Το Κοινόν κυβέρνησης και αντιπολίτευσης: ο πολιτικός ωφελιμισμός
Η κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) συγκροτεί μια αντιφατική μορφή με δυο κυρίως στοιχεία αντιθετικής υφής: πρώτον την ιδιαιτερότητα των ατόμου. Ως μέλος αυτής της κοινωνίας το άτομο είναι ιδιώτης, με το νόημα ότι εντός της κοινωνίας υπάρχει ως ο ιδιαίτερος σκοπός του εαυτού του: είναι ατομικός ιδιοκτήτης, υπερασπίζεται την ιδιοκτησία του και ταυτίζεται πλήρως με τούτη. Δεύτερον, ως μέλος μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας, δεν ενσαρκώνει απλώς τη μορφή του οικονομικού υποκειμένου, αλλά και εκείνη του πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή του πολίτη του κράτους ως πολιτείας. Αυτή η έννοια του πολίτη παραπέμπει σε ένα είδος καθολικότητας, την οποία δεν μπορεί να εκφράσει η πιο πάνω κοινωνία παρά μόνο το κράτος. Αυτό-εδώ είναι το αντικειμενικό πνεύμα και το πολιτικό υποκείμενο ως μετέχον σε τούτη την πνευματική αντικειμενικότητα είναι η βάση και η εμπρόσωπη δύναμη που πραγματώνει την κοινωνική ηθική (Sittlichkeit). Η πραγμάτωση ετούτης της ηθικής συνιστά την ολοκλήρωση –ιστορικά και λογικά– εκείνης της διεργασίας, δυνάμει της οποίας η Ιδέα του κράτους κατορθώνει εν τέλει να γίνει ενεργός πραγματικότητα: να ταυτιστεί εσωτερικά με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα των ενεργών πολιτών. Η συνεκτική και όχι λιγότερο οργανική αρχή που δίνει καθορισμένο εκάστοτε περιεχόμενο σε τούτη την Ιδέα είναι η καθολική, η κοινή βούληση, που ως δρώσα βούληση θεσμίζεται σε κρατική εξουσία. Η εξουσία δεν είναι απροϋπόθετα καλή ή κακή. Γίνεται καλή, δηλαδή λειτουργεί ως αποκάλυψη της ουσίας, όταν οι άνθρωποι που τη συγκροτούν συνέχονται από την Ιδέα της πολιτείας και ανάγουν σε εσωτερικό τους χρησμό την πραγματοποίηση αυτής της Ιδέας. Γίνεται κακή, δηλαδή συγκάλυψη της ουσίας, άρα μηχανισμός βίας, όταν οι κυβερνώντες ιδιοποιούνται την κυριαρχία προς ίδιον όφελος και μετατρέπουν τον λαό σε όχλο.
Σχετικά με την κατάχρηση της εξουσίας γράφει κριτικά ο Χέγκελ:
« Η υπακοή στους νόμους γίνεται παραδεκτή ως αναγκαία, αλλά όταν απαιτείται από τις υπηρεσιακές αρχές, δηλαδή από [συγκεκριμένα] άτομα, εμφανίζεται ως αντίθετη στην ελευθερία· η αρμοδιότητα να δίνει κανείς εντολές, η διαφορά που προκαλεί αυτή η αρμοδιότητα –η διαφορά ανάμεσα στο να δίνει κανείς εντολές και στο να υπακούει εν γένει– είναι ασυμβίβαστη με την ισότητα· μια μάζα ανθρώπων μπορεί να αποδώσει στον εαυτό της τον τίτλο του λαού, και δικαίως, διότι ο λαός είναι αυτό το αόριστο πλήθος· αλλά οι αξιωματούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, εν γένει τα μέλη της οργανωμένης κρατικής εξουσίας, διαφέρουν από τον λαό και έτσι εμφανίζονται να έχουν άδικο ως προς το ότι απέρριψαν την ισότητα και αντιτάσσονται στον λαό, ο οποίος διαθέτει το απέραντο πλεονέκτημα να αναγνωρίζεται ως η κυρίαρχη βούληση. Αυτό είναι το άκρο των αντιφάσεων, στον κύκλο των οποίων περιστρέφεται ένα έθνος, όταν το έχουν κυριαρχήσει αυτές οι τυπικές κατηγορίες» (Werke 11, 127).
Εξουσία όμως δεν είναι μόνο η κυβερνητική πλευρά, αλλά και η πλευρά της αντιπολίτευσης, που ως αντιπολίτευση, και μάλιστα «αριστερή», ρητορεύει με φωνασκίες και μεμψιμοιρίες, όταν όμως αδράχνει την εξουσία προδίδει τον προηγούμενο εαυτό της. Πολύ γλαφυρά μας μιλάει ο Χέγκελ, λίγο πριν τον ξαφνικό του θάνατο, για τέτοιες προδοσίες, μέσα από το ιστορικό παράδειγμα της Γαλλίας, ιδίως μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830:
«Εάν πάρουμε [το παράδειγμα] μιας αντιπολίτευσης με διαφορετικό ως τώρα χαρακτήρα στην ακραία του μορφή, όπως ο τελευταίος εμφανίζεται στη Γαλλία, τότε αυτός βρίσκει την πιο αποκαλυπτική του εκδοχή στην έκπληξη, που εκφράζεται <προσφάτως εκεί> στη Γαλλία μετά από κάθε αλλαγή κυβέρνησης, σχετικά με τούτο: τα άτομα, που από την αντιπολίτευση μεταπηδούν στην κυβέρνηση, ακολουθούν στη συνέχεια τις ίδιες σχεδόν αξιωματικές αρχές, όπως οι απελθόντες προκάτοχοί τους. Σε εφημερίδες της γαλλικής αντιπολίτευσης διαβάζει κανείς αφελείς μεμψιμοιρίες ότι τόσα πολλά εξαιρετικά άτομα, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικά αξιώματα, προδίδουν την Αριστερά, στην οποία προηγουμένως ανήκαν, και αλλάζουν πορεία· πράγμα που σημαίνει δηλαδή πως, ενώ προηγουμένως είχαν ρητά παραδεχτεί in abstracto ότι υπάρχει μια κυβέρνηση, τώρα έχουν μάθει τι σημαίνει στην πράξη το να κυβερνά κανείς και ότι αυτό περικλείει κάτι περισσότερο από τις αρχές μόνο»
Η κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) συγκροτεί μια αντιφατική μορφή με δυο κυρίως στοιχεία αντιθετικής υφής: πρώτον την ιδιαιτερότητα των ατόμου. Ως μέλος αυτής της κοινωνίας το άτομο είναι ιδιώτης, με το νόημα ότι εντός της κοινωνίας υπάρχει ως ο ιδιαίτερος σκοπός του εαυτού του: είναι ατομικός ιδιοκτήτης, υπερασπίζεται την ιδιοκτησία του και ταυτίζεται πλήρως με τούτη. Δεύτερον, ως μέλος μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας, δεν ενσαρκώνει απλώς τη μορφή του οικονομικού υποκειμένου, αλλά και εκείνη του πολιτικού υποκειμένου, δηλαδή του πολίτη του κράτους ως πολιτείας. Αυτή η έννοια του πολίτη παραπέμπει σε ένα είδος καθολικότητας, την οποία δεν μπορεί να εκφράσει η πιο πάνω κοινωνία παρά μόνο το κράτος. Αυτό-εδώ είναι το αντικειμενικό πνεύμα και το πολιτικό υποκείμενο ως μετέχον σε τούτη την πνευματική αντικειμενικότητα είναι η βάση και η εμπρόσωπη δύναμη που πραγματώνει την κοινωνική ηθική (Sittlichkeit). Η πραγμάτωση ετούτης της ηθικής συνιστά την ολοκλήρωση –ιστορικά και λογικά– εκείνης της διεργασίας, δυνάμει της οποίας η Ιδέα του κράτους κατορθώνει εν τέλει να γίνει ενεργός πραγματικότητα: να ταυτιστεί εσωτερικά με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα των ενεργών πολιτών. Η συνεκτική και όχι λιγότερο οργανική αρχή που δίνει καθορισμένο εκάστοτε περιεχόμενο σε τούτη την Ιδέα είναι η καθολική, η κοινή βούληση, που ως δρώσα βούληση θεσμίζεται σε κρατική εξουσία. Η εξουσία δεν είναι απροϋπόθετα καλή ή κακή. Γίνεται καλή, δηλαδή λειτουργεί ως αποκάλυψη της ουσίας, όταν οι άνθρωποι που τη συγκροτούν συνέχονται από την Ιδέα της πολιτείας και ανάγουν σε εσωτερικό τους χρησμό την πραγματοποίηση αυτής της Ιδέας. Γίνεται κακή, δηλαδή συγκάλυψη της ουσίας, άρα μηχανισμός βίας, όταν οι κυβερνώντες ιδιοποιούνται την κυριαρχία προς ίδιον όφελος και μετατρέπουν τον λαό σε όχλο.
Σχετικά με την κατάχρηση της εξουσίας γράφει κριτικά ο Χέγκελ:
« Η υπακοή στους νόμους γίνεται παραδεκτή ως αναγκαία, αλλά όταν απαιτείται από τις υπηρεσιακές αρχές, δηλαδή από [συγκεκριμένα] άτομα, εμφανίζεται ως αντίθετη στην ελευθερία· η αρμοδιότητα να δίνει κανείς εντολές, η διαφορά που προκαλεί αυτή η αρμοδιότητα –η διαφορά ανάμεσα στο να δίνει κανείς εντολές και στο να υπακούει εν γένει– είναι ασυμβίβαστη με την ισότητα· μια μάζα ανθρώπων μπορεί να αποδώσει στον εαυτό της τον τίτλο του λαού, και δικαίως, διότι ο λαός είναι αυτό το αόριστο πλήθος· αλλά οι αξιωματούχοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, εν γένει τα μέλη της οργανωμένης κρατικής εξουσίας, διαφέρουν από τον λαό και έτσι εμφανίζονται να έχουν άδικο ως προς το ότι απέρριψαν την ισότητα και αντιτάσσονται στον λαό, ο οποίος διαθέτει το απέραντο πλεονέκτημα να αναγνωρίζεται ως η κυρίαρχη βούληση. Αυτό είναι το άκρο των αντιφάσεων, στον κύκλο των οποίων περιστρέφεται ένα έθνος, όταν το έχουν κυριαρχήσει αυτές οι τυπικές κατηγορίες» (Werke 11, 127).
Εξουσία όμως δεν είναι μόνο η κυβερνητική πλευρά, αλλά και η πλευρά της αντιπολίτευσης, που ως αντιπολίτευση, και μάλιστα «αριστερή», ρητορεύει με φωνασκίες και μεμψιμοιρίες, όταν όμως αδράχνει την εξουσία προδίδει τον προηγούμενο εαυτό της. Πολύ γλαφυρά μας μιλάει ο Χέγκελ, λίγο πριν τον ξαφνικό του θάνατο, για τέτοιες προδοσίες, μέσα από το ιστορικό παράδειγμα της Γαλλίας, ιδίως μετά την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830:
«Εάν πάρουμε [το παράδειγμα] μιας αντιπολίτευσης με διαφορετικό ως τώρα χαρακτήρα στην ακραία του μορφή, όπως ο τελευταίος εμφανίζεται στη Γαλλία, τότε αυτός βρίσκει την πιο αποκαλυπτική του εκδοχή στην έκπληξη, που εκφράζεται <προσφάτως εκεί> στη Γαλλία μετά από κάθε αλλαγή κυβέρνησης, σχετικά με τούτο: τα άτομα, που από την αντιπολίτευση μεταπηδούν στην κυβέρνηση, ακολουθούν στη συνέχεια τις ίδιες σχεδόν αξιωματικές αρχές, όπως οι απελθόντες προκάτοχοί τους. Σε εφημερίδες της γαλλικής αντιπολίτευσης διαβάζει κανείς αφελείς μεμψιμοιρίες ότι τόσα πολλά εξαιρετικά άτομα, όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικά αξιώματα, προδίδουν την Αριστερά, στην οποία προηγουμένως ανήκαν, και αλλάζουν πορεία· πράγμα που σημαίνει δηλαδή πως, ενώ προηγουμένως είχαν ρητά παραδεχτεί in abstracto ότι υπάρχει μια κυβέρνηση, τώρα έχουν μάθει τι σημαίνει στην πράξη το να κυβερνά κανείς και ότι αυτό περικλείει κάτι περισσότερο από τις αρχές μόνο»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου