Το θεμέλιο της ευγλωτίας, όπως και οποιουδήποτε άλλου, είναι η σοφία. Σε έναν λόγο, όπως και στη ζωή, τίποτα δεν είναι δυσχερέστερο από να διακρίνουμε το πλέον αρμόζον. Οι Έλληνες το αποκαλούσαν πρέπον. Ας το ονοματίσουμε «ευπρέπεια».
Πολλές ευφυείς αρχές έχουν παραδοθεί για αυτό το θέμα, το οποίο αξίζει να μελετήσουμε. Η άγνοια του πρέποντος γεννά σφάλματα, όχι μόνο στη ζωή αλλά πολύ συχνά, επίσης, στην ποίηση και στη δημηγορία. Επιπλέον, ο ομιλητής οφείλει να μεριμνά για την ευπρέπεια όχι μόνο των σκέψεων αλλά και των λέξεών του. Γιατί ούτε κάθε τάξη στη ζωή, ούτε κάθε βαθμός, ούτε κάθε αξίωμα, ούτε κάθε ηλικία, ούτε κάθε στιγμή ή μέρος ή ακροατήριο πρέπει να αντιμετωπίζονται με λέξεις ή σκέψεις του ίδιου ύφους: σε κάθε μέρος του λόγου μας, όπως σε κάθε κομμάτι της ζωής, πρέπει να σκεφτόμαστε τι είναι πρέπον. Και αυτό εξαρτάται από το αντικείμενο υπό συζήτηση καθώς επίσης και από τους χαρακτήρες των ομιλητών και των ακροατών.
Έτσι, οι φιλόσοφοι είναι συνηθισμένοι να πραγματεύονται αυτό το εκτεταμένο ζήτημα υπό το ευρύτερο πλέγμα των ηθικών καθηκόντων (αν και όχι όταν συζητούν την απόλυτη αρετή, διότι αυτή είναι μία και αμετάβλητη). Οι διδάσκαλοι της λογοτεχνίας το αντιλαμβάνονται σε σύνδεση πάντα με την ποίηση. Οι ευφραδείς ομιλητές σε σχέση με κάθε είδος και μέρος της υπόθεσής τους. Πόσο ανάρμοστο είναι να χρησιμοποιείς κοινούς τόπους και πλούσια γλώσσα, όταν μπροστά από έναν μόνο δικαστή υποστηρίζεις μια υπόθεση για την αποστράγγιση των όμβριων υδάτων ή να κατέρχεσαι έναν διακριτικό και ενδοτικό τόνο όταν μιλάς για το μεγαλείο του ρωμαϊκού λαού.
Αυτοί σφάλλουν από πάσα άποψη, ενώ άλλοι σφάλλουν από χαρακτήρα, είτε του δικού τους είτε εκείνου των ενόρκων είτε των αντιπάλων τους και όχι μόνο στην ουσία αλλά συχνά και στη χρήση των λέξεων. Αν και μια λέξη δεν έχει δύναμη ξέχωρα από το πράγμα που περιγράφει, ωστόσο, το ίδιο πράγμα συχνά γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται ανάλογα με το αν εκφράζεται με αυτή ή την άλλη λέξη. Και σε όλες τις περιπτώσεις, το ερώτημα πρέπει να είναι: «πόσο;» Καθότι, αν και κάθε θέμα έχει τα δικά του όρια ευπρέπειας, το περισσότερο είναι γενικά πιο προσβλητικό από το λιγότερο. Ο Απελλής συνήθιζε να αναφέρει ότι οι ζωγράφοι που δεν έχουν αίσθηση του μέτρου υποπίπτουν επίσης στο ίδιο παράπτωμα…
Αλλά, αν ο ποιητής αποφεύγει την απρέπεια ως τη μεγαλύτερη ολίσθηση, ακόμη κι όταν σφάλλει βάζοντας τον λόγο ενός τίμιου άνδρα στο στόμα ενός αχρείου ή τον λόγο ενός σοφού στο στόμα ενός ανόητου ή αν ένας ζωγράφος, σε μια σκηνή της θυσίας της Ιφιγένειας, όταν έχει απεικονίσει τον Κάλχα ως θλιμμένο, τον Οδυσσέα ως ακόμη πιο θλιμμένο και τον Μενέλαο να θρηνεί, κατανοεί ότι η κεφαλή του Αγαμέμνονα θα πρέπει να είναι καλυμμένη, αφού το μέγεθος της οδύνης του δεν θα μπορούσε να παρασταθεί από το πινέλο του. Αν τελικά ακόμη και ο ηθοποιός αναζητεί το πρέπον, τότε τι θεωρούμε ότι πρέπει να πράξει ο ρήτορας;
Αφού αυτό είναι τόσο σημαντικό, ας αναλογιστεί ο ρήτορας τι πρέπει να κάνει στις υποθέσεις του και στα διάφορα μέρη τους: είναι αναμφίβολα εμφανές ότι, όχι μόνο τα διαφορετικά μέρη μιας αγόρευσης, αλλά ακόμη και ολόκληρες τις υποθέσεις πρέπει να τις διαχειριζόμαστε πότε με το ένα ύφος, πότε με το άλλο.
Πολλές ευφυείς αρχές έχουν παραδοθεί για αυτό το θέμα, το οποίο αξίζει να μελετήσουμε. Η άγνοια του πρέποντος γεννά σφάλματα, όχι μόνο στη ζωή αλλά πολύ συχνά, επίσης, στην ποίηση και στη δημηγορία. Επιπλέον, ο ομιλητής οφείλει να μεριμνά για την ευπρέπεια όχι μόνο των σκέψεων αλλά και των λέξεών του. Γιατί ούτε κάθε τάξη στη ζωή, ούτε κάθε βαθμός, ούτε κάθε αξίωμα, ούτε κάθε ηλικία, ούτε κάθε στιγμή ή μέρος ή ακροατήριο πρέπει να αντιμετωπίζονται με λέξεις ή σκέψεις του ίδιου ύφους: σε κάθε μέρος του λόγου μας, όπως σε κάθε κομμάτι της ζωής, πρέπει να σκεφτόμαστε τι είναι πρέπον. Και αυτό εξαρτάται από το αντικείμενο υπό συζήτηση καθώς επίσης και από τους χαρακτήρες των ομιλητών και των ακροατών.
Έτσι, οι φιλόσοφοι είναι συνηθισμένοι να πραγματεύονται αυτό το εκτεταμένο ζήτημα υπό το ευρύτερο πλέγμα των ηθικών καθηκόντων (αν και όχι όταν συζητούν την απόλυτη αρετή, διότι αυτή είναι μία και αμετάβλητη). Οι διδάσκαλοι της λογοτεχνίας το αντιλαμβάνονται σε σύνδεση πάντα με την ποίηση. Οι ευφραδείς ομιλητές σε σχέση με κάθε είδος και μέρος της υπόθεσής τους. Πόσο ανάρμοστο είναι να χρησιμοποιείς κοινούς τόπους και πλούσια γλώσσα, όταν μπροστά από έναν μόνο δικαστή υποστηρίζεις μια υπόθεση για την αποστράγγιση των όμβριων υδάτων ή να κατέρχεσαι έναν διακριτικό και ενδοτικό τόνο όταν μιλάς για το μεγαλείο του ρωμαϊκού λαού.
Αυτοί σφάλλουν από πάσα άποψη, ενώ άλλοι σφάλλουν από χαρακτήρα, είτε του δικού τους είτε εκείνου των ενόρκων είτε των αντιπάλων τους και όχι μόνο στην ουσία αλλά συχνά και στη χρήση των λέξεων. Αν και μια λέξη δεν έχει δύναμη ξέχωρα από το πράγμα που περιγράφει, ωστόσο, το ίδιο πράγμα συχνά γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται ανάλογα με το αν εκφράζεται με αυτή ή την άλλη λέξη. Και σε όλες τις περιπτώσεις, το ερώτημα πρέπει να είναι: «πόσο;» Καθότι, αν και κάθε θέμα έχει τα δικά του όρια ευπρέπειας, το περισσότερο είναι γενικά πιο προσβλητικό από το λιγότερο. Ο Απελλής συνήθιζε να αναφέρει ότι οι ζωγράφοι που δεν έχουν αίσθηση του μέτρου υποπίπτουν επίσης στο ίδιο παράπτωμα…
Αλλά, αν ο ποιητής αποφεύγει την απρέπεια ως τη μεγαλύτερη ολίσθηση, ακόμη κι όταν σφάλλει βάζοντας τον λόγο ενός τίμιου άνδρα στο στόμα ενός αχρείου ή τον λόγο ενός σοφού στο στόμα ενός ανόητου ή αν ένας ζωγράφος, σε μια σκηνή της θυσίας της Ιφιγένειας, όταν έχει απεικονίσει τον Κάλχα ως θλιμμένο, τον Οδυσσέα ως ακόμη πιο θλιμμένο και τον Μενέλαο να θρηνεί, κατανοεί ότι η κεφαλή του Αγαμέμνονα θα πρέπει να είναι καλυμμένη, αφού το μέγεθος της οδύνης του δεν θα μπορούσε να παρασταθεί από το πινέλο του. Αν τελικά ακόμη και ο ηθοποιός αναζητεί το πρέπον, τότε τι θεωρούμε ότι πρέπει να πράξει ο ρήτορας;
Αφού αυτό είναι τόσο σημαντικό, ας αναλογιστεί ο ρήτορας τι πρέπει να κάνει στις υποθέσεις του και στα διάφορα μέρη τους: είναι αναμφίβολα εμφανές ότι, όχι μόνο τα διαφορετικά μέρη μιας αγόρευσης, αλλά ακόμη και ολόκληρες τις υποθέσεις πρέπει να τις διαχειριζόμαστε πότε με το ένα ύφος, πότε με το άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου