(iii) Παρατηρήσεις σχετικά με τους υποθετικούς λόγους
§11.62. Εξαρτημένοι υποθετικοί λόγοι. Η απόδοση ενός υποθετικού λόγου μπορεί να μην είναι κύρια πρόταση, αλλά:
(α) δευτερεύουσα πρόταση
(β) απαρέμφατο
(γ) κατηγορηματική μετοχή,
εφόσον έχουμε εξάρτηση από ένα ρήμα λεκτικό, γνωστικό, αισθητικό, δηλωτικό, κελευστικό κλπ. Η μορφή της απόδοσης εξαρτάται από την κατηγορία στην οποία ανήκει, ανάλογα με τη σημασία του, το ρήμα εξάρτησης. Πρόκειται, με λίγα λόγια, για ένα κείμενο σε πλάγιο λόγο στο οποίο εντάσσεται κάποια υποθετική πρόταση. Επομένως, ισχύουν και στην περίπτωση αυτή όσα και στον πλάγιο λόγο.
ΞΕΝ ΚΑναβ 6.6.25 Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν ὅτι Δέξιππον μὲν οὐκ ἐπαινοίη͵ εἰ ταῦτα πεποιηκὼς εἴη· Μόλις άκουσε αυτά ο Κλέανδρος, είπε ότι δεν επαινούσε τον Δέξιππο, αν είχε ενεργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο [εδώ, μάλιστα, η οριστική της υπόθεσης και της απόδοσης λόγω της εξάρτηση από ιστορικό χρόνο μετατράπηκαν σε ευκτική του πλαγίου λόγου.]
ΞΕΝ Ελλ 5.1.32 ὁ δὲ Ἀγησίλαος οὐκ ἔφη δέξασθαι τοὺς ὅρκους, ἐὰν μὴ ὀμνύωσιν, ὥσπερ τὰ βασιλέως γράμματα ἔλεγεν, αὐτονόμους εἶναι καὶ μικρὰν καὶ μεγάλην πόλιν ο Αγησίλαος από τη μεριά του είπε ότι δεν θα δεχτεί τους όρκους, αν δεν ορκιστούν, όπως υπαγόρευε η επιστολή του Μ. Βασιλιά, να αφήσουν αυτόνομες τις πόλεις, και τις μικρές και τις μεγάλες. [παρά την εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, η έγκλιση της υπόθεσης παρέμεινε αμετάβλητη].
ΘΟΥΚ 1.45.3 προεῖπον δὲ αὐτοῖς μὴ ναυμαχεῖν Κορινθίοις, ἢν μὴ ἐπὶ Κέρκυραν πλέωσι και τους προειδοποίησαν να μην ναυμαχήσουν με τους Κορίνθιους, αν δεν πλέυσουν εναντίον της Κέρκυρας [παρά την εξάρτηση από ιστορικό χρόνο, η έγκλιση της υπόθεσης παρέμεινε αμετάβλητη].
ΘΟΥΚ 7.42.4 καὶ ὁρῶν τὸ παρατείχισμα τῶν Συρακοσίων, […] ἁπλοῦν ὂν καί, εἰ κρατήσειέ τις τῶν τε Ἐπιπολῶν τῆς ἀναβάσεως καὶ αὖθις τοῦ ἐν αὐταῖς στρατοπέδου, ῥᾳδίως ἂν αὐτὸ ληφθέν […], ἠπείγετο ἐπιθέσθαι τῇ πείρᾳ και βλέποντας ότι το εγκάρσιο τείχος των Συρακουσίων […] ήταν μονό, και ότι αν κατόρθωνε να γίνει κύριος της ανηφορικής οδού προς τις Επιπολές, και στη συνέχεια του στρατοπέδου που βρισκόταν εκεί, θα κυρίευε εύκολα το εγκάρσιο τείχος, […] βιαζόταν να επιχειρήσει την επίθεση.
§11.63. Λανθάνοντες υποθετικοί λόγοι. Πολλές φορές η υπόθεση ενός υποθετικού λόγου λανθάνει, δηλαδή δεν είναι εμφανής, καθώς ως υπόθεση δεν χρησιμοποιείται μια τυπική υποθετική πρόταση, αλλά ένα ισοδύναμο λεκτικό σύνολο ή πρόταση. Έτσι, αντί για υποθετική πρόταση, έχουμε:
• μια μετοχή:
ΞΕΝ Απομν 1.4.14 οὔτε γὰρ βοὸς ἂν ἔχων σῶμα, ἀνθρώπου δὲ γνώμην ἐδύνατ' ἂν πράττειν ἃ ἐβούλετο || γιατί ούτε αν είχε σώμα βοδιού και νου ανθρώπου θα μπορούσε ο άνθρωπος να κάνει όσα ήθελε.
• ένα επίρρημα (π.χ. οὕτως, ἄλλως, δικαίως, ἐκείνως, ταύτῃ, ἀμαχεί):
ΘΟΥΚ 2.11.5 οὕτω γὰρ [εἰ οὕτως ἔχοιεν] πρός τε τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν πρός τε τὸ ἐπιχειρεῖσθαι ἀσφαλέστατοι || γιατί έτσι [αν έχουν έτσι τα πράγματα] οι στρατιώτες διαθέτουν την πιο μεγάλη αυτοπεποίθηση στις επιθέσεις εναντίον των εχθρών και την μεγαλύτερη ασφάλεια κατά τις επιθέσεις που δέχονται.
• έναν εμπρόθετο προσδιορισμό (συνήθως ἄνευ, ἀπὸ., ἐκ, μετὰ + γεν.):
ΠΛ Φαιδ 99a ἄνευ τοῦ τὰ τοιαῦτα ἔχειν [εἰ μὴ τὰ τοιαῦτα εἶχον] καὶ ὁστᾶ καὶ νεῦρα καὶ ὅσα ἄλλα ἔχω, οὐκ ἂν οἷός τ' ἦν ποιεῖν τὰ δόξαντά μοι || χωρίς [αν δεν είχα] αυτά, δηλαδή τα οστά, τα νεύρα και όσα άλλα έχω, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτά που θέλω.
• μια δευτερεύουσα πρόταση, χρονικοϋποθετική, αναφορική υποθετική, εναντιωματική.
ΔΗΜ 15.1 ἐπειδὰν γάρ τι δόξῃκαὶψηφισθῇ, τότ' ἴσον τοῦ πραχθῆναιἀπέχει ὅσονπερ πρὶν δόξαι || διότι, όταν τι αποφασισθή και ψηφισθή, τότε απέχει ίσον της εκτελέσεως, όσον και πριν αποφασισθή. γιατί, όταν κάτι θεωρηθεί σωστό και ψηφιστεί, (ακόμα και) τότε απέχει τόσο από την εκτέλεση, όσο και πριν αποφασιστεί.
ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.7 καὶ ὅτῳ δοκεῖταῦτ', ἔφη, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα (= εἴ τινι) || και όποιος συμφωνεί μ' αυτά, είπε, να σηκώσει το χέρι.
ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1167b31 οἱ δ' εὖ πεποιηκότες φιλοῦσι καὶ ἀγαπῶσι τοὺς πεπονθότας κἂν μηδὲν ὦσι χρήσιμοι || όσοι ευεργετούν νιώθουν για τους ευεργετούμενους φιλία και αγάπη, ακόμη κι αν αυτοί δεν τους είναι χρήσιμοι.
§11.64. Ελλειπτικοί ονομάζονται οι υποθετικοί λόγοι από τους οποίους παραλείπεταιτο ρήμα της υπόθεσης ή της απόδοσης ή και ολόκληρη η υπόθεση ή η απόδοση. Συγκεκριμένα:
• Παράλειψη του ρήματος της υπόθεσης ή της απόδοσης: το ρήμα της υπόθεσης ή της απόδοσης μπορεί να παραλείπεται, όταν εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα.
ΔΗΜ 1.20 ἔστι δὴ λοιπόν͵ οἶμαι͵ πάντας εἰσφέρειν͵ ἂν πολλῶν δέῃ͵ πολλά͵ ἂν ὀλίγων [ενν. δέῃ]͵ ὀλίγα || απομένει, νομίζω, όλοι να πληρώσουμε εισφορά, μεγάλη, αν απαιτούνται πολλά χρήματα, μικρή, αν (απαιτούνται) λίγα.
ΣΟΦ Αντ 39-40 Τί δ', ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ' ἐν τούτοις [ενν. ἐστί], ἐγὼ λύουσ' ἂν εἴθ' ἅπτουσα προσθείμην πλέον; || δύστυχη, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι όφελος θα μπορούσα να φέρω, ό,τι κι αν κάνω.
ΛΥΣ 24.20 ὥστ' εἴ τις ὑμῶν πονηρίαν καταγνώσεται τῶν ὡς ἐμὲ εἰσιόντων, δῆλον ὅτι καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις διατριβόντων [ενν. πονηρίαν καταγνώσεται] || επομένως, αν κάποιος από σας καταλογίσει κακία σ' αυτούς που έρχονται σε μένα, είναι φανερό ότι (θα καταλογίσει κακία) και σ' αυτούς που συχνάζουν και στους άλλους (καταστηματάρχες).·
• Παράλειψη ολόκληρης της υπόθεσης ή της απόδοσης:
Η υπόθεση ενδέχεται να παραλείπεται επειδή εννοείται εύκολα.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.2.21 καὶ ὅμως ἔνδον ἔχοντες τοσαῦτα οὔτε ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φέρειν͵ διαρραγεῖεν γὰρ ἄν͵ οὔτ' ἀμφιέννυνται πλείω ἢ δύνανται φέρειν͵ ἀποπνιγεῖεν γὰρ ἄν͵ ἀλλὰ τὰ περιττὰ χρήματα πράγματα ἔχουσιν· Και μολονότι έχουν τόσα πολλά σπίτι τους, ποτέ δεν τρώνε περισσότερο απ' όσο μπορούν ν' αντέξουν, γιατί αλλιώς θα έσκαγαν, ούτε φορούν περισσότερα ρούχα απ' όσα μπορούν να φορέσουν, γιατί αλλιώς θα πάθαιναν ασφυξία, αλλά τα περιττά πράγματα τούς στεναχωρούν.
Η απόδοση ενδέχεται, επίσης, να λείπει και στις εξής περιπτώσεις που έχουμε σχήματα λόγου όπως το σχήμα αποσιώπησης ή ανανταπόδοτο. Πιο συγκεκριμένα η απόδοση παραλείπεται:
(α) Στον συγκινησιακά φορτισμένο λόγο:
ΣΟΦ Αντ 740-741 ΚΡ. Ὅδ', ὡς ἔοικε, τῇ γυναικὶ συμμαχεῖ. ΑΙ. Εἴπερ γυνὴ σύ· σοῦ γὰρ οὖν προκήδομαι [Στην απάντηση του Αίμονα, εκτός από το ρήμα της υπόθεσης (εἶ), εννοείται και η απόδοση του υποθετικού λόγου (συμμαχῶ).] ΚΡ. Αυτός, όπως φαίνεται, συμμαχεί με τη γυναίκα. ΑΙ. Αν, βέβαια, εσύ είσαι γυναίκα. Γιατί, για σένα νοιάζομαι, βέβαια.
(β) Όταν δύο υποθέσεις συνδέονται αντιθετικά με το εἰ (ἐὰν) μέν …και το εἰ (ἐὰν) δὲ μὴ …, τότε συχνά η απόδοση της πρώτης υπόθεσης, επειδή είναι ευνόητη, παραλείπεται και ο λόγος σπεύδει να προχωρήσει στη επόμενη, σημαντικότερη σκέψη. Ως απόδοση του πρώτου υποθετικού λόγου μπορεί να εννοηθεί το καλῶς ἔχει (ἕξει), ενώ συνήθως παραλείπεται, ως ευκόλως εννοούμενο, και το ρήμα της δεύτερης υποθετικής πρότασης.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.7.24 εἰ μὲν οὖν ἐγὼ ὑμᾶς ἱκανῶς διδάσκω οἵους χρὴ πρὸς ἀλλήλους εἶναι· εἰ δὲ μή, καὶ παρὰ τῶν προγεγενημένων μανθάνετε || αν λοιπόν σας συμβουλεύω επαρκώς πώς πρέπει να συμπεριφέρεστε μεταξύ σας, έχει καλώς∙ αν όχι [ειδάλλως], διδαχθείτε και από όσα έχουν γίνει στο παρελθόν.
ΠΛ Πρωτ 325d καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται· εἰ δὲ μή, ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς || και αν το παιδί υπακούει με τη θέλησή του πάει καλά∙ ειδάλλως σαν βέργα που στραβώνει και καμπουριάζει το σιάζουν με απειλές και χτυπήματα.
§11.65. Λόγω της βραχυλογικής εκφοράς κάποιων υποθετικών λόγων, και πιο συγκεκριμένα της παράλειψης του ρήματος της υπόθεσης, προέκυψαν στερεότυπες ελλειπτικές υποθετικές εκφράσεις με επιρρηματική σημασία, όπως οι ακόλουθες:
εἰ δὲ μὴ (αλλιώς, ειδάλλως, σε αντίθετη περίπτωση)
εἰ μὴ (εκτός, παρά μόνο)
εἰ μὴ ἄρα (εκτός πια και αν, εκτός αν ίσως)
πλὴν εἰ (εκτός πια και αν)
ἐὰν μόνον (αρκεί μόνο να)
εἴ τις καὶ ἄλλος, εἴπερ τις καὶ ἄλλος (περισσότερο από κάθε άλλον)
εἴπερ ποτέ, εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε, εἴποτε καὶ ἄλλοτε (περισσότερο από κάθε άλλη φορά)
ὥσπερ εἰ/ἄν, ὥσπερ ἂν εἰ, ὡς εἰ/ἂν (σαν, όπως)
• Το εἰ μὴ ή εἰ μὴ ἄρα χρησιμοποιούνται συχνά ειρωνικά με τη σημασία "εκτός πια και αν", αναφερόμενα σε κάτι που δεν μπορεί να γίνει (στον Πλάτωνα η χρήση αυτή είναι συχνή σε απαντήσεις):
ΞΕΝ Απομν 1.2.8 πῶς ἂν οὖν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους; εἰ μὴ ἄρα ἡ τῆς ἀρετῆς ἐπιμέλεια διαφθορά ἐστιν || πως λοιπόν ήταν δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να διαφθείρει τους νέους; εκτός πια και αν θεωρείται διαφθορά η φροντίδα για την αρετή.
ΠΛ Πολ 608d σὺ δὲ τοῦτ' ἔχεις λέγειν; εἰ μὴ ἀδικῶ γ', ἔφην || εσύ όμως μπορείς να το πεις αυτό; [Ναι,] εκτός πια κι αν κάνω λάθος, είπα.
ΔΗΜ 18.51 οὔτε Φιλίππου ξένον οὔτ' Ἀλεξάνδρου φίλον εἴποιμ' ἂν ἐγώ σε, οὐχ οὕτω μαίνομαι, εἰ μὴ καὶ τοὺς θεριστὰς καὶ τοὺς ἄλλο τι μισθοῦ πράττοντας φίλους καὶ ξένους δεῖ καλεῖν τῶν μισθωσαμένων || ούτε φιλοξενούμενο του Φιλίππου ούτε φίλο του Αλέξανδρου θα μπορούσα να σε αποκαλέσω εγώ ―δεν τα 'χω χάσει τόσο―, εκτός πια και αν πρέπει τους θεριστές και εκείνους που κάνουν ο,τιδήποτε άλλο αντί αμοιβής να τους ονομάζουμε φίλους και φιλοξενούμενους αυτών που τους προσέλαβαν.
• Όταν το εἰ μὴ σημαίνει "εκτός (και αν)", εμφανίζεται ενίοτε και ένα δεύτερο εἰ:
ΠΛ Αλκ1 122b τῆς δὲ σῆς γενέσεως, ὦ Ἀλκιβιάδη, καὶ τροφῆς καὶ παιδείας, ἢ ἄλλου ὁτουοῦν Ἀθηναίων, ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδενὶ μέλει, εἰ μὴ εἴ τις ἐραστής σου τυγχάνει ὤν || για τη δική σου γέννηση, Αλκιβιάδη, την ανατροφή και την παιδεία σου, ή για ο,τιδήποτε άλλο κανείς σχεδόν Αθηναίος δεν ενδιαφέρεται, εκτός και αν είναι εραστής σου.
• Με την ίδια σημασία χρησιμοποιείται και το πλὴν εἰ:
ΠΛ Πολ 366c οἶδεν ὅτι πλὴν εἴ τις θείᾳ φύσει δυσχεραίνων τὸ ἀδικεῖν ἢ ἐπιστήμην λαβὼν ἀπέχεται αὐτοῦ, τῶν γε ἄλλων οὐδεὶς ἐκὼν δίκαιος || θα ξέρει ότι εκτός από κάποιους που χάρη σε μια θεϊκή προδιάθεση της φύσης τους δεν ανέχονται το άδικο ή κάποιους άλλους που έχοντας αποκτήσει γνώση το αποφεύγουν, κανένας από τους υπόλοιπους δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του.
• Το εἰ μή αυτό, που δηλώνει εξαίρεση, εμφανίζεται συχνά και μετά το τί (= τί ἄλλο):
ΞΕΝ Οικ 9.1 τί δέ, εἰ μὴ ὑπισχνεῖτό γε ἐπιμελήσεσθαι || τι άλλο συνέβη παρά ότι μου υποσχόταν ότι θα φροντίσει γι' αυτά.
• Από τέτοιου είδους χρήσεις το εἰ μὴ παγιώθηκε σε επίρρημα που σημαίνει "εκτός". Ως τέτοιο εμφανίζεται μεμονωμένα και με μετοχές αντί του απλού μή:
ΕΥΡ Μηδ 368-369 δοκεῖς γὰρ ἄν με τόνδε θωπεῦσαι ποτε, εἰ μή τι κερδαίνουσα ἢ τεχνωμένην; || πιστεύεις δηλαδή ότι θα κολάκευα ποτέ τούτον εδώ, εκτός και αν ήταν για να κερδίσω ή να σκαρώσω κάτι;
• Οι εκφράσεις ὥσπερ εἰ/ἄν, ὥσπερ ἂν εἰ, ὡς εἰ/ἂν δηλώνουν παρομοίωση και προέκυψαν από υποθετικούς λόγους από τους οποίους παραλείφθηκε το ρήμα της απόδοσης (ή και της υπόθεσης).
ΙΣΟΚΡ 4.69 ἀλλὰ πρὸς μόνους τοὺς προγόνους τοὺς ἡμετέρους συμβαλόντες ὁμοίως διεφθάρησαν ὥσπερ ἂν εἰ πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἐπολέμησαν [μετά το ὥσπερ ἂν εννοείται το διεφθάρησαν] || αλλά αναμετρήθηκαν μόνο με τους προγόνους μας και καταστράφηκαν σαν να είχαν πολεμήσει ενάντια σε όλους τους ανθρώπους.
• Το μάλιστα μέν αφενός και το εἰ δὲ (ἐὰν δέ), συχνότερα εἰ δὲ μὴ αφετέρου συχνά αντιδιαστέλλονται μεταξύ τους έχοντας τη σημασία αφενός "εφόσον είναι δυνατόν", "αν γίνεται", "το καλύτερο (προτιμότερο) θα ήταν", αφετέρου "εάν όμως", "αν όμως τουλάχιστον":
ΣΟΦ Αντ 327-329 ἀλλ' εὑρεθείη μὲν μάλιστ'∙ ἐὰν δέ τοι ληφθῇ τε καὶ μή, τοῦτο γὰρ τύχη κρινεῖ, οὐκ ἔσθ' ὅπως ὄψει σὺ δεῦρ' ἐλθόντα με || το καλύτερο θα ήταν να βρεθεί∙ είτε όμως τον συλλάβουν είτε όχι ―γιατί αυτό κρίνεται από την τύχη―, εμένα δεν πρόκειται να με δεις να ξαναέρθω εδώ.
ΠΛ Πολ 378a τὰ δὲ δὴ τοῦ Κρόνου ἔργα καὶ πάθη ὑπὸ τοῦ ὑέος […] μάλιστα μὲν σιγᾶσθαι∙ εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι' ἀπορρήτων ακούειν ὡς ὀλίγιστους || όσο για τις πράξεις και τα παθήματα του Κρόνου από τον γιο του, το καλύτερο θα ήταν να αποσιωπώνται∙ αν όμως θα χρειαζόταν για κάποιον λόγο να ειπωθούν, να τα ακούνε όσο γίνεται πιο λίγοι, ως απόρρητα.
§11.66. Αντί για μια εξαρτημένη επιρρηματική αιτιολογική πρόταση με ἐπεί, ἐπειδὴ συχνά εμφανίζεται μια αντίστοιχη υποθετική πρόταση που εισάγεται με εἰ. Τούτο συμβαίνει όταν ο ομιλητής δεν θέλει να συνδέσει την αιτία και τον λόγο με μιαν ορισμένη ή ειδική περίπτωση, αλλά να τα παρουσιάσει ως μιαν αιτία ή έναν λόγο που έχει γενική ισχύ και εφαρμογή. Επειδή στις εξαρτημένες επιρρηματικές υποθετικές προτάσεις αυτού του είδους, όπως και στις αντίστοιχες αιτιολογικές με το ἐπεί, εκφράζεται μια απόφανση ή ένας ισχυρισμός (μια "κρίση"), εκφέρονται και οι δύο με τις εγκλίσεις που χρησιμοποιούνται και στις κύριες αποφαντικές προτάσεις, δηλαδή: οριστική, δυνητική ευκτική και, σπανιότερα, οριστική ιστορικού χρόνου με το ἄν. Όταν μάλιστα αυτό το εἰ, η σημασία του οποίου προσεγγίζει το ἐπεί (χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα μαζί του), συντάσσεται με οριστική διατηρεί και την άρνηση των αποφαντικών προτάσεων, δηλαδή το οὔ.
ΞΕΝ Απομν 1.5.1 εἰ δὲ δὴ καὶ ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν, ἐπισκεψώμεθα εἴ τι προυβίβαζε λέγων εἰς ταύτην τοιάδε αν [καθώς, επειδή, μιας και] η εγκράτεια είναι επίσης ένα ωραίο και ευγενές απόκτημα για έναν άνδρα, ας εξετάσουμε αν καθοδηγούσε προς αυτήν μιλώντας ως εξής.
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.29 ἐν γὰρ ταῖς πόλεσίν εἰσι πάντες ταῖς ἐφ' ἡμᾶς στρατευσομέναις, καὶ δικαίως, εἰ βάρβαρον μὲν πόλιν οὐδεμίαν ἠθελήσαμεν κατασχεῖν, καὶ ταῦτα κρατοῦντες, Ἑλληνίδα δὲ εἰς ἣν πρώτην ἤλθομεν πόλιν, ταύτην ἐξαλαπάξομεν || γιατί όλοι αυτοί είναι στις πόλεις που θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και δίκαια [θα το κάνουν], αν [εφόσον, καθώς, επειδή, μιας και, αφού] από τη μια δεν θελήσαμε, μολονότι είχαμε τη δύναμη, να καταλάβουμε καμιά βαρβαρική πόλη και από την άλλη λεηλατήσουμε την πρώτη ελληνική πόλη στην οποία φτάσουμε.
ΠΛ Πολ 597c ὁ θεός, εἴτε οὐκ εβούλετο, εἴτε τις ἀνάγκη ἐπῆν μὴ πλέον ἢ μίαν ἐν τῇ φύσει ἀπεργάσασθαι αὐτὸν κλίνην, οὕτως ἐποίησεν μίαν μόνον αὐτὴν ἐκείνην ὃ ἔστιν κλίνη || ο θεός, είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή κάποια αναγκαιότητα τον υποχρέωνε να μην φτιάξει στην [ιδεατή] φύση περισσότερα από ένα ανάκλιντρο, έπλασε μόνον εκείνο το ένα ανάκλιντρο που αποτελεί την ουσιώδη φύση του.
ΞΕΝ Απομν 1.5.3 εἴ γε μηδὲ δοῦλον ἀκρατῆ δεξαίμεθ' ἄν, πῶς οὐκ ἄξιον αὐτόν γε φυλάξασθαι τοιοῦτον γενέσθαι; || αν [καθώς, μιας και, αφού] μήτε για δούλο δεν θα δεχόμασταν έναν άνθρωπο που δεν είναι εγκρατής, πως δεν αξίζει να προσέξει ο κύριος να μην καταντήσει τέτοιος;
ΔΗΜ 18.190 εἰ δὲ μήτ' ἔστι μήτ' ἦν [ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν, ὃ συνήνεγκεν ἂν τότε πραχθέν] μήτ' ἂν εἰπεῖν ἔχοι μηδεὶς μηδέπω καὶ τήμερον, τί τὸν σύμβουλον ἐχρῆν ποιεῖν; οὐ τῶν φαινομένων καὶ ἐνόντων τὰ κράτισθ' ἑλέσθαι; || αν [καθώς, επειδή, μιας και, αφού] όμως ούτε υπάρχει, ούτε υπήρχε [κάτι που διέκρινε κανείς τώρα, το οποίο αν εφαρμοζόταν τότε θα ωφελούσε], ούτε θα μπορούσε κανείς ακόμη και σήμερα να πει κάτι διαφορετικό, τι έπρεπε να πράξει ο σύμβουλος; Δεν έπρεπε να επιλέξει τα καλύτερα από τα προφανή και εφικτά;
Τετάρτη 17 Μαΐου 2023
Τα χαρακτηριστικά της αρχαίας Ελληνικής σκέψης
Στην αρχαία Ελληνική σκέψη θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε κυρίαρχα τα πιο κάτω γνωρίσματα:
α. Δείχνει μια τάση προς το γενικό. Όχι ότι αδιαφορεί για το ειδικό, αλλά εντάσσει το ειδικό και συγκεκριμένο μέσα σε μια ολότητα. To κάθε πράγμα είναι μέρος του όλου. Τα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε στη συνάφεια τους, για να συλλαμβάνουμε το αληθινό τους νόημα. O κόσμος είναι ταυτόχρονα πολλότητα και ενότητα. Είναι ανάγκη να βλέπουμε τα πολλά κάτω από το πρίσμα μιας κοσμικής ενότητας, μιας γενικής νομοτέλειας. Πραγματική γνώση είναι η γνώση του γενικού, όχι του επιμέρους.
H τάση προς το γενικό θεωρήθηκε σαν η αιτία, για την οποία δεν αναπτύχθηκαν στην αρχαία Ελλάδα οι ειδικές επιστήμες. Στις επιστήμες το ενδιαφέρον στρέφεται σε συγκεκριμένα πράγματα, όχι στα «καθ’ όλου». H μη ανάπτυξη της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα ίσως οφείλεται σε άλλους λόγους, π.χ. στη μη ανακάλυψη του πειράματος, στην έλλειψη προχωρημένων ερευνητικών μέσων κ.λπ. Οι ειδικές επιστήμες (και ιδιαίτερα τα Μαθηματικά, η Αστρονομία και η Μηχανική) αναπτύχθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Τότε η κυριαρχία της φιλοσοφίας πάνω στις επιστήμες χαλάρωσε και οι επιστήμονες δεν ήθελαν να υποτάσσονται σε γενικές αρχές και σε προκατασκευασμένα νοητικά σχήματα.
β. Η αρχαία Ελληνική σκέψη είχε θεωρητικό χαρακτήρα, όχι πρακτικό ή ωφελιμιστικό. O Αριστοτέλης κάνει λόγο για την ανιδιοτέλεια της φιλοσοφίας:
«Δεν καλλιεργούμε τη φιλοσοφία για καμιά άλλη ανάγκη, αλλά, όπως ακριβώς άνθρωπος ελεύθερος είναι αυτός που υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, έτσι και τη φιλοσοφία θέλουμε γιατί είναι η μόνη ελεύθερη από τις επιστήμες, γιατί μόνο αυτή υπάρχει χάρη του εαυτού της» (Μεταφ. 982B).
H ελευθερία και η αν ιδιοτέλεια υπάρχει στη φιλοσοφία, όχι στις ειδικές επιστήμες. Οι τελευταίες συνδέονται με την εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών, έχουν ωφελιμιστικό χαρακτήρα (παράδειγμα η Ιατρική).
Ωστόσο η παρατήρηση του Αριστοτέλη, που καταγράψαμε πιο πάνω, δεν έχει γενική ισχύ. O Σωκράτης συνέδεε τη φιλοσοφία με την πράξη, ισχυριζόταν ότι η ορθή σκέψη οδηγεί στη σωστή πράξη, στην ορθή ρύθμιση της συμπεριφοράς μας. To ίδιο ως ένα σημείο δεχόταν και ο Αριστοτέλης στον τομέα της ηθικής. Σύνδεση σκέψης και ζωής βλέπουμε αργότερα στους Στωικούς, στους Επικούρειους και σε άλλους φιλοσόφους. Δεν καλλιεργούσαν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες πάντα τη γνώση για τη γνώση, δεν την έβλεπαν πέρα για πέρα σαν αυτοσκοπό, σαν κάτι εντελώς θεωρητικό.
γ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι ορθολογική ή νοησιαρχική. Εμπιστεύεται τη νόηση και το λογικό, όχι τις αισθήσεις. Οι αισθήσεις μας δίνουν μια φευγαλέα και εξωτερική εικόνα για τα επιμέρους αντικείμενα. Δεν μας δείχνουν τις συναρτήσεις των πραγμάτων, τη γενική τους νομοτέλεια κ.λπ. H αρχαία Ελληνική σκέψη είναι ορθολογική, όχι ανορθόλογη ή ενορατική, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. O Πλάτωνας π.χ. συνδυάζει ορθολογισμό και ενορατισμό.
Όταν χαρακτηρίζουμε την αρχαία Ελληνική σκέψη ορθολογική, δεν εννοούμε ότι είναι μια σκέψη που παραβλέπει την εμπειρία, ότι ερμηνεύει την πραγματικότητα ξεκινώντας από εντελώς θεωρητικά σχήματα. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δεν φτιάχνουν αυθαίρετα θεωρητικά σχήματα. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ίδια την εμπειρική πραγματικότητα.
Υπήρξαν βέβαια φιλόσοφοι που, για να ερμηνεύσουν τον κόσμο, ένιωσαν την ανάγκη να επινοήσουν έναν άλλον, τέλειο ή άυλο, κόσμο. Αυτό συνέβη με τον Πλάτωνα, που η σκέψη του είναι μεταφυσική, αντι-εμπειρική. O ορθολογιστής Πλάτωνας έδωσε ιδιαίτερη υπόσταση στις έννοιες, στις συλλήψεις της νόησης, και έτσι έφτασε στη Μεταφυσική. Όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι στηρίχτηκαν στην εμπειρία, στον ορατό κόσμο.
δ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι πλουραλιστική. Δεν είναι ενιαία. Διαμόρφωσε πολλές και διαφορετικές κοσμοθεωρίες, που η μια διαδεχόταν την άλλη ή υποστηρίζονταν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και στην ίδια ιστορική περίοδο.
O πλουραλισμός έχει σχέση με την ελευθερία της σκέψης και τη δημιουργικότητα των επιμέρους στοχαστών. H φιλοσοφία είναι πάντα πλουραλιστική. Μονιστική είναι η θρησκεία ή η πολιτική ιδεολογία. H φιλοσοφία αλλάζει. Οι απόψεις των φιλοσόφων δεν συμπίπτουν πάντα ούτε είναι υποχρεωτικό να συμπίπτουν. Δεν επιβάλλεται καμιά ομοιομορφία στη φιλοσοφική σκέψη από κάποια αυθεντία. O κάθε φιλόσοφος προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία, που μπορεί να είναι αντίθετη προς όλες τις προηγούμενες ή και μια απλή παραλλαγή τους.
Οι φιλόσοφοι μπορεί να είναι δογματικοί, να πιστεύει ο καθένας ότι ανακάλυψε τη μοναδική αλήθεια και να βλέπει λαθεμένες τις κοσμοθεωρίες όλων των άλλων, αυτό όμως δεν καταργεί την πολυμορφία των απόψεων που υπάρχει αντικειμενικά. O κάθε φιλόσοφος δημιουργεί τη σχολή του με τους μαθητές και τους οπαδούς του, που προσκολλούνται δογματικά σε μια κοσμοαντίληψη. Οι φιλοσοφικές σχολές όμως είναι πολλές και παρουσιάζουν εντυπωσιακές διαφορές ή και ομοιότητες.
α. Δείχνει μια τάση προς το γενικό. Όχι ότι αδιαφορεί για το ειδικό, αλλά εντάσσει το ειδικό και συγκεκριμένο μέσα σε μια ολότητα. To κάθε πράγμα είναι μέρος του όλου. Τα πράγματα πρέπει να τα βλέπουμε στη συνάφεια τους, για να συλλαμβάνουμε το αληθινό τους νόημα. O κόσμος είναι ταυτόχρονα πολλότητα και ενότητα. Είναι ανάγκη να βλέπουμε τα πολλά κάτω από το πρίσμα μιας κοσμικής ενότητας, μιας γενικής νομοτέλειας. Πραγματική γνώση είναι η γνώση του γενικού, όχι του επιμέρους.
H τάση προς το γενικό θεωρήθηκε σαν η αιτία, για την οποία δεν αναπτύχθηκαν στην αρχαία Ελλάδα οι ειδικές επιστήμες. Στις επιστήμες το ενδιαφέρον στρέφεται σε συγκεκριμένα πράγματα, όχι στα «καθ’ όλου». H μη ανάπτυξη της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδα ίσως οφείλεται σε άλλους λόγους, π.χ. στη μη ανακάλυψη του πειράματος, στην έλλειψη προχωρημένων ερευνητικών μέσων κ.λπ. Οι ειδικές επιστήμες (και ιδιαίτερα τα Μαθηματικά, η Αστρονομία και η Μηχανική) αναπτύχθηκαν κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Τότε η κυριαρχία της φιλοσοφίας πάνω στις επιστήμες χαλάρωσε και οι επιστήμονες δεν ήθελαν να υποτάσσονται σε γενικές αρχές και σε προκατασκευασμένα νοητικά σχήματα.
β. Η αρχαία Ελληνική σκέψη είχε θεωρητικό χαρακτήρα, όχι πρακτικό ή ωφελιμιστικό. O Αριστοτέλης κάνει λόγο για την ανιδιοτέλεια της φιλοσοφίας:
«Δεν καλλιεργούμε τη φιλοσοφία για καμιά άλλη ανάγκη, αλλά, όπως ακριβώς άνθρωπος ελεύθερος είναι αυτός που υπάρχει για τον εαυτό του και όχι για χάρη κάποιου άλλου, έτσι και τη φιλοσοφία θέλουμε γιατί είναι η μόνη ελεύθερη από τις επιστήμες, γιατί μόνο αυτή υπάρχει χάρη του εαυτού της» (Μεταφ. 982B).
H ελευθερία και η αν ιδιοτέλεια υπάρχει στη φιλοσοφία, όχι στις ειδικές επιστήμες. Οι τελευταίες συνδέονται με την εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών, έχουν ωφελιμιστικό χαρακτήρα (παράδειγμα η Ιατρική).
Ωστόσο η παρατήρηση του Αριστοτέλη, που καταγράψαμε πιο πάνω, δεν έχει γενική ισχύ. O Σωκράτης συνέδεε τη φιλοσοφία με την πράξη, ισχυριζόταν ότι η ορθή σκέψη οδηγεί στη σωστή πράξη, στην ορθή ρύθμιση της συμπεριφοράς μας. To ίδιο ως ένα σημείο δεχόταν και ο Αριστοτέλης στον τομέα της ηθικής. Σύνδεση σκέψης και ζωής βλέπουμε αργότερα στους Στωικούς, στους Επικούρειους και σε άλλους φιλοσόφους. Δεν καλλιεργούσαν λοιπόν οι αρχαίοι Έλληνες πάντα τη γνώση για τη γνώση, δεν την έβλεπαν πέρα για πέρα σαν αυτοσκοπό, σαν κάτι εντελώς θεωρητικό.
γ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι ορθολογική ή νοησιαρχική. Εμπιστεύεται τη νόηση και το λογικό, όχι τις αισθήσεις. Οι αισθήσεις μας δίνουν μια φευγαλέα και εξωτερική εικόνα για τα επιμέρους αντικείμενα. Δεν μας δείχνουν τις συναρτήσεις των πραγμάτων, τη γενική τους νομοτέλεια κ.λπ. H αρχαία Ελληνική σκέψη είναι ορθολογική, όχι ανορθόλογη ή ενορατική, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. O Πλάτωνας π.χ. συνδυάζει ορθολογισμό και ενορατισμό.
Όταν χαρακτηρίζουμε την αρχαία Ελληνική σκέψη ορθολογική, δεν εννοούμε ότι είναι μια σκέψη που παραβλέπει την εμπειρία, ότι ερμηνεύει την πραγματικότητα ξεκινώντας από εντελώς θεωρητικά σχήματα. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δεν φτιάχνουν αυθαίρετα θεωρητικά σχήματα. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν την ίδια την εμπειρική πραγματικότητα.
Υπήρξαν βέβαια φιλόσοφοι που, για να ερμηνεύσουν τον κόσμο, ένιωσαν την ανάγκη να επινοήσουν έναν άλλον, τέλειο ή άυλο, κόσμο. Αυτό συνέβη με τον Πλάτωνα, που η σκέψη του είναι μεταφυσική, αντι-εμπειρική. O ορθολογιστής Πλάτωνας έδωσε ιδιαίτερη υπόσταση στις έννοιες, στις συλλήψεις της νόησης, και έτσι έφτασε στη Μεταφυσική. Όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι στηρίχτηκαν στην εμπειρία, στον ορατό κόσμο.
δ. H αρχαία ελληνική σκέψη είναι πλουραλιστική. Δεν είναι ενιαία. Διαμόρφωσε πολλές και διαφορετικές κοσμοθεωρίες, που η μια διαδεχόταν την άλλη ή υποστηρίζονταν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και στην ίδια ιστορική περίοδο.
O πλουραλισμός έχει σχέση με την ελευθερία της σκέψης και τη δημιουργικότητα των επιμέρους στοχαστών. H φιλοσοφία είναι πάντα πλουραλιστική. Μονιστική είναι η θρησκεία ή η πολιτική ιδεολογία. H φιλοσοφία αλλάζει. Οι απόψεις των φιλοσόφων δεν συμπίπτουν πάντα ούτε είναι υποχρεωτικό να συμπίπτουν. Δεν επιβάλλεται καμιά ομοιομορφία στη φιλοσοφική σκέψη από κάποια αυθεντία. O κάθε φιλόσοφος προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία, που μπορεί να είναι αντίθετη προς όλες τις προηγούμενες ή και μια απλή παραλλαγή τους.
Οι φιλόσοφοι μπορεί να είναι δογματικοί, να πιστεύει ο καθένας ότι ανακάλυψε τη μοναδική αλήθεια και να βλέπει λαθεμένες τις κοσμοθεωρίες όλων των άλλων, αυτό όμως δεν καταργεί την πολυμορφία των απόψεων που υπάρχει αντικειμενικά. O κάθε φιλόσοφος δημιουργεί τη σχολή του με τους μαθητές και τους οπαδούς του, που προσκολλούνται δογματικά σε μια κοσμοαντίληψη. Οι φιλοσοφικές σχολές όμως είναι πολλές και παρουσιάζουν εντυπωσιακές διαφορές ή και ομοιότητες.
Ψυχολογία και φιλοσοφικό κίνημα Νέας Στοάς
Εντύπωση προκαλούν στις μέρες μας τα προοδευτικά βήματα στο τομέα της ατομικής και κοινωνικής ψυχολογίας που είχαν κάνει οι διανοούμενοι συγγραφείς και φιλόσοφοι της Νέας Στοάς. Πρόκειται για το πνευματικό κίνημα των πρώτων τριών αιώνων ή αυτοκρατορικών χρόνων, δηλαδή του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού πολιτικού συστήματος (imperium romanum) που επικράτησε στον αρχαιοελληνικό κόσμο των 1ου 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνων.
Εκείνη η εποχή της Pax Romana ονομάζεται και Δεύτερη Σοφιστική, ονομασία που έδωσε ο Φλάβιος Φιλόστρατος στην πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση που είχε Ελληνικό «χρώμα» γιατί η Ελληνική γλώσσα ήταν η lingua franca της ελληνορωμαϊκού κράτους.
Η ψυχολογία της Νέας Στοάς και οι βασικοί εκπρόσωποι της
Εκτός από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία της Νέας Στοάς έχουμε μεγάλη άνθιση των ανθρωπιστικών και φυσικών επιστημών, όπως της ρητορικής, της ιστοριογραφίας, της λογοτεχνικής σάτιρας, της ιατρικής, της μηχανικής, της γεωγραφίας κ.ά.
Βασικοί εκπρόσωποι της Νέας Στοάς ήταν ο πρώην δούλος, φιλόσοφος και δάσκαλος Επίκτητος, ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος και ο πολιτικός διανοούμενος Σενέκας ο Νεώτερος. Η φιλοσοφία του Στωικισμού είναι ο κοινός παρονομαστής των στοχαστών αυτών, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και εθνότητες. Ο ανθρωπιστής φιλόσοφος Σωκράτης ο Αθηναίος τους εμπνέει πάντα και ο Κυνισμός τους έχει επηρεάσει επίσης.
Στο έργο και στη διδασκαλία τους τόνισαν την απλότητα του βίου, την ηρεμία της ψυχής, την αποδοχή των δυσάρεστων καταστάσεων με μετριοπάθεια (η παροιμιώδης «απάθεια» των Στωικών) και το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής.
Ολιστικά βλέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη οι Στωικοί. Η ψυχή δεν διαχωρίζεται από το πνεύμα, δηλαδή τα ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις αντιλήψεις και τις αποφάσεις μας, επομένως διορθώνονται από τη στιγμή που εκλογικευθούν! Ψάχνοντας μέσα μας για λύσεις κάνουμε έναν εσωτερικό διάλογο και αναζητούμε με το μυαλό τα αίτια που προκάλεσαν μια έντονη ψυχική διαταραχή.
Το σώμα, επίσης, δεν διαχωρίζεται από την ψυχοπνευματική ολότητα και γι’ αυτό το λόγο παρατηρούμε δεκάδες ψυχοσωματικά νοσήματα. Όπως η σωματική υγεία εξαρτάται από την βιολογική ομοιόσταση του οργανισμού, έτσι και η εσωτερική υγεία εξαρτάται από την ψυχική ομοιόσταση (ισορροπία της ψυχής).
Εκτός από την έμφαση που δίνουν οι Στωικοί στην δύναμη της ηθικής αρετής, δεν αρνούνται τα εγκόσμια αγαθά, όπως τον πλούτο και την εξουσία. Συμφωνούν πως ο άνθρωπος είναι Κοσμοπολίτης, πολίτης του μεγάλου ελληνορωμαϊκού κόσμου και του φυσικού \ θεϊκού κόσμου και όσοι έχουν κοινές ιδεολογικές απόψεις και ένα ικανοποιητικό επίπεδο παιδείας μπορούν να συγκροτήσουν πολιτική κοινωνία, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους. Εννοούν πως η ελληνική κλασική παιδεία ενώνει τους ανθρώπους και ήταν υποχρεωτική για όσους ήθελαν να κάνουν καριέρα στην πολιτική ή στον στρατό.
Οι συμβουλές του Επίκτητου
Μικρές συμβουλές καθημερινού βίου μας παραδίδει ο Επίκτητος μέσω του «Εγχειριδίου» του. Πρόκειται για τις διδακτικές παραδόσεις στη σχολή του στη Νικόπολη της Ηπείρου, που κατέγραψε και διέσωσε ο άξιος μαθητής του Φλάβιος Αρριανός, ο οποίος συνέγραψε, μεταξύ άλλων, και το πολύτιμο «Αλεξάνδρου Ανάβασις».
Ο Επίκτητος λέει: «Των όντων τα μεν εστί εφ’ ημίν, τα δε ουκ εφ’ ημίν». Από όσα υπάρχουν, άλλα εξαρτώνται από εμάς και άλλα όχι. Από εμάς εξαρτάται η αντίληψη, η ορμή, η όρεξη, η έκκλιση (αποστροφή). Από μας δεν εξαρτάται το σώμα, τα αποκτήματα, οι δοξασίες, τα αξιώματα και γενικά όσα δεν είναι έργα δικά μας. Όσα εξαρτώνται από μας είναι φύσει ελεύθερα, ακώλυτα, ανεμπόδιστα, ενώ όσα δεν εξαρτώνται από εμάς είναι υποδουλωμένα, ασθενή και αλλότρια (ξένα)…
Η ελευθερία και η ευδαιμονία επιτυγχάνονται με τον αξιοπρεπή βίο ενώ ο τραχύς εγωισμός οδηγεί συχνά στην αποτυχία και στη δυστυχία.
Υπάρχουν κανόνες, τονίζει ο Επίκτητος, με τους οποίους πρέπει να εξετάζουμε «πάσα φαντασία», δηλαδή κάθε υπόθεση που κάνουμε για ένα θέμα, έτσι ώστε να πετύχουμε το όφελος μέσω της ορθολογικής σκέψης που οδηγεί στον ρεαλισμό και όχι μέσω της «φαντασμένης σκέψης» που επηρεάζεται από τον συναισθηματικό μας κόσμο και δεν κοιτά κατάματα την πραγματικότητα.
Εκείνη η εποχή της Pax Romana ονομάζεται και Δεύτερη Σοφιστική, ονομασία που έδωσε ο Φλάβιος Φιλόστρατος στην πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση που είχε Ελληνικό «χρώμα» γιατί η Ελληνική γλώσσα ήταν η lingua franca της ελληνορωμαϊκού κράτους.
Η ψυχολογία της Νέας Στοάς και οι βασικοί εκπρόσωποι της
Εκτός από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία της Νέας Στοάς έχουμε μεγάλη άνθιση των ανθρωπιστικών και φυσικών επιστημών, όπως της ρητορικής, της ιστοριογραφίας, της λογοτεχνικής σάτιρας, της ιατρικής, της μηχανικής, της γεωγραφίας κ.ά.
Βασικοί εκπρόσωποι της Νέας Στοάς ήταν ο πρώην δούλος, φιλόσοφος και δάσκαλος Επίκτητος, ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος και ο πολιτικός διανοούμενος Σενέκας ο Νεώτερος. Η φιλοσοφία του Στωικισμού είναι ο κοινός παρονομαστής των στοχαστών αυτών, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και εθνότητες. Ο ανθρωπιστής φιλόσοφος Σωκράτης ο Αθηναίος τους εμπνέει πάντα και ο Κυνισμός τους έχει επηρεάσει επίσης.
Στο έργο και στη διδασκαλία τους τόνισαν την απλότητα του βίου, την ηρεμία της ψυχής, την αποδοχή των δυσάρεστων καταστάσεων με μετριοπάθεια (η παροιμιώδης «απάθεια» των Στωικών) και το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής.
Ολιστικά βλέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη οι Στωικοί. Η ψυχή δεν διαχωρίζεται από το πνεύμα, δηλαδή τα ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις αντιλήψεις και τις αποφάσεις μας, επομένως διορθώνονται από τη στιγμή που εκλογικευθούν! Ψάχνοντας μέσα μας για λύσεις κάνουμε έναν εσωτερικό διάλογο και αναζητούμε με το μυαλό τα αίτια που προκάλεσαν μια έντονη ψυχική διαταραχή.
Το σώμα, επίσης, δεν διαχωρίζεται από την ψυχοπνευματική ολότητα και γι’ αυτό το λόγο παρατηρούμε δεκάδες ψυχοσωματικά νοσήματα. Όπως η σωματική υγεία εξαρτάται από την βιολογική ομοιόσταση του οργανισμού, έτσι και η εσωτερική υγεία εξαρτάται από την ψυχική ομοιόσταση (ισορροπία της ψυχής).
Εκτός από την έμφαση που δίνουν οι Στωικοί στην δύναμη της ηθικής αρετής, δεν αρνούνται τα εγκόσμια αγαθά, όπως τον πλούτο και την εξουσία. Συμφωνούν πως ο άνθρωπος είναι Κοσμοπολίτης, πολίτης του μεγάλου ελληνορωμαϊκού κόσμου και του φυσικού \ θεϊκού κόσμου και όσοι έχουν κοινές ιδεολογικές απόψεις και ένα ικανοποιητικό επίπεδο παιδείας μπορούν να συγκροτήσουν πολιτική κοινωνία, ανεξάρτητα από τον τόπο καταγωγής τους. Εννοούν πως η ελληνική κλασική παιδεία ενώνει τους ανθρώπους και ήταν υποχρεωτική για όσους ήθελαν να κάνουν καριέρα στην πολιτική ή στον στρατό.
Οι συμβουλές του Επίκτητου
Μικρές συμβουλές καθημερινού βίου μας παραδίδει ο Επίκτητος μέσω του «Εγχειριδίου» του. Πρόκειται για τις διδακτικές παραδόσεις στη σχολή του στη Νικόπολη της Ηπείρου, που κατέγραψε και διέσωσε ο άξιος μαθητής του Φλάβιος Αρριανός, ο οποίος συνέγραψε, μεταξύ άλλων, και το πολύτιμο «Αλεξάνδρου Ανάβασις».
Ο Επίκτητος λέει: «Των όντων τα μεν εστί εφ’ ημίν, τα δε ουκ εφ’ ημίν». Από όσα υπάρχουν, άλλα εξαρτώνται από εμάς και άλλα όχι. Από εμάς εξαρτάται η αντίληψη, η ορμή, η όρεξη, η έκκλιση (αποστροφή). Από μας δεν εξαρτάται το σώμα, τα αποκτήματα, οι δοξασίες, τα αξιώματα και γενικά όσα δεν είναι έργα δικά μας. Όσα εξαρτώνται από μας είναι φύσει ελεύθερα, ακώλυτα, ανεμπόδιστα, ενώ όσα δεν εξαρτώνται από εμάς είναι υποδουλωμένα, ασθενή και αλλότρια (ξένα)…
Η ελευθερία και η ευδαιμονία επιτυγχάνονται με τον αξιοπρεπή βίο ενώ ο τραχύς εγωισμός οδηγεί συχνά στην αποτυχία και στη δυστυχία.
Υπάρχουν κανόνες, τονίζει ο Επίκτητος, με τους οποίους πρέπει να εξετάζουμε «πάσα φαντασία», δηλαδή κάθε υπόθεση που κάνουμε για ένα θέμα, έτσι ώστε να πετύχουμε το όφελος μέσω της ορθολογικής σκέψης που οδηγεί στον ρεαλισμό και όχι μέσω της «φαντασμένης σκέψης» που επηρεάζεται από τον συναισθηματικό μας κόσμο και δεν κοιτά κατάματα την πραγματικότητα.
Τι σημαίνει διάλογος στην Ανθρωπολογία;
Ακούμε μόνο τις ερωτήσεις στις οποίες μπορούμε να απαντήσουμε - Φρίντριχ Νίτσε.
Η παραπάνω πρόταση είναι πράγματι μια πρόκληση, για την ψυχοθεραπεία ειδικότερα αλλά και γενικά, για τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχει άραγε τρόπος να υπερβούμε το απλοϊκό μοντέλο δράσης - αντίδρασης, όπου η πράξη ενός ατόμου έχει επίδραση πάνω σε ένα άλλο άτομο, και έτσι δημιουργείται ένας κύκλος ανάδρασης, που συνεχίζεται με μια πράξη που προκαλεί κάτι άλλο, και πάλι από την αρχή;
Τι παραπάνω όμως μπορεί να γίνει;
Η απάντηση εδώ απαιτεί μια εντελώς νέα αντίληψη της συνεύρεσης: το να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε ένα διαφορετικό επίπεδο, σε ένα επίπεδο του "Εμείς", όπου μια δεδομένη στιγμή κατά την οποία σχετιζόμαστε και επικοινωνούμε με έναν άλλο άνθρωπο, φροντίζουμε να τον συμπεριλαμβάνουμε, δίνοντας βαρύτητα, όχι μόνο στο Εγώ, αλλά και στο πλαίσιο αναφοράς του άλλου.
Τι σημαίνει διάλογος στην ανθρωπολογία;
Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε πραγματικά τη διαλογική αντίληψη, πρέπει να αναφερθούμε στο τι εννοούμε με τον όρο "διαλογικός", έναν όρο με συγκεκριμένη έννοια στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Διά σημαίνει: μεταξύ ή μέσω και λόγο σημαίνει: λέξη ή νόημα, σημασία.
Στα αγγλικά, η ετυμολογική μετάφραση του διαλόγου είναι "ανάμεσα στις λέξεις" ή "μέσω λέξεων". Θα μπορούσε κανείς να το μεταφράσει με τη λέξη "συζήτηση" αλλά και "ροή νοήματος" ή "ροή μέσω νοήματος".
Συνήθως λοιπόν, στην καθημερινή γλώσσα (αλλά και στην ψυχοθεραπεία), ο διάλογος θεωρείται η πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, η αμοιβαία ανταλλαγή, που χαρακτηρίζεται από συμμετρία και ισότητα: πρόκειται για την συνάντηση του ενός με τον άλλον.
Από όσο γνωρίζουμε, ο πρώτος φιλόσοφος που συνειδητοποίησε τη σημασία του τι συμβαίνει μεταξύ δύο ατόμων που συζητούν, ήταν ο Σωκράτης με τους Διαλόγους του πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, όπως μεταφέρονται από τον Πλάτωνα. Εισήγαγε τη συστηματική χρήση του διαλόγου ως ανεξάρτητης φιλολογικής μορφής. Σε όλους αυτούς τους διαλόγους υπάρχει μια σαφής ή μια υπονοούμενη διαφωνία - μπορούμε να την πούμε και ασυμφωνία- και ο στόχος του διαλόγου είναι η λύση της.
Ο χαρακτηριστικός τρόπος του Σωκράτη είναι η διεξοδική εξέταση του συνομιλητή ως προς τις πεποιθήσεις του, μέχρι να φτάσει μέσω του υπαινιγμού στην αντίφαση της υπό συζήτηση πεποίθησης ή υπόθεσης. Με αυτόν τον τρόπο ο συνομιλητής αναγκάζεται να δει το αδιέξοδο της υπόθεσης και εξετάζει άλλες υποθέσεις που επίσης γίνονται αντικείμενο αυστηρού ελέγχου.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους διαλόγους δεν καταλήγουν σε μια οριστική λύση, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Αυτό εξυπηρετεί την αυτογνωσία και την επίγνωση ότι ουσιαστικά δεν ξέρουμε τίποτα, γεγονός που δεν οδηγεί στην παραίτηση, αλλά σε μια ενεργό αναζήτηση σοφίας και εν τέλει στο ευ ζήν, δηλαδή το να ζήσει κανείς μια καλή και αληθινή ζωή.
Η μαιευτική τέχνη του Σωκράτη, η τέχνη της μαίας -παρεμπιπτόντως ήταν και το επάγγελμα της μητέρας του- βασίζεται στην ιδέα ότι η αλήθεια προϋπάρχει στον άνθρωπο και απλώς πρέπει να γεννηθεί, να έρθει στη ζωή. Παρά τη συγγένεια με τις ανθρωπιστικές ιδέες, ο διάλογος εδώ νοείται ως παιδαγωγικό εργαλείο, ένα μέσο διδασκαλίας και εκπαίδευσης. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι η λογικοθυμική ψυχοθεραπεία (rational emotive) χρησιμοποιεί τους "Σωκρατικούς διαλόγους" ως τεχνική για την αλλαγή των παράλογων πεποιθήσεων.
Ο Σωκράτης μπορεί εύκολα να θεωρηθεί μοντέλο μιας "προκειμένου να" ψυχοθεραπείας.
Buber: Εγώ - Εσύ
Κάνουμε ένα μεγάλο άλμα στον Buber και την αντίληψη του για το διάλογο, η οποία μπορεί να θεωρηθεί βάση των περισσότερων ανθρωπιστικών ψυχοθεραπειών.
Σύμφωνα με τον Buber, πρέπει πρώτα από όλα να γίνει μια διάκριση μεταξύ διαλόγου και μεταμφιεσμένου σε διάλογο μονολόγου που εξυπηρετεί μόνο την αυτεπιβεβαίωση. Θεωρεί ότι η σπουδαιότητα του διαλόγου δεν βρίσκεται στον έναν και όχι στον άλλον, ούτε και στους δυο μαζί, αλλά στην ανταλλαγή μεταξύ τους. Έτσι, ο διάλογος είναι αυτό που προκύπτει από το διαπροσωπικό στοιχείο.
Η σφαίρα του διαπροσωπικού είναι το να είναι ο ένας αντικριστά με τον άλλον -το ξετύλιγμα του είναι αυτό που αποκαλούμε διάλογο (Buber, 1982).
Από τη μια μεριά, ο διάλογος τηρεί την απόλυτη απόσταση ανάμεσα στο Εσύ και το Εγώ, διατηρώντας έτσι τη μοναδικότητα και των δύο, κι από την άλλη το "διά", το "μεταξύ" υπερβαίνει την απόσταση χωρίς να την καταργεί. Ο διαλογος διατηρεί τη διαφορετικότητα και από την άλλη πλευρά, την υπερβαίνει. Είναι και απόσταση και οικειότητα. Δεν είναι σύνθεση, δεν είναι Εσύ και Εγώ: δεν υπάρχει "και" ανάμεσα τους. Δεν είναι μια σύνθετη ενότητα που απαρτίζεται από μέρη, ως αποτέλεσμα συνεύρεσης.
Σύμφωνα με τον Buber, ο διάλογος είναι μια οντολογική κατηγορία. Επιτιθέμενος στον ψυχολογισμό, λέει ότι το διαλογικό πρέπει να ιδωθεί ως αντίθετο προς το ψυχολογικό. Ο πραγματικός διάλογος δεν είναι μεταβίβαση πληροφοριών, είναι μια σχέση Εγώ-Εσύ που οδηγεί σε ένα κοινό "μεταξύ", είναι συμμετοχή στην ύπαρξη του Άλλου, εφικτή μόνο όταν περιλαμβάνει τη μετα-επικοινωνία, δηλαδή την αμοιβαία αντανάκλαση.
Levinas: Εσύ - Εγώ
Αλλά και η παραπάνω προσέγγιση έχει απορριφθεί και εξελιχθεί περαιτέρω. Ο Emmanuel Levinas τόνισε ότι ο διάλογος δεν είναι απλώς "αμοιβαία κατανόηση", έκφραση αμοιβαίας ενσυναίσθησης. Σχολίασε ότι ο Buber παγιδεύτηκε στην κυκλικότητα, στον κλειστό κύκλο του Εγώ-Εσύ. Σύμφωνα με τον Levinas, ο διάλογος είναι ένα βήμα πέρα από τη σκέψη του ενός και του άλλου. Διάλογος δεν είναι η εμπειρία μιας συνάντησης ατόμων που συζητούν μεταξύ τους. Διάλογος δεν είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης μεταξύ των ατόμων: διάλογος είναι αυθεντική α-μεσό-τητα (im-media-cy) δεν είναι δια-μεσο-λαβηση.
Είναι ένα αυθεντικό, πρωταρχικό γεγονός, είναι η διαπροσωπική σχέση, "η αυθεντική κοινωνικότητα που παρατηρείται στο διάλογο.
Κατά τον Levinas, ο διάλογος δεν έχει να κάνει με τη συμμετρία, όπως τονίζει ο Buber, αλλά με την ασυμμετρία στη σχέση. "Ακριβώς επειδή το Εσύ είναι εντελώς διαφορετικό από το Εγώ, υπάρχει ο διάλογος μεταξύ των δύο (Levinas, 1989). Άρα, δεν ισχύει ότι όταν δύο άτομα συναντηθούν, προκύπτει διάλογος, αλλά το αντίστροφο: ο διάλογος διαμορφώνει το διαπροσωπικό στοιχείο και έτσι μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για μια σχέση Εσύ-Εγώ.
Το θεμελειώδες Εμείς δεν είναι ένα συμμετρικό Εμείς. Είναι ασυμμετρικό από το φύση του. Ο Άλλος έχει προτεραιότητα. Ο Άλλος, με καλεί, το πρόσωπο του Άλλου απευθύνεται σε μένα, είναι μια πρό-κληση.
Γι αυτόν τον λόγο, ο διάλογος δημιουργεί υπευθυνότητα, αλληλεγγύη και δέσμευση. Το Εσύ επιστρατεύει το Εγώ. Ο Άλλος, με διατάζει να τον υπηρετήσω (Levinas, 1986). Επομένως, η διακονία (δηλαδή υπηρεσία) δεν είναι αποτέλεσμα διαλόγου, είναι η θεμελειώδης ουσία της ανθρώπινης σχέσης.
Διάλογος και η έννοια της αλληλεγγύης
Η διαλογική συζήτηση είναι το να μιλάει κανείς για τον άλλον, υπέρ του άλλου, να παρεμβαίνει υπέρ του. Έτσι η αλληλεγγύη δεν είναι μια δευτερεύουσα κατηγορία που απορρέει από την εμπειρία, αλλά μια βασική ανθρώπινη συνθήκη. Είναι η μεταστροφή από τον μονό-λογο στον διά-λογο, από το σκέφτομαι κάτι σχετικά με τον άλλον, στο απευθύνομαι στον συγκεκριμένο συνάνθρωπο. Σημαίνει να είμαι πρόθυμος και έτοιμος να πω απλώς: "Είμαι εδώ". "Είμαι "για" τον άλλον, όχι απλώς είμαι μαζί του.
Οι καταβολές της ηθικής ανάγονται σε αυτή την ασυμμετρική σχέση. Το Εγώ συγκροτείται από την υπευθυνότητα του/της να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Άλλου". Αυτό, αντιστρέφει πλήρως την καθιερωμένη αλληλουχία ανάμεσα στην αυτο-συνείδηση και τον διάλογο: Η συνάντηση στον διάλογο είναι προϋπόθεση για την αυτο-συνείδηση και την αυτο-πεποίθηση. Διάλογος είναι η έλλειψη αδιαφορίας του Εγώ προς το Εσύ, ή για να το διατυπώσουμε θετικά, είναι η προσοχή, η φροντίδα και η άνευ όρων θετική αποδοχή.
Με άλλα λόγια: ο διάλογος είναι μια έκφραση αγάπης. Ο Levinas, προτιμά να σκέφτεται τη φιλοσοφία ως "σοφία της αγάπης" μάλλον, παρά ως "αγάπη για τη σοφία" (που είναι η ετυμολογική σημασία της ελληνικής λέξης φιλοσοφία).
Συνοψίζοντας: Διάλογος δεν είναι η συνέπεια κάποιας ενόρασης, ούτε κάποιας υποχρεωτικής πράξης. Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, δεν αποσκοπεί σε κάτι.
Ο διάλογος είναι μια πρωταρχική συνθήκη της ανθρώπινης υπόστασης και μέσα σε αυτήν, ένα αυθεντικό φαινόμενο. Έτσι, προκύπτει ότι : το πρόσωπο είναι διάλογος.
Το παραπάνω, δεν είναι απλώς μια εύστοχη διατύπωση, γιατί τοποθετεί την αντίληψη για την ύπαρξη μας μέσα στον κόσμο και με συνανθρώπους μας, σε μια νέα βάση: είμαι στον κόσμο, σημαίνει : είμαι σε διάλογο.
Από διαλογική άποψη, τα πρόσωπα δεν θεωρούνται ότι απλώς και μόνο συνάπτουν σχέσεις, τα πρόσωπα αυτά καθαυτά είναι η σχέση. Τα πρόσωπα, είναι διάλογος.
Η παραπάνω πρόταση είναι πράγματι μια πρόκληση, για την ψυχοθεραπεία ειδικότερα αλλά και γενικά, για τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπάρχει άραγε τρόπος να υπερβούμε το απλοϊκό μοντέλο δράσης - αντίδρασης, όπου η πράξη ενός ατόμου έχει επίδραση πάνω σε ένα άλλο άτομο, και έτσι δημιουργείται ένας κύκλος ανάδρασης, που συνεχίζεται με μια πράξη που προκαλεί κάτι άλλο, και πάλι από την αρχή;
Τι παραπάνω όμως μπορεί να γίνει;
Η απάντηση εδώ απαιτεί μια εντελώς νέα αντίληψη της συνεύρεσης: το να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σε ένα διαφορετικό επίπεδο, σε ένα επίπεδο του "Εμείς", όπου μια δεδομένη στιγμή κατά την οποία σχετιζόμαστε και επικοινωνούμε με έναν άλλο άνθρωπο, φροντίζουμε να τον συμπεριλαμβάνουμε, δίνοντας βαρύτητα, όχι μόνο στο Εγώ, αλλά και στο πλαίσιο αναφοράς του άλλου.
Τι σημαίνει διάλογος στην ανθρωπολογία;
Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε πραγματικά τη διαλογική αντίληψη, πρέπει να αναφερθούμε στο τι εννοούμε με τον όρο "διαλογικός", έναν όρο με συγκεκριμένη έννοια στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Διά σημαίνει: μεταξύ ή μέσω και λόγο σημαίνει: λέξη ή νόημα, σημασία.
Στα αγγλικά, η ετυμολογική μετάφραση του διαλόγου είναι "ανάμεσα στις λέξεις" ή "μέσω λέξεων". Θα μπορούσε κανείς να το μεταφράσει με τη λέξη "συζήτηση" αλλά και "ροή νοήματος" ή "ροή μέσω νοήματος".
Συνήθως λοιπόν, στην καθημερινή γλώσσα (αλλά και στην ψυχοθεραπεία), ο διάλογος θεωρείται η πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, η αμοιβαία ανταλλαγή, που χαρακτηρίζεται από συμμετρία και ισότητα: πρόκειται για την συνάντηση του ενός με τον άλλον.
Από όσο γνωρίζουμε, ο πρώτος φιλόσοφος που συνειδητοποίησε τη σημασία του τι συμβαίνει μεταξύ δύο ατόμων που συζητούν, ήταν ο Σωκράτης με τους Διαλόγους του πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, όπως μεταφέρονται από τον Πλάτωνα. Εισήγαγε τη συστηματική χρήση του διαλόγου ως ανεξάρτητης φιλολογικής μορφής. Σε όλους αυτούς τους διαλόγους υπάρχει μια σαφής ή μια υπονοούμενη διαφωνία - μπορούμε να την πούμε και ασυμφωνία- και ο στόχος του διαλόγου είναι η λύση της.
Ο χαρακτηριστικός τρόπος του Σωκράτη είναι η διεξοδική εξέταση του συνομιλητή ως προς τις πεποιθήσεις του, μέχρι να φτάσει μέσω του υπαινιγμού στην αντίφαση της υπό συζήτηση πεποίθησης ή υπόθεσης. Με αυτόν τον τρόπο ο συνομιλητής αναγκάζεται να δει το αδιέξοδο της υπόθεσης και εξετάζει άλλες υποθέσεις που επίσης γίνονται αντικείμενο αυστηρού ελέγχου.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους διαλόγους δεν καταλήγουν σε μια οριστική λύση, όπως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή. Αυτό εξυπηρετεί την αυτογνωσία και την επίγνωση ότι ουσιαστικά δεν ξέρουμε τίποτα, γεγονός που δεν οδηγεί στην παραίτηση, αλλά σε μια ενεργό αναζήτηση σοφίας και εν τέλει στο ευ ζήν, δηλαδή το να ζήσει κανείς μια καλή και αληθινή ζωή.
Η μαιευτική τέχνη του Σωκράτη, η τέχνη της μαίας -παρεμπιπτόντως ήταν και το επάγγελμα της μητέρας του- βασίζεται στην ιδέα ότι η αλήθεια προϋπάρχει στον άνθρωπο και απλώς πρέπει να γεννηθεί, να έρθει στη ζωή. Παρά τη συγγένεια με τις ανθρωπιστικές ιδέες, ο διάλογος εδώ νοείται ως παιδαγωγικό εργαλείο, ένα μέσο διδασκαλίας και εκπαίδευσης. Δεν εκπλήσσει λοιπόν ότι η λογικοθυμική ψυχοθεραπεία (rational emotive) χρησιμοποιεί τους "Σωκρατικούς διαλόγους" ως τεχνική για την αλλαγή των παράλογων πεποιθήσεων.
Ο Σωκράτης μπορεί εύκολα να θεωρηθεί μοντέλο μιας "προκειμένου να" ψυχοθεραπείας.
Buber: Εγώ - Εσύ
Κάνουμε ένα μεγάλο άλμα στον Buber και την αντίληψη του για το διάλογο, η οποία μπορεί να θεωρηθεί βάση των περισσότερων ανθρωπιστικών ψυχοθεραπειών.
Σύμφωνα με τον Buber, πρέπει πρώτα από όλα να γίνει μια διάκριση μεταξύ διαλόγου και μεταμφιεσμένου σε διάλογο μονολόγου που εξυπηρετεί μόνο την αυτεπιβεβαίωση. Θεωρεί ότι η σπουδαιότητα του διαλόγου δεν βρίσκεται στον έναν και όχι στον άλλον, ούτε και στους δυο μαζί, αλλά στην ανταλλαγή μεταξύ τους. Έτσι, ο διάλογος είναι αυτό που προκύπτει από το διαπροσωπικό στοιχείο.
Η σφαίρα του διαπροσωπικού είναι το να είναι ο ένας αντικριστά με τον άλλον -το ξετύλιγμα του είναι αυτό που αποκαλούμε διάλογο (Buber, 1982).
Από τη μια μεριά, ο διάλογος τηρεί την απόλυτη απόσταση ανάμεσα στο Εσύ και το Εγώ, διατηρώντας έτσι τη μοναδικότητα και των δύο, κι από την άλλη το "διά", το "μεταξύ" υπερβαίνει την απόσταση χωρίς να την καταργεί. Ο διαλογος διατηρεί τη διαφορετικότητα και από την άλλη πλευρά, την υπερβαίνει. Είναι και απόσταση και οικειότητα. Δεν είναι σύνθεση, δεν είναι Εσύ και Εγώ: δεν υπάρχει "και" ανάμεσα τους. Δεν είναι μια σύνθετη ενότητα που απαρτίζεται από μέρη, ως αποτέλεσμα συνεύρεσης.
Σύμφωνα με τον Buber, ο διάλογος είναι μια οντολογική κατηγορία. Επιτιθέμενος στον ψυχολογισμό, λέει ότι το διαλογικό πρέπει να ιδωθεί ως αντίθετο προς το ψυχολογικό. Ο πραγματικός διάλογος δεν είναι μεταβίβαση πληροφοριών, είναι μια σχέση Εγώ-Εσύ που οδηγεί σε ένα κοινό "μεταξύ", είναι συμμετοχή στην ύπαρξη του Άλλου, εφικτή μόνο όταν περιλαμβάνει τη μετα-επικοινωνία, δηλαδή την αμοιβαία αντανάκλαση.
Levinas: Εσύ - Εγώ
Αλλά και η παραπάνω προσέγγιση έχει απορριφθεί και εξελιχθεί περαιτέρω. Ο Emmanuel Levinas τόνισε ότι ο διάλογος δεν είναι απλώς "αμοιβαία κατανόηση", έκφραση αμοιβαίας ενσυναίσθησης. Σχολίασε ότι ο Buber παγιδεύτηκε στην κυκλικότητα, στον κλειστό κύκλο του Εγώ-Εσύ. Σύμφωνα με τον Levinas, ο διάλογος είναι ένα βήμα πέρα από τη σκέψη του ενός και του άλλου. Διάλογος δεν είναι η εμπειρία μιας συνάντησης ατόμων που συζητούν μεταξύ τους. Διάλογος δεν είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης μεταξύ των ατόμων: διάλογος είναι αυθεντική α-μεσό-τητα (im-media-cy) δεν είναι δια-μεσο-λαβηση.
Είναι ένα αυθεντικό, πρωταρχικό γεγονός, είναι η διαπροσωπική σχέση, "η αυθεντική κοινωνικότητα που παρατηρείται στο διάλογο.
Κατά τον Levinas, ο διάλογος δεν έχει να κάνει με τη συμμετρία, όπως τονίζει ο Buber, αλλά με την ασυμμετρία στη σχέση. "Ακριβώς επειδή το Εσύ είναι εντελώς διαφορετικό από το Εγώ, υπάρχει ο διάλογος μεταξύ των δύο (Levinas, 1989). Άρα, δεν ισχύει ότι όταν δύο άτομα συναντηθούν, προκύπτει διάλογος, αλλά το αντίστροφο: ο διάλογος διαμορφώνει το διαπροσωπικό στοιχείο και έτσι μπορούμε πράγματι να μιλήσουμε για μια σχέση Εσύ-Εγώ.
Το θεμελειώδες Εμείς δεν είναι ένα συμμετρικό Εμείς. Είναι ασυμμετρικό από το φύση του. Ο Άλλος έχει προτεραιότητα. Ο Άλλος, με καλεί, το πρόσωπο του Άλλου απευθύνεται σε μένα, είναι μια πρό-κληση.
Γι αυτόν τον λόγο, ο διάλογος δημιουργεί υπευθυνότητα, αλληλεγγύη και δέσμευση. Το Εσύ επιστρατεύει το Εγώ. Ο Άλλος, με διατάζει να τον υπηρετήσω (Levinas, 1986). Επομένως, η διακονία (δηλαδή υπηρεσία) δεν είναι αποτέλεσμα διαλόγου, είναι η θεμελειώδης ουσία της ανθρώπινης σχέσης.
Διάλογος και η έννοια της αλληλεγγύης
Η διαλογική συζήτηση είναι το να μιλάει κανείς για τον άλλον, υπέρ του άλλου, να παρεμβαίνει υπέρ του. Έτσι η αλληλεγγύη δεν είναι μια δευτερεύουσα κατηγορία που απορρέει από την εμπειρία, αλλά μια βασική ανθρώπινη συνθήκη. Είναι η μεταστροφή από τον μονό-λογο στον διά-λογο, από το σκέφτομαι κάτι σχετικά με τον άλλον, στο απευθύνομαι στον συγκεκριμένο συνάνθρωπο. Σημαίνει να είμαι πρόθυμος και έτοιμος να πω απλώς: "Είμαι εδώ". "Είμαι "για" τον άλλον, όχι απλώς είμαι μαζί του.
Οι καταβολές της ηθικής ανάγονται σε αυτή την ασυμμετρική σχέση. Το Εγώ συγκροτείται από την υπευθυνότητα του/της να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Άλλου". Αυτό, αντιστρέφει πλήρως την καθιερωμένη αλληλουχία ανάμεσα στην αυτο-συνείδηση και τον διάλογο: Η συνάντηση στον διάλογο είναι προϋπόθεση για την αυτο-συνείδηση και την αυτο-πεποίθηση. Διάλογος είναι η έλλειψη αδιαφορίας του Εγώ προς το Εσύ, ή για να το διατυπώσουμε θετικά, είναι η προσοχή, η φροντίδα και η άνευ όρων θετική αποδοχή.
Με άλλα λόγια: ο διάλογος είναι μια έκφραση αγάπης. Ο Levinas, προτιμά να σκέφτεται τη φιλοσοφία ως "σοφία της αγάπης" μάλλον, παρά ως "αγάπη για τη σοφία" (που είναι η ετυμολογική σημασία της ελληνικής λέξης φιλοσοφία).
Συνοψίζοντας: Διάλογος δεν είναι η συνέπεια κάποιας ενόρασης, ούτε κάποιας υποχρεωτικής πράξης. Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, δεν αποσκοπεί σε κάτι.
Ο διάλογος είναι μια πρωταρχική συνθήκη της ανθρώπινης υπόστασης και μέσα σε αυτήν, ένα αυθεντικό φαινόμενο. Έτσι, προκύπτει ότι : το πρόσωπο είναι διάλογος.
Το παραπάνω, δεν είναι απλώς μια εύστοχη διατύπωση, γιατί τοποθετεί την αντίληψη για την ύπαρξη μας μέσα στον κόσμο και με συνανθρώπους μας, σε μια νέα βάση: είμαι στον κόσμο, σημαίνει : είμαι σε διάλογο.
Από διαλογική άποψη, τα πρόσωπα δεν θεωρούνται ότι απλώς και μόνο συνάπτουν σχέσεις, τα πρόσωπα αυτά καθαυτά είναι η σχέση. Τα πρόσωπα, είναι διάλογος.
Περί ψυχής και ευθύνης
Η συνείδηση μοιάζει με σιντριβάνι που παιχνιδίζει στον ήλιο και ξαναβυθίζεται στη μεγάλη υπόγεια δεξαμενή του υποσυνείδητου από όπου πηγάζει. Αυτά έλεγε ο Freud όταν μιλούσε για την ψυχή. Είχε ήδη ανακαλύψει ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες δεν συμπεριφέρονται μόνο με την λογική αλλά και με κάτι που έμοιαζε πηγαίο και πολλές φορές ακατονόητο.
Και στην πορεία της κλινικής και μή έρευνάς του, που στόχο είχε την ψυχή και την ύπαρξη αυτής, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν και να είναι ευτυχισμένοι.
Η ευτυχία κι η ευδαιμονία από το Αριστοτέλη ως τον Freud
Και το διακύβευμα είναι το πώς θα το επιτύχουν. Μα με το να αποφεύγουμε τον πόνο θα πούμε όλοι, τόσο απλά. Άρα ο άνθρωπος επιδιώκει την ευτυχία και την αποφυγή του πόνου. Μόνο που δεν είναι κατασκευασμένος για αυτό. Ο φυσικός προγραμματισμός του εμπεριέχει το στοιχείο του πόνου όπως και της δυστυχίας. Το θέμα είναι οι τρόποι που επιλέγει να διαχειρίζεται τον πόνο και να επιδιώκει την ευτυχία.
Η ευτυχία λοιπόν σκοπός ζωής. Ή η ευδαιμονία, όπως την είχαν ορίσει και πολύ μα πολύ πριν από τον Freud, οι δικοί μας φιλόσοφοι, η οποία είναι ο τελικός σκοπός ύπαρξης και η επιδίωξη όλων των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης συσχέτισε την ευδαιμονία με την τέλεια αρετή και τόνισε την σημασία της ηθικής ως απώτατο στόχο των πράξεων του ατόμου. Για τον φιλόσοφο, είναι τεράστια η σημασία της ηθικής πράξης για την απόκτηση της αρετής. Μόνο με την εξάσκηση σε ηθικές πράξεις μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει να κατακτήσει την ευδαιμονία, τον σκοπό της ύπαρξης του.
Και η ηθική έχει πρακτική εφαρμογή στην ζωή των ανθρώπων. Που σημαίνει πως ό,τι κάνουμε επηρεάζει τον κοινωνικό μας περίγυρο, άρα έχουμε ευθύνη όταν επιλέγουμε την ηθική ή την ανηθικότητα. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, οι περισσότερες σχολές, έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην φιλοσοφία, όχι ως πηγή γνώσης μόνο, αλλά ως εργαλείο εφαρμογής και κατάκτησης της ευτυχίας μέσα στις κοινωνίες.
Πολύ απλά, αλλά και τόσο πολύπλοκα ή δύσκολα, βλέποντας με τωρινή ματιά, η ηθική μας και οι πράξεις μας επηρεάζουν τον συνάνθρωπο και το πολίτευμά μας. Στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, οι πράξεις των ατόμων εκδηλώνονται με συνείδηση του συνανήκειν και της συνυπευθυνότητας, ειδάλλως ο συνεκτικός δεσμός σπάει, και ο άνθρωπος σταματά να εξελίσσεται, να οδηγείται προς την ευτυχία. Διότι, ο άνθρωπος δεν είναι θηρίο, ανήκει στα έλογα όντα, που ευημερεί και πραγματώνεται μόνο μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες. Και οι οργανωμένες κοινωνίες λειτουργούν και αναπτύσσονται, μόνο με αίσθημα δικαίου και αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη τους.
Η ευδαιμονία στο κοινωνικό πλαίσιο
Δεν είναι τόσο δύσκολο να κάνουμε έναν παραλληλισμό της τότε κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, ή τα ιδεώδη των τότε φιλοσοφικών σκέψεων, με το τώρα. Δεν είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε ότι η γενική συμπεριφορά μας έχει πολιτικό περιεχόμενο. Γιατί οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο στους συμπολίτες μας και συνεπάγονται την ευτυχία της κοινωνίας που ζούμε.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον πόνο ή μια δυστυχία, αντανακλά στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, επηρεάζει τον φίλο μας, τον σύντροφό μας, τους γονείς, τα παιδιά μας. Όλους. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε μια έκτακτη ανάγκη ή έναν κίνδυνο, αλληλένδετα επηρεάζει και την αντίδραση των υπόλοιπων μελών. Και αντίστροφα. Όποια δυναμική υπάρχει στις πράξεις μας, θα υπάρξει και ως παράγωγο, στους συνανθρώπους μας. Η κοινωνία δεν είναι μονάδα. Είναι σύνολο ατόμων και πράξεων, είναι ενέργεια που μεταφέρουμε στους άλλους και που επιστρέφει όμως αφού είναι δυναμική διαδικασία, σε εμάς.
Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ακούγεται πολύ ουτοπικό και αφαιρετικό. Δεν είναι όμως. Η ευθύνη της καθαρότητας της ψυχής μας, έχει πρακτική εφαρμογή στην καθαρότητα της πράξης μας. Και έχει άμεσο αντίκτυπο στον άνθρωπο δίπλα μας, γιατί αφού ζούμε μαζί, ο κίνδυνος αφορά και τους δυο μας, η ευθύνη μου είναι και ευθύνη του.
Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος για την απομόνωση και την ατομικότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Και είναι αλήθεια. Πολλά φταίνε. Ένα κάνει την διαφορά. Η ψυχή μας ,που είναι ψυχή όλων και η ευθύνη μας που είναι και ευθύνη όλων. Αυτό σημαίνει κοινωνώ και συνυπάρχω, και άρα ευδαιμονώ.
Και στην πορεία της κλινικής και μή έρευνάς του, που στόχο είχε την ψυχή και την ύπαρξη αυτής, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν και να είναι ευτυχισμένοι.
Η ευτυχία κι η ευδαιμονία από το Αριστοτέλη ως τον Freud
Και το διακύβευμα είναι το πώς θα το επιτύχουν. Μα με το να αποφεύγουμε τον πόνο θα πούμε όλοι, τόσο απλά. Άρα ο άνθρωπος επιδιώκει την ευτυχία και την αποφυγή του πόνου. Μόνο που δεν είναι κατασκευασμένος για αυτό. Ο φυσικός προγραμματισμός του εμπεριέχει το στοιχείο του πόνου όπως και της δυστυχίας. Το θέμα είναι οι τρόποι που επιλέγει να διαχειρίζεται τον πόνο και να επιδιώκει την ευτυχία.
Η ευτυχία λοιπόν σκοπός ζωής. Ή η ευδαιμονία, όπως την είχαν ορίσει και πολύ μα πολύ πριν από τον Freud, οι δικοί μας φιλόσοφοι, η οποία είναι ο τελικός σκοπός ύπαρξης και η επιδίωξη όλων των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης συσχέτισε την ευδαιμονία με την τέλεια αρετή και τόνισε την σημασία της ηθικής ως απώτατο στόχο των πράξεων του ατόμου. Για τον φιλόσοφο, είναι τεράστια η σημασία της ηθικής πράξης για την απόκτηση της αρετής. Μόνο με την εξάσκηση σε ηθικές πράξεις μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει να κατακτήσει την ευδαιμονία, τον σκοπό της ύπαρξης του.
Και η ηθική έχει πρακτική εφαρμογή στην ζωή των ανθρώπων. Που σημαίνει πως ό,τι κάνουμε επηρεάζει τον κοινωνικό μας περίγυρο, άρα έχουμε ευθύνη όταν επιλέγουμε την ηθική ή την ανηθικότητα. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, οι περισσότερες σχολές, έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην φιλοσοφία, όχι ως πηγή γνώσης μόνο, αλλά ως εργαλείο εφαρμογής και κατάκτησης της ευτυχίας μέσα στις κοινωνίες.
Πολύ απλά, αλλά και τόσο πολύπλοκα ή δύσκολα, βλέποντας με τωρινή ματιά, η ηθική μας και οι πράξεις μας επηρεάζουν τον συνάνθρωπο και το πολίτευμά μας. Στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας, οι πράξεις των ατόμων εκδηλώνονται με συνείδηση του συνανήκειν και της συνυπευθυνότητας, ειδάλλως ο συνεκτικός δεσμός σπάει, και ο άνθρωπος σταματά να εξελίσσεται, να οδηγείται προς την ευτυχία. Διότι, ο άνθρωπος δεν είναι θηρίο, ανήκει στα έλογα όντα, που ευημερεί και πραγματώνεται μόνο μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες. Και οι οργανωμένες κοινωνίες λειτουργούν και αναπτύσσονται, μόνο με αίσθημα δικαίου και αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη τους.
Η ευδαιμονία στο κοινωνικό πλαίσιο
Δεν είναι τόσο δύσκολο να κάνουμε έναν παραλληλισμό της τότε κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, ή τα ιδεώδη των τότε φιλοσοφικών σκέψεων, με το τώρα. Δεν είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε ότι η γενική συμπεριφορά μας έχει πολιτικό περιεχόμενο. Γιατί οι πράξεις μας έχουν αντίκτυπο στους συμπολίτες μας και συνεπάγονται την ευτυχία της κοινωνίας που ζούμε.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον πόνο ή μια δυστυχία, αντανακλά στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, επηρεάζει τον φίλο μας, τον σύντροφό μας, τους γονείς, τα παιδιά μας. Όλους. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε μια έκτακτη ανάγκη ή έναν κίνδυνο, αλληλένδετα επηρεάζει και την αντίδραση των υπόλοιπων μελών. Και αντίστροφα. Όποια δυναμική υπάρχει στις πράξεις μας, θα υπάρξει και ως παράγωγο, στους συνανθρώπους μας. Η κοινωνία δεν είναι μονάδα. Είναι σύνολο ατόμων και πράξεων, είναι ενέργεια που μεταφέρουμε στους άλλους και που επιστρέφει όμως αφού είναι δυναμική διαδικασία, σε εμάς.
Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ακούγεται πολύ ουτοπικό και αφαιρετικό. Δεν είναι όμως. Η ευθύνη της καθαρότητας της ψυχής μας, έχει πρακτική εφαρμογή στην καθαρότητα της πράξης μας. Και έχει άμεσο αντίκτυπο στον άνθρωπο δίπλα μας, γιατί αφού ζούμε μαζί, ο κίνδυνος αφορά και τους δυο μας, η ευθύνη μου είναι και ευθύνη του.
Πολλά θα μπορούσε να πει κάποιος για την απομόνωση και την ατομικότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Και είναι αλήθεια. Πολλά φταίνε. Ένα κάνει την διαφορά. Η ψυχή μας ,που είναι ψυχή όλων και η ευθύνη μας που είναι και ευθύνη όλων. Αυτό σημαίνει κοινωνώ και συνυπάρχω, και άρα ευδαιμονώ.
Η μουσική μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με άνοια
Η μουσική μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με άνοια να ανακτήσουν ορισμένες πτυχές της μνήμης τους, να νιώσουν πιο ήρεμοι και να βελτιώσουν τη διάθεσή τους – και τα στοιχεία γι’ αυτό αυξάνονται καθημερινά. Ωστόσο, τι είναι αυτό στη μουσική που έχει τόσο βαθιά επίδραση στον εγκέφαλό μας; Και είναι αυτή η επίδραση μακροχρόνια;
Πώς η μουσική βοηθά την υγεία
Είτε είναι λυρική είτε οργανική, η μουσική είναι ένας δημιουργικός συνδυασμός ρυθμού, αρμονίας και έκφρασης συναισθημάτων. Πολυάριθμες μελέτες μπορούν επίσης να πιστοποιήσουν τα πολλά οφέλη της για την υγεία.
Η απόλυτη σιωπή
Ωστόσο, όσο κι αν ο ήχος και η μουσική έχουν αντίκτυπο στην υγεία μας, η έλλειψή τους -η σιωπή- είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, επιδραστική. Μια μελέτη του 2020Trusted Source διαπίστωσε ότι η σιωπή μπορεί να είναι χαλαρωτική και θεραπευτική, μειώνοντας τη συχνότητα των εγκεφαλικών κυμάτων, ενώ παράλληλα μειώνει την αρτηριακή πίεση.
Στην πραγματικότητα, η έρευνα έχει επίσης δείξει τη βλαπτική επίδραση του υπερβολικού θορύβου και των δυνατών ήχων στη γνωστική υγεία. Μια μελέτη του 2022 έδειξε ότι η χρόνια έκθεση σε δυνατούς ήχους, όπως η έντονη κυκλοφορία, μπορεί να αποτελεί συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για άνοια.
Αναμνήσεις, μουσική και ταυτότητα
Η Dr. Jakubowski εξήγησε επίσης πώς η μουσική μπορεί να βοηθήσει να επιστρέψει στα άτομα με άνοια η αίσθηση της ταυτότητας, η οποία συχνά αρχίζει να χάνεται με την απώλεια της μνήμης.
“Νομίζω ότι πέρα από αυτό, η σημασία των αυτοβιογραφικών αναμνήσεων είναι ότι όταν είμαστε σε θέση να ανακαλέσουμε ένα απόσπασμα από κάτι από τη ζωή μας, ενισχύει πραγματικά την αίσθηση της ταυτότητας και της προσωπικότητάς μας και μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε. Και αυτό είναι αρκετά σημαντικό για τους ανθρώπους που έχουν κάποια αίσθηση, επίφαση απώλειας μνήμης, επειδή τότε αισθάνονται κάπως κολλημένοι στη στιγμή και δεν μπορούν να επανασυνδεθούν με τον εαυτό τους στο παρελθόν, γεγονός που μπορεί στη συνέχεια να επηρεάσει την ψυχική τους υγεία”, δήλωσε η ίδια.
Μπορεί η μουσική να είναι επιζήμια για τους ανθρώπους;
Ο Δρ Jakubowski υπογράμμισε ότι η μουσικοθεραπεία μπορεί επίσης να έχει πιθανά μειονεκτήματα στη θεραπεία της άνοιας.
“Υπάρχουν πιθανά μειονεκτήματα της μουσικής για κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το αν έχει άνοια, στο ότι περιστασιακά η μουσική μπορεί, για παράδειγμα, να συνδέεται με μια τραυματική ανάμνηση από τη ζωή σας”, είπε.
“Ενώ δεν πρόκειται για τραυματική ανάμνηση, θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να θυμίσει μια κηδεία ή την απώλεια ενός μέλους της οικογένειας. Επομένως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν σκεφτόμαστε να επιλέξουμε μουσική, ώστε να σκεφτόμαστε αυτά τα πράγματα”, συνέχισε.
Αναφέρθηκε επίσης στις προτιμήσεις και σε όλα τα διαφορετικά είδη μουσικής που υπάρχουν. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες συνέπειες, ειδικά για τα άτομα με άνοια. Είπε ότι οι μουσικοθεραπευτές πρέπει να σκέφτονται προσεκτικά για την επιλογή της μουσικής που χρησιμοποιούν στις συνεδρίες τους.
“Αν κάποιος μισεί απολύτως κάποια μουσική, είναι λιγότερο πιθανό να είναι αποτελεσματική για τη διαχείριση της διέγερσης και της διάθεσης. Αυτό επανέρχεται σε αυτό που συζητήσαμε στην αρχή της συζήτησης ότι μερικές φορές οι ήχοι στο περιβάλλον μας μπορεί να είναι επιζήμιοι και ενοχλητικοί. Επομένως, δεν θέλουμε να κάνουμε τους ανθρώπους να ακούνε μουσική που δεν τους αρέσει ιδιαίτερα ή που μπορεί να έχει αρνητική αντίδραση”, είπε.
Πέρα από τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες, τέτοιες εμπειρίες αποτελούν απόδειξη της δύναμης της μουσικής στην υγεία και την ευεξία. Ωστόσο, το αν μπορεί πράγματι να βοηθήσει στην καθυστέρηση της εξέλιξης της άνοιας είναι ένα θέμα που χρειάζεται περαιτέρω μελέτη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αφήσω τους αναγνώστες μας με ένα ερώτημα:
Ποιο είναι εκείνο το τραγούδι που ποτέ δεν αποτυγχάνει να προκαλέσει μια συναισθηματική αντίδραση σε εσάς – είτε σας ξυπνάει αναμνήσεις από την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σας είτε σας θυμίζει μια συντριπτική πληγή καρδιάς;
Πώς η μουσική βοηθά την υγεία
Είτε είναι λυρική είτε οργανική, η μουσική είναι ένας δημιουργικός συνδυασμός ρυθμού, αρμονίας και έκφρασης συναισθημάτων. Πολυάριθμες μελέτες μπορούν επίσης να πιστοποιήσουν τα πολλά οφέλη της για την υγεία.
Μια μελέτη του 2013, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι η μουσική μπορεί να έχει χαλαρωτική επίδραση πριν από στρεσογόνες καταστάσεις και να βοηθήσει το νευρικό σύστημα να ανακάμψει ταχύτερα. Μια άλλη μελέτη του ίδιου έτους διαπίστωσε ότι η ακρόαση μουσικής βοήθησε στη μείωση του πόνου και του άγχους των παιδιών που νοσηλεύονται στο νοσοκομείο.
Εκτός από τα φυσιολογικά οφέλη της, η έρευνα έχει επίσης βρει στοιχεία για τη θετική επίδραση της μουσικής στη γνωστική υγεία.
Εκτός από τα φυσιολογικά οφέλη της, η έρευνα έχει επίσης βρει στοιχεία για τη θετική επίδραση της μουσικής στη γνωστική υγεία.
Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η εξάσκηση και η ενεργή ακρόαση μουσικής μπορεί να βοηθήσει στην επιβράδυνση της μείωσης της γνωστικής λειτουργίας σε άτομα ηλικίας 62-78 ετών. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ενασχόληση με μουσικές δραστηριότητες αύξησε τη φαιά ουσία του εγκεφάλου σε ορισμένες περιοχές, γεγονός που αύξησε τη νευροπλαστικότητά του – την ικανότητα του εγκεφάλου να επανασυνδέεται, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τη μάθηση και τη δημιουργία αναμνήσεων.
Όσον αφορά την ενεργή εξάσκηση στη μουσική, μια μελέτη του 2023 πρότεινε επίσης ότι η μακροχρόνια μουσική εξάσκηση μπορεί να προσφέρει πιθανά λειτουργικά οφέλη στον εγκέφαλο και να τον βοηθήσει να παραμείνει νέος.
Τέτοια ευρήματα καθιστούν τη μουσική ένα δυνητικά ισχυρό εργαλείο στη θεραπεία της άνοιας, η οποία χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων που περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης και δυσκολίες στη σκέψη, τη γλώσσα και την επίλυση προβλημάτων.
Η μουσική ως συνδετικός κρίκος
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η μουσική μπορεί να βοηθήσει τη γνωστική υγεία είναι να γίνει μέσο σύνδεσης. Πολλαπλές μελέτες έχουν δείξει ότι η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά μπορούν να επιταχύνουν την εξέλιξη της άνοιας.
Όσον αφορά την ενεργή εξάσκηση στη μουσική, μια μελέτη του 2023 πρότεινε επίσης ότι η μακροχρόνια μουσική εξάσκηση μπορεί να προσφέρει πιθανά λειτουργικά οφέλη στον εγκέφαλο και να τον βοηθήσει να παραμείνει νέος.
Τέτοια ευρήματα καθιστούν τη μουσική ένα δυνητικά ισχυρό εργαλείο στη θεραπεία της άνοιας, η οποία χαρακτηρίζεται από μια σειρά συμπτωμάτων που περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης και δυσκολίες στη σκέψη, τη γλώσσα και την επίλυση προβλημάτων.
Η μουσική ως συνδετικός κρίκος
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η μουσική μπορεί να βοηθήσει τη γνωστική υγεία είναι να γίνει μέσο σύνδεσης. Πολλαπλές μελέτες έχουν δείξει ότι η κοινωνική απομόνωση και η μοναξιά μπορούν να επιταχύνουν την εξέλιξη της άνοιας.
Η απόλυτη σιωπή
Ωστόσο, όσο κι αν ο ήχος και η μουσική έχουν αντίκτυπο στην υγεία μας, η έλλειψή τους -η σιωπή- είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, επιδραστική. Μια μελέτη του 2020Trusted Source διαπίστωσε ότι η σιωπή μπορεί να είναι χαλαρωτική και θεραπευτική, μειώνοντας τη συχνότητα των εγκεφαλικών κυμάτων, ενώ παράλληλα μειώνει την αρτηριακή πίεση.
Στην πραγματικότητα, η έρευνα έχει επίσης δείξει τη βλαπτική επίδραση του υπερβολικού θορύβου και των δυνατών ήχων στη γνωστική υγεία. Μια μελέτη του 2022 έδειξε ότι η χρόνια έκθεση σε δυνατούς ήχους, όπως η έντονη κυκλοφορία, μπορεί να αποτελεί συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για άνοια.
Αναμνήσεις, μουσική και ταυτότητα
Η Dr. Jakubowski εξήγησε επίσης πώς η μουσική μπορεί να βοηθήσει να επιστρέψει στα άτομα με άνοια η αίσθηση της ταυτότητας, η οποία συχνά αρχίζει να χάνεται με την απώλεια της μνήμης.
“Νομίζω ότι πέρα από αυτό, η σημασία των αυτοβιογραφικών αναμνήσεων είναι ότι όταν είμαστε σε θέση να ανακαλέσουμε ένα απόσπασμα από κάτι από τη ζωή μας, ενισχύει πραγματικά την αίσθηση της ταυτότητας και της προσωπικότητάς μας και μας υπενθυμίζει ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε. Και αυτό είναι αρκετά σημαντικό για τους ανθρώπους που έχουν κάποια αίσθηση, επίφαση απώλειας μνήμης, επειδή τότε αισθάνονται κάπως κολλημένοι στη στιγμή και δεν μπορούν να επανασυνδεθούν με τον εαυτό τους στο παρελθόν, γεγονός που μπορεί στη συνέχεια να επηρεάσει την ψυχική τους υγεία”, δήλωσε η ίδια.
Μπορεί η μουσική να είναι επιζήμια για τους ανθρώπους;
Ο Δρ Jakubowski υπογράμμισε ότι η μουσικοθεραπεία μπορεί επίσης να έχει πιθανά μειονεκτήματα στη θεραπεία της άνοιας.
“Υπάρχουν πιθανά μειονεκτήματα της μουσικής για κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το αν έχει άνοια, στο ότι περιστασιακά η μουσική μπορεί, για παράδειγμα, να συνδέεται με μια τραυματική ανάμνηση από τη ζωή σας”, είπε.
“Ενώ δεν πρόκειται για τραυματική ανάμνηση, θα μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να θυμίσει μια κηδεία ή την απώλεια ενός μέλους της οικογένειας. Επομένως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν σκεφτόμαστε να επιλέξουμε μουσική, ώστε να σκεφτόμαστε αυτά τα πράγματα”, συνέχισε.
Αναφέρθηκε επίσης στις προτιμήσεις και σε όλα τα διαφορετικά είδη μουσικής που υπάρχουν. Αυτό μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες συνέπειες, ειδικά για τα άτομα με άνοια. Είπε ότι οι μουσικοθεραπευτές πρέπει να σκέφτονται προσεκτικά για την επιλογή της μουσικής που χρησιμοποιούν στις συνεδρίες τους.
“Αν κάποιος μισεί απολύτως κάποια μουσική, είναι λιγότερο πιθανό να είναι αποτελεσματική για τη διαχείριση της διέγερσης και της διάθεσης. Αυτό επανέρχεται σε αυτό που συζητήσαμε στην αρχή της συζήτησης ότι μερικές φορές οι ήχοι στο περιβάλλον μας μπορεί να είναι επιζήμιοι και ενοχλητικοί. Επομένως, δεν θέλουμε να κάνουμε τους ανθρώπους να ακούνε μουσική που δεν τους αρέσει ιδιαίτερα ή που μπορεί να έχει αρνητική αντίδραση”, είπε.
Πέρα από τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες, τέτοιες εμπειρίες αποτελούν απόδειξη της δύναμης της μουσικής στην υγεία και την ευεξία. Ωστόσο, το αν μπορεί πράγματι να βοηθήσει στην καθυστέρηση της εξέλιξης της άνοιας είναι ένα θέμα που χρειάζεται περαιτέρω μελέτη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αφήσω τους αναγνώστες μας με ένα ερώτημα:
Ποιο είναι εκείνο το τραγούδι που ποτέ δεν αποτυγχάνει να προκαλέσει μια συναισθηματική αντίδραση σε εσάς – είτε σας ξυπνάει αναμνήσεις από την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής σας είτε σας θυμίζει μια συντριπτική πληγή καρδιάς;
Γιατί ασκούμε αρνητική κριτική σχολιάζοντας τους άλλους;
Μήπως η κρυφή ευχαρίστηση που μας γεμίζει, όταν ασχολούμαστε με τις ζωές και τη συμπεριφορά των άλλων δεν είναι παρά οι σκιές που ρίχνουμε σε ανικανοποίητα κομμάτια του εαυτού μας, τα οποία αρνιόμαστε κατά βάθος να δεχθούμε;
Ένα σύστημα που επιβάλλει…
Ζούμε σε μία κοινωνία άκρως ανταγωνιστική, όπου κυριαρχεί έντονα η σύγκριση και η κριτική μεταξύ των ανθρώπων. Αυτά είναι μέρη του ανταγωνιστικού πνεύματος που η κοινωνία μας επιβάλει από την παιδική ηλικία, ως έναν τρόπο αξιολόγησης της επιτυχίας. Ο πιο δυνατός θα επιβιώσει, ο επιτυχής θα είναι και ο πιο ευτυχισμένος. Έχουμε μάθει να συγκρίνουμε τα επιτεύγματά μας με αυτά των άλλων προκειμένου να τα σταθμίσουμε και να δούμε κατά πόσο μας ικανοποιούν ή όχι.
Ασκούμε αρνητική κριτική γιατί αισθανόμαστε ανασφαλείς. Είναι αδύνατον να δεχθούμε τους άλλους με τα λάθη και τις ατέλειές τους, αν πρώτα δεν έχουμε αποδεχτεί τον ίδιο μας τον εαυτό. Όσο λιγότερο είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, τόσο πιο πολύ ψάχνουμε να ρίξουμε το φταίξιμο στους άλλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε δικαιολογία για τους δικούς μας φόβους και τις δικές μας αδυναμίες. Στην πραγματικότητα αναβαθμίζουμε τον εαυτό μας στα μάτια μας, κριτικάροντας τον άλλον. Είναι σαν να λέμε «Δεν είμαι και τόσο κακός: κοιτάξτε αυτόν, είναι χειρότερος από εμένα.»
Είναι πολύ πιο εύκολο να αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις αδυναμίες των άλλων, από το να κοιτάξουμε μέσα μας και να ασκήσουμε αυτοκριτική.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί πλέον μια συνήθεια της καθημερινής μας επικοινωνίας. Η συζήτηση γίνεται πιο ενδιαφέρουσα όταν αναφερόμαστε σε τρίτους. «Είδες τι έκανε;» παρατηρούμε και οι ακροατές κρέμονται ήδη από τα χείλη μας. Όλες οι συζητήσεις μας λοιπόν έχουν περιεχόμενο τη ζωή και τις αντιδράσεις των άλλων.
Φαίνεται πως είναι πιο ανώδυνο και εύκολο για μας, ίσως και ευχάριστο, να υπογραμμίζουμε τις ατέλειες των άλλων. Κριτικάροντας τους άλλους, εξασφαλίζουμε ασυνείδητα τους εαυτούς μας. Εμείς γινόμαστε αυτομάτως τα «καλά παιδιά», οι «διαλεκτοί», εκείνοι που είναι σωστοί. Αυτό μειώνει την ανασφάλειά μας, μας εξυψώνει. Ο πιο εύκολος τρόπος να υπερτιμήσουμε τον εαυτό μας είναι να υποτιμήσουμε όλους τους άλλους.
Πρόκειται όμως για μια λύση προσωρινή που, τελικά, στρέφεται εξίσου εναντίον μας. Αν με τόση ευκολία κρίνουμε τους άλλους τι μας εξασφαλίζει στην περίπτωση που μας κριτικάρουν και αυτοί; Αν όντως γινόταν αυτό εμείς πως θα το δεχόμασταν; Από την στιγμή όμως που συνειδητοποιούμε ότι είμαστε έρμαιο στην κριτική των άλλων, η ανασφάλειά μας πολλαπλασιάζεται. Αντιδρούμε έτσι με περισσότερο ανταγωνισμό, ανταποδίδουμε την κριτική, και οδηγούμε τη συμπεριφορά μας στα όρια της κακίας. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που θέλει να στιγματίζονται οι πολλοί ως αδύναμοι, προκειμένου να υπάρξουν οι λίγοι ως εκλεκτοί.
Συνέπειες της αρνητικής κριτικής
Κριτικάροντας διαρκώς τους ανθρώπους γύρω μας, υποτιμώντας την αξία τους, τις προσπάθειές τους, την προσωπικότητά τους, είναι ότι χειρότερο μπορούμε να κάνουμε στους άλλους καθώς και στον ίδιο μας τον εαυτό. Και το κάνουμε πολύ πιο συχνά απ’ ότι νομίζουμε. Ασκούμε μόνιμα κριτική. Στον εαυτό μας, στα παιδιά μας, στο σύντροφό μας, στους συναδέλφους μας, σε φίλους, σε γνωστούς, σε γείτονες και στην κοινωνία. Κάθε άνθρωπος που συναντάμε, κάθε κατάσταση που βιώνουμε, περνάει αυτόματα από ένα φίλτρο αξιολόγησης. Αυτό σίγουρα είναι καλό ως ένα βαθμό γιατί μας καθοδηγεί στο δρόμο που μας υποδεικνύει το ένστικτό μας. Από το σημείο όμως που θα αρχίσουμε να εκφράζουμε τη δυσπιστία, την αβάσιμη καχυποψία, την άρνηση και την κακόβουλη και άχρηστη κριτική θα ήταν καλύτερα να σιωπήσουμε, και να σκεφτούμε πριν μιλήσουμε.
Το ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μας έχει θέσει η κοινωνία να ζούμε και να αντιδρούμε, μας οδηγεί στο να ασκούμε μονίμως στον εαυτό μας συνειδητά η και πολλές φορές ασυνείδητα μια κριτική η οποία είναι αδίσταχτη, χωρίς έλεος, σκληρή και πολλές φορές αβάσιμη. Έχουμε την τάση να απαιτούμε την τελειότητα, να είμαστε ανικανοποίητοι ή και δυστυχείς με αυτά που διαθέτουμε. Θέλουμε περισσότερα και καλύτερα, θέλουμε όλα αυτά που μας διαφεύγουν, θέλουμε και πρέπει να είμαστε τέλειοι. Η κριτική προς τον ατελή εαυτό μας επιβάλλεται προκειμένου να υποκινηθούμε για κάτι καλύτερο.
Τα ίδιο κάνουμε με όλους και με όλα γύρω μας. Θέλουμε και περιμένουμε από τους άλλους να μας φερθούν μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, να μας δώσουν σημασία και αξία, να είναι συνένοχοι και συνυπεύθυνοι, να καθρεφτίζουν τον εαυτό μας και κυρίως να φανούν αντάξιοι των προσδοκιών μας. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε τους άλλους ως άλλοθι για τις δικές μας πράξεις επειδή δεν μπορούμε να αντέξουμε τις συνέπειες των ενεργειών μας.
Συνήθως ασκούμε αρνητική κριτική σε κάποιον ή κάτι όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε ανάγκες που ίσως έχουν μείνει ανικανοποίητες. Για αυτό και όταν οι άλλοι αποτυγχάνουν να τις εκπληρώσουν, μας απογοητεύουν. Παίρνουμε έτσι το δικαίωμα να τους υποτιμήσουμε, να τους κριτικάρουμε. «Έτσι και αλλιώς δεν έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν».
Ας θυμηθούμε την κινέζικη παροιμία που λέει «πριν κρίνεις τον άλλον, περπάτησε τουλάχιστον 10 χλμ. με τα παπούτσια του». Μετά ας αναρωτηθούμε: “ Πώς μπορεί ο καθένας μας να πιστέψει στη δύναμη του εαυτού του, πώς μπορεί κανείς να προχωρήσει στη ζωή με σιγουριά και ασφάλεια όταν δέχεται τόση πίεση, τόση αρνητική κριτική για το ποιόν του και τις πράξεις του; Θα ήταν ευχάριστο αν αυτό συνέβαινε σε εμάς;”
Όταν κρίνουμε, αξιολογούμε και βλέπουμε τον κόσμο εγωκεντρικά.
Ας αναρωτηθούμε για λίγο ποιοι είμαστε εμείς που κρίνουμε; Ποιος είναι αυτός που επιβάλει τους δικούς του νόμους και κανόνες συμπεριφοράς; Ποιος επιβάλει τα δικά του «πρέπει» και «θέλω»; Και ποιος από εμάς αναλαμβάνει το βάρος της αλάνθαστης κρίσης; Η κριτική για να είναι εποικοδομητική, προϋποθέτει τη γνώση του τέλειου και τη διάθεση της καλόβουλης συμβουλής προς το πρόσωπο, στο οποίο ασκείται. Έχουμε όμως τη δυνατότητα να την ασκήσουμε με τη συνείδηση μας καθαρή; Είμαστε πραγματικά σε θέση να ορίσουμε το τέλειο, το ανώτερο, το αλάνθαστο; Ποιος από εμάς μπορεί να ισχυριστεί ότι κρίνει σωστά; Ποιος είναι αυτός που είναι τέλειος;
Τι θα γινόταν αν όλοι σταματούσαμε αυτή την αδυσώπητη διαδικασία για εμάς και για τους άλλους;
Τι θα γινόταν αν ο καθένας από εμάς αντικαθιστούσε με τη δική του αυτοκριτική, την τάση που έχει να κριτικάρει τους άλλους; Θα επικεντρωνόμαστε στην κατανόηση και την εξάλειψη των δικών μας αδυναμιών. Ο χρόνος που θα αφιερώναμε στο να βελτιώσουμε τον εαυτό μας θα κάλυπτε ολόκληρη τη μέρα μας, ώστε τελικά όλοι οι άλλοι θα έμοιαζαν μια ασήμαντη λεπτομέρεια στο δικό μας κόσμο.
Είναι άραγε δυνατόν να αποφύγουμε την κριτική ακόμη και όταν η ζωή μας δυσκολεύει εξαιτίας μερικών ανθρώπων των οποίων η κακόβουλη συμπεριφορά, μας επηρεάζει καθημερινά; Είναι σωστό σε αυτές τις περιπτώσεις να στραφούμε πάλι στον εαυτό μας, αντί να στραφούμε και να κρίνουμε την ίδια τη δυσκολία;
Εδώ χρειάζεται καταρχήν να παραδεχθούμε ότι είμαστε άτομα ελεύθερα με αυτόνομη βούληση και δικαίωμα στην επιλογή και να προβληματισθούμε για τα συναισθήματα, τις επιλογές μας ,και τη στάση που χρειάζεται να τηρήσουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Σίγουρα πάντως η πραγματική λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα βρίσκεται σε άλλο επίπεδο από την αγανακτισμένη κριτική που μπορούμε πολύ εύκολα να ασκήσουμε.
Και στους αγαπημένους κριτική;
Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να τους δούμε καλύτερους, χωρίς ψεγάδια και αδυναμίες; Έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε στις προσωπικές τους επιλογές; Μια σοφή κίνηση θα ήταν να περιοριστούμε πάλι στην αυτοκριτική. Να αναρωτηθούμε πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε τέλειοι. Να σκύψουμε στις δικές μας αδυναμίες και να αναρωτηθούμε πώς τις πολεμάμε. Είναι σίγουρα προτιμότερο να καλύψουμε πρώτα τα δικά μας κενά, προτού υποδείξουμε στους άλλους πώς να καλύπτουν τα δικά τους. Έτσι γινόμαστε θετικό παράδειγμα, και αν κάτι υπήρχε περίπτωση να καταστραφεί σε μια σχέση μέσα από μια διαδικασία αντίδρασης, μπορεί να σωθεί εξ αιτίας της μίμησης και επιπλέον να βελτιώσει την επικοινωνία.
Όταν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από την κριτική στάση, όταν δεχτούμε τις ατέλειες και τα λάθη των άλλων, τότε αυτόματα γεμίζουμε τους εαυτούς μας με αγάπη και ένα αίσθημα ειρήνης και δεκτικότητας απαλύνει καρδιές μας. Μαθαίνουμε να συγχωρούμε και να δεχόμαστε με αγάπη και κατανόηση τόσο τους ατελείς εαυτούς μας όσο και τους ατελείς συνανθρώπους μας.
Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν τη διαφορετικότητα όλων μας. Δίνουμε στους άλλους από αυτά που έχουμε να δώσουμε και παίρνουμε από εκείνα, τα οποία ο άλλος μπορεί να μας δώσει. Αυτή είναι και η σημασία της επικοινωνίας, ένα ατέλειωτο πάρε δώσε που θα έπρεπε να το αφήσουμε να ρέει ανενόχλητο, χωρίς κριτικές και κατακραυγές, χωρίς αρνητικότητα και κακοβουλία. Ας πάρουμε απλά αυτά που έχουν να μας χαρίσουν οι συνάνθρωποί μας και αυτά που μπορούμε να δεχτούμε με ευχαρίστηση.
Η μόνη υποχρέωση που έχουμε είναι αυτή απέναντι στον εαυτό μας. Ας ενεργοποιηθούμε λοιπόν στα σημεία που έχουμε τη δυνατότητα, βελτιώνοντας τον εαυτό μας, τις πράξεις μας και την κοινωνία, με όποιο τρόπο ο καθένας μας μπορεί.
Ας αγνοήσουμε όλα εκείνα που μας ενοχλούν ενώ βρίσκονται έξω από την δικαιοδοσία μας και ας τα αφήσουμε ειρηνικά να πάρουν το δικό τους δρόμο.
Ένα σύστημα που επιβάλλει…
Ζούμε σε μία κοινωνία άκρως ανταγωνιστική, όπου κυριαρχεί έντονα η σύγκριση και η κριτική μεταξύ των ανθρώπων. Αυτά είναι μέρη του ανταγωνιστικού πνεύματος που η κοινωνία μας επιβάλει από την παιδική ηλικία, ως έναν τρόπο αξιολόγησης της επιτυχίας. Ο πιο δυνατός θα επιβιώσει, ο επιτυχής θα είναι και ο πιο ευτυχισμένος. Έχουμε μάθει να συγκρίνουμε τα επιτεύγματά μας με αυτά των άλλων προκειμένου να τα σταθμίσουμε και να δούμε κατά πόσο μας ικανοποιούν ή όχι.
Ασκούμε αρνητική κριτική γιατί αισθανόμαστε ανασφαλείς. Είναι αδύνατον να δεχθούμε τους άλλους με τα λάθη και τις ατέλειές τους, αν πρώτα δεν έχουμε αποδεχτεί τον ίδιο μας τον εαυτό. Όσο λιγότερο είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας, τόσο πιο πολύ ψάχνουμε να ρίξουμε το φταίξιμο στους άλλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε δικαιολογία για τους δικούς μας φόβους και τις δικές μας αδυναμίες. Στην πραγματικότητα αναβαθμίζουμε τον εαυτό μας στα μάτια μας, κριτικάροντας τον άλλον. Είναι σαν να λέμε «Δεν είμαι και τόσο κακός: κοιτάξτε αυτόν, είναι χειρότερος από εμένα.»
Είναι πολύ πιο εύκολο να αναγνωρίσουμε τα λάθη και τις αδυναμίες των άλλων, από το να κοιτάξουμε μέσα μας και να ασκήσουμε αυτοκριτική.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί πλέον μια συνήθεια της καθημερινής μας επικοινωνίας. Η συζήτηση γίνεται πιο ενδιαφέρουσα όταν αναφερόμαστε σε τρίτους. «Είδες τι έκανε;» παρατηρούμε και οι ακροατές κρέμονται ήδη από τα χείλη μας. Όλες οι συζητήσεις μας λοιπόν έχουν περιεχόμενο τη ζωή και τις αντιδράσεις των άλλων.
Φαίνεται πως είναι πιο ανώδυνο και εύκολο για μας, ίσως και ευχάριστο, να υπογραμμίζουμε τις ατέλειες των άλλων. Κριτικάροντας τους άλλους, εξασφαλίζουμε ασυνείδητα τους εαυτούς μας. Εμείς γινόμαστε αυτομάτως τα «καλά παιδιά», οι «διαλεκτοί», εκείνοι που είναι σωστοί. Αυτό μειώνει την ανασφάλειά μας, μας εξυψώνει. Ο πιο εύκολος τρόπος να υπερτιμήσουμε τον εαυτό μας είναι να υποτιμήσουμε όλους τους άλλους.
Πρόκειται όμως για μια λύση προσωρινή που, τελικά, στρέφεται εξίσου εναντίον μας. Αν με τόση ευκολία κρίνουμε τους άλλους τι μας εξασφαλίζει στην περίπτωση που μας κριτικάρουν και αυτοί; Αν όντως γινόταν αυτό εμείς πως θα το δεχόμασταν; Από την στιγμή όμως που συνειδητοποιούμε ότι είμαστε έρμαιο στην κριτική των άλλων, η ανασφάλειά μας πολλαπλασιάζεται. Αντιδρούμε έτσι με περισσότερο ανταγωνισμό, ανταποδίδουμε την κριτική, και οδηγούμε τη συμπεριφορά μας στα όρια της κακίας. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που θέλει να στιγματίζονται οι πολλοί ως αδύναμοι, προκειμένου να υπάρξουν οι λίγοι ως εκλεκτοί.
Συνέπειες της αρνητικής κριτικής
Κριτικάροντας διαρκώς τους ανθρώπους γύρω μας, υποτιμώντας την αξία τους, τις προσπάθειές τους, την προσωπικότητά τους, είναι ότι χειρότερο μπορούμε να κάνουμε στους άλλους καθώς και στον ίδιο μας τον εαυτό. Και το κάνουμε πολύ πιο συχνά απ’ ότι νομίζουμε. Ασκούμε μόνιμα κριτική. Στον εαυτό μας, στα παιδιά μας, στο σύντροφό μας, στους συναδέλφους μας, σε φίλους, σε γνωστούς, σε γείτονες και στην κοινωνία. Κάθε άνθρωπος που συναντάμε, κάθε κατάσταση που βιώνουμε, περνάει αυτόματα από ένα φίλτρο αξιολόγησης. Αυτό σίγουρα είναι καλό ως ένα βαθμό γιατί μας καθοδηγεί στο δρόμο που μας υποδεικνύει το ένστικτό μας. Από το σημείο όμως που θα αρχίσουμε να εκφράζουμε τη δυσπιστία, την αβάσιμη καχυποψία, την άρνηση και την κακόβουλη και άχρηστη κριτική θα ήταν καλύτερα να σιωπήσουμε, και να σκεφτούμε πριν μιλήσουμε.
Το ανταγωνιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μας έχει θέσει η κοινωνία να ζούμε και να αντιδρούμε, μας οδηγεί στο να ασκούμε μονίμως στον εαυτό μας συνειδητά η και πολλές φορές ασυνείδητα μια κριτική η οποία είναι αδίσταχτη, χωρίς έλεος, σκληρή και πολλές φορές αβάσιμη. Έχουμε την τάση να απαιτούμε την τελειότητα, να είμαστε ανικανοποίητοι ή και δυστυχείς με αυτά που διαθέτουμε. Θέλουμε περισσότερα και καλύτερα, θέλουμε όλα αυτά που μας διαφεύγουν, θέλουμε και πρέπει να είμαστε τέλειοι. Η κριτική προς τον ατελή εαυτό μας επιβάλλεται προκειμένου να υποκινηθούμε για κάτι καλύτερο.
Τα ίδιο κάνουμε με όλους και με όλα γύρω μας. Θέλουμε και περιμένουμε από τους άλλους να μας φερθούν μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο, να μας δώσουν σημασία και αξία, να είναι συνένοχοι και συνυπεύθυνοι, να καθρεφτίζουν τον εαυτό μας και κυρίως να φανούν αντάξιοι των προσδοκιών μας. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε τους άλλους ως άλλοθι για τις δικές μας πράξεις επειδή δεν μπορούμε να αντέξουμε τις συνέπειες των ενεργειών μας.
Συνήθως ασκούμε αρνητική κριτική σε κάποιον ή κάτι όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε ανάγκες που ίσως έχουν μείνει ανικανοποίητες. Για αυτό και όταν οι άλλοι αποτυγχάνουν να τις εκπληρώσουν, μας απογοητεύουν. Παίρνουμε έτσι το δικαίωμα να τους υποτιμήσουμε, να τους κριτικάρουμε. «Έτσι και αλλιώς δεν έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν».
Ας θυμηθούμε την κινέζικη παροιμία που λέει «πριν κρίνεις τον άλλον, περπάτησε τουλάχιστον 10 χλμ. με τα παπούτσια του». Μετά ας αναρωτηθούμε: “ Πώς μπορεί ο καθένας μας να πιστέψει στη δύναμη του εαυτού του, πώς μπορεί κανείς να προχωρήσει στη ζωή με σιγουριά και ασφάλεια όταν δέχεται τόση πίεση, τόση αρνητική κριτική για το ποιόν του και τις πράξεις του; Θα ήταν ευχάριστο αν αυτό συνέβαινε σε εμάς;”
Όταν κρίνουμε, αξιολογούμε και βλέπουμε τον κόσμο εγωκεντρικά.
Ας αναρωτηθούμε για λίγο ποιοι είμαστε εμείς που κρίνουμε; Ποιος είναι αυτός που επιβάλει τους δικούς του νόμους και κανόνες συμπεριφοράς; Ποιος επιβάλει τα δικά του «πρέπει» και «θέλω»; Και ποιος από εμάς αναλαμβάνει το βάρος της αλάνθαστης κρίσης; Η κριτική για να είναι εποικοδομητική, προϋποθέτει τη γνώση του τέλειου και τη διάθεση της καλόβουλης συμβουλής προς το πρόσωπο, στο οποίο ασκείται. Έχουμε όμως τη δυνατότητα να την ασκήσουμε με τη συνείδηση μας καθαρή; Είμαστε πραγματικά σε θέση να ορίσουμε το τέλειο, το ανώτερο, το αλάνθαστο; Ποιος από εμάς μπορεί να ισχυριστεί ότι κρίνει σωστά; Ποιος είναι αυτός που είναι τέλειος;
Τι θα γινόταν αν όλοι σταματούσαμε αυτή την αδυσώπητη διαδικασία για εμάς και για τους άλλους;
Τι θα γινόταν αν ο καθένας από εμάς αντικαθιστούσε με τη δική του αυτοκριτική, την τάση που έχει να κριτικάρει τους άλλους; Θα επικεντρωνόμαστε στην κατανόηση και την εξάλειψη των δικών μας αδυναμιών. Ο χρόνος που θα αφιερώναμε στο να βελτιώσουμε τον εαυτό μας θα κάλυπτε ολόκληρη τη μέρα μας, ώστε τελικά όλοι οι άλλοι θα έμοιαζαν μια ασήμαντη λεπτομέρεια στο δικό μας κόσμο.
Είναι άραγε δυνατόν να αποφύγουμε την κριτική ακόμη και όταν η ζωή μας δυσκολεύει εξαιτίας μερικών ανθρώπων των οποίων η κακόβουλη συμπεριφορά, μας επηρεάζει καθημερινά; Είναι σωστό σε αυτές τις περιπτώσεις να στραφούμε πάλι στον εαυτό μας, αντί να στραφούμε και να κρίνουμε την ίδια τη δυσκολία;
Εδώ χρειάζεται καταρχήν να παραδεχθούμε ότι είμαστε άτομα ελεύθερα με αυτόνομη βούληση και δικαίωμα στην επιλογή και να προβληματισθούμε για τα συναισθήματα, τις επιλογές μας ,και τη στάση που χρειάζεται να τηρήσουμε απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Σίγουρα πάντως η πραγματική λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα βρίσκεται σε άλλο επίπεδο από την αγανακτισμένη κριτική που μπορούμε πολύ εύκολα να ασκήσουμε.
Και στους αγαπημένους κριτική;
Τι γίνεται όμως με τους ανθρώπους που αγαπάμε και θέλουμε να τους δούμε καλύτερους, χωρίς ψεγάδια και αδυναμίες; Έχουμε το δικαίωμα να επέμβουμε στις προσωπικές τους επιλογές; Μια σοφή κίνηση θα ήταν να περιοριστούμε πάλι στην αυτοκριτική. Να αναρωτηθούμε πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε τέλειοι. Να σκύψουμε στις δικές μας αδυναμίες και να αναρωτηθούμε πώς τις πολεμάμε. Είναι σίγουρα προτιμότερο να καλύψουμε πρώτα τα δικά μας κενά, προτού υποδείξουμε στους άλλους πώς να καλύπτουν τα δικά τους. Έτσι γινόμαστε θετικό παράδειγμα, και αν κάτι υπήρχε περίπτωση να καταστραφεί σε μια σχέση μέσα από μια διαδικασία αντίδρασης, μπορεί να σωθεί εξ αιτίας της μίμησης και επιπλέον να βελτιώσει την επικοινωνία.
Όταν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από την κριτική στάση, όταν δεχτούμε τις ατέλειες και τα λάθη των άλλων, τότε αυτόματα γεμίζουμε τους εαυτούς μας με αγάπη και ένα αίσθημα ειρήνης και δεκτικότητας απαλύνει καρδιές μας. Μαθαίνουμε να συγχωρούμε και να δεχόμαστε με αγάπη και κατανόηση τόσο τους ατελείς εαυτούς μας όσο και τους ατελείς συνανθρώπους μας.
Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν τη διαφορετικότητα όλων μας. Δίνουμε στους άλλους από αυτά που έχουμε να δώσουμε και παίρνουμε από εκείνα, τα οποία ο άλλος μπορεί να μας δώσει. Αυτή είναι και η σημασία της επικοινωνίας, ένα ατέλειωτο πάρε δώσε που θα έπρεπε να το αφήσουμε να ρέει ανενόχλητο, χωρίς κριτικές και κατακραυγές, χωρίς αρνητικότητα και κακοβουλία. Ας πάρουμε απλά αυτά που έχουν να μας χαρίσουν οι συνάνθρωποί μας και αυτά που μπορούμε να δεχτούμε με ευχαρίστηση.
Η μόνη υποχρέωση που έχουμε είναι αυτή απέναντι στον εαυτό μας. Ας ενεργοποιηθούμε λοιπόν στα σημεία που έχουμε τη δυνατότητα, βελτιώνοντας τον εαυτό μας, τις πράξεις μας και την κοινωνία, με όποιο τρόπο ο καθένας μας μπορεί.
Ας αγνοήσουμε όλα εκείνα που μας ενοχλούν ενώ βρίσκονται έξω από την δικαιοδοσία μας και ας τα αφήσουμε ειρηνικά να πάρουν το δικό τους δρόμο.
Κορτιζόλη: Πόσο δραστικά επιδρά στον οργανισμό η ορμόνη του stres
Η κορτιζόλη θεωρείται η κατεξοχήν ορμόνη του στρες. Όταν το στρες αυξάνει πάνω από το μέσο όρο (για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως στην κατάθλιψη π.χ) τα επίπεδα της κορτιζόλης στον οργανισμό είναι υψηλά και προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες, φθείροντας τον οργανισμό.
Η κορτιζόλη είναι μια στεροειδής ορμόνη που παράγεται από το φλοιό των επινεφριδίων. Όπως συμβαίνει με όλες τις στεροειδείς ορμόνες, συντίθεται από τη χοληστερόλη, μετά από μια αλληλουχία βιοχημικών αντιδράσεων. Η κορτιζόλη, με τις πολυποίκιλες δράσεις της, βοηθά τον οργανισμό να ανταπεξέρχεται στις μακροχρόνιες καταστάσεις stress. Είναι ορμόνη απαραίτητη για τη ζωή, και αυτό φαίνεται σε καταστάσεις έλλειψής της (φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια), οπότε μπορεί να επέλθει ακόμη και ο θάνατος.
Η κορτιζόλη ευθύνεται για καταστάσεις όπως:
• της βουλιμίας,
• της απώλειας μυϊκού όγκου,
• διαβήτη,
• απώλειας μνήμης,
• κατάθλιψης και
• καρκίνου του προστάτη.
Μακροχρόνια, η κορτιζόλη μπορεί να αποβεί καταστροφική.
Λόγω της επίδρασής της στο μεταβολισμό της γλυκόζης, χαρακτηρίζεται ως γλυκοκορτικοειδές. Το φαρμακευτικό ανάλογο της κορτιζόλης ονομάζεται υδροκορτιζόνη και χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση αλλεργικών και φλεγμονωδών καταστάσεων. Επίσης, έχουν παρασκευαστεί πολλά συνθετικά ανάλογα της κορτιζόλης, που χρησιμοποιούνται ευρέως στη θεραπευτική, εκμεταλλευόμενοι την ανοσοκατασταλτική και αντιφλεγμονώδη τους δράση.
Η έκκριση κορτιζόλης από το φλοιό των επινεφριδίων βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της υπόφυσης και του υποθαλάμου. Η αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη (ACTH, Adrenocorticotropic Hormone), που εκκρίνεται από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση), διεγείρει την έκκριση κορτιζόλης. Αντιστοίχως η κορτικοεκλυτίνη (CRH, Corticotropin Releasing Hormone, ορμόνη εκλυτική της έκκρισης ACTH) διεγείρει την έκκριση ACTH από την αδενοϋπόφυση. Η κορτιζόλη, από την άλλη πλευρά ασκεί ανασταλτικό έλεγχο στην έκκριση CRH. Με τον τρόπο αυτό, ο υποθάλαμος έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα επίπεδα της κορτιζόλης και να προσαρμόζει ανάλογα τη λειτουργία του (αρνητική ανατροφοδότηση ή feedback).
Ο ρυθμός έκκρισης κορτιζόλης παρουσιάζει ημερήσιες διακυμάνσεις. Η μέγιστη συγκέντρωση κορτιζόλης παρατηρείται τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ η ελάχιστη συγκέντρωση κορτιζόλης παρατηρείται στο μέσο περίπου της νύκτας. Ο υποθάλαμος έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη διαδοχή ημέρας και νύκτας, μέσω νευρικών ώσεων που καταφθάνουν σε αυτόν από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού. Η έκκριση CRH από τον υποθάλαμο προσαρμόζεται στις διακυμάνσεις του φωτός και προκαλεί αντίστοιχες διακυμάνσεις στην έκκριση κορτιζόλης από το φλοιό των επινεφριδίων. Για το λόγο αυτό, η μέτρηση της κορτιζόλης του πλάσματος έχει σχετική μόνο διαγνωστική αξία.
Στο πλάσμα του αίματος υπάρχει ειδική πρωτεΐνη για τη δέσμευση της κορτιζόλης, η τρανσκορτίνη (CBG). Μια ποσότητα κορτιζόλης δεσμεύεται και από τη λευκωματίνη. Το δραστικό κλάσμα της κορτιζόλης, πάντως είναι το μη δεσμευμένο, που βρίσκεται σε δυναμική ισορροπία με το δεσμευμένο.
Σχεδόν κάθε κύτταρο διαθέτει υποδοχείς κορτιζόλης και έτσι η κορτιζόλη μπορεί να αποκτά πολλές δράσεις ανάλογα με το είδος των κυττάρων στα οποία ενεργεί. Αυτές οι δράσεις περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
•τον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα
•τον έλεγχο του ισοζυγίου νερού και άλατος ασκώντας έτσι επιρροή στην αρτηριακή πίεση
•σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μνήμης και την ανοσοαπόκριση
•κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η αυξημένη εμβρυϊκή παραγωγή κορτιζόλης, μεταξύ της 30 και 32ης εμβδομάδας της κύησης, οδηγεί στην παραγωγή του εμβρυϊκού επιφανειοδραστικού πνεύμονα για την προώθηση της ωρίμανσης των πνευμόνων
Σε αρκετές καταστάσεις αυξάνει η έκκριση κορτιζόλης, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι το stress. Παραδείγματα αποτελούν η ασθένεια, η μυϊκή εξάντληση, ο πυρετός, ο πόνος και η υπογλυκαιμία. Στις καταστάσεις αυτές, η κορτιζόλη κινητοποιεί τον μεταβολισμό του οργανισμού προς την κατεύθυνση της προσαρμογής προς το στρεσσογόνο παράγοντα.
Η κορτιζόλη αυξάνει το σάκχαρο του αίματος διασπώντας το γλυκογόνο και προωθώντας τη μετατροπή των αμινοξέων σε γλυκόζη στο ήπαρ, διαδικασία που ονομάζεται γλυκονεογένεση. Για το λόγο αυτό η κορτιζόλη είναι μια διαβητογόνος ορμόνη. Από την άλλη πλευρά ενισχύει τον καταβολισμό των πρωτεϊνών. Η μυϊκή μάζα ελαττώνεται, ενώ παρουσιάζεται και οστεοπορωτική δράση. Επίσης ενισχύει τη λιπόλυση. Ωστόσο, με την παρουσία της κορτιζόλης, το λίπος έχει την τάση να συγκεντρώνεται στον τράχηλο και τον κορμό. Η κορτιζόλη καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, και κυρίως τα λεμφοκύτταρα, ενώ περιορίζει την εκδήλωση της φλεγμονώδους απάντησης. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνεται η επιρρέπεια του οργανισμού απέναντι στις λοιμώξεις. Λόγω κατακράτησης χλωριούχου νατρίου, αυξάνεται και η αρτηριακή πίεση. Όταν υπάρχει υπερέκκριση κορτιζόλης, μπορεί να παρατηρηθούν ψυχικές διαταραχές. Τέλος, η κορτιζόλη μπορεί να προκαλέσει νέος έλκος στο γαστρεντερικό σύστημα ή να αναζωπυρώσει παλαιό έλκος.
Η υπερέκκριση κορτιζόλης ή η υπερδοσολογία των γλυκοκορτικοειδών, όταν χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς, προκαλεί το σύνδρομο Cushing.
Η υπερβολικά αυξημένη έκκριση κορτιζόλης στην περίπτωση αυτή μπορεί να οφείλεται είτε σε υπερπαραγωγή ACTH από την υπόφυση είτε σε υπέρμετρη απελευθέρωση κορτιζόλης από τα επινεφρίδια. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
•Ταχεία αύξηση του σωματικού βάρους, κυρίως στο πρόσωπο, το στήθος και την κοιλιά
•«Στρογγυλό» πρόσωπο
•Υψηλή αρτηριακή πίεση
•Οστεοπόρωση
•Αλλοιώσεις του δέρματος (μώλωπες, ραγάδες)
•Μυϊκή αδυναμία
•Κυκλοθυμία, άγχος, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα
•Αυξημένη δίψα και συχνότητα ούρησης, σακχαρώδης διαβήτης
•Έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας
•Οι περίοδοι μπορεί να γίνουν ακανόνιστες, λιγότερο συχνές ή να επέλθει αμηνόρροια
Οι παρακάτω καταστάσεις μπορεί επίσης να είναι η αιτία για ελαφρά έως σημαντικά υψηλές τιμές κορτιζόλης και καλό θα ήταν να λαμβάνονται υπόψη όταν πρόκειται για την αξιολόγηση των εργστηριακών εξετάσεων:
•Οι ιογενείς λοιμώξεις
•Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων καφεΐνης
•Η στέρηση ύπνου
•Η έντονη ή παρατεταμένη αεροβική άσκηση
•Τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων
•Ένας σοβαρός τραυματισμός ή διάφορα στρεσογόνα γεγονότα μπορεί να προκαλέσουν την αύξηση της παραγωγής κορτιζόλης για παρατεταμένες περιόδους
•Η νευρική ανορεξία
•Ο σοβαρός περιορισμός θερμίδων σε σημαντικά υποθερμιδικές δίαιτες
Έλλειψη κορτιζόλης παρατηρείται στην ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων (νόσος του Addison). Οι χαμηλές τιμές κορτιζόλης μπορεί να οφείλονται σε μια κατάσταση που ονομάζεται νόσος του Addison ή επινεφριδιακή ανεπάρκεια. Η έναρξη των συμπτωμάτων είναι συχνά πολύ σταδιακή. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν κόπωση, ζάλη, απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία, αλλαγές στη διάθεση και μελάγχρωση περιοχών του δέρματος.
•Τα συμπληρώματα μαγνησίου μειώνουν τα επίπεδα της κορτιζόλης μετά από αερόβια άσκηση
•Τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα έχουν μια δοσοεξαρτώμενη επίδραση, προκαλώντας μείωση της κορτιζόλης που απελευθερώνεται λόγω ψυχολογικού στρες
•Η μουσικοθεραπεία
•Το γέλιο και το χιούμορ!
•Το μαύρο τσάι
•Ο χορός έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε σημαντική μείωση στις συγκεντρώσεις κορτιζόλης στο σίελο.
Oσοι κατανάλωσαν 4 ώρες ημερησίως για βραδινό ύπνο παρουσίασαν επίπεδα κορτιζόλης 37% υψηλότερα από αυτούς που κοιμούνται για 8 γεμάτες ώρες. Οσοι έμειναν άυπνοι όλο το 24ωρο ανέβασαν την κορτιζόλη τους ψηλότερα κατά 45%.
Ο «ποιοτικός» ύπνος είναι εξίσου σημαντικός. Οσοι απολαμβάνουν περισσότερο σωστό ύπνο εκκρίνουν 65% περισσότερη ορμόνη ανάπτυξης (Human Growth Hormone). Η ορμόνη HGH αποτρέπει την εξολόθρευση της μυϊκής μάζας από την κορτιζόλη.
Πιείτε μαύρο τσάι: Μειώνει την κορτιζόλη κατά 47%
Ανακούφιση και ηρεμία δίνει το μαύρο τσάι σε όσους το επιλέγουν. Αυτή είναι αλλωστε και η φιλοσοφία των Αγγλων που κάθε απόγευμα μαζεύονται και πίνουν το αγαπημένο τους αφέψημα. Εθελοντές που συμμετείχαν σε μελέτη ερευνητών του University College London (UCL) στους οποίους δόθηκε μία στρεσογόνα αποστολή έδειξε ότι τα επίπεδα της κορτιζόλης στα άτομα που πίνουν τσάι συστηματικά ήταν μειωμένα κατά 47% σε σύγκριση με εκείνα που δεν απολάμβαναν το αφέψημα. Ο συγγραφέας της μελέτης Dr. Αντριου Στέπτοου, υποθέτει ότι φυσικά χημικά όπως οι πολυφαινόλες και τα φλαβονοειδή ευθύνονται για την ηρεμιστική ιδιότητα του τσαγιού.
Λόγω των σημαντικών αυξομειώσεων της κορτιζόλης στη διάρκεια της μέρας, δεν αρκεί μία τιμή κορτιζόλης για να τεθεί μια διάγνωση. Ανάλογα με τις τιμές και τα κλινικά ευρήματα, υπάρχουν συγκεκριμένες διαγνωστικές αλληλουχίες που πρέπει κάθε φορά να ακολουθούνται.
Η κορτιζόλη είναι μια στεροειδής ορμόνη που παράγεται από το φλοιό των επινεφριδίων. Όπως συμβαίνει με όλες τις στεροειδείς ορμόνες, συντίθεται από τη χοληστερόλη, μετά από μια αλληλουχία βιοχημικών αντιδράσεων. Η κορτιζόλη, με τις πολυποίκιλες δράσεις της, βοηθά τον οργανισμό να ανταπεξέρχεται στις μακροχρόνιες καταστάσεις stress. Είναι ορμόνη απαραίτητη για τη ζωή, και αυτό φαίνεται σε καταστάσεις έλλειψής της (φλοιοεπινεφριδιακή ανεπάρκεια), οπότε μπορεί να επέλθει ακόμη και ο θάνατος.
Η κορτιζόλη ευθύνεται για καταστάσεις όπως:
• της βουλιμίας,
• της απώλειας μυϊκού όγκου,
• διαβήτη,
• απώλειας μνήμης,
• κατάθλιψης και
• καρκίνου του προστάτη.
Μακροχρόνια, η κορτιζόλη μπορεί να αποβεί καταστροφική.
Λόγω της επίδρασής της στο μεταβολισμό της γλυκόζης, χαρακτηρίζεται ως γλυκοκορτικοειδές. Το φαρμακευτικό ανάλογο της κορτιζόλης ονομάζεται υδροκορτιζόνη και χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση αλλεργικών και φλεγμονωδών καταστάσεων. Επίσης, έχουν παρασκευαστεί πολλά συνθετικά ανάλογα της κορτιζόλης, που χρησιμοποιούνται ευρέως στη θεραπευτική, εκμεταλλευόμενοι την ανοσοκατασταλτική και αντιφλεγμονώδη τους δράση.
Η έκκριση κορτιζόλης από το φλοιό των επινεφριδίων βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της υπόφυσης και του υποθαλάμου. Η αδρενοκορτικοτρόπος ορμόνη (ACTH, Adrenocorticotropic Hormone), που εκκρίνεται από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης (αδενοϋπόφυση), διεγείρει την έκκριση κορτιζόλης. Αντιστοίχως η κορτικοεκλυτίνη (CRH, Corticotropin Releasing Hormone, ορμόνη εκλυτική της έκκρισης ACTH) διεγείρει την έκκριση ACTH από την αδενοϋπόφυση. Η κορτιζόλη, από την άλλη πλευρά ασκεί ανασταλτικό έλεγχο στην έκκριση CRH. Με τον τρόπο αυτό, ο υποθάλαμος έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα επίπεδα της κορτιζόλης και να προσαρμόζει ανάλογα τη λειτουργία του (αρνητική ανατροφοδότηση ή feedback).
Ο ρυθμός έκκρισης κορτιζόλης παρουσιάζει ημερήσιες διακυμάνσεις. Η μέγιστη συγκέντρωση κορτιζόλης παρατηρείται τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ η ελάχιστη συγκέντρωση κορτιζόλης παρατηρείται στο μέσο περίπου της νύκτας. Ο υποθάλαμος έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη διαδοχή ημέρας και νύκτας, μέσω νευρικών ώσεων που καταφθάνουν σε αυτόν από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού. Η έκκριση CRH από τον υποθάλαμο προσαρμόζεται στις διακυμάνσεις του φωτός και προκαλεί αντίστοιχες διακυμάνσεις στην έκκριση κορτιζόλης από το φλοιό των επινεφριδίων. Για το λόγο αυτό, η μέτρηση της κορτιζόλης του πλάσματος έχει σχετική μόνο διαγνωστική αξία.
Στο πλάσμα του αίματος υπάρχει ειδική πρωτεΐνη για τη δέσμευση της κορτιζόλης, η τρανσκορτίνη (CBG). Μια ποσότητα κορτιζόλης δεσμεύεται και από τη λευκωματίνη. Το δραστικό κλάσμα της κορτιζόλης, πάντως είναι το μη δεσμευμένο, που βρίσκεται σε δυναμική ισορροπία με το δεσμευμένο.
Σχεδόν κάθε κύτταρο διαθέτει υποδοχείς κορτιζόλης και έτσι η κορτιζόλη μπορεί να αποκτά πολλές δράσεις ανάλογα με το είδος των κυττάρων στα οποία ενεργεί. Αυτές οι δράσεις περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
•τον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα
•τον έλεγχο του ισοζυγίου νερού και άλατος ασκώντας έτσι επιρροή στην αρτηριακή πίεση
•σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μνήμης και την ανοσοαπόκριση
•κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η αυξημένη εμβρυϊκή παραγωγή κορτιζόλης, μεταξύ της 30 και 32ης εμβδομάδας της κύησης, οδηγεί στην παραγωγή του εμβρυϊκού επιφανειοδραστικού πνεύμονα για την προώθηση της ωρίμανσης των πνευμόνων
Σε αρκετές καταστάσεις αυξάνει η έκκριση κορτιζόλης, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι το stress. Παραδείγματα αποτελούν η ασθένεια, η μυϊκή εξάντληση, ο πυρετός, ο πόνος και η υπογλυκαιμία. Στις καταστάσεις αυτές, η κορτιζόλη κινητοποιεί τον μεταβολισμό του οργανισμού προς την κατεύθυνση της προσαρμογής προς το στρεσσογόνο παράγοντα.
Η κορτιζόλη αυξάνει το σάκχαρο του αίματος διασπώντας το γλυκογόνο και προωθώντας τη μετατροπή των αμινοξέων σε γλυκόζη στο ήπαρ, διαδικασία που ονομάζεται γλυκονεογένεση. Για το λόγο αυτό η κορτιζόλη είναι μια διαβητογόνος ορμόνη. Από την άλλη πλευρά ενισχύει τον καταβολισμό των πρωτεϊνών. Η μυϊκή μάζα ελαττώνεται, ενώ παρουσιάζεται και οστεοπορωτική δράση. Επίσης ενισχύει τη λιπόλυση. Ωστόσο, με την παρουσία της κορτιζόλης, το λίπος έχει την τάση να συγκεντρώνεται στον τράχηλο και τον κορμό. Η κορτιζόλη καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, και κυρίως τα λεμφοκύτταρα, ενώ περιορίζει την εκδήλωση της φλεγμονώδους απάντησης. Με τον τρόπο αυτό, αυξάνεται η επιρρέπεια του οργανισμού απέναντι στις λοιμώξεις. Λόγω κατακράτησης χλωριούχου νατρίου, αυξάνεται και η αρτηριακή πίεση. Όταν υπάρχει υπερέκκριση κορτιζόλης, μπορεί να παρατηρηθούν ψυχικές διαταραχές. Τέλος, η κορτιζόλη μπορεί να προκαλέσει νέος έλκος στο γαστρεντερικό σύστημα ή να αναζωπυρώσει παλαιό έλκος.
Η υπερέκκριση κορτιζόλης ή η υπερδοσολογία των γλυκοκορτικοειδών, όταν χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς, προκαλεί το σύνδρομο Cushing.
Η υπερβολικά αυξημένη έκκριση κορτιζόλης στην περίπτωση αυτή μπορεί να οφείλεται είτε σε υπερπαραγωγή ACTH από την υπόφυση είτε σε υπέρμετρη απελευθέρωση κορτιζόλης από τα επινεφρίδια. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
•Ταχεία αύξηση του σωματικού βάρους, κυρίως στο πρόσωπο, το στήθος και την κοιλιά
•«Στρογγυλό» πρόσωπο
•Υψηλή αρτηριακή πίεση
•Οστεοπόρωση
•Αλλοιώσεις του δέρματος (μώλωπες, ραγάδες)
•Μυϊκή αδυναμία
•Κυκλοθυμία, άγχος, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα
•Αυξημένη δίψα και συχνότητα ούρησης, σακχαρώδης διαβήτης
•Έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας
•Οι περίοδοι μπορεί να γίνουν ακανόνιστες, λιγότερο συχνές ή να επέλθει αμηνόρροια
Οι παρακάτω καταστάσεις μπορεί επίσης να είναι η αιτία για ελαφρά έως σημαντικά υψηλές τιμές κορτιζόλης και καλό θα ήταν να λαμβάνονται υπόψη όταν πρόκειται για την αξιολόγηση των εργστηριακών εξετάσεων:
•Οι ιογενείς λοιμώξεις
•Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων καφεΐνης
•Η στέρηση ύπνου
•Η έντονη ή παρατεταμένη αεροβική άσκηση
•Τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων
•Ένας σοβαρός τραυματισμός ή διάφορα στρεσογόνα γεγονότα μπορεί να προκαλέσουν την αύξηση της παραγωγής κορτιζόλης για παρατεταμένες περιόδους
•Η νευρική ανορεξία
•Ο σοβαρός περιορισμός θερμίδων σε σημαντικά υποθερμιδικές δίαιτες
Έλλειψη κορτιζόλης παρατηρείται στην ανεπάρκεια του φλοιού των επινεφριδίων (νόσος του Addison). Οι χαμηλές τιμές κορτιζόλης μπορεί να οφείλονται σε μια κατάσταση που ονομάζεται νόσος του Addison ή επινεφριδιακή ανεπάρκεια. Η έναρξη των συμπτωμάτων είναι συχνά πολύ σταδιακή. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν κόπωση, ζάλη, απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία, αλλαγές στη διάθεση και μελάγχρωση περιοχών του δέρματος.
Επίσης τα παρακάτω μπορεί να προκαλέσουν μείωση των τιμών κορτιζόλης:
•Τα συμπληρώματα μαγνησίου μειώνουν τα επίπεδα της κορτιζόλης μετά από αερόβια άσκηση
•Τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα έχουν μια δοσοεξαρτώμενη επίδραση, προκαλώντας μείωση της κορτιζόλης που απελευθερώνεται λόγω ψυχολογικού στρες
•Η μουσικοθεραπεία
•Το γέλιο και το χιούμορ!
•Το μαύρο τσάι
•Ο χορός έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε σημαντική μείωση στις συγκεντρώσεις κορτιζόλης στο σίελο.
Oσοι κατανάλωσαν 4 ώρες ημερησίως για βραδινό ύπνο παρουσίασαν επίπεδα κορτιζόλης 37% υψηλότερα από αυτούς που κοιμούνται για 8 γεμάτες ώρες. Οσοι έμειναν άυπνοι όλο το 24ωρο ανέβασαν την κορτιζόλη τους ψηλότερα κατά 45%.
Ο «ποιοτικός» ύπνος είναι εξίσου σημαντικός. Οσοι απολαμβάνουν περισσότερο σωστό ύπνο εκκρίνουν 65% περισσότερη ορμόνη ανάπτυξης (Human Growth Hormone). Η ορμόνη HGH αποτρέπει την εξολόθρευση της μυϊκής μάζας από την κορτιζόλη.
Πιείτε μαύρο τσάι: Μειώνει την κορτιζόλη κατά 47%
Ανακούφιση και ηρεμία δίνει το μαύρο τσάι σε όσους το επιλέγουν. Αυτή είναι αλλωστε και η φιλοσοφία των Αγγλων που κάθε απόγευμα μαζεύονται και πίνουν το αγαπημένο τους αφέψημα. Εθελοντές που συμμετείχαν σε μελέτη ερευνητών του University College London (UCL) στους οποίους δόθηκε μία στρεσογόνα αποστολή έδειξε ότι τα επίπεδα της κορτιζόλης στα άτομα που πίνουν τσάι συστηματικά ήταν μειωμένα κατά 47% σε σύγκριση με εκείνα που δεν απολάμβαναν το αφέψημα. Ο συγγραφέας της μελέτης Dr. Αντριου Στέπτοου, υποθέτει ότι φυσικά χημικά όπως οι πολυφαινόλες και τα φλαβονοειδή ευθύνονται για την ηρεμιστική ιδιότητα του τσαγιού.
Λόγω των σημαντικών αυξομειώσεων της κορτιζόλης στη διάρκεια της μέρας, δεν αρκεί μία τιμή κορτιζόλης για να τεθεί μια διάγνωση. Ανάλογα με τις τιμές και τα κλινικά ευρήματα, υπάρχουν συγκεκριμένες διαγνωστικές αλληλουχίες που πρέπει κάθε φορά να ακολουθούνται.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ: Η ασφαλής μέθοδος προσέγγισης τής πραγματικότητας
Σε όλα τα συγγράμματα του Αριστοτέλη διαφαίνεται μια ηρωική προσπάθεια για ανεύρεση της αλήθειας. Αυτόματα όμως ανακύπτει το ερώτημα, τι είναι αλήθεια, και ποιά ερμηνεία δίνει στον όρο αυτό ο Αριστοτέλης; Κατά την έρευνα της έννοιας «αλήθεια» ο Σταγειρίτης φιλόσοφος λαμβάνει ως αφετηρία την αρχή, ότι ο όρος αυτός έχει πολλές σημασίες.
Λέγοντας τον όρο πραγματικότητα εννοούμε την αντικειμενικότητα, δηλ. την ανεξάρτητη από κάθε υποκειμενική επίδραση υπόσταση της πραγματικότητας, τον σταθερό και ανεξάρτητο από κάθε υποκειμενικότητα κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Λέγοντας αλήθεια εννοούμε την περί της πραγματικότητας αυτής γνώση μας, εφ’ όσον συμφωνεί με τα πράγματα. Ο άνθρωπος, προσπαθώντας να κατανοήσει την προ αυτού αντικειμενικότητα με τη νόησή του, σχηματίζει κρίσεις, οι οποίες άλλοτε συμφωνούν κι άλλοτε δεν συμφωνούν με τα δεδομένα της πραγματικότητας. Όταν οι από τη νόηση σχηματιζόμενες κρίσεις αντιστοιχούν προς τα πραγματικά δεδομένα, τότε λέμε ότι είναι αληθείς. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει μεταξύ κρίσεων και πραγματικότητας ομοφωνία, λέμε ότι οι κρίσεις μας είναι ψευδείς.
Ώστε η αλήθεια πρέπει να θεωρηθεί ως συμφωνία της νόησής μας προς τα πράγματα και να νοηθεί ως φαινόμενο καθαρά νοητικό, διαδραματιζόμενο στην περιοχή της διάνοιας και όχι στην περιοχή των πραγμάτων. Αντιθέτως τα παθήματα (=πάθη) της ψυχής, λέει ο Αριστοτέλης, δεν επιτρέπουν την αληθή απεικόνιση της πραγματικότητας («Περί Ερμηνείας» 16 α 7). Με τον καθορισμό αυτό ο Αριστοτέλης ορίζει την έννοια της αλήθειας ως συμφωνία ενός απαθούς υποκειμένου με τα πράγματα.
Εκτός της αληθείας αυτής, της αναφερόμενης στη διασκεπτική νόηση, δηλαδή στη νόηση που προχωρεί χρησιμοποιώντας έννοιες, κρίσεις και συλλογισμούς, διακρίνει ο Αριστοτέλης και άλλο είδος αληθείας, όπως αυτή που προκύπτει με άμεση επιβολή (ενόραση η διαίσθηση) και όχι με την έμμεση, με συλλογισμούς διανοητικής εργασίας. Κατά το σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη, Θεμίστιο, τέτοια αλήθεια είναι «αφή και πέλασις (δηλ. πλησίασμα) της ψυχής» προς το αντικείμενο της νόησης, είναι η ενέργεια του νου, η οποία παρέχει τις αρχές της Επιστήμης και καθιστά δυνατή την αντίληψη των αισθητών αντικειμένων και των γενικών ιδιοτήτων, που παρουσιάζονται στα αισθητά πράγματα κ.λπ. (υποκειμενική αλήθεια).
Κατά τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη ο άνθρωπος δύναται να φθάσει στην αληθή γνώση, γιατί ο νους τον θέτει σε άμεση επαφή με την αλήθεια, παρέχοντάς του τις αναπόδεικτες μεν αλλ’ αληθείς αρχές της Επιστήμης, ο δε αποδεικτικός λόγος, υπό την καθοδήγηση των ύψιστων αποδεικτικών αξιωμάτων, τον προφυλάσσει από το ψεύδος. Ο κόσμος κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο είναι ακριβώς όπως μας τον παρουσιάζουν οι υγιώς λειτουργούσες αισθήσεις και ο ορθός διασκεπτικός λόγος. Η αίσθηση ουδέποτε απατάται ως προς τα αντικείμενα που μας εμφανίζει, ομοίως δε και ο λόγος-νους.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε πολυμερής και πολυσχιδής διάνοια, πατέρας των φυσικών επιστημών. Ήταν φιλόσοφος, φυσικός, βιολόγος, πολιτειολόγος, ψυχολόγος, γιατρός κ.α.. Η Αναγέννηση, έφερε μέσα από φοβερούς θρησκευτικούς φανατισμούς την ελευθερία του πνεύματος, του ορθού λόγου και της επιστημονικής απόδειξης. Η συνεισφορά του Καρτέσιου για τη μετάβαση της ανθρωπότητας από τον ανελεύθερο σκοτεινό Μεσαίωνα στην Αναγέννηση υπήρξε κορυφαία. Η λεγόμενη «καρτεσιανή λογική» όμως, είναι η αριστοτέλεια λογική. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Καρτέσιος, «δεν υπερηφανεύομαι πως είμαι εφευρέτης κανενός λόγου» (Λόγος περί μεθόδου, κεφ. στ ).
Καθορισμός και όρια διάκρισης των επιστημών
Ο Αριστοτέλης καθόρισε τις διάφορες επιστήμες και έθεσε όρια για την διάκρισή τους. Τις χώρισε κυρίως σε δύο είδη, στις αποδεικτικές λεγόμενες επιστήμες και στις μη αποδεικτικές. Στις αποδεικτικές επιστήμες περιλαμβάνονται οι φυσικές επιστήμες, ενώ στις μη αποδεικτικές περιλαμβάνονται οι κοινωνικές και οι οικονομικές επιστήμες.
Λέγοντας αποδεικτικές επιστήμες εννοούμε εκείνες, των οποίων οι αλήθειες στηρίζονται στις αποδείξεις. Για να υπάρχει όμως απόδειξη ενός ισχυρισμού, πρέπει πρώτα να έχει ορισθεί το επιστητό, επί του οποίου γίνεται η ενέργεια της απόδειξης και δεύτερο να έχουν ορισθεί τα αξιώματα, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη, να έχουν δηλαδή εκ των προτέρων καθορισθεί κάποιες γενικές προτάσεις αφ’ εαυτών αληθείς, μη επιδεχόμενες δηλαδή αμφισβήτηση από τον κοινό νου.
Εάν για παράδειγμα ερευνάμε στη Γεωμετρική επιστήμη τις ιδιότητες του ισοσκελούς τριγώνου, είναι αυτονόητο, ότι πρώτα πρέπει να έχουμε ορίσει, τι είναι τρίγωνο και τι είναι ισοσκελές τρίγωνο. Εάν τώρα θέλουμε να δείξουμε, ότι οι παρά την βάση γωνίες του ισοσκελούς τριγώνου είναι ίσες, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το αξίωμα (το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε, αλλά το δεχόμαστε ως αληθές) ότι, εάν σε ίσα προσθέσουμε η αφαιρέσουμε ίσα, τα εξαγόμενα είναι ίσα. Επίσης πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και κάποιες άλλες προτάσεις, τις οποίες έχουμε αποδείξει με αξιώματα, ότι είναι αληθείς.
Θεμελίωση των επιστημών με βάση τους νόμους της Λογικής
Αυτονόητο είναι, ότι η θεμελίωση των αποδεικτικών επιστημών προϋποθέτει θεμελίωση αυστηρή του τρόπου του σκέπτεσθαι και του συνάγειν συμπεράσματα, προϋποθέτει δηλαδή τη θεμελίωση της επιστήμης των κρίσεων και των συλλογισμών, τουτέστι της Λογικής. («Μετά τα Φυσικά», IV 3.) Ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έδωσε ο Αριστοτέλης στους τρεις νόμους της Λογικής, στους τρεις γενικώτατους νόμους της νόησης: στο νόμο της ταυτότητας, στο νόμο της αντίφασης και στο νόμο της του τρίτου η μέσου απόκλεισης (εις άτοπον απαγωγής).
Σύμφωνα με το νόμο της ταυτότητας το Α είναι Α· ο νόμος είναι ακριβέστερος, αν θεωρηθεί ως νόμος της ταυτολογίας, οπότε η βασική αρχή της αριστοτέλειας ανάλυσης (τυπικής λογικής) είναι το Α λέγεται Α. («Μετά τα Φυσικά», V 9.)
Κατά το νόμο της αντίφασης είναι αδύνατον ο ίδιος προσδιορισμός να αποδίδεται και να μην αποδίδεται στο ίδιο πράγμα κατά την ίδια χρονική στιγμή και από την ίδια άποψη. Προσθέτει όμως ο Αριστοτέλης, ότι ο νόμος της αντίφασης (η η αρχή της αντίφασης, όπως ενίοτε λέγεται) είναι αναπόδεικτος. («Μετά τα Φυσικά», Δ 3, 1005 β 19.)
Το νόμο της του τρίτου η μέσου απόκλεισης διατυπώνει ο Αριστοτέλης ως εξής: Αλλά βεβαίως δεν είναι δυνατόν να υπάρχη κάτι μεταξύ των δύο μελών της αντίφασης· αντίθετα είμαστε υποχρεωμένοι, προκειμένου να μιλήσουμε για κάτι, η να εκφέρουμε μία βεβαίωση σχετικά με αυτό η να εκφέρουμε μία άρνηση («αλλά, μην ουδέ μεταξύ αντιφάσεως ενδέχεται είναι ουδέν, αλλά ανάγκη η φάναι η αποφάναι εν καθ’ ενός οτιούν», «Μετά τα Φυσικά», 1011 β 23.) Η καρδιά του ανθρώπου η πάλλει η δεν πάλλει. Τρίτη κατάσταση της καρδιάς η μέση κατάσταση αποκλείεται.
Οι τρεις αυτοί νόμοι της Λογικής, τους οποίους για πρώτη φορά διατύπωσε ο Αριστοτέλης, αποτελούν θεμελιώδεις νόμους των Μαθηματικών. Οι διάφορες Σχολές ελέγχου και έρευνας των αρχών των Μαθηματικών, όπως είναι η Μορφοκρατία (Formalismus), ο Θετικισμός (Ροsitivismus) και ο Ενοραματισμός (Ιntuitionismus) προσπαθούν να απαλλαγούν, όπως ισχυρίζονται, των μεταφυσικών στοιχείων κατά τη θεμελίωση των Μαθηματικών.
Υποθέτουν, ότι ο Πλάτων είναι ο αρχηγέτης της εισαγωγής των μεταφυσικών στοιχείων στη Μαθηματική επιστήμη και ισχυρίζονται, ότι με τις θεωρίες τους κατώρθωσαν να εκτοπίσουν τον Πλάτωνα από τη θεμελίωση των Μαθηματικών. Τέτοιες αντιλήψεις όμως, των οποίων προεξήρχε προ ετών ο Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσσελ, δεν ευσταθούν, αποδεικνύουν όμως, ότι και σοβαροί επιστήμονες ακόμη δεν έχουν καν διαβάσει τον Πλάτωνα, τουλάχιστον την «Πολιτεία», όπου γίνεται ευρύς λόγος για τις αρχές των Μαθηματικών και κανείς λόγος περί μεταφυσικών στοιχείων.
Ο Αριστοτέλης έχει διασαφηνίσει πλήρως τα της θεμελίωσης των Μαθηματικών ως επιστήμης μακράν κάθε μεταφυσικού στοιχείου. Ο ισχυρισμός του Ράσσελ, ότι ναι μεν καλή είναι η Λογική του Αριστοτέλη, αλλά επειδή η πάροδος του χρόνου καταστρέφει την έννοια των λέξεων και συνεπώς εξασθενίζει την ισχύ της αριστοτελικής Λογικής, η οποία πρέπει αυτή να αντικατασταθεί με τη συμβολική λεγόμενη Λογική, έχει επισύρει πολλές αντιρρήσεις.
Ο Αριστοτέλης, όπως και ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε, ότι η Επιστήμη είναι γενική και αδιαίρετη και αποβλέπει στη σαφή γνώση της ουσίας των πραγμάτων. Αποστολή του κάθε σοφού και της πραγματολογικής έρευνας είναι να αποκαλύψει την υπάρχουσα ιδέα, δηλαδή την ανώτερη και βαθύτερη έννοια, την καθαρή ουσία των πραγμάτων.
Οι νόμοι της Λογικής, τους οποίους διατύπωσε ο Αριστοτέλης, αποτέλεσαν την αφετηρία της μεθοδολογικής συγκρότησης των αποδεικτικών επιστημών. Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο τα συστατικά οιασδήποτε αποδεικτικής επιστήμης είναι τρία:
• Το επιστητό, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της Επιστήμης. Το επιστητό αυτό είναι για μεν την Αριθμητική οι αριθμοί, ενώ για τη Γεωμετρία είναι ο χώρος.
• Οι προς απόδειξη προτάσεις.
• Οι αποδεικτικές αρχές, τις οποίες χρησιμοποιεί η Επιστήμη κατά την αποδεικτική διαδικασία.
Η αποστολή μιας αποδεικτικής επιστήμης είναι να δείξει με βεβαιότητα τον αποδεικτικό λόγο, επί του οποίου θεμελιώνεται η αλήθεια μιας δοθείσας πρότασης. Αυτό θα επιτευχθεί με την αναγωγή της πρότασης σε άλλες αρχικές και αφ’ εαυτών φανερές προτάσεις, δηλαδή στα αξιώματα. Απόδειξη των αξιωμάτων δεν είναι δυνατή. Είναι φανερό, ότι η αποδεικτική επιστήμη περιορίζεται από όρια. Είναι αδύνατο να προχώρησει πέραν των αξιωμάτων, εκ των οποίων αντλεί την αποδεικτική της βεβαιότητα. Εδώ βλέπουμε, ότι και ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων, παραδέχονται, ότι η αξία μιας αποδεικτικής επιστήμης και μάλιστα και της Αριθμητικής και της Γεωμετρίας είναι σχετική.
Ο Πλάτων στηρίζει τη γνώμη του στο ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της Γεωμετρίας βασίζεται στην ακαθόριστη έννοια «σημείο», με την οποία καθορίζεται ο χώρος («Πολιτεία», 533 c). Εννοείται, χωρίς να σημειώνεται ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα, ότι και η έννοια «αριθμός» είναι απλώς δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος και κατά συνέπεια και η Αριθμητική είναι επιστήμη που έχει σχετική αξία (σε σχέση με την Φιλοσοφία). Ο Αριστοτέλης καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα αναχωρώντας από τη σκέψη, ότι το ανθρώπινο υποκείμενο στις αποδεικτικές επιστήμες είναι αδύνατον να προχωρήσει πέραν των αξιωμάτων, για τα οποία αδυνατεί να δώσει λόγο.
Δεν είναι γνωστό, αν ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τον τρόπο σύνταξης των μη αποδεικτικών επιστημών. Θεωρείται όμως πιθανόν, ότι δεν ασχολήθηκε με αυτές, γιατί δεν άφησε καμία σχετική πραγματεία. Ο καθορισμός της μεθόδου έρευνας είναι εφικτός μόνο στις αποδεικτικές επιστήμες, των οποίων πρότυπο είναι τα Μαθηματικά. Η σύγχρονη Επιστήμη παραδέχεται, ότι είναι ανέφικτος ο καθορισμός ορισμένης μεθοδολογίας για τις μη αποδεικτικές επιστήμες. Η έρευνα παραδείγματος χάριν στην Ιστορία και την Ιατρική, εφ’ όσον δεν στηρίζεται στις γνώσεις των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, είναι αδύνατον να γίνει, όπως γίνεται στα Μαθηματικά. Στις μη αποδεικτικές επιστήμες υπεισέρχονται παράγοντες, οι οποίοι είναι αδύνατον να ερευνηθούν με τον τρόπο που ερευνώνται οι μαθηματικές προτάσεις.
Σε λίγους φυσικούς - μαθηματικούς είναι γνωστό, ότι ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μηχανικά Προβλήματα» εισάγει την έννοια του διανύσματος, δηλαδή του φυσικού μεγέθους (η ποσότητας), που έχει μέτρο και κατεύθυνση, και προβαίνει στη σύνθεση (πρόσθεση) δύο τέτοιων διανυσμάτων με τη γνωστή μέθοδο (κανόνα) του παραλληλογράμμου, παρέχοντας μάλιστα και τη σχετική γεωμετρική απόδειξη. Επί πλέον ο Αριστοτέλης ασχολείται με δύο βασικά διανύσματα της Φυσικής, της δύναμης και της ταχύτητας. Τους νόμους του Νεύτωνα τους είχε διατυπώσει πρώτος ο Αριστοτέλης.
Οι έννοιες του χώρου, του χρόνου, της κίνησης, του απείρου κ.τ.λ.
Στην πραγματεία Φυσικής ακροάσεως (η «Φυσικά») ο Αριστοτέλης εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα από γενικότερης σκοπιάς και προσπαθεί πάντοτε, ώστε η έρευνά του να συνδέεται αναπόσπαστα με την εξέταση του οντολογικού προβλήματος. Το σύγγραμμα αυτό δεν είναι έργο τύπου σύγχρονης Φυσικής πειραματικής. Σε αυτό ερευνάται η έννοια του χρόνου, η έννοια της δύναμης, η έννοια της κίνησης, η έννοια του χώρου, η έννοια του απείρου, η έννοια του συνεχούς κ.λπ..
Έννοια του χρόνου λαμβάνουμε από την κίνηση, τονίζει ο Αριστοτέλης. Εάν δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει χρόνος. Δεν περιορίζεται φυσικά στη γενικότητα αυτή ο Σταγειρίτης φιλόσοφος. Αναλύει την έννοια του παρελθόντος, την έννοια του παρόντος και την έννοια του μέλλοντος («Φυσικά» Δ 218 κ.ε.) Οι έρευνές του και οι αναλύσεις του της έννοιας του χρόνου αποτελούν μέχρι σήμερα την αφετηρία κάθε συναφούς έρευνας. Θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί, ότι η εκ της Θεωρίας της Σχετικότητας δημιουργηθείσα έννοια, του λεγόμενου Χωροχρόνου, αποτελεί ένα βήμα πέραν των συναφών θεωριών περί χρόνου του Αριστοτέλη. Υπάρχουν όμως πολλές αντιρρήσεις για την αξία της έννοιας του Χωροχρόνου στηριζόμενες στην αμφισβήτηση της αξίας της λεγόμενης Ελλειπτικής Γεωμετρίας, επί της οποίας βασίζεται η σχετική θεωρία.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί Μαθηματικά για την απόδειξη της ανυπαρξίας του κενού, και κατά συνέπεια θεωρείται ορθά ο ιδρυτής της Θεωρητικής και Μαθηματικής Φυσικής. Μεταξύ άλλων αποδεικνύει ότι, εάν κινητό βρίσκεται υπό την επίδραση δύο δυνάμεων, που σχηματίζουν γωνία μεταξύ τους, η ταχύτητα του κινητού ισούται με τη συνισταμένη των δύο ταχυτήτων, οι οποίες προκαλούνται από τις δύο δυνάμεις. Ο νόμος αυτός του Αριστοτέλη περιέχεται στα γυμνασιακά εγχειρίδια Φυσικής Πειραματικής όλου του κόσμου.
Εντύπωση προκάλεσε η κατά τα τελευταία έτη γενόμενη παρατήρηση, ότι πρώτα ο Αριστοτέλης έχει διατυπώσει το αξίωμα της αδράνειας στη Φυσική και όχι ο Νεύτων, όπως πιστευόταν. Ο Ισαάκ Νεύτων στο περίφημο σύγγραμμά του «Ρhilosophiae naturalis princ. mathematica» περιλαμβάνει στην Εισαγωγή τρία αξιώματα, από τα οποία το πρώτο, το λεγόμενο αξίωμα της αδράνειας, έχει ως εξής: «Κάθε σώμα διατηρεί την κατάσταση ηρεμίας η ευθύγραμμης ισοταχούς κίνησης, εφ’ όσον δεν εξαναγκάζεται από εξωτερικές δυνάμεις σε μεταβολή κατάστασης.»
Κατά το τέλος του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε κατά την σπουδή των αριστοτελικών συγγραμμάτων, ότι ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει το δεύτερο μέρος του ανωτέρω αξιώματος ως εξής: «Κανείς δεν θα μπορούσε να πη, γιατί κινηθέν σώμα θα σταματήση κάπου· διότι γιατί να σταματήση εδώ και όχι εκεί; Ώστε η θα ηρεμήση η κατ’ ανάγκη θα κινήται επ’ άπειρο, εάν δεν το εμποδίση ισχυρότερη δύναμη από αυτήν που το κινεί.» («Έτι ουδείς αν έχοι ειπείν, διατί κινηθέν στήσεταί που· τι γαρ μάλλον ενταύθα η ενταύθα; Ώστε η ηρεμήσει η εις άπειρον ανάγκη φέρεσθαι, εάν μη τι εμποδίση κρείττον».) («Φυσικής ακροάσεως» Δ 8 215 α.)
Το προηγούμενο μέρος του αξιώματος (το δεύτερο) αφορά στο κινητό, το οποίο βρίσκεται ήδη σε κίνηση. Το πρώτο μέρος του αξιώματος έχει σχέση με κινητό, το οποίο βρίσκεται σε ηρεμία. Και το μέρος αυτό το έχει διατυπώσει ο Αριστοτέλης ως εξής: «Εάν δε δεν υπάρχη κίνηση των σωμάτων, μήτε εκ φύσεως (όπως είναι κίνηση από την βαρύτητα) μήτε από επίδραση κάποιας δύναμης, τίποτε δεν θα είναι δυνατόν να κινηθή.» («Ει δε μη εστι μήτε φύσει μήτε βία (κίνησις) όλως ουδέν κινηθήσεται.») («Περί Ουρανού», Β 13, 295 α)
Λέγοντας τον όρο πραγματικότητα εννοούμε την αντικειμενικότητα, δηλ. την ανεξάρτητη από κάθε υποκειμενική επίδραση υπόσταση της πραγματικότητας, τον σταθερό και ανεξάρτητο από κάθε υποκειμενικότητα κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Λέγοντας αλήθεια εννοούμε την περί της πραγματικότητας αυτής γνώση μας, εφ’ όσον συμφωνεί με τα πράγματα. Ο άνθρωπος, προσπαθώντας να κατανοήσει την προ αυτού αντικειμενικότητα με τη νόησή του, σχηματίζει κρίσεις, οι οποίες άλλοτε συμφωνούν κι άλλοτε δεν συμφωνούν με τα δεδομένα της πραγματικότητας. Όταν οι από τη νόηση σχηματιζόμενες κρίσεις αντιστοιχούν προς τα πραγματικά δεδομένα, τότε λέμε ότι είναι αληθείς. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει μεταξύ κρίσεων και πραγματικότητας ομοφωνία, λέμε ότι οι κρίσεις μας είναι ψευδείς.
Ώστε η αλήθεια πρέπει να θεωρηθεί ως συμφωνία της νόησής μας προς τα πράγματα και να νοηθεί ως φαινόμενο καθαρά νοητικό, διαδραματιζόμενο στην περιοχή της διάνοιας και όχι στην περιοχή των πραγμάτων. Αντιθέτως τα παθήματα (=πάθη) της ψυχής, λέει ο Αριστοτέλης, δεν επιτρέπουν την αληθή απεικόνιση της πραγματικότητας («Περί Ερμηνείας» 16 α 7). Με τον καθορισμό αυτό ο Αριστοτέλης ορίζει την έννοια της αλήθειας ως συμφωνία ενός απαθούς υποκειμένου με τα πράγματα.
Εκτός της αληθείας αυτής, της αναφερόμενης στη διασκεπτική νόηση, δηλαδή στη νόηση που προχωρεί χρησιμοποιώντας έννοιες, κρίσεις και συλλογισμούς, διακρίνει ο Αριστοτέλης και άλλο είδος αληθείας, όπως αυτή που προκύπτει με άμεση επιβολή (ενόραση η διαίσθηση) και όχι με την έμμεση, με συλλογισμούς διανοητικής εργασίας. Κατά το σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη, Θεμίστιο, τέτοια αλήθεια είναι «αφή και πέλασις (δηλ. πλησίασμα) της ψυχής» προς το αντικείμενο της νόησης, είναι η ενέργεια του νου, η οποία παρέχει τις αρχές της Επιστήμης και καθιστά δυνατή την αντίληψη των αισθητών αντικειμένων και των γενικών ιδιοτήτων, που παρουσιάζονται στα αισθητά πράγματα κ.λπ. (υποκειμενική αλήθεια).
Κατά τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη ο άνθρωπος δύναται να φθάσει στην αληθή γνώση, γιατί ο νους τον θέτει σε άμεση επαφή με την αλήθεια, παρέχοντάς του τις αναπόδεικτες μεν αλλ’ αληθείς αρχές της Επιστήμης, ο δε αποδεικτικός λόγος, υπό την καθοδήγηση των ύψιστων αποδεικτικών αξιωμάτων, τον προφυλάσσει από το ψεύδος. Ο κόσμος κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο είναι ακριβώς όπως μας τον παρουσιάζουν οι υγιώς λειτουργούσες αισθήσεις και ο ορθός διασκεπτικός λόγος. Η αίσθηση ουδέποτε απατάται ως προς τα αντικείμενα που μας εμφανίζει, ομοίως δε και ο λόγος-νους.
Ο Αριστοτέλης υπήρξε πολυμερής και πολυσχιδής διάνοια, πατέρας των φυσικών επιστημών. Ήταν φιλόσοφος, φυσικός, βιολόγος, πολιτειολόγος, ψυχολόγος, γιατρός κ.α.. Η Αναγέννηση, έφερε μέσα από φοβερούς θρησκευτικούς φανατισμούς την ελευθερία του πνεύματος, του ορθού λόγου και της επιστημονικής απόδειξης. Η συνεισφορά του Καρτέσιου για τη μετάβαση της ανθρωπότητας από τον ανελεύθερο σκοτεινό Μεσαίωνα στην Αναγέννηση υπήρξε κορυφαία. Η λεγόμενη «καρτεσιανή λογική» όμως, είναι η αριστοτέλεια λογική. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Καρτέσιος, «δεν υπερηφανεύομαι πως είμαι εφευρέτης κανενός λόγου» (Λόγος περί μεθόδου, κεφ. στ ).
Καθορισμός και όρια διάκρισης των επιστημών
Ο Αριστοτέλης καθόρισε τις διάφορες επιστήμες και έθεσε όρια για την διάκρισή τους. Τις χώρισε κυρίως σε δύο είδη, στις αποδεικτικές λεγόμενες επιστήμες και στις μη αποδεικτικές. Στις αποδεικτικές επιστήμες περιλαμβάνονται οι φυσικές επιστήμες, ενώ στις μη αποδεικτικές περιλαμβάνονται οι κοινωνικές και οι οικονομικές επιστήμες.
Λέγοντας αποδεικτικές επιστήμες εννοούμε εκείνες, των οποίων οι αλήθειες στηρίζονται στις αποδείξεις. Για να υπάρχει όμως απόδειξη ενός ισχυρισμού, πρέπει πρώτα να έχει ορισθεί το επιστητό, επί του οποίου γίνεται η ενέργεια της απόδειξης και δεύτερο να έχουν ορισθεί τα αξιώματα, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη, να έχουν δηλαδή εκ των προτέρων καθορισθεί κάποιες γενικές προτάσεις αφ’ εαυτών αληθείς, μη επιδεχόμενες δηλαδή αμφισβήτηση από τον κοινό νου.
Εάν για παράδειγμα ερευνάμε στη Γεωμετρική επιστήμη τις ιδιότητες του ισοσκελούς τριγώνου, είναι αυτονόητο, ότι πρώτα πρέπει να έχουμε ορίσει, τι είναι τρίγωνο και τι είναι ισοσκελές τρίγωνο. Εάν τώρα θέλουμε να δείξουμε, ότι οι παρά την βάση γωνίες του ισοσκελούς τριγώνου είναι ίσες, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το αξίωμα (το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε, αλλά το δεχόμαστε ως αληθές) ότι, εάν σε ίσα προσθέσουμε η αφαιρέσουμε ίσα, τα εξαγόμενα είναι ίσα. Επίσης πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και κάποιες άλλες προτάσεις, τις οποίες έχουμε αποδείξει με αξιώματα, ότι είναι αληθείς.
Θεμελίωση των επιστημών με βάση τους νόμους της Λογικής
Αυτονόητο είναι, ότι η θεμελίωση των αποδεικτικών επιστημών προϋποθέτει θεμελίωση αυστηρή του τρόπου του σκέπτεσθαι και του συνάγειν συμπεράσματα, προϋποθέτει δηλαδή τη θεμελίωση της επιστήμης των κρίσεων και των συλλογισμών, τουτέστι της Λογικής. («Μετά τα Φυσικά», IV 3.) Ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έδωσε ο Αριστοτέλης στους τρεις νόμους της Λογικής, στους τρεις γενικώτατους νόμους της νόησης: στο νόμο της ταυτότητας, στο νόμο της αντίφασης και στο νόμο της του τρίτου η μέσου απόκλεισης (εις άτοπον απαγωγής).
Σύμφωνα με το νόμο της ταυτότητας το Α είναι Α· ο νόμος είναι ακριβέστερος, αν θεωρηθεί ως νόμος της ταυτολογίας, οπότε η βασική αρχή της αριστοτέλειας ανάλυσης (τυπικής λογικής) είναι το Α λέγεται Α. («Μετά τα Φυσικά», V 9.)
Κατά το νόμο της αντίφασης είναι αδύνατον ο ίδιος προσδιορισμός να αποδίδεται και να μην αποδίδεται στο ίδιο πράγμα κατά την ίδια χρονική στιγμή και από την ίδια άποψη. Προσθέτει όμως ο Αριστοτέλης, ότι ο νόμος της αντίφασης (η η αρχή της αντίφασης, όπως ενίοτε λέγεται) είναι αναπόδεικτος. («Μετά τα Φυσικά», Δ 3, 1005 β 19.)
Το νόμο της του τρίτου η μέσου απόκλεισης διατυπώνει ο Αριστοτέλης ως εξής: Αλλά βεβαίως δεν είναι δυνατόν να υπάρχη κάτι μεταξύ των δύο μελών της αντίφασης· αντίθετα είμαστε υποχρεωμένοι, προκειμένου να μιλήσουμε για κάτι, η να εκφέρουμε μία βεβαίωση σχετικά με αυτό η να εκφέρουμε μία άρνηση («αλλά, μην ουδέ μεταξύ αντιφάσεως ενδέχεται είναι ουδέν, αλλά ανάγκη η φάναι η αποφάναι εν καθ’ ενός οτιούν», «Μετά τα Φυσικά», 1011 β 23.) Η καρδιά του ανθρώπου η πάλλει η δεν πάλλει. Τρίτη κατάσταση της καρδιάς η μέση κατάσταση αποκλείεται.
Οι τρεις αυτοί νόμοι της Λογικής, τους οποίους για πρώτη φορά διατύπωσε ο Αριστοτέλης, αποτελούν θεμελιώδεις νόμους των Μαθηματικών. Οι διάφορες Σχολές ελέγχου και έρευνας των αρχών των Μαθηματικών, όπως είναι η Μορφοκρατία (Formalismus), ο Θετικισμός (Ροsitivismus) και ο Ενοραματισμός (Ιntuitionismus) προσπαθούν να απαλλαγούν, όπως ισχυρίζονται, των μεταφυσικών στοιχείων κατά τη θεμελίωση των Μαθηματικών.
Υποθέτουν, ότι ο Πλάτων είναι ο αρχηγέτης της εισαγωγής των μεταφυσικών στοιχείων στη Μαθηματική επιστήμη και ισχυρίζονται, ότι με τις θεωρίες τους κατώρθωσαν να εκτοπίσουν τον Πλάτωνα από τη θεμελίωση των Μαθηματικών. Τέτοιες αντιλήψεις όμως, των οποίων προεξήρχε προ ετών ο Άγγλος μαθηματικός και φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσσελ, δεν ευσταθούν, αποδεικνύουν όμως, ότι και σοβαροί επιστήμονες ακόμη δεν έχουν καν διαβάσει τον Πλάτωνα, τουλάχιστον την «Πολιτεία», όπου γίνεται ευρύς λόγος για τις αρχές των Μαθηματικών και κανείς λόγος περί μεταφυσικών στοιχείων.
Ο Αριστοτέλης έχει διασαφηνίσει πλήρως τα της θεμελίωσης των Μαθηματικών ως επιστήμης μακράν κάθε μεταφυσικού στοιχείου. Ο ισχυρισμός του Ράσσελ, ότι ναι μεν καλή είναι η Λογική του Αριστοτέλη, αλλά επειδή η πάροδος του χρόνου καταστρέφει την έννοια των λέξεων και συνεπώς εξασθενίζει την ισχύ της αριστοτελικής Λογικής, η οποία πρέπει αυτή να αντικατασταθεί με τη συμβολική λεγόμενη Λογική, έχει επισύρει πολλές αντιρρήσεις.
Ο Αριστοτέλης, όπως και ο δάσκαλός του, Πλάτωνας, υποστήριζε, ότι η Επιστήμη είναι γενική και αδιαίρετη και αποβλέπει στη σαφή γνώση της ουσίας των πραγμάτων. Αποστολή του κάθε σοφού και της πραγματολογικής έρευνας είναι να αποκαλύψει την υπάρχουσα ιδέα, δηλαδή την ανώτερη και βαθύτερη έννοια, την καθαρή ουσία των πραγμάτων.
Οι νόμοι της Λογικής, τους οποίους διατύπωσε ο Αριστοτέλης, αποτέλεσαν την αφετηρία της μεθοδολογικής συγκρότησης των αποδεικτικών επιστημών. Κατά τον Σταγειρίτη φιλόσοφο τα συστατικά οιασδήποτε αποδεικτικής επιστήμης είναι τρία:
• Το επιστητό, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της Επιστήμης. Το επιστητό αυτό είναι για μεν την Αριθμητική οι αριθμοί, ενώ για τη Γεωμετρία είναι ο χώρος.
• Οι προς απόδειξη προτάσεις.
• Οι αποδεικτικές αρχές, τις οποίες χρησιμοποιεί η Επιστήμη κατά την αποδεικτική διαδικασία.
Η αποστολή μιας αποδεικτικής επιστήμης είναι να δείξει με βεβαιότητα τον αποδεικτικό λόγο, επί του οποίου θεμελιώνεται η αλήθεια μιας δοθείσας πρότασης. Αυτό θα επιτευχθεί με την αναγωγή της πρότασης σε άλλες αρχικές και αφ’ εαυτών φανερές προτάσεις, δηλαδή στα αξιώματα. Απόδειξη των αξιωμάτων δεν είναι δυνατή. Είναι φανερό, ότι η αποδεικτική επιστήμη περιορίζεται από όρια. Είναι αδύνατο να προχώρησει πέραν των αξιωμάτων, εκ των οποίων αντλεί την αποδεικτική της βεβαιότητα. Εδώ βλέπουμε, ότι και ο Αριστοτέλης, όπως και ο Πλάτων, παραδέχονται, ότι η αξία μιας αποδεικτικής επιστήμης και μάλιστα και της Αριθμητικής και της Γεωμετρίας είναι σχετική.
Ο Πλάτων στηρίζει τη γνώμη του στο ότι ολόκληρο το οικοδόμημα της Γεωμετρίας βασίζεται στην ακαθόριστη έννοια «σημείο», με την οποία καθορίζεται ο χώρος («Πολιτεία», 533 c). Εννοείται, χωρίς να σημειώνεται ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα, ότι και η έννοια «αριθμός» είναι απλώς δημιούργημα του ανθρωπίνου πνεύματος και κατά συνέπεια και η Αριθμητική είναι επιστήμη που έχει σχετική αξία (σε σχέση με την Φιλοσοφία). Ο Αριστοτέλης καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα αναχωρώντας από τη σκέψη, ότι το ανθρώπινο υποκείμενο στις αποδεικτικές επιστήμες είναι αδύνατον να προχωρήσει πέραν των αξιωμάτων, για τα οποία αδυνατεί να δώσει λόγο.
Δεν είναι γνωστό, αν ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τον τρόπο σύνταξης των μη αποδεικτικών επιστημών. Θεωρείται όμως πιθανόν, ότι δεν ασχολήθηκε με αυτές, γιατί δεν άφησε καμία σχετική πραγματεία. Ο καθορισμός της μεθόδου έρευνας είναι εφικτός μόνο στις αποδεικτικές επιστήμες, των οποίων πρότυπο είναι τα Μαθηματικά. Η σύγχρονη Επιστήμη παραδέχεται, ότι είναι ανέφικτος ο καθορισμός ορισμένης μεθοδολογίας για τις μη αποδεικτικές επιστήμες. Η έρευνα παραδείγματος χάριν στην Ιστορία και την Ιατρική, εφ’ όσον δεν στηρίζεται στις γνώσεις των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, είναι αδύνατον να γίνει, όπως γίνεται στα Μαθηματικά. Στις μη αποδεικτικές επιστήμες υπεισέρχονται παράγοντες, οι οποίοι είναι αδύνατον να ερευνηθούν με τον τρόπο που ερευνώνται οι μαθηματικές προτάσεις.
Σε λίγους φυσικούς - μαθηματικούς είναι γνωστό, ότι ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μηχανικά Προβλήματα» εισάγει την έννοια του διανύσματος, δηλαδή του φυσικού μεγέθους (η ποσότητας), που έχει μέτρο και κατεύθυνση, και προβαίνει στη σύνθεση (πρόσθεση) δύο τέτοιων διανυσμάτων με τη γνωστή μέθοδο (κανόνα) του παραλληλογράμμου, παρέχοντας μάλιστα και τη σχετική γεωμετρική απόδειξη. Επί πλέον ο Αριστοτέλης ασχολείται με δύο βασικά διανύσματα της Φυσικής, της δύναμης και της ταχύτητας. Τους νόμους του Νεύτωνα τους είχε διατυπώσει πρώτος ο Αριστοτέλης.
Οι έννοιες του χώρου, του χρόνου, της κίνησης, του απείρου κ.τ.λ.
Στην πραγματεία Φυσικής ακροάσεως (η «Φυσικά») ο Αριστοτέλης εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα από γενικότερης σκοπιάς και προσπαθεί πάντοτε, ώστε η έρευνά του να συνδέεται αναπόσπαστα με την εξέταση του οντολογικού προβλήματος. Το σύγγραμμα αυτό δεν είναι έργο τύπου σύγχρονης Φυσικής πειραματικής. Σε αυτό ερευνάται η έννοια του χρόνου, η έννοια της δύναμης, η έννοια της κίνησης, η έννοια του χώρου, η έννοια του απείρου, η έννοια του συνεχούς κ.λπ..
Έννοια του χρόνου λαμβάνουμε από την κίνηση, τονίζει ο Αριστοτέλης. Εάν δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει χρόνος. Δεν περιορίζεται φυσικά στη γενικότητα αυτή ο Σταγειρίτης φιλόσοφος. Αναλύει την έννοια του παρελθόντος, την έννοια του παρόντος και την έννοια του μέλλοντος («Φυσικά» Δ 218 κ.ε.) Οι έρευνές του και οι αναλύσεις του της έννοιας του χρόνου αποτελούν μέχρι σήμερα την αφετηρία κάθε συναφούς έρευνας. Θα ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί, ότι η εκ της Θεωρίας της Σχετικότητας δημιουργηθείσα έννοια, του λεγόμενου Χωροχρόνου, αποτελεί ένα βήμα πέραν των συναφών θεωριών περί χρόνου του Αριστοτέλη. Υπάρχουν όμως πολλές αντιρρήσεις για την αξία της έννοιας του Χωροχρόνου στηριζόμενες στην αμφισβήτηση της αξίας της λεγόμενης Ελλειπτικής Γεωμετρίας, επί της οποίας βασίζεται η σχετική θεωρία.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί Μαθηματικά για την απόδειξη της ανυπαρξίας του κενού, και κατά συνέπεια θεωρείται ορθά ο ιδρυτής της Θεωρητικής και Μαθηματικής Φυσικής. Μεταξύ άλλων αποδεικνύει ότι, εάν κινητό βρίσκεται υπό την επίδραση δύο δυνάμεων, που σχηματίζουν γωνία μεταξύ τους, η ταχύτητα του κινητού ισούται με τη συνισταμένη των δύο ταχυτήτων, οι οποίες προκαλούνται από τις δύο δυνάμεις. Ο νόμος αυτός του Αριστοτέλη περιέχεται στα γυμνασιακά εγχειρίδια Φυσικής Πειραματικής όλου του κόσμου.
Εντύπωση προκάλεσε η κατά τα τελευταία έτη γενόμενη παρατήρηση, ότι πρώτα ο Αριστοτέλης έχει διατυπώσει το αξίωμα της αδράνειας στη Φυσική και όχι ο Νεύτων, όπως πιστευόταν. Ο Ισαάκ Νεύτων στο περίφημο σύγγραμμά του «Ρhilosophiae naturalis princ. mathematica» περιλαμβάνει στην Εισαγωγή τρία αξιώματα, από τα οποία το πρώτο, το λεγόμενο αξίωμα της αδράνειας, έχει ως εξής: «Κάθε σώμα διατηρεί την κατάσταση ηρεμίας η ευθύγραμμης ισοταχούς κίνησης, εφ’ όσον δεν εξαναγκάζεται από εξωτερικές δυνάμεις σε μεταβολή κατάστασης.»
Κατά το τέλος του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκε κατά την σπουδή των αριστοτελικών συγγραμμάτων, ότι ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει το δεύτερο μέρος του ανωτέρω αξιώματος ως εξής: «Κανείς δεν θα μπορούσε να πη, γιατί κινηθέν σώμα θα σταματήση κάπου· διότι γιατί να σταματήση εδώ και όχι εκεί; Ώστε η θα ηρεμήση η κατ’ ανάγκη θα κινήται επ’ άπειρο, εάν δεν το εμποδίση ισχυρότερη δύναμη από αυτήν που το κινεί.» («Έτι ουδείς αν έχοι ειπείν, διατί κινηθέν στήσεταί που· τι γαρ μάλλον ενταύθα η ενταύθα; Ώστε η ηρεμήσει η εις άπειρον ανάγκη φέρεσθαι, εάν μη τι εμποδίση κρείττον».) («Φυσικής ακροάσεως» Δ 8 215 α.)
Το προηγούμενο μέρος του αξιώματος (το δεύτερο) αφορά στο κινητό, το οποίο βρίσκεται ήδη σε κίνηση. Το πρώτο μέρος του αξιώματος έχει σχέση με κινητό, το οποίο βρίσκεται σε ηρεμία. Και το μέρος αυτό το έχει διατυπώσει ο Αριστοτέλης ως εξής: «Εάν δε δεν υπάρχη κίνηση των σωμάτων, μήτε εκ φύσεως (όπως είναι κίνηση από την βαρύτητα) μήτε από επίδραση κάποιας δύναμης, τίποτε δεν θα είναι δυνατόν να κινηθή.» («Ει δε μη εστι μήτε φύσει μήτε βία (κίνησις) όλως ουδέν κινηθήσεται.») («Περί Ουρανού», Β 13, 295 α)
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΞΕΝ Ελλ 3.4.1–3.4.6
Ο Τισσαφέρνης, σατράπης της Δυτικής Μ. Ασίας, απαίτησε την παράδοση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας, οι οποίες ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης. Οι Λακεδαιμόνιοι θεώρησαν ότι όφειλαν να ανταποκριθούν σε αυτήν, ώστε να μην πληγεί το κύρος τους, δεδομένης της συμπεριφοράς των Αθηναίων σε ανάλογες εκκλήσεις κατά την περίοδο της δικής τους ηγεμονίας. Έτσι, από το 400 έως το 397 π.Χ. εξεστράτευσαν στη Μ. Ασία με αρχηγούς αρχικά τον Θίβρωνα και στη συνέχεια τον Δερκυλλίδα. Στο μεταξύ στον θρόνο της Σπάρτης ανέβηκε ο Αγησίλαος.
[3.4.1] Μετὰ δὲ ταῦτα Ἡρώδας τις Συρακόσιος ἐν Φοινίκῃ ὢν
μετὰ ναυκλήρου τινός, καὶ ἰδὼν τριήρεις Φοινίσσας, τὰς
μὲν καταπλεούσας ἄλλοθεν, τὰς δὲ καὶ αὐτοῦ πεπληρω-
μένας, τὰς δὲ καὶ ἔτι κατασκευαζομένας, προσακούσας δὲ
καὶ τοῦτο, ὅτι τριακοσίας αὐτὰς δέοι γενέσθαι, ἐπιβὰς ἐπὶ
τὸ πρῶτον ἀναγόμενον πλοῖον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐξήγγειλε
τοῖς Λακεδαιμονίοις ὡς βασιλέως καὶ Τισσαφέρνους τὸν
στόλον τοῦτον παρασκευαζομένων· ὅποι δὲ οὐδὲν ἔφη
εἰδέναι. [3.4.2] ἀνεπτερωμένων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τοὺς
συμμάχους συναγόντων καὶ βουλευομένων τί χρὴ ποιεῖν,
Λύσανδρος νομίζων καὶ τῷ ναυτικῷ πολὺ περιέσεσθαι τοὺς
Ἕλληνας καὶ τὸ πεζὸν λογιζόμενος ὡς ἐσώθη τὸ μετὰ
Κύρου ἀναβάν, πείθει τὸν Ἀγησίλαον ὑποστῆναι, ἂν αὐτῷ
δῶσι τριάκοντα μὲν Σπαρτιατῶν, εἰς δισχιλίους δὲ τῶν
νεοδαμώδων, εἰς ἑξακισχιλίους δὲ τὸ σύνταγμα τῶν συμ-
μάχων, στρατεύεσθαι εἰς τὴν Ἀσίαν. πρὸς δὲ τούτῳ τῷ
λογισμῷ καὶ αὐτὸς συνεξελθεῖν αὐτῷ ἐβούλετο, ὅπως τὰς
δεκαρχίας τὰς κατασταθείσας ὑπ’ ἐκείνου ἐν ταῖς πόλεσιν,
ἐκπεπτωκυίας δὲ διὰ τοὺς ἐφόρους, οἳ τὰς πατρίους πολιτείας
παρήγγειλαν, πάλιν καταστήσειε μετ’ Ἀγησιλάου. [3.4.3] ἐπαγ-
γειλαμένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου τὴν στρατείαν, διδόασί τε οἱ
Λακεδαιμόνιοι ὅσαπερ ᾔτησε καὶ ἑξαμήνου σῖτον. ἐπεὶ δὲ
θυσάμενος ὅσα ἔδει καὶ τἆλλα καὶ τὰ διαβατήρια ἐξῆλθε,
ταῖς μὲν πόλεσι διαπέμψας ἀγγέλους προεῖπεν ὅσους τε
δέοι ἑκασταχόθεν πέμπεσθαι καὶ ὅπου παρεῖναι, αὐτὸς δ’
ἐβουλήθη ἐλθὼν θῦσαι ἐν Αὐλίδι, ἔνθαπερ ὁ Ἀγαμέμνων
ὅτ’ εἰς Τροίαν ἔπλει ἐθύετο. [3.4.4] ὡς δ’ ἐκεῖ ἐγένετο, πυθόμενοι
οἱ βοιώταρχοι ὅτι θύοι, πέμψαντες ἱππέας τοῦ τε λοιποῦ
εἶπαν μὴ θύειν καὶ οἷς ἐνέτυχον ἱεροῖς τεθυμένοις διέρριψαν
ἀπὸ τοῦ βωμοῦ. ὁ δ’ ἐπιμαρτυράμενος τοὺς θεοὺς καὶ
ὀργιζόμενος, ἀναβὰς ἐπὶ τὴν τριήρη ἀπέπλει. ἀφικόμενος
δὲ ἐπὶ Γεραστόν, καὶ συλλέξας ἐκεῖ ὅσον ἐδύνατο τοῦ στρα-
τεύματος πλεῖστον, εἰς Ἔφεσον τὸν στόλον ἐποιεῖτο.
[3.4.5] Ἐπεὶ δὲ ἐκεῖσε ἀφίκετο, πρῶτον μὲν Τισσαφέρνης πέμ-
ψας ἤρετο αὐτὸν τίνος δεόμενος ἥκοι. ὁ δ’ εἶπεν αὐτονόμους
καὶ τὰς ἐν τῇ Ἀσία πόλεις εἶναι, ὥσπερ καὶ τὰς ἐν τῇ παρ’
ἡμῖν Ἑλλάδι. πρὸς ταῦτ’ εἶπεν ὁ Τισσαφέρνης· Εἰ τοίνυν
θέλεις σπείσασθαι ἕως ἂν ἐγὼ πρὸς βασιλέα πέμψω, οἶμαι
ἄν σε ταῦτα διαπραξάμενον ἀποπλεῖν, εἰ βούλοιο. Ἀλλὰ
βουλοίμην ἄν, ἔφη, εἰ μὴ οἰοίμην γε ὑπὸ σοῦ ἐξαπατᾶσθαι.
Ἀλλ’ ἔξεστιν, ἔφη, σοὶ τούτων πίστιν λαβεῖν ἦ μὴν ἀδόλως
. . . σοῦ πράττοντος ταῦτα ἡμᾶς μηδὲν τῆς σῆς ἀρχῆς
ἀδικήσειν ἐν ταῖς σπονδαῖς. [3.4.6] ἐπὶ τούτοις ῥηθεῖσι Τισ-
σαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφθεῖσι πρὸς αὐτὸν Ἡριππίδᾳ
καὶ Δερκυλίδᾳ καὶ Μεγίλλῳ ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν
εἰρήνην, ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει
ἦ μὴν ταῦτα πράττοντος αὐτοῦ ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς.
ὁ μὲν δὴ Τισσαφέρνης ἃ ὤμοσεν εὐθὺς ἐψεύσατο· ἀντὶ γὰρ
τοῦ εἰρήνην ἔχειν στράτευμα πολὺ παρὰ βασιλέως πρὸς
ᾧ εἶχε πρόσθεν μετεπέμπετο. Ἀγησίλαος δέ, καίπερ
αἰσθανόμενος ταῦτα, ὅμως ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς.
ΞΕΝ Ελλ 3.4.1–3.4.6
Ο Αγησίλαος ξεκινά εκστρατεία στην Ασία
Ο Τισσαφέρνης, σατράπης της Δυτικής Μ. Ασίας, απαίτησε την παράδοση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας, οι οποίες ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης. Οι Λακεδαιμόνιοι θεώρησαν ότι όφειλαν να ανταποκριθούν σε αυτήν, ώστε να μην πληγεί το κύρος τους, δεδομένης της συμπεριφοράς των Αθηναίων σε ανάλογες εκκλήσεις κατά την περίοδο της δικής τους ηγεμονίας. Έτσι, από το 400 έως το 397 π.Χ. εξεστράτευσαν στη Μ. Ασία με αρχηγούς αρχικά τον Θίβρωνα και στη συνέχεια τον Δερκυλλίδα. Στο μεταξύ στον θρόνο της Σπάρτης ανέβηκε ο Αγησίλαος.
[3.4.1] Μετὰ δὲ ταῦτα Ἡρώδας τις Συρακόσιος ἐν Φοινίκῃ ὢν
μετὰ ναυκλήρου τινός, καὶ ἰδὼν τριήρεις Φοινίσσας, τὰς
μὲν καταπλεούσας ἄλλοθεν, τὰς δὲ καὶ αὐτοῦ πεπληρω-
μένας, τὰς δὲ καὶ ἔτι κατασκευαζομένας, προσακούσας δὲ
καὶ τοῦτο, ὅτι τριακοσίας αὐτὰς δέοι γενέσθαι, ἐπιβὰς ἐπὶ
τὸ πρῶτον ἀναγόμενον πλοῖον εἰς τὴν Ἑλλάδα ἐξήγγειλε
τοῖς Λακεδαιμονίοις ὡς βασιλέως καὶ Τισσαφέρνους τὸν
στόλον τοῦτον παρασκευαζομένων· ὅποι δὲ οὐδὲν ἔφη
εἰδέναι. [3.4.2] ἀνεπτερωμένων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τοὺς
συμμάχους συναγόντων καὶ βουλευομένων τί χρὴ ποιεῖν,
Λύσανδρος νομίζων καὶ τῷ ναυτικῷ πολὺ περιέσεσθαι τοὺς
Ἕλληνας καὶ τὸ πεζὸν λογιζόμενος ὡς ἐσώθη τὸ μετὰ
Κύρου ἀναβάν, πείθει τὸν Ἀγησίλαον ὑποστῆναι, ἂν αὐτῷ
δῶσι τριάκοντα μὲν Σπαρτιατῶν, εἰς δισχιλίους δὲ τῶν
νεοδαμώδων, εἰς ἑξακισχιλίους δὲ τὸ σύνταγμα τῶν συμ-
μάχων, στρατεύεσθαι εἰς τὴν Ἀσίαν. πρὸς δὲ τούτῳ τῷ
λογισμῷ καὶ αὐτὸς συνεξελθεῖν αὐτῷ ἐβούλετο, ὅπως τὰς
δεκαρχίας τὰς κατασταθείσας ὑπ’ ἐκείνου ἐν ταῖς πόλεσιν,
ἐκπεπτωκυίας δὲ διὰ τοὺς ἐφόρους, οἳ τὰς πατρίους πολιτείας
παρήγγειλαν, πάλιν καταστήσειε μετ’ Ἀγησιλάου. [3.4.3] ἐπαγ-
γειλαμένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου τὴν στρατείαν, διδόασί τε οἱ
Λακεδαιμόνιοι ὅσαπερ ᾔτησε καὶ ἑξαμήνου σῖτον. ἐπεὶ δὲ
θυσάμενος ὅσα ἔδει καὶ τἆλλα καὶ τὰ διαβατήρια ἐξῆλθε,
ταῖς μὲν πόλεσι διαπέμψας ἀγγέλους προεῖπεν ὅσους τε
δέοι ἑκασταχόθεν πέμπεσθαι καὶ ὅπου παρεῖναι, αὐτὸς δ’
ἐβουλήθη ἐλθὼν θῦσαι ἐν Αὐλίδι, ἔνθαπερ ὁ Ἀγαμέμνων
ὅτ’ εἰς Τροίαν ἔπλει ἐθύετο. [3.4.4] ὡς δ’ ἐκεῖ ἐγένετο, πυθόμενοι
οἱ βοιώταρχοι ὅτι θύοι, πέμψαντες ἱππέας τοῦ τε λοιποῦ
εἶπαν μὴ θύειν καὶ οἷς ἐνέτυχον ἱεροῖς τεθυμένοις διέρριψαν
ἀπὸ τοῦ βωμοῦ. ὁ δ’ ἐπιμαρτυράμενος τοὺς θεοὺς καὶ
ὀργιζόμενος, ἀναβὰς ἐπὶ τὴν τριήρη ἀπέπλει. ἀφικόμενος
δὲ ἐπὶ Γεραστόν, καὶ συλλέξας ἐκεῖ ὅσον ἐδύνατο τοῦ στρα-
τεύματος πλεῖστον, εἰς Ἔφεσον τὸν στόλον ἐποιεῖτο.
[3.4.5] Ἐπεὶ δὲ ἐκεῖσε ἀφίκετο, πρῶτον μὲν Τισσαφέρνης πέμ-
ψας ἤρετο αὐτὸν τίνος δεόμενος ἥκοι. ὁ δ’ εἶπεν αὐτονόμους
καὶ τὰς ἐν τῇ Ἀσία πόλεις εἶναι, ὥσπερ καὶ τὰς ἐν τῇ παρ’
ἡμῖν Ἑλλάδι. πρὸς ταῦτ’ εἶπεν ὁ Τισσαφέρνης· Εἰ τοίνυν
θέλεις σπείσασθαι ἕως ἂν ἐγὼ πρὸς βασιλέα πέμψω, οἶμαι
ἄν σε ταῦτα διαπραξάμενον ἀποπλεῖν, εἰ βούλοιο. Ἀλλὰ
βουλοίμην ἄν, ἔφη, εἰ μὴ οἰοίμην γε ὑπὸ σοῦ ἐξαπατᾶσθαι.
Ἀλλ’ ἔξεστιν, ἔφη, σοὶ τούτων πίστιν λαβεῖν ἦ μὴν ἀδόλως
. . . σοῦ πράττοντος ταῦτα ἡμᾶς μηδὲν τῆς σῆς ἀρχῆς
ἀδικήσειν ἐν ταῖς σπονδαῖς. [3.4.6] ἐπὶ τούτοις ῥηθεῖσι Τισ-
σαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφθεῖσι πρὸς αὐτὸν Ἡριππίδᾳ
καὶ Δερκυλίδᾳ καὶ Μεγίλλῳ ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν
εἰρήνην, ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει
ἦ μὴν ταῦτα πράττοντος αὐτοῦ ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς.
ὁ μὲν δὴ Τισσαφέρνης ἃ ὤμοσεν εὐθὺς ἐψεύσατο· ἀντὶ γὰρ
τοῦ εἰρήνην ἔχειν στράτευμα πολὺ παρὰ βασιλέως πρὸς
ᾧ εἶχε πρόσθεν μετεπέμπετο. Ἀγησίλαος δέ, καίπερ
αἰσθανόμενος ταῦτα, ὅμως ἐπέμενε ταῖς σπονδαῖς.
***
Λίγον καιρό αργότερα κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ' έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να 'ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να 'ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν' αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια. Τότε πήρε το πρώτο καράβι που 'φευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους ότι ο Βασιλεύς κι ο Τισσαφέρνης ήταν που ετοίμαζαν αυτή τη δύναμη ― ιδέα όμως δεν είχε για ποιον σκοπό.
Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, φώναξαν τους συμμάχους κι άρχισαν να συσκέπτονται τι έπρεπε να κάνουν. Ο Λύσανδρος πίστευε πως και στο ναυτικό θα είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες, κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Χώρια απ' αυτές του τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθεια του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν' αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
Όταν ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν' αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του 'δωσαν όλα όσα ζήτησε, καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Τότε εκείνος έκανε όλες τις πρεπούμενες θυσίες ―ανάμεσα στις άλλες κι αυτές που συνηθίζονται στο διάβα των συνόρων― και ξεκίνησε, στέλνοντας αγγελιαφόρους στις πόλεις να μηνύσουν πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν. Ο ίδιος θέλησε να πάει να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπως είχε κάνει κι ο Αγαμέμνων πριν βάλει πλώρη για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί κι έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει, αλλά και πέταξαν χάμω τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια που βρήκαν πάνω στον βωμό. Ο Αγησίλαος, οργισμένος, επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Από κει πήγε στον Γεραιστό, όπου συγκέντρωσε όσο στρατό μπόρεσε κι έκανε πανιά για την Έφεσο.
Μόλις έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως να τον ρωτήσει για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος είπε: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ' αυτό αποκρίθηκε ο Τισσαφέρνης: «Τότε, αν συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή ώσπου ν' αναφερθώ στον Βασιλέα, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα φερθώ στ' αλήθεια τίμια». «Τότε κι εγώ μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, αν φερθείς στ' αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο έχουμε ανακωχή».
Αφού συμφωνήθηκαν αυτά, ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου ―τον Ηριππίδα, τον Δερκυλίδα και τον Μέγιλλο― ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου, ότι εφόσον το 'κανε αυτό θα σεβόταν κι ο Αγησίλαος την ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, από τη μεριά του, παραβίασε αμέσως τον όρκο του, γιατί αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη έστειλε να ζητήσει από τον Βασιλέα ενισχύσεις για τον στρατό του. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή.
Λίγον καιρό αργότερα κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ' έναν πλοιοκτήτη, είδε φοινικικά πολεμικά να 'ναι κιόλας εκεί επανδρωμένα, κάποια να 'ρχονται από άλλα μέρη και κάποια ν' αρματώνονται ακόμα, κι άκουσε κι ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια. Τότε πήρε το πρώτο καράβι που 'φευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους ότι ο Βασιλεύς κι ο Τισσαφέρνης ήταν που ετοίμαζαν αυτή τη δύναμη ― ιδέα όμως δεν είχε για ποιον σκοπό.
Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, φώναξαν τους συμμάχους κι άρχισαν να συσκέπτονται τι έπρεπε να κάνουν. Ο Λύσανδρος πίστευε πως και στο ναυτικό θα είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες, κι όσο για το πεζικό είχε υπόψη του με ποιον τρόπο σώθηκε εκείνο που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο· έπεισε λοιπόν τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αρκεί να του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, ως δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις κι ως έξι χιλιάδες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Χώρια απ' αυτές του τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε να πάει κι ο ίδιος μαζί με τον Αγησίλαο, ώστε με τη βοήθεια του να φέρει ξανά στην εξουσία τις Δεκαρχίες που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει ν' αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
Όταν ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν' αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του 'δωσαν όλα όσα ζήτησε, καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Τότε εκείνος έκανε όλες τις πρεπούμενες θυσίες ―ανάμεσα στις άλλες κι αυτές που συνηθίζονται στο διάβα των συνόρων― και ξεκίνησε, στέλνοντας αγγελιαφόρους στις πόλεις να μηνύσουν πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν. Ο ίδιος θέλησε να πάει να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπως είχε κάνει κι ο Αγαμέμνων πριν βάλει πλώρη για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί κι έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει, αλλά και πέταξαν χάμω τα θυσιασμένα κιόλας εντόσθια που βρήκαν πάνω στον βωμό. Ο Αγησίλαος, οργισμένος, επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Από κει πήγε στον Γεραιστό, όπου συγκέντρωσε όσο στρατό μπόρεσε κι έκανε πανιά για την Έφεσο.
Μόλις έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως να τον ρωτήσει για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος είπε: «Να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ' αυτό αποκρίθηκε ο Τισσαφέρνης: «Τότε, αν συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή ώσπου ν' αναφερθώ στον Βασιλέα, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορώ να σου εγγυηθώ ότι θα φερθώ στ' αλήθεια τίμια». «Τότε κι εγώ μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, αν φερθείς στ' αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο έχουμε ανακωχή».
Αφού συμφωνήθηκαν αυτά, ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου ―τον Ηριππίδα, τον Δερκυλίδα και τον Μέγιλλο― ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου, ότι εφόσον το 'κανε αυτό θα σεβόταν κι ο Αγησίλαος την ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, από τη μεριά του, παραβίασε αμέσως τον όρκο του, γιατί αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη έστειλε να ζητήσει από τον Βασιλέα ενισχύσεις για τον στρατό του. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε μολοντούτο πιστός στην ανακωχή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)