Βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε, βιαζόμαστε να μορφωθούμε, βιαζόμαστε τελικά να πεθάνουμε και μέσα στην παραζάλη όλης αυτής της βίας που ασκούμε στον προσωπικό μας χρόνο, παραβιάζουμε τον βασικό κανόνα της φύσης που λέει: τα πράγματα εξελίσσονται κατά την εσωτερική τους τάξη και ακρίβεια, τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν είναι περιττό, όλα ανακυκλώνονται και ανακατασκευάζουν το περιβάλλον που τα γεννάει, υπακούοντας στις εσωτερικές δομές των όντων και στην ενδελέχεια του σύμπαντος.
Ο άνθρωπος μέσα σε αυτά επιλέγει να λησμονήσει ότι κατά ένα μέρος ο ίδιος ανήκει στην εσωτερική ενδελέχεια του σύμπαντος, πράγμα που σημαίνει ότι δρα, σκέπτεται και λειτουργεί ως αναπόσπαστο μέρος ενός συστήματος που αναπαράγει τον εαυτό του και έχει αυστηρούς κανόνες υπακοής. Επιλέγει μόνο να θυμάται ότι κατά ένα μέρος είναι δημιουργός, διαθέτει δηλαδή εκείνη την χαρισματική φύση που του επιτρέπει να σκέπτεται και να δρα ωσεί δημιουργός, αλλά μέσα σε δομές που δεν ορίζει, αλλά τον καθορίζουν σαν άνθρωπο.
Αυτή την διττή φύση καλείται να συμβιβάσει ο άνθρωπος και δυστυχώς μέχρι τώρα δεν τα καταφέρνει σε αυτό, γιατί ενώ μπορεί να γίνει δημιουργός, ταυτόχρονα υπονομεύει τον εαυτό του με το να παραβιάζει συστηματικά τους νόμους της φύσης στην οποία ανήκει.
Θα πούμε μια ιστορία για δύο φίλους που έπρεπε να ομονοήσουν, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή, ήταν όμως τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους. Στον έναν άρεσε η μοναξιά, η ήρεμη ρέμβη, ο στοχασμός και η διάρκεια, τα πράγματα που δεν τέλειωναν ποτέ, η ακίνητη ηρεμία του σύμπαντος, η εσωτερική τάξη της φύσης, τα ωραία πράγματα στην ζωή των ανθρώπων και τα ωραία συναισθήματα στην θέση της καρδιάς.
Στον άλλο άρεσε το πλήθος, να το παρατηρεί και να μην επεμβαίνει, η μουσική των ανθρώπων, η καλπάζουσα ηρεμία του πλήθους, οι αντιθέσεις, ο θάνατος των πραγμάτων, η πολύβουη αλληλουχία του σύμπαντος, οι εσωτερικές συγκρούσεις των κόσμων, οι διαπλοκές στην εξέλιξη των όντων, η ανατροπή και οι σοβαρές εξελίξεις στην ζωή των ανθρώπων. Πώς μπορούν αυτοί οι δύο να ομονοήσουν;
Με τους δύο φίλους παρομοιάζουμε τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου, που βέβαια επικοινωνούν μεταξύ τους, βέβαια λειτουργούν και συνυπάρχουν αρμονικά, αλλά δεν ενώνονται και δεν ομονοούν, παρά μόνο εάν ο εγκέφαλος, ως όλον, επικοινωνήσει με την Διάνοια, ως αυτόνομη ποσότητα που βρίσκεται στο σύμπαν, έξω από την κυριαρχία του εγκεφάλου και τα εξ αυτής παραγόμενα.
Ίσως τελικά το νόημα της συνύπαρξης να είναι αυτό: δύο καταστάσεις που μοιάζουν εντελώς διαφορετικές να είναι τελικά ίδιες και αυτό που φαίνεται ως αντιθετικότητα, τελικά να είναι μια προσπάθεια επικοινωνίας και μόνιμης διασύνδεσης, που περικλείει και τις δύο χωρίς να τις καταργεί, ενώνοντάς τες όμως σε ένα αδιαίρετο σύνολο, που πάντα παράγει, πάντα δημιουργεί, ουδέποτε καταστρέφει, αλλά μόνο εξελίσσεται, λειτουργεί και αποδίδει χρήσιμο έργο, νικώντας τον κάθε είδους θάνατο.
Ίσως τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μας να βρήκαν πια τον τρόπο να επικοινωνήσουν και να συνυπάρξουν κατά τρόπο δημιουργικό και αδιάλειπτο, συνεχή και αθάνατο, εστιασμένο και απέραντο, προκαλώντας εκείνες τις αναβαθμίσεις που χρειάζονται ώστε οι σκέψεις μας να παράγουν έργα χρήσιμα για τον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος μέσα σε αυτά επιλέγει να λησμονήσει ότι κατά ένα μέρος ο ίδιος ανήκει στην εσωτερική ενδελέχεια του σύμπαντος, πράγμα που σημαίνει ότι δρα, σκέπτεται και λειτουργεί ως αναπόσπαστο μέρος ενός συστήματος που αναπαράγει τον εαυτό του και έχει αυστηρούς κανόνες υπακοής. Επιλέγει μόνο να θυμάται ότι κατά ένα μέρος είναι δημιουργός, διαθέτει δηλαδή εκείνη την χαρισματική φύση που του επιτρέπει να σκέπτεται και να δρα ωσεί δημιουργός, αλλά μέσα σε δομές που δεν ορίζει, αλλά τον καθορίζουν σαν άνθρωπο.
Αυτή την διττή φύση καλείται να συμβιβάσει ο άνθρωπος και δυστυχώς μέχρι τώρα δεν τα καταφέρνει σε αυτό, γιατί ενώ μπορεί να γίνει δημιουργός, ταυτόχρονα υπονομεύει τον εαυτό του με το να παραβιάζει συστηματικά τους νόμους της φύσης στην οποία ανήκει.
Θα πούμε μια ιστορία για δύο φίλους που έπρεπε να ομονοήσουν, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή, ήταν όμως τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους. Στον έναν άρεσε η μοναξιά, η ήρεμη ρέμβη, ο στοχασμός και η διάρκεια, τα πράγματα που δεν τέλειωναν ποτέ, η ακίνητη ηρεμία του σύμπαντος, η εσωτερική τάξη της φύσης, τα ωραία πράγματα στην ζωή των ανθρώπων και τα ωραία συναισθήματα στην θέση της καρδιάς.
Στον άλλο άρεσε το πλήθος, να το παρατηρεί και να μην επεμβαίνει, η μουσική των ανθρώπων, η καλπάζουσα ηρεμία του πλήθους, οι αντιθέσεις, ο θάνατος των πραγμάτων, η πολύβουη αλληλουχία του σύμπαντος, οι εσωτερικές συγκρούσεις των κόσμων, οι διαπλοκές στην εξέλιξη των όντων, η ανατροπή και οι σοβαρές εξελίξεις στην ζωή των ανθρώπων. Πώς μπορούν αυτοί οι δύο να ομονοήσουν;
Με τους δύο φίλους παρομοιάζουμε τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου, που βέβαια επικοινωνούν μεταξύ τους, βέβαια λειτουργούν και συνυπάρχουν αρμονικά, αλλά δεν ενώνονται και δεν ομονοούν, παρά μόνο εάν ο εγκέφαλος, ως όλον, επικοινωνήσει με την Διάνοια, ως αυτόνομη ποσότητα που βρίσκεται στο σύμπαν, έξω από την κυριαρχία του εγκεφάλου και τα εξ αυτής παραγόμενα.
Ίσως τελικά το νόημα της συνύπαρξης να είναι αυτό: δύο καταστάσεις που μοιάζουν εντελώς διαφορετικές να είναι τελικά ίδιες και αυτό που φαίνεται ως αντιθετικότητα, τελικά να είναι μια προσπάθεια επικοινωνίας και μόνιμης διασύνδεσης, που περικλείει και τις δύο χωρίς να τις καταργεί, ενώνοντάς τες όμως σε ένα αδιαίρετο σύνολο, που πάντα παράγει, πάντα δημιουργεί, ουδέποτε καταστρέφει, αλλά μόνο εξελίσσεται, λειτουργεί και αποδίδει χρήσιμο έργο, νικώντας τον κάθε είδους θάνατο.
Ίσως τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου μας να βρήκαν πια τον τρόπο να επικοινωνήσουν και να συνυπάρξουν κατά τρόπο δημιουργικό και αδιάλειπτο, συνεχή και αθάνατο, εστιασμένο και απέραντο, προκαλώντας εκείνες τις αναβαθμίσεις που χρειάζονται ώστε οι σκέψεις μας να παράγουν έργα χρήσιμα για τον άνθρωπο.