Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Το Σύμπαν είναι δημιούργημα;

Τι είναι αυτό που αισθάνεται ο άνθρωπος μπροστά στο μεγαλείο του Σύμπαντος; Στη λέξη «δέος» ο άνθρωπος έκτισε έννοιες όχι μόνο φοβικές που του προκαλούσαν φόβο αλλά σεβασμού και θαυμασμού γιατί το άπειρο και το άγνωστο κάνει τον άνθρωπο και τη φαντασία του, να πλημμυρίζει με τα πιο ακραία συναισθήματα.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που μπροστά στο θαυμασμό του, το πρώτο λογικό ζώον κατέθεσε την ψυχή του και με τον ανθρωποκεντρισμό και ανθρωπομορφισμό του επινόησε θεούς και δαίμονες που έκτοτε τον κυβερνούν. Ο ουρανός έγινε τόπος κατοικίας των θεών που επινόησε και την συνήθειά του αυτή να πιστεύει τις φαντασιώσεις του δεν κατάφερε ακόμα να καταπολεμήσει.
Ο άνθρωπος από τότε θαυμάζοντας άρχισε να φιλοσοφεί, λέει ο Αριστοτέλης, και οι πρώτοι που άρχισαν να μετατρέπουν το μύθο σε λόγο ήταν οι φυσιοκράτες φιλόσοφοι της Μιλήτου. Αυτοί οι τελευταίοι, δεν μετέτρεψαν μόνο το μύθο σε λόγο αλλά και το φόβο σε γνώση! Δεν ρωτούσαν το Ιερατείο πια για να μάθουν την αλήθεια, αλλά τη φύση την ίδια και όπως φαίνεται, η τελευταία έδινε απαντήσεις πολύ πιο πειστικές από αυτό. Τότε γεννήθηκε η φιλοσοφία και αυτή ήταν υλιστική! Ο δρόμος για την επιστήμη δεν ήταν μακριά. Μακρύς ήταν μόνο ο δρόμος του Μεσαίωνα, που λανθασμένα έτυχε να πάρει, στο διάβα της ζωής του ο δύσμοιρος, όμως αυτό είναι άλλο θέμα.
Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο Καρτέσιος (1596-1650) κι ο Νεύτων (1643-1727) έθεσαν τις βάσεις του ορθολογισμού περιγράφοντας επιστημονικά τη φυσική πραγματικότητα. Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η πραγματικότητα που περιέγραψαν ήταν απόλυτα μηχανιστική.
Η αντίληψη αυτή στην εποχή της μοντέρνας φυσικής είναι πια ξεπερασμένη. Μπορώ να πω ότι από τον 18ο αιώνα ακόμα οι αντιλήψεις των πιο πάνω είχαν συγκρουστεί και μεταξύ τους.
Ο πρώτος προσπαθούσε να αντιληφθεί βασικούς φυσικούς νόμους από μεταφυσικές αρχές, ενώ ο δεύτερος, αν και πιστός στη Βίβλο, στηρίχτηκε στην εμπειρία και στην εξέταση φυσικών φαινομένων. Όμως και οι δυο, ο πρώτος από την εμπειρία των ονείρων του και ο δεύτερος από την παρατήρηση, κατέληξαν ότι ο θεός είναι η έσχατη αιτία κίνησης στο Σύμπαν. Κι αυτό δεν ήταν υπερβολικό για μια εποχή που αιώνες κυριαρχούσε η χριστιανική θεολογία και η γνώση δια νόμου είχε συσκοτισθεί. Ο κόσμος, λοιπόν, θεωρήθηκε δημιούργημα και σαν δημιούργημα προϋπέθετε έναν Δημιουργό. Μάλιστα, κατά τον Καρτέσιο, η δημιουργία ήταν μία κι έξω, παρά μία συνεχόμενη εξελικτική δημιουργία. Ο νέος ορθολογισμός δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τη θεολογία του Μεσαίωνα.
Ο θεός του Καρτέσιου ήταν ένα τέλειο ον που θα διασφάλιζε την κίνηση του σύμπαντος αιώνια, διαφορετικά θα ήταν ένα ατελές κατασκεύασμα, σαν ρολόι που ήθελε συνεχώς κούρδισμα. Αυτά τα «σπέρματα αλήθειας», ο Καρτέσιος, πίστευε ότι τα έχουμε όλοι μέσα μας, όμως αυτός ακόμα περισσότερο αφού το… «Πνεύμα της Αλήθειας» τον καλούσε να ανασυγκροτήσει την ανθρώπινη γνώση με απόλυτη βεβαιότητα! Στο ανώτερο σημείο της πυραμίδας των προτάσεών του βρισκόταν η περίφημη ρήση του «Cogito, ergo sum» το οποίο τον ωθούσε στην αναμφισβήτητη κρίση του ότι κάτω από την υποκειμενική τους κρίση βρισκόταν ένα τέλειο ον που δημιούργησε ένα τέλειο κόσμο.

Ο Νεύτων πλησίασε περισσότερο αυτό που λέμε επιστήμη. Θεμελιωτής της κλασικής ουράνιας φυσικής στηρίχτηκε στη γλώσσα των μαθηματικών και στην παρατήρηση. Το πείραμα και η επαγωγή πλούτισε με την ανάπτυξη των πρώτων αρχών αυτό που λέμε σήμερα επιστημονική θεωρία. Στην Νευτώνεια φυσική επιτρέπονται οι υποθέσεις όταν υποτάσσονται στη φύση των φαινομένων. Η γνώση επιτέλους αποκτά επιστημονική μορφή, θεμελιώνοντας στην ουσία τον μηχανιστικό υλισμό. Όμως οι αντιλήψεις του αυτές και η βαθιά θρησκευτική πίστη του τον κρατούν κι αυτόν αιχμάλωτο των μεταφυσικών αντιλήψεων.
Ο Νεύτων αν και εμπειριστής, όπου οι προτάσεις του συνάγονται από τα φαινόμενα, στο θέμα της δημιουργίας κι αυτός στηρίχτηκε σε θεολογικά επιχειρήματα. Ο κόσμος, πίστευε, δημιουργήθηκε από το θεό εκ του μηδενός, ενώ ο χώρος, σαν δοχείο όπου η ύλη κατανέμεται, ήταν πεπερασμένος και απόλυτος, αν και όχι αιώνιος όπως ο θεός!
Και στον Νεύτωνα τα συμπεράσματα αυτά ήταν αυθαίρετα και σε σύμπνοια με την θεολογία της θρησκείας του. Σε ολόκληρη τη ζωή του ο Νεύτων σπατάλησε ατέλειωτες ώρες μελετώντας την Βίβλο, αναζητώντας μέσα από την χρονολόγηση των αρχαίων βασιλείων του Ισραήλ, τον χρόνο που ο θεός δημιούργησε τον κόσμο. Έτσι και η φυσική του αναγκαστικά στηρίχθηκε στον απόλυτο χώρο και χρόνο.

Οι βασικές αυτές αντιλήψεις του 17ου και 18ου αιώνα δυστυχώς, οι φίλοι μου, επιβιώνουν ακόμα. Η απόλυτη βεβαιότητα της γνώσης του Καρτέσιου κι η φυσική αντίληψη του Νεύτωνα για τον απόλυτο χώρο και χρόνο σήμερα δημιουργούν στρεβλώσεις και στη δική μας αντίληψη που έχει επισκιαστεί με την ήδη εκπαιδευμένη λογική (βλέπε σχετικές αναρτήσεις).
Τι άλλαξε από τότε;
Τι πιστεύουμε εμείς σήμερα μετά την εξέλιξη των ιδεών και την επανάσταση του 20ου αιώνα στη φυσική;
Μπορεί ο Νεύτων να έθεσε μία αρχή ότι «η φύση δεν αγαπά την πολυτέλεια των περιττών αιτιών» όμως δεν κατάφερε να προσδιορίσει τα κριτήρια αυτά. Η κβαντομηχανική διέρρηξε την αιτιοκρατία. Στο υποκβαντικό επίπεδο η γνωστή αιτιοκρατία δεν ισχύει. Στα επίπεδα των διαστάσεων της σταθεράς του Πλάνκ οι αλληλεπιδράσεις είναι τόσες πολλές που το σύστημα γίνεται πιθανοκρατικό και οι αντιλήψεις μας τόσο υποκειμενικές που κάποιοι αρχίζουν να σκέφτονται με έννοιες θεολογικές. Όμως σήμερα τι άλλαξε, σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου;
Όπως έχω γράψει κι αλλού με τον τρόπο που διατυπώνεται το ερώτημα για την δημιουργία του κόσμου προϋποθέτει και την απάντηση. Όταν ρωτάμε πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος προϋποθέτουμε ότι ο κόσμος είναι «δημιούργημα» και ως εκ τούτου προϋποθέτεται ένας «Δημιουργός».
Σατανικό!
Καλύτερα όμως δεν θα ήταν αν πριν ρωτήσουμε, με τον τρόπο αυτό, να αναρωτηθούμε αν ο κόσμος είναι δημιούργημα;
Πώς όμως μπορούμε να απαντήσουμε σε ένα τέτοιο ερώτημα; Πριν συνεχίσω είμαι αναγκασμένος στο σημείο αυτό να κάνω μία παρένθεση για να διαλευκάνω κάποια σκοτεινά σημεία.
Πιο πάνω είπαμε ότι στην Νευτώνεια Φυσική επιτρέπονται οι υποθέσεις όταν υποτάσσονται στην φύση των φαινομένων και τα επιστημονικά αξιώματα επιτρέπουν.
Ορισμένοι δεν έχουν καταλάβει ότι στη φυσική όταν μια υπόθεση αδυνατεί να στηριχτεί επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να επαληθευτεί ή να διαψευστεί τότε ο μόνος τρόπος για να πλησιάσουμε την αλήθεια είναι ο φιλοσοφικός στοχασμός, αρκεί αυτός να είναι ρεαλιστικός, δηλαδή επιστημονικός.
Κι αυτό επειδή πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί τι είναι η φιλοσοφία. (Ο λόγος αυτός με κάνει μια από τις επόμενες αναρτήσεις μου να ασχοληθούμε και μ’ αυτό το θέμα).
Η φιλοσοφία για να είναι επιστημονική πρέπει να συνενώνει τα αποτελέσματα των ερευνών σε όλους τους τομείς της γνώσης. Γνωρίζουμε ότι η γνώση συσσωρεύεται με το χρόνο και αναλύεται από ειδικούς επιστήμονες, έτσι ώστε να δημιουργείται χρόνο με το χρόνο μία καθολική σύνθεση όλων των γενικών νόμων του Είναι και της νόησης. Αυτό ακριβώς είναι η φιλοσοφία.
Μπροστά στο δίλημμα λοιπόν αν ο κόσμος μας είναι δημιούργημα, η μόνη αρμόδια να απαντήσει είναι η φιλοσοφία και δη ο διαλεκτικός υλισμός που συνεπής με το μονισμό του δέχεται την ύλη αυθύπαρκτη και άπειρη. Άπειρη όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο.
Όπως στην επιστήμη μια υπόθεση πρέπει να μπορεί να επαληθευθεί ή να διαψευστεί, έτσι και στη φιλοσοφία μία λογική πρόταση πρέπει να έχει μία «τιμή αληθείας». Μία πρόταση έχει νόημα μόνο όταν είναι δυνατόν να είναι «αληθής ή ψευδής» και να βρίσκεται σε συμφωνία με τα εμπειρικά δεδομένα. Μόνο τότε στα φιλοσοφικά ερωτήματα μπορούν να διατυπωθούν επιστημονικές υποθέσεις. Το ερώτημα λοιπόν αν ο κόσμος μας είναι δημιούργημα είναι φιλοσοφικό ερώτημα ή αν θέλετε μία απορία που μόνο η φιλοσοφία μπορεί να απαντήσει.
Η έννοια «ύλη» το έχουμε ξαναπεί δεν είναι επιστημονική έννοια, αλλά φιλοσοφική. Συνεπώς τι είναι η ύλη, τι είναι ο κόσμος, είναι ερωτήματα φιλοσοφικά (φιλοσοφικές κατηγορίες). Η επιστήμη μπορεί να ασχοληθεί με αυτά μόνο «ειδικά» και όχι «γενικά», που είναι θέμα φιλοσοφίας. Όταν αναφερόμαστε για παράδειγμα στην «αφθαρσία της ύλης» η επιστήμη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να επαληθεύσει ή να διαψεύσει την πρόταση, αφού σαν έννοια δεν διαθέτει μέτρο της ύλης και του Σύμπαντος! Η αρχή της αφθαρσίας της ύλης δεν είναι φυσικός νόμος αλλά οντολογικό αξίωμα της φιλοσοφίας.
Από την άλλη όμως ούτε μπορούμε να δεχτούμε την πράξη δημιουργίας αφού αυτή θα αντέφασκε με το αέναο γίγνεσθαι του Σύμπαντος. Η αιωνιότητα της κίνησης για παράδειγμα είχε διατυπωθεί από τους πρώτους υλιστές. Ο Δημόκριτος απέρριπτε την ιδέα της αρχικής ώθησης λέγοντας ότι η κίνηση δεν έχει αρχή, ότι είναι αιώνια, άπειρη και άφθαρτη. Η κίνηση ήταν η ενδογενής ανάμεσα σε άτομα κι όχι όπως στο Μεσαίωνα, ακόμα και στην εποχή του Καρτέσιου και του Νεύτωνα, που ταυτιζόταν με τη μηχανική μετατόπιση (μηχανιστικός υλισμός).
Σήμερα η επιστήμη δέχεται και η φιλοσοφία συνηγορεί ότι η εξέλιξη είναι ένα αδιάκοπο γίγνεσθαι. Το κάθε τι αρνείται τον εαυτό του περνώντας σε κάτι ανώτερο που κι αυτό προορίζεται να χαθεί δίνοντας τη θέση του σε κάτι καινούριο. Αυτό λέγεται εξέλιξη και είναι παρούσα σε όλες της εκφάνσεις της πραγματικότητας. Η αιωνιότητα της κίνησης και το αέναο γίγνεσθαι αντιφάσκει με την «αρχή του κόσμου», θεωρώντας την πράξη δημιουργίας παράλογη κι εξωπραγματική.

Όμως και σαν ιδέα είναι παράλογη, γιατί δεν μπορούμε λύνοντας έναν άγνωστο να προσθέτουμε άλλον ένα ή να αυξάνουμε τους αγνώστους εκθετικά.
Γιατί ο δημιουργός να φτιάξει τον κόσμο;
Γιατί τον έφτιαξε τότε και όχι κάποια άλλη φορά;
Τι έκανε πριν;
Πώς βρέθηκε αυτός;
Ποιος ο σκοπός;
Γιατί τα πρώτα είδη εξαφανίστηκαν;
Γιατί εμφανίζονται άλλα αργότερα;
Γιατί συνεχίζουν να εξαφανίζονται;
Γιατί… γιατί… γιατί…
Δεν αρκεί να αναζητούμε απαντήσεις για να δικαιολογούμε τα ερωτήματα. Τα τελευταία πρέπει να θέτονται και να απαντώνται με απλότητα χωρίς να πολλαπλασιάζονται οι άγνωστοι, διαφορετικά σημαίνει ότι προσπαθούμε περίτεχνα να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν μπορεί να είναι πεπερασμένος. Αυτή η λύση εξυπηρετεί μόνο τους δημιουργιστές, έτσι όπως αρχικά προέβαλαν οι Αποκαλυπτικές θρησκείες της Ανατολής. Η θεωρία της στάσιμης κατάστασης εξυπηρέτησε την χριστιανική θρησκεία σε ολόκληρο το Μεσαίωνα και μαζί όλες τις θρησκείες που δέχονταν την δημιουργία του κόσμου από το θεό. Τι σημασία έχει πώς λεγόταν ο θεός; Το συμπέρασμα είναι το ίδιο. Ένα υπερφυσικό ον… δημιούργησε τον κόσμο από το τίποτα! Θα είχε διαφορά αν ήταν ο Γιαχβέ των τριών αποκαλυπτικών θρησκειών ή ο αετός και η κουρούνα που κατά τους ιθαγενείς της περιοχής της Ντακότα ήταν αυτοί που δημιούργησαν τον κόσμο;
Υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από το να δέχεσαι ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα και μάλιστα εκ του ουδενός;
«Τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα και τίποτα δεν επιστρέφει στο τίποτα» έλεγαν οι πρώτοι υλιστές φιλόσοφοι και ήταν τόσο σοφό αυτό που και σήμερα σαν αξίωμα το χρησιμοποιεί η επιστήμη για να θεμελιώσει την αφθαρσία της ύλης.
Κάποιοι στις μέρες μας όμως με τις ιδεολογικές τους προκαταλήψεις και τις επιστημονοκοφανείς θεωρίες τους επινόησαν ένα κοσμολογικό πρότυπο που μόνο την καθεστηκυία τάξη του Συστήματος εξυπηρετούν.

Οι επιστημονικές ασάφειες και οι εξωτικές υποθέσεις του Big Bang έδωσαν στη θρησκεία επιστημονικό στήριγμα για τη δημιουργία του κόσμου από ένα θεό. Το Νοέμβριο του 1951 στην Ποντιφική Ακαδημία Επιστημών ο Πάπας Πίος XII με έπαρση αναφέρθηκε στις… επιστημονικές αποδείξεις για την δημιουργία του κόσμου από τον θεό, αναφέροντας την Μεγάλη Έκρηξη σαν επιβεβαίωση της «πράξης δημιουργίας» που επιβεβαίωνε περίτρανα τις Γραφές!
Πώς όμως φτάσαμε σ΄ αυτήν την υπόθεση;
Το χρονικό της εδραίωσης της θεωρίας για την δημιουργία του Σύμπαντος με το big bang και την επιστημονικοφανή εξωτική φιλολογία του κοσμολογικού προτύπου, διαβάστε στην επόμενη ανάρτηση στις 24 Απρίλη: Big Bang: πού φτάνει η επιστημονική θεωρία και πού αρχίζει η θρησκευτική προκατάληψη;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου