Στη Χρυσή Εποχή των πολλών θεών βασίλευε στους ανθρώπους μια φιλοπερίεργη και ειρηνική θρησκευτική ανεκτικότητα. Στον αρχαίο κόσμο φαινόταν πέρα για πέρα λογικό να έχει ο κάθε λαός, η κάθε πόλη, τους δικούς τους θεούς. Κάθε φορά που στρατιώτες ή άποικοι μετακινούνταν από έναν τόπο σε κάποιον άλλο, εύρισκαν εντελώς φυσιολογικό να λατρεύουν παράλληλα με τους δικούς τους και τους θεούς της νέας χώρας, δίχως να έχουν τη δυσάρεστη αίσθηση ότι προδίδουν την πατρογονική τους θρησκεία και η αντίθετη διαδρομή, δηλαδή η υιοθέτηση θεών που λάτρευαν νεοαφιχθέντες άποικοι από τον τόπο υποδοχής τους, ήταν μια συνήθης πρακτική.
Κατά κανόνα, βέβαια, τα πιο ισχυρά και ανεπτυγμένα έθνη κατόρθωναν να επιβάλουν στους όποιους υποδεέστερους γείτονές τους τούς δικούς θεούς, αλλά αυτό γινόταν σχεδόν πάντα με την πειθώ και η ιεραποστολική δράση του προσηλυτισμού ήταν μια πρακτική εντελώς άγνωστη.
Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν τους θεούς των Αιγυπτίων, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τους θεούς των Ελλήνων, αμέτρητες είναι οι ανάλογες θρησκευτικές οσμώσεις στην αρχαιότητα. Μάλιστα, η ρωμαϊκή αποδοχή ξένων πολιτιστικών στοιχείων υπήρξε παροιμιώδης: πάγια και διαρκής πρακτική των Ρωμαίων ήταν να υιοθετούν τους θεούς των υποτελών εθνών και να τους προστατεύουν.
«H ένωση όλων των θεοτήτων του κόσμου, αυτή η υποδειγματική θεϊκή φιλοξενία, υπήρξε ο παγκόσμιος νόμος ολόκληρης της αρχαιότητας» Βολταίρος
Αυτή η ανεκτικότητα ωστόσο δεν ήταν αυθόρμητη και αυτόματη. Όπως αναφέρει και ο Ρουσώ, «κάθε κοινότητα πρέπει να αναδεικνύει μέσα της μια θρησκευτική έκφραση που να εγγυάται την πολιτική της νομιμότητα». Δεδομένου, λοιπόν, ότι η λατρεία δεν ήταν άσχετη από το πολιτικό στοιχείο αλλά το υπηρετούσε, ο νομοθέτης έπρεπε να πειστεί απόλυτα ότι μια ξένη λατρεία δεν είχε την πρόθεση να ανατρέψει την έννομη τάξη της Αυτοκρατορίας, προτού της χαρίσει μια θέση στο Πάνθεον των αναγνωρισμένων θρησκειών.
Αποτέλεσμα ήταν ότι, παρ’ όλη τη θρησκευτική ποικιλομορφία, δεν υπήρξαν ποτέ θρησκευτικοί πόλεμοι, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις λατρείες εκείνες ήταν άκακες, καθώς οι αρχαίες θρησκείες ενδιαφέρονταν κυρίως για τις ιεροπραξίες και όχι για το δόγμα. Ακόμη και οι μυστηριακές θρησκείες, που προέβαιναν σε διάφορες μυήσεις για να μεταμορφώσουν τον συμμετέχοντα σε νέο και καλύτερο άνθρωπο, δεν εξεδήλωναν κανένα ενδιαφέρον επέκτασης, τουναντίον μάλιστα.
Ωστόσο, ένας μυημένος στα μυστήρια της Ίσιδας ή του Μίθρα μπορεί να αισθανόταν ανώτερος στη θέα ενός αμύητου, δεν θα διανοείτο όμως ποτέ να παρουσιάσει τους δικούς του θεούς ως μοναδικούς και ανώτερους ή να καταδικάσει τη λατρεία των άλλων ως ειδωλολατρία ή βλασφημία. Αυτό ήταν άλλο ένα θλιβερό και αποκλειστικό προνόμιο των μονοθεϊστών Εβραίων, οι οποίοι πυροδότησαν έτσι τους πρώτους θρησκευτικούς πολέμους στην Ιστορία!
(Υπήρξαν φυσικά και στον πολυθεϊσμό πόλεμοι με θρησκευτική χροιά: οι τέσσερις Ιεροί Πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα, που αποσκοπούσαν στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο διαφόρων δημοφιλών μαντείων, οι πόλεμοι των Αζτέκων για τη σύλληψη αιχμαλώτων που θα θυσιάζονταν στους αιμοχαρείς θεούς τους, κ.ά. Σε καμία όμως περίπτωση δεν γίνονταν πόλεμοι για το ποιος ήταν ο Μοναδικός και Αληθινός Θεός και για το τι ακριβώς είπε ή δεν είπε!).
Έτσι, ο καλλιεργημένος Εθνικός της εποχής του Καίσαρα ήταν ένας περιηγητής ανάμεσα σε αμέτρητες θρησκευτικές λατρείες και πρακτικές, και είτε αναζητούσε την κρυμμένη και βαθύτερη ομοιότητά τους, είτε απολάμβανε την πολύχρωμη ποικιλία τους.
Η ίδια η ζωή του, ως πολίτη, χαρακτηριζόταν από μια σαφή διάκριση ανάμεσα στη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία: οι τελετές της πρώτης ενσάρκωναν την πολιτική νομιμότητα και τις οικογενειακές και κοινωνικές παραδόσεις, και η δεύτερη απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα του μορφωμένου ανθρώπου, σχετικά με τον τρόπο ζωής και με τη φύση του Κόσμου, αποτελούσε ένα πεδίο ελεύθερης έρευνας.
Γενικά, στην αρχαιότητα υπήρχε μια ενστικτώδης και βαθιά σοφία, ως προς την ανεξίθρησκη αντιμετώπιση του Θείου: δεδομένου ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί θεοί και δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο αληθινός, ας τους λατρεύουμε όλους! Αυτή όμως η ειδυλλιακή και ειρηνική ατμόσφαιρα έμελλε να αλλάξει άρδην, με την επέλαση του εκλεκτικού, κτητικού, ζηλόφθονου, μισαλλόδοξου, εκδικητικού, και αιματοβαμμένου Μοναδικού Θεού: του τρομερού Γιαχβέ των Εβραίων.
Φυσικά, το Μέγα Παράδοξο είναι ότι ενώ δεν υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν (και συνεχίζουν να σκοτώνονται) για το ποιος Θεός είναι ο αληθινός, για το τι πραγματικά είπε στους απεσταλμένους του ή για το τι ακριβώς εννοούσε με τα λόγια του, και για άλλα εξωφρενικά και αναπόδεικτα πράγματα!
Δυστυχώς, η ίδια η Ιστορία της ανθρωπότητας αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι ένα μισότρελο ον, το οποίο, επί πλέον, δεν έχει την παραμικρή συναίσθηση της τρέλας του! «Ο άνθρωπος είναι ένα άρρωστο ζώο» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χέγκελ.
Μια απόδειξη αποτελεί και η διαπίστωση ότι μπορεί να διαστρεβλώσει ακόμη και την ευγενέστερη ιδέα (όπως εκείνη του Θεού), να την προσαρμόσει στην προσωπική του ερμηνεία ή στα συμφέροντά του, και να την μετατρέψει σε φονικό όπλο κατά των ομοίων του!
Σε αυτό διέπρεψαν κυρίως οι «αβραμικοί μονοθεϊσμοί», ο οποίοι είναι υπεύθυνοι για φονικούς πολέμους διάρκειας τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών! Σύμφωνα με μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπράντφορντ, σε ένα σύνολο 67 μεγάλων πολέμων (από τους εμφυλίους πολέμους στην Κίνα, το 1027 π.κ.ε. μέχρι την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, το 2003), στις 23 περιπτώσεις οι θρησκευτικές διαφορές συνέβαλαν από μικρό έως αρκετά μεγάλο ποσοστό, και σε 5 ήταν απόλυτα καθοριστικές.
…και στις 28 περιπτώσεις εμπλεκόμενες ήταν οι δύο από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες: ο Χριστιανισμός και ο Μωαμεθανισμός. (Υπ’ όψιν ότι στην έρευνα δεν αναφέρονται οι εμφύλιοι θρησκευτικοί διωγμοί και οι σφαγές των διαφόρων «αιρετικών». Αν συμπεριληφθούν, το ποσοστό θα φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα). Η μικρή συμμετοχή του Ιουδαϊσμού δεν τον απενοχοποιεί καθόλου, δεδομένου ότι είναι η πρωταρχική και κύρια πηγή του κακού, ο βασικός υπεύθυνος για την εμφάνιση των καθαρά θρησκευτικών πολέμων.
«Ύστερα από όλα όσα έχει κάνει ο άνθρωπος για τον Θεό, μήπως θα έπρεπε επιτέλους να μπει κι εκείνος στον κόπο να υπάρξει;» Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ
Κατά κανόνα, βέβαια, τα πιο ισχυρά και ανεπτυγμένα έθνη κατόρθωναν να επιβάλουν στους όποιους υποδεέστερους γείτονές τους τούς δικούς θεούς, αλλά αυτό γινόταν σχεδόν πάντα με την πειθώ και η ιεραποστολική δράση του προσηλυτισμού ήταν μια πρακτική εντελώς άγνωστη.
Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν τους θεούς των Αιγυπτίων, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τους θεούς των Ελλήνων, αμέτρητες είναι οι ανάλογες θρησκευτικές οσμώσεις στην αρχαιότητα. Μάλιστα, η ρωμαϊκή αποδοχή ξένων πολιτιστικών στοιχείων υπήρξε παροιμιώδης: πάγια και διαρκής πρακτική των Ρωμαίων ήταν να υιοθετούν τους θεούς των υποτελών εθνών και να τους προστατεύουν.
«H ένωση όλων των θεοτήτων του κόσμου, αυτή η υποδειγματική θεϊκή φιλοξενία, υπήρξε ο παγκόσμιος νόμος ολόκληρης της αρχαιότητας» Βολταίρος
Αυτή η ανεκτικότητα ωστόσο δεν ήταν αυθόρμητη και αυτόματη. Όπως αναφέρει και ο Ρουσώ, «κάθε κοινότητα πρέπει να αναδεικνύει μέσα της μια θρησκευτική έκφραση που να εγγυάται την πολιτική της νομιμότητα». Δεδομένου, λοιπόν, ότι η λατρεία δεν ήταν άσχετη από το πολιτικό στοιχείο αλλά το υπηρετούσε, ο νομοθέτης έπρεπε να πειστεί απόλυτα ότι μια ξένη λατρεία δεν είχε την πρόθεση να ανατρέψει την έννομη τάξη της Αυτοκρατορίας, προτού της χαρίσει μια θέση στο Πάνθεον των αναγνωρισμένων θρησκειών.
Αποτέλεσμα ήταν ότι, παρ’ όλη τη θρησκευτική ποικιλομορφία, δεν υπήρξαν ποτέ θρησκευτικοί πόλεμοι, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις λατρείες εκείνες ήταν άκακες, καθώς οι αρχαίες θρησκείες ενδιαφέρονταν κυρίως για τις ιεροπραξίες και όχι για το δόγμα. Ακόμη και οι μυστηριακές θρησκείες, που προέβαιναν σε διάφορες μυήσεις για να μεταμορφώσουν τον συμμετέχοντα σε νέο και καλύτερο άνθρωπο, δεν εξεδήλωναν κανένα ενδιαφέρον επέκτασης, τουναντίον μάλιστα.
Ωστόσο, ένας μυημένος στα μυστήρια της Ίσιδας ή του Μίθρα μπορεί να αισθανόταν ανώτερος στη θέα ενός αμύητου, δεν θα διανοείτο όμως ποτέ να παρουσιάσει τους δικούς του θεούς ως μοναδικούς και ανώτερους ή να καταδικάσει τη λατρεία των άλλων ως ειδωλολατρία ή βλασφημία. Αυτό ήταν άλλο ένα θλιβερό και αποκλειστικό προνόμιο των μονοθεϊστών Εβραίων, οι οποίοι πυροδότησαν έτσι τους πρώτους θρησκευτικούς πολέμους στην Ιστορία!
(Υπήρξαν φυσικά και στον πολυθεϊσμό πόλεμοι με θρησκευτική χροιά: οι τέσσερις Ιεροί Πόλεμοι στην αρχαία Ελλάδα, που αποσκοπούσαν στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο διαφόρων δημοφιλών μαντείων, οι πόλεμοι των Αζτέκων για τη σύλληψη αιχμαλώτων που θα θυσιάζονταν στους αιμοχαρείς θεούς τους, κ.ά. Σε καμία όμως περίπτωση δεν γίνονταν πόλεμοι για το ποιος ήταν ο Μοναδικός και Αληθινός Θεός και για το τι ακριβώς είπε ή δεν είπε!).
Έτσι, ο καλλιεργημένος Εθνικός της εποχής του Καίσαρα ήταν ένας περιηγητής ανάμεσα σε αμέτρητες θρησκευτικές λατρείες και πρακτικές, και είτε αναζητούσε την κρυμμένη και βαθύτερη ομοιότητά τους, είτε απολάμβανε την πολύχρωμη ποικιλία τους.
Η ίδια η ζωή του, ως πολίτη, χαρακτηριζόταν από μια σαφή διάκριση ανάμεσα στη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία: οι τελετές της πρώτης ενσάρκωναν την πολιτική νομιμότητα και τις οικογενειακές και κοινωνικές παραδόσεις, και η δεύτερη απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα του μορφωμένου ανθρώπου, σχετικά με τον τρόπο ζωής και με τη φύση του Κόσμου, αποτελούσε ένα πεδίο ελεύθερης έρευνας.
Γενικά, στην αρχαιότητα υπήρχε μια ενστικτώδης και βαθιά σοφία, ως προς την ανεξίθρησκη αντιμετώπιση του Θείου: δεδομένου ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί θεοί και δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο αληθινός, ας τους λατρεύουμε όλους! Αυτή όμως η ειδυλλιακή και ειρηνική ατμόσφαιρα έμελλε να αλλάξει άρδην, με την επέλαση του εκλεκτικού, κτητικού, ζηλόφθονου, μισαλλόδοξου, εκδικητικού, και αιματοβαμμένου Μοναδικού Θεού: του τρομερού Γιαχβέ των Εβραίων.
Φυσικά, το Μέγα Παράδοξο είναι ότι ενώ δεν υπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού, εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν (και συνεχίζουν να σκοτώνονται) για το ποιος Θεός είναι ο αληθινός, για το τι πραγματικά είπε στους απεσταλμένους του ή για το τι ακριβώς εννοούσε με τα λόγια του, και για άλλα εξωφρενικά και αναπόδεικτα πράγματα!
Δυστυχώς, η ίδια η Ιστορία της ανθρωπότητας αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι ένα μισότρελο ον, το οποίο, επί πλέον, δεν έχει την παραμικρή συναίσθηση της τρέλας του! «Ο άνθρωπος είναι ένα άρρωστο ζώο» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χέγκελ.
Μια απόδειξη αποτελεί και η διαπίστωση ότι μπορεί να διαστρεβλώσει ακόμη και την ευγενέστερη ιδέα (όπως εκείνη του Θεού), να την προσαρμόσει στην προσωπική του ερμηνεία ή στα συμφέροντά του, και να την μετατρέψει σε φονικό όπλο κατά των ομοίων του!
Σε αυτό διέπρεψαν κυρίως οι «αβραμικοί μονοθεϊσμοί», ο οποίοι είναι υπεύθυνοι για φονικούς πολέμους διάρκειας τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών! Σύμφωνα με μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπράντφορντ, σε ένα σύνολο 67 μεγάλων πολέμων (από τους εμφυλίους πολέμους στην Κίνα, το 1027 π.κ.ε. μέχρι την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, το 2003), στις 23 περιπτώσεις οι θρησκευτικές διαφορές συνέβαλαν από μικρό έως αρκετά μεγάλο ποσοστό, και σε 5 ήταν απόλυτα καθοριστικές.
…και στις 28 περιπτώσεις εμπλεκόμενες ήταν οι δύο από τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες: ο Χριστιανισμός και ο Μωαμεθανισμός. (Υπ’ όψιν ότι στην έρευνα δεν αναφέρονται οι εμφύλιοι θρησκευτικοί διωγμοί και οι σφαγές των διαφόρων «αιρετικών». Αν συμπεριληφθούν, το ποσοστό θα φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα). Η μικρή συμμετοχή του Ιουδαϊσμού δεν τον απενοχοποιεί καθόλου, δεδομένου ότι είναι η πρωταρχική και κύρια πηγή του κακού, ο βασικός υπεύθυνος για την εμφάνιση των καθαρά θρησκευτικών πολέμων.
«Ύστερα από όλα όσα έχει κάνει ο άνθρωπος για τον Θεό, μήπως θα έπρεπε επιτέλους να μπει κι εκείνος στον κόπο να υπάρξει;» Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου