Ο Αριστοτέλης, στο δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών», παρουσιάζει και το πολίτευμα της Καρχηδόνας, αντιπαραβάλλοντάς το με κείνα της Σπάρτης και της Κρήτης, σαν ένα τρίπτυχο, που δημιουργείται από τις ομοιότητες που υπάρχουν: «Φαίνεται ότι και οι Καρχηδόνιοι έχουν ένα καλό και συγκριτικά με τους άλλους από πολλές απόψεις ανώτερο πολίτευμα, το οποίο έχει πολύ μεγάλες ομοιότητες με εκείνο των Σπαρτιατών. Διότι τα τρία αυτά πολιτεύματα, ήτοι της Κρήτης, της Σπάρτης και της Καρχηδόνας μοιάζουν κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους και διαφέρουν πολύ από τα άλλα». (σελ. 445 – 447).
Οι ομοιότητες με το πολίτευμα της Σπάρτης είναι προφανείς: «Το πολίτευμα των Καρχηδονίων μοιάζει με εκείνο των Σπαρτιατών: τα συσσίτια των διαφόρων συνδέσμων αντιστοιχούν στα λεγόμενα φιδίτια, η αρχή των εκατόν τεσσάρων αντιστοιχεί στην αρχή των εφόρων (αλλά η αρχή των εκατόν τεσσάρων είναι καλύτερη, διότι, ενώ για το αξίωμα του εφόρου μπορεί να εκλεγεί οποιοσδήποτε, για το αξίωμα των εκατόν τεσσάρων εκλέγονται οι άριστοι) και οι βασιλιάδες και οι γερουσιαστές αντιστοιχούν στους βασιλιάδες και τους γερουσιαστές της Σπάρτης». (σελ. 447). Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πολίτευμα που συνδυάζει στοιχεία αριστοκρατικά και ολιγαρχικά: «Το γεγονός ότι οι πέντε άρχοντες, οι οποίοι αποφασίζουν για πολλά και σημαντικά θέματα, εκλέγονται από τα μέλη της τάξης τους και εκλέγουν τα μέλη του συμβουλίου των εκατό (και τεσσάρων) που αποτελεί τον πιο σημαντικό πολιτικό φορέα και η εξουσία τους διαρκεί περισσότερο απ’ όσο εκείνη των άλλων αρχών (διότι ασκούν εξουσία και μετά τη λήξη της θητείας τους και πριν αναλάβουν το αξίωμα) σημαίνει ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να θεωρηθούν ολιγαρχικά, ενώ αντίθετα το γεγονός ότι δεν αμείβονται για τις υπηρεσίες που προσφέρουν και δεν εκλέγονται δια κλήρου πρέπει να θεωρηθούν αριστοκρατικά στοιχεία». (σελ. 449).
Όμως όταν λέμε ότι οι βασιλείς «εκλέγονται από τα μέλη της τάξης τους», εννοούμε τα καθαρά οικονομικά κριτήρια που καθορίζουν τις τάξεις. Με άλλα λόγια μόνο η οικονομική ελίτ μπορεί να διεκδικήσει αυτό το αξίωμα. Συνυπολογίζοντας ότι είναι αυτοί που «εκλέγουν τα μέλη του συμβουλίου των εκατό» αντιλαμβανόμαστε ότι η ανώτερη οικονομικά τάξη ελέγχει εξολοκλήρου τη στελέχωση των αξιωμάτων, που διαμορφώνουν το πολιτικό σκηνικό: «Το πολιτικό σύστημα των Καρχηδονίων ξεφεύγει από το πλαίσιο της αριστοκρατίας και κλίνει κυρίως προς την ολιγαρχία σύμφωνα μ’ ένα σκεπτικό που αρέσει στο λαό. Νομίζουν δηλαδή ότι τους άρχοντες πρέπει να τους εκλέγουν όχι μόνο με κριτήριο την αρετή αλλά και τον πλούτο. Διότι δεν είναι δυνατόν ένας που είναι φτωχός να ασκεί με επιτυχία το έργο του άρχοντα και να έχει και ελεύθερο χρόνο». (σελ. 449 – 451).
Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης δείχνει φανερά την προτίμησή του προς τους άριστους, φαίνεται αντιφατικός ο τρόπος που συνδέει την οικονομική επιφάνεια (ως πολιτικό κριτήριο για τη διεκδίκηση των αξιωμάτων) με την ολιγαρχία, από τη στιγμή που και η έννοια της αριστοκρατίας δεν απαλλάσσεται από τα διαπιστευτήρια του ατομικού πλούτου. Στο δεύτερο τόμο από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρεται: «Στα κράτη που πήραν τη μορφή “πόλεως” κατά τον Η΄ αιώνα π. Χ. αλλά και σε άλλα, σημειώθηκε την ίδια εποχή άνοδος των ευγενών. Σε μερικά μάλιστα εγκαταστάθηκαν από τότε αβασίλευτα αριστοκρατικά καθεστώτα. Οι δύο εξελίξεις όχι μόνο συγχρονίζονται, αλλά και συνδέονται. Οι θεσμικές μεταβολές που κατέστησαν ”πόλεις” τα ελληνικά κράτη έχουν αριστοκρατικό χαρακτήρα. Επεβλήθησαν λοιπόν από τους ευγενείς κατά την εποχή της ανόδου τους και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν από τους ίδιους για τη διεύρυνση των κατακτήσεών τους». (σελ. 49). Η τάξη των αρίστων, των εκπροσώπων δηλαδή μιας νέας οικονομικής δύναμης, θα λέγαμε των ευγενών, αρχίζει και διεκδικεί το δικό της μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας, εκμεταλλευόμενη τη φθορά της βασιλικής εξουσίας, που σταδιακά έχανε το κύρος της: «Ο βασιλικός θεσμός δε διέθετε μέσα αμύνης. Οι ελληνικές κοινωνίες δεν είχαν θεοποιήσει τους βασιλείς. Αντίθετα, τους έβλεπαν ως εντολοδόχους τους. Επί πλέον, ως πατριαρχικοί άρχοντες μικρών και όχι πλουσίων κοινοτήτων δεν είχαν αποκτήσει μια οικονομική βάση υλικής και ηθικής επιβολής. Δεν είχαν αποτραβηχτεί σε δυσπρόσιτα πολυτελή ανάκτορα, δεν είχαν δημιουργήσει αυλές και πρωτόκολλα, αλλά κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους υπηκόους τους. Αυτό το γεγονός όχι μόνον είχε στερήσει το θεσμό από αίγλη, αλλά και εξέθετε στη δημόσια παρατήρηση προσωπικές αδυναμίες των φορέων του βασιλικού αξιώματος». (σελ. 49).
Η αριστοκρατία είναι η δυναμική διοικητική παρουσία μιας ανερχόμενης τάξης: «Από τη δική της πλευρά, η αριστοκρατία ανερχόταν ως οικονομική δύναμη και έδειχνε όχι μόνο την πρόθεση να μετάσχει ευρύτερα στη διοίκηση των κοινών αλλά και τις απαιτούμενες ικανότητες. Εξάλλου είναι πιθανόν ότι μαζί της συμμάχησε η νέα κοινωνική ομάδα των πλουσίων χωρίς τίτλους ευγενείας που σχηματιζόταν τότε. Έχοντας την πρωτοβουλία και τη δύναμη να επιβάλουν τις θελήσεις τους, οι ευγενείς κατόρθωναν να εισάγουν τις θεσμικές εκείνες μεταβολές που χρειάζονταν, για να αυξήσουν το βάρος και την έκταση της πολιτικής επιρροής τους». (σελ. 49). Από τη στιγμή που η τάξη των αριστοκρατών διεκδίκησε μέρος στη διαχείριση της εξουσίας, δεν είχε άλλη επιλογή από το να διεκδικήσει και την εικόνα της ηθικής ακεραιότητας ως απαραίτητο συνακόλουθο. Γιατί εξουσία χωρίς την εκ των προτέρων κατοχύρωση της ανωτερότητας είναι δύσκολο να νομιμοποιηθεί: «Στις κοινωνίες που είχε υπόψη του ο Όμηρος, οι ευγενείς λέγονταν ”άριστοι”. Ο λαός δηλωνόταν με τους όρους ”λαός”, ”δήμος”, ”πληθύς”, ”πολλοί”, από τους οποίους όρους οι δύο πρώτοι είχαν και άλλες σημασίες (η λέξη δήμος μάλιστα, έξω από άλλες σημασίες που είχε, κάλυπτε καμιά φορά ευγενείς και λαό μαζί). Διαφορές ανάμεσα σε ευγενείς και μη ευγενείς, πάντα κατά τον Όμηρο, διαπιστώνονται σε πολλούς τομείς. Οι ευγενείς ήταν οι κατεξοχήν πολεμιστές Οι μη ευγενείς μάχονταν ως συρφετός, χωρίς τεχνική, εξάλλου υστερούσαν και σε σωματική αλκή και σε οπλισμό. Από πολιτική άποψη μόνον ευγενείς αναδεικνύονταν αρχηγοί φατριών και φυλών και έπαιρναν άλλα αξιώματα. Οι αρχηγοί των φατριών και φυλών ή άλλοι από τους γεροντότερους και εμπειρότερους γίνονταν μέλη των συμβουλευτικών σωμάτων. Από την προέχουσα θέση των ευγενών ως πολεμιστών και παραγόντων της πολιτείας απέρρευσε η οικονομική υπεροχή τους. Έναντι των υπηρεσιών που πρόσφεραν σε τομείς τόσο ζωτικούς για την επιβίωση της κοινότητας ελάμβαναν μεγαλύτερα μερίδια κατά τη διανομή γαιών και λαφύρων. Με την πάροδο του χρόνου δημιούργησαν νέες πηγές πλουτισμού. Τα πλεονεκτήματα και τα προνόμια που αναφέραμε πιο πάνω τροφοδοτούσαν το γόητρο των ευγενών. Αλλά στο ίδιο αποτέλεσμα συνέτειναν και άλλοι παράγοντες, όπως η φήμη των προγόνων τους, πραγματικών και μυθικών. Πράγματι, μεταξύ των ευγενών υπήρχε η τάση είτε να ανάγουν την καταγωγή τους σε ήρωες ή σε θεούς είτε να ηρωοποιούν μερικούς από τους ιστορικούς προγόνους τους και να τους αποδίδουν υπεράνθρωπες πράξεις». (σελ. 42).
Αυτό ακριβώς το δίπολο του πλούτου και της αρετής παρουσιάζεται ως βασική προϋπόθεση για να ανήκει κανείς στην τάξη των αρίστων. Ο Αριστοτέλης όμως, ξεκαθαρίζοντας τις έννοιες, όπως τουλάχιστον ο ίδιος τις αντιλαμβάνεται, αναφερόμενος στο πολίτευμα της Καρχηδόνας γράφει: «Αν λοιπόν η εκλογή με κριτήριο τον πλούτο σημαίνει ολιγαρχία και η εκλογή με κριτήριο την αρετή σημαίνει αριστοκρατία, τότε αυτή η πολιτική οργάνωση των Καρχηδονίων θα πρέπει να θεωρηθεί μια τρίτη περίπτωση πολιτικού συστήματος. Διότι εκλέγουν τους άρχοντές τους, και μάλιστα τους κορυφαίους, όπως είναι οι βασιλιάδες και οι στρατηγοί, με βάση τα δύο αυτά κριτήρια. Πρέπει λοιπόν να θεωρεί κανείς αυτή την παρέκκλιση από την αρχή της αριστοκρατίας ως σφάλμα του νομοθέτη». (σελ. 451). Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της – κατά Αριστοτέλη – έννοιας του άριστου, που στηρίζεται στην αρετή και μόνο στην αρετή αποκλείοντας όλα τα συνακόλουθα που αφορούσαν τον πλούτο ή την καταγωγή. Με δυο λόγια ο Αριστοτέλης αναφέρεται πρωτίστως στον άξιο, τον ικανό, τον έντιμο, τον άνθρωπο που ξεχωρίζει για την προσωπικότητά του κι όχι στον πλούσιο ή στον απόγονο ενός τιμημένου γένους. Συνακόλουθα, η αριστοτελική αριστοκρατία πρέπει να αποδοθεί περισσότερο ως αξιοκρατία κι όχι ως συμπάθεια προς την τάξη των ευγενών. Εξάλλου, στον τελικό ορισμό της αρετής, όπως προκύπτει από τα «Ηθικά Νικομάχεια», αναφέρονται ως βασικοί παράγοντες της διαμόρφωσής της, ο εθισμός (συνήθεια), η υποκειμενική μεσότητα (που προϋποθέτει την αυτογνωσία), η ελεύθερη βούληση και η λογική χωρίς ποτέ να γίνει λόγος στο χρήμα. Όσο για την καταγωγή, ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι ουδεμία σχέση έχει με την αρετή, αφού η αρετή δε δίνεται από τη φύση, αλλά από τις επαναλαμβανόμενες ενέργειες που διαμορφώνουν την προσωπικότητα μέσω του εθισμού, που γίνονται δηλαδή μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα.
Διατυπώνοντας ότι κάθε παρέκκλιση από την αρχή της αριστοκρατίας – με την αριστοτελική έννοια – αποτελεί σφάλμα του νομοθέτη ξεκαθαρίζει ότι ο νομοθέτης πρέπει να έχει ένα και μόνο σκοπό, την ανάδειξη των άξιων (αρίστων) σε βασικούς διαχειριστές της εξουσίας. Όμως, από τη στιγμή που ο πλούτος αποτελεί προϋπόθεση για να αναδειχθεί κανείς στην εξουσία, είναι σα να υποστηρίζουμε ότι τα αξιώματα είναι είδος προς αγορά: «είναι ανεπίτρεπτο να εξαγοράζονται τα ανώτατα αξιώματα, όπως είναι του βασιλιά ή του στρατηγού. Αυτός δηλαδή ο νόμος βάζει τον πλούτο πάνω από την αρετή και εξωθεί τους πολίτες προς τη φιλαργυρία. Ό,τι δηλαδή θεωρούν σπουδαίο οι άρχοντες, αυτό αναγκαστικά θα συμμεριστούν και οι άλλοι πολίτες». (σελ. 451). Και ο Αριστοτέλης δε σταματά εδώ, αφού θεωρεί αυτονόητο ότι η προϋπόθεση των χρημάτων για την ανάληψη των δημόσιων αξιωμάτων δεν είναι τίποτε άλλο από τον παραγκωνισμό της αρετής: «Όπου η αρετή δε θεωρείται πολύ μεγάλο αγαθό, εκεί ο αριστοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος είναι επισφαλής. Είναι επίσης εύλογο να συνηθίζουν να εκμεταλλεύονται οικονομικά το αξίωμά τους όσοι το αγοράζουν, αφού για να αναδειχθούν άρχοντες ξόδεψαν πολλά χρήματα. Διότι θα ήταν παράλογο, αν ένας φτωχός αλλά έντιμος θελήσει να εκμεταλλευτεί το αξίωμά του βγάζοντας χρήματα, ενώ ένας λιγότερο έντιμος δε θελήσει να κάνει κάτι τέτοιο, αν και δαπάνησε χρήματα (ενν. για να πετύχει την εκλογή του)». (σελ. 451 – 453). Και βέβαια, είναι αρνητικό το να αποδίδονται πολλά αξιώματα σε ένα μόνο πρόσωπο, αφού αυτό δεν είναι παρά ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας. Ο πλουραλισμός της συμμετοχής των πολλών είναι η διασφάλιση της ισορροπίας στα διοικητικά θέματα, πράγμα που οι Καρχηδόνιοι φαίνεται να γνώριζαν πολύ καλά: «Κακό επίσης φαίνεται ότι θα ήταν, το ίδιο πρόσωπο να κατέχει περισσότερα από ένα αξιώματα. Αυτό εκτιμάται ιδιαίτερα από τους Καρχηδόνιους. Διότι ένας άνθρωπος επιτελεί άριστα ένα και μόνο έργο. Και ο νομοθέτης οφείλει να μεριμνά, ώστε να εφαρμόζεται αυτή η αρχή, και να μην επιτρέπεται στο ίδιο πρόσωπο να είναι συγχρόνως και αυλητής και βυρσοδέψης». (σελ. 453).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι ο άριστος είναι ο άξιος, δε μένει παρά να καθοριστεί το σύστημα που θα μπορέσει να τον αναδείξει. Αναφορικά με τη δημοκρατία ο Αριστοτέλης διατηρεί επιφυλάξεις, προφανώς επηρεασμένος από τον εκφυλισμό της αθηναϊκής δημοκρατίας που παρακολουθεί. Γι’ αυτό και θεωρεί προτιμότερο το σύστημα της Καρχηδόνας, που ορίζει ότι η εκλογή των πέντε αρχόντων είναι υπόθεση της τάξης τους (δηλαδή των πολύ πλουσίων) και η περαιτέρω εκλογή των εκατό (και τεσσάρων) μελών του συμβουλίου γίνεται από τους πέντε άρχοντες, συγκριτικά μ’ εκείνο της Σπάρτης, όπου η εκλογή των εφόρων αφορά όλο το λαό. Γιατί ο λαός μπορεί να παραπλανηθεί και να φέρει στο προσκήνιο ανάξιους ανθρώπους, πράγμα που στην Καρχηδόνα είναι πιο δύσκολο, αφού ο λαός δε συμμετέχει. Το ότι η εξουσία γίνεται αντικείμενο συγκεκριμένων ατόμων με συγκεκριμένη κοινωνική τάξη και κατ’ επέκταση συγκεκριμένα συμφέροντα δε φαίνεται να τον απασχολεί, τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος αναγνωρίζει ότι όταν τα αξιώματα προσφέρονται με βάση τον πλούτο είναι σα να εξαγοράζονται, πράγμα που αντίκειται σε κάθε έννοια αρετής. Το πράγμα γίνεται ακόμη πιο μπερδεμένο από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης γράφει: «Όπου λοιπόν η πολιτεία δεν είναι μικρή, είναι πιο δημοκρατικό και πολιτικά πιο πρόσφορο να συμμετέχουν στην εξουσία όσο το δυνατό περισσότεροι. Διότι, όπως είπαμε, αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στο πνεύμα της κοινότητας και εξάλλου έτσι κάθε έργο γίνεται πιο σωστά και πιο γρήγορα θα μπορούσαμε να πούμε, είναι όλοι ανεξαιρέτως συγχρόνως και άρχοντες και αρχόμενοι». (σελ. 453). Παρακολουθούμε ότι από τη μια υποτιμά το δημοκρατικό θεσμό των εφόρων στη Σπάρτη, επειδή η συμμετοχή του λαού δεν αποτελεί εγγύηση για την αρετή, κι από την άλλη προτείνει το δημοκρατικό άνοιγμα προς την εξουσία όπου όλοι ταυτόχρονα «είναι και άρχοντες και αρχόμενοι».
Παρά τις αντιφάσεις ο Αριστοτέλης φαίνεται σίγουρος στον ορισμό του καλού πολιτεύματος: «Απόδειξη ενός καλού πολιτεύματος είναι το γεγονός ότι ο λαός αποδέχεται τη συνταγματική τάξη της πολιτείας και δεν έχει σημειωθεί καμία άξια λόγου επανάσταση, ούτε έχει ξεφυτρώσει κανένας τύραννος». (σελ. 447). Όμως για να συμβούν όλα αυτά, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει, πρέπει ο λαός να νιώθει ότι συμμετέχει στο πολίτευμα: «αυτός ο θεσμός εξουσίας (δημοκρατικός) διασφαλίζει τη συνοχή του πολιτεύματος, διότι ο λαός παραμένει ήσυχος, επειδή συμμετέχει στον πιο σημαντικό φορέα εξουσίας. Διότι το πολίτευμα που πρόκειται να διατηρηθεί αλώβητο πρέπει να θέλει τη συνέχεια της ύπαρξης και τη διατήρηση της ταυτότητας όλων των μερών της πολιτείας». (σελ. 429). Από τη μια δεν εμπιστεύεται την κρίση του λαού κι από την άλλη αντιλαμβάνεται πολύ καλά ότι δε νοείται σωστό πολίτευμα χωρίς την ενεργή συμμετοχή του. Το σίγουρο είναι ότι δεν αποδέχεται την ολιγαρχία κι ότι την κατατάσσει στα στρεβλά πολιτεύματα. Σίγουρο είναι επίσης ότι δεν μπορεί να διανοηθεί την έννοια της πόλης χωρίς πρώτα να ξεκαθαρίσει την έννοια του πολίτη, αφού η πόλη είναι το σύνολο των πολιτών. Και ο ορισμός του πολίτη δεν κρίνεται παρά από τη δυνατότητα της συμμετοχής σε όλες τις μορφές της εξουσίας. Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» αναφέρεται: «Τα κράτη πήραν τη μορφή “πόλεως”, όταν έγιναν σ’ αυτά ορισμένες θεσμικές αλλαγές, λίγες και όχι θεαματικές, αλλά αποφασιστικές, που κατέστησαν δυνατή τη συμμετοχή στο δημόσιο βίο, έστω κι ενός μικρού μέρους πολιτών. Αυτό το γνώρισμα γενικεύεται βέβαια αργότερα στις πόλεις που απέκτησαν δημοκρατικά καθεστώτα και είναι εκείνο, όπως φαίνεται, που θέλει να τονίσει ο Αριστοτέλης, όταν ορίζει τις ”πόλεις” ως ”κοινωνίες”, και μάλιστα ως ”κοινωνίες πολιτών” και τις ταυτίζει με τους πολίτες τους, σε αντίθεση με τις σύγχρονες μοναρχίες και άλλες απολυταρχίες». (Β΄ τόμος σελ. 48).
Όσο για το πολίτευμα της Καρχηδόνας, επέτρεπε τη συμμετοχή του λαού μονάχα στην περίπτωση της διαφωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους – βασιλείς και βουλευτές – που ασκούσαν την εξουσία. Από τη στιγμή που θέτονταν τα θέματα στη δημόσια κρίση, ο λαός είχε το δικαίωμα όχι μόνο «να ακούσει τις αποφάσεις των αρχόντων επ’ αυτών, αλλά και την εξουσία να αποφασίσει». (σελ. 449). Όμως, όσο συχνά κι αν συνέβαινε αυτό, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η συμμετοχή του λαού ήταν απολύτως ελεγχόμενη, γεγονός που πιστοποιεί τον ουσιαστικό αποκλεισμό του. Κι αυτός είναι ο ορισμός της ολιγαρχίας, που κατά τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί παρά να φέρει την αντίδραση των ανθρώπων που παραγκωνίζονται από την εξουσία. Η Καρχηδόνα κατάφερνε να ξεφεύγει από τέτοιου είδους κινδύνους λόγω των αποικιών, όπου συχνά στέλνονταν εκεί κόσμος με την ελπίδα μιας καλύτερης τύχης. Η δυνατότητα της ειρηνικής απομάκρυνσης των ανθρώπων που προφανώς δεν ήταν ευχαριστημένοι από τη ζωή τους στην πόλη ήταν η βαλβίδα ασφαλείας του πολιτεύματος. Ο Αριστοτέλης γράφει: «Αν και το πολίτευμα (ενν. των Καρχηδονίων) είναι ολιγαρχικό, κατορθώνουν άριστα να αποφεύγουν τις εξεγέρσεις (ενν. των φτωχών) στέλνοντας πάντοτε ένα μέρος του λαού με σκοπό τον πλουτισμό στις αποικίες τους. Με τον τρόπο αυτό θεραπεύουν τις αδυναμίες του πολιτεύματος και το σταθεροποιούν. Αυτό όμως είναι έργο της τύχης, ενώ τις εξεγέρσεις εναντίον του πολιτεύματος πρέπει να τις προλαμβάνει ο νομοθέτης». (σελ. 453 – 455).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 1ος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου