Η λυρική ποίηση κατανοείται κυρίως από την αντιδιαστολή και την αντίθεση της προς το έπος: το μικρό, σύντομο ποίημα αντί του μεγάλου έπους· ó δασικός χαρακτήρας της είναι υποκειμενικός σε αντίθεση προς την καθαρά αντικειμενική και περιγραφική επική ποίηση· το «εδώ», το «τώρα» και το «πλησίον» αποτελούν τον πυρήνα του λυρικού ποιήματος σε αντίθεση προς το «εκεί», το «τότε» και το «μακριά» της επικής αφηγήσεως· τώρα προβάλλεται ο άνθρωπος, ως άτομο πού πάσχει, αγωνίζεται και δρα μέσα στο κοινωνικό του περίγραμμα, και όχι οι ηρωικές μορφές του παρελθόντος.
Για μας σήμερα, πού ερμηνεύουμε τους αρχαίους ποιητές, ή αρχαϊκή λυρική ποίηση των Ελλήνων είναι ιστορική μαρτυρία, για τους ανθρώπους και την εποχή, όπου το άτομο χειραφετείται και αποδεσμεύεται από μια «δεδομένη» τάξη και αναζητεί την προσωπική του φυσιογνωμία, την ταύτιση με τον εαυτό του, μέσα στην πολιτική και κοινωνική πράξη. Με την λυρική ποίηση ουσιαστικά επιτελείται ή ανακάλυψη του «Εγώ». Από τον Αρχίλοχο και ύστερα ο προσωπικός ποιητής ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τον ίδιο του εαυτό και όσα είναι κοντά του - τοπικά και χρονικά. Τώρα έχομε «προσωπικούς» ποιητές, ονόματα γνωστά, προσωπικότητες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές διαμορφώσεις και ανακατατάξεις του καιρού- τους...
Η λυρική ποίηση - αντίθετα προς το έπος - έχει εσωτερική και εξωτερική ευελιξία και πολυμορφία. Αυτό φαίνεται και στα θέματα των ποιημάτων και στη γλωσσική και στη μετρική μορφή τους. Από τον αποκρυσταλλωμένο και έξοχα δομημένο μέσα στον στίχο ρεαλισμό του Αρχιλόχου ως την συγκλονιστική ευαισθησία του Σιμωνίδη, από την πνευματικότητα και την ισορροπημένη έξαρση ενός αρχαϊκού στοχασμού - που εκφράζεται κυρίως στον Αλκμάνα και στη Σαπφώ - ως την πεντακάθαρη ωριμότητα του αρχαϊσμού, που συνάπτεται με ένα καινούργιο αίσθημα ευθύνης και με μια νέα αντίληψη για το κάλλος και την ευδαιμονία (με κορύφωση στον ΙΙίνδαρο!), από την επίμονη και κηρυγματική προτροπή του Τυρταίου και του Καλλίνου ως τη γεμάτη εμπειρία και «ήθος» ελεγεία του Σόλωνα και από την εικονοκλαστική και «διαφωτιστική» διαμαρτυρία του Ξενοφάνη ως την αδρή ισορροπία της ιωνικής ελεγείας του Μίμνερμου - παντού διοχετεύονται και διαχέονται νέες συλλήψεις, σκέψεις, εκφράσεις, εμπειρίες, αγωνίες. Οι περσικοί πόλεμοι έβαλαν ένα απροσδόκητο τέλος σ’ αυτή την πλημμυρίδα και οδήγησαν στην κορύφωση της αττικής τραγωδίας.
Πρέπει να ξεκινήσωμε από τη διαπίστωση, ότι το λυρικό ποίημα δεν εκφράζει ψυχικές διαθέσεις και καταστάσεις της στιγμής μέσα σε μια προσωπική απομόνωση· έχει σαφέστατη αναφορά στην πραγματικότητα και απευθύνεται πάντοτε σε κάποιον, που θα το ακούσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ελεγειακή ποίηση. Ακόμη και στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις, που μέσα στο ποίημα προβάλλεται έντονα το προσωπικό βίωμα, δεν πρόκειται ούτε για αυτοεξομολόγηση, ούτε για μονόλογο, ούτε για λυρική διάχυση πέραν και ερήμην των άλλων, άλλα για μια ουσιαστική ποιητική επικοινωνία, που επιτελείται μέσα σε μιαν ευρύτερη αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο και με τέτοια εκφραστικά μέσα, που συνάπτουν άρρηκτα το προσωπικό στοιχείο με το γενικά ανθρώπινο. Με άλλα λόγια: το λυρικό ποίημα έχει τάση και κατεύθυνση προς τα έξω, κινείται σε μιαν αποδεσμευτική πορεία έξω από το «εγώ», χωρίς όμως να χάνει την αφετηρία του. Στήν αρχαϊκή ποίηση ή εμπειρία και ή πραγματικότητα «αντικειμενοποιούνται», δεν «εσωτερικοποιούνται»...
Η αρχαϊκή λυρική ποίηση δεν εκφράζει ποτέ μιαν εσωτερική απομόνωση, μια καταφυγή στη μοναξιά, σε ένα χώρο, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση για τους άλλους - ακόμη και τότε, όταν ó ποιητής απευθύνεται στην ίδια του ψυχή (π.χ. Αρχίλοχος, 67α D. = 128 W). Διότι το λυρικό «Εγώ» ζει κοινωνικά μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού χώρου ή της «πόλεως» - και γι’ αυτό ακριβώς ο υποκειμενικός του χώρος είναι ουσιαστικά αντικειμενικός. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι πρόκειται για μια αποφασιστική εποχή, όπου οι άνθρωποι ζουν έντονα και συνειδητά την φθορά και την εξαφάνιση ενός ολόκληρου κόσμου - με τους νόμους του, τις πολιτικές και κοινωνικές δομές του, τις παραδόσεις του. Τώρα το βλέμμα του ανθρώπου αποκτά μια νέα διάσταση για να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακόμη και η φύση δεν βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, ως άπλα αντικείμενο περιγραφής, άλλα εντάσσεται στους αγώνες και στις αγωνίες, στους πόνους και στις χαρές των ανθρώπων.
Ο λυρικός ποιητής ξέρει τώρα καλά τι τον χωρίζει από την θεία περιοχή και ή παλαιά επική παράδοση, που διαπίστωνε συνεχώς τα όρια ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, γίνεται τώρα οδυνηρή συνείδηση. Ο λυρικός ποιητής ξέρει ακόμη να κατανοεί την ανθρώπινη ζωή όχι ως κλήρο συμφοράς και πόνου, άλλα ως αναπόσπαστο τμήμα της κοσμικής αρμονίας: ό,τι τραυματίζεται εδώ δημιουργεί ρωγμή στην αρμονία του κόσμου· αν η ομορφιά στις σχέσεις των ανθρώπων μιανθεί, διασαλεύεται το κάλλος του κόσμου. Βιολογικές μεταβολές και καταστάσεις του ανθρωπίνου βίου - όπως τα γεράματα και ο θάνατος - που για το έπος ήταν αυτονόητες, γίνονται στη λυρική ποίηση βασανιστικές διαπιστώσεις, που εκφράζουν την πικρή αναγκαιότητα μέσα στον ανθρώπινο βίο. Οι ελεγείες του Μίμνερμου κυριαρχούνται από τέτοια θέματα. Οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά, πως ο πόνος ανήκει στη μοίρα και στην ουσία του ανθρώπου - και αυτή την εμπειρία ο αρχαϊκός άνθρωπος την κέρδισε μόνος του, όταν μπόρεσε πια, ως «αστός», να βάλει στη ζωή του αστικές - ατομικιστικές προτεραιότητες. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο άνθρωπος έχει συνείδηση, ότι δεν πρέπει να προσπαθεί ν’ αποφύγει τον πόνο, άλλα να τον αντέξη.
Για μας σήμερα, πού ερμηνεύουμε τους αρχαίους ποιητές, ή αρχαϊκή λυρική ποίηση των Ελλήνων είναι ιστορική μαρτυρία, για τους ανθρώπους και την εποχή, όπου το άτομο χειραφετείται και αποδεσμεύεται από μια «δεδομένη» τάξη και αναζητεί την προσωπική του φυσιογνωμία, την ταύτιση με τον εαυτό του, μέσα στην πολιτική και κοινωνική πράξη. Με την λυρική ποίηση ουσιαστικά επιτελείται ή ανακάλυψη του «Εγώ». Από τον Αρχίλοχο και ύστερα ο προσωπικός ποιητής ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τον ίδιο του εαυτό και όσα είναι κοντά του - τοπικά και χρονικά. Τώρα έχομε «προσωπικούς» ποιητές, ονόματα γνωστά, προσωπικότητες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές διαμορφώσεις και ανακατατάξεις του καιρού- τους...
Η λυρική ποίηση - αντίθετα προς το έπος - έχει εσωτερική και εξωτερική ευελιξία και πολυμορφία. Αυτό φαίνεται και στα θέματα των ποιημάτων και στη γλωσσική και στη μετρική μορφή τους. Από τον αποκρυσταλλωμένο και έξοχα δομημένο μέσα στον στίχο ρεαλισμό του Αρχιλόχου ως την συγκλονιστική ευαισθησία του Σιμωνίδη, από την πνευματικότητα και την ισορροπημένη έξαρση ενός αρχαϊκού στοχασμού - που εκφράζεται κυρίως στον Αλκμάνα και στη Σαπφώ - ως την πεντακάθαρη ωριμότητα του αρχαϊσμού, που συνάπτεται με ένα καινούργιο αίσθημα ευθύνης και με μια νέα αντίληψη για το κάλλος και την ευδαιμονία (με κορύφωση στον ΙΙίνδαρο!), από την επίμονη και κηρυγματική προτροπή του Τυρταίου και του Καλλίνου ως τη γεμάτη εμπειρία και «ήθος» ελεγεία του Σόλωνα και από την εικονοκλαστική και «διαφωτιστική» διαμαρτυρία του Ξενοφάνη ως την αδρή ισορροπία της ιωνικής ελεγείας του Μίμνερμου - παντού διοχετεύονται και διαχέονται νέες συλλήψεις, σκέψεις, εκφράσεις, εμπειρίες, αγωνίες. Οι περσικοί πόλεμοι έβαλαν ένα απροσδόκητο τέλος σ’ αυτή την πλημμυρίδα και οδήγησαν στην κορύφωση της αττικής τραγωδίας.
Πρέπει να ξεκινήσωμε από τη διαπίστωση, ότι το λυρικό ποίημα δεν εκφράζει ψυχικές διαθέσεις και καταστάσεις της στιγμής μέσα σε μια προσωπική απομόνωση· έχει σαφέστατη αναφορά στην πραγματικότητα και απευθύνεται πάντοτε σε κάποιον, που θα το ακούσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ελεγειακή ποίηση. Ακόμη και στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις, που μέσα στο ποίημα προβάλλεται έντονα το προσωπικό βίωμα, δεν πρόκειται ούτε για αυτοεξομολόγηση, ούτε για μονόλογο, ούτε για λυρική διάχυση πέραν και ερήμην των άλλων, άλλα για μια ουσιαστική ποιητική επικοινωνία, που επιτελείται μέσα σε μιαν ευρύτερη αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο και με τέτοια εκφραστικά μέσα, που συνάπτουν άρρηκτα το προσωπικό στοιχείο με το γενικά ανθρώπινο. Με άλλα λόγια: το λυρικό ποίημα έχει τάση και κατεύθυνση προς τα έξω, κινείται σε μιαν αποδεσμευτική πορεία έξω από το «εγώ», χωρίς όμως να χάνει την αφετηρία του. Στήν αρχαϊκή ποίηση ή εμπειρία και ή πραγματικότητα «αντικειμενοποιούνται», δεν «εσωτερικοποιούνται»...
Η αρχαϊκή λυρική ποίηση δεν εκφράζει ποτέ μιαν εσωτερική απομόνωση, μια καταφυγή στη μοναξιά, σε ένα χώρο, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση για τους άλλους - ακόμη και τότε, όταν ó ποιητής απευθύνεται στην ίδια του ψυχή (π.χ. Αρχίλοχος, 67α D. = 128 W). Διότι το λυρικό «Εγώ» ζει κοινωνικά μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού χώρου ή της «πόλεως» - και γι’ αυτό ακριβώς ο υποκειμενικός του χώρος είναι ουσιαστικά αντικειμενικός. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι πρόκειται για μια αποφασιστική εποχή, όπου οι άνθρωποι ζουν έντονα και συνειδητά την φθορά και την εξαφάνιση ενός ολόκληρου κόσμου - με τους νόμους του, τις πολιτικές και κοινωνικές δομές του, τις παραδόσεις του. Τώρα το βλέμμα του ανθρώπου αποκτά μια νέα διάσταση για να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακόμη και η φύση δεν βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, ως άπλα αντικείμενο περιγραφής, άλλα εντάσσεται στους αγώνες και στις αγωνίες, στους πόνους και στις χαρές των ανθρώπων.
Ο λυρικός ποιητής ξέρει τώρα καλά τι τον χωρίζει από την θεία περιοχή και ή παλαιά επική παράδοση, που διαπίστωνε συνεχώς τα όρια ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, γίνεται τώρα οδυνηρή συνείδηση. Ο λυρικός ποιητής ξέρει ακόμη να κατανοεί την ανθρώπινη ζωή όχι ως κλήρο συμφοράς και πόνου, άλλα ως αναπόσπαστο τμήμα της κοσμικής αρμονίας: ό,τι τραυματίζεται εδώ δημιουργεί ρωγμή στην αρμονία του κόσμου· αν η ομορφιά στις σχέσεις των ανθρώπων μιανθεί, διασαλεύεται το κάλλος του κόσμου. Βιολογικές μεταβολές και καταστάσεις του ανθρωπίνου βίου - όπως τα γεράματα και ο θάνατος - που για το έπος ήταν αυτονόητες, γίνονται στη λυρική ποίηση βασανιστικές διαπιστώσεις, που εκφράζουν την πικρή αναγκαιότητα μέσα στον ανθρώπινο βίο. Οι ελεγείες του Μίμνερμου κυριαρχούνται από τέτοια θέματα. Οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά, πως ο πόνος ανήκει στη μοίρα και στην ουσία του ανθρώπου - και αυτή την εμπειρία ο αρχαϊκός άνθρωπος την κέρδισε μόνος του, όταν μπόρεσε πια, ως «αστός», να βάλει στη ζωή του αστικές - ατομικιστικές προτεραιότητες. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο άνθρωπος έχει συνείδηση, ότι δεν πρέπει να προσπαθεί ν’ αποφύγει τον πόνο, άλλα να τον αντέξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου