Η πρόταση
Στο πρώτο κεφάλαιο λέγαμε ότι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι ότι με έναν περιορισμένο αριθμό μονάδων ήχου χωρίς νόημα (φωνημάτων) κατασκευάζεται ένας μεγάλος αριθμός μονάδων με νόημα (λέξεων): έτσι με τα φωνήματα [n], [ο], [o], [p], [s] μπορούμε να φτιάξουμε τις λέξεις πόνος και νωπός (θυμηθείτε τί λέγαμε για την ορθογραφία). Με τα φωνήματα [a], [k], [ο], [t] μπορούμε να φτιάξουμε τις λέξεις κάτω (θυμηθείτε πάλι τί λέγαμε για την ορθογραφία) και κότα. Η γλωσσική επικοινωνία, ο διάλογος, γίνεται με τον συνδυασμό των λέξεων σε προτάσεις. Η λέξη πρόταση βγαίνει από το ρήμα προτείνω που, στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε 'τεντώνω προς, τεντώνω μπροστά'. Είναι η εικόνα του τοξότη που τεντώνει τη χορδή του τόξου για να εξαπολύσει το βέλος. Η γλωσσική επικοινωνία γίνεται με προτάσεις, δηλαδή με γλωσσικές «κατασκευές» που τις «εξαπολύουμε», σαν βέλη, στον συνομιλητή μας, τις «προτείνουμε». Έτσι, όταν λέω Αγόρασα ένα βιβλίο, «προτείνω» στον συνομιλητή μου να δεχτεί μια πληροφορία που του δίνω. Όταν λέω Να αγοράσω ένα βιβλίο;, ζητώ από τον συνομιλητή μου (ή από τον εαυτό μου, αν συνομιλώ με τον εαυτό μου), «προτείνω» στον συνομιλητή μου να απαντήσει σε ένα ερώτημα που του θέτω. Όταν λέω Φύγε!, η πρόταση προς τον συνομιλητή μου είναι μια διαταγή. Όταν λέω Ας είχα χρήματα, «προτείνω», κοινοποιώ στον συνομιλητή μου (ή στον εαυτό μου, αν συνομιλητής μου είναι ο εαυτός μου), μια επιθυμία μου, μια ευχή. Η γλωσσική επικοινωνία λοιπόν «δουλεύει» με τον συνδυασμό των λέξεων. Με τις προτάσεις «κάνουμε» διάφορα πράγματα: ρωτάμε, διατάζουμε, ευχόμαστε, διατυπώνουμε ισχυρισμούς.
Ο συνδυασμός των λέξεων σε προτάσεις ονομάζεται σύνταξη, που σημαίνει «αράδιασμα μαζί» (σύν 'μαζί' + τάσσω 'αραδιάζω'· από το ρήμα αυτό βγαίνει και η λέξη τάξη). Συντακτικό είναι η μελέτη της σύνταξης. Ο διάλογος λοιπόν γίνεται με προτάσεις, και οι προτάσεις είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο «υφαίνεται» η συνομιλία. Ας μείνουμε για ένα λεπτό σε αυτή την τελευταία λέξη και μάλιστα στην απλούστερη μορφή της: ομιλία. Όλοι ξέρετε τη λέξη όμιλος, π.χ. όμιλος φίλων θαλάσσης, αθλητικός όμιλος κλπ. Όμιλος σημαίνει ομάδα ανθρώπων. Η λέξη ομιλία κλείνει μέσα της τη σημασία 'ομάδα ανθρώπων '. Μία λοιπόν από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για τη γλώσσα, η λέξη ομιλία, έχει μέσα της τη σημασία 'ομάδα ανθρώπων'. Αυτό, αν το σκεφτείτε λίγο, δεν είναι παράξενο. Αυτό που κάνει τις ομάδες ανθρώπων να λειτουργούν ως ομάδες είναι ο λόγος, ο διάλογος. Και γι' αυτό η λέξη ομιλία φτάνει να σημαίνει τον ίδιο τον λόγο και τον διάλογο, βασικό εργαλείο των οποίων είναι, όπως λέγαμε, η πρόταση.
Η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη
Αλλά γιατί η πρόταση, και όχι η λέξη ή η φράση , έχει τον «πρώτο λόγο» στον διάλογο, στη γλωσσική επικοινωνία; Γιατί η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κάντε τη σύγκριση ανάμεσα στην πρόταση Το παιδί έφυγε, τη φράση το παιδί και τη λέξη παιδί. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι η φράση και η λέξη εκφράζουν «μισές», ανολοκλήρωτες σκέψεις. Μόνο η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κι αυτό γιατί, ενώ η φράση το παιδί και η λέξη παιδί απλά ονομάζουν κάτι, στην πρόταση ονομάζεται κάτι και, επιπλέον, λέγεται κάτι γι' αυτό. Σε αυτό βρίσκεται η πληρότητα της πρότασης.
Υποκείμενο και κατηγόρημα
Αυτό το οποίο ονομάζεται είναι το όνομα ή υποκείμενο της πρότασης (υποκείμενο σημαίνει «θέμα», αυτό για το οποίο γίνεται λόγος), και αυτό το οποίο λέγεται γι' αυτό που ονομάζεται (το όνομα, το υποκείμενο) είναι το κατηγόρημα. Η λέξη κατηγόρημα προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα κατηγορώ, που σημαίνει 'λέω κάτι για κάποιον ή για κάτι'. Τη λέξη τη χρησιμοποιούμε και σήμερα, κατηγορία (π.χ. στη γλώσσα των δικαστηρίων), και σημαίνει 'κάτι που λέω εναντίον κάποιου'.
Αυτό λοιπόν που κάνει την πρόταση να είναι η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι ότι εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, καθώς δεν ονομάζει απλά κάτι αλλά λέει κάτι γι' αυτό και έτσι το προσδιορίζει. Ας δούμε πάλι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
Το παιδί έφυγε.
Στην πρόταση αυτή το όνομα ή υποκείμενο είναι η φράση το παιδί, που αποτελείται από το άρθρο το και το ουσιαστικό παιδί. Το κατηγόρημα (αυτό που λέει κάτι για το όνομα ή υποκείμενο) είναι το ρήμα έφυγε (ο αόριστος του ρήματος φεύγω). Το όνομα ή υποκείμενο ονομάζει κάτι το ειδικό (ένα συγκεκριμένο παιδί)· το κατηγόρημα λέει κάτι για το υποκείμενο, και αυτό το κάτι δεν είναι ειδικό (δεν αφορά το συγκεκριμένο παιδί μόνο) αλλά έχει γενικότερο χαρακτήρα. Η φυγή (το να φεύγει κανείς) είναι μια διαδικασία που δεν αφορά το συγκεκριμένο παιδί μόνο αλλά έχει γενικότερη εφαρμογή. Το κατηγόρημα λοιπόν (στο παράδειγμα που συζητάμε το ρήμα έφυγε) αποδίδει στο όνομα ή υποκείμενο (που δηλώνει έναν ειδικό όρο, κάτι το ειδικό) έναν γενικό όρο· και με αυτό τον τρόπο προσδιορίζεται το όνομα/υποκείμενο και έτσι προκύπτει αυτό που λέγαμε νωρίτερα: μια ολοκληρωμένη σκέψη.
Ουσιαστικά
Στη θέση της λέξης παιδί θα μπορούσαμε να έχουμε πάμπολλα ουσιαστικά. Ουσιαστικά ονομάζονται τα μέρη του λόγου που δηλώνουν οντότητες, δηλαδή στοιχεία του κόσμου που μπορούν να εντοπιστούν στον χώρο, π.χ. συγκεκριμένα αντικείμενα: τραπέζι, καρέκλα κ.ά. Ως ουσιαστικά ωστόσο εμφανίζονται στη γλώσσα και πιο αφηρημένα «πράγματα»: ειρήνη, πόλεμος, θυμός, θλίψη, καταδίκη. Πολλά από αυτά προέρχονται από ρήματα. Στη θέση της λέξης παιδί θα μπορούσε να εμφανιστεί επίσης ένα κύριο όνομα, π.χ. ο Γιάννης έφυγε. Κύρια ονόματα είναι αυτά που ονομάζουν πρόσωπα και τόπους. Στη θέση, τέλος, της λέξης παιδί θα μπορούσε να εμφανιστεί (ως όνομα ή υποκείμενο) μια ολόκληρη φράση: το παιδί που σου έλεγα έφυγε. Η πρόταση που εισάγεται με τη «μικρή» λέξη που λέγεται αναφορική, γιατί αναφέρεται σε (και προσδιορίζει ειδικότερα) ένα ουσιαστικό που προηγείται. Οι αναφορικές προτάσεις είναι ένας μηχανισμός που διαθέτουν οι γλώσσες για να «κατασκευάζουν» ουσιαστικά, για τα οποία δεν υπάρχουν ή δεν χρειάζεται να υπάρχουν μονολεκτικά ουσιαστικά. Έτσι, η φράση το παιδί που σου έλεγα κλείνει μέσα της ένα περιφραστικό ουσιαστικό, ένα ουσιαστικό δηλαδή που δεν αποτελεί μια λέξη αλλά φτιάχνεται από πολλές λέξεις. Τέτοιου είδους περιφράσεις χρησιμοποιούν τα ερμηνευτικά λεξικά για να περιγράψουν το νόημα των ουσιαστικών και σε τέτοιου είδους περιφράσεις καταφεύγουμε όταν δεν μπορούμε να θυμηθούμε ένα ουσιαστικό και ζητάμε από τον συνομιλητή μας να μας βοηθήσει να το θυμηθούμε. Οι αναφορικές προτάσεις μάς βοηθούν να επεκτείνουμε το λεξιλόγιο, κατασκευάζοντας ουσιαστικά «μιας χρήσης», που δεν χρειάζονται δηλαδή για το σταθερό λεξιλόγιο της γλώσσας. Το παιδί που σου έλεγα είναι ένα τέτοιο ουσιαστικό «μιας χρήσης».
Άρθρο
Δυο λόγια τώρα για το άρθρο. Το άρθρο είναι μια «μικρή λέξη» που προσδιορίζει το ουσιαστικό. Χρησιμοποιούμε το οριστικό άρθρο (ο γιατρός, η γυναίκα, το παιδί), όταν θεωρούμε ότι ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιον ή για τί μιλάμε. Έτσι, όταν σε μια συνομιλία λέω το παιδί έφυγε, χρησιμοποιώ το οριστικό άρθρο γιατί πιστεύω (σωστά ή λάθος - δεν έχει σημασία) ότι ο συνομιλητής μου ξέρει για ποιο παιδί μιλάω. Αν πίστευα το αντίθετο, θα χρησιμοποιούσα το αόριστο άρθρο: ένας, μία, ένα. Όταν λέω λοιπόν ένα παιδί έφυγε, διαλέγω το αόριστο άρθρο γιατί πιστεύω (σωστά ή λάθος - δεν έχει σημασία) ότι μεταφέρω στον συνομιλητή μου μια καινούργια πληροφορία. Το αν θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν οριστικό ή αόριστο άρθρο εξαρτάται από το τί θεωρούμε ότι είναι γνωστό στον συνομιλητή μας. Και αυτό δεν είναι παράξενο. Τις «προτάσεις», όπως λέγαμε, τις «εξαπολύουμε», σαν βέλη, στους συνομιλητές μας· υπηρετούν τον διάλογο. Τα άρθρα, ως στοιχεία της πρότασης, υπηρετούν, και αυτά, τις ανάγκες του διαλόγου.
Αντωνυμίες
Αλλά τις ανάγκες του διαλόγου υπηρετούν και κάποια άλλα στοιχεία της πρότασης: οι αντωνυμίες. Αντωνυμίες είναι τα μέρη του λόγου που «στέκονται» στη θέση ονομάτων (αυτό σημαίνει και η λέξη αντωνυμία: 'αντί για όνομα').
Ο Γιάννης ήταν κουρασμένος και τον πήγα στο σπίτι του.
Οι αντωνυμίες, όπως το τον στην πρόταση αυτή (ονομάζεται προσωπική επαναληπτική αντωνυμία), χρειάζονται για την οικονομία της επικοινωνίας. Η δεύτερη εμφάνιση του ονόματος δεν γίνεται με την επανάληψή του αλλά με την εμφάνιση μιας επαναληπτικής αντωνυμίας στη θέση του. Έτσι υπάρχουν προσωπικές αντωνυμίες (εγώ, εσύ), δεικτικές αντωνυμίες (αυτός, -ή, -ό· εκείνος, -η, -ο· το τον της πρότασης που δώσαμε πιο πάνω είναι μια «συντομευμένη» μορφή της δεικτικής αντωνυμίας αυτός, που χρησιμοποιείται ως προσωπική αντωνυμία), αναφορικές αντωνυμίες (ο οποίος, η οποία, το οποίο), αόριστες αντωνυμίες (όποιος, -α, -ο), ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, -α, -ο· τί), κτητικές αντωνυμίες (δικός, -ή, -ό μου, σου, του).
Πτώσεις και κλίση
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο ουσιαστικό. Τα ουσιαστικά, όπως ξέρουμε, έχουν πτώσεις: όταν το ουσιαστικό είναι στη θέση του ονόματος/υποκειμένου, βρίσκεται στην ονομαστική πτώση: Ο Γιάννης έφυγε. Όταν βρίσκεται σε θέση αντικειμένου, όταν δηλαδή ολοκληρώνει τη σημασία ενός ρήματος, π.χ. Ο Γιάννης αγόρασε τον ανεμιστήρα (το ρήμα αγοράζω, σε αντίθεση με το ρήμα φεύγω, χρειάζεται ένα ουσιαστικό: πάντα αγοράζουμε «κάτι»), βρίσκεται στην αιτιατική πτώση. Η γενική πτώση είναι μια μορφή που παίρνει το ουσιαστικό για να δηλωθεί η κτήση (το βιβλίο του Γιάννη) αλλά και άλλες σημασίες, π.χ. Είπα του Γιάννη. Οι πτώσεις είναι μορφές τις οποίες παίρνει το ουσιαστικό ανάλογα με τον (συντακτικό) ρόλο που έχει μέσα στην πρόταση: υποκείμενο, αντικείμενο κλπ. Τον όρο πτώση (που σημαίνει 'πέσιμο') τον έφτιαξαν οι αρχαίοι. Είχαν στο μυαλό τους την εικόνα του ζαριού που, καθώς πέφτει, εμφανίζεται μία από τις πλευρές του. Έτσι και το ουσιαστικό: καθώς «πέφτει» μέσα στην πρόταση, εμφανίζεται με διαφορετική μορφή ανάλογα με τον συντακτικό ρόλο που έχει. Οι πτώσεις του ουσιαστικού (αλλά και του άρθρου και του επιθέτου και των αντωνυμιών) αποτελούν την κλίση.
Αριθμός, γένος
Αλλά το ουσιαστικό πέρα από τις πτώσεις του έχει και άλλα χαρακτηριστικά: αριθμό και γένος . Ο αριθμός μπορεί να είναι (στα νέα ελληνικά) ενικός ή πληθυντικός. Τα γένη του ουσιαστικού στα ελληνικά είναι τρία: αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο (που σημαίνει 'ούτε το ένα ούτε το άλλο'). Εδώ θα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα στο γραμματικό γένος και στο φυσικό γένος. Το γραμματικό γένος και το φυσικό γένος δεν συμπίπτουν πάντοτε . Στην περίπτωση των λέξεων ο άνδρας, η γυναίκα γραμματικό και φυσικό γένος συμπίπτουν. Αυτό δεν συμβαίνει στις λέξεις κορίτσι, μηλιά, ποταμός. Το πρώτο, αν και θηλυκού γένους, εμφανίζεται ως ουδέτερο. Το δεύτερο, αν και δεν έχει φυσικό γένος, εμφανίζεται ως θηλυκό και το τρίτο, αν και δεν διαθέτει, επίσης, φυσικό γένος, εμφανίζεται ως αρσενικό. Δεν αποκλείεται λέξεις όπως μηλιά, ποταμός (θηλυκό η πρώτη, αρσενικό η δεύτερη) να απηχούν μια αντίληψη, που χάνεται πίσω στον χρόνο, η οποία έβλεπε ό,τι για μας είναι σήμερα άψυχο στοιχείο της φύσης ως έμψυχο. Έτσι, η μηλιά που γεννά καρπούς (και όλες οι λέξεις που δηλώνουν οπωροφόρα δέντρα) εμφανίζεται γι' αυτό τον λόγο ως έμψυχο και μάλιστα θηλυκό. Ο ποταμός, που γονιμοποιεί με τα νερά του τη γη, εμφανίζεται και αυτός ως έμψυχο, αλλά αρσενικό.
Το ρήμα και ο χρόνος
Ας ξαναθυμηθούμε αυτό που λέγαμε λίγο πριν: ότι η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, και γι' αυτό είναι το βασικό «εργαλείο» της επικοινωνίας και η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας. Αυτό που κάνει την πρόταση (σε αντίθεση με τη φράση ή τη μοναχική λέξη) ολοκληρωμένη σκέψη δεν είναι μόνο ότι συνδυάζει ένα όνομα (ή υποκείμενο) με ένα κατηγόρημα, έναν ειδικό όρο με έναν γενικό όρο - αν και αυτό είναι το κύριο. Στην πρόταση γίνεται και κάτι ακόμα: αυτό στο οποίο αναφέρεται εντοπίζεται χρονικά, και αυτό δίνει στη σκέψη, στην ιδέα, που εκφράζει η πρόταση «σάρκα και οστά». Χωρίς τον χρονικό εντοπισμό η σκέψη, η ιδέα, που εκφράζει η πρόταση είναι «στον αέρα». Όταν λέω Το παιδί έφυγε, αυτό που εκφράζει η πρόταση εντοπίζεται χρονικά ως προς τη στιγμή που εκφωνώ την πρόταση. Αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση (η φυγή του παιδιού) ανήκει στο παρελθόν σε σχέση με τη στιγμή της εκφώνησης. Ο χρονικός εντοπισμός, αν και ανήκει σε ολόκληρη την πρόταση, εκφράζεται, στα νέα ελληνικά, μέσω του ρήματος, γιατί το ρήμα είναι το μέρος του λόγου που εκφράζει διαδικασίες, γεγονότα, καταστάσεις - όψεις δηλαδή της εμπειρίας που «παίζουν» με τον χρόνο. Οι εκδοχές του χρονικού εντοπισμού της πρότασης δηλώνονται στα νέα ελληνικά είτε με αλλαγές στη μορφή (στην κλίση) του ρήματος είτε περιφραστικά. Ο αόριστος (έφυγε), ο παρατατικός (έφευγε), ο παρακείμενος (έχει φύγει), ο υπερσυντέλικος (είχε φύγει): και στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση εντοπίζεται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης. Ο αόριστος και ο παρατατικός «κατασκευάζονται» συνήθως με την προσθήκη του ε (ονομάζεται αύξηση), ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος εκφράζονται περιφραστικά, με το ρήμα έχω. Ο μέλλοντας χρησιμοποιεί τη «μικρή» λέξη θα (θα φύγω). Η λέξη αυτή είναι μία συντομευμένη μορφή του ρήματος θέλω ακολουθούμενου από το να . Αυτό δεν είναι παράξενο. Το μέλλον, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι άγνωστο. Όταν μιλάμε για το μέλλον, το μόνο βέβαιο είναι οι επιθυμίες μας και οι προθέσεις μας. Γι' αυτό στα νεοελληνικά ο μέλλοντας κατασκευάζεται με βάση το ρήμα θέλω (και όχι μόνο· στα αγγλικά χρησιμοποιείται η λέξη will, π.χ. I will go, που σημαίνει επίσης 'θέλω').
Το ρήμα και η όψη
Η διαφορά αορίστου και παρατατικού βρίσκεται στο ότι ο παρατατικός, αλλά όχι ο αόριστος, περιγράφει αυτό που έγινε στο παρελθόν (π.χ. έφευγε) ως κάτι που είχε διάρκεια. Αυτό ονομάζεται όψη. Ο αόριστος και ο παρατατικός τοποθετούν αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση στο παρελθόν, αλλά ο αόριστος το περιγράφει ως ολοκληρωμένο χρονικά, ενώ ο παρατατικός το περιγράφει ως διαρκές. Διαφέρουν, λοιπόν, ως προς την όψη, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν» αυτό που έγινε στο παρελθόν. Την ίδια διαφορά, ως προς την όψη, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ανάμεσα στο θα φύγω και στο θα φεύγω.
Παρακείμενος, υπερσυντέλικος
Ο παρακείμενος εντοπίζει, και αυτός, κάτι ως παρελθοντικό σε σχέση με τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Η διαφορά του με τον αόριστο φαίνεται σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω:
(1) Ο Γιάννης έφυγε χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
(2) Ο Γιάννης έχει φύγει από χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
Η δεύτερη πρόταση ακούγεται κάπως περίεργα και αυτό γιατί ο παρακείμενος περιγράφει κάτι που έγινε στο παρελθόν (όπως ο αόριστος), με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του παρακειμένου το αποτέλεσμα αυτού που έγινε στο παρελθόν συνεχίζεται ως τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Γι' αυτό η δεύτερη πρόταση δεν «ακούγεται» καλά. Το δεύτερο κομμάτι της (και γύρισε σήμερα το πρωί) «συγκρούεται» με αυτό που δηλώνει το πρώτο κομμάτι (με τον παρακείμενο έχει φύγει), ότι δηλαδή η φυγή του Γιάννη εξακολουθεί να ισχύει τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση.
Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται για να συνδέσει μεταξύ τους πράξεις, γεγονότα που τοποθετούνται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης της πρότασης:
Ο Γιάννης είχε φύγει όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Κώστας.
Επιρρήματα
Ο χρονικός προσδιορισμός της πρότασης δεν γίνεται μόνο με τους χρόνους του ρήματος αλλά και με χρονικά επιρρήματα, όπως χτες, αύριο, σήμερα, ή επιρρηματικές εκφράσεις, όπως πριν από έναν μήνα, μετά από έναν χρόνο κλπ. Εδώ αξίζει να ξαναθυμηθούμε αυτό το ε (την αύξηση) που μπαίνει στην αρχή του ρήματος, όταν η αναφορά είναι στο παρελθόν: έφυγε, έφευγε. Η ιστορική γλωσσολογία (η επιστήμη που ασχολείται με την «αρχαιολογία» των γλωσσών, τις αρχές τους και την εξέλιξή τους) πιστεύει ότι σε αυτό το μικρό στοιχείο που «κολλάει» στο ρήμα κρύβεται (όπως και στην περίπτωση του θα, που είδαμε νωρίτερα) μια παλιά λέξη που σήμαινε πριν, ήταν δηλαδή ένα χρονικό επίρρημα που «στεκόταν» μόνο του. Αυτό το χρονικό επίρρημα σιγά σιγά έγινε «ένα» με το ρήμα και στη διαδικασία αυτή «μίκρυνε» (με τον ίδιο τρόπο όπως το θέλω + να έγινε θα) για να καταλήξει στο ε (την αύξηση) που έχουμε σήμερα.
Εκτός από τα χρονικά επιρρήματα υπάρχουν τα τοπικά επιρρήματα, όπως εδώ, εκεί (στην αντωνυμία εκείνος «κρύβεται» το τοπικό επίρρημα εκεί: εκείνος είναι αυτός που βρίσκεται εκεί, δηλαδή σε κάποια απόσταση από τον ομιλητή), πέρα, κοντά, μακριά, γύρω, κλπ. Αν τα χρονικά επιρρήματα, μαζί με τους χρόνους του ρήματος, είναι οι «άγκυρες» της πρότασης στον χρόνο, τα τοπικά επιρρήματα είναι οι «άγκυρές» της στον τόπο. Πολύ συχνά χρησιμοποιούνται οι ίδιες λέξεις, τα ίδια επιρρήματα, και για τις δύο δουλειές, και για τον τόπο και για τον χρόνο: Θα έρθω γύρω στις τρεις, και Τρέχουν γύρω από το τραπέζι· Δεν θα περιμένω πέρα από τις τρεις, και Η στάση είναι πιο πέρα. Γιατί συμβαίνει αυτό-, Γιατί ο χρόνος, σε αντίθεση με τον τόπο, είναι κάτι το «άπιαστο». Έτσι, χρησιμοποιούνται οι τοπικές εκφράσεις για να μπορέσουμε να μιλήσουμε γι' αυτό το «άπιαστο» που είναι ο χρόνος. Αυτό γίνεται πολύ συχνά στη γλώσσα. Χρησιμοποιούμε δηλαδή μια «χειροπιαστή», συγκεκριμένη έκφραση, για να μιλήσουμε για κάτι πιο «άπιαστο», αφηρημένο. Παρατηρήστε τα παρακάτω παραδείγματα:
(3) Το κτίριο στηρίζεται σε τσιμεντένιες κολόνες.
(4) Η θεωρία αυτή στηρίζεται στα παρακάτω επιχειρήματα.
Θα συμφωνήσετε ότι στην πρόταση (3) το ρήμα στηρίζεται έχει ένα πολύ συγκεκριμένο, «χειροπιαστό» περιεχόμενο. Και αυτό το «χειροπιαστό» περιεχόμενο χρησιμοποιείται στην πρόταση (4) για να μιλήσουμε για κάτι πιο αφηρημένο, για μια θεωρία. Σαν να ήταν η θεωρία ένα οικοδόμημα που χρειάζεται τα στηρίγματα του. «Μεταφέρουμε» τη «συγκεκριμένη» έκφραση, εδώ το ρήμα στηρίζεται, όπως στην πρόταση (3), σε έναν πιο αφηρημένο «χώρο». Αυτή είναι η διαδικασία της μεταφοράς. Με τον ίδιο, μεταφορικό , τρόπο μιλάμε για τον χρόνο μέσω του τόπου (όπως είδαμε παραπάνω).
Πέρα από τα χρονικά και τα τοπικά επιρρήματα υπάρχουν και τα τροπικά επιρρήματα, π.χ.:
(5) Τρέχει καλά/γρήγορα/δύσκολα κλπ.
(6) Σίγουρα/πιθανόν/ίσως κτλ. θα τα καταφέρει.
Τα τροπικά επιρρήματα, όπως στην πρόταση (5), κάνουν την ίδια δουλειά που κάνουν οι αναφορικές προτάσεις για τα ουσιαστικά (θυμηθείτε τη συζήτηση που κάναμε λίγο νωρίτερα): επεκτείνουν τη σημασία του ρήματος ή αλλιώς δημιουργούν περιφραστικά (δηλαδή όχι μονολεκτικά) ρήματα. Τα επιρρήματα στο παράδειγμα (6) κάνουν άλλη δουλειά: εκφράζουν τους βαθμούς βεβαιότητας που έχει ο ομιλητής γι' αυτό που λέει, για αυτό που «προτείνει» στον συνομιλητή του.
Και πάλι για το ρήμα
Η μορφή του ρήματος δεν αλλάζει μόνο ανάλογα με τον χρόνο που εκφράζει, αλλά και με το πρόσωπο και τον αριθμό . Όπως ξέρουμε, το ρήμα στα νέα ελληνικά έχει καταλήξεις που δηλώνουν το πρόσωπο και τον αριθμό:
(εγώ) φεύγ-ω
(εσύ) φεύγ-εις
(αυτός, -ή, -ό) φεύγ-ει
(εμείς) φεύγ-ουμε
(εσείς) φεύγ-ετε
(αυτοί, -ές, -ά) φεύγ-ουν
Τί είναι οι καταλήξεις; Όπως και στην περίπτωση του ε, της αύξησης (π.χ. έ-φυγε), είναι «παλιές» λέξεις που έγιναν «ένα» με το ρήμα - αυτή τη φορά στο τέλος του και όχι στην αρχή του. Αλλά τί είδους λέξεις ήταν; Δεν μπορεί παρά να ήταν «παλιές» προσωπικές αντωνυμίες (προσέξτε την ομοιότητα του πρώτου προσώπου (φεύγ-ω) με την αντωνυμία του πρώτου προσώπου εγ-ώ), που «μίκρυναν» και «κόλλησαν» στο ρήμα - ενσωματώθηκαν σ' αυτό.
Δύο λόγια για τον αριθμό. Αν το σκεφτείτε λίγο, θα καταλάβετε ότι ο αριθμός «περιττεύει» στο ρήμα. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Τα παιδιά έφυγαν.
Ο αριθμός «ανήκει» στο ουσιαστικό παιδί, γιατί αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την πράξη στην οποία αναφέρεται το ρήμα. Αυτό φαίνεται καθαρά αν παραφράσουμε την πρόταση Τα παιδιά έφυγαν σε φυγή των παιδιών. Λέμε η φυγή και όχι οι φυγές των παιδιών. Ο αριθμός λοιπόν δεν χρειάζεται στο ρήμα, γιατί το ρήμα δεν αναφέρεται σε κάτι «μετρήσιμο». Γιατί όμως εμφανίζεται και στο ρήμα; Ή, αλλιώς, γιατί, όπως λέμε, το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενο του ως προς τον αριθμό; Αυτό είναι ένα από τα μυστικά της γλώσσας. Συχνά επαναλαμβάνονται πλεοναστικά πληροφορίες, όπως στην περίπτωση του αριθμού στο ρήμα, για να εξασφαλιστεί η σαφήνεια του μηνύματος που στέλνουμε στον συνομιλητή μας.
Πριν αφήσουμε το ρήμα θα πρέπει να συζητήσουμε μερικά ακόμα ζητήματα. Το «κομμάτι» του ρήματος που «κουβαλάει» τη σημασία του ρήματος είναι η ρίζα του. Έτσι, στο ρήμα φεύγ-ω η ρίζα είναι το «κομμάτι» φευγ-. Αλλά η ρίζα αυτή δεν είναι «σταθερή»: έ-φευγ-ε, φεύγ-ει αλλά έ-φυγ-ε, θα φύγ-ει, να φύγ-ει. Ο τύπος φευγ- εμφανίζεται στον ενεστώτα, στον χρόνο που δηλώνει ότι κάτι γίνεται ταυτόχρονα με τη στιγμή της εκφώνησης (ο Γιάννης φεύγει) ή συνήθως (ο Γιάννης φεύγει κάθε φορά που θυμώνει). Εμφανίζεται επίσης όταν δηλώνεται η διάρκεια (θυμηθείτε την όψη του ρήματος που συζητήσαμε νωρίτερα): έφευγε, θα φεύγει, να φεύγει. Σε ορισμένα ρήματα (ονομάζονται συνήθως ανώμαλα) αυτή η αλλαγή είναι ακόμα πιο δραστική, π.χ. βλέπω, είδα. Εδώ το ρήμα γίνεται «αγνώριστο» στον αόριστο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλά, γιατί ο αόριστος κατασκευάζεται από ένα άλλο, ξέχωρο ρήμα με συγγενική σημασία, που συγχωνεύθηκε με αυτό που δίνει τον ενεστώτα βλέπω. Έχουμε δηλαδή την ένωση δύο ξεχωριστών ρημάτων που μοιράζονται τους διάφορους τύπους .
Φωνή και διάθεση
Πέρα από τον χρόνο, το πρόσωπο, τον αριθμό, η μορφή του ρήματος καταγράφει και άλλες πληροφορίες. Π.χ. όταν ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο του Ενεστώτα τελειώνει σε -ω, τότε βρίσκεται στην ενεργητική φωνή· όταν ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο του Ενεστώτα τελειώνει σε -μαι, τότε βρίσκεται στη μεσοπαθητική φωνή. Οι διακρίσεις αυτές έχουν να κάνουν με τη μορφή, με το πώς εμφανίζεται ένα ρήμα. Αλλά εάν δούμε ένα ρήμα από την πλευρά της σημασίας του, τότε το κατατάσσουμε ανάλογα με τη διάθεσή του. Όταν το ρήμα εκφράζει μια πράξη ή διαδικασία που είτε έχει αντικείμενο (π.χ. αγόρασα το βιβλίο) είτε δεν έχει (π.χ. φεύγω, πεθαίνω), λέμε ότι βρίσκεται στην ενεργητική διάθεση. Όταν η πράξη ή η διαδικασία που περιγράφει το ρήμα «επιστρέφει» στο υποκείμενο ή αφορά το υποκείμενο (πλένομαι 'πλένω τον εαυτό μου'· λούζομαι 'λούζω τον εαυτό μου'· χαίρομαι· στενοχωριέμαι), τότε λέμε ότι βρίσκεται στη μέση διάθεση. Η παθητική διάθεση είναι συγγενική με τη μέση φωνή και περιγράφει πράξεις ή δραστηριότητες όχι από την πλευρά του υποκειμένου που ενεργεί αλλά από την πλευρά αυτού που δέχεται την πράξη ή την ενέργεια: Αγόρασα το βιβλίο / Το βιβλίο αγοράστηκε χτες. Η παθητική φωνή είναι ένας τρόπος για να αλλάξει η εστίαση της πρότασης: από το υποκείμενο που ενεργεί στο αντικείμενο που δέχεται την ενέργεια. Αλλά γιατί χρειάζεται αυτή η αλλαγή της εστίασης; Χρειάζεται για τις ανάγκες του διαλόγου. Παρακολουθήστε τον παρακάτω διάλογο:
«Τί έγινε με το βιβλίο που έλεγες;»
«Το αγόρασα χτες.» / «Αγοράστηκε χτες.»
Στα νέα ελληνικά δεν χρησιμοποιείται πολύ η παθητική διάθεση στον προφορικό λόγο. Στη θέση της χρησιμοποιούνται συντακτικές κατασκευές όπως η παρακάτω:
Το βιβλίο το αγόρασα χτες,
που κάνουν την ίδια «δουλειά» με την παθητική φωνή: «εστιάζουν» στο αντικείμενο.
Επίθετο
Το επίθετο, όπως και το ρήμα, είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η γλώσσα για να αποδίδει γενικά χαρακτηριστικά στους ειδικούς όρους της, στα ονόματα:
Το παιδί έφυγε.
Το παιδί είναι καλό.
Το καλό παιδί.
Ο όρος είναι αρχαίος και σημαίνει 'αυτό που τοποθετείται πάνω σε κάτι' (ἐπί 'πάνω' + τίθημι 'τοποθετώ'), δηλαδή πάνω στο ουσιαστικό. Τα επίθετα κάνουν πολλές δουλειές, σε αντίθεση με τα ουσιαστικά, που δηλώνουν «πράγματα», τόσο συγκεκριμένα (τραπέζι) όσο και αφηρημένα (ειρήνη). Έτσι, αν συγκρίνετε το επίθετο ξύλινος και το επίθετο όμορφος, εύκολα θα καταλάβετε ότι, αν και είναι και τα δύο επίθετα, αναφέρονται σε εντελώς διαφορετικές ιδιότητες. Το πρώτο αναφέρεται σε μια φυσική ιδιότητα. Έτσι, όταν λέμε Το τραπέζι είναι ξύλινο, αναφερόμαστε σε μια φυσική ιδιότητα του τραπεζιού, στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο. Γι' αυτό αντί για Το τραπέζι είναι ξύλινο μπορούμε να πούμε Το τραπέζι είναι από ξύλο. Όταν λέμε όμως Το τραπέζι είναι όμορφο, δεν αναφερόμαστε σε μια φυσική ιδιότητα του τραπεζιού (όπως είναι το υλικό του) αλλά σε μια αξιολόγηση του τραπεζιού, σε κάτι που βλέπουμε εμείς στο τραπέζι. Γι' αυτό δεν μπορούμε να πούμε Το τραπέζι είναι από ομορφιά. Γιατί μας χρειάζονται όλα αυτά; Για να καταλάβουμε ότι συχνά στη γλώσσα βρίσκουμε «κάτω από την ίδια στέγη» διαφορετικά πράγματα, διαφορετικές έννοιες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι διάλεξαν τον όρο επίθετο, που δεν περιγράφει τί σημαίνει αυτό το μέρος του λόγου (ενώ για το ουσιαστικό αυτό ισχύει: ουσιαστικά είναι αυτά που δηλώνουν «ουσίες», δηλαδή οντότητες, «πράγματα»), αλλά περιγράφει κάτι «που μπαίνει πάνω» στο ουσιαστικό (ἐπι-τίθημι).
Προθέσεις, σύνδεσμοι, μόρια
Οι προθέσεις (π.χ. για, με, προς, παρά κ.ά.) είναι «μικρές λέξεις» που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν σχέσεις, τοπικές αλλά και άλλες:
Αυτό είναι για τον Νίκο.
Έφυγε με τον Νίκο.
Κινήθηκε προς την έξοδο.
Οι σύνδεσμοι (π.χ. και, αλλά) είναι οι «αρμοί» με τους οποίους συνδέονται κομμάτια της πρότασης ή μεγαλύτερων κειμένων. Τα μόρια είναι μια μεγάλη κατηγορία γλωσσικών στοιχείων που κάνουν διάφορες δουλειές. Η πιο σημαντική είναι ότι οργανώνουν τον διάλογο.
Ο Γιάννης, λοιπόν, έφυγε νωρίς.
Το λοιπόν δηλώνει ότι έχει προηγηθεί κάποια συζήτηση και σε αυτήν παραπέμπει.
Καλά, γιατί έφυγες;
Αυτό το καλά, που γεννιέται από το τροπικό επίρρημα καλά, σημαίνει ότι ο ομιλητής άκουσε τί είχε να του πει ο συνομιλητής του, αλλά παρ' όλα αυτά χρειάζεται κάποια παραπάνω πληροφορία. Το ότι αυτό το καλά κατάγεται μεν από το τροπικό επίρρημα καλά αλλά χρησιμοποιείται διαφορετικά από αυτό (για να «υφάνει» τον διάλογο) φαίνεται από το παρακάτω παράδειγμα:
Καλά, είσαι καλά;
Αν τα δύο καλά είχαν την ίδια σημασία και χρήση, τότε αυτή η πρόταση θα ήταν ανόητη. Αλλά δεν είναι!
Υπάρχουν βέβαια και άλλα μόρια που δεν έχουν αυτή τη λειτουργία (να «υφαίνουν» τον διάλογο), π.χ. δά (έμφαση, όχι δά!), νά (νά ο Γιάννης!), αμέ, και άλλα.
Πώς γεννήθηκαν αυτές οι «μικρές» λέξεις; Θυμηθείτε τί λέγαμε για τη «μικρή» λέξη θα, που δηλώνει τον μέλλοντα. Είναι μια «συρρικνωμένη» (δηλαδή συντομευμένη) μορφή του ρήματος θέλω (+ να). Δηλαδή η ακολουθία θέλω να «γέννησε», για τους λόγους που εξηγήσαμε, μια «μικρή» λέξη (ένα μόριο) για να δηλωθεί η μελλοντικότητα. Οι ιστορικοί γλωσσολόγοι, οι «αρχαιολόγοι της γλώσσας», πιστεύουν ότι οι προθέσεις (για, με, προς κλπ.) είναι ό,τι απέμεινε από παλιά ουσιαστικά που δήλωναν σχέσεις χώρου. Ανάλογες υποθέσεις γίνονται και για τους συνδέσμους. Ένα παράδειγμα ίσως βοηθήσει. Η λέξη μαζί που χρησιμοποιούμε σήμερα προέρχεται από τη λέξη μάζα. Όταν είμαι μαζί με κάποιον, είμαι «μάζα» με αυτόν, δηλαδή ενωμένος. Και ακόμα ένα παράδειγμα, που έχει αξία γιατί είναι «ζωντανό». Χρησιμοποιούμε συχνά την έκφραση δεν πας! πα να… Πρόκειται βέβαια για το ρήμα πάω, που ωστόσο βρίσκεται σε μια πορεία ανάλογη με αυτή που έκανε το θέλω να να εξελιχθεί σε θα. Σε μια πορεία δηλαδή όπου θα «χαθεί» η αίσθηση, που την έχουμε ακόμα, ότι πρόκειται για το ρήμα πάω, και θα γίνει ένα άκλιτο μόριο πα.
Και πάλι για την πρόταση
Ξεκινήσαμε το·κεφάλαιο αυτό λέγοντας ότι η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι η πρόταση. Η γλωσσική επικοινωνία γίνεται με προτάσεις, δηλαδή με γλωσσικές κατασκευές που εκφράζουν μια ολοκληρωμένη σκέψη. Και εκφράζουν μια ολοκληρωμένη σκέψη γιατί συνδυάζουν έναν ειδικό όρο (το όνομα ή υποκείμενο) και έναν γενικό όρο (το κατηγόρημα).
Το παιδί φεύγει.
Το παιδί είναι καλό.
Ο Γιάννης είναι άνθρωπος.
Και αυτός ο συνδυασμός, η απόδοση στο ειδικό ενός γενικού χαρακτηριστικού, είναι που γεννά την ολοκληρωμένη σκέψη. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε αυτό που λέγαμε στο πρώτο κεφάλαιο: ότι οι λέξεις της γλώσσας δεν αποτελούν αντιδράσεις στα ερεθίσματα της εμπειρίας (όπως γίνεται με το γάβγισμα του σκύλου ή την κραυγή του πόνου) αλλά περιγραφές της εμπειρίας, και μάλιστα γενικές. Αν ανοίξουμε ένα ερμηνευτικό λεξικό ή μια εγκυκλοπαίδεια θα δούμε ότι οι λέξεις της γλώσσας (το νόημά τους) περιγράφονται αναλυτικά (με προτάσεις) και γενικά: κότα είναι ένα είδος κατοικίδιου πτηνού που…, φεύγω είναι η διαδικασία με την οποία… Αυτή η γενικότητα είναι που κάνει τις λέξεις περιγραφές της εμπειρίας, του κόσμου στον οποίο ζούμε, και όχι αντίδραση σε ερέθισμα (όπως συμβαίνει στα ζώα). Όλες οι λέξεις, και αυτό φαίνεται πάλι στο πρώτο ερμηνευτικό λεξικό ή στην πρώτη εγκυκλοπαίδεια που θα ανοίξουμε, είναι «κρυφές» προτάσεις. Η πρόταση μοιάζει με το κρεμμύδι: πίσω από τη «φανερή» πρόταση υπάρχει η «κρυφή» πρόταση που κρύβει κάθε λέξη. Και δεν γίνεται αλλιώς. Η πρόταση είναι το «εργαλείο» με το οποίο κατακτιέται η γενικότητα του ειδικού, του συγκεκριμένου· και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας, αυτό που την κάνει κάτι το μοναδικό σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο σύστημα επικοινωνίας στο ζωικό βασίλειο. Αυτή η γενικότητα του ειδικού είναι που κάνει τη γλώσσα περιγραφή και ανάλυση της εμπειρίας και όχι απλά αντίδραση στα ερεθίσματα που «εισπράττουμε» από αυτήν.
Η γλώσσα και οι γλώσσες
Όπως θα έχετε προσέξει, στη συζήτηση που προηγήθηκε δεν μιλήσαμε καθόλου για τα αρχαία ελληνικά. Μιλήσαμε για την αρχιτεκτονική της γλώσσας και χρησιμοποιήσαμε τα νέα ελληνικά για να την περιγράψουμε. Χρησιμοποιήσαμε τα νέα ελληνικά, γιατί είναι η γλώσσα που ξέρουμε. Θα μπορούσαμε το ίδιο καλά να μιλήσουμε για την αρχιτεκτονική της γλώσσας χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Κι αυτό γιατί όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, τον ίδιο σχεδιασμό. Όλες έχουν προτάσεις (δηλαδή σύνταξη)· όλες έχουν τρόπους να εκφράζουν ονόματα και κατηγορήματα· όλες έχουν τρόπους να εκφράζουν τον χώρο (δηλαδή τον τόπο) και τον χρόνο· όλες έχουν τρόπους για να συνδέουν τις προτάσεις (συνδέσμους)· όλες οι γλώσσες έχουν τρόπους για να συνδέουν τις προτάσεις με τον διάλογο (αυτό που κάνουν τα μόρια στα ελληνικά). Οι διαφορές ανάμεσα στις διάφορες γλώσσες δεν βρίσκονται στον βασικό σχεδιασμό τους - αυτός είναι ο ίδιος για όλες τις γλώσσες· βρίσκονται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για να πραγματοποιηθεί αυτός ο σχεδιασμός. Και για να γίνει αυτό κατανοητό, ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Στα νέα ελληνικά (αλλά και στα αρχαία ελληνικά και σε πολλές άλλες γλώσσες) χρόνο έχουν μόνο τα ρήματα, και αυτός δηλώνεται με αλλαγές στη μορφή τους, στην κλίση τους (θυμηθείτε π.χ. την αύξηση έ-φυγε). Υπάρχουν όμως γλώσσες που «σημαδεύουν» για τον χρόνο και τα ουσιαστικά τους. Φανταστείτε την αύξηση να εμφανίζεται, στα νέα ελληνικά, και στα ουσιαστικά:
έ-το παιδί έ-φυγε
Στα νέα ελληνικά (και στα αρχαία ελληνικά, και σε πολλές άλλες γλώσσες) το άρθρο είναι μια «μικρή» ξεχωριστή λέξη. Υπάρχουν όμως γλώσσες όπου αυτό δεν συμβαίνει . Έτσι, στα τουρκικά το αόριστο άρθρο (bir 'ένας/μία/ένα') είναι ξεχωριστή λέξη: bir adam'ένας άνθρωπος'. Το οριστικό άρθρο όμως δεν είναι ξεχωριστή, ανεξάρτητη λέξη στα τουρκικά- είναι «κομμάτι» του ουσιαστικού: bir adamgordum 'έναν άνθρωπο είδα'· αλλά adami gordum'τον άνθρωπο είδα'. Αυτό το ι, που είναι κομμάτι του ουσιαστικού, είναι το οριστικό άρθρο του. Το ίδιο συμβαίνει και στα αλβανικά: nje dollapσημαίνει 'ένα ντουλάπι' (η λέξη dolap είναι τουρκική και τη δανείστηκαν τόσο τα αλβανικά όσο και τα ελληνικά)· dollapi σημαίνει 'το ντουλάπι'.
Στα νέα ελληνικά (αλλά και στα αρχαία), αν θέλουμε να μιλήσουμε για το μέσο ή το εργαλείο με το οποίο κάνουμε κάτι, χρησιμοποιούμε προθέσεις, λ.χ. την πρόθεση με: με το ψαλίδι, με το σφυρί, με το μαχαίρι. Σε πολλές γλώσσες αυτό δηλώνεται με την κλίση του ουσιαστικού. Υπάρχει δηλαδή μια πτώση που εκφράζει το μέσο ή το εργαλείο και λέγεται οργανική. Έτσι στα ρωσικά samaliot σημαίνει 'αεροπλάνο'. Το ουσιαστικό στην οργανική πτώση γίνεται samaliotom, που σημαίνει 'με το αεροπλάνο'.
Υπάρχουν γλώσσες στις οποίες το ρήμα δεν «κουβαλάει» επάνω του ενδείξεις για τον χρόνο, όπως γίνεται στα νέα ελληνικά. «Κουβαλάει» μόνο ενδείξεις για την όψη . Θυμηθείτε τη διάκριση ανάμεσα στο έφευγε και στο έφυγε. Και τα δύο δηλώνουν μια πράξη που ανήκει στο παρελθόν σε σχέση με τη στιγμή που ο ομιλητής «εκφωνεί» την πρόταση. Η διαφορά είναι ότι το πρώτο περιγράφει την πράξη ως διαρκή, ενώ το δεύτερο την παρουσιάζει τελειωμένη. Ορισμένες λοιπόν γλώσσες χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές του ρήματος για να δηλώσουν τη διάρκεια ή μη (κάτι ανάλογο με τη διάκριση φευγ-, φυγ-) μιας πράξης ή ενέργειας αλλά τον χρόνο τον εκφράζουν με ξεχωριστά χρονικά επιρρήματα. Κάπως έτσι:
Ο Γιάννης πριν φευγ- (διαρκές) = έφευγε.
Ο Γιάννης πριν φυγ- (τελειωμένο) = έφυγε.
Αν, όπως λέγαμε νωρίτερα, η αύξηση ε ήταν (σε μια πολύ παλιά φάση της ελληνικής γλώσσας από την οποία δεν υπάρχουν κείμενα) ένα ανεξάρτητο χρονικό επίρρημα που σήμαινε 'πριν' και «ενσωματώθηκε» αργότερα στο ρήμα, τότε σε αυτή την πολύ παλιά φάση τα ελληνικά έμοιαζαν με αυτές ακριβώς τις γλώσσες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γλώσσες αλλάζουν. Αυτό θα το δούμε στα επόμενα κεφάλαια πιο συστηματικά.
Στα νέα ελληνικά (αλλά και στα αρχαία ελληνικά και σε άλλες γλώσσες) τα ουσιαστικά (τα επίθετα, οι αντωνυμίες, τα άρθρα) έχουν ενδείξεις στη μορφή τους (στην κλίση τους) που δηλώνουν το γένος. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες. Έτσι, στα αγγλικά το γένος δηλώνεται όχι με αλλαγές στη μορφή του ουσιαστικού αλλά μόνο με αντωνυμίες: he/she/it 'αυτός/αυτή/αυτό'. Στα αγγλικά επίσης, αντίθετα από τα νέα ελληνικά, το ρήμα δεν «κουβαλάει» επάνω του ενδείξεις που δηλώνουν το πρόσωπο (με εξαίρεση το τρίτο πρόσωπο):
I go πηγαίν-ω
you go πηγαίν-εις
he/she/it goes πηγαίν-ει
we go πηγαίν-ουμε
you go πηγαίν-ετε
they go πηγαίν-ουν
To πρόσωπο δηλώνεται στα αγγλικά με την υποχρεωτική παρουσία των προσωπικών αντωνυμιών (/, you, he κλπ.). Εδώ πάλι αξίζει να θυμηθούμε αυτό που λέγαμε νωρίτερα: ότι δηλαδή παλιά οι καταλήξεις που δηλώνουν το πρόσωπο στα ελληνικά ήταν (σύμφωνα με τους «αρχαιολόγους» της γλώσσας, τους ιστορικούς γλωσσολόγους) ανεξάρτητες προσωπικές αντωνυμίες που αργότερα «έγιναν ένα» με το ρήμα, έγιναν καταλήξεις. Αλλά και για τα αγγλικά ξέρουμε ότι σε μια παλιότερη φάση τους (έως επτακόσια χρόνια πριν από σήμερα) είχαν, όπως τα ελληνικά, καταλήξεις που δήλωναν πρόσωπο. Οι καταλήξεις αυτές «χάθηκαν» (η γλώσσα άλλαξε) και αντικαταστάθηκαν από ανεξάρτητες προσωπικές αντωνυμίες που τώρα πια μπαίνουν υποχρεωτικά πριν από το ρήμα για να δηλώσουν πρόσωπο (I, you, he/she/it, we, you, they). Αλλά γιατί χάθηκαν; Ένας τρόπος (όχι ο μόνος βέβαια) με τον οποίο αλλάζουν οι γλώσσες είναι με τη διαδικασία της μετάδοσης από γενιά σε γενιά, καθώς δηλαδή μαθαίνουν τη γλώσσα τα μικρά παιδιά της νέας γενιάς. Και στην πορεία αυτή μπορεί να συμβούν διάφορες εξομαλύνσεις που διευκολύνουν την εκμάθηση . Σκεφτείτε το μικρό ελληνόπουλο που μαθαίνει την κλίση του ρήματος στα πρώτα δύο τρία χρόνια της ζωής του. Θα πρέπει να μάθει όλους τους διαφορετικούς τύπους (πηγαίν-ω, πηγαίν-εις κλπ.). Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που μπορεί να συμβεί (και έγινε στα αγγλικά αλλά όχι στα ελληνικά) είναι να εξομαλυνθεί (από το παιδί) η κλίση του ρήματος (για να διευκολυνθεί το έργο της εκμάθησης): να μείνει το «σταθερό» κομμάτι του ρήματος που εκφράζει το νόημά του (πηγαιν-, go) και οι καταλήξεις να αντικατασταθούν από ανεξάρτητες αντωνυμίες. Αυτή η εξομάλυνση έχει, για το μικρό παιδί που μαθαίνει τη γλώσσα, ένα μεγάλο κέρδος: μαθαίνει έναν «άκλιτο» τύπο για το ρήμα (go) και οι καταλήξεις (που δεν έχουν ξέχωρο, δικό τους νόημα γιατί δεν είναι ανεξάρτητες λέξεις) αντικαθίστανται από ανεξάρτητες λέξεις, τις αντωνυμίες, που μαθαίνονται ευκολότερα γιατί έχουν, αντίθετα με τις καταλήξεις, ένα ξεκάθαρο νόημα.
Μετά από αυτή τη μικρή παρένθεση, ας ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα που μας απασχολεί: στους τρόπους με τους οποίους οι γλώσσες πραγματοποιούν τον σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική της γλώσσας. Συχνά οι γλώσσες διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουν τη σειρά των λέξεων μέσα στην πρόταση . Έτσι, αυτό που στα νέα ελληνικά εκφράζεται με τη σειρά υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, π.χ. O Γιάννης [υποκείμενο] αγόρασε [ρήμα] το βιβλίο [αντικείμενο], στα τουρκικά εκφράζεται με τη σειρά υποκείμενο-αντικείμενο-ρήμα: O Γιάννης το βιβλίο αγόρασε. Αυτή η σειρά είναι δυνατή στα ελληνικά αλλά τη χρησιμοποιούμε για να δώσουμε έμφαση στο αντικείμενο (εδώ το βιβλίο). Στα τουρκικά είναι η κανονική σειρά των λέξεων, αντίστοιχη με τη σειρά υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο της νέας ελληνικής.
Μιλήσαμε για την κλίση των λέξεων. Οι γλώσσες που, για να εκφράσουν διάφορες σημασίες, χρησιμοποιούν την αλλαγή της μορφής των λέξεων (λ.χ. τις πτώσεις ή διάφορες ενδείξεις που «κουβαλάει» το ρήμα: χρόνο, όψη, αριθμό, πρόσωπο) λέγονται κλιτές ή συνθετικές . Γλώσσες που, για να εκφράσουν τις ίδιες σημασίες, χρησιμοποιούν περιφραστικούς τρόπους (ξεχωριστές λέξεις και όχι αλλαγές στη μορφή των λέξεων) λέγονται αναλυτικές. Έτσι η διαφορά μεταξύ των αγγλικών και των νέων ελληνικών είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ μιας αναλυτικής και μιας συνθετικής γλώσσας. Συγκρίνετε το I go της αγγλικής με το πηγαίν-ω της νέας ελληνικής. Το πρόσωπο στα νέα ελληνικά είναι μέρος της κλίσης του ρήματος, ενώ στα αγγλικά δεν είναι: εκφράζεται περιφραστικά, με μια ξεχωριστή αντωνυμία. Όπως θα δούμε σε λίγο, τα νέα ελληνικά είναι, σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά, λιγότερο συνθετική γλώσσα, γιατί πολλές σημασίες που εκφράζονται με την κλίση των λέξεων στα αρχαία ελληνικά, δηλαδή συνθετικά, στα νέα ελληνικά εκφράζονται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά.
Τα αρχαία ελληνικά
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα αρχαία ελληνικά και την αρχιτεκτονική τους. Τα αρχαία ελληνικά ήταν μια κλιτή ή συνθετική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που εμφανίζει αλλαγές στη μορφή των λέξεων - είτε εσωτερικές, στη ρίζα της λέξης (π.χ. φευγ-, φυγ-), είτε εξωτερικές, με την προσθήκη στο τέλος (καταλήξεις) ή στην αρχή της ρίζας (λ.χ. η αύξηση έ-φυγε) στοιχείων που εκφράζουν διάφορες σημασίες, π.χ. χρόνο, γένος, πρόσωπο, αριθμό κλπ. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι ότι τα αρχαία ελληνικά εμφανίζουν πολύ πλουσιότερη κλίση. Τα νέα ελληνικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά είναι λιγότερο συνθετική γλώσσα, ή αλλιώς πιο αναλυτική. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν περιφράσεις εκεί που τα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιούν κλίση, δηλαδή αλλαγές στη μορφή της λέξης.
Ας αρχίσουμε με τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα άρθρα, τις αντωνυμίες. Όλα αυτά κλίνονται, όπως στα νέα ελληνικά, με τη διαφορά ότι στα αρχαία ελληνικά υπάρχει μια πτώση που έχει χαθεί στα νέα ελληνικά , η δοτική. Έτσι, στο νέο ελληνικό (έδωσα) στον πατέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο τον + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο τῶι πατρί (το τῶι γράφεται και τῷ, με το ι από κάτω - αυτή είναι η «υπογεγραμμένη», δηλαδή το γράμμα που γράφεται ὑπό 'από κάτω'). Στο νέο ελληνικό (έδωσα) στη μητέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο την + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο ελληνικό τῆι (γράφεται συνήθως τῇ) μητρί. Στα νέα ελληνικά η αρχαία δοτική αναλύθηκε σε μια περίφραση: πρόθεση + άρθρο + ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. στον καλό άνθρωπο) ή αντωνυμία (π.χ. σε αυτόν). Βλέπετε λοιπόν τη διαφορά: η νέα ελληνική χρησιμοποιεί ανάλυση εκεί που η αρχαία ελληνική χρησιμοποιεί σύνθεση, δηλαδή κλίση. Το ίδιο συμβαίνει και στο ρήμα. Θυμηθείτε τί λέγαμε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού για τις προτάσεις. Λέγαμε λοιπόν ότι με τις προτάσεις «προτείνουμε» στον συνομιλητή μας διάφορα «πράγματα»: να δεχτεί σαν πραγματικό κάτι που του λέμε, π.χ. Ο Γιάννης έρχεται- να ακούσει κάτι που είναι πιθανό, που είναι στις προθέσεις μας στο άμεσο μέλλον ή που το ευχόμαστε, π.χ. Ίσως έρθει ο Γιάννης, Ας έρθει ο Γιάννης. Μπορεί ακόμα η πρόταση να εκφράζει μια διαταγή, π.χ. Έλα. Στα αρχαία ελληνικά η μορφή του ρήματος με την οποία καλούμε τον συνομιλητή μας να δεχτεί κάτι ως πραγματικό, αληθινό, λέγεται οριστική. Η μορφή του ρήματος με την οποία μιλάμε για πράγματα που δεν έχουν «οριστικοποιηθεί» λέγεται υποτακτική. Έτσι λ.χ. το ρήμα ἲμεν σημαίνει 'πηγαίνουμε' (βρίσκεται στην οριστική). Ο τύπος ἲωμεν σημαίνει 'σκοπεύουμε να πάμε', 'να πάμε' (βρίσκεται στην υποτακτική). Εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος (μια αλλαγή δηλαδή στη μορφή του) στα νέα ελληνικά εκφράζεται αναλυτικά, δηλαδή περιφραστικά: με τη «μικρή» λέξη να και μια μορφή του ρήματος. Το ίδιο συμβαίνει και σε προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε ευχές ή επιθυμίες. Στα αρχαία ελληνικά αυτό εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος που λέγεται ευκτική (η κλίση δηλαδή με την οποία εκφράζουμε ευχές). Έτσι ο τύπος ἲοιμεν σημαίνει 'ας πάμε', 'ας μπορούσαμε να πάμε', 'να μπορούσαμε να πάμε'. Το ρήμα βρίσκεται στην ευκτική. Αλλά και εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις (ας + ρήμα, να + ρήμα) εκεί που τα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιούν μια ειδική μορφή (κλίση) του ρήματος.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον μέλλοντα. Ας πάρουμε το αρχαίο ελληνικό ρήμα λύω 'λύνω'. Ο μέλλοντάς του είναι λύσω. Στα νέα ελληνικά ο μέλλοντας του ίδιου ρήματος είναι θα λύσω. Βλέπετε και εδώ την ίδια διαφορά που είδαμε και προηγουμένως. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται μονολεκτικά, με μια συγκεκριμένη κλίση του ρήματος, στα νέα ελληνικά εκφράζεται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά και όχι συνθετικά: θα + ρήμα.
Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο. Ο παρακείμενος του ρήματος λύω 'λύνω' είναι λέ-λυ-κα. Ο υπερσυντέλικος είναι ἐ-λε-λύ-κειν. Οι αντίστοιχοι νεοελληνικοί χρόνοι είναι έχω λύσει, είχα. λύσει. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος του ρήματος λύω, σχηματίζονται με τις καταλήξεις -κα, -κειν και, στην αρχή του ρήματος, με την επανάληψη του αρχικού συμφώνου λ- μαζί με το ε, δηλαδή λε-. Αυτό το φαινόμενο λέγεται αναδιπλασιασμός, γιατί «διπλασιάζεται» το αρχικό σύμφωνο. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι, πάλι, χαρακτηριστική: εκεί που τα αρχαία ελληνικά έχουν μονολεκτικούς τύπους, τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις: έχω/είχα + ρήμα. Όσα είδαμε ως τώρα δείχνουν καθαρά τη διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών: τα νέα ελληνικά, χωρίς να έχουν χάσει εντελώς την κλίση, έγιναν πολύ περισσότερο αναλυτικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά. Θα δούμε αργότερα πότε, πώς και γιατί έγινε αυτό.
Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο περιπτώσεις όπου φαίνεται αυτή η χαρακτηριστική διαφορά. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν ρηματικά ουσιαστικά και ρηματικά επίθετα. Τα ρηματικά ουσιαστικά λέγονται απαρέμφατα και τα ρηματικά επίθετα λέγονται μετοχές. Και λέγονται μετοχές γιατί συμμετέχουν στα χαρακτηριστικά του ρήματος (έχουν δηλαδή χρόνο και όψη). Ας δούμε μερικά παραδείγματα: λύ-ων, -ουσα, -ον λύσ-ων, -ουσα, -ον· λυόμεν-ος, -η, -ον λυσόμεν-ος, -η, -ον. Λύ-ων είναι 'αυτός που λύνει', λύσ-ων είναι 'αυτός που θα λύσει', λυόμεν-ος είναι 'αυτός που λύνεται', λυσόμεν-ος είναι 'αυτός που θα λυθεί'. Τα μονολεκτικά ρηματικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής αντιστοιχούν, όπως βλέπετε, σε αναλυτικές περιφράσεις στη νέα ελληνική. Το ίδιο ισχύει και για το ρηματικό ουσιαστικό που ονομάζεται απαρέμφατο . Ας δούμε πάλι μερικά παραδείγματα: λύειν (ενεστώτας) 'το να λύνει κανείς', λύσειν (μέλλοντας) 'το να λύσει κανείς', λύεσθαι (μέσος ενεστώτας) 'το να λύνεται κάτι προς όφελος κάποιου'. Και εδώ βλέπει κανείς τις αναλυτικές εκφράσεις που χρειάζονται τα νέα ελληνικά για να αποδώσουν αυτό που δηλώνεται μονολεκτικά με το απαρέμφατο. Ένα τελευταίο παράδειγμα αυτής της διαφοράς μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών, της απόδοσης δηλαδή στα νέα ελληνικά με περιφραστικό τρόπο σημασιών που αποδίδονταν στα αρχαία ελληνικά μονολεκτικά: στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κανείς έναν ειδικό τύπο του ρήματος για να δηλώσει την επιθυμία του για κάτι. Έτσι ο τύπος γελασείω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει 'επιθυμώ να γελάσω'.
Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών αφορά τον αριθμό. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχει, πέρα από τον ενικό και τον πληθυντικό, και ο δυϊκός. Ο δυϊκός αριθμός συνήθως χρησιμοποιείται για πράγματα του κόσμου που εμφανίζονται πάντα δυο δυο μαζί, σε ζευγάρια, π.χ. χέρια, πόδια, μάτια. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα πράγματα: τὼ ἰχθύε 'δύο ψάρια', τὼ ἀκτῖνε 'δύο ακτίνες'. Δεν είναι μόνο τα ουσιαστικά που εμφανίζουν μια ειδική μορφή για να δηλωθεί το ζευγάρι. Και τα ρήματα που «πάνε» μαζί τους εμφανίζουν μια ειδική «δυϊκή» κλίση. Έτσι, το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος εἰμί 'είμαι' είναι εἰσί. Όταν όμως το υποκείμενό του είναι ένα ουσιαστικό σε δυϊκό αριθμό (δηλώνει δηλαδή ζευγάρι) δεν χρησιμοποιείται το εἰσί αλλά ο τύπος ἔστον. Υπάρχουν γλώσσες που διαθέτουν και τριικό αριθμό , κλίση δηλαδή του ουσιαστικού για να ονομαστούν τριάδες πραγμάτων.
Δυο λόγια ακόμα για την κλίση των ουσιαστικών, των επιθέτων και των ρημάτων. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η θεματική ονοματική κλίση και η αθέματη. Η θεματική κλίση χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός φωνήεντος ανάμεσα στον «κορμό» της λέξης (το θέμα) και την κατάληξη:
ἄνθρωπ-ο-ς (δεύτερη κλίση), νεανί-α-ς (πρώτη κλίση).
Η αθέματη κλίση χαρακτηρίζεται από την «απευθείας» σύνδεση της κατάληξης με τον «κορμό» της λέξης (το θέμα):
ἰχθύ-ς, βάσι-ς, βασιλεύ-ς, ἀκτί-ς, κόραξ (= κόρακ-ς).
Αυτή είναι η λεγόμενη τρίτη κλίση. Η κλίση αυτή χάθηκε στα νέα ελληνικά και ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε στη θεματική κλίση. Έτσι, ο κόραξ έγινε κόρακ-α-ς, η ἀκτίς έγινε ακτίν-α. Πρόκειται για μια διαδικασία εξομάλυνσης, σαν αυτή που συζητήσαμε νωρίτερα. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα για το ζήτημα αυτό.
Για το ρήμα μπορεί να συμβουλευτεί κανείς μια γραμματική της αρχαίας ελληνικής, έτσι ώστε να αποκτήσει μια ιδέα της κλίσης στα αρχαία ελληνικά: υπήρχαν βαρύτονα ρήματα, δηλαδή ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, π.χ. λύω· συνηρημένα ρήματα: π.χ. τιμώ, ποιώ, δηλώ. Λέγονται συνηρημένα γιατί το ω προέρχεται από 'συναίρεση' (δηλαδή συγχώνευση) του -άω (τιμάω), -έω (ποιέω), -όω (δηλόω) · ρήματα σε -μι, π.χ. δείκνυμι 'δείχνω'. Όπως μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς, αυτή η κατηγορία δεν υπάρχει πια στα νέα ελληνικά. Ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε σε μεγάλο ποσοστό στα βαρύτονα (το δείκνυμι έγινε δείχνω).
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι η πρόταση. Με την πρόταση «χτίζεται» η γλωσσική επικοινωνία, ο διάλογος. Ο λόγος είναι διάλογος. Η πρόταση «κατασκευάζεται» από τον συνδυασμό ονόματος (ή υποκειμένου) και κατηγορήματος. Το όνομα δηλώνει κάτι το ειδικό και το κατηγόρημα κάτι το γενικό, και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας. Στην ανθρώπινη γλώσσα το ειδικό, το συγκεκριμένο, «κολυμπάει» πάντα μέσα στο γενικό. Κάθε λέξη, όπως λέγαμε στο πρώτο πρώτο κεφάλαιο, είναι μια γενική περιγραφή κάποιας όψης του κόσμου, αποτελώντας μια «κρυφή» συμπυκνωμένη πρόταση. Αυτό το βεβαιώνει όποιο ερμηνευτικό λεξικό πάρουμε στα χέρια μας ή αυτό που κάνουμε όλοι όταν μας ρωτάει κάποιος τη σημασία μιας λέξης που δεν ξέρει: του δίνουμε με προτάσεις μια γενική περιγραφή για να καταλάβει τη σημασία της άγνωστης λέξης. Με την πρόταση κατασκευάζεται η «θάλασσα» του γενικού μέσα στην οποία «κολυμπάει» το ειδικό. Η διαφορά μας με τα ζώα είναι ότι για αυτά υπάρχει μόνο το ειδικό, το συγκεκριμένο - το «εδώ και τώρα». Γι' αυτό και τα συστήματα επικοινωνίας τους δεν διαθέτουν προτάσεις.
Όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, όλες βασίζονται στις προτάσεις - στο όνομα και στο κατηγόρημα. Οι διαφορές τους βρίσκονται στα μέσα που χρησιμοποιούν για να «οργανώσουν» την πρόταση. Η αρχαία ελληνική ήταν μια κλιτή, συνθετική γλώσσα. Η νέα ελληνική έχει χάσει πολλά από τα κλιτά, συνθετικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και έγινε περισσότερο αναλυτική.
Στο πρώτο κεφάλαιο λέγαμε ότι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι ότι με έναν περιορισμένο αριθμό μονάδων ήχου χωρίς νόημα (φωνημάτων) κατασκευάζεται ένας μεγάλος αριθμός μονάδων με νόημα (λέξεων): έτσι με τα φωνήματα [n], [ο], [o], [p], [s] μπορούμε να φτιάξουμε τις λέξεις πόνος και νωπός (θυμηθείτε τί λέγαμε για την ορθογραφία). Με τα φωνήματα [a], [k], [ο], [t] μπορούμε να φτιάξουμε τις λέξεις κάτω (θυμηθείτε πάλι τί λέγαμε για την ορθογραφία) και κότα. Η γλωσσική επικοινωνία, ο διάλογος, γίνεται με τον συνδυασμό των λέξεων σε προτάσεις. Η λέξη πρόταση βγαίνει από το ρήμα προτείνω που, στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε 'τεντώνω προς, τεντώνω μπροστά'. Είναι η εικόνα του τοξότη που τεντώνει τη χορδή του τόξου για να εξαπολύσει το βέλος. Η γλωσσική επικοινωνία γίνεται με προτάσεις, δηλαδή με γλωσσικές «κατασκευές» που τις «εξαπολύουμε», σαν βέλη, στον συνομιλητή μας, τις «προτείνουμε». Έτσι, όταν λέω Αγόρασα ένα βιβλίο, «προτείνω» στον συνομιλητή μου να δεχτεί μια πληροφορία που του δίνω. Όταν λέω Να αγοράσω ένα βιβλίο;, ζητώ από τον συνομιλητή μου (ή από τον εαυτό μου, αν συνομιλώ με τον εαυτό μου), «προτείνω» στον συνομιλητή μου να απαντήσει σε ένα ερώτημα που του θέτω. Όταν λέω Φύγε!, η πρόταση προς τον συνομιλητή μου είναι μια διαταγή. Όταν λέω Ας είχα χρήματα, «προτείνω», κοινοποιώ στον συνομιλητή μου (ή στον εαυτό μου, αν συνομιλητής μου είναι ο εαυτός μου), μια επιθυμία μου, μια ευχή. Η γλωσσική επικοινωνία λοιπόν «δουλεύει» με τον συνδυασμό των λέξεων. Με τις προτάσεις «κάνουμε» διάφορα πράγματα: ρωτάμε, διατάζουμε, ευχόμαστε, διατυπώνουμε ισχυρισμούς.
Ο συνδυασμός των λέξεων σε προτάσεις ονομάζεται σύνταξη, που σημαίνει «αράδιασμα μαζί» (σύν 'μαζί' + τάσσω 'αραδιάζω'· από το ρήμα αυτό βγαίνει και η λέξη τάξη). Συντακτικό είναι η μελέτη της σύνταξης. Ο διάλογος λοιπόν γίνεται με προτάσεις, και οι προτάσεις είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο «υφαίνεται» η συνομιλία. Ας μείνουμε για ένα λεπτό σε αυτή την τελευταία λέξη και μάλιστα στην απλούστερη μορφή της: ομιλία. Όλοι ξέρετε τη λέξη όμιλος, π.χ. όμιλος φίλων θαλάσσης, αθλητικός όμιλος κλπ. Όμιλος σημαίνει ομάδα ανθρώπων. Η λέξη ομιλία κλείνει μέσα της τη σημασία 'ομάδα ανθρώπων '. Μία λοιπόν από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για τη γλώσσα, η λέξη ομιλία, έχει μέσα της τη σημασία 'ομάδα ανθρώπων'. Αυτό, αν το σκεφτείτε λίγο, δεν είναι παράξενο. Αυτό που κάνει τις ομάδες ανθρώπων να λειτουργούν ως ομάδες είναι ο λόγος, ο διάλογος. Και γι' αυτό η λέξη ομιλία φτάνει να σημαίνει τον ίδιο τον λόγο και τον διάλογο, βασικό εργαλείο των οποίων είναι, όπως λέγαμε, η πρόταση.
Η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη
Αλλά γιατί η πρόταση, και όχι η λέξη ή η φράση , έχει τον «πρώτο λόγο» στον διάλογο, στη γλωσσική επικοινωνία; Γιατί η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κάντε τη σύγκριση ανάμεσα στην πρόταση Το παιδί έφυγε, τη φράση το παιδί και τη λέξη παιδί. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι η φράση και η λέξη εκφράζουν «μισές», ανολοκλήρωτες σκέψεις. Μόνο η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κι αυτό γιατί, ενώ η φράση το παιδί και η λέξη παιδί απλά ονομάζουν κάτι, στην πρόταση ονομάζεται κάτι και, επιπλέον, λέγεται κάτι γι' αυτό. Σε αυτό βρίσκεται η πληρότητα της πρότασης.
Υποκείμενο και κατηγόρημα
Αυτό το οποίο ονομάζεται είναι το όνομα ή υποκείμενο της πρότασης (υποκείμενο σημαίνει «θέμα», αυτό για το οποίο γίνεται λόγος), και αυτό το οποίο λέγεται γι' αυτό που ονομάζεται (το όνομα, το υποκείμενο) είναι το κατηγόρημα. Η λέξη κατηγόρημα προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα κατηγορώ, που σημαίνει 'λέω κάτι για κάποιον ή για κάτι'. Τη λέξη τη χρησιμοποιούμε και σήμερα, κατηγορία (π.χ. στη γλώσσα των δικαστηρίων), και σημαίνει 'κάτι που λέω εναντίον κάποιου'.
Αυτό λοιπόν που κάνει την πρόταση να είναι η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι ότι εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, καθώς δεν ονομάζει απλά κάτι αλλά λέει κάτι γι' αυτό και έτσι το προσδιορίζει. Ας δούμε πάλι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
Το παιδί έφυγε.
Στην πρόταση αυτή το όνομα ή υποκείμενο είναι η φράση το παιδί, που αποτελείται από το άρθρο το και το ουσιαστικό παιδί. Το κατηγόρημα (αυτό που λέει κάτι για το όνομα ή υποκείμενο) είναι το ρήμα έφυγε (ο αόριστος του ρήματος φεύγω). Το όνομα ή υποκείμενο ονομάζει κάτι το ειδικό (ένα συγκεκριμένο παιδί)· το κατηγόρημα λέει κάτι για το υποκείμενο, και αυτό το κάτι δεν είναι ειδικό (δεν αφορά το συγκεκριμένο παιδί μόνο) αλλά έχει γενικότερο χαρακτήρα. Η φυγή (το να φεύγει κανείς) είναι μια διαδικασία που δεν αφορά το συγκεκριμένο παιδί μόνο αλλά έχει γενικότερη εφαρμογή. Το κατηγόρημα λοιπόν (στο παράδειγμα που συζητάμε το ρήμα έφυγε) αποδίδει στο όνομα ή υποκείμενο (που δηλώνει έναν ειδικό όρο, κάτι το ειδικό) έναν γενικό όρο· και με αυτό τον τρόπο προσδιορίζεται το όνομα/υποκείμενο και έτσι προκύπτει αυτό που λέγαμε νωρίτερα: μια ολοκληρωμένη σκέψη.
Ουσιαστικά
Στη θέση της λέξης παιδί θα μπορούσαμε να έχουμε πάμπολλα ουσιαστικά. Ουσιαστικά ονομάζονται τα μέρη του λόγου που δηλώνουν οντότητες, δηλαδή στοιχεία του κόσμου που μπορούν να εντοπιστούν στον χώρο, π.χ. συγκεκριμένα αντικείμενα: τραπέζι, καρέκλα κ.ά. Ως ουσιαστικά ωστόσο εμφανίζονται στη γλώσσα και πιο αφηρημένα «πράγματα»: ειρήνη, πόλεμος, θυμός, θλίψη, καταδίκη. Πολλά από αυτά προέρχονται από ρήματα. Στη θέση της λέξης παιδί θα μπορούσε να εμφανιστεί επίσης ένα κύριο όνομα, π.χ. ο Γιάννης έφυγε. Κύρια ονόματα είναι αυτά που ονομάζουν πρόσωπα και τόπους. Στη θέση, τέλος, της λέξης παιδί θα μπορούσε να εμφανιστεί (ως όνομα ή υποκείμενο) μια ολόκληρη φράση: το παιδί που σου έλεγα έφυγε. Η πρόταση που εισάγεται με τη «μικρή» λέξη που λέγεται αναφορική, γιατί αναφέρεται σε (και προσδιορίζει ειδικότερα) ένα ουσιαστικό που προηγείται. Οι αναφορικές προτάσεις είναι ένας μηχανισμός που διαθέτουν οι γλώσσες για να «κατασκευάζουν» ουσιαστικά, για τα οποία δεν υπάρχουν ή δεν χρειάζεται να υπάρχουν μονολεκτικά ουσιαστικά. Έτσι, η φράση το παιδί που σου έλεγα κλείνει μέσα της ένα περιφραστικό ουσιαστικό, ένα ουσιαστικό δηλαδή που δεν αποτελεί μια λέξη αλλά φτιάχνεται από πολλές λέξεις. Τέτοιου είδους περιφράσεις χρησιμοποιούν τα ερμηνευτικά λεξικά για να περιγράψουν το νόημα των ουσιαστικών και σε τέτοιου είδους περιφράσεις καταφεύγουμε όταν δεν μπορούμε να θυμηθούμε ένα ουσιαστικό και ζητάμε από τον συνομιλητή μας να μας βοηθήσει να το θυμηθούμε. Οι αναφορικές προτάσεις μάς βοηθούν να επεκτείνουμε το λεξιλόγιο, κατασκευάζοντας ουσιαστικά «μιας χρήσης», που δεν χρειάζονται δηλαδή για το σταθερό λεξιλόγιο της γλώσσας. Το παιδί που σου έλεγα είναι ένα τέτοιο ουσιαστικό «μιας χρήσης».
Άρθρο
Δυο λόγια τώρα για το άρθρο. Το άρθρο είναι μια «μικρή λέξη» που προσδιορίζει το ουσιαστικό. Χρησιμοποιούμε το οριστικό άρθρο (ο γιατρός, η γυναίκα, το παιδί), όταν θεωρούμε ότι ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιον ή για τί μιλάμε. Έτσι, όταν σε μια συνομιλία λέω το παιδί έφυγε, χρησιμοποιώ το οριστικό άρθρο γιατί πιστεύω (σωστά ή λάθος - δεν έχει σημασία) ότι ο συνομιλητής μου ξέρει για ποιο παιδί μιλάω. Αν πίστευα το αντίθετο, θα χρησιμοποιούσα το αόριστο άρθρο: ένας, μία, ένα. Όταν λέω λοιπόν ένα παιδί έφυγε, διαλέγω το αόριστο άρθρο γιατί πιστεύω (σωστά ή λάθος - δεν έχει σημασία) ότι μεταφέρω στον συνομιλητή μου μια καινούργια πληροφορία. Το αν θα χρησιμοποιήσουμε λοιπόν οριστικό ή αόριστο άρθρο εξαρτάται από το τί θεωρούμε ότι είναι γνωστό στον συνομιλητή μας. Και αυτό δεν είναι παράξενο. Τις «προτάσεις», όπως λέγαμε, τις «εξαπολύουμε», σαν βέλη, στους συνομιλητές μας· υπηρετούν τον διάλογο. Τα άρθρα, ως στοιχεία της πρότασης, υπηρετούν, και αυτά, τις ανάγκες του διαλόγου.
Αντωνυμίες
Αλλά τις ανάγκες του διαλόγου υπηρετούν και κάποια άλλα στοιχεία της πρότασης: οι αντωνυμίες. Αντωνυμίες είναι τα μέρη του λόγου που «στέκονται» στη θέση ονομάτων (αυτό σημαίνει και η λέξη αντωνυμία: 'αντί για όνομα').
Ο Γιάννης ήταν κουρασμένος και τον πήγα στο σπίτι του.
Οι αντωνυμίες, όπως το τον στην πρόταση αυτή (ονομάζεται προσωπική επαναληπτική αντωνυμία), χρειάζονται για την οικονομία της επικοινωνίας. Η δεύτερη εμφάνιση του ονόματος δεν γίνεται με την επανάληψή του αλλά με την εμφάνιση μιας επαναληπτικής αντωνυμίας στη θέση του. Έτσι υπάρχουν προσωπικές αντωνυμίες (εγώ, εσύ), δεικτικές αντωνυμίες (αυτός, -ή, -ό· εκείνος, -η, -ο· το τον της πρότασης που δώσαμε πιο πάνω είναι μια «συντομευμένη» μορφή της δεικτικής αντωνυμίας αυτός, που χρησιμοποιείται ως προσωπική αντωνυμία), αναφορικές αντωνυμίες (ο οποίος, η οποία, το οποίο), αόριστες αντωνυμίες (όποιος, -α, -ο), ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, -α, -ο· τί), κτητικές αντωνυμίες (δικός, -ή, -ό μου, σου, του).
Πτώσεις και κλίση
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο ουσιαστικό. Τα ουσιαστικά, όπως ξέρουμε, έχουν πτώσεις: όταν το ουσιαστικό είναι στη θέση του ονόματος/υποκειμένου, βρίσκεται στην ονομαστική πτώση: Ο Γιάννης έφυγε. Όταν βρίσκεται σε θέση αντικειμένου, όταν δηλαδή ολοκληρώνει τη σημασία ενός ρήματος, π.χ. Ο Γιάννης αγόρασε τον ανεμιστήρα (το ρήμα αγοράζω, σε αντίθεση με το ρήμα φεύγω, χρειάζεται ένα ουσιαστικό: πάντα αγοράζουμε «κάτι»), βρίσκεται στην αιτιατική πτώση. Η γενική πτώση είναι μια μορφή που παίρνει το ουσιαστικό για να δηλωθεί η κτήση (το βιβλίο του Γιάννη) αλλά και άλλες σημασίες, π.χ. Είπα του Γιάννη. Οι πτώσεις είναι μορφές τις οποίες παίρνει το ουσιαστικό ανάλογα με τον (συντακτικό) ρόλο που έχει μέσα στην πρόταση: υποκείμενο, αντικείμενο κλπ. Τον όρο πτώση (που σημαίνει 'πέσιμο') τον έφτιαξαν οι αρχαίοι. Είχαν στο μυαλό τους την εικόνα του ζαριού που, καθώς πέφτει, εμφανίζεται μία από τις πλευρές του. Έτσι και το ουσιαστικό: καθώς «πέφτει» μέσα στην πρόταση, εμφανίζεται με διαφορετική μορφή ανάλογα με τον συντακτικό ρόλο που έχει. Οι πτώσεις του ουσιαστικού (αλλά και του άρθρου και του επιθέτου και των αντωνυμιών) αποτελούν την κλίση.
Αριθμός, γένος
Αλλά το ουσιαστικό πέρα από τις πτώσεις του έχει και άλλα χαρακτηριστικά: αριθμό και γένος . Ο αριθμός μπορεί να είναι (στα νέα ελληνικά) ενικός ή πληθυντικός. Τα γένη του ουσιαστικού στα ελληνικά είναι τρία: αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο (που σημαίνει 'ούτε το ένα ούτε το άλλο'). Εδώ θα πρέπει να γίνει η διάκριση ανάμεσα στο γραμματικό γένος και στο φυσικό γένος. Το γραμματικό γένος και το φυσικό γένος δεν συμπίπτουν πάντοτε . Στην περίπτωση των λέξεων ο άνδρας, η γυναίκα γραμματικό και φυσικό γένος συμπίπτουν. Αυτό δεν συμβαίνει στις λέξεις κορίτσι, μηλιά, ποταμός. Το πρώτο, αν και θηλυκού γένους, εμφανίζεται ως ουδέτερο. Το δεύτερο, αν και δεν έχει φυσικό γένος, εμφανίζεται ως θηλυκό και το τρίτο, αν και δεν διαθέτει, επίσης, φυσικό γένος, εμφανίζεται ως αρσενικό. Δεν αποκλείεται λέξεις όπως μηλιά, ποταμός (θηλυκό η πρώτη, αρσενικό η δεύτερη) να απηχούν μια αντίληψη, που χάνεται πίσω στον χρόνο, η οποία έβλεπε ό,τι για μας είναι σήμερα άψυχο στοιχείο της φύσης ως έμψυχο. Έτσι, η μηλιά που γεννά καρπούς (και όλες οι λέξεις που δηλώνουν οπωροφόρα δέντρα) εμφανίζεται γι' αυτό τον λόγο ως έμψυχο και μάλιστα θηλυκό. Ο ποταμός, που γονιμοποιεί με τα νερά του τη γη, εμφανίζεται και αυτός ως έμψυχο, αλλά αρσενικό.
Το ρήμα και ο χρόνος
Ας ξαναθυμηθούμε αυτό που λέγαμε λίγο πριν: ότι η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, και γι' αυτό είναι το βασικό «εργαλείο» της επικοινωνίας και η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας. Αυτό που κάνει την πρόταση (σε αντίθεση με τη φράση ή τη μοναχική λέξη) ολοκληρωμένη σκέψη δεν είναι μόνο ότι συνδυάζει ένα όνομα (ή υποκείμενο) με ένα κατηγόρημα, έναν ειδικό όρο με έναν γενικό όρο - αν και αυτό είναι το κύριο. Στην πρόταση γίνεται και κάτι ακόμα: αυτό στο οποίο αναφέρεται εντοπίζεται χρονικά, και αυτό δίνει στη σκέψη, στην ιδέα, που εκφράζει η πρόταση «σάρκα και οστά». Χωρίς τον χρονικό εντοπισμό η σκέψη, η ιδέα, που εκφράζει η πρόταση είναι «στον αέρα». Όταν λέω Το παιδί έφυγε, αυτό που εκφράζει η πρόταση εντοπίζεται χρονικά ως προς τη στιγμή που εκφωνώ την πρόταση. Αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση (η φυγή του παιδιού) ανήκει στο παρελθόν σε σχέση με τη στιγμή της εκφώνησης. Ο χρονικός εντοπισμός, αν και ανήκει σε ολόκληρη την πρόταση, εκφράζεται, στα νέα ελληνικά, μέσω του ρήματος, γιατί το ρήμα είναι το μέρος του λόγου που εκφράζει διαδικασίες, γεγονότα, καταστάσεις - όψεις δηλαδή της εμπειρίας που «παίζουν» με τον χρόνο. Οι εκδοχές του χρονικού εντοπισμού της πρότασης δηλώνονται στα νέα ελληνικά είτε με αλλαγές στη μορφή (στην κλίση) του ρήματος είτε περιφραστικά. Ο αόριστος (έφυγε), ο παρατατικός (έφευγε), ο παρακείμενος (έχει φύγει), ο υπερσυντέλικος (είχε φύγει): και στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση εντοπίζεται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης. Ο αόριστος και ο παρατατικός «κατασκευάζονται» συνήθως με την προσθήκη του ε (ονομάζεται αύξηση), ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος εκφράζονται περιφραστικά, με το ρήμα έχω. Ο μέλλοντας χρησιμοποιεί τη «μικρή» λέξη θα (θα φύγω). Η λέξη αυτή είναι μία συντομευμένη μορφή του ρήματος θέλω ακολουθούμενου από το να . Αυτό δεν είναι παράξενο. Το μέλλον, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι άγνωστο. Όταν μιλάμε για το μέλλον, το μόνο βέβαιο είναι οι επιθυμίες μας και οι προθέσεις μας. Γι' αυτό στα νεοελληνικά ο μέλλοντας κατασκευάζεται με βάση το ρήμα θέλω (και όχι μόνο· στα αγγλικά χρησιμοποιείται η λέξη will, π.χ. I will go, που σημαίνει επίσης 'θέλω').
Το ρήμα και η όψη
Η διαφορά αορίστου και παρατατικού βρίσκεται στο ότι ο παρατατικός, αλλά όχι ο αόριστος, περιγράφει αυτό που έγινε στο παρελθόν (π.χ. έφευγε) ως κάτι που είχε διάρκεια. Αυτό ονομάζεται όψη. Ο αόριστος και ο παρατατικός τοποθετούν αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση στο παρελθόν, αλλά ο αόριστος το περιγράφει ως ολοκληρωμένο χρονικά, ενώ ο παρατατικός το περιγράφει ως διαρκές. Διαφέρουν, λοιπόν, ως προς την όψη, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν» αυτό που έγινε στο παρελθόν. Την ίδια διαφορά, ως προς την όψη, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ανάμεσα στο θα φύγω και στο θα φεύγω.
Παρακείμενος, υπερσυντέλικος
Ο παρακείμενος εντοπίζει, και αυτός, κάτι ως παρελθοντικό σε σχέση με τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Η διαφορά του με τον αόριστο φαίνεται σε παραδείγματα όπως τα παρακάτω:
(1) Ο Γιάννης έφυγε χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
(2) Ο Γιάννης έχει φύγει από χτες και γύρισε σήμερα το πρωί.
Η δεύτερη πρόταση ακούγεται κάπως περίεργα και αυτό γιατί ο παρακείμενος περιγράφει κάτι που έγινε στο παρελθόν (όπως ο αόριστος), με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του παρακειμένου το αποτέλεσμα αυτού που έγινε στο παρελθόν συνεχίζεται ως τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση. Γι' αυτό η δεύτερη πρόταση δεν «ακούγεται» καλά. Το δεύτερο κομμάτι της (και γύρισε σήμερα το πρωί) «συγκρούεται» με αυτό που δηλώνει το πρώτο κομμάτι (με τον παρακείμενο έχει φύγει), ότι δηλαδή η φυγή του Γιάννη εξακολουθεί να ισχύει τη στιγμή που εκφωνείται η πρόταση.
Ο υπερσυντέλικος χρησιμοποιείται για να συνδέσει μεταξύ τους πράξεις, γεγονότα που τοποθετούνται στο παρελθόν σε σχέση με τη χρονική στιγμή της εκφώνησης της πρότασης:
Ο Γιάννης είχε φύγει όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Κώστας.
Επιρρήματα
Ο χρονικός προσδιορισμός της πρότασης δεν γίνεται μόνο με τους χρόνους του ρήματος αλλά και με χρονικά επιρρήματα, όπως χτες, αύριο, σήμερα, ή επιρρηματικές εκφράσεις, όπως πριν από έναν μήνα, μετά από έναν χρόνο κλπ. Εδώ αξίζει να ξαναθυμηθούμε αυτό το ε (την αύξηση) που μπαίνει στην αρχή του ρήματος, όταν η αναφορά είναι στο παρελθόν: έφυγε, έφευγε. Η ιστορική γλωσσολογία (η επιστήμη που ασχολείται με την «αρχαιολογία» των γλωσσών, τις αρχές τους και την εξέλιξή τους) πιστεύει ότι σε αυτό το μικρό στοιχείο που «κολλάει» στο ρήμα κρύβεται (όπως και στην περίπτωση του θα, που είδαμε νωρίτερα) μια παλιά λέξη που σήμαινε πριν, ήταν δηλαδή ένα χρονικό επίρρημα που «στεκόταν» μόνο του. Αυτό το χρονικό επίρρημα σιγά σιγά έγινε «ένα» με το ρήμα και στη διαδικασία αυτή «μίκρυνε» (με τον ίδιο τρόπο όπως το θέλω + να έγινε θα) για να καταλήξει στο ε (την αύξηση) που έχουμε σήμερα.
Εκτός από τα χρονικά επιρρήματα υπάρχουν τα τοπικά επιρρήματα, όπως εδώ, εκεί (στην αντωνυμία εκείνος «κρύβεται» το τοπικό επίρρημα εκεί: εκείνος είναι αυτός που βρίσκεται εκεί, δηλαδή σε κάποια απόσταση από τον ομιλητή), πέρα, κοντά, μακριά, γύρω, κλπ. Αν τα χρονικά επιρρήματα, μαζί με τους χρόνους του ρήματος, είναι οι «άγκυρες» της πρότασης στον χρόνο, τα τοπικά επιρρήματα είναι οι «άγκυρές» της στον τόπο. Πολύ συχνά χρησιμοποιούνται οι ίδιες λέξεις, τα ίδια επιρρήματα, και για τις δύο δουλειές, και για τον τόπο και για τον χρόνο: Θα έρθω γύρω στις τρεις, και Τρέχουν γύρω από το τραπέζι· Δεν θα περιμένω πέρα από τις τρεις, και Η στάση είναι πιο πέρα. Γιατί συμβαίνει αυτό-, Γιατί ο χρόνος, σε αντίθεση με τον τόπο, είναι κάτι το «άπιαστο». Έτσι, χρησιμοποιούνται οι τοπικές εκφράσεις για να μπορέσουμε να μιλήσουμε γι' αυτό το «άπιαστο» που είναι ο χρόνος. Αυτό γίνεται πολύ συχνά στη γλώσσα. Χρησιμοποιούμε δηλαδή μια «χειροπιαστή», συγκεκριμένη έκφραση, για να μιλήσουμε για κάτι πιο «άπιαστο», αφηρημένο. Παρατηρήστε τα παρακάτω παραδείγματα:
(3) Το κτίριο στηρίζεται σε τσιμεντένιες κολόνες.
(4) Η θεωρία αυτή στηρίζεται στα παρακάτω επιχειρήματα.
Θα συμφωνήσετε ότι στην πρόταση (3) το ρήμα στηρίζεται έχει ένα πολύ συγκεκριμένο, «χειροπιαστό» περιεχόμενο. Και αυτό το «χειροπιαστό» περιεχόμενο χρησιμοποιείται στην πρόταση (4) για να μιλήσουμε για κάτι πιο αφηρημένο, για μια θεωρία. Σαν να ήταν η θεωρία ένα οικοδόμημα που χρειάζεται τα στηρίγματα του. «Μεταφέρουμε» τη «συγκεκριμένη» έκφραση, εδώ το ρήμα στηρίζεται, όπως στην πρόταση (3), σε έναν πιο αφηρημένο «χώρο». Αυτή είναι η διαδικασία της μεταφοράς. Με τον ίδιο, μεταφορικό , τρόπο μιλάμε για τον χρόνο μέσω του τόπου (όπως είδαμε παραπάνω).
Πέρα από τα χρονικά και τα τοπικά επιρρήματα υπάρχουν και τα τροπικά επιρρήματα, π.χ.:
(5) Τρέχει καλά/γρήγορα/δύσκολα κλπ.
(6) Σίγουρα/πιθανόν/ίσως κτλ. θα τα καταφέρει.
Τα τροπικά επιρρήματα, όπως στην πρόταση (5), κάνουν την ίδια δουλειά που κάνουν οι αναφορικές προτάσεις για τα ουσιαστικά (θυμηθείτε τη συζήτηση που κάναμε λίγο νωρίτερα): επεκτείνουν τη σημασία του ρήματος ή αλλιώς δημιουργούν περιφραστικά (δηλαδή όχι μονολεκτικά) ρήματα. Τα επιρρήματα στο παράδειγμα (6) κάνουν άλλη δουλειά: εκφράζουν τους βαθμούς βεβαιότητας που έχει ο ομιλητής γι' αυτό που λέει, για αυτό που «προτείνει» στον συνομιλητή του.
Και πάλι για το ρήμα
Η μορφή του ρήματος δεν αλλάζει μόνο ανάλογα με τον χρόνο που εκφράζει, αλλά και με το πρόσωπο και τον αριθμό . Όπως ξέρουμε, το ρήμα στα νέα ελληνικά έχει καταλήξεις που δηλώνουν το πρόσωπο και τον αριθμό:
(εγώ) φεύγ-ω
(εσύ) φεύγ-εις
(αυτός, -ή, -ό) φεύγ-ει
(εμείς) φεύγ-ουμε
(εσείς) φεύγ-ετε
(αυτοί, -ές, -ά) φεύγ-ουν
Τί είναι οι καταλήξεις; Όπως και στην περίπτωση του ε, της αύξησης (π.χ. έ-φυγε), είναι «παλιές» λέξεις που έγιναν «ένα» με το ρήμα - αυτή τη φορά στο τέλος του και όχι στην αρχή του. Αλλά τί είδους λέξεις ήταν; Δεν μπορεί παρά να ήταν «παλιές» προσωπικές αντωνυμίες (προσέξτε την ομοιότητα του πρώτου προσώπου (φεύγ-ω) με την αντωνυμία του πρώτου προσώπου εγ-ώ), που «μίκρυναν» και «κόλλησαν» στο ρήμα - ενσωματώθηκαν σ' αυτό.
Δύο λόγια για τον αριθμό. Αν το σκεφτείτε λίγο, θα καταλάβετε ότι ο αριθμός «περιττεύει» στο ρήμα. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Τα παιδιά έφυγαν.
Ο αριθμός «ανήκει» στο ουσιαστικό παιδί, γιατί αναφέρεται σε κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την πράξη στην οποία αναφέρεται το ρήμα. Αυτό φαίνεται καθαρά αν παραφράσουμε την πρόταση Τα παιδιά έφυγαν σε φυγή των παιδιών. Λέμε η φυγή και όχι οι φυγές των παιδιών. Ο αριθμός λοιπόν δεν χρειάζεται στο ρήμα, γιατί το ρήμα δεν αναφέρεται σε κάτι «μετρήσιμο». Γιατί όμως εμφανίζεται και στο ρήμα; Ή, αλλιώς, γιατί, όπως λέμε, το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενο του ως προς τον αριθμό; Αυτό είναι ένα από τα μυστικά της γλώσσας. Συχνά επαναλαμβάνονται πλεοναστικά πληροφορίες, όπως στην περίπτωση του αριθμού στο ρήμα, για να εξασφαλιστεί η σαφήνεια του μηνύματος που στέλνουμε στον συνομιλητή μας.
Πριν αφήσουμε το ρήμα θα πρέπει να συζητήσουμε μερικά ακόμα ζητήματα. Το «κομμάτι» του ρήματος που «κουβαλάει» τη σημασία του ρήματος είναι η ρίζα του. Έτσι, στο ρήμα φεύγ-ω η ρίζα είναι το «κομμάτι» φευγ-. Αλλά η ρίζα αυτή δεν είναι «σταθερή»: έ-φευγ-ε, φεύγ-ει αλλά έ-φυγ-ε, θα φύγ-ει, να φύγ-ει. Ο τύπος φευγ- εμφανίζεται στον ενεστώτα, στον χρόνο που δηλώνει ότι κάτι γίνεται ταυτόχρονα με τη στιγμή της εκφώνησης (ο Γιάννης φεύγει) ή συνήθως (ο Γιάννης φεύγει κάθε φορά που θυμώνει). Εμφανίζεται επίσης όταν δηλώνεται η διάρκεια (θυμηθείτε την όψη του ρήματος που συζητήσαμε νωρίτερα): έφευγε, θα φεύγει, να φεύγει. Σε ορισμένα ρήματα (ονομάζονται συνήθως ανώμαλα) αυτή η αλλαγή είναι ακόμα πιο δραστική, π.χ. βλέπω, είδα. Εδώ το ρήμα γίνεται «αγνώριστο» στον αόριστο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Απλά, γιατί ο αόριστος κατασκευάζεται από ένα άλλο, ξέχωρο ρήμα με συγγενική σημασία, που συγχωνεύθηκε με αυτό που δίνει τον ενεστώτα βλέπω. Έχουμε δηλαδή την ένωση δύο ξεχωριστών ρημάτων που μοιράζονται τους διάφορους τύπους .
Φωνή και διάθεση
Πέρα από τον χρόνο, το πρόσωπο, τον αριθμό, η μορφή του ρήματος καταγράφει και άλλες πληροφορίες. Π.χ. όταν ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο του Ενεστώτα τελειώνει σε -ω, τότε βρίσκεται στην ενεργητική φωνή· όταν ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο του Ενεστώτα τελειώνει σε -μαι, τότε βρίσκεται στη μεσοπαθητική φωνή. Οι διακρίσεις αυτές έχουν να κάνουν με τη μορφή, με το πώς εμφανίζεται ένα ρήμα. Αλλά εάν δούμε ένα ρήμα από την πλευρά της σημασίας του, τότε το κατατάσσουμε ανάλογα με τη διάθεσή του. Όταν το ρήμα εκφράζει μια πράξη ή διαδικασία που είτε έχει αντικείμενο (π.χ. αγόρασα το βιβλίο) είτε δεν έχει (π.χ. φεύγω, πεθαίνω), λέμε ότι βρίσκεται στην ενεργητική διάθεση. Όταν η πράξη ή η διαδικασία που περιγράφει το ρήμα «επιστρέφει» στο υποκείμενο ή αφορά το υποκείμενο (πλένομαι 'πλένω τον εαυτό μου'· λούζομαι 'λούζω τον εαυτό μου'· χαίρομαι· στενοχωριέμαι), τότε λέμε ότι βρίσκεται στη μέση διάθεση. Η παθητική διάθεση είναι συγγενική με τη μέση φωνή και περιγράφει πράξεις ή δραστηριότητες όχι από την πλευρά του υποκειμένου που ενεργεί αλλά από την πλευρά αυτού που δέχεται την πράξη ή την ενέργεια: Αγόρασα το βιβλίο / Το βιβλίο αγοράστηκε χτες. Η παθητική φωνή είναι ένας τρόπος για να αλλάξει η εστίαση της πρότασης: από το υποκείμενο που ενεργεί στο αντικείμενο που δέχεται την ενέργεια. Αλλά γιατί χρειάζεται αυτή η αλλαγή της εστίασης; Χρειάζεται για τις ανάγκες του διαλόγου. Παρακολουθήστε τον παρακάτω διάλογο:
«Τί έγινε με το βιβλίο που έλεγες;»
«Το αγόρασα χτες.» / «Αγοράστηκε χτες.»
Στα νέα ελληνικά δεν χρησιμοποιείται πολύ η παθητική διάθεση στον προφορικό λόγο. Στη θέση της χρησιμοποιούνται συντακτικές κατασκευές όπως η παρακάτω:
Το βιβλίο το αγόρασα χτες,
που κάνουν την ίδια «δουλειά» με την παθητική φωνή: «εστιάζουν» στο αντικείμενο.
Επίθετο
Το επίθετο, όπως και το ρήμα, είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η γλώσσα για να αποδίδει γενικά χαρακτηριστικά στους ειδικούς όρους της, στα ονόματα:
Το παιδί έφυγε.
Το παιδί είναι καλό.
Το καλό παιδί.
Ο όρος είναι αρχαίος και σημαίνει 'αυτό που τοποθετείται πάνω σε κάτι' (ἐπί 'πάνω' + τίθημι 'τοποθετώ'), δηλαδή πάνω στο ουσιαστικό. Τα επίθετα κάνουν πολλές δουλειές, σε αντίθεση με τα ουσιαστικά, που δηλώνουν «πράγματα», τόσο συγκεκριμένα (τραπέζι) όσο και αφηρημένα (ειρήνη). Έτσι, αν συγκρίνετε το επίθετο ξύλινος και το επίθετο όμορφος, εύκολα θα καταλάβετε ότι, αν και είναι και τα δύο επίθετα, αναφέρονται σε εντελώς διαφορετικές ιδιότητες. Το πρώτο αναφέρεται σε μια φυσική ιδιότητα. Έτσι, όταν λέμε Το τραπέζι είναι ξύλινο, αναφερόμαστε σε μια φυσική ιδιότητα του τραπεζιού, στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο. Γι' αυτό αντί για Το τραπέζι είναι ξύλινο μπορούμε να πούμε Το τραπέζι είναι από ξύλο. Όταν λέμε όμως Το τραπέζι είναι όμορφο, δεν αναφερόμαστε σε μια φυσική ιδιότητα του τραπεζιού (όπως είναι το υλικό του) αλλά σε μια αξιολόγηση του τραπεζιού, σε κάτι που βλέπουμε εμείς στο τραπέζι. Γι' αυτό δεν μπορούμε να πούμε Το τραπέζι είναι από ομορφιά. Γιατί μας χρειάζονται όλα αυτά; Για να καταλάβουμε ότι συχνά στη γλώσσα βρίσκουμε «κάτω από την ίδια στέγη» διαφορετικά πράγματα, διαφορετικές έννοιες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι διάλεξαν τον όρο επίθετο, που δεν περιγράφει τί σημαίνει αυτό το μέρος του λόγου (ενώ για το ουσιαστικό αυτό ισχύει: ουσιαστικά είναι αυτά που δηλώνουν «ουσίες», δηλαδή οντότητες, «πράγματα»), αλλά περιγράφει κάτι «που μπαίνει πάνω» στο ουσιαστικό (ἐπι-τίθημι).
Προθέσεις, σύνδεσμοι, μόρια
Οι προθέσεις (π.χ. για, με, προς, παρά κ.ά.) είναι «μικρές λέξεις» που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν σχέσεις, τοπικές αλλά και άλλες:
Αυτό είναι για τον Νίκο.
Έφυγε με τον Νίκο.
Κινήθηκε προς την έξοδο.
Οι σύνδεσμοι (π.χ. και, αλλά) είναι οι «αρμοί» με τους οποίους συνδέονται κομμάτια της πρότασης ή μεγαλύτερων κειμένων. Τα μόρια είναι μια μεγάλη κατηγορία γλωσσικών στοιχείων που κάνουν διάφορες δουλειές. Η πιο σημαντική είναι ότι οργανώνουν τον διάλογο.
Ο Γιάννης, λοιπόν, έφυγε νωρίς.
Το λοιπόν δηλώνει ότι έχει προηγηθεί κάποια συζήτηση και σε αυτήν παραπέμπει.
Καλά, γιατί έφυγες;
Αυτό το καλά, που γεννιέται από το τροπικό επίρρημα καλά, σημαίνει ότι ο ομιλητής άκουσε τί είχε να του πει ο συνομιλητής του, αλλά παρ' όλα αυτά χρειάζεται κάποια παραπάνω πληροφορία. Το ότι αυτό το καλά κατάγεται μεν από το τροπικό επίρρημα καλά αλλά χρησιμοποιείται διαφορετικά από αυτό (για να «υφάνει» τον διάλογο) φαίνεται από το παρακάτω παράδειγμα:
Καλά, είσαι καλά;
Αν τα δύο καλά είχαν την ίδια σημασία και χρήση, τότε αυτή η πρόταση θα ήταν ανόητη. Αλλά δεν είναι!
Υπάρχουν βέβαια και άλλα μόρια που δεν έχουν αυτή τη λειτουργία (να «υφαίνουν» τον διάλογο), π.χ. δά (έμφαση, όχι δά!), νά (νά ο Γιάννης!), αμέ, και άλλα.
Πώς γεννήθηκαν αυτές οι «μικρές» λέξεις; Θυμηθείτε τί λέγαμε για τη «μικρή» λέξη θα, που δηλώνει τον μέλλοντα. Είναι μια «συρρικνωμένη» (δηλαδή συντομευμένη) μορφή του ρήματος θέλω (+ να). Δηλαδή η ακολουθία θέλω να «γέννησε», για τους λόγους που εξηγήσαμε, μια «μικρή» λέξη (ένα μόριο) για να δηλωθεί η μελλοντικότητα. Οι ιστορικοί γλωσσολόγοι, οι «αρχαιολόγοι της γλώσσας», πιστεύουν ότι οι προθέσεις (για, με, προς κλπ.) είναι ό,τι απέμεινε από παλιά ουσιαστικά που δήλωναν σχέσεις χώρου. Ανάλογες υποθέσεις γίνονται και για τους συνδέσμους. Ένα παράδειγμα ίσως βοηθήσει. Η λέξη μαζί που χρησιμοποιούμε σήμερα προέρχεται από τη λέξη μάζα. Όταν είμαι μαζί με κάποιον, είμαι «μάζα» με αυτόν, δηλαδή ενωμένος. Και ακόμα ένα παράδειγμα, που έχει αξία γιατί είναι «ζωντανό». Χρησιμοποιούμε συχνά την έκφραση δεν πας! πα να… Πρόκειται βέβαια για το ρήμα πάω, που ωστόσο βρίσκεται σε μια πορεία ανάλογη με αυτή που έκανε το θέλω να να εξελιχθεί σε θα. Σε μια πορεία δηλαδή όπου θα «χαθεί» η αίσθηση, που την έχουμε ακόμα, ότι πρόκειται για το ρήμα πάω, και θα γίνει ένα άκλιτο μόριο πα.
Και πάλι για την πρόταση
Ξεκινήσαμε το·κεφάλαιο αυτό λέγοντας ότι η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι η πρόταση. Η γλωσσική επικοινωνία γίνεται με προτάσεις, δηλαδή με γλωσσικές κατασκευές που εκφράζουν μια ολοκληρωμένη σκέψη. Και εκφράζουν μια ολοκληρωμένη σκέψη γιατί συνδυάζουν έναν ειδικό όρο (το όνομα ή υποκείμενο) και έναν γενικό όρο (το κατηγόρημα).
Το παιδί φεύγει.
Το παιδί είναι καλό.
Ο Γιάννης είναι άνθρωπος.
Και αυτός ο συνδυασμός, η απόδοση στο ειδικό ενός γενικού χαρακτηριστικού, είναι που γεννά την ολοκληρωμένη σκέψη. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε αυτό που λέγαμε στο πρώτο κεφάλαιο: ότι οι λέξεις της γλώσσας δεν αποτελούν αντιδράσεις στα ερεθίσματα της εμπειρίας (όπως γίνεται με το γάβγισμα του σκύλου ή την κραυγή του πόνου) αλλά περιγραφές της εμπειρίας, και μάλιστα γενικές. Αν ανοίξουμε ένα ερμηνευτικό λεξικό ή μια εγκυκλοπαίδεια θα δούμε ότι οι λέξεις της γλώσσας (το νόημά τους) περιγράφονται αναλυτικά (με προτάσεις) και γενικά: κότα είναι ένα είδος κατοικίδιου πτηνού που…, φεύγω είναι η διαδικασία με την οποία… Αυτή η γενικότητα είναι που κάνει τις λέξεις περιγραφές της εμπειρίας, του κόσμου στον οποίο ζούμε, και όχι αντίδραση σε ερέθισμα (όπως συμβαίνει στα ζώα). Όλες οι λέξεις, και αυτό φαίνεται πάλι στο πρώτο ερμηνευτικό λεξικό ή στην πρώτη εγκυκλοπαίδεια που θα ανοίξουμε, είναι «κρυφές» προτάσεις. Η πρόταση μοιάζει με το κρεμμύδι: πίσω από τη «φανερή» πρόταση υπάρχει η «κρυφή» πρόταση που κρύβει κάθε λέξη. Και δεν γίνεται αλλιώς. Η πρόταση είναι το «εργαλείο» με το οποίο κατακτιέται η γενικότητα του ειδικού, του συγκεκριμένου· και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας, αυτό που την κάνει κάτι το μοναδικό σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο σύστημα επικοινωνίας στο ζωικό βασίλειο. Αυτή η γενικότητα του ειδικού είναι που κάνει τη γλώσσα περιγραφή και ανάλυση της εμπειρίας και όχι απλά αντίδραση στα ερεθίσματα που «εισπράττουμε» από αυτήν.
Η γλώσσα και οι γλώσσες
Όπως θα έχετε προσέξει, στη συζήτηση που προηγήθηκε δεν μιλήσαμε καθόλου για τα αρχαία ελληνικά. Μιλήσαμε για την αρχιτεκτονική της γλώσσας και χρησιμοποιήσαμε τα νέα ελληνικά για να την περιγράψουμε. Χρησιμοποιήσαμε τα νέα ελληνικά, γιατί είναι η γλώσσα που ξέρουμε. Θα μπορούσαμε το ίδιο καλά να μιλήσουμε για την αρχιτεκτονική της γλώσσας χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Κι αυτό γιατί όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, τον ίδιο σχεδιασμό. Όλες έχουν προτάσεις (δηλαδή σύνταξη)· όλες έχουν τρόπους να εκφράζουν ονόματα και κατηγορήματα· όλες έχουν τρόπους να εκφράζουν τον χώρο (δηλαδή τον τόπο) και τον χρόνο· όλες έχουν τρόπους για να συνδέουν τις προτάσεις (συνδέσμους)· όλες οι γλώσσες έχουν τρόπους για να συνδέουν τις προτάσεις με τον διάλογο (αυτό που κάνουν τα μόρια στα ελληνικά). Οι διαφορές ανάμεσα στις διάφορες γλώσσες δεν βρίσκονται στον βασικό σχεδιασμό τους - αυτός είναι ο ίδιος για όλες τις γλώσσες· βρίσκονται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για να πραγματοποιηθεί αυτός ο σχεδιασμός. Και για να γίνει αυτό κατανοητό, ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Στα νέα ελληνικά (αλλά και στα αρχαία ελληνικά και σε πολλές άλλες γλώσσες) χρόνο έχουν μόνο τα ρήματα, και αυτός δηλώνεται με αλλαγές στη μορφή τους, στην κλίση τους (θυμηθείτε π.χ. την αύξηση έ-φυγε). Υπάρχουν όμως γλώσσες που «σημαδεύουν» για τον χρόνο και τα ουσιαστικά τους. Φανταστείτε την αύξηση να εμφανίζεται, στα νέα ελληνικά, και στα ουσιαστικά:
έ-το παιδί έ-φυγε
Στα νέα ελληνικά (και στα αρχαία ελληνικά, και σε πολλές άλλες γλώσσες) το άρθρο είναι μια «μικρή» ξεχωριστή λέξη. Υπάρχουν όμως γλώσσες όπου αυτό δεν συμβαίνει . Έτσι, στα τουρκικά το αόριστο άρθρο (bir 'ένας/μία/ένα') είναι ξεχωριστή λέξη: bir adam'ένας άνθρωπος'. Το οριστικό άρθρο όμως δεν είναι ξεχωριστή, ανεξάρτητη λέξη στα τουρκικά- είναι «κομμάτι» του ουσιαστικού: bir adamgordum 'έναν άνθρωπο είδα'· αλλά adami gordum'τον άνθρωπο είδα'. Αυτό το ι, που είναι κομμάτι του ουσιαστικού, είναι το οριστικό άρθρο του. Το ίδιο συμβαίνει και στα αλβανικά: nje dollapσημαίνει 'ένα ντουλάπι' (η λέξη dolap είναι τουρκική και τη δανείστηκαν τόσο τα αλβανικά όσο και τα ελληνικά)· dollapi σημαίνει 'το ντουλάπι'.
Στα νέα ελληνικά (αλλά και στα αρχαία), αν θέλουμε να μιλήσουμε για το μέσο ή το εργαλείο με το οποίο κάνουμε κάτι, χρησιμοποιούμε προθέσεις, λ.χ. την πρόθεση με: με το ψαλίδι, με το σφυρί, με το μαχαίρι. Σε πολλές γλώσσες αυτό δηλώνεται με την κλίση του ουσιαστικού. Υπάρχει δηλαδή μια πτώση που εκφράζει το μέσο ή το εργαλείο και λέγεται οργανική. Έτσι στα ρωσικά samaliot σημαίνει 'αεροπλάνο'. Το ουσιαστικό στην οργανική πτώση γίνεται samaliotom, που σημαίνει 'με το αεροπλάνο'.
Υπάρχουν γλώσσες στις οποίες το ρήμα δεν «κουβαλάει» επάνω του ενδείξεις για τον χρόνο, όπως γίνεται στα νέα ελληνικά. «Κουβαλάει» μόνο ενδείξεις για την όψη . Θυμηθείτε τη διάκριση ανάμεσα στο έφευγε και στο έφυγε. Και τα δύο δηλώνουν μια πράξη που ανήκει στο παρελθόν σε σχέση με τη στιγμή που ο ομιλητής «εκφωνεί» την πρόταση. Η διαφορά είναι ότι το πρώτο περιγράφει την πράξη ως διαρκή, ενώ το δεύτερο την παρουσιάζει τελειωμένη. Ορισμένες λοιπόν γλώσσες χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές του ρήματος για να δηλώσουν τη διάρκεια ή μη (κάτι ανάλογο με τη διάκριση φευγ-, φυγ-) μιας πράξης ή ενέργειας αλλά τον χρόνο τον εκφράζουν με ξεχωριστά χρονικά επιρρήματα. Κάπως έτσι:
Ο Γιάννης πριν φευγ- (διαρκές) = έφευγε.
Ο Γιάννης πριν φυγ- (τελειωμένο) = έφυγε.
Αν, όπως λέγαμε νωρίτερα, η αύξηση ε ήταν (σε μια πολύ παλιά φάση της ελληνικής γλώσσας από την οποία δεν υπάρχουν κείμενα) ένα ανεξάρτητο χρονικό επίρρημα που σήμαινε 'πριν' και «ενσωματώθηκε» αργότερα στο ρήμα, τότε σε αυτή την πολύ παλιά φάση τα ελληνικά έμοιαζαν με αυτές ακριβώς τις γλώσσες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι γλώσσες αλλάζουν. Αυτό θα το δούμε στα επόμενα κεφάλαια πιο συστηματικά.
Στα νέα ελληνικά (αλλά και στα αρχαία ελληνικά και σε άλλες γλώσσες) τα ουσιαστικά (τα επίθετα, οι αντωνυμίες, τα άρθρα) έχουν ενδείξεις στη μορφή τους (στην κλίση τους) που δηλώνουν το γένος. Αυτό δεν συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες. Έτσι, στα αγγλικά το γένος δηλώνεται όχι με αλλαγές στη μορφή του ουσιαστικού αλλά μόνο με αντωνυμίες: he/she/it 'αυτός/αυτή/αυτό'. Στα αγγλικά επίσης, αντίθετα από τα νέα ελληνικά, το ρήμα δεν «κουβαλάει» επάνω του ενδείξεις που δηλώνουν το πρόσωπο (με εξαίρεση το τρίτο πρόσωπο):
I go πηγαίν-ω
you go πηγαίν-εις
he/she/it goes πηγαίν-ει
we go πηγαίν-ουμε
you go πηγαίν-ετε
they go πηγαίν-ουν
To πρόσωπο δηλώνεται στα αγγλικά με την υποχρεωτική παρουσία των προσωπικών αντωνυμιών (/, you, he κλπ.). Εδώ πάλι αξίζει να θυμηθούμε αυτό που λέγαμε νωρίτερα: ότι δηλαδή παλιά οι καταλήξεις που δηλώνουν το πρόσωπο στα ελληνικά ήταν (σύμφωνα με τους «αρχαιολόγους» της γλώσσας, τους ιστορικούς γλωσσολόγους) ανεξάρτητες προσωπικές αντωνυμίες που αργότερα «έγιναν ένα» με το ρήμα, έγιναν καταλήξεις. Αλλά και για τα αγγλικά ξέρουμε ότι σε μια παλιότερη φάση τους (έως επτακόσια χρόνια πριν από σήμερα) είχαν, όπως τα ελληνικά, καταλήξεις που δήλωναν πρόσωπο. Οι καταλήξεις αυτές «χάθηκαν» (η γλώσσα άλλαξε) και αντικαταστάθηκαν από ανεξάρτητες προσωπικές αντωνυμίες που τώρα πια μπαίνουν υποχρεωτικά πριν από το ρήμα για να δηλώσουν πρόσωπο (I, you, he/she/it, we, you, they). Αλλά γιατί χάθηκαν; Ένας τρόπος (όχι ο μόνος βέβαια) με τον οποίο αλλάζουν οι γλώσσες είναι με τη διαδικασία της μετάδοσης από γενιά σε γενιά, καθώς δηλαδή μαθαίνουν τη γλώσσα τα μικρά παιδιά της νέας γενιάς. Και στην πορεία αυτή μπορεί να συμβούν διάφορες εξομαλύνσεις που διευκολύνουν την εκμάθηση . Σκεφτείτε το μικρό ελληνόπουλο που μαθαίνει την κλίση του ρήματος στα πρώτα δύο τρία χρόνια της ζωής του. Θα πρέπει να μάθει όλους τους διαφορετικούς τύπους (πηγαίν-ω, πηγαίν-εις κλπ.). Σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό που μπορεί να συμβεί (και έγινε στα αγγλικά αλλά όχι στα ελληνικά) είναι να εξομαλυνθεί (από το παιδί) η κλίση του ρήματος (για να διευκολυνθεί το έργο της εκμάθησης): να μείνει το «σταθερό» κομμάτι του ρήματος που εκφράζει το νόημά του (πηγαιν-, go) και οι καταλήξεις να αντικατασταθούν από ανεξάρτητες αντωνυμίες. Αυτή η εξομάλυνση έχει, για το μικρό παιδί που μαθαίνει τη γλώσσα, ένα μεγάλο κέρδος: μαθαίνει έναν «άκλιτο» τύπο για το ρήμα (go) και οι καταλήξεις (που δεν έχουν ξέχωρο, δικό τους νόημα γιατί δεν είναι ανεξάρτητες λέξεις) αντικαθίστανται από ανεξάρτητες λέξεις, τις αντωνυμίες, που μαθαίνονται ευκολότερα γιατί έχουν, αντίθετα με τις καταλήξεις, ένα ξεκάθαρο νόημα.
Μετά από αυτή τη μικρή παρένθεση, ας ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα που μας απασχολεί: στους τρόπους με τους οποίους οι γλώσσες πραγματοποιούν τον σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική της γλώσσας. Συχνά οι γλώσσες διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουν τη σειρά των λέξεων μέσα στην πρόταση . Έτσι, αυτό που στα νέα ελληνικά εκφράζεται με τη σειρά υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, π.χ. O Γιάννης [υποκείμενο] αγόρασε [ρήμα] το βιβλίο [αντικείμενο], στα τουρκικά εκφράζεται με τη σειρά υποκείμενο-αντικείμενο-ρήμα: O Γιάννης το βιβλίο αγόρασε. Αυτή η σειρά είναι δυνατή στα ελληνικά αλλά τη χρησιμοποιούμε για να δώσουμε έμφαση στο αντικείμενο (εδώ το βιβλίο). Στα τουρκικά είναι η κανονική σειρά των λέξεων, αντίστοιχη με τη σειρά υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο της νέας ελληνικής.
Μιλήσαμε για την κλίση των λέξεων. Οι γλώσσες που, για να εκφράσουν διάφορες σημασίες, χρησιμοποιούν την αλλαγή της μορφής των λέξεων (λ.χ. τις πτώσεις ή διάφορες ενδείξεις που «κουβαλάει» το ρήμα: χρόνο, όψη, αριθμό, πρόσωπο) λέγονται κλιτές ή συνθετικές . Γλώσσες που, για να εκφράσουν τις ίδιες σημασίες, χρησιμοποιούν περιφραστικούς τρόπους (ξεχωριστές λέξεις και όχι αλλαγές στη μορφή των λέξεων) λέγονται αναλυτικές. Έτσι η διαφορά μεταξύ των αγγλικών και των νέων ελληνικών είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ μιας αναλυτικής και μιας συνθετικής γλώσσας. Συγκρίνετε το I go της αγγλικής με το πηγαίν-ω της νέας ελληνικής. Το πρόσωπο στα νέα ελληνικά είναι μέρος της κλίσης του ρήματος, ενώ στα αγγλικά δεν είναι: εκφράζεται περιφραστικά, με μια ξεχωριστή αντωνυμία. Όπως θα δούμε σε λίγο, τα νέα ελληνικά είναι, σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά, λιγότερο συνθετική γλώσσα, γιατί πολλές σημασίες που εκφράζονται με την κλίση των λέξεων στα αρχαία ελληνικά, δηλαδή συνθετικά, στα νέα ελληνικά εκφράζονται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά.
Τα αρχαία ελληνικά
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τα αρχαία ελληνικά και την αρχιτεκτονική τους. Τα αρχαία ελληνικά ήταν μια κλιτή ή συνθετική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που εμφανίζει αλλαγές στη μορφή των λέξεων - είτε εσωτερικές, στη ρίζα της λέξης (π.χ. φευγ-, φυγ-), είτε εξωτερικές, με την προσθήκη στο τέλος (καταλήξεις) ή στην αρχή της ρίζας (λ.χ. η αύξηση έ-φυγε) στοιχείων που εκφράζουν διάφορες σημασίες, π.χ. χρόνο, γένος, πρόσωπο, αριθμό κλπ. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι ότι τα αρχαία ελληνικά εμφανίζουν πολύ πλουσιότερη κλίση. Τα νέα ελληνικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά είναι λιγότερο συνθετική γλώσσα, ή αλλιώς πιο αναλυτική. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν περιφράσεις εκεί που τα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιούν κλίση, δηλαδή αλλαγές στη μορφή της λέξης.
Ας αρχίσουμε με τα ουσιαστικά, τα επίθετα, τα άρθρα, τις αντωνυμίες. Όλα αυτά κλίνονται, όπως στα νέα ελληνικά, με τη διαφορά ότι στα αρχαία ελληνικά υπάρχει μια πτώση που έχει χαθεί στα νέα ελληνικά , η δοτική. Έτσι, στο νέο ελληνικό (έδωσα) στον πατέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο τον + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο τῶι πατρί (το τῶι γράφεται και τῷ, με το ι από κάτω - αυτή είναι η «υπογεγραμμένη», δηλαδή το γράμμα που γράφεται ὑπό 'από κάτω'). Στο νέο ελληνικό (έδωσα) στη μητέρα (που αποτελείται από την πρόθεση σε και το άρθρο την + ουσιαστικό) αντιστοιχεί το αρχαίο ελληνικό τῆι (γράφεται συνήθως τῇ) μητρί. Στα νέα ελληνικά η αρχαία δοτική αναλύθηκε σε μια περίφραση: πρόθεση + άρθρο + ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. στον καλό άνθρωπο) ή αντωνυμία (π.χ. σε αυτόν). Βλέπετε λοιπόν τη διαφορά: η νέα ελληνική χρησιμοποιεί ανάλυση εκεί που η αρχαία ελληνική χρησιμοποιεί σύνθεση, δηλαδή κλίση. Το ίδιο συμβαίνει και στο ρήμα. Θυμηθείτε τί λέγαμε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού για τις προτάσεις. Λέγαμε λοιπόν ότι με τις προτάσεις «προτείνουμε» στον συνομιλητή μας διάφορα «πράγματα»: να δεχτεί σαν πραγματικό κάτι που του λέμε, π.χ. Ο Γιάννης έρχεται- να ακούσει κάτι που είναι πιθανό, που είναι στις προθέσεις μας στο άμεσο μέλλον ή που το ευχόμαστε, π.χ. Ίσως έρθει ο Γιάννης, Ας έρθει ο Γιάννης. Μπορεί ακόμα η πρόταση να εκφράζει μια διαταγή, π.χ. Έλα. Στα αρχαία ελληνικά η μορφή του ρήματος με την οποία καλούμε τον συνομιλητή μας να δεχτεί κάτι ως πραγματικό, αληθινό, λέγεται οριστική. Η μορφή του ρήματος με την οποία μιλάμε για πράγματα που δεν έχουν «οριστικοποιηθεί» λέγεται υποτακτική. Έτσι λ.χ. το ρήμα ἲμεν σημαίνει 'πηγαίνουμε' (βρίσκεται στην οριστική). Ο τύπος ἲωμεν σημαίνει 'σκοπεύουμε να πάμε', 'να πάμε' (βρίσκεται στην υποτακτική). Εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος (μια αλλαγή δηλαδή στη μορφή του) στα νέα ελληνικά εκφράζεται αναλυτικά, δηλαδή περιφραστικά: με τη «μικρή» λέξη να και μια μορφή του ρήματος. Το ίδιο συμβαίνει και σε προτάσεις με τις οποίες εκφράζουμε ευχές ή επιθυμίες. Στα αρχαία ελληνικά αυτό εκφράζεται με μια ειδική κλίση του ρήματος που λέγεται ευκτική (η κλίση δηλαδή με την οποία εκφράζουμε ευχές). Έτσι ο τύπος ἲοιμεν σημαίνει 'ας πάμε', 'ας μπορούσαμε να πάμε', 'να μπορούσαμε να πάμε'. Το ρήμα βρίσκεται στην ευκτική. Αλλά και εδώ φαίνεται αμέσως η διαφορά με τα νέα ελληνικά. Τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις (ας + ρήμα, να + ρήμα) εκεί που τα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιούν μια ειδική μορφή (κλίση) του ρήματος.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον μέλλοντα. Ας πάρουμε το αρχαίο ελληνικό ρήμα λύω 'λύνω'. Ο μέλλοντάς του είναι λύσω. Στα νέα ελληνικά ο μέλλοντας του ίδιου ρήματος είναι θα λύσω. Βλέπετε και εδώ την ίδια διαφορά που είδαμε και προηγουμένως. Αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται μονολεκτικά, με μια συγκεκριμένη κλίση του ρήματος, στα νέα ελληνικά εκφράζεται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά και όχι συνθετικά: θα + ρήμα.
Το ίδιο μπορούμε να παρατηρήσουμε και στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο. Ο παρακείμενος του ρήματος λύω 'λύνω' είναι λέ-λυ-κα. Ο υπερσυντέλικος είναι ἐ-λε-λύ-κειν. Οι αντίστοιχοι νεοελληνικοί χρόνοι είναι έχω λύσει, είχα. λύσει. Ο παρακείμενος και ο υπερσυντέλικος του ρήματος λύω, σχηματίζονται με τις καταλήξεις -κα, -κειν και, στην αρχή του ρήματος, με την επανάληψη του αρχικού συμφώνου λ- μαζί με το ε, δηλαδή λε-. Αυτό το φαινόμενο λέγεται αναδιπλασιασμός, γιατί «διπλασιάζεται» το αρχικό σύμφωνο. Η διαφορά με τα νέα ελληνικά είναι, πάλι, χαρακτηριστική: εκεί που τα αρχαία ελληνικά έχουν μονολεκτικούς τύπους, τα νέα ελληνικά χρησιμοποιούν περιφράσεις: έχω/είχα + ρήμα. Όσα είδαμε ως τώρα δείχνουν καθαρά τη διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών: τα νέα ελληνικά, χωρίς να έχουν χάσει εντελώς την κλίση, έγιναν πολύ περισσότερο αναλυτικά σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά. Θα δούμε αργότερα πότε, πώς και γιατί έγινε αυτό.
Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο περιπτώσεις όπου φαίνεται αυτή η χαρακτηριστική διαφορά. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν ρηματικά ουσιαστικά και ρηματικά επίθετα. Τα ρηματικά ουσιαστικά λέγονται απαρέμφατα και τα ρηματικά επίθετα λέγονται μετοχές. Και λέγονται μετοχές γιατί συμμετέχουν στα χαρακτηριστικά του ρήματος (έχουν δηλαδή χρόνο και όψη). Ας δούμε μερικά παραδείγματα: λύ-ων, -ουσα, -ον λύσ-ων, -ουσα, -ον· λυόμεν-ος, -η, -ον λυσόμεν-ος, -η, -ον. Λύ-ων είναι 'αυτός που λύνει', λύσ-ων είναι 'αυτός που θα λύσει', λυόμεν-ος είναι 'αυτός που λύνεται', λυσόμεν-ος είναι 'αυτός που θα λυθεί'. Τα μονολεκτικά ρηματικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής αντιστοιχούν, όπως βλέπετε, σε αναλυτικές περιφράσεις στη νέα ελληνική. Το ίδιο ισχύει και για το ρηματικό ουσιαστικό που ονομάζεται απαρέμφατο . Ας δούμε πάλι μερικά παραδείγματα: λύειν (ενεστώτας) 'το να λύνει κανείς', λύσειν (μέλλοντας) 'το να λύσει κανείς', λύεσθαι (μέσος ενεστώτας) 'το να λύνεται κάτι προς όφελος κάποιου'. Και εδώ βλέπει κανείς τις αναλυτικές εκφράσεις που χρειάζονται τα νέα ελληνικά για να αποδώσουν αυτό που δηλώνεται μονολεκτικά με το απαρέμφατο. Ένα τελευταίο παράδειγμα αυτής της διαφοράς μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών, της απόδοσης δηλαδή στα νέα ελληνικά με περιφραστικό τρόπο σημασιών που αποδίδονταν στα αρχαία ελληνικά μονολεκτικά: στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κανείς έναν ειδικό τύπο του ρήματος για να δηλώσει την επιθυμία του για κάτι. Έτσι ο τύπος γελασείω στα αρχαία ελληνικά σημαίνει 'επιθυμώ να γελάσω'.
Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών αφορά τον αριθμό. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχει, πέρα από τον ενικό και τον πληθυντικό, και ο δυϊκός. Ο δυϊκός αριθμός συνήθως χρησιμοποιείται για πράγματα του κόσμου που εμφανίζονται πάντα δυο δυο μαζί, σε ζευγάρια, π.χ. χέρια, πόδια, μάτια. Αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα πράγματα: τὼ ἰχθύε 'δύο ψάρια', τὼ ἀκτῖνε 'δύο ακτίνες'. Δεν είναι μόνο τα ουσιαστικά που εμφανίζουν μια ειδική μορφή για να δηλωθεί το ζευγάρι. Και τα ρήματα που «πάνε» μαζί τους εμφανίζουν μια ειδική «δυϊκή» κλίση. Έτσι, το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος εἰμί 'είμαι' είναι εἰσί. Όταν όμως το υποκείμενό του είναι ένα ουσιαστικό σε δυϊκό αριθμό (δηλώνει δηλαδή ζευγάρι) δεν χρησιμοποιείται το εἰσί αλλά ο τύπος ἔστον. Υπάρχουν γλώσσες που διαθέτουν και τριικό αριθμό , κλίση δηλαδή του ουσιαστικού για να ονομαστούν τριάδες πραγμάτων.
Δυο λόγια ακόμα για την κλίση των ουσιαστικών, των επιθέτων και των ρημάτων. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε η θεματική ονοματική κλίση και η αθέματη. Η θεματική κλίση χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός φωνήεντος ανάμεσα στον «κορμό» της λέξης (το θέμα) και την κατάληξη:
ἄνθρωπ-ο-ς (δεύτερη κλίση), νεανί-α-ς (πρώτη κλίση).
Η αθέματη κλίση χαρακτηρίζεται από την «απευθείας» σύνδεση της κατάληξης με τον «κορμό» της λέξης (το θέμα):
ἰχθύ-ς, βάσι-ς, βασιλεύ-ς, ἀκτί-ς, κόραξ (= κόρακ-ς).
Αυτή είναι η λεγόμενη τρίτη κλίση. Η κλίση αυτή χάθηκε στα νέα ελληνικά και ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε στη θεματική κλίση. Έτσι, ο κόραξ έγινε κόρακ-α-ς, η ἀκτίς έγινε ακτίν-α. Πρόκειται για μια διαδικασία εξομάλυνσης, σαν αυτή που συζητήσαμε νωρίτερα. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα για το ζήτημα αυτό.
Για το ρήμα μπορεί να συμβουλευτεί κανείς μια γραμματική της αρχαίας ελληνικής, έτσι ώστε να αποκτήσει μια ιδέα της κλίσης στα αρχαία ελληνικά: υπήρχαν βαρύτονα ρήματα, δηλαδή ρήματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, π.χ. λύω· συνηρημένα ρήματα: π.χ. τιμώ, ποιώ, δηλώ. Λέγονται συνηρημένα γιατί το ω προέρχεται από 'συναίρεση' (δηλαδή συγχώνευση) του -άω (τιμάω), -έω (ποιέω), -όω (δηλόω) · ρήματα σε -μι, π.χ. δείκνυμι 'δείχνω'. Όπως μπορεί εύκολα να παρατηρήσει κανείς, αυτή η κατηγορία δεν υπάρχει πια στα νέα ελληνικά. Ο «πληθυσμός» της ενσωματώθηκε σε μεγάλο ποσοστό στα βαρύτονα (το δείκνυμι έγινε δείχνω).
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι η πρόταση. Με την πρόταση «χτίζεται» η γλωσσική επικοινωνία, ο διάλογος. Ο λόγος είναι διάλογος. Η πρόταση «κατασκευάζεται» από τον συνδυασμό ονόματος (ή υποκειμένου) και κατηγορήματος. Το όνομα δηλώνει κάτι το ειδικό και το κατηγόρημα κάτι το γενικό, και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας. Στην ανθρώπινη γλώσσα το ειδικό, το συγκεκριμένο, «κολυμπάει» πάντα μέσα στο γενικό. Κάθε λέξη, όπως λέγαμε στο πρώτο πρώτο κεφάλαιο, είναι μια γενική περιγραφή κάποιας όψης του κόσμου, αποτελώντας μια «κρυφή» συμπυκνωμένη πρόταση. Αυτό το βεβαιώνει όποιο ερμηνευτικό λεξικό πάρουμε στα χέρια μας ή αυτό που κάνουμε όλοι όταν μας ρωτάει κάποιος τη σημασία μιας λέξης που δεν ξέρει: του δίνουμε με προτάσεις μια γενική περιγραφή για να καταλάβει τη σημασία της άγνωστης λέξης. Με την πρόταση κατασκευάζεται η «θάλασσα» του γενικού μέσα στην οποία «κολυμπάει» το ειδικό. Η διαφορά μας με τα ζώα είναι ότι για αυτά υπάρχει μόνο το ειδικό, το συγκεκριμένο - το «εδώ και τώρα». Γι' αυτό και τα συστήματα επικοινωνίας τους δεν διαθέτουν προτάσεις.
Όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, όλες βασίζονται στις προτάσεις - στο όνομα και στο κατηγόρημα. Οι διαφορές τους βρίσκονται στα μέσα που χρησιμοποιούν για να «οργανώσουν» την πρόταση. Η αρχαία ελληνική ήταν μια κλιτή, συνθετική γλώσσα. Η νέα ελληνική έχει χάσει πολλά από τα κλιτά, συνθετικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και έγινε περισσότερο αναλυτική.