Μια αναδρομή στα λόγια των κυριοτέρων μελετητών της θρησκείας προς διερεύνηση της φράσης του Sir Samuel Baker (1866) για τους λαούς βόρεια του Νείλου:
«Δεν πιστεύουν σε κάποιο ανώτερο ον, ούτε έχουν κάποια μορφή λατρείας, ούτε φωτίζεται το σκοτάδι στο μυαλό τους από κάποια πρόληψη».
Προσηλυτισμός και αντίσταση
Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές, οι έμποροι, οι κατακτητές και οι διοικητές των αποικιών λειτούργησαν με μια ιδεολογία εδαφικής επέκτασης και διαπολιτισμικής άρνησης που ενσωματώθηκε βαθιά στον ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης και συναλλαγής με τον υπόλοιπο κόσμο. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα G.W.F.Hegel, όλα τα μεγάλα έθνη «αναζητούν διέξοδο προς τη θάλασσα», επειδή, «η θάλασσα παρέχει τα άμεσα για την αποικιακή δραστηριότητα –σποραδική ή συστηματική- στην οποία οδηγείται η ώριμη κοινωνία των πολιτών».
Στις αποικίες ωστόσο οι γηγενείς ανέπτυξαν ένα φάσμα στρατηγικών για την αντιμετώπιση αυτών των ευρωπαϊκών εδαφικών αξιώσεων και πολιτισμικών αναπαραστάσεων. Μια επιλογή ήταν η αντιστροφή των ξένων όρων της ευρωπαϊκής θρησκευτικής σημειολογίας. Κατά τη διάρκεια των ισπανικών κατακτήσεων του δεκάτου έκτου αιώνα στην Αμερική, για παράδειγμα, οι κατακτητές ήταν εφοδιασμένοι με ένα θεολογικό κείμενο το οποίο διαβαζόταν ενώπιον των ντόπιων, ως επισφράγιση αυτού που η ιστορικός Patricia Seed αποκάλεσε «τελετουργία κατοχής» που πιστοποιούσε τις ισπανικές αξιώσεις στα νέα εδάφη.
Απέναντι σε αυτό το αποικιοκρατικό τελεσίγραφο, οι ιθαγενείς μπορούσαν είτε να υποταγούν, είτε να αντισταθούν. Βρήκαν όμως επίσης τρόπους να επαναπροσδιορίσουν και να αντιστρέψουν τη σειρά των αναφορών που συνέδεαν το Νέο Κόσμο με τον Παλαιό. Μια άλλη επιλογή ήταν επίσης η ανασκευή των γνωστών όρων της γηγενούς θρησκευτικής σημειολογίας. Στην Αφρική για παράδειγμα, οι γηγενείς μύθοι της θάλασσας και της ξηράς μετασχηματίστηκαν ώστε να εξηγήσουν τις εισβολές των ξένων και τις βιαιότητες της αποικιοκρατίας.
Κάτω από τον αντίκτυπο της βρετανικής αποικιοκρατίας στη Νότια Αφρική του δεκάτου ενάτου αιώνα, οι μύθοι της θάλασσας ανασκευάστηκαν για να ερμηνεύσουν τις στρατιωτικές εισβολές, την αρπαγή των εδαφών και τις νέες εξουσιαστικές σχέσεις.[1]
Aποικιακή συγκριτική θρησκειολογία
Ως μια μελέτη της θρησκευτικής διαφθοράς, η μελέτη της θρησκείας έχει τις ιστορικές της ρίζες όχι μόνο στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, αλλά και σε αυτή τη μακροχρόνια ιστορία της αποικιοκρατίας. Στις αποικιακές κτήσεις, οι Ευρωπαίοι Εξερευνητές, οι ταξιδιώτες, οι ιεραπόστολοι, οι άποικοι και οι αποικιακοί διοικητικές κατέγραψαν τα συμπεράσματά τους για τις γηγενείς θρησκείες ανά τον κόσμο.
Με αξιοσημείωτη συνέπεια, σε μια περίοδο πέντε αιώνων, αυτοί οι Ευρωπαίοι παρατηρητές ανέφεραν ότι είχαν βρει λαούς στην Αμερική, την Αφρική και τα νησιά του Ειρηνικού οι οποίοι στερούνταν οποιουδήποτε ίχνους θρησκείας. Στην αρχή του δεκάτου έκτου αιώνα, ο εξερευνητής Americo Vespucci παρατήρησε ότι οι ιθαγενείς της Καραϊβικής δεν είχαν «καμία θρησκεία». Τον δέκατο έβδομο αιώνα ο ταξιδιώτης Jacques le Maire, υποστήριξε μεταξύ των κατοίκων των νησιών του Ειρηνικού δεν υπήρχε «το ελάχιστο ίχνος θρησκείας».
Στο πλαίσιο της επέκτασης των εμπορικών σχέσεων στη Δυτική Αφρική του δεκάτου ογδόου αιώνα ο έμπορος William Smith ανέφερε ότι τους Αφρικανούς «Δεν τους απασχολεί καμία θρησκεία απολύτως». Στον δέκατο ένατο αιώνα, οι Ευρωπαίοι παρατηρητές επέμεναν ακόμα να υποστηρίζουν ότι οι ιθαγενείς της Αυστραλίας δεν είχαν «καμία απολύτως θρησκεία ή θρησκευτικό στοιχείο, που να τους διαχωρίζει από τα κτήνη». Θα μπορούσαν να αναφερθούν σχεδόν απεριόριστα παραδείγματα. Καθώς αυτή η παγκόσμια λιτανεία της άρνησης συσσωρευόταν δημιούργησε πολλαπλά επίπεδα στρατηγικής σημασίας στις ευρωπαϊκές αποικιακές συναντήσεις με τους γηγενείς λαούς.
Επειδή στερούνταν υποθετικά ένα τέτοιο καθοριστικό χαρακτηριστικό ης ανθρώπινης φύσης όπως η θρησκείας, οι ιθαγενείς δεν είχαν κανένα από τα ανθρώπινα δικαιώματα της ζωής, του εδάφους, του ζωικού κεφαλαίου ή του ελέγχου της εργασίας τους, που θα έπρεπε να γίνουν σεβαστά από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες. Από αυτή την άποψη, η άρνηση της ύπαρξης οποιασδήποτε γηγενούς θρησκείας –αυτή η ανακάλυψη της απουσίας- ενίσχυσε τα αποικιακά προγράμματα της κατάκτησης, της κυριαρχίας και της αρπαγής.
Προφανώς η ανακάλυψη της «απουσίας» της θρησκείας υποδείκνυε ότοι οι Ευρωπαίοι σχολιαστές των αποικιών λειτουργούσαν με βάση έναν ορισμό της θρησκείας που διαμορφώθηκε βέβαια από τις χριστιανικές αντιλήψεις για το τι θεωρούνταν ως θρησκεία. Ωστόσο, αυτή η άρνηση έδειχνε ότι ο όρος «θρησκεία» χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας πολεμικής. Ο λατινικός όρος για τη θρησκεία (religio) ήταν πάντοτε ένα όρος που αποκτούσε το νόημά του σε σχέση με το αντίθετό του, τη δεισιδαιμονία (superstitio).
Όπως παρατηρεί και ο γλωσσολόγος Eile Benveniste, «η έννοια της θρησκείας απαιτεί εξ’ αντιδιαστολής, εκείνη της δεισιδαιμονίας». Στα αμφισβητούμενα αποικιακά σύνορα, εντούτοις, η εννοιολογική αντίθεση μεταξύ της θρησκείας και της δεισιδαιμονίας επεκτάθηκε συχνά ως στρατηγική άρνηση των δικαιωμάτων των ιθαγενών στο έδαφος, το ζωικό κεφάλαιο ή την εργασία.
Στο Ανατολικό Ακρωτήρι της Νότιας Αφρικής, παραδείγματος χάριν, κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες, οι ιεραπόστολοι, οι άποικοι και οι διοικητές που προσπαθούσαν να εδραιώσουν το βρετανικό στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής αρνούνταν πεισματικά να αναγνωρίσουν τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των ιθαγενών Xhosa ως «θρησκευτικές». Ισχυρίζονταν ότι οι Xhosa ήταν βυθισμένοι στη δεισιδαιμονία.
Ο ταξιδιώτης Henry Lichtenstein , παραδείγματος χάριν, ανέφερε ότι «η δεισιδαιμονία των Xhosa, η πίστη τους στη μαγεία ή στη μαγγανεία, στους οιωνούς και τις προφητείες, είναι ανάλογη με την ανυπαρξία των θρησκευτικών συναισθημάτων τους». ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για τη θρησκευτική διαφορά στις ανοικτές συνοριακές ζώνες, αυτή η αντίθεση μεταξύ θρησκείας και δεισιδαιμονίας εξυπηρέτησαν το αποικιακό πρόγραμμα με την παρουσίαση των ιθαγενών σαν να ζούσαν σε ένα διαφορετικό κόσμο.
Πώς οδηγήθηκαν οι Ευρωπαίοι παρατηρητές από την άρνηση προς την ανακάλυψη των θρησκειών των ιθαγενών στις αποικίες; Μολονότι αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετασθεί με λεπτομερή προσοχή στους ιστορικούς όρους στις συγκεκριμένες περιοχές, μια γενική απάντηση μπορεί να προταθεί από την εμπειρία των Xhosa στο Ανατολικό Ακρωτήρι της Νότιας Αφρικής. Σύμφωνα με τις αναφορές όλων των Ευρωπαίων σχολιαστών, οι Xhosa στερούνταν κάθε ίχνους θρησκείας μέχρι το 1858, όταν υπήχθησαν κάτω από ένα αποικιακό διοικητικό σύστημα που είχε σχεδιαστεί από τον κυβερνήτη Sir George Grey, για τον στρατιωτικό περιορισμό, την επιτήρηση και τη φορολογία των ιθαγενών στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ο Sir George Grey ήταν επαγγελματίας αποικιακός διοικητής και παράλληλα ερασιτέχνης μελετητής της θρησκείας.
Ήταν το νέο πλαίσιο του αποικιακού περιορισμού, εντούτοις, αυτό που ώθησε τον διοικητή J.C.Warner να χρησιμοποιήσει πρώτος τον όρο «θρησκεία» για τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των Xhosa. Επιμένοντας ότι οι Xhosa είχαν ένα θρησκευτικό σύστημα, ο Warner επεξεργάστηκε ένα είδος πρωτο-λειτουργιστικής ανάλυσης, υποστηρίζοντας ότι η θρησκεία των Xhosa θα εξαλειφόταν τελικά μέσω της στρατιωτικής κατάκτησης και του χριστιανικού προσηλυτισμού, υποστήριζε ότι εν τω μεταξύ το θρησκευτικό τους σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει κατασταλτικά, όπως ακριβώς το αποικιακό διοικητικό σύστημα.
Σε όλη τη Νότια Αφρική, η ευρωπαϊκή «ανακάλυψη» των γηγενών θρησκειών μπορεί να συσχετιστεί με τον αποικιακό περιορισμό των ιθαγενών. Ενώ η «ανακάλυψη» ενός θρησκευτικού συστήματος των Ζουλού ακολούθησε την επιβολή του αποικιακού συστήματος στο Natal κατά τη δεκαετία 1840, η αναγνώριση ενός θρησκευτικού συστήματος για τους Sotho και τους Tswana καθυστέρησε έως ότου επιβλήθηκε το αποικιακό σύστημα μετ’α την κατάλυση του τελευταίου ανεξάρτητου αφρικανικού πολιτεύματος τη δεκαετία του 1890.
Από εκείνο το σημείο, ωστόσο, όταν οι αποικιακοί διοικητές πίστεψαν ότι όλοι οι Αφρικανοί στην περιοχή είχαν συμπεριληφθεί στο αποικιακό σύστημα, οι Ευρωπαίοι σχολιαστές διαπίστωσαν ότι κάθε Αφρικανός στη Νότια Αφρική ανήκε στην ίδια θρησκεία, τη «Bantu». Τα στοιχεία από τη Νότια Αφρική, επομένως δείχνουν ότι η «ανακάλυψη» των γηγενών θρησκειών στις αποικίες δεν αποτελούσε απαραίτητα μια σημαντική ανακάλυψη για την ανθρώπινη γνώση.
Ως απόρροια της επιβολής ενός αποικιακού διοικητικού συστήματος, η ανακάλυψη ενός γηγενούς θρησκευτικού συστήματος συνδέθηκε με τον αποικιακό περιορισμό των γηγενών πληθυσμών.[2]
Καταγωγή των λαών και μεταναστεύσεις
Στη Νότια Αφρική, οι Ευρωπαίοι σχολιαστές εντόπισαν επίσης τη γενεαλογία των ιθαγενών στην Αρχαία Εγγύς Ανατολή. Απηχώντας τα προγενέστερα συμπεράσματα του Γερμανού επισκέπτη Peter Kol, που υποστήριξε ότι στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνας ότι το θρησκευτικό σύστημα των Khoikhoi ή «Hottentot», των κατακτημένων ιθαγενών του Ακρωτηρίου αναγόταν στον Ιουδαϊσμό του αρχαίου Ισραήλ, οι Ευρωπαίοι σχολιαστές του δεκάτου ενάτου αιώνα υποστήριξαν ότι όλοι οι Αφρικανοί της Νότιας Αφρικής προήλθαν από το Βορρά. Οι Xhosa ήταν αρχαίοι Άραβες, οι Ζουλού αρχαίοι Εβραίοι και οι Sotho Tswana αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Εκτός από τη μετάθεση των θρησκευτικών διαφορών της αρχαίας Εγγύς Ανατολής στο νοτιοαφρικανικό τοπίο, αντικειμενοποιώντας με αυτό τον τρόπο τις εθνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές που είχαν διαμορφωθεί από την αποικιοκρατία, αυτή η φανταστική γενεαλογία υπονοούσε επίσης ότι οι γηγενείς Αφρικανοί δεν ήταν πραγματικά γηγενείς στη Νότια Αφρική, επειδή προέρχονταν αρχικά από την Εγγύς Ανατολή. Παρομοίως, μια βρετανική αποικιακή συγκριτική μελέτη των θρησκειών που ανήγε τον Ινδουισμό στις μεταναστεύσεις των αρχαίων ινδοευρωπαίων που ξεκίνησαν από τη Σιβηρία ή την Περσία θα μπορούσε να λειτουργήσει όχι μόνο ως ιστορική ανασκευή, αλλά και ως μια στρατηγική μετατόπισης.
Ακολουθώντας αυτή την αντιφατική διπλή τακτική του δομικού περιορισμού και της ιστορικής μετατόπισης, η αποικιακή συγκριτική θρησκειολογία λειτούργησε σε όλο τον κόσμο για να αρνηθεί, να ανακαλύψει, να εντοπίσει και να μετατοπίσει τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των αποικισμένων λαών.[3]
Συμπεράσματα
1. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι ο συγκεκριμένος εξερευνητής, ο Samual Baker, δεν κατανόησε τη μορφή της θρησκείας αυτών των λαών, ούτε καν την εντόπισε, επηρεασμένος προφανώς από τη δική του αντίληψη περί της μορφής της θρησκείας. Έτσι, συμπέρανε ότι δεν υπήρχε ίχνος θρησκευτικότητας σε αυτούς τους λαούς.
2.Από την άλλη, ίσως αυτοί οι λαοί, λόγω της αποικιακής περιόδου, να βρίσκονταν σε ένα στάδιο σύγχυσης. Μόλις είχαν αποβάλει την δική του παλιά θρησκεία και ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τη νέα θρησκεία των αποίκων. Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο, τα σημάδια της επερχόμενης θρησκείας ήταν προφανώς πολύ αχνά για να εντοπιστούν.
3.Το στάδιο αυτό της μετάβασης από το ένα θρησκευτικό σύστημα στο άλλο και ακόμα περισσότερο το στάδιο της εκρίζωσης της παλιάς «ασφαλούς» θρησκείας αυτών των «αγρίων» λαών, θα πρέπει να ήταν πολύ επώδυνο για αυτούς. Θα πρέπει να βρίσκονταν σε μια κατάσταση πνευματικού μετεωρισμού και διλλήματος για το ποια ήταν τελικά η αληθινή θρησκεία. Η παλιά ή η νέα;
Σχετικά με αυτό ο Frantz Fanon (σ.667)παρατηρεί ότι «η αποικιοκρατία δεν αρκείται απλώς στο να υποτάσσει τους ανθρώπους και να αδειάζει το μυαλό των ντόπιων από κάθε μορφή και περιεχόμενο. Με ένα είδος διεστραμμένης λογικής, στρέφεται προς το παρελθόν των καταπιεσμένων ανθρώπων και το διαστρεβλώνει, το παραμορφώνει και το καταστρέφει».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου