Η ελληνική γλώσσα, και σίγουρα όχι μόνον αυτή, ξεκίνησε την πορεία της από την εποχή που ανακάλυψαν – έμαθαν να ανάβουν – την φωτιά οι άνθρωποί της. Αυτή την άποψη θα επιχειρήσω να στηρίξω εδώ.
Κατ’ αρχάς, η εκδοχή αυτή είναι καταχωρισμένη στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται στο κλέψιμο της φωτιάς του Διός και στην απόδοσή της στους ανθρώπους από τον Προμηθέα. Προσέξτε παρακαλώ, πρόκειται για τον Προ – μηθέα.
Για να δούμε τι σημαίνει το -μηθεας. Προκύπτει σαφώς από το μα(ν)θάνω (α>η). Αλλά και ο μύθος από το μανθάνω κατάγεται. Μάθος >μύθος (α>υ, όπως σάρξ>σύρξ). Τι θα πει μύθος; Θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη και απόφθεγμα!
Επίσης, μήτις (θ>τ) θα πει, σοφία, σύνεση, ευφυΐα, σύμβουλος… Και η Μούσα έχει την ίδια ρίζα. Μάλιστα πλην των άλλων γνωστών μούσα σημαίνει και το πρέπον, το προσήκον, η ευπρέπεια.
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν ολ’ αυτά με την φωτιά. Εμείς ξέρουμε ότι με την ανακάλυψη και την χρήση της φωτιάς ο άνθρωπος ανέπτυξε σιγά-σιγά την τεχνολογία.
Εκτός που δεν θέλει να παραδεχτεί ο χοντροκέφαλος ο άνθρωπος ότι είναι ξάδελφος των πιθήκων, ξεχνά πολύ εύκολα ότι το είδος του έζησε κατά το ασυγκρίτως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ύπαρξής του ευρισκόμενο σε άκρως πρωτόγονη κατάσταση, όπως αποδεικνύουν όλα τα ευρήματα ανά τον κόσμο.
Πριν λοιπόν ανακαλύψουν οι άνθρωποι το άναμμα της φωτιάς, μόλις έμπαιναν το σούρουπο στις σπηλιές τους, έπεφταν ξεροί στον ύπνο, μετά από τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες της ημέρας, αφού ολημερίς έπρεπε να κυνηγούν το φαγητό τους. Μέσα στο σκοτάδι τι να δει και τι να πει και τι να συζητήσει κανείς.
Όταν όμως τέλος πάντων έμαθαν να ανάβουν οι άνθρωποι τη φωτιά – βρέθηκαν πολλές τέτοιες μέσα σε σπηλιές, και φυσικά αυτό δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη – τότε το τοπίο άλλαξε άρδην. Τώρα με το φώς της φωτιάς άρχισε το μεγάλο ζόρι της συζήτησης. Από τη μια να εξιστορήσει κανείς τα παθήματα της προηγηθείσης ημέρας κι από την άλλη να καταστρώσει σχέδια για την επόμενη, ομού μεθ’ όλων των μελών της οικογένειας ή ομάδας.
Για τον λόγο αυτόν φαίνεται ότι μύθος θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη. Βλέπετε ότι οι λέξεις σέρνουν πίσω τους ακόμη ολόκληρες ιστορίες. Διότι όλ’ αυτά συνέβαιναν μέχρι προχθές. Ναι, προχθές. Τόσο λίγο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βγήκε ο άνθρωπος από τις σπηλιές, σε σχέση μ΄αυτό που ζούσε μέσα τους. Για να μη πω τώρα ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, αν και ζουν πλέον εκτός σπηλαίων, συμπεριφέρονται χειρότερα κι από τους ανθρώπου που ζούσαν μέσα σ’ αυτές!
Άναψε λοιπόν η φωτιά και μεταξύ των άλλων που φανερώθηκαν, φάνηκε αναγκαστικά και ο κομπασμός της γλώσσας. Αυτό κι αν είναι ζόρι. Κι αρχίσανε τα: καλά βρε ζώον τίποτα δεν κατάλαβες τόση ώρα που σου τα εξηγούσα με το νι και με το σίγμα; Ή τα: καλά γυναίκα, αυτό το παιδί μας είναι τελείως βόδι. Χαμπάρι δεν παίρνει από λόγια! Και χίλια μύρια παρόμοια. Από εκείνη την εποχή μάλλον βγήκε και το «άλλα λέει η θειά μ’ κι άλλ’ ακούν τ΄αυτιά μ’».
Κοντολογίς, τώρα που υπήρχε χρόνος για κουβέντες, γύρω από την φωτιά, αναγκαστικά άρχισε να εμπλουτίζεται η γλώσσα και η εκφραστικότητά της. Μια φυσική και φυσιολογική εξέλιξη.
Όμως η ιστορία αυτή, επί πλέον αποτυπώθηκε και στους χρόνους των ρημάτων. Για ποιο λόγο ονομάστηκαν ρήματα, δηλαδή λεγόμενα; Διότι αυτά αποτελούν τον σκελετό της κάθε γλώσσας. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, ενώ χωρίς τα επίθετα ή τα άρθρα γίνεται. Πώς όμως έγινε η συγκεκριμένη αποτύπωση;
Όταν λοιπόν πάλευα να συντάξω το ετυμολογικό λεξικό (παρέχεται δωρεάν από την παρούσα ιστοσελίδα), μεταξύ των άλλων παρατήρησα ότι οι ρίζες των ρημάτων βρίσκονταν στην αρχέγονή τους μορφή, κυρίως στους παρελθόντες και μέλλοντες χρονικούς τύπους παρά στον ενεστώτα. Παράδειγμα; Τρώγω, β΄ αόρ. έ-τραγ-ον. Τυγχάνω, μελλ. τεύ-ξομαι. Και σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις.
Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Νομίζω στις ανάγκες που έπρεπε να καλύψει πρωταρχικά η γλώσσα. Όταν εισέρχονταν οι πρωτόγονοι στη σπηλιά και κάθονταν γύρω από την φωτιά, σίγουρα άρχιζαν να διηγούνται τα παθήματα της μόλις παρελθούσας ημέρας. Άρα δια της χρήσης παρελθόντων χρόνων. Κατόπιν έπρεπε να συνεννοηθούν για τα της επαύριον. Άρα δια της χρήσης μελλόντων χρόνων των ρημάτων.
Ο ενεστώτας ασφαλώς απουσίαζε διότι κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή, αφού φαίνονταν.
Η φωτιά φανέρωνε (φαίνω) και γύρω της μιλούσαν (φημί, έ-φα-ν, φάσκω). Για τον λόγο αυτόν τα δυο ρήματα φαίνω και φημί (=λέγω) έχουν την ίδια ρίζα και κοινούς χρονικούς τύπους.
Ακόμα και τώρα, μετά από τις περιπέτειες μιας εκδρομής, το βράδυ γύρω από την φω-τιά διασταυρώνονται οι φω-νές των εκδρομέων, για να εξιστορήσουν τα όσα συνέβησαν αλλά και για να επανακαθοριστούν τα της επομένης ημέρας.
φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα.
Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας, φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα).
Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι.
Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου