Το παρόν δοκίμιο αποτελεί μια συνοπτική εισαγωγή σε θεωρίες σχετικά με τον
εννοιολογικό καθορισμό, τη μορφή και τις χρήσεις του υπερκειμένου ως νέου τρόπου
γραφής- παραγωγής- πρόσληψης κειμένου, με ιδιαίτερη έμφαση στις διαφορές του από
την καθιερωμένη κειμενικότητα της τυπογραφίας, καθώς και στις επιπτώσεις του
φαινομένου της διάδοσης του υπερκειμένου πάνω στο αναγνωστικό κοινό, τις
αναγνωστικές συνήθειες και τον αποδέκτη νέων μορφών επικοινωνίας, μάθησης και
τέχνης.
«Η δομή του υπερκειμένου είναι η κατά προσέγγιση εξωτερικευμένη δομή του σημασιολογικού δικτύου μέσα από το κεφάλι του συγγραφέα, σε ηλεκτρονική μορφή» (Freisler 1994)
Το μέσον της τυπογραφίας αποτελεί παρουσίαση αντικειμένων και γεγονότων υπό τη μορφή, κατά κύριο λόγο, γραπτών κειμένων. Στο πλαίσιο της κουλτούρας της γραφής μας, τα σημεία τους τοποθετούνται στη σειρά, γραμμικά, το ένα δίπλα στο άλλο , από τα αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω, έτσι ώστε να παράγουν μια συνοχή νοήματος. Η φορά της ανάγνωσης ακολουθεί την αρχή της γραμμικότητας ως στοιχείου παραγωγής κειμενικότητας. Ανακολουθίες στη σειρά των γεγονότων σχετικά με τη θέση τους σε παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο εκφράζονται μέσω χρονικών συνδέσμων και αντωνυμιών.
Τον όρο «υπερκείμενο» εισήγαγε τη δεκαετία του ’60 ο Τεντ Νέλσον. Το πρόθεμα «υπέρ» υπονοεί σε γενικές γραμμές μια κλιμάκωση ή υπερβολή. Τα Υπερ-Κείμενα αποτελούν υπό αυτή την έννοια κειμενικές προεκτάσεις, ριζώματα ή συνονθυλεύματα και περικλείουν το ατέλειωτο δυναμικό που χαρακτηρίζει τα μεμονωμένα θραύσματα κειμένων τα οποία εξαπλώνονται στο World Wide Web ως πλέγμα με τη μορφή δικτύου. Διαφοροποιούνται από τα συμβατικά τυπωμένα κείμενα ως προς το εξής: διατίθενται online ως άυλα κείμενα πάνω στην οθόνη του υπολογιστή και μπορούν να παρουσιάσουν αντιπροσωπευτικά τις πληροφορίες που περιέχουν υπό μία γενικότερη θεματική ενότητα σε πολλά κανάλια και με ποικίλους τρόπους, από το επίπεδο κιόλας του σχεδιασμού του κειμένου.
Σε μη-γραμμική διάταξη, η δομή τους καθορίζεται μορφολογικά από ακουστικές, οπτικές και υπερκειμενικές βάσεις δεδομένων και αποτελείται τόσο από «δυναμικούς» φορείς δεδομένων, δηλαδή από ήχο (audio) , κινούμενο σχέδιο (animation) και εικόνα (video), όσο και από «στατικά» στοιχεία όπως εικόνες, σχέδια γραφιστικής και ταμπέλες.
Στο πλαίσιο αυτό ο Βέντσελ μιλάει για «υβριδοποίηση» των ψηφιακών μέσων σε ένα ανοιχτό σημειολογικό πεδίο εννοιών (1998). Τα υπερκείμενα αντιστοιχούν σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος διάρθρωσης και σύνδεσης πληροφοριακού υλικού και προσδίδουν μια ιδιαίτερη δυναμική στον όρο του «κειμένου», όσον αφορά στην εκφορά (της γλώσσας) και τον διαδραστικό τους χαρακτήρα . Οι πληροφορίες που πρέπει να μεταδοθούν συνοψίζονται σε ευρύτερα clusters σύμφωνα με θεματικά ή λειτουργικά κριτήρια, τα οποία χωρίζονται σε μη-γραμμικά δομημένες κειμενικές υποενότητες.
Το κειμενικό σώμα χωρίζεται λοιπόν σε μεμονωμένα «πακέτα» ή συστατικά που συνδέονται μέσω ηλεκτρονικών παραπομπών, των λεγόμενων hyperlinks, σχηματίζοντας δίκτυο, μέσα στο οποίο το καθένα διατηρεί τη συνοχή του ως ενότητα. Οι πολλαπλές συνδέσεις ανάμεσα σε αυτά τα επιμέρους κείμενα ή συγκροτήματα ηλεκτρονικών στοιχείων (modules) μπορούν να ενεργοποιηθούν μέσω «κλικ» με το ποντίκι του υπολογιστή (mouse click) πάνω σε «ευαίσθητες» λέξεις ή σχέδια, ανάλογα με τις γνώσεις ή τις ανάγκες του χρήστη, χωρίς μάλιστα να χαθεί απαραιτήτως η συνοχή, καθώς ο κάθε εν δυνάμει συνδετικός κρίκος διανοίγει έναν «δρόμο» πιθανών αναγνώσεων. Ο χρήστης-αναγνώστης συνθέτει ο ίδιος το υπερκείμενο πάνω στην οθόνη του υπολογιστή, καθορίζοντας ακολουθία και διάταξη των επιθυμητών modules.
Η ιδέα του υπερκειμένου ως δικτύου αποτελούμενου από διάφορoυς ηλεκτρονικούς κόμβους (nodes) αντιστοιχεί σύμφωνα με τον Ρότκεγκελ (Rothkegel,1998) σε έναν τριαδικό διαχωρισμό, που συνίσταται στο εκάστοτε επίκεντρο της πληροφορίας που δεχόμαστε, με το οποίο συνυπάρχουν την ίδια στιγμή στο πρώτο πλάνο του ταμπλό περαιτέρω πληροφορίες που σκοπό έχουν να προσδιορίσουν ειδικότερα το αντικείμενο κι εμφανίζονται με τη μορφή ηλεκτρονικών συνδέσμων (links). Αυτοί μπορούν να ενεργοποιηθούν στο βάθος του ταμπλό ανάλογα με το αν και για τι ενδιαφέρεται ο χρήστης, με σκοπό να διευρύνουν το θεματικό πεδίο ή και να επιφέρουν μια αλλαγή θέματος. Με την πολυδιάστατη σημασιολογική εσωτερική δομή του υπερκειμένου και με τις πολλαπλές συνδέσεις που αυτή συνεπάγεται διαλύεται η μονομερής γραμμική ακολουθία των κειμενικών ενοτήτων και «ανοίγει» δομικά το πλαίσιο της πλοκής.
Στον αποδέκτη δίνεται έτσι η δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε μια πληθώρα πιθανοτήτων, αποφασίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο για το πώς θα συνεχιστεί η ανάγνωσή του. Στο προσκήνιο βρίσκεται εδώ όχι τόσο το κείμενο ως ολοκληρωμένο προϊόν, όσο η δυναμική προοπτική της ανάγνωσης (ή αντίστοιχα της συγγραφής) του κειμένου, κατά την οποία δεν είναι απαραιτήτως καθορισμένη μια σειρά ή ακολουθία. Πρωταρχικού ενδιαφέροντος είναι λιγότερο η ίδια η πληροφορία και πολύ περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζει και την χρησιμοποιεί κάποιος. (Ροτκέγκελ 1998)
Κι ενώ στο «εντυπωμένο» κείμενο (print text) τα έγχρωμα συνεκτικά νήματα που έχει εισάγει ο συγγραφέας βασίζονται σε γραμμικές συντακτικές ακολουθίες μιας κατεύθυνσης, οι οποίες μάλιστα εξασφαλίζουν μια κάποια συνοχή σε επίπεδο περιεχομένου-θεματικής και σε τυπικό επίπεδο μέσω σημασιολογικών και συντακτικών σχέσεων και συνδέσεων, το υπερκείμενο αποκτά πραγματική συνεκτικότητα και συνάφεια από τον τρόπο που το αντιμετωπίζει ο αποδέκτης, διαβάζοντας δηλαδή και αξιοποιώντας τις διάφορες προοπτικές κι εφαρμογές επιλεκτικά και κατά βούληση, σύμφωνα με προσωπικά κριτήρια, κινούμενος προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, ο Ρότκεγκελ θεωρεί ότι ο χαρακτηρισμός των υπερκειμένων ως «μη-γραμμικά» είναι πολύ περιορισμένος, καθώς τα μεμονωμένα παράλληλα κείμενα και από γραμμικότητα χαρακτηρίζονται και μπορούν να συνδεθούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν μεγαλύτερες νοηματικές ενότητες.
Στη σύγχρονη –μεταμοντέρνα- θεωρία της λογοτεχνίας θεωρείται πλέον δεδομένο ότι δεν ενυπάρχει στα κείμενα κάποια αντικειμενική, οντολογικά, “σημασία” και ότι η κατανόηση του κειμένου σχηματίζεται με βάση την προσωπική εμπειρία του αναγνώστη κατά τη διαδικασία της λογοτεχνικής επεξεργασίας (Weskamp 1997, Overmann 1999). H κατανόηση του κειμένου αποτελεί λοιπόν εγκεφαλική διεργασία, κατά την οποία αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται νοητικοί-γνωστικοί από τη μία και ψυχολογικοί, από την άλλη, παράγοντες.
Κι ενώ σε παλαιότερες μεθόδους ανάγνωσης προτεραιότητα δίνεται στην αναγνώριση και αποκωδικοποίηση των γλωσσικών σημείων, οι σύγχρονες προσεγγίσεις έχουν ως αφετηρία τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις κι εμπειρίες του αναγνώστη. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι οι επιμέρους παράγοντες της ανάγνωσης που συμβάλλουν στην παραγωγή νοήματος, αλλά μάλλον ο γενικότερος συνδυασμός κειμένου, κειμενικού περιβάλλοντος κι εμπειριών. Μέσα στο πλαίσιο μιας θεωρίας της διαδραστικότητας, αυτά τα στοιχεία τελικά οδηγούν στην ενσωμάτωση των σχετικών θέσεων και προτάσεων σε ένα μοντέλο νόησης που δεν είναι οργανωμένο σύμφωνα με χρονικές και τοπικές ακολουθίες.
Κάτι τέτοιο συνεπάγεται, όσον αφορά τη διδασκαλία λογοτεχνίας, ότι δεν πρέπει να αποτελεί μέλημα του μαθήματος η ανεύρεση ενός γενικής ισχύος νοήματος μέσα στο κείμενο. Στο πλαίσιο μιας κριτικής της λογοτεχνίας θεμελιωμένης στη γνωστική επιστήμη (Barthes, Derrida, Foucault), η λογοτεχνία και η γλώσσα εν γένει αντιστέκονται στην αντικειμενική αποκωδικοποίηση, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει μονοσήμαντη και σαφής σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου, κι ως εκ τούτου ούτε και μία ενγενής τάση του κειμένου να γίνει κατανοητό.
Τα κείμενα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως φορείς σημασιών που προσφέρονται στον αναγνώστη. Αυτός με τη σειρά του τα ελέγχει ως προς τη συνάφειά τους και τα επεξεργάζεται ως γνωστικό αντικείμενο, εφαρμόζοντας μια προσέγγιση «προσωπικής ανταπόκρισης» (personal-response approach) . Σύμφωνα λοιπόν με τα θεωρητικά συμπεράσματα της αισθητικής της πρόσληψης (Iser, Eco, Bredella) ή του κονστρουκτιβισμού (S.J. Schmidt) δεν αποσπούμε από το κείμενο κάποια «αλήθεια», αντιθέτως εισάγουμε οι ίδιοι νόημα σε αυτό τη στιγμή της ανάγνωσης για να σχεδιάσουμε εγκεφαλικές παραστάσεις.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, ο Τζορτζ Π. Λάντοου μεταφέρει τις θεωρίες του Ρολάν Μπαρτ και του Ζακ Ντεριντά (Roland Barthes, Jacques Derrida) περί κειμένου στο πεδίο της λογοτεχνίας του Διαδικτύου και της μελέτης και ανάλυσης του υπερκειμένου. Ερευνά δηλαδή τις επιδράσεις των μετασχηματισμένων υπερκειμενικών δομών στη γενικότερη παραγωγή και πρόσληψη κειμένων και περιγράφει την αποδέσμευση του αναγνώστη από τις πιέσεις και τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι προερχόμενες από το γραπτό «γραμμικό» κειμένο κατηγορίες.
Εφόσον λοιπόν κάθε κείμενο όταν ανα-λύεται, όταν δηλαδή τρόπον τινά διασπάται, αποδεικνύεται μια ατελείωτη σειρά «στοιβαγμένων» κειμενικών ενοτήτων, και δεν υπάρχει πλέον κανένας κειμενικός πυρήνας, η ιεραρχική διάταξη των αποσπασμάτων διαλύεται και μαζί της κι ο περι-ορισμός του κειμένου από τον συγγραφέα. Μέσω αυτής της «ανοιχτής» δομής, η οποία ευνοεί μια συναρμολόγηση τμημάτων κειμένου βάσει συνειρμού, ο αναγνώστης αναδεικνύεται ως προς το ρόλο του από καταναλωτής σε παραγωγό του «ταξιδιού» του μέσα στο χώρο της ανάγνωσης, συνδυάζοντας τα μεμονωμένα κομμάτια κειμένου μεταξύ τους με πολλούς και διάφορους τρόπους. Οι επιπλέον αυτές ιδιότητες και το αντιστοίχως διευρυμένο πεδίο δράσης που αποκτά μειώνουν κατά αυτόν τον τρόπο την απόσταση μεταξύ των ρόλων αναγνώστη-συγγραφέα όλο και περισσότερο.
Τα υπερκείμενα αποκλείουν εξ ορισμού τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής – σχηματικής ανάλυσης, λόγω της πολυδιάστης δομής τους αφενός και αφετέρου λόγω της απουσίας οποιασδήποτε πρόφασης ότι θα μπορούσε να υπάρξει ιεραρχία σημασιών βασισμένη σε μονομερή σχέση αιτιότητας. Υπό αυτή την έννοια, η σύνδεση – το «πλέξιμο» – των υπερκειμένων σε δίκτυο φαίνεται μάλλον να αντανακλά μια διαφάνεια, ειδικά σε ό,τι αφορά την απεικόνιση του τρόπου παραγωγής κειμένων. Ο συγγραφέας μαζεύει καταρχάς μεμονωμένα αποσπάσματα υπό τη μορφή λεξημάτων ή φράσεων, βάσει θεματικών κριτηρίων, τα οποία κατόπιν περικλείει σε μικρά κειμενικά «πακέτα» που συνδυάζονται με τη σειρά τους σε μεγαλύτερες «προσφορές» σημασιών.
Κάθε νοηματική ενότητα παραπέμπει εναλλάξ σε κάποια άλλη, μέσα στο όλο «μίγμα» και η κάθε σημασία μεταλλάσσεται στο πλαίσιο της παραγωγής καινούργιων σχέσεων και συνδηλωτικών σημασιών. Η διαδικασία της παραγωγής αποδεικνύεται έτσι εξίσου αδύνατο να ολοκληρωθεί όπως και αυτή της πρόσληψης, αλλά και το ίδιο μετατρέψιμη, εφόσον τα υπερκείμενα δεν υπόκεινται σε αυστηρό νοηματικό περιορισμό, εξαιτίας της ελευθερίας που παρέχουν για συσχετισμούς και συνδυασμούς διαφόρων ειδών.
Επειδή λοιπόν η ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών συνδέσμων (links) είναι αυτή που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τις κατά τα άλλα αφανείς διαδικασίες της γένεσης του υπερκειμένου, καθώς και να αποδομήσουμε με τη βοήθειά τους επιλεκτικά το κειμενικό σώμα, το υπερκείμενο αναδεικνύεται, στην υλική μορφή του, σε ένα θεωρητικά μη εξαντλήσιμο σημασιολογικό σύμπλεγμα. Η ανάγνωση των υπερκειμένων παραπέμπει δηλαδή στην αδυναμία των διαδικασιών κατανόησης να φτάσουν σε ένα τέλος και προωθεί μία αυτόνομη, διακειμενική και πολυμορφική μελέτη, που λαμβάνει υπόψη της τις προτιμήσεις και τις κλίσεις των μαθητών-αναγνωστών. Κατά αυτόν τον τρόπο οι μελετητές-χρήστες-αναγνώστες διασχίζουν έναν κόσμο ελεγχόμενο από τους ίδιους, «βαδίζοντας» κατά μήκος των ηλεκτρονικών συνδέσμων.
Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει βέβαια να παραλείψουμε ότι και η παραγωγή και πρόσληψη ενός «γραμμικού» κειμένου μπορεί να επιδείξει στοιχεία ανακολουθίας και υπερκειμενικότητας μέσα στο πλαίσιο μιας αναδρομικής διαδικασίας. Για αυτόν τον λόγο είναι αδύνατον να επιτευχθεί μια διαφοροποίηση κειμένου-υπερκειμένου που να μπορεί να αναχθεί σε αξίωμα, από τη στιγμή μάλιστα που βάση αναφοράς για τα υπερκείμενα αποτελούν σε γενικές γραμμές τα συμβατικά κείμενα, πράγμα που σημαίνει ότι τα πρώτα δεν μπορούν να νοηθούν παρά μόνο ως εν μέρει απο-γραμμικοποιημένα.
Εν ολίγοις, μια επιστημονική εργασία ή ακόμα κι ένα λογοτεχνικό κείμενο σχηματίζονται κατά αποσπασματικό τρόπο και μόνο το τελικό αποτέλεσμα εμφανίζεται υπό τη μορφή γραμμικής ενότητας, έπειτα από πολύ κόπο και αναδρομικές προσπάθειες. Μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, μετακινούνται προτάσεις από το ένα σημείο στο άλλο, παράγραφοι προστίθενται ή αφαιρούνται, σχήματα επιχειρημάτων αλλάζουν, υποσημειώσεις τοποθετούνται ενδιάμεσα κλπ. Αλλά ακόμα και αυτός που διεξάγει κάποια έρευνα γίνεται αποδέκτης κειμένων κατά τρόπο σφαιρικό και επιλεκτικό, κατευθυνόμενος προς επιγραφές, λέξεις-κλειδιά, πίνακες περιεχομένων ή ευρετήρια και γενικά σε links. Φιλτράρει από το πλήθος των ειδικών εκδόσεων, το οποίο διαρκώς διογκώνεται, τις πληροφορίες εκείνες που είναι σχετικές με το θέμα του ή κατευθύνεται ειδικά προς τα σημεία εκείνα του κειμένου που αφορούν αποκλειστικά τη δική του τοποθέτηση. Αυτή η επιλεκτική ή σφαιρική ανάγνωση υποδηλώνει ήδη μια τάση προς απο-γραμμικοποίηση, σε αντίθεση με τη λεπτομερειακή-στατική ανάγνωση.
«Κατά την παραγωγή του κειμένου πρέπει να μετατραπούν σχεδιαγράμματα πολυδιάστατων «κτηρίων σκέψεων» και να πάρουν την αντίστοιχη γραμμική μορφή. Ο αποδέκτης από την πλευρά του ανάγει κατά τη διαδικασία της κατανόησης τις συγκεκριμένες ενότητες γνώσεων, οι οποίες έχουν οργανωθεί και τοποθετηθεί σε μια σειρά, σε μια πολυδιάστατη δομή γνώσεων. Καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία δεν είναι απαραίτητο οι γνωστικές δομές του παραγωγού να υιοθετηθούν αυτούσιες και με την ίδια σειρά. Σύμφωνα με όλα αυτά, η γραμμικότητα αποτελεί κατά κύριο λόγο επιφανειακό φαινόμενο.» (Tiedge)
Το υπερκείμενο είναι λοιπόν μια νέα παραστατική μορφή παραγωγής και πρόσληψης κειμένων με περιεχόμενα μακροπροτάσεων, υπό ιδιαίτερες συνθήκες όσον αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Μας παρέχει τη δυνατότητα να δούμε τόσο τις συνθήκες υπό τις οποίες «γεννιέται» ένα οποιοδήποτε κείμενο όσο και έναν διαφοροποιημένο τρόπο παραγωγής κειμένου. Οι υπερκειμενικοί κόμβοι αποτελούν μια δυναμική και σημασιολογικά «ανοικτή» ενότητα και μέσω αυτών ο χρήστης μπορεί να συνεχίζει την πορεία του – θεωρητικά επ’ άπειρον – ανάλογα με το εύρος των εμπειριών και των διανοητικών ικανοτήτων του, με αποτέλεσμα η παραγωγή περιεχομένων να ξεκινά με τη διαδραστική, διαλογική και διακειμενική σχέση μεταξύ αναγνώστη και κειμένου: υπό αυτήν την έννοια η ανάγνωση ανάγεται κυριολεκτικά σε παραγωγή έργου.
Τα υπερκείμενα παρέχουν, κατά αυτόν τον τρόπο, στους αποδέκτες τους περισσότερες δυνατότητες για ενεργό «συμμετοχή» αυτονομία και αυθεντικότητα. Το ενοποιημένο και κλειστό σύστημα αντικαθίστανται από νοήματα που παρέχονται σε ένα ανοικτό περιβάλλον και μπορούν δυνητικά να εξαπλωθούν απεριόριστα μέσα σε αυτό, αφού φέρουν ως χαρακτηριστικό τη μη-ολοκληρωσιμότητα, την απουσία «κλεισίματος», διότι κάθε προσφορά σημασιών και νοημάτων προκαλεί αναπόφευκτα την εμφάνιση καινούριων πιθανών συνδυασμών.
Η αμφισβήτηση, έστω και μερική, της κουλτούρας της γραφής μας, η οποία είναι γραμμική και προς μια κατεύθυνση και η συνεπακόλουθη ταύτιση χρονικής-τοπικής αλληλουχίας, από τη μία, και αιτιότητας, από την άλλη, αποδεσμεύει την ηγεμονική θέση που κατέχει η λογική και προσανατολισμένη προς έναν σκοπό σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου από τον απόλυτο χαρακτήρα της ένα-προς-ένα-αναλογίας και αναβαθμίζει τη συνειρμική σκέψη καθώς και το αισθητικό κριτήριο του ανθρώπινου πνεύματος.
Οι νοητικοί μηχανισμοί δεν ακολουθούν την ευθεία γραμμή. Αποτυπώνοντας τον τρισδιάστατο χαρακτήρα του χώρου, η μεταφορά του υπερκειμένου ως δικτύου αποδίδει όσο το δυνατόν παραστατικότερα δομές και μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, τα οποία είναι εύπλαστα και λειτουργούν σε πολλά επίπεδα συνδεόμενα με συνάψεις. Εν ολίγοις, οι γνώσεις μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο καταχωρούνται υπό τη μορφή δικτύου. Η ποικιλία των πιθανών συνδέσεων μέσα σε ένα «ανοικτό» δίκτυο αντικατοπτρίζει τόσο την ικανότητα του εγκεφάλου όσο και τις αντίστοιχες δυνατότητες του υπερκειμένου για μια «ελαστική» αναπαράσταση του κόσμου ως προσωπικού νοητικού κατασκευάσματος, η οποία τελικά δεν βρίσκει αντιστοιχία στην οργάνωση της γραφής σε ευθεία γραμμή.
Μόνο οι υπερκειμενικές δομές φαίνεται να μπορούν να συγκριθούν με τις διαδικασίες της ανθρώπινης αντίληψης και πρόσληψης γνώσης, σύμφωνα με τον Loeser (1999), ο οποίος τονίζει μαζί με τον Landow ότι τα υπερκείμενα επιτρέπουν την ανάγνωση και τη σκέψη που δεν ακολουθεί κατ’ ανάγκη χρονική και τοπική αλληλουχία και μπορούν να δώσουν ερεθίσματα για την καθιέρωση ενός τρόπου σκέψης βασισμένου σε συναρτήσεις και αναλογίες.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα σχετικά με τη συνοχή και τη σταθερότητα της σύνδεσης των μεμονωμένων συστατικών του κειμένου. Η γνώση δεν εντοπίζεται πλέον σε ένα καθορισμένο μέρος : αντίθετα μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο εν κινήσει. Εφόσον λοιπόν στο υπερκείμενο αρχή και τέλος δεν αποτελούν απαραιτήτως σταθερά καθορισμένα σημεία κι εφόσον τα όρια μεταξύ των ηλεκτρονικών συνδέσεων είναι ασαφή, παρατηρείται μια ανακολουθία, μορφολογική – όσον αφορά τη διάταξη σε ευθεία γραμμή – και σημασιολογική, ανάμεσα στις κειμενικές ενότητες, τόσο σε μικροεπίπεδο, στην εσωτερική δομή του υπερκειμένου, όσο και στο –πιο ελαστικό- μακροεπίπεδο του ίδιου του υπερκειμένου.
Επιπλέον, ενδέχεται να παρουσιαστεί μια νοητική «υπερφόρτωση», καθώς ο χρήστης είναι διαρκώς υποχρεωμένος να παίρνει αποφάσεις και να επιλέγει ανάμεσα σε πληθώρα ηλεκτρονικών κόμβων. Εξ αυτών μπορεί τέλος να προέλθει μια αβεβαιότητα κι ανησυχία, η οποία ενισχύεται από την υπεραφθονία πολυμορφικών αισθητικών ερεθισμάτων, και μάλιστα ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ο αριθμός των πληροφοριών που παρουσιάζονται ανά χρονική ενότητα υπερβαίνει την ικανότητα του ανθρώπινου συστήματος για επεξεργασία των σχετικών πληροφοριών. (Plass 1999)
Στο υπερκειμενικό κολάζ παρουσιάζεται συχνά δυσκολία και στον διαχωρισμό ανάμεσα σε κυρίως κείμενο και σε παρα-κείμενα, επειδή αυτά χαρακτηρίζονται από πολύπλοκες σχέσεις και διαδικασίες. Τον διαχωρισμό καλείται τελικά να κάνει ο ίδιος ο αναγνώστης καθορίζοντας τη σύγκλιση των στοιχείων. Εάν όμως αυτός δεν καταφέρει κατά τη διάρκεια της πλοήγησης (navigation) να ανακατασκευάσει από την πληθώρα των πιθανών «μονοπατιών» (paths) ανάγνωσης ένα νόημα με σημασιολογική συνοχή και συνάφεια, ακολουθώντας μια πορεία με σαφή και καθορισμένο, σε γενικές γραμμές, προορισμό, τότε η ελευθερία επιλογής μετατρέπεται σε ταλαιπωρία και το ταξίδι κι οι εξερευνήσεις μέσα στους διαδικτυακούς κόσμους οδηγούν σε ένα αίσθημα απώλειας της κατεύθυνσης και του προσανατολισμού, στο λεγόμενο “lost in cyberspace” .
Σε αυτήν την περίπτωση ο αναγνώστης χάνει πλέον τη γενική εικόνα του συνόλου των πληροφοριών, αφού πάνω στην οθόνη γίνονται αντιληπτά μόνο συγκεκριμένα αποσπάσματα που στον αποδέκτη εμφανίζονται κατά πάσα πιθανότητα ως μη δομημένη παράταξη συγκροτημάτων ηλεκτρονικών στοιχείων (modules). Μικρο- και μακροδομές τέμνονται, συμπίπτουν σε διάφορα σημεία κι έτσι οι σχετικές με την πλοήγηση αποφάσεις αφήνονται στην τύχη λόγω έλλειψης μιας γενικότερης εποπτείας: όταν η θεματική και λειτουργική οργάνωση του υπερκειμένου δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη-όσο αυτό είναι εφικτό στα υπερκειμενικά πλαίσια- ο αναγνώστης δεν γνωρίζει πλέον σε ποιο επίπεδο αναφοράς βρίσκεται τη συγκεκριμένη στιγμή. ‘Ανοιξαν τα πολυμέσα ένα «κουτί της Πανδώρας» ή δημιούργησαν έναν ηλεκτρονικό παράδεισο, ποικιλόμορφο, ανοικτό, προσβάσιμο σε όλους ανά πάσα στιγμή, ρωτάει εύλογα και με κριτική διάθεση ο Πεχ. (Paech 1999)
Με αυτό το ερώτημα φτάνουμε στο θέμα της μετάβασης από το υπερκείμενο στo «υπερμέσo» (hypermedium), όπου συναντάμε την ενσωμάτωση πολυπλοκότερων συνδυασμών εικόνων μέσα στο υπερκείμενο, την εισαγωγή ηχητικών αρχείων, βίντεο, κινουμένων σχεδίων και κίνησης γενικότερα κ.λπ. Η αποτελεσματικότητα του υπερμέσου αποτελεί όπως είναι φυσικό θέμα συζητήσεων κι ερευνών, αλλά προς το παρόν φαίνεται να εξαρτάται από τη μορφή της παρουσίασης με τη βοήθεια πολυμέσων και από τον αντίστοιχο σχεδιασμό (design) των μελλοντικών «νοητικών εργαλείων» , καθώς επίσης σε μεγάλο βαθμό και από την ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων και στρατηγικών επεξεργασίας πληροφοριών από την πλευρά των χρηστών.
Όπως και να έχει, φαίνεται πως τα υπερμέσα ασκούν ιδιαίτερη έλξη πάνω στον σύγχρονο άνθρωπο-«χρήστη του ηλεκτρονικού υπολογιστή», κι αυτό γιατί αποτελούν μια εμπλουτισμένη εκδοχή του υπερκειμένου. Αν λοιπόν το υπερκείμενο έχει χαρακτηριστεί ως «η εκδίκηση που παίρνει το γραπτό κείμενο από την τηλεόραση» – αφού υπολογιστής και Διαδίκτυο, των οποίων δομή και λειτουργία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το υπερκείμενο, γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλή ως μέσα κι αρχίζουν να επισκιάζουν το μεχρι τώρα κυρίαρχο μέσον της τηλεόρασης – τότε τι θα πρέπει να πούμε για το υπερμέσο; Ποιος ο ρόλος του μέσα στο σύμπαν των νέων μέσων και τεχνολογιών; Και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να επηρεάσει στάσεις και τρόπους ζωής στο μέλλον;
Στον χώρο της τέχνης πάντως η χρήση του υπερμέσου, σε αρκετά πειραματικό στάδιο ακόμα, φέρνει μαζί της την υλοποίηση θεωριών και οραμάτων καλλιτεχνών και θεωρητικών της τέχνης και της λογοτεχνίας, οι οποίοι από τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα φαντάστηκαν και προσπάθησαν να κάνουν πραγματικότητα –πειραματιζόμενοι με «πρωτόγονα» τότε μέσα- την ιδέα του καλλιτεχνικού έργου που θα υπερβαίνει τα στενά όρια των συμβατικών δομών και τρόπων έκφρασης.
Ενδεικτικά θα αναφερθούμε στον Roland Barthes (Ρολάν Μπαρτ), ο οποίος περιγράφει μια ιδεατή κειμενικότητα που αντιστοιχεί με απίστευτη ακρίβεια στη μορφή του σημερινού υπερκειμένου. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, βασικό χαρακτηριστικό του υπερκειμένου αποτελούν οι ηλεκτρονικές συνδέσεις κειμενικών ενοτήτων (ή εικόνων) μέσω πολλαπλών «μονοπατιών», συνεκτικών κρίκων ή άλλων «σημαδιών» που ενεργοποιούνται σε ένα ανοικτό, δυνητικά απεριόριστο κειμενικό περιβάλλον, το οποίο περιγράφεται συνήθως με όρους όπως link, node, network, web και path.
O Barthes μιλάει λοιπόν για μια ιδεατή μορφή κειμένου, στα πλαίσια του οποίου τα δίκτυα (reseaux) είναι πολλά και υπόκεινται σε αλληλεπιδράσεις, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να μπορεί να ξεπεράσει τα υπόλοιπα. Αυτό το κείμενο είναι ένας γαλαξίας από σημαίνοντα, όχι μια δομή σημαινομένων. Δεν έχει αρχή. Είναι αναστρέψιμο. Αποκτούμε πρόσβαση σε αυτό από διάφορες εισόδους, καμία εκ των οποίων δεν μπορεί με εγκυρότητα να θεωρηθεί ως κεντρική. Οι κώδικες που επιστρατεύει απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, είναι αδύνατον να προσδι-οριστούν… Τα σημασιολογικά συστήματα μπορούν να καταλάβουν αυτό το κατά απόλυτο τρόπο «πολλαπλό» κείμενο, αλλά το πλήθος τους δεν έχει τέλος, καθώς βασίζεται στο άπειρο της γλώσσας.
Ακριβώς όπως ο Barthes, έτσι και ο Michel Foucault (Μισέλ Φουκώ) αντιλαμβάνεται το κείμενο βάσει των όρων «δίκτυο» και «σύνδεσμος». Στην Αρχαιολογία της Γνώσης σημειώνει ότι «τα όρια του βιβλίου δεν είναι ποτέ απόλυτα σαφή», γιατί «περικλείεται σε ένα σύστημα αναφορών σε άλλα βιβλία, σε άλλα κείμενα, σε άλλες προτάσεις : αποτελεί κόμβο μέσα σε ένα δίκτυο… [σε ένα] δίκτυο από αναφορές». Όπως λοιπόν και όλοι οι δομιστές και μετα-δομιστές, ο Barthes και ο Foucault περιγράφουν το κείμενο, τον κόσμο της γραφής και τις αντίστοιχες σχέσεις ισχύος και κύρους βάσει ορολογίας κοινής με αυτήν του υπερκειμένου.
Οι απόψεις αυτές βρίσκουν τελικά την εφαρμογή τους καταρχάς στο υπερκείμενο και πολύ περισσότερο στο υπερμέσο, την εξελιγμένη αυτή μορφή του υπερκειμένου που περιλαμβάνει, εκτός από λεκτικές, και κάθε είδους μη λεκτικές πληροφορίες. Πέρα από την πρακτική εφαρμογή της πολυσυζητημένης στον χώρο της λογοτεχνίας ιδέας της διακειμενικότητας, στο πολυμέσο παρατηρείται συν τοις άλλοις η συγχώνευση και εναρμόνιση περισσότερων τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως περίπου τις είχε οραματιστεί η αβαντγκάρντ των αρχών του 20ου αιώνα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον «συμβίωσης» και αλληλεπίδρασης γραπτού λόγου και Νέων Μέσων, οπτικοακουστικών και άλλων, αναλογικών, κυρίως όμως πλέον ψηφιακών, γίνεται λόγος για υβριδοποίηση του κειμένου, της γραφής και του καλλιτεχνικού έργου. Τα «υβρίδια» που γεννιούνται υπό αυτές τις συνθήκες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σε αρκετές περιπτώσεις δεν πρόκειται απλά για πειράματα, αλλά για πραγματικά αξιοπρόσεκτα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Στα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα υπερκειμενικής λογοτεχνίας συγκαταλέγεται το γνωστό σε αυτόν τον χώρο “Patchwork Girl” της Shelley Jackson. H Τζάκσον, εικονογράφος βιβλίων και συγγραφέας, αντλεί θέματα και τεχνικές από το είδος της υπερκειμενικής γραφής όπως το περιγράψαμε, και στο συγκεκριμένο έργο δημιουργεί ένα ψηφιακό κολάζ δικών της λέξεων και εικόνων, καθώς μας εξιστορεί για τη θηλυκή σύντροφο του Φρανκενστάιν, η οποία «γεννιέται περισσότερες από μία φορές. Από την επίκληση ενός νεκρού τέρατος. Από μια λασπωμένη τρύπα στο φως των πτωμάτων. Από τη βελόνα, κι από την πένα.»
Η πολλαπλότητα του περιεχομένου της ιστορίας της Τζάκσον αντικατοπτρίζεται όπως είναι φυσικό και στη διάρθρωση του υπερ-κειμένου της: από την αρχική κιόλας σελίδα ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη ριζωματική δομή των πολλαπλών μονοπατιών που οδηγούν σε διάφορους κόμβους, οι οποίοι συνδέονται ποικιλοτρόπως μέσω ηλεκτρονικών συνδέσμων, σχηματίζοντας ένα «δίχτυ», ένα λογοτεχνικό σύμπαν πολλαπλών ιστοριών, με παρακλάδια άλλων ιστοριών, άλλων κόσμων, που περιμένουν τον αναγνώστη να τους εξερευνήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Η Τζάκσον προσφέρει βέβαια την «πυξίδα» που θα συνοδεύσει τον αναγνώστη στις περιπλανήσεις του.
Έτσι λοιπόν o πρώτος σύνδεσμος μας παραπέμπει στην κεντρική σελίδα, ένα κείμενο γεματο σταυροδρόμια που μας «προσφέρει» έξι μονοπάτια : «ένα νεκροταφείο», «ένα περιοδικό», «ένα πάπλωμα», «μια ιστορία», «σπασμένες προφορές» κι έναν κατάλογο με πηγές. Το «νεκροταφείο», για παράδειγμα, οδηγεί τον αναγνώστη σε μια εικόνα-«κουρελού», η οποία δημιουργήθηκε από τη συρραφή –κόψιμο και αναδιοργάνωση-κομματιών της αρχικής σελίδας, το καθένα εκ των οποίων παραπέμπει σε νέα μονοπάτια, στις διάφορες ιστορίες των γυναικών που συνθέτουν το «κορίτσι-χειροτέχνημα» της Τζάκσον.
Στον χώρο του υπερμέσου ξεχώρισα το έργο “Flood” («Πλημμύρα») μικρό αλλά περιεκτικό, αφού κάνει χρήση όλων των δυνατοτήτων των Νέων Μέσων. Πρόκειται για ένα «βιντεάκι» όπου εναλάσσονται φωτογραφίες από μια πλημμύρα, το κείμενο-αφήγηση-ποίημα «ρέει» στην οθόνη, πάνω ή γύρω από τις εικόνες, και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα, προτάσεις ή κομμάτια του κειμένου εμφανίζονται πίσω από άλλα, όλα εν κινήσει, ενώ ο αναγνώστης ακούει ταυτόχρονα από τα ηχεία του υπολογιστή ένα μουσικό θέμα. Χαρακτηριστική σε αυτήν την περίπτωση είναι η συνεργασία περισσότερων συντελεστών για την παραγωγή του έργου: το ποίημα είναι του Thomas Swiss, οι φωτογραφίες του David Henry και ο σχεδιασμός (design) της Ingrid Ankerson. Το πρόγραμμα που χρησιμοποίησε η ομάδα είναι το Flash Player της Macromedia και πρόσβαση στο έργο αποκτά κανείς μέσω του περιοδικού “threads” (τεύχος 12), που φιλοξενείται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.altx.com/
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της μικρής εισαγωγής στην έννοια και τη θεωρία του υπερκειμένου, θα προτιμούσα να αφήσω τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα σχετικά με το υπερκείμενο ως νέα μορφή αναγνώσματος, με την υπερκειμενική λογοτεχνία ως νέα μορφή μυθοπλασίας και με την τέχνη στον κυβερνοχώρο ως τέχνη του μέλλοντος. Για αυτόν τον λόγο, αντί για κλείσιμο του κειμένου θα ήθελα να δώσω ένα «άνοιγμα»: του δρόμου που οδηγεί πέρα από τον κόσμο του βιβλίου και της τηλεόρασης σε παρθένα τοπία, με την ελπίδα ότι οι εξερευνητές δεν θα χαθούν στα άπειρα μονοπάτια και οι δημιουργοί των νέων αυτών τοπίων θα ακούσουν τη φωνή του Μαρκ Μπέρνσταϊν:
«Πρέπει να διακόπτουμε, να συλλαμβάνουμε το βλέμμα, να προσκαλούμε τον αναγνώστη να σκεφτεί».
«Η δομή του υπερκειμένου είναι η κατά προσέγγιση εξωτερικευμένη δομή του σημασιολογικού δικτύου μέσα από το κεφάλι του συγγραφέα, σε ηλεκτρονική μορφή» (Freisler 1994)
Το μέσον της τυπογραφίας αποτελεί παρουσίαση αντικειμένων και γεγονότων υπό τη μορφή, κατά κύριο λόγο, γραπτών κειμένων. Στο πλαίσιο της κουλτούρας της γραφής μας, τα σημεία τους τοποθετούνται στη σειρά, γραμμικά, το ένα δίπλα στο άλλο , από τα αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω, έτσι ώστε να παράγουν μια συνοχή νοήματος. Η φορά της ανάγνωσης ακολουθεί την αρχή της γραμμικότητας ως στοιχείου παραγωγής κειμενικότητας. Ανακολουθίες στη σειρά των γεγονότων σχετικά με τη θέση τους σε παρελθόντα ή μέλλοντα χρόνο εκφράζονται μέσω χρονικών συνδέσμων και αντωνυμιών.
Τον όρο «υπερκείμενο» εισήγαγε τη δεκαετία του ’60 ο Τεντ Νέλσον. Το πρόθεμα «υπέρ» υπονοεί σε γενικές γραμμές μια κλιμάκωση ή υπερβολή. Τα Υπερ-Κείμενα αποτελούν υπό αυτή την έννοια κειμενικές προεκτάσεις, ριζώματα ή συνονθυλεύματα και περικλείουν το ατέλειωτο δυναμικό που χαρακτηρίζει τα μεμονωμένα θραύσματα κειμένων τα οποία εξαπλώνονται στο World Wide Web ως πλέγμα με τη μορφή δικτύου. Διαφοροποιούνται από τα συμβατικά τυπωμένα κείμενα ως προς το εξής: διατίθενται online ως άυλα κείμενα πάνω στην οθόνη του υπολογιστή και μπορούν να παρουσιάσουν αντιπροσωπευτικά τις πληροφορίες που περιέχουν υπό μία γενικότερη θεματική ενότητα σε πολλά κανάλια και με ποικίλους τρόπους, από το επίπεδο κιόλας του σχεδιασμού του κειμένου.
Σε μη-γραμμική διάταξη, η δομή τους καθορίζεται μορφολογικά από ακουστικές, οπτικές και υπερκειμενικές βάσεις δεδομένων και αποτελείται τόσο από «δυναμικούς» φορείς δεδομένων, δηλαδή από ήχο (audio) , κινούμενο σχέδιο (animation) και εικόνα (video), όσο και από «στατικά» στοιχεία όπως εικόνες, σχέδια γραφιστικής και ταμπέλες.
Στο πλαίσιο αυτό ο Βέντσελ μιλάει για «υβριδοποίηση» των ψηφιακών μέσων σε ένα ανοιχτό σημειολογικό πεδίο εννοιών (1998). Τα υπερκείμενα αντιστοιχούν σε ένα πολύ συγκεκριμένο είδος διάρθρωσης και σύνδεσης πληροφοριακού υλικού και προσδίδουν μια ιδιαίτερη δυναμική στον όρο του «κειμένου», όσον αφορά στην εκφορά (της γλώσσας) και τον διαδραστικό τους χαρακτήρα . Οι πληροφορίες που πρέπει να μεταδοθούν συνοψίζονται σε ευρύτερα clusters σύμφωνα με θεματικά ή λειτουργικά κριτήρια, τα οποία χωρίζονται σε μη-γραμμικά δομημένες κειμενικές υποενότητες.
Το κειμενικό σώμα χωρίζεται λοιπόν σε μεμονωμένα «πακέτα» ή συστατικά που συνδέονται μέσω ηλεκτρονικών παραπομπών, των λεγόμενων hyperlinks, σχηματίζοντας δίκτυο, μέσα στο οποίο το καθένα διατηρεί τη συνοχή του ως ενότητα. Οι πολλαπλές συνδέσεις ανάμεσα σε αυτά τα επιμέρους κείμενα ή συγκροτήματα ηλεκτρονικών στοιχείων (modules) μπορούν να ενεργοποιηθούν μέσω «κλικ» με το ποντίκι του υπολογιστή (mouse click) πάνω σε «ευαίσθητες» λέξεις ή σχέδια, ανάλογα με τις γνώσεις ή τις ανάγκες του χρήστη, χωρίς μάλιστα να χαθεί απαραιτήτως η συνοχή, καθώς ο κάθε εν δυνάμει συνδετικός κρίκος διανοίγει έναν «δρόμο» πιθανών αναγνώσεων. Ο χρήστης-αναγνώστης συνθέτει ο ίδιος το υπερκείμενο πάνω στην οθόνη του υπολογιστή, καθορίζοντας ακολουθία και διάταξη των επιθυμητών modules.
Η ιδέα του υπερκειμένου ως δικτύου αποτελούμενου από διάφορoυς ηλεκτρονικούς κόμβους (nodes) αντιστοιχεί σύμφωνα με τον Ρότκεγκελ (Rothkegel,1998) σε έναν τριαδικό διαχωρισμό, που συνίσταται στο εκάστοτε επίκεντρο της πληροφορίας που δεχόμαστε, με το οποίο συνυπάρχουν την ίδια στιγμή στο πρώτο πλάνο του ταμπλό περαιτέρω πληροφορίες που σκοπό έχουν να προσδιορίσουν ειδικότερα το αντικείμενο κι εμφανίζονται με τη μορφή ηλεκτρονικών συνδέσμων (links). Αυτοί μπορούν να ενεργοποιηθούν στο βάθος του ταμπλό ανάλογα με το αν και για τι ενδιαφέρεται ο χρήστης, με σκοπό να διευρύνουν το θεματικό πεδίο ή και να επιφέρουν μια αλλαγή θέματος. Με την πολυδιάστατη σημασιολογική εσωτερική δομή του υπερκειμένου και με τις πολλαπλές συνδέσεις που αυτή συνεπάγεται διαλύεται η μονομερής γραμμική ακολουθία των κειμενικών ενοτήτων και «ανοίγει» δομικά το πλαίσιο της πλοκής.
Στον αποδέκτη δίνεται έτσι η δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε μια πληθώρα πιθανοτήτων, αποφασίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο για το πώς θα συνεχιστεί η ανάγνωσή του. Στο προσκήνιο βρίσκεται εδώ όχι τόσο το κείμενο ως ολοκληρωμένο προϊόν, όσο η δυναμική προοπτική της ανάγνωσης (ή αντίστοιχα της συγγραφής) του κειμένου, κατά την οποία δεν είναι απαραιτήτως καθορισμένη μια σειρά ή ακολουθία. Πρωταρχικού ενδιαφέροντος είναι λιγότερο η ίδια η πληροφορία και πολύ περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο την προσεγγίζει και την χρησιμοποιεί κάποιος. (Ροτκέγκελ 1998)
Κι ενώ στο «εντυπωμένο» κείμενο (print text) τα έγχρωμα συνεκτικά νήματα που έχει εισάγει ο συγγραφέας βασίζονται σε γραμμικές συντακτικές ακολουθίες μιας κατεύθυνσης, οι οποίες μάλιστα εξασφαλίζουν μια κάποια συνοχή σε επίπεδο περιεχομένου-θεματικής και σε τυπικό επίπεδο μέσω σημασιολογικών και συντακτικών σχέσεων και συνδέσεων, το υπερκείμενο αποκτά πραγματική συνεκτικότητα και συνάφεια από τον τρόπο που το αντιμετωπίζει ο αποδέκτης, διαβάζοντας δηλαδή και αξιοποιώντας τις διάφορες προοπτικές κι εφαρμογές επιλεκτικά και κατά βούληση, σύμφωνα με προσωπικά κριτήρια, κινούμενος προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, ο Ρότκεγκελ θεωρεί ότι ο χαρακτηρισμός των υπερκειμένων ως «μη-γραμμικά» είναι πολύ περιορισμένος, καθώς τα μεμονωμένα παράλληλα κείμενα και από γραμμικότητα χαρακτηρίζονται και μπορούν να συνδεθούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζουν μεγαλύτερες νοηματικές ενότητες.
Στη σύγχρονη –μεταμοντέρνα- θεωρία της λογοτεχνίας θεωρείται πλέον δεδομένο ότι δεν ενυπάρχει στα κείμενα κάποια αντικειμενική, οντολογικά, “σημασία” και ότι η κατανόηση του κειμένου σχηματίζεται με βάση την προσωπική εμπειρία του αναγνώστη κατά τη διαδικασία της λογοτεχνικής επεξεργασίας (Weskamp 1997, Overmann 1999). H κατανόηση του κειμένου αποτελεί λοιπόν εγκεφαλική διεργασία, κατά την οποία αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται νοητικοί-γνωστικοί από τη μία και ψυχολογικοί, από την άλλη, παράγοντες.
Κι ενώ σε παλαιότερες μεθόδους ανάγνωσης προτεραιότητα δίνεται στην αναγνώριση και αποκωδικοποίηση των γλωσσικών σημείων, οι σύγχρονες προσεγγίσεις έχουν ως αφετηρία τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις κι εμπειρίες του αναγνώστη. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι οι επιμέρους παράγοντες της ανάγνωσης που συμβάλλουν στην παραγωγή νοήματος, αλλά μάλλον ο γενικότερος συνδυασμός κειμένου, κειμενικού περιβάλλοντος κι εμπειριών. Μέσα στο πλαίσιο μιας θεωρίας της διαδραστικότητας, αυτά τα στοιχεία τελικά οδηγούν στην ενσωμάτωση των σχετικών θέσεων και προτάσεων σε ένα μοντέλο νόησης που δεν είναι οργανωμένο σύμφωνα με χρονικές και τοπικές ακολουθίες.
Κάτι τέτοιο συνεπάγεται, όσον αφορά τη διδασκαλία λογοτεχνίας, ότι δεν πρέπει να αποτελεί μέλημα του μαθήματος η ανεύρεση ενός γενικής ισχύος νοήματος μέσα στο κείμενο. Στο πλαίσιο μιας κριτικής της λογοτεχνίας θεμελιωμένης στη γνωστική επιστήμη (Barthes, Derrida, Foucault), η λογοτεχνία και η γλώσσα εν γένει αντιστέκονται στην αντικειμενική αποκωδικοποίηση, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει μονοσήμαντη και σαφής σχέση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινόμενου, κι ως εκ τούτου ούτε και μία ενγενής τάση του κειμένου να γίνει κατανοητό.
Τα κείμενα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως φορείς σημασιών που προσφέρονται στον αναγνώστη. Αυτός με τη σειρά του τα ελέγχει ως προς τη συνάφειά τους και τα επεξεργάζεται ως γνωστικό αντικείμενο, εφαρμόζοντας μια προσέγγιση «προσωπικής ανταπόκρισης» (personal-response approach) . Σύμφωνα λοιπόν με τα θεωρητικά συμπεράσματα της αισθητικής της πρόσληψης (Iser, Eco, Bredella) ή του κονστρουκτιβισμού (S.J. Schmidt) δεν αποσπούμε από το κείμενο κάποια «αλήθεια», αντιθέτως εισάγουμε οι ίδιοι νόημα σε αυτό τη στιγμή της ανάγνωσης για να σχεδιάσουμε εγκεφαλικές παραστάσεις.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, ο Τζορτζ Π. Λάντοου μεταφέρει τις θεωρίες του Ρολάν Μπαρτ και του Ζακ Ντεριντά (Roland Barthes, Jacques Derrida) περί κειμένου στο πεδίο της λογοτεχνίας του Διαδικτύου και της μελέτης και ανάλυσης του υπερκειμένου. Ερευνά δηλαδή τις επιδράσεις των μετασχηματισμένων υπερκειμενικών δομών στη γενικότερη παραγωγή και πρόσληψη κειμένων και περιγράφει την αποδέσμευση του αναγνώστη από τις πιέσεις και τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι προερχόμενες από το γραπτό «γραμμικό» κειμένο κατηγορίες.
Εφόσον λοιπόν κάθε κείμενο όταν ανα-λύεται, όταν δηλαδή τρόπον τινά διασπάται, αποδεικνύεται μια ατελείωτη σειρά «στοιβαγμένων» κειμενικών ενοτήτων, και δεν υπάρχει πλέον κανένας κειμενικός πυρήνας, η ιεραρχική διάταξη των αποσπασμάτων διαλύεται και μαζί της κι ο περι-ορισμός του κειμένου από τον συγγραφέα. Μέσω αυτής της «ανοιχτής» δομής, η οποία ευνοεί μια συναρμολόγηση τμημάτων κειμένου βάσει συνειρμού, ο αναγνώστης αναδεικνύεται ως προς το ρόλο του από καταναλωτής σε παραγωγό του «ταξιδιού» του μέσα στο χώρο της ανάγνωσης, συνδυάζοντας τα μεμονωμένα κομμάτια κειμένου μεταξύ τους με πολλούς και διάφορους τρόπους. Οι επιπλέον αυτές ιδιότητες και το αντιστοίχως διευρυμένο πεδίο δράσης που αποκτά μειώνουν κατά αυτόν τον τρόπο την απόσταση μεταξύ των ρόλων αναγνώστη-συγγραφέα όλο και περισσότερο.
Τα υπερκείμενα αποκλείουν εξ ορισμού τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής – σχηματικής ανάλυσης, λόγω της πολυδιάστης δομής τους αφενός και αφετέρου λόγω της απουσίας οποιασδήποτε πρόφασης ότι θα μπορούσε να υπάρξει ιεραρχία σημασιών βασισμένη σε μονομερή σχέση αιτιότητας. Υπό αυτή την έννοια, η σύνδεση – το «πλέξιμο» – των υπερκειμένων σε δίκτυο φαίνεται μάλλον να αντανακλά μια διαφάνεια, ειδικά σε ό,τι αφορά την απεικόνιση του τρόπου παραγωγής κειμένων. Ο συγγραφέας μαζεύει καταρχάς μεμονωμένα αποσπάσματα υπό τη μορφή λεξημάτων ή φράσεων, βάσει θεματικών κριτηρίων, τα οποία κατόπιν περικλείει σε μικρά κειμενικά «πακέτα» που συνδυάζονται με τη σειρά τους σε μεγαλύτερες «προσφορές» σημασιών.
Κάθε νοηματική ενότητα παραπέμπει εναλλάξ σε κάποια άλλη, μέσα στο όλο «μίγμα» και η κάθε σημασία μεταλλάσσεται στο πλαίσιο της παραγωγής καινούργιων σχέσεων και συνδηλωτικών σημασιών. Η διαδικασία της παραγωγής αποδεικνύεται έτσι εξίσου αδύνατο να ολοκληρωθεί όπως και αυτή της πρόσληψης, αλλά και το ίδιο μετατρέψιμη, εφόσον τα υπερκείμενα δεν υπόκεινται σε αυστηρό νοηματικό περιορισμό, εξαιτίας της ελευθερίας που παρέχουν για συσχετισμούς και συνδυασμούς διαφόρων ειδών.
Επειδή λοιπόν η ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών συνδέσμων (links) είναι αυτή που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τις κατά τα άλλα αφανείς διαδικασίες της γένεσης του υπερκειμένου, καθώς και να αποδομήσουμε με τη βοήθειά τους επιλεκτικά το κειμενικό σώμα, το υπερκείμενο αναδεικνύεται, στην υλική μορφή του, σε ένα θεωρητικά μη εξαντλήσιμο σημασιολογικό σύμπλεγμα. Η ανάγνωση των υπερκειμένων παραπέμπει δηλαδή στην αδυναμία των διαδικασιών κατανόησης να φτάσουν σε ένα τέλος και προωθεί μία αυτόνομη, διακειμενική και πολυμορφική μελέτη, που λαμβάνει υπόψη της τις προτιμήσεις και τις κλίσεις των μαθητών-αναγνωστών. Κατά αυτόν τον τρόπο οι μελετητές-χρήστες-αναγνώστες διασχίζουν έναν κόσμο ελεγχόμενο από τους ίδιους, «βαδίζοντας» κατά μήκος των ηλεκτρονικών συνδέσμων.
Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει βέβαια να παραλείψουμε ότι και η παραγωγή και πρόσληψη ενός «γραμμικού» κειμένου μπορεί να επιδείξει στοιχεία ανακολουθίας και υπερκειμενικότητας μέσα στο πλαίσιο μιας αναδρομικής διαδικασίας. Για αυτόν τον λόγο είναι αδύνατον να επιτευχθεί μια διαφοροποίηση κειμένου-υπερκειμένου που να μπορεί να αναχθεί σε αξίωμα, από τη στιγμή μάλιστα που βάση αναφοράς για τα υπερκείμενα αποτελούν σε γενικές γραμμές τα συμβατικά κείμενα, πράγμα που σημαίνει ότι τα πρώτα δεν μπορούν να νοηθούν παρά μόνο ως εν μέρει απο-γραμμικοποιημένα.
Εν ολίγοις, μια επιστημονική εργασία ή ακόμα κι ένα λογοτεχνικό κείμενο σχηματίζονται κατά αποσπασματικό τρόπο και μόνο το τελικό αποτέλεσμα εμφανίζεται υπό τη μορφή γραμμικής ενότητας, έπειτα από πολύ κόπο και αναδρομικές προσπάθειες. Μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, μετακινούνται προτάσεις από το ένα σημείο στο άλλο, παράγραφοι προστίθενται ή αφαιρούνται, σχήματα επιχειρημάτων αλλάζουν, υποσημειώσεις τοποθετούνται ενδιάμεσα κλπ. Αλλά ακόμα και αυτός που διεξάγει κάποια έρευνα γίνεται αποδέκτης κειμένων κατά τρόπο σφαιρικό και επιλεκτικό, κατευθυνόμενος προς επιγραφές, λέξεις-κλειδιά, πίνακες περιεχομένων ή ευρετήρια και γενικά σε links. Φιλτράρει από το πλήθος των ειδικών εκδόσεων, το οποίο διαρκώς διογκώνεται, τις πληροφορίες εκείνες που είναι σχετικές με το θέμα του ή κατευθύνεται ειδικά προς τα σημεία εκείνα του κειμένου που αφορούν αποκλειστικά τη δική του τοποθέτηση. Αυτή η επιλεκτική ή σφαιρική ανάγνωση υποδηλώνει ήδη μια τάση προς απο-γραμμικοποίηση, σε αντίθεση με τη λεπτομερειακή-στατική ανάγνωση.
«Κατά την παραγωγή του κειμένου πρέπει να μετατραπούν σχεδιαγράμματα πολυδιάστατων «κτηρίων σκέψεων» και να πάρουν την αντίστοιχη γραμμική μορφή. Ο αποδέκτης από την πλευρά του ανάγει κατά τη διαδικασία της κατανόησης τις συγκεκριμένες ενότητες γνώσεων, οι οποίες έχουν οργανωθεί και τοποθετηθεί σε μια σειρά, σε μια πολυδιάστατη δομή γνώσεων. Καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία δεν είναι απαραίτητο οι γνωστικές δομές του παραγωγού να υιοθετηθούν αυτούσιες και με την ίδια σειρά. Σύμφωνα με όλα αυτά, η γραμμικότητα αποτελεί κατά κύριο λόγο επιφανειακό φαινόμενο.» (Tiedge)
Το υπερκείμενο είναι λοιπόν μια νέα παραστατική μορφή παραγωγής και πρόσληψης κειμένων με περιεχόμενα μακροπροτάσεων, υπό ιδιαίτερες συνθήκες όσον αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Μας παρέχει τη δυνατότητα να δούμε τόσο τις συνθήκες υπό τις οποίες «γεννιέται» ένα οποιοδήποτε κείμενο όσο και έναν διαφοροποιημένο τρόπο παραγωγής κειμένου. Οι υπερκειμενικοί κόμβοι αποτελούν μια δυναμική και σημασιολογικά «ανοικτή» ενότητα και μέσω αυτών ο χρήστης μπορεί να συνεχίζει την πορεία του – θεωρητικά επ’ άπειρον – ανάλογα με το εύρος των εμπειριών και των διανοητικών ικανοτήτων του, με αποτέλεσμα η παραγωγή περιεχομένων να ξεκινά με τη διαδραστική, διαλογική και διακειμενική σχέση μεταξύ αναγνώστη και κειμένου: υπό αυτήν την έννοια η ανάγνωση ανάγεται κυριολεκτικά σε παραγωγή έργου.
Τα υπερκείμενα παρέχουν, κατά αυτόν τον τρόπο, στους αποδέκτες τους περισσότερες δυνατότητες για ενεργό «συμμετοχή» αυτονομία και αυθεντικότητα. Το ενοποιημένο και κλειστό σύστημα αντικαθίστανται από νοήματα που παρέχονται σε ένα ανοικτό περιβάλλον και μπορούν δυνητικά να εξαπλωθούν απεριόριστα μέσα σε αυτό, αφού φέρουν ως χαρακτηριστικό τη μη-ολοκληρωσιμότητα, την απουσία «κλεισίματος», διότι κάθε προσφορά σημασιών και νοημάτων προκαλεί αναπόφευκτα την εμφάνιση καινούριων πιθανών συνδυασμών.
Η αμφισβήτηση, έστω και μερική, της κουλτούρας της γραφής μας, η οποία είναι γραμμική και προς μια κατεύθυνση και η συνεπακόλουθη ταύτιση χρονικής-τοπικής αλληλουχίας, από τη μία, και αιτιότητας, από την άλλη, αποδεσμεύει την ηγεμονική θέση που κατέχει η λογική και προσανατολισμένη προς έναν σκοπό σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου από τον απόλυτο χαρακτήρα της ένα-προς-ένα-αναλογίας και αναβαθμίζει τη συνειρμική σκέψη καθώς και το αισθητικό κριτήριο του ανθρώπινου πνεύματος.
Οι νοητικοί μηχανισμοί δεν ακολουθούν την ευθεία γραμμή. Αποτυπώνοντας τον τρισδιάστατο χαρακτήρα του χώρου, η μεταφορά του υπερκειμένου ως δικτύου αποδίδει όσο το δυνατόν παραστατικότερα δομές και μηχανισμούς του ανθρώπινου εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, τα οποία είναι εύπλαστα και λειτουργούν σε πολλά επίπεδα συνδεόμενα με συνάψεις. Εν ολίγοις, οι γνώσεις μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο καταχωρούνται υπό τη μορφή δικτύου. Η ποικιλία των πιθανών συνδέσεων μέσα σε ένα «ανοικτό» δίκτυο αντικατοπτρίζει τόσο την ικανότητα του εγκεφάλου όσο και τις αντίστοιχες δυνατότητες του υπερκειμένου για μια «ελαστική» αναπαράσταση του κόσμου ως προσωπικού νοητικού κατασκευάσματος, η οποία τελικά δεν βρίσκει αντιστοιχία στην οργάνωση της γραφής σε ευθεία γραμμή.
Μόνο οι υπερκειμενικές δομές φαίνεται να μπορούν να συγκριθούν με τις διαδικασίες της ανθρώπινης αντίληψης και πρόσληψης γνώσης, σύμφωνα με τον Loeser (1999), ο οποίος τονίζει μαζί με τον Landow ότι τα υπερκείμενα επιτρέπουν την ανάγνωση και τη σκέψη που δεν ακολουθεί κατ’ ανάγκη χρονική και τοπική αλληλουχία και μπορούν να δώσουν ερεθίσματα για την καθιέρωση ενός τρόπου σκέψης βασισμένου σε συναρτήσεις και αναλογίες.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο τίθεται το ερώτημα σχετικά με τη συνοχή και τη σταθερότητα της σύνδεσης των μεμονωμένων συστατικών του κειμένου. Η γνώση δεν εντοπίζεται πλέον σε ένα καθορισμένο μέρος : αντίθετα μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο εν κινήσει. Εφόσον λοιπόν στο υπερκείμενο αρχή και τέλος δεν αποτελούν απαραιτήτως σταθερά καθορισμένα σημεία κι εφόσον τα όρια μεταξύ των ηλεκτρονικών συνδέσεων είναι ασαφή, παρατηρείται μια ανακολουθία, μορφολογική – όσον αφορά τη διάταξη σε ευθεία γραμμή – και σημασιολογική, ανάμεσα στις κειμενικές ενότητες, τόσο σε μικροεπίπεδο, στην εσωτερική δομή του υπερκειμένου, όσο και στο –πιο ελαστικό- μακροεπίπεδο του ίδιου του υπερκειμένου.
Επιπλέον, ενδέχεται να παρουσιαστεί μια νοητική «υπερφόρτωση», καθώς ο χρήστης είναι διαρκώς υποχρεωμένος να παίρνει αποφάσεις και να επιλέγει ανάμεσα σε πληθώρα ηλεκτρονικών κόμβων. Εξ αυτών μπορεί τέλος να προέλθει μια αβεβαιότητα κι ανησυχία, η οποία ενισχύεται από την υπεραφθονία πολυμορφικών αισθητικών ερεθισμάτων, και μάλιστα ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ο αριθμός των πληροφοριών που παρουσιάζονται ανά χρονική ενότητα υπερβαίνει την ικανότητα του ανθρώπινου συστήματος για επεξεργασία των σχετικών πληροφοριών. (Plass 1999)
Στο υπερκειμενικό κολάζ παρουσιάζεται συχνά δυσκολία και στον διαχωρισμό ανάμεσα σε κυρίως κείμενο και σε παρα-κείμενα, επειδή αυτά χαρακτηρίζονται από πολύπλοκες σχέσεις και διαδικασίες. Τον διαχωρισμό καλείται τελικά να κάνει ο ίδιος ο αναγνώστης καθορίζοντας τη σύγκλιση των στοιχείων. Εάν όμως αυτός δεν καταφέρει κατά τη διάρκεια της πλοήγησης (navigation) να ανακατασκευάσει από την πληθώρα των πιθανών «μονοπατιών» (paths) ανάγνωσης ένα νόημα με σημασιολογική συνοχή και συνάφεια, ακολουθώντας μια πορεία με σαφή και καθορισμένο, σε γενικές γραμμές, προορισμό, τότε η ελευθερία επιλογής μετατρέπεται σε ταλαιπωρία και το ταξίδι κι οι εξερευνήσεις μέσα στους διαδικτυακούς κόσμους οδηγούν σε ένα αίσθημα απώλειας της κατεύθυνσης και του προσανατολισμού, στο λεγόμενο “lost in cyberspace” .
Σε αυτήν την περίπτωση ο αναγνώστης χάνει πλέον τη γενική εικόνα του συνόλου των πληροφοριών, αφού πάνω στην οθόνη γίνονται αντιληπτά μόνο συγκεκριμένα αποσπάσματα που στον αποδέκτη εμφανίζονται κατά πάσα πιθανότητα ως μη δομημένη παράταξη συγκροτημάτων ηλεκτρονικών στοιχείων (modules). Μικρο- και μακροδομές τέμνονται, συμπίπτουν σε διάφορα σημεία κι έτσι οι σχετικές με την πλοήγηση αποφάσεις αφήνονται στην τύχη λόγω έλλειψης μιας γενικότερης εποπτείας: όταν η θεματική και λειτουργική οργάνωση του υπερκειμένου δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη-όσο αυτό είναι εφικτό στα υπερκειμενικά πλαίσια- ο αναγνώστης δεν γνωρίζει πλέον σε ποιο επίπεδο αναφοράς βρίσκεται τη συγκεκριμένη στιγμή. ‘Ανοιξαν τα πολυμέσα ένα «κουτί της Πανδώρας» ή δημιούργησαν έναν ηλεκτρονικό παράδεισο, ποικιλόμορφο, ανοικτό, προσβάσιμο σε όλους ανά πάσα στιγμή, ρωτάει εύλογα και με κριτική διάθεση ο Πεχ. (Paech 1999)
Με αυτό το ερώτημα φτάνουμε στο θέμα της μετάβασης από το υπερκείμενο στo «υπερμέσo» (hypermedium), όπου συναντάμε την ενσωμάτωση πολυπλοκότερων συνδυασμών εικόνων μέσα στο υπερκείμενο, την εισαγωγή ηχητικών αρχείων, βίντεο, κινουμένων σχεδίων και κίνησης γενικότερα κ.λπ. Η αποτελεσματικότητα του υπερμέσου αποτελεί όπως είναι φυσικό θέμα συζητήσεων κι ερευνών, αλλά προς το παρόν φαίνεται να εξαρτάται από τη μορφή της παρουσίασης με τη βοήθεια πολυμέσων και από τον αντίστοιχο σχεδιασμό (design) των μελλοντικών «νοητικών εργαλείων» , καθώς επίσης σε μεγάλο βαθμό και από την ανάπτυξη κατάλληλων μεθόδων και στρατηγικών επεξεργασίας πληροφοριών από την πλευρά των χρηστών.
Όπως και να έχει, φαίνεται πως τα υπερμέσα ασκούν ιδιαίτερη έλξη πάνω στον σύγχρονο άνθρωπο-«χρήστη του ηλεκτρονικού υπολογιστή», κι αυτό γιατί αποτελούν μια εμπλουτισμένη εκδοχή του υπερκειμένου. Αν λοιπόν το υπερκείμενο έχει χαρακτηριστεί ως «η εκδίκηση που παίρνει το γραπτό κείμενο από την τηλεόραση» – αφού υπολογιστής και Διαδίκτυο, των οποίων δομή και λειτουργία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το υπερκείμενο, γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλή ως μέσα κι αρχίζουν να επισκιάζουν το μεχρι τώρα κυρίαρχο μέσον της τηλεόρασης – τότε τι θα πρέπει να πούμε για το υπερμέσο; Ποιος ο ρόλος του μέσα στο σύμπαν των νέων μέσων και τεχνολογιών; Και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει να επηρεάσει στάσεις και τρόπους ζωής στο μέλλον;
Στον χώρο της τέχνης πάντως η χρήση του υπερμέσου, σε αρκετά πειραματικό στάδιο ακόμα, φέρνει μαζί της την υλοποίηση θεωριών και οραμάτων καλλιτεχνών και θεωρητικών της τέχνης και της λογοτεχνίας, οι οποίοι από τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα φαντάστηκαν και προσπάθησαν να κάνουν πραγματικότητα –πειραματιζόμενοι με «πρωτόγονα» τότε μέσα- την ιδέα του καλλιτεχνικού έργου που θα υπερβαίνει τα στενά όρια των συμβατικών δομών και τρόπων έκφρασης.
Ενδεικτικά θα αναφερθούμε στον Roland Barthes (Ρολάν Μπαρτ), ο οποίος περιγράφει μια ιδεατή κειμενικότητα που αντιστοιχεί με απίστευτη ακρίβεια στη μορφή του σημερινού υπερκειμένου. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, βασικό χαρακτηριστικό του υπερκειμένου αποτελούν οι ηλεκτρονικές συνδέσεις κειμενικών ενοτήτων (ή εικόνων) μέσω πολλαπλών «μονοπατιών», συνεκτικών κρίκων ή άλλων «σημαδιών» που ενεργοποιούνται σε ένα ανοικτό, δυνητικά απεριόριστο κειμενικό περιβάλλον, το οποίο περιγράφεται συνήθως με όρους όπως link, node, network, web και path.
O Barthes μιλάει λοιπόν για μια ιδεατή μορφή κειμένου, στα πλαίσια του οποίου τα δίκτυα (reseaux) είναι πολλά και υπόκεινται σε αλληλεπιδράσεις, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να μπορεί να ξεπεράσει τα υπόλοιπα. Αυτό το κείμενο είναι ένας γαλαξίας από σημαίνοντα, όχι μια δομή σημαινομένων. Δεν έχει αρχή. Είναι αναστρέψιμο. Αποκτούμε πρόσβαση σε αυτό από διάφορες εισόδους, καμία εκ των οποίων δεν μπορεί με εγκυρότητα να θεωρηθεί ως κεντρική. Οι κώδικες που επιστρατεύει απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, είναι αδύνατον να προσδι-οριστούν… Τα σημασιολογικά συστήματα μπορούν να καταλάβουν αυτό το κατά απόλυτο τρόπο «πολλαπλό» κείμενο, αλλά το πλήθος τους δεν έχει τέλος, καθώς βασίζεται στο άπειρο της γλώσσας.
Ακριβώς όπως ο Barthes, έτσι και ο Michel Foucault (Μισέλ Φουκώ) αντιλαμβάνεται το κείμενο βάσει των όρων «δίκτυο» και «σύνδεσμος». Στην Αρχαιολογία της Γνώσης σημειώνει ότι «τα όρια του βιβλίου δεν είναι ποτέ απόλυτα σαφή», γιατί «περικλείεται σε ένα σύστημα αναφορών σε άλλα βιβλία, σε άλλα κείμενα, σε άλλες προτάσεις : αποτελεί κόμβο μέσα σε ένα δίκτυο… [σε ένα] δίκτυο από αναφορές». Όπως λοιπόν και όλοι οι δομιστές και μετα-δομιστές, ο Barthes και ο Foucault περιγράφουν το κείμενο, τον κόσμο της γραφής και τις αντίστοιχες σχέσεις ισχύος και κύρους βάσει ορολογίας κοινής με αυτήν του υπερκειμένου.
Οι απόψεις αυτές βρίσκουν τελικά την εφαρμογή τους καταρχάς στο υπερκείμενο και πολύ περισσότερο στο υπερμέσο, την εξελιγμένη αυτή μορφή του υπερκειμένου που περιλαμβάνει, εκτός από λεκτικές, και κάθε είδους μη λεκτικές πληροφορίες. Πέρα από την πρακτική εφαρμογή της πολυσυζητημένης στον χώρο της λογοτεχνίας ιδέας της διακειμενικότητας, στο πολυμέσο παρατηρείται συν τοις άλλοις η συγχώνευση και εναρμόνιση περισσότερων τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως περίπου τις είχε οραματιστεί η αβαντγκάρντ των αρχών του 20ου αιώνα.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον «συμβίωσης» και αλληλεπίδρασης γραπτού λόγου και Νέων Μέσων, οπτικοακουστικών και άλλων, αναλογικών, κυρίως όμως πλέον ψηφιακών, γίνεται λόγος για υβριδοποίηση του κειμένου, της γραφής και του καλλιτεχνικού έργου. Τα «υβρίδια» που γεννιούνται υπό αυτές τις συνθήκες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σε αρκετές περιπτώσεις δεν πρόκειται απλά για πειράματα, αλλά για πραγματικά αξιοπρόσεκτα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Στα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα υπερκειμενικής λογοτεχνίας συγκαταλέγεται το γνωστό σε αυτόν τον χώρο “Patchwork Girl” της Shelley Jackson. H Τζάκσον, εικονογράφος βιβλίων και συγγραφέας, αντλεί θέματα και τεχνικές από το είδος της υπερκειμενικής γραφής όπως το περιγράψαμε, και στο συγκεκριμένο έργο δημιουργεί ένα ψηφιακό κολάζ δικών της λέξεων και εικόνων, καθώς μας εξιστορεί για τη θηλυκή σύντροφο του Φρανκενστάιν, η οποία «γεννιέται περισσότερες από μία φορές. Από την επίκληση ενός νεκρού τέρατος. Από μια λασπωμένη τρύπα στο φως των πτωμάτων. Από τη βελόνα, κι από την πένα.»
Η πολλαπλότητα του περιεχομένου της ιστορίας της Τζάκσον αντικατοπτρίζεται όπως είναι φυσικό και στη διάρθρωση του υπερ-κειμένου της: από την αρχική κιόλας σελίδα ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τη ριζωματική δομή των πολλαπλών μονοπατιών που οδηγούν σε διάφορους κόμβους, οι οποίοι συνδέονται ποικιλοτρόπως μέσω ηλεκτρονικών συνδέσμων, σχηματίζοντας ένα «δίχτυ», ένα λογοτεχνικό σύμπαν πολλαπλών ιστοριών, με παρακλάδια άλλων ιστοριών, άλλων κόσμων, που περιμένουν τον αναγνώστη να τους εξερευνήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Η Τζάκσον προσφέρει βέβαια την «πυξίδα» που θα συνοδεύσει τον αναγνώστη στις περιπλανήσεις του.
Έτσι λοιπόν o πρώτος σύνδεσμος μας παραπέμπει στην κεντρική σελίδα, ένα κείμενο γεματο σταυροδρόμια που μας «προσφέρει» έξι μονοπάτια : «ένα νεκροταφείο», «ένα περιοδικό», «ένα πάπλωμα», «μια ιστορία», «σπασμένες προφορές» κι έναν κατάλογο με πηγές. Το «νεκροταφείο», για παράδειγμα, οδηγεί τον αναγνώστη σε μια εικόνα-«κουρελού», η οποία δημιουργήθηκε από τη συρραφή –κόψιμο και αναδιοργάνωση-κομματιών της αρχικής σελίδας, το καθένα εκ των οποίων παραπέμπει σε νέα μονοπάτια, στις διάφορες ιστορίες των γυναικών που συνθέτουν το «κορίτσι-χειροτέχνημα» της Τζάκσον.
Στον χώρο του υπερμέσου ξεχώρισα το έργο “Flood” («Πλημμύρα») μικρό αλλά περιεκτικό, αφού κάνει χρήση όλων των δυνατοτήτων των Νέων Μέσων. Πρόκειται για ένα «βιντεάκι» όπου εναλάσσονται φωτογραφίες από μια πλημμύρα, το κείμενο-αφήγηση-ποίημα «ρέει» στην οθόνη, πάνω ή γύρω από τις εικόνες, και μάλιστα σε πολλαπλά επίπεδα, προτάσεις ή κομμάτια του κειμένου εμφανίζονται πίσω από άλλα, όλα εν κινήσει, ενώ ο αναγνώστης ακούει ταυτόχρονα από τα ηχεία του υπολογιστή ένα μουσικό θέμα. Χαρακτηριστική σε αυτήν την περίπτωση είναι η συνεργασία περισσότερων συντελεστών για την παραγωγή του έργου: το ποίημα είναι του Thomas Swiss, οι φωτογραφίες του David Henry και ο σχεδιασμός (design) της Ingrid Ankerson. Το πρόγραμμα που χρησιμοποίησε η ομάδα είναι το Flash Player της Macromedia και πρόσβαση στο έργο αποκτά κανείς μέσω του περιοδικού “threads” (τεύχος 12), που φιλοξενείται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.altx.com/
Φτάνοντας στο τέλος αυτής της μικρής εισαγωγής στην έννοια και τη θεωρία του υπερκειμένου, θα προτιμούσα να αφήσω τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα σχετικά με το υπερκείμενο ως νέα μορφή αναγνώσματος, με την υπερκειμενική λογοτεχνία ως νέα μορφή μυθοπλασίας και με την τέχνη στον κυβερνοχώρο ως τέχνη του μέλλοντος. Για αυτόν τον λόγο, αντί για κλείσιμο του κειμένου θα ήθελα να δώσω ένα «άνοιγμα»: του δρόμου που οδηγεί πέρα από τον κόσμο του βιβλίου και της τηλεόρασης σε παρθένα τοπία, με την ελπίδα ότι οι εξερευνητές δεν θα χαθούν στα άπειρα μονοπάτια και οι δημιουργοί των νέων αυτών τοπίων θα ακούσουν τη φωνή του Μαρκ Μπέρνσταϊν:
«Πρέπει να διακόπτουμε, να συλλαμβάνουμε το βλέμμα, να προσκαλούμε τον αναγνώστη να σκεφτεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου