐδέν ἐστι μέτρον οὐσίας· ἄλλοτε γὰρ ἄλλος ἐστὶ ταῖς χρείαις διὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰς τύχας, ὥσπερ ὁ Αἰσώπου κύων, ὃν οὑτοσί φησιν ἐν τῷ χειμῶνι συστρεφόμενον καὶ συσπειρώμενον διὰ τὸ ῥιγοῦν οἰκίαν ποιεῖν διανοεῖσθαι, θέρους δ᾽ αὖ πάλιν ἐκτεταμένον καθεύδοντα φαίνεσθαι μέγαν ἑαυτῷ καὶ μήτ᾽ ἀναγκαῖον ἡγεῖσθαι μήτε μικρὸν ἔργον οἰκίαν περιβαλέσθαι τοσαύτην. ἦ γὰρ οὐχ ὁρᾷς,» εἶπεν, «ὦ Χερσία, καὶ τοὺς
[157c] μιαροὺς νῦν μὲν εἰς μικρὰ κομιδῇ συστέλλοντας ἑαυτοὺς ὡς στρογγύλως καὶ Λακωνικῶς βιωσομένους, νῦν δέ, εἰ μὴ τὰ πάντων ἔχουσιν ἰδιωτῶν ἅμα καὶ βασιλέων, ὑπ᾽ ἐνδείας ἀπολεῖσθαι νομίζοντας;»
Ὡς οὖν ὁ Χερσίας ἀπεσιώπησεν, ὑπολαβὼν ὁ Κλεόδωρος, «ἀλλὰ καὶ τοὺς σοφούς,» εἶπεν, «ὑμᾶς ὁρῶμεν ἀνίσοις μέτροις τὰς κτήσεις νενεμημένας πρὸς ἀλλήλους ἔχοντας.»
Καὶ ὁ Κλεόβουλος, «ὁ γάρ τοι νόμος,» εἶπεν, «ὦ βέλτιστε ἀνδρῶν, ὡς ὑφάντης ἑκάστῳ τὸ πρέπον ἡμῶν καὶ τὸ μέτριον καὶ τὸ ἁρμόττον
[157d] ἀποδίδωσι. καὶ σὺ καθάπερ τῷ νόμῳ τῷ λόγῳ τρέφων καὶ διαιτῶν καὶ φαρμακεύων τοὺς κάμνοντας οὐκ ἴσον ἑκάστῳ, τὸ δὲ προσῆκον ἀπονέμεις ἅπασιν.»
Ὑπολαβὼν δ᾽ ὁ Ἄρδαλος, «ἆρ᾽ οὖν,» ἔφη, «καὶ τὸν ἑταῖρον ὑμῶν Σόλωνος δὲ ξένον Ἐπιμενίδην νόμος τις ἀπέχεσθαι τῶν ἄλλων σιτίων κελεύει, τῆς δ᾽ ἀλίμου δυνάμεως ἣν αὐτὸς συντίθησι μικρὸν εἰς τὸ στόμα λαμβάνοντα διημερεύειν ἀνάριστον καὶ ἄδειπνον;»
Ἐπιστήσαντος δὲ τοῦ λόγου τὸ συμπόσιον ὁ μὲν Θαλῆς ἐπισκώπτων εὖ φρονεῖν ἔφη τὸν Ἐπιμενίδην ὅτι μὴ βούλεται πράγματα ἔχειν ἀλῶν τὰ σιτία καὶ πέττων ἑαυτῷ, καθάπερ
[157e] Πιττακός. «ἐγὼ γάρ,» εἶπε, «τῆς ξένης ἤκουον ᾀδούσης πρὸς τὴν μύλην, ἐν Ἐρέσῳ γενόμενος,
ἄλει, μύλα, ἄλει·
καὶ γὰρ Πιττακὸς ἄλει
μεγάλας Μυτιλάνας βασιλεύων.»
***
[14] «Ίσως», είπε ο Χερσίας. «Μια και ξαναήρθε όμως ο λόγος στο θέμα της διαχείρισης και διοίκησης του σπιτιού, ποιός από σας θα μας μιλήσει γι᾽ αυτό που έμεινε ώς τώρα έξω από τη συζήτησή μας; Και έμεινε, νομίζω, έξω από τη συζήτησή μας ο καθορισμός ενός μέτρου στην περιουσία, που θα είναι αρκετό και ικανοποιητικό για μια αυτάρκη ζωή».
Και ο Κλεόβουλος είπε: «Για τους φρόνιμους ανθρώπους το μέτρο το έδωσε ο νόμος, ενσχέσει όμως με τους καθημερινούς τυχαίους ανθρώπους θα σας πω έναν μύθο της κόρης μου, που τον είπε στον αδερφό της. Είπε λοιπόν ότι η Σελήνη παρακαλούσε τη μητέρα της να της υφάνει ένα ρούχο
[157b] στα μέτρα της· εκείνη της είπε: “Και πώς να σου το υφάνω στα μέτρα σου, αφού τώρα σε βλέπω πανσέληνο, σε λίγο μισοφέγγαρο, και άλλοτε αμφίκυρτη;” Έτσι λοιπόν, καλέ μου Χερσία, δεν υπάρχει μέτρο περιουσίας που να ταιριάζει σ᾽ έναν άνθρωπο δίχως μυαλό και μικρής αξίας. Γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι κάθε φορά διαφορετικός στις ανάγκες του, ανάλογα με τις επιθυμίες και τις τύχες του· ακριβώς σαν τον σκύλο του Αισώπου, που, όπως λέει ο φίλος μας, το χειμώνα, μαζεμένος και κουλουριασμένος λόγω του κρύου, σκεφτόταν να χτίσει σπίτι, όταν όμως ήρθε το καλοκαίρι και κοιμόταν φαρδύς πλατύς, είχε την εντύπωση πως ήταν τόσο μεγάλος, που ούτε πια το θεωρούσε απαραίτητο ούτε και το έβρισκε μικρή δουλειά να χτίσει ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Αλήθεια, Χερσία, δεν βλέπεις», είπε ο Κλεόβουλος,
[157c] «όλους αυτούς τους αχρείους, που τη μια φορά συμμαζεύονται μέσα σε πολύ μικρά πλαίσια, σαν να πρόκειται να ζήσουν με τρόπο απλό και λιτό σαν τους Σπαρτιάτες, και μιαν άλλη φορά, αν δεν έχουν όσα όλοι μαζί οι ιδιώτες και οι βασιλιάδες νομίζουν ότι θα χαθούν από τη στέρηση;»
Καθώς ο Χερσίας έμεινε σιωπηλός, πήρε το λόγο ο Κλεόδωρος και είπε: «Και σας όμως τους σοφούς σάς βλέπουμε να έχετε τις περιουσίες μοιρασμένες με άνισα μεταξύ σας μέτρα».
«Ο λόγος, φίλτατέ μου, είναι», είπε ο Κλεόβουλος, «ότι ο νόμος, σαν υφάντης, δίνει στον καθένα μας ό,τι του πρέπει και ό,τι είναι ταιριαστό
[157d] με τα μέτρα του. Το ίδιο κι εσύ: Όταν, με κριτήριο τη λογική —κάτι σαν νόμο— κανονίζεις την τροφή, τον γενικότερο τρόπο ζωής και τα φάρμακα των αρρώστων σου, δεν δίνεις σε όλους το ίδιο, αλλά αυτό που ταιριάζει στον καθένα τους».
Πήρε τότε τον λόγο ο Άρδαλος και είπε: «Άρα κάποιος νόμος είναι που επιβάλλει και στον σύντροφό σας, τον φιλοξενούμενο του Σόλωνα, τον Επιμενίδη, να απέχει από όλες τις άλλες τροφές και να βάζει στο στόμα του μια μικρή μόνο ποσότητα —ίσα ίσα για να καλμάρει την πείνα του— από εκείνη την τροφή που την παρασκευάζει ο ίδιος, και έτσι μένει όλη τη μέρα δίχως γεύμα και δίχως δείπνο;»
Ο λόγος αυτός τράβηξε την προσοχή όλης της συντροφιάς του συμποσίου, και ο Θαλής, αστειευόμενος, είπε ότι ο Επιμενίδης πολύ καλά σκέφτεται, που δεν θέλει να έχει όλη την ταλαιπωρία του αλέσματος του σιταριού και του μαγειρέματος της τροφής, όπως
[157e] κάνει ο Πιττακός. «Γιατί εγώ», είπε, «κάποτε στην Ερεσό, άκουσα την γυναίκα που με φιλοξενούσε να τραγουδάει καθώς δούλευε τον μύλο:
άλεθε, μύλε, άλεθε·
άλεθε κάποτε κι ο Πιττακός
της μεγάλης Μυτιλήνης ο βασιλιάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου